Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

της Αγίας Γραφής και των Πατέρων

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Σάβ Μαρ 16, 2013 11:07 am

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΑΣ

Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟΥ ΛΑΟΥ


Ιερεμίας

Ο προφήτης Ιερεμίας

Εικόνα

Στη χριστιανική Βίβλο το έργο κατατάσσεται στα Προφητικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στην υποομάδα «Μεγάλοι Προφήτες». Την ίδια θέση έχει και στην ιουδαϊκή Βίβλο, ανήκει στην ομάδα «Προφήτες» και στην υποομάδα «Μεταγενέστεροι Προφήτες».

Ανάμεσα στο κείμενο των Ο' και το εβραϊκό υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στην έκταση (το κείμενο των Ο' είναι κατά 12% περίπου συντομότερο από το εβραϊκό) όσο και στην κατάταξη των ενοτήτων.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου υπάρχουν οι λόγοι και οι προφητείες κατά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Ακολουθούν οι προφητείες κατά των γειτονικών λαών, που διακόπτονται από τα βιογραφικά στοιχεία για τον προφήτη και τα δεινά που αυτός υπέστη.



Ο προφήτης Ιερεμίας, στη δράση του οποίου αναφέρεται το ομώνυμο βιβλίο, έδρασε στο βασίλειο του Ιούδα, κατά τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα το 627 π.Χ. σε νεαρή ηλικία. Η εποχή της δράσης του συμπίπτει με την κατάρρευση της ηγεμονίας των Ασσυρίων και την ανάδειξη των Βαβυλωνίων σε κυρίαρχη δύναμη της Μεσοποταμίας και της ευρύτερης. Η εξασθένιση του ασσυριακού ελέγχου στην Παλαιστίνη έδωσε στο βασιλιά Ιωσία τη δυνατότητα να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να προχωρήσει σε θρησκευτική μεταρρύθμιση για την αποκάθαρση της ιουδαϊκής λατρείας από τα ειδωλολατρικά στοιχεία. Η ήπα και ο θάνατος του Ιωσία το 609 π.Χ. από τους Αιγυπτίους και η ήττα στη συνέχεια των Αιγυπτίων το 605 π.Χ. από τους Βαβυλώνιους είχαν ως συνέπεια να περιέλθει το βασίλειο του Ιούδα υπό βαβυλωνιακό έλεγχο. Οι προσπάθειες του βασιλιά Ιωακίμ για ανεξαρτησία όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά και έφεραν στη χώρα την καταστροφή. Οι Βαβυλώνιοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και οδήγησαν το διάδοχο του Ιεχονία και μέρος του πληθυσμού στην αιχμαλωσία το 597 π.Χ. Ο νέος βασιλιάς Σεδεκίας ακολούθησε ανάλογη με τους προκατόχους του πολιτική με αποτέλεσμα να προκαλέσει νέα εκστρατεία των Βαβυλωνίων και ολοκληρωτική καταστροφή του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ και νέα αιχμαλωσία του λαού το 587 π.Χ. Ο Ιερεμίας παρέμεινε στη χώρα μέχρι τη δολοφονία του διοικητή Γεδαλία τον οποίο είχαν τοποθετήσει εκεί οι Βαβυλώνιοι και στη συνέχεια κατέφυγε στην Αίγυπτο.



Τα δραματικά γεγονότα της εποχής του προφήτη και η ρευστή πολιτική κατάσταση είχαν ως συνέπεια να γίνει ο προφήτης αντιπαθής στους συγχρόνους του, καθώς ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται κατά πάντων. Κατά των βασιλιάδων για την αλόγιστη πολιτική τους, κατά των ιερέων για την τυπολατρία, την κερδοσκοπία και το συγκρητισμό τους, κατά των ψευδοπροφητών για τις απατηλές ελπίδες που καλλιεργούσαν στο λαό, κατά των πλουσίων για την καταδυνάστευση των φτωχών και κατά του λαού για την ηθική κατάπτωση και ειδωλολατρία του. Η ζωή του κατέστη ένα διαρκές μαρτύριο με συλλήψεις, επιβουλές κατά της ζωής του, φυλακίσεις, απαγορεύσεις επισκέψεων στο ναό, κάψιμο των έργων του. Όλα αυτά γέμισαν με θλίψη τον προφήτη, επηρέασαν βαθύτατα την ψυχολογία του και έκαναν το λόγο του να είναι συνυφασμένος με το θρήνο. Με απειλές, προτροπές και παρακλήσεις προσπαθεί ο προφήτης να πείσει το λαό να επιστρέψει στο Θεό. Μη βλέποντας όμως σημάδια αλλαγής, εξαγγέλλει την κρίση του Θεού, η οποία θα εκδηλωθεί με καταστροφή, για την οποία υπεύθυνος δεν θα είναι ο Θεός αλλά ο λαός με τη συμπεριφορά του. Όργανα της παιδαγωγικής κρίσεως του Θεού θα είναι τα έθνη, που και αυτά με τη σειρά τους θα τιμωρηθούν, γιατί παρεξήγησαν το ρόλο που τους ανέθεσε ο Θεός και έδειξαν εκδικητικότητα απέναντι στο λαό του Ιούδα. Παρ' όλα αυτά ο προφήτης βλέπει και πέρα από την καταστροφή. Οραματίζεται την αποκατάσταση του λαού και εξαγγέλλει τη σύναψη μιας νέας διαθήκης, που θα καθορίζει πλέον τη σχέση του Θεού, όχι με το λαό ως σύνολο αλλά με τον καθένα ξεχωριστά και που θα είναι γραμμένη όχι σε πλάκες αλλά στην καρδιά του καθένα. Τη σύναψη της νέας αυτής διαθήκης θα επιβεβαιώσει ό ίδιος ο Χριστός κατά το μυστικό δείπνο.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η κλήση του Ιερεμία. Οράματα και λόγοι κατά της Ιουδαίας.

Η κλήση του Ιερεμία

Ιερ. 1,1 Τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ, ὃ ἐγένετο ἐπὶ Ἱερεμίαν τὸν τοῦ Χελκίου ἐκ τῶν ἱερέων, ὃς κατῴκει ἐν Ἀναθὼθ ἐν γῇ Βενιαμείν·

Ιερ. 1,1 Ο λόγος του Θεού, ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν, υιόν του Χελκίου, ενός από τους ιερείς. Αυτός κατοικούσεν εις την κωμόπολιν Αναθώθ, εις την χώραν της φυλής Βενιαμείν.

Ιερ. 1,2 ὡς ἐγενήθη λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βασιλέως Ἰούδα, ἔτους τρισκαιδεκάτου ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ·

Ιερ. 1,2 Οι λόγοι αυτοί του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα ' Ιωσία, υιού του Αμώς, και συγκεκριμένως από το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του και έπειτα.

Ιερ. 1,3 καὶ ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τοῦ Σεδεκία υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα, ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ πέμπτῳ μηνί.

Ιερ. 1,3 Λογοι επίσης του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσί του βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, και μέχρι του ενδεκάτου έτους του Σεδεκία, υιού του Ιωσία βασιλέως Ιούδα, μέχρι της αλώσεως της Ιερουσαλήμ και της αιχμαλωσίας των κατοίκων της, ήτοι μέχρι του πέμπτου μηνός του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 1,4 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με·

Ιερ. 1,4 Ο προφήτης λέγει· ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε·

Ιερ. 1,5 πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε.

Ιερ. 1,5 Σε γνωρίζω πολύ καλά, πριν ακόμη σε πλάσσω ως έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός σου και πριν γεννηθής, σε καθιέρωσα εις υπηρεσίαν του έργου μου· σε εγκατέστησα προφήτην δια τα έθνη.

Ιερ. 1,6 καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι.

Ιερ. 1,6 Και εγώ είπα τότε· Ω Δέσποτα και Κυριε, δεν είμαι ικανός δια το έργον αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε και μικρός κατά την ηλικίαν.

Ιερ. 1,7 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ λέγε ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι, ὅτι πρὸς πάντας, οὓς ἐὰν ἐξαποστείλω σε, πορεύσῃ, καὶ κατὰ πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαί σοι, λαλήσεις·

Ιερ. 1,7 Ο Κυριος απήντησε και μου είπε· Μη λέγης ότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν, διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους εγώ θα σε στείλω να ομιλήσης, θα πορευθής και θα ο-ομιλήσης προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντολήν να είπης.

Ιερ. 1,8 μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,8 Μη φοβηθής ενώπιον αυτών, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε προφυλάσσω και σώζω από κινδύνους, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,9 καὶ ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου·

Ιερ. 1,9 Ο Κυριος ήπλωσε τότε την χείρα του προς εμέ, ήγγισε το στόμα μου και μου είπε· Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου.

Ιερ. 1,10 ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. -

Ιερ. 1,10 Ιδού, σε εγκατέστησα σήμερον προφήτην εις τα έθνη και εις τα βασίλεια, δια να εκριζώνης με τα λόγιά σου και να κατασκάπτης, να καταστρέφης, άλλα και να ανοικοδομής και να φυτεύης.



Οράματα και λόγοι κατά της Ιουδαίας

Ιερ. 1,11 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς Ἱερεμία; καὶ εἶπε· βακτηρίαν καρυΐνην.

Ιερ. 1,11 Παλιν ο Κυριος απηυθύνθη προς εμέ λέγων· Τι βλέπεις συ, ω Ιερεμία; Και εγώ είπα· Βλέπω βακτηρίαν (ράβδον) από καρυδιάν.

Ιερ. 1,12 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· καλῶς ἑώρακας, διότι ἐγρήγορα ἐγὼ ἐπὶ τοὺς λόγους μου τοῦ ποιῆσαι αὐτούς.

Ιερ. 1,12 Ο Κυριος μου είπε· Καλώς είδες, διότι εγώ αγρυπνώ, δια να εκπληρώσω και πραγματοποιήσω τους λόγους μου.

Ιερ. 1,13 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐκ δευτέρου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς; καὶ εἶπα· λέβητα ὑποκαιόμενον, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ.

Ιερ. 1,13 Και πάλιν ο λόγος Κυρίου απευθύνθη προς εμέ και είπε· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Εγώ απήντησα· Βλέπω ένα λέβητα, κάτω από τον οποίον καίει φωτιά και η κατευθυνσίς του είναι από βορρά προς νότον.

Ιερ. 1,14 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ ἐκκαυθήσεται τὰ κακὰ ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν.

Ιερ. 1,14 Ο Κυριος είπε προς εμέ· Από βορρά θα έλθη η φωτιά εναντίον των κακών έργων και όλων των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν εις την χώραν της Παλαιστίνης.

Ιερ. 1,15 διότι ἰδοὺ ἐγὼ συγκαλῶ πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς ἀπὸ βοῤῥᾶ, λέγει Κύριος, καὶ ἥξουσι καὶ θήσουσιν ἕκαστος τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπὶ τὰ πρόθυρα τῶν πυλῶν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ τείχη τὰ κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Ἰούδα.

Ιερ. 1,15 Διότι, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, προσκαλώ όλας τας βασιλείας της γης από την περιοχήν του βορρά, και θα έλθουν, θα ενθρονισθούν και θα εγκατασταθούν εις τα πρόθυρα των πυλών της Ιερουσαλήμ, γύρω από όλα τα τείχη αυτής και εις όλας τας πόλεις της Ιουδαίας.

Ιερ. 1,16 καὶ λαλήσω πρὸς αὐτοὺς μετὰ κρίσεως περὶ πάσης τῆς κακίας αὐτῶν, ὡς ἐγκατέλιπόν με καὶ ἔθυσαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ προσεκύνησαν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 1,16 Θα ομιλήσω τότε εναντίον όλων των πόλεων αυτών και των κατοίκων των και θα εκφέρω την καταδικαστικήν μου απόφασιν δι' όλας τας κακίας των, μάλιστα δέ, διότι εμέ μέν με εγκατέλειψαν, προσέφεραν δε θυσίας εις ξένους θεούς και προσκύνησαν τα είδωλα, τα οποία ήσαν έργα των χειρών των.

Ιερ. 1,17 καὶ σὺ περίζωσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτοὺς πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, μηδὲ πτοηθῇς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,17 Συ, λοιπόν, ζώσε την μέσην σου, σήκω και είπε προς αυτούς όλα, όσα εγώ θα σου δώσω εντολήν να είπης. Μη φοβηθής ενώπιον αυτών και μη πτοηθής αυτούς, διότι εγώ είμαι πάντοτε μαζή σου να σε λυτρώσω από κάθε κίνδυνον, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,18 ἰδοὺ τέθεικά σε ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὡς πόλιν ὀχυρὰν καὶ ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ὀχυρὸν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ καὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς,

Ιερ. 1,18 Ιδού, σε έχω θέσει και αναδείξει κατά την σημερινήν ημέραν ωσάν πόλιν οχυράν και απόρθητον, ωσάν τείχος χάλκινον, απόρθητον από όλους τους βασιλείς του βασιλείου Ιούδα και τους άρχοντας του βασιλείου αυτού και τον λαόν της χώρας αυτής.

Ιερ. 1,19 καὶ πολεμήσουσί σε καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρός σε, διότι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 1,19 Θα πολεμήσουν αυτοί εναντίον σου, αλλά δεν θα ημπορέσουν να κατορθώσουν τίποτε, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε λυτρώσω από τα χέρια αυτών, είπεν ο Κυριος”.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η αποστασία του ισραηλιτικού λαού. Η τιμωρία του για την εμμονή του
στην ειδωλολατρία.

Η αποστασία του ισραηλιτικού λαού

Ιερ. 2,2 Καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθῆσαί σε τῷ ἁγίῳ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος

Ιερ. 2,2 Είπεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν· αυτά λέγει ο Κυριος προς τον ίσραήλιτικόν λαόν· Ενεθυμήθην το προς σε έλεός που, σου είχα δείξει, όταν ευρίσκεσο ακόμα εις την αρχήν της υπάρξεώς σου, και την μεγάλην τότε προς σε αγάπην μου δια την απακαταστασίν σου εις την γην της Επαγγελίας, πράγμα, το οποίον έπρεπε να κάμη σέ, Ισραηλιτικέ λαέ, να ακολούθησης εμέ, τον άγιον και αληθινόν Θεόν.

Ιερ. 2,3 ἅγιος Ἰσραήλ· τῷ Κυρίῳ ἀρχὴ γεννημάτων αὐτοῦ· πάντες οἱ ἔσθοντες αὐτὸν πλημμελήσουσι, κακὰ ἥξει ἐπ᾿ αὐτούς, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 2,3 Ησο ενώπιόν μου, Ισραηλιτικέ λαέ, ως απαρχή γεννημάτων, που προσφέρεται θυσία στον Κυριον. Οσοι θα ετολμούσαν να φάγουν κάτι από σε και να σε αδικήσουν, αυτοί θα ήσαν υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Κακά και συμφοραί θα ήρχοντο εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,4 ἀκούσατε λόγον Κυρίου, οἶκος Ἰακώβ, καὶ πᾶσα πατριὰ οἴκου Ἰσραήλ.

Ιερ. 2,4 Ακούσατε τα λόγια του Κυρίου, φυλαί του Ιακώβ και όλαι αι οικογενειαι του οίκου Ισραήλ.

Ιερ. 2,5 τάδε λέγει Κύριος· τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα, ὅτι ἀπέστησαν μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν;

Ιερ. 2,5 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ποίον, έστω και μικράν, έλλειψιν ευρήκαν εις εμέ οι προγονοί σας και έφυγαν μακράν από εμέ, επορεύθησαν δε και ηκολούθησαν τα μάταια είδωλα, δια να γίνουν έτσι και αυτοί μηδαμινοί και τιποτένιοι;

Ιερ. 2,6 καὶ οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος ὁ ἀναγαγὼν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὁ καθοδηγήσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀπείρῳ καὶ ἀβάτῳ, ἐν γῇ ἀνύδρῳ καὶ ἀκάρπῳ, ἐν γῇ, ᾗ οὐ διώδευσεν ἐν αὐτῇ ἀνὴρ οὐθὲν καὶ οὐ κατῴκησεν ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου;

Ιερ. 2,6 Δεν ενεθυμήθησαν τας ευεργεσίας μου και δεν είπαν· Που είναι ο Κυριος, ο οποίος μας έβγαλεν από την χώραν της Αιγύπτου, αυτός ο οποίος μας ωδήγησε δια μέσου της ερήμου, δια μέσου περιοχής αγνώστου και αδιαβάτου εις γην άνυδρον, ακαλλιέργητον και άκαρπόν, από την οποίαν κανείς δεν διήρχετο ούτε και κατοικούσεν εκεί άνθρωπος;

Ιερ. 2,7 καὶ ἤγαγον ὑμᾶς εἰς τὸν Κάρμηλον τοῦ φαγεῖν ὑμᾶς τοὺς καρποὺς αὐτοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ· καὶ εἰσήλθατε καὶ ἐμιάνατε τὴν γῆν μου καὶ τὴν κληρονομίαν μου ἔθεσθε εἰς βδέλυγμα.

Ιερ. 2,7 Εγώ ο Θεός, ασφαλείς σας ωδήγησα εις την καρποφόρον γην της Παλαιστίνης, δια να φάγετε τους καρπούς αυτής και να απολαύσετε τα αγαθά της. Απέναντι των ευεργεσιών μου αυτών, σεις τι επράξατε, πως εφερθήκατε; Εισήλθατε, λέγει ο Κυριος, και εμολύνατε την χώραν μου, την γην της Επαγγελίας, κατεστήσατε βδελυράν και μισητήν την κληρονομίαν μου.

Ιερ. 2,8 οἱ ἱερεῖς οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος; καὶ οἱ ἀντεχόμενοι τοῦ νόμου οὐκ ἠπίσταντό με, καὶ οἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμέ, καὶ οἱ προφῆται ἐπροφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὀπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύθησαν.

Ιερ. 2,8 Και οι ιερείς ακόμη δεν ανεζήτησαν τον Κυριον λέγοντες· που είναι ο Κυριος; Οι ασχολούμενοι με τον Νομον δεν με εγνώριζαν. Οι άρχοντες του λαού εφέροντο με ασέβειαν απέναντί μου και οι προφήται επροφήτευαν προς χάριν του ειδωλικού θεού Βααλ και ηκολούθουν τα μάταια και ανωφελή είδωλα.

Ιερ. 2,9 διὰ τοῦτο ἔτι κριθήσομαι πρὸς ὑμᾶς λέγει Κύριος, καὶ πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν ὑμῶν κριθήσομαι.

Ιερ. 2,9 Δια τούτο θα έλθω εις συζήτησιν και αντιδικίαν προς σας, λέγει ο Κυριος, όπως επίσης και προς τους απογόνους σας.

Ιερ. 2,10 διότι διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε καὶ νοήσατε σφόδρα, καὶ ἴδετε εἰ γέγονε τοιαῦτα.

Ιερ. 2,10 Περάσατε και επισκεφθήτε τα ειδωλολατρικά έθνη της Κυπρου και των άλλων νήσων της Μεσογείου Θαλάσσης, υπάγετε και προς ανατολάς προς τους κατοίκους της Κηδάρ, προσέξατε και ίδετε, εάν εκεί έγιναν τέτοιά γεγονότα, ωσάν αυτά που συνέβησαν εις την Ιουδαίαν.

Ιερ. 2,11 εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη θεοὺς αὐτῶν· καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί. ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται.

Ιερ. 2,11 Εάν, δηλαδή, τα ειδωλολατρικά αυτά έθνη ήλλαξαν τους θεούς των με άλλους θεούς· και όμώς οι θεοί των δεν είναι αληθινοί αλλά ψευδείς θεοί, είδωλα. Ο λαός μου όμώς ήλλαξε την δόξαν του, τον αληθινόν θεόν του, με άλλους ψευδείς θεούς, από τους οποίους τίποτε ούτε ωφελήθη ούτε θα ωφεληθή.

Ιερ. 2,12 ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλεῖον σφόδρα, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,12 Κατάπληκτος έμεινεν ο ουρανός ενώπιον της αποστασίας αυτής, κατελήφθη από α-περίγραπτον φρίκην δια την διαγωγήν σας, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,13 ὅτι δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου· ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν.

Ιερ. 2,13 Διότι ο λαός μου διέπραξε κατά τον αυτόν χρόνον δύο πονηρά και ολέθρια σφάλματα· εγκατέλιπαν εμέ, ο οποίος ήμην δι' αυτούς πηγή ζωογόνου ύδατος, και ήνοιξαν δια τον εαυτόν τους λάκκους κατεστραμμένους, οι οποίοι δεν θα ημπορέσουν να συγκρατήσουν νερό.



Η τιμωρία του Ισραήλ για την εμμονή του στην ειδωλολατρία

Ιερ. 2,14 Μὴ δοῦλός ἐστιν Ἰσραὴλ ἢ οἰκογενής ἐστι; διατί εἰς προνομὴν ἐγένετο;

Ιερ. 2,14 Μηπως ο ισραηλιτικός λαός είναι και μένει ωσάν ένας κοινός και ευτελής δούλος απέναντί μου, η δούλος, έστω, ο οποίος εγεννήθη στον οίκον του κυρίου του; Διατί, λοιπόν, κατήντησε δούλος αλλοεθνών και έγινε θύμα λεηλασίας;

Ιερ. 2,15 ἐπ᾿ αὐτὸν ὠρύοντο λέοντες καὶ ἔδωκαν τὴν φωνὴν αὐτῶν, οἳ ἔταξαν τὴν γῆν αὐτοῦ εἰς ἔρημον, καὶ αἱ πόλεις αὐτοῦ κατεσκάφησαν παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι.

Ιερ. 2,15 Εναντίον αυτού επετέθησαν οι εχθροί του ωρυόμενοι ώσαν λέοντες. Εξέβαλαν τας αγρίας κραυγάς των. Αυτοί ερήμωσαν την χώραν του, κατέσκαψαν και εκρήμνισαν τας πόλστου, ώστε να μη είναι δυνατόν πλέον να κατοικηθούν.

Ιερ. 2,16 καὶ υἱοὶ Μέμφεως καὶ Τάφνας ἔγνωσάν σε καὶ κατέπαιζόν σου.

Ιερ. 2,16 Οι κάτοικοι των πόλεων Μέμφεως και Ταφνας της Αιγύπτου σε είδαν εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν και εχάρησαν και σε ενέπαιζαν!

Ιερ. 2,17 οὐχὶ ταῦτα ἐποίησέ σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ; λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,17 Ολα αυτά δεν συνέβησαν εις βάρος σου, λέγει Κυριος ο Θεός σου, επειδή συ με εγκατέλιπες;

Ιερ. 2,18 καὶ νῦν τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Αἰγύπτου τοῦ πιεῖν ὕδωρ Γηῶν; καὶ τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Ἀσσυρίων τοῦ πιεῖν ὕδωρ ποταμῶν;

Ιερ. 2,18 Και τώρα σε ερωτώ· Τι υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία οδηγεί εις την Αίγυπτον, ώστε να θέλης να πίνης ύδωρ από την Γηών, πόλιν της Αιγύπτου; Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία όδηγεί στους Ασσυριους, ώστε να πίνης νερά από τους ποταμούς της χώρας των;

Ιερ. 2,19 παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σε· καὶ γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ οὐκ εὐδόκησα ἐπὶ σοί, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,19 Η αποστασία σου από εμέ θα σε τιμωρήση και η κακία σου θα σε ελέγχη και θα σε συγκλονίζη. Από αυτά που υφίστασαι, μάθε και ιδέ, δτι είναι πολύ πικρόν δια σέ, να εγκατάλειψης εμέ τον Θεόν σου και προστάτην, λέγει Κυριος ο Θεός σου· έπαυσα να σε περιβάλλω με ευμένειαν και προστασίαν.

Ιερ. 2,20 ὅτι ἀπ᾿ αἰῶνος συνέτριψας τὸν ζυγόν σου, διέσπασας τοὺς δεσμούς σου καὶ εἶπας· οὐ δουλεύσω σοι, ἀλλὰ πορεύσομαι ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου κατασκίου, ἐκεῖ διαχυθήσομαι ἐν τῇ πορνείᾳ μου.

Ιερ. 2,20 Διότι από αρχαιότητα χρόνια, συ συνέτριψες τον ωφελιμον ζυγόν των εντολών μου και είπες· Δεν θα δουλεύω εις σέ, αλλά θα ανεβώ εις κάθε υψηλόν βουνόν και κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον εκεί θα εκχυθώ εις την ειδωλολατρικήν ασυδοσίαν και την πορνείαν μου.

Ιερ. 2,21 ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν· πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία;

Ιερ. 2,21 Εγώ ιουδαϊκέ λαέ, σε εφύτευσα ως άμπελον εξαιρετικήν και καρποφόρον. Πως τώρα μετεστράφης και έγινες εις πικρίαν δι' εμέ; Πως έγινες άμπελος αγρία και νόθος;

Ιερ. 2,22 ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς σεαυτῇ πόαν, κεκηλίδωσαι ἐν ταῖς ἀδικίαις σου ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,22 Εάν πλυθής εξωτερικώς με νίτρον, εάν χρησιμοποιήσης άφθονον ποτάσσαν από στα-χτην φυτών, πάλιν θα μείνης κηλιδωμένη με τας αδικίας, τας οποίας έπραξες ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,23 πῶς ἐρεῖς· οὐκ ἐμιάνθην καὶ ὀπίσω τῆς Βάαλ οὐκ ἐπορεύθην; ἰδὲ τὰς ὁδούς σου ἐν τῷ πολυανδρίῳ καὶ γνῶθι τί ἐποίησας. ὀψὲ φωνὴ αὐτῆς ὠλόλυξε,

Ιερ. 2,23 Και πως θα τολμήσης να είπης· Εγώ δεν εμολύνθην και δεν επορεύθην πίσω από το είδωλον Βααλ; Ιδέ όμώς τας οδούς, που ηκολουθησες, και τα ίχνη των οδών εις την κοιλάδα του πολυανδρίου, την κοιλάδα Εννομ. Μαθε και κατανόησε καλά, τι διέπραξες. Αμυαλη καμήλα, που τρέχει δι' ανεύρεσιν ύδατος· προς το βραδύ θα κραυγάση, σαν να αφήνη ολολυγμούς!

Ιερ. 2,24 τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐπλάτυνεν ἐφ᾿ ὕδατα ἐρήμου, ἐν ἐπιθυμίαις ψυχῆς αὐτῆς ἐπνευματοφορεῖτο, παρεδόθη· τίς ἐπιστρέψει αὐτήν; πάντες οἱ ζητοῦντες αὐτὴν οὐ κοπιάσουσιν, ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτῆς εὑρήσουσιν αὐτήν.

Ιερ. 2,24 Τρέχει εις τας οδούς της με μεγάλην ταχύτητα προς τα ύδατα ερήμου τόπου. Επάνω εις την σφοδράν επιθυμίαν της, τρέχει με τόσην ταχύτητα, ως εάν φέρεται από τον άνεμον. Ποιός ημπορεί να την συγκρατήση και να την επαναφέρη; Αλλά όλοι όσοι ζητούν να την εύρουν, δεν θα κοπιάσουν, θα την εύρουν εύκολα όταν έλθη ο καιρός της καταισχύνης της.

Ιερ. 2,25 ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας καὶ τὸν φάρυγγά σου ἀπὸ δίψους. ἡ δὲ εἶπεν· ἀνδριοῦμαι· ὅτι ἠγαπήκει ἀλλοτρίους καὶ ὀπίσω αὐτῶν ἐπορεύετο.

Ιερ. 2,25 Και λέγω τώρα εις σέ· Αλλαξε διεύθυνσιν, απομάκρυνε τα πόδιά σου από τας τραχείας ειδωλολατρικάς οδούς, ω Ισραήλ, και μη θελήσης να ικανοποίησης την δίψαν του λάρυγγός σου από τα ύδατα της ειδωλολατρείας. Η αγρία αυτή όμως κάμηλος του Ισραήλ απαντά· Εκεί εγώ ενισχύομαι. Λέγει δε αυτά, διότι έχει αγαπήσει ξένους, ειδωλολατρικούς θεούς και τρέχει οπίσω από αυτούς.

Ιερ. 2,26 ὡς αἰσχύνη κλέπτου ὅταν ἁλῷ, οὕτως αἰσχυνθήσονται οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν.

Ιερ. 2,26 Οπως καταισχύνεται ο κλέπτης, όταν συλληφθή επ' αυτοφώρω, έτσι θα κατεντραπιασθούν και οι 'Ι σραηλίται μαζή με τους βασιλείς των και τους άρχοντας και τους ιερείς των και τους προφήτας των.

Ιερ. 2,27 τῷ ξύλῳ εἶπαν, ὅτι πατήρ μου εἶ σύ, καὶ τῷ λίθῳ· σὺ ἐγέννησάς με, καὶ ἔστρεψαν ἐπ᾿ ἐμὲ νῶτα καὶ οὐ πρόσωπα αὐτῶν· καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν ἐροῦσιν· ἀνάστα καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Ιερ. 2,27 Είπαν αυτοί στο ξόανον, στο ξύλινον άγαλμα, ότι συ είσαι ο πατήρ μας· και στο λίθινον άγαλμα, ότι συ μας έχεις γεννήσει. Και εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των και όχι τα πρύσωπά των. Αλλά κατά τον καιρόν, που θα επέλθουν εναντίον των θλίψεις και συμφοραί, θα πουν προς εμέ· Σηκω, Κυριε, και σώσε μας.

Ιερ. 2,28 καὶ ποῦ εἰσιν οἱ θεοί σου, οὓς ἐποίησας σεαυτῷ; εἰ ἀναστήσονται καὶ σώσουσί σε ἐν καιρῷ τῆς κακώσεώς σου; ὅτι κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, Ἰούδα, καὶ κατ᾿ ἀριθμὸν διόδων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔθυον τῇ Βάαλ.

Ιερ. 2,28 Και εγώ τότε θα τους ερωτήσω· που είναι οι θεοί σου, τους οποίους κατεσκεύασες εις προστασίαν και σωτηρίαν σου; Δεν θα σηκωθούν εκείνοι να σε σώσουν εις την περίοδον αυτήν της ταλαιπωρίας σου; Διότι οι ειδωλολατρικοί θεοί σας, ω Ιουδαίοι, ήσαν πολυάριθμοι, όσαι και αι πόλεις σας, ώστε κάθε πόλις να έχη τον θεόν της. Και εις κάθε δρόμον της Ιερουσαλήμ υπήρχον ιδιαίτερα αγάλματα του Βααλ, προς τα οποία προσεφέρατε θυσίας.

Ιερ. 2,29 ἱνατί λαλεῖτε πρός με; πάντες ὑμεῖς ἠσεβήσατε καὶ πάντες ὑμεῖς ἠνομήσατε εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,29 Διατί, λοιπόν, τώρα απευθύνεσθε προς εμέ και ζητείτε βοήθειαν; Ολοι σεις εδείξατε ασέβειαν, όλοι σας παρενομήσατε απέναντι του Κυρίου.

Ιερ. 2,30 μάτην ἐπάταξα τὰ τέκνα ὑμῶν, παιδείαν οὐκ ἐδέξασθε· μάχαιρα κατέφαγε τοὺς προφήτας ὑμῶν ὡς λέων ὀλοθρεύων, καὶ οὐκ ἐφοβήθητε.

Ιερ. 2,30 Ματαίως ετιμώρησα τα τέκνα σας μήπως συνετισθήτε. Τιποτε δεν ωφεληθήκατε από την παιδαγωγικήν αυτήν θλίψιν. Εχθρική μάχαιρα κατέφαγε τους ψευδοπροφήτας σας. Ωσάν φοβερός λέων ολέθρου επήλθεν εναντίον σας ο εχθρός σας, και όμως σεις δεν εφοβηθήκατε!

Ιερ. 2,31 ἀκούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ Ἰσραὴλ ἢ γῆ κεχερσωμένη; διατί εἶπεν ὁ λαός μου· οὐ κυριευθησόμεθα καὶ οὐχ ἥξομεν πρός σε ἔτι;

Ιερ. 2,31 Ακούσατε, λοιπόν, τον λόγον του Κυρίου· αυτά λέγει ο Κυριος προς σας· Μηπως εγώ υπήρξα δια τον ισραηλιτικον λαόν έρημος και άκαρπος γη, γη χέρσος και ακαλλιέργητος; Διατί ο λαός μου είπε· δεν θα υποταχθώμεν εις την ίδικήν σου εξουσίαν, δεν θα έλθωμεν πλέον προς σέ.

Ιερ. 2,32 μὴ ἐπιλήσεται νύμφη τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ παρθένος τὴν στηθοδεσμίδα αὐτῆς; ὁ δὲ λαός μου ἐπελάθετό μου ἡμέρας, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ιερ. 2,32 Μηπως η νύμφη λησμονεί τα κοσμήματά της και η παρθένος τον πολύτιμον στηθόδεσμόν της; Ομως ο λαός μου με έλησμόνησε και μάλιστα επί χρόνον πολύν, τον οποίον κανείς δεν ημπορεί να υπολογίση.

Ιερ. 2,33 τί ἔτι καλὸν ἐπιτηδεύσεις ἐν ταῖς ὁδοῖς σου τοῦ ζητῆσαι ἀγάπησιν; οὐχ οὕτως· ἀλλὰ καὶ σὺ ἐπονηρεύσω τοῦ μιᾶναι τὰς ὁδούς σου.

Ιερ. 2,33 Ποίον, λοιπόν, καλόν ενδιεφέρθης να κάμης εις την πορείαν της ζωής σου, ώστε να έχης το δικαίωμα να ζητήσης την αγάπην μου; Κανένα. Αλλά εξ αντιθέτου διέπραξες πονηρίας, ώστε να μιάνης με την ειδωλολατρειάν σου την ζωην σου.

Ιερ. 2,34 καὶ ἐν ταῖς χερσί σου εὑρέθησαν αἵματα ψυχῶν ἀθώων· οὐκ ἐν διορύγμασιν εὗρον αὐτούς, ἀλλ᾿ ἐπὶ πάσῃ δρυΐ.

Ιερ. 2,34 Εις δε τα χέρια σου ευρέθησαν αίματα αθώων ανθρώπων. Και διέπραξες τους φόνους αυτούς όχι κρυφίως εις κάποιον απόμερον λάκκον, αλλά φανερά κάτω από κάθε δρυν, όπου συ προσέφερες θυσίαν τα αθώα νήπιά σου.

Ιερ. 2,35 καὶ εἶπας· ἀθῷός εἰμι, ἀλλὰ ἀποστραφήτω ὁ θυμὸς αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοὺ ἐγὼ κρίνομαι πρὸς σὲ ἐν τῷ λέγειν σε· οὐχ ἥμαρτον.

Ιερ. 2,35 Και παρ' όλον τούτο είπες· Είμαι αθώος. Ας απομακρυνθή ο θυμός του Κυρίου από ε-μέ. Ιδού όμώς ότι εγώ έρχομαι εις αντιδικίαν προς σε· θα σε κρίνω, ακριβώς διότι συ αναιδώς ισχυρίζεσαι και διακηρύττεις· δεν έχω αμαρτήσει.

Ιερ. 2,36 τί κατεφρόνησας σφόδρα τοῦ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου; καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καταισχυνθήσῃ, καθὼς κατῃσχύνθης ἀπὸ Ἀσσούρ.

Ιερ. 2,36 Διατί τόσον με περιεφρόνησες, ώστε πολλές φορές να βαδίσης στους ειδωλολατρικούς σου δρόμους; Αλλά προλέγω· όπως κατησχύνθης από τους Αιγυπτίους, έτσι θα καταισχυνθής τώρα και από τους Ασσυρίους.

Ιερ. 2,37 ὅτι καὶ ἐντεῦθεν ἐξελεύσῃ, καὶ αἱ χεῖρές σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου· ὅτι ἀπώσατο Κύριος τὴν ἐλπίδα σου, καὶ οὐκ εὐοδωθήσῃ ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 2,37 Θα εξέλθης από την χώραν σου αυτήν νικημένος και αιχμάλωτος με τα χέρια σου επάνω στο κεφάλι σου, διότι ο Κυριος απέκρουσε και εματαίωσε την ελπίδα βοηθείας σου από ξένους λαούς. Δεν θα επιτύχης να λάβης καμμίαν βοήθειαν από αυτούς.


http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diath ... ef.1-2.htm


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες