Το Γ' Βασιλειών (ή Α' Βασιλέων όπως λέγεται στην εβραϊκή βίβλο) είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Κατατάσσεται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στην ιουδαϊκή βίβλο ανήκει στην ομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες».
Το βιβλίο Γ' Βασιλειών συνεχίζει την ιστορία από το σημείο που αυτή διακόπτεται Β' Βασιλειών. Μαζί με το Δ' Βασιλειών αποτελούσε αρχικά ενιαίο έργο, που αργότερα για πρακτικούς λόγους χωρίστηκε σε δύο. Ο τίτλος τους οφείλεται στο περιεχόμενο τους, που αναφέρεται στην ιστορία των βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα.
Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και τα έργα του Σολομώντα, του τελευταίου βασιλιά του ενιαίου βασιλείου και στους βασιλείς του Ισραήλ και του Ιούδα έως τον Οχοζία και τον Ιωσαφάτ. Μετά την εδραίωση του στο θρόνο και την οργάνωση του κράτους του, ο Σολομώντας προχώρησε στην οικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ, που συνιστά αναμφίβολα το σπουδαιότερο έργο της βασιλείας του.
Μετά το θάνατο του οι αντιπαραθέσεις βόρειων και νότιων φυλών εντάθηκαν και οδήγησαν στη διάσπαση του κράτους σε βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, και νότιο του Ιούδα. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση των ηγεμόνων των δύο βασιλείων. Η παρουσίαση της διαδοχής των βασιλιάδων διακόπτεται από τη δράση των προφητών Ηλία και Ελισαίου.
Ο συγγραφέας των βιβλίων Γ' και Δ' Βασιλειών δεν αναγράφεται σε αυτά. Η Ιουδαϊκή παράδοση διασώζει ότι τα βιβλία Γ' και Δ' Βασιλειών γράφτηκαν από τον προφήτη Ιερεμία γεγονός που αποδέχονται και κάποιοι νεώτεροι ερευνητές. Άλλοι τα απέδωσαν σε πρόσωπο που βρισκόταν κοντά στον Ιερεμία και άλλοι τον Έσδρα.
Και σε αυτό, όπως και στο Δ' βιβλίο, παρουσιάζεται η από μέρους των αρχόντων των δυο ανεξαρτήτων ισραηλιτικών βασιλείων αρνητική στάση απέναντι στον Γιαχβέ και τη λατρεία του, γεγονός που επιφυλάσσει δεινά για το λαό τους. Παρ' όλ' αυτά, ο Θεός παραμένει ανεκτικός αναμένοντας μετάνοια. Εντωμεταξύ, οι αληθινοί προφήτες και όχι οι ψευδοπροφήτες είναι οι γνήσιοι εκφραστές μονοθεϊσμού και επικρίνουν με παρρησία όσους δεν τηρούν το νόμο του Θεού, εξαγγέλλοντας την τιμωρία του αποστάτη λαού από τον Γιαχβέ. Η αμαρτία του Ισραήλ προέρχεται κυρίως από την αδυναμία του να ακούσει τους προφήτες.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Τα γηρατειά του Δαβίδ. Ο Αδωνίας σφετερίζεται το θρόνο.
Ο Νάθαν με το μέρος του Σολομώντα. Ο Σολομών γίνεται βασιλιάς.
Η παραίτηση του Αδωνία.Τα γηρατειά του ΔαβίδΓ Βασ. 1,1 Καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμέραις, καὶ περιέβαλλον αὐτὸν ἱματίοις, καὶ οὐκ ἐθερμαίνετο.
Γ Βασ. 1,1 Ο βασιλεύς Δαυίδ, όταν εγήρασε και είχε προχωρήσει πολύ εις την ηλικίαν, δεν ημπορούσε να θερμανθή, αν και τον περιέβαλλαν με πολλά ενδύματα.
Γ Βασ. 1,2 καὶ εἶπον οἱ παῖδες αὐτοῦ· ζητησάτωσαν τῷ βασιλεῖ παρθένον νεάνιδα, καὶ παραστήσεται τῷ βασιλεῖ καὶ ἔσται αὐτὸν θάλπουσαν καὶ κοιμηθήσεται μετ᾿ αὐτοῦ καὶ θερμανθήσεται ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς.
Γ Βασ. 1,2 Οι δούλοι είπαν τότε αναμεταξύ των· “ας αναζητηθή και ας ευρεθή δια τον βασιλέα μας μία νεαρά παρθένος, η οποία θα ευρίσκεται πλησίον αυτού, δια να τον εξυπηρετή. Αυτή θα κοιμάται μαζή του και θα θερμαίνη τον κύριόν μας, τον βασιλέα”.
Γ Βασ. 1,3 καὶ ἐζήτησαν νεάνιδα καλὴν ἐκ παντὸς ὁρίου Ἰσραὴλ καὶ εὗρον τὴν Ἀβισὰγ τὴν Σωμανῖτιν καὶ ἤνεγκαν αὐτὴν πρὸς τὸν βασιλέα.
Γ Βασ. 1,3 Πράγματι ανεζήτησαν νεαράν παρθένον ωραίαν μεταξύ όλων των ορίων του Ισραηλιτικού λαού. Και ευρήκαν την Αβισάγ την Σωμανίτιδα, την οποίαν και έφεραν προς τον βασιλέα.
Γ Βασ. 1,4 καὶ ἡ νεᾶνις καλὴ ἕως σφόδρα· καὶ ἦν θάλπουσα τὸν βασιλέα καὶ ἐλειτούργει αὐτῷ, καὶ ὁ βασιλεὺς οὐκ ἔγνω αὐτήν.
Γ Βασ. 1,4 Η νεάνις αυτή ήτο πάρα πολύ ωραία. Αυτή λοιπόν εθέρμαινε τον βασιλέα και γενικώς τον εξυπηρετούσε. Ο δε βασιλεύς δεν ήλθε ποτέ εις σαρκικήν σχέσιν με αυτήν.
Ο Αδωνίας σφετερίζεται το θρόνοΓ Βασ. 1,5 Καὶ Ἀδωνίας υἱὸς Ἀγγὶθ ἐπῄρετο λέγων· ἐγὼ βασιλεύσω· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἅρματα καὶ ἱππεῖς καὶ πεντήκοντα ἄνδρας παρατρέχειν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.
Γ Βασ. 1,5 Ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, υπερηφανεύετο και διαλαλούσε· “εγώ θα γίνω βασιλεύς”. Προς τούτο κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του πολεμικά άρματα και προσέλαβεν ιππείς. Είχε δε ως σωματοφυλακήν του πενήντα άνδρας, οι οποίοι και έτρεχαν τιμητικώς εμπρός από αυτόν.
Γ Βασ. 1,6 καὶ οὐκ ἀπεκώλυσεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ οὐδέποτε λέγων· διατὶ σὺ ἐποίησας; καί γε αὐτὸς ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα, καὶ αὐτὸν ἔτεκεν ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ.
Γ Βασ. 1,6 Ο Δαυίδ, ο πατέρας, έβλεπεν όλα αυτά, άλλα ποτέ δεν ημπόδισε τον Αδωνίαν και ποτέ δεν του είπε· “διατί φέρεσαι έτσι;” Ο δε Αδωνίας ήτο ωραιότατος κατά την μορφήν και το παράστημα. Αυτόν είχε γεννήσει η Αγγίθ έπειτα από τον Αβεσσαλώμ.
Γ Βασ. 1,7 καὶ ἐγένοντο οἱ λόγοι αὐτοῦ μετὰ Ἰωὰβ τοῦ υἱοῦ Σαρουΐας καὶ μετὰ Ἀβιάθαρ τοῦ ἱερέως, καὶ ἐβοήθουν ὀπίσω Ἀδωνίου·
Γ Βασ. 1,7 Ο Αδωνίας συνενοήθηκε σχετικώς με τον Ιωάβ, τον υιόν της Σαρουΐας, και με τον αρχιερέα τον Αβιάθαρ, οι οποίοι και τον ηκολούθησαν.
Γ Βασ. 1,8 καὶ Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Σεμεΐ καὶ Ῥησὶ καὶ υἱοὶ δυνατοὶ τοῦ Δαυὶδ οὐκ ἦσαν ὀπίσω Ἀδωνίου.
Γ Βασ. 1,8 Ο αρχιερεύς όμως Σαδώκ, ο Βαναίας υιός του Ιωδαέ, ο προφήτης Ναθαν, ο Σεμεΐ, ο Ρησί και οι άλλοι ισχυροί άνδρες του Δαυίδ δεν ηκολούθουν τον Αδωνίαν. Ο Αδωνίας ήλθεν στον βράχον Ζωελεθί, ο οποίος ήτο πλησίον της πηγής Ρωγήλ,
Γ Βασ. 1,9 καὶ ἐθυσίασεν Ἀδωνίας πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἄρνας παρὰ τὸν λίθον τοῦ Ζωελεθί, ὃς ἦν ἐχόμενα τῆς Ῥωγήλ, καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἁδροὺς Ἰούδα παῖδας τοῦ βασιλέως·
Γ Βασ. 1,9 και εθυσίασε πρόβατα, μόσχους και αμνούς· εκεί προσεκάλεσεν όλους τους αδελφούς του, όλους τους επισήμους από τους Ιουδαίους, αυλικούς του βασιλέως.
Γ Βασ. 1,10 καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν καὶ τοὺς δυνατούς, καὶ τὸν Σαλωμὼν ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐκ ἐκάλεσε.
Γ Βασ. 1,10 Δεν προσεκάλεσεν όμως Ναθαν τον προφήτην, τον Βαναίαν, τους εμπειροπολέμους σωματοφύλακας του βασιλέως καίτόν Σολομώντα, τον αδελφόν αυτού.
Ο Νάθαν με το μέρος του ΣολομώνταΓ Βασ. 1,11 Καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σαλωμὼν λέγων· οὐκ ἤκουσας ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας υἱὸς Ἀγγίθ; καὶ ὁ κύριος ἡμῶν Δαυὶδ οὐκ ἔγνω.
Γ Βασ. 1,11 Ο Ναθαν ο προφήτης είπε τότε προς την Βηρσαβεέ, την μητέρα του Σολομώντος· “δεν ήκούσες, ότι ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, ανεκήρυξε τον εαυτόν του βασιλέα, ενώ ο κύριος ημών, ο βασιλεύς Δαυίδ, δεν έχει ουδεμίαν γνώσιν του γεγονότος αυτού;
Γ Βασ. 1,12 καὶ νῦν δεῦρο συμβουλεύσω σοι δὴ συμβουλίαν, καὶ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν σου καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ υἱοῦ σου Σαλωμών.
Γ Βασ. 1,12 Και τώρα άκουσε μίαν συμβουλήν, που θα σου δώσω, δια να ημπορέσης να σώσης την ζωήν σου και την ζωήν του παιδιού σου, του Σολομώντος.
Γ Βασ. 1,13 δεῦρο εἴσελθε πρὸς τὸν βασιλέα Δαυὶδ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐχὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου λέγων ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθιεῖται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; καὶ τί ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας;
Γ Βασ. 1,13 Πηγαινε αμέσως προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπε προς αυτόν τα εξής· Κυριέ μου, βασιλεύ, συ δεν ωρκίσθης εις εμέ την δούλην σου λέγων ότι το παιδί σου, ο Σολομών, θα βασιλεύση ύστερα από εμέ και αυτός θα καθήση επί του θρόνου μου; Διατί λοιπόν τώρα εβασίλευσεν ο Αδωνίας;
Γ Βασ. 1,14 καὶ ἰδοὺ ἔτι λαλούσης σου ἐκεῖ μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι ὀπίσω σου καὶ πληρώσω τοὺς λόγους σου.
Γ Βασ. 1,14 Την ώραν δέ, κατά την οποίαν συ θα ομιλής εκεί με τον βασιλέα, θα έλθω και εγώ έπειτα από σε και θα επιβεβαιώσω τα λόγια σου”.
Γ Βασ. 1,15 καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὸ ταμιεῖον, καὶ ὁ βασιλεὺς πρεσβύτης σφόδρα, καὶ Ἀβισὰγ ἡ Σωμανῖτις ἦν λειτουργοῦσα τῷ βασιλεῖ.
Γ Βασ. 1,15 Η Βηρσαβεέ εισήλθεν στο δωμάτιον, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, ο οποίος ήτα πολύ προχωρημένος πλέον εις την ηλικίαν και δια τούτο εξυπηρετείτο από την Αβισάγ την Σωμανίτιδα.
Γ Βασ. 1,16 καὶ ἔκυψε Βηρσαβεὲ καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί ἔστι σοι;
Γ Βασ. 1,16 Η Βηρσαβεέ έσκυψε και προσεκύνησε τον βασιλέα. Εκείνος δε την ηρώτησε· “τι σου συμβαίνει;”
Γ Βασ. 1,17 ἡ δὲ εἶπε· κύριέ μου βασιλεῦ, σὺ ὤμοσας ἐν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου τῇ δούλῃ σου λέγων· ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου.
Γ Βασ. 1,17 Η Βηρσαβεέ απήντησε· “κύριέ μου βασιλεύ, συ ωρκίσθης στο όνομα Κυρίου του Θεού σου και υπεσχέθης εις εμέ την δούλην σου ειπών· Το παιδί σου, ο Σολομών, θα βασιλεύση έπειτα από εμέ. Αυτός θα καθήση στον θρόνον μου.
Γ Βασ. 1,18 καὶ νῦν ἰδοὺ Ἀδωνίας ἐβασίλευσε, καὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, οὐκ ἔγνως·
Γ Βασ. 1,18 Και ιδού τώρα ο Αδωνίας ανεκηρύχθη βασιλεύς, χωρίς συ, κύριέ μου και βασιλεύ, να πληροφορηθής το γεγονός.
Γ Βασ. 1,19 καὶ ἐθυσίασε μόσχους καὶ ἄρνας καὶ πρόβατα εἰς πλῆθος καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως καὶ Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα καὶ Ἰωὰβ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως, καὶ τὸν Σαλωμὼν τὸν δοῦλόν σου οὐκ ἐκάλεσε.
Γ Βασ. 1,19 Εκείνος εθυσίασε μοσχάρια, αρνιά και πολυάριθμα πρόβατα και προσεκάλεσεν εκεί όλους τους υιούς του βασιλέως, όπως επίσης τον αρχιερέα Αβιάθαρ, τον αρχιστράτηγον Ιωάβ· τον Σολομώντα όμως, τον υιόν σου, δεν τον εκάλεσε.
Γ Βασ. 1,20 καὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, οἱ ὀφθαλμοὶ παντὸς Ἰσραὴλ πρός σε. ἀπάγγειλαι αὐτοῖς τίς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτόν.
Γ Βασ. 1,20 Προς σε δέ, κύριέ μου βασιλεύ, είναι εστραμμένοι οι οφθαλμοί όλου του Ισραηλιτικού λαού, δια να αναγγείλης εις αυτούς ποίος πράγματι θα καθήση στον θρόνον σου έπειτα από σέ.
Γ Βασ. 1,21 καὶ ἔσται ὡς ἂν κοιμηθῇ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔσομαι ἐγὼ καὶ Σαλωμὼν ὁ υἱὸς μου ἁμαρτωλοί.
Γ Βασ. 1,21 Εάν δε ο κύριός μου και ο βασιλεύς κοιμηθή και προστεθή στους προπάτορας αυτού, θελήση δε ο υιός μου ο Σολομών να διεκδικήση τον θρόνον, τότε αυτός και εγώ θα θεωρηθώμεν ως ένοχοι”.
Γ Βασ. 1,22 καὶ ἰδοὺ ἔτι αὐτῆς λαλούσης μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ Νάθαν ὁ προφήτης ἦλθε.
Γ Βασ. 1,22 Και ιδού, ενώ ακόμη αυτή ωμιλούσε με τον βασιλέα, έφθασεν ο προφήτης Ναθαν.
Γ Βασ. 1,23 καὶ ἀνηγγέλη τῷ βασιλεῖ· ἰδοὺ Νάθαν ὁ προφήτης· καὶ εἰσῆλθε κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Γ Βασ. 1,23 Ανήγγειλαν στον βασιλέα· “ιδού, ο Ναθαν ο προφήτης ήλθε”. Εξήλθεν η Βηρσαβεέ και ο Ναθαν εισήλθε και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, προσεκύνησεν αυτόν, κύψας το πρόσωπόν του μέχρις εδάφους.
Γ Βασ. 1,24 καὶ εἶπε Νάθαν· κύριέ μου βασιλεῦ, σὺ εἶπας Ἀδωνίας βασιλεύσει ὀπίσω μου καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου;
Γ Βασ. 1,24 Ο Ναθαν ηρώτησε· “Κυριέ μου βασιλεύ, συ απεφάσισες και ανήγγειλες, ότι ο Αδωνίας θα βασιλεύση έπειτα από σε και θα καθήση στον θρόνον σου;
Γ Βασ. 1,25 ὅτι κατέβη σήμερον καὶ ἐθυσίασε μόσχους καὶ ἄρνας καὶ πρόβατα εἰς πλῆθος καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως καὶ Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα, καὶ ἰδοὺ εἰσὶν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεὺς Ἀδωνίας.
Γ Βασ. 1,25 Διότι αυτός σήμερον κατέβηκε και εθυσίασε μοσχάρια, αρνιά και πρόβατα πολυάριθμα, προσεκάλεσεν εκεί όλους τους υιούς του βασιλέως, τους αρχηγούς του στρατού και τον αρχιερέα Αβιάθαρ. Και ιδού εκείνοι τρώγουν και πίνουν μαζή του και ανακράζουν· Ζητω ο βασιλεύς Αδωνίας.
Γ Βασ. 1,26 καὶ ἐμὲ αὐτὸν τὸν δοῦλόν σου καὶ Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Βαναίαν υἱὸν Ἰωδαὲ καὶ Σαλωμὼν τὸν δοῦλόν σου οὐκ ἐκάλεσεν.
Γ Βασ. 1,26 Εμέ δε τον δούλον σου και τον Σαδώκ τον αρχιερέα, τον Βαναίαν τον υιόν του Ιωδαέ και τον Σολομώντα τον υιόν σου δεν εκάλεσεν.
Γ Βασ. 1,27 εἰ διὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ἐγνώρισας τῷ δούλῳ σου τίς καθήσεται ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτόν;
Γ Βασ. 1,27 Εάν το πράγμα αυτό έγινε κατόπιν εντολής του κυρίου μου του βασιλέως, πως δεν μου το κατέστησες γνωστόν, ώστε να γνωρίζω και εγώ ο δούλός σου, ποίος θα καθίση στον θρόνον του κυρίου μου του βασιλέως έπειτα από αυτόν;”
Γ Βασ. 1,28 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ εἶπε· καλέσατέ μοι τὴν Βηρσαβεέ· καὶ εἰσῆλθεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ.
Ο Σολομών γίνεται βασιλιάςΓ Βασ. 1,28 Απεκρίθη ο Δαυίδ και είπε· “φωνάξατε να έλθη η Βηρσαβεέ”. Η Βηρσαβεέ εισήλθε και εστάθη ενώπιον του βασιλέως.
Γ Βασ. 1,29 καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος, ὃς ἐλυτρώσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ πάσης θλίψεως,
Γ Βασ. 1,29 Ο βασιλεύς ενώπιον αυτής και του Ναθαν ωρκίσθη και είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον και Θεόν, ο οποίος μέχρι σήμερον εγλύτωσε την ζωήν μου από πολλούς και διαφόρους κινδύνους,
Γ Βασ. 1,30 ὅτι καθὼς ὤμοσά σοι ἐν Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραὴλ λέγων ὅτι Σαλωμὼν ὁ υἱός σου βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου ἀντ᾿ ἐμοῦ, ὅτι οὕτω ποιήσω τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.
Γ Βασ. 1,30 ότι, όπως υπεσχέθην εις σε ορκισθείς στο όνομα του Θεού του Ισραήλ λέγων, ότι ο Σολομών, ο υιός σου, θα βασιλεύση έπειτα από εμέ και αυτός θα καθήση στον θρόνον μου ως διάδοχός μου, έτσι σου λέγω και τώρα, ότι τούτο θα κάμω κατά την ημέραν αυτήν”.
Γ Βασ. 1,31 καὶ ἔκυψε Βηρσαβεὲ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· ζήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ εἰς τὸν αἰῶνα.
Γ Βασ. 1,31 Η Βηρσαβεέ έσκυψε το πρόσωπόν της μέχρις εδάφους, προσεκύνησε τον βασιλέα και είπε· “είθε να ζη ο κύριός μου και βασιλεύς Δαυίδ αιωνίως”.
Γ Βασ. 1,32 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυίδ· καλέσατέ μοι Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν υἱὸν Ἰωδαέ· καὶ εἰσῆλθον ἐνώπιον τοῦ βασιλέως,
Γ Βασ. 1,32 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε· “καλέσατε να παρουσιασθούν ενώπιόν μου ο αρχιερεύς Σαδώκ, ο προφήτης Ναθαν, ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ”. Αυτοί δε και παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως.
Γ Βασ. 1,33 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς αὐτοῖς· λάβετε τοὺς δούλους τοῦ κυρίου ὑμῶν μεθ᾿ ὑμῶν καὶ ἐπιβιβάσατε τὸν υἱόν μου Σαλωμὼν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τὴν ἐμὴν καὶ καταγάγετε αὐτὸν εἰς τὴν Γιών,
Γ Βασ. 1,33 Ο βασιλεύς είπε προς αυτούς· “πάρετε μαζή σας την σωματοφυλακήν εμού του κυρίου σας και αναβιβάσατε εις την ιδικήν μου ημίονον τον υιόν μου τον Σολομώντα και οδηγήσατε αυτόν εις την Γιών.
Γ Βασ. 1,34 καὶ χρισάτω αὐτὸν ἐκεῖ Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ σαλπίσατε κερατίνῃ καὶ ἐρεῖτε· ζήτω ὁ βασιλεὺς Σαλωμών.
Γ Βασ. 1,34 Εκεί ο αρχιερεύς Σαδώκ ενώπιον και του προφήτου Ναθαν ας χρίση αυτόν ως βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού. Κατόπιν με την κερατίνην σάλπιγγα σαλπίσατε και διαλαλήσατε· Ζητω ο βασιλεύς Σολομών.
Γ Βασ. 1,35 καὶ καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου καὶ βασιλεύσει ἀντ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐγὼ ἐνετειλάμην τοῦ εἶναι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδαν.
Γ Βασ. 1,35 Αυτός θα καθήση επί του θρόνου μου και θα βασιλεύση αντί εμού. Εγώ έδωσα την εντολήν να είναι αυτός άρχων εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις την φυλήν του Ιούδα”.
Γ Βασ. 1,36 καὶ ἀπεκρίθη Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· γένοιτο οὕτως· πιστώσαι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.
Γ Βασ. 1,36 Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, απεκρίθη και είπε στον βασιλέα· “ας γίνη, όπως διέταξεν ο βασιλεύς. Κυριος ο Θεός του κυρίου μου του βασιλέως ας επαληθεύση και ας πραγματοποίηση τους λόγους σου.
Γ Βασ. 1,37 καθὼς ἦν Κύριος μετὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως, οὕτως εἴη μετὰ Σαλωμὼν καὶ μεγαλύναι τὸν θρόνον αὐτοῦ ὑπὲρ τὸν θρόνον τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως Δαυίδ.
Γ Βασ. 1,37 Είθε δέ, όπως Κυριος ο Θεός ήτο μαζή με τον κύριόν μου τον βασιλέα, κατά παρόμοιον τρόπον να είναι μαζή με τον Σολομώντα, και να δοξάση την βασιλείαν του περισσότερον από την βασιλείαν του κυρίου μου του βασιλέως Δαυίδ”.
Γ Βασ. 1,38 καὶ κατέβη Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ ὁ Χερεθὶ καὶ ὁ Φελεθὶ καὶ ἐπεκάθισαν τὸν Σαλωμὼν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τοῦ βασιλέως Δαυὶδ καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὴν Γιών.
Γ Βασ. 1,38 Πράγματι ο αρχιερεύς Σαδώκ, ο προφήτης Ναθαν και ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ, όπως επίσης και η βασιλική φρουρά, που απετελείτο από τα Χερεθί και Φελεθί, ήλθον. Αυτοί εβοήθησαν και εκάθησεν εις την ημίονον του βασιλέως Δαυίδ ο Σολομών και ωδήγησαν αυτόν εις την Γιών.
Γ Βασ. 1,39 καὶ ἔλαβε Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου ἐκ τῆς σκηνῆς καὶ ἔχρισε τὸν Σαλωμὼν καὶ ἐσάλπισε τῇ κερατίνῃ, καὶ εἶπε πᾶς ὁ λαός· ζήτω ὁ βασιλεὺς Σαλωμών.
Γ Βασ. 1,39 Ο αρχιερεύς Σαδώκ επήρε την κερατίνην φιάλην, η οποία περιείχεν ιερόν έλαιον από την Σκηνήν του Μαρτυρίου και έχρισε τον Σολομώντα. Κατόπιν εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα και όλος ο παριστάμενος λαός εφώναζε· Ζητω ο βασιλεύς ο Σολομών.
Η παραίτηση του ΑδωνίαΓ Βασ. 1,40 καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐχόρευον ἐν χοροῖς καὶ εὐφραινόμενοι εὐφροσύνην μεγάλην, καὶ ἐῤῥάγη ἡ γῆ ἐν τῇ φωνῇ αὐτῶν.
Γ Βασ. 1,40 Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ανεγνώρισε και ηκολούθησε τον Σολομώντα ως βασιλέα. Οι Ισραηλίται εχόρευσαν τότε πολλούς χορούς και διεσκέδασαν με χαράν μεγάλην ζητωκραυγάζοντες, ώστε σαν να εσείετο και να εσχίζετο η γη από τας φωνάς αυτών.
Γ Βασ. 1,41 Καὶ ἤκουσεν Ἀδωνίας καὶ πάντες οἱ κλητοὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτοὶ συνετέλεσαν φαγεῖν· καὶ ἤκουσεν Ἰωὰβ τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης καὶ εἶπε· τίς ἡ φωνὴ τῆς πόλεως ἠχούσης;
Γ Βασ. 1,41 Ο Αδωνίας και όλοι οι επίσημοι άνδρες, που ήσαν μαζή του, ήκουσαν αυτόν τον θόρυβον, όταν πλέον είχε τελειώσει το συμπόσιόν των. Ο δε Ιωάβ, όταν ήκουσε τον ήχον της σάλπιγγος, ηρώτησε· “τι σημαίνουν αι κραυγαί αυταί, από τας οποίας αντηχεί ολόκληρος η πόλις;”
Γ Βασ. 1,42 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος καὶ ἰδοὺ Ἰωνάθαν υἱὸς Ἀβιάθαρ τοῦ ἱερέως εἰσῆλθε, καὶ εἶπεν Ἀδωνίας· εἴσελθε, ὅτι ἀνὴρ δυνάμεως εἶ σύ, καὶ ἀγαθὰ εὐαγγέλισαι.
Γ Βασ. 1,42 Ενώ δε έλεγεν αυτά, ιδού ο Ιωνάθαν, ο υιός του αρχιερέως Αβιάθαρ, προσήλθεν εις την συγκέντρωσιν αυτήν και ο Αδωνίας του είπεν· “έλα, διότι είσαι γενναίος άνθρωπος και ασφαλώς αγγελιαφόρος καλών ειδήσεων”.
Γ Βασ. 1,43 καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· καὶ μάλα ὁ κύριος ἡμῶν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐβασίλευσε τὸν Σαλωμών·
Γ Βασ. 1,43 Ο Ιωνάθαν απήντησε και είπε· “βεβαιότατα ο κύριος μας, ο βασιλεύς Δαυίδ, ανεκήρυξε τον Σολομώντα ως βασιλέα.
Γ Βασ. 1,44 καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτοῦ ὁ βασιλεὺς τὸν Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν τὸν υἱὸν Ἰωδαὲ καὶ τὸν Χερεθὶ καὶ τὸν Φελεθὶ καὶ ἐπεκάθισαν αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τοῦ βασιλέως·
Γ Βασ. 1,44 Ο βασιλεύς έστειλε μαζή με τον Σολομώντα τον αρχιερέα Σαδώκ, τον προφήτην Ναθαν, τον Βαναίαν τον υιόν του Ιωδαέ, την βασιλικήν φρουράν των Χερεθί και Φελεθί, οι οποίοι εβοήθησαν τιμητικώς να ανεβή ο Σολομών εις την βασιλικήν ημίονον.
Γ Βασ. 1,45 καὶ ἔχρισαν αὐτὸν Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης ἐν τῇ Γιών, καὶ ἀνέβησαν ἐκεῖθεν εὐφραινόμενοι καὶ ἤχησεν ἡ πόλις· αὕτη ἡ φωνὴ ἣν ἠκούσατε.
Γ Βασ. 1,45 Ο αρχιερεύς Σαδώκ ενώπιον και του προφήτου Ναθαν έχρισε τον Σολομώντα βασιλέα εις την Γιών. Από εκεί επέστρεψαν ευφραινόμενοι εις την Ιερουσαλήμ και όλη η πόλις αντήχησεν από τας ζητωκραυγάς. Αυταί είναι αι φωναί τας οποίας ηκούσατε”.
Γ Βασ. 1,46 καὶ ἐκάθισε Σαλωμὼν ἐπὶ θρόνον βασιλείας,
Γ Βασ. 1,46 Ετσι ο Σολομών εκάθησεν στον βασιλικόν θρόνον.
Γ Βασ. 1,47 καὶ εἰσῆλθον οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλέως εὐλογῆσαι τὸν κύριον ἡμῶν τὸν βασιλέα Δαυὶδ λέγοντες· ἀγαθύναι ὁ Θεὸς τὸ ὄνομα Σαλωμὼν ὑπὲρ τὸ ὄνομά σου καὶ μεγαλύναι τὸν θρόνον αὐτοῦ ὑπὲρ τὸν θρόνον σου· καὶ προσεκύνησεν ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν κοίτην,
Γ Βασ. 1,47 Ολοι δε οι αυλικοί και το περιβάλλον του βασιλέως Δαυίδ εισήλθεν εις την αίθουσαν αυτού, δια να τον τιμήσουν και τον δοξάσουν λέγοντες· “είθε ο Θεός να δοξάση το όνομα του Σολομώντος περισσότερον από το ιδικόν σου όνομα και να αναδείξη την βασιλείαν του ανωτέραν από την βασιλείαν την ιδικήν σου”. Ο δε βασιλεύς ηυχαριστήθη και προσεκύνησε από την κλίνην του τον Θεόν.
Γ Βασ. 1,48 καί γε οὕτως εἶπεν ὁ βασιλεύς· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἔδωκε σήμερον ἐκ τοῦ σπέρματός μου καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου μου, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου βλέπουσι.
Γ Βασ. 1,48 Ο βασιλεύς ηυχήθη κατά τον ίδιον τρόπον και είπε· “δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος σήμερον έδωκεν από τους υιούς μου βασιλέα να καθήση στον θρόνον μου και τον οποίον βασιλέα βλέπω εγώ με τα ίδια μου τα μάτια”.
Γ Βασ. 1,49 Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ κλητοὶ τοῦ Ἀδωνίου καὶ ἦλθον ἀνὴρ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ.
Γ Βασ. 1,49 Κατόπιν αυτών όλοι οι επίσημοι προσκεκλημένοι του Αδωνίου εταράχθησαν και διεσκορπίσθησαν και ο καθένας επήρε τον δρόμον δια το σπίτι του.
Γ Βασ. 1,50 καὶ Ἀδωνίας ἐφοβήθη ἀπὸ προσώπου Σαλωμὼν καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε καὶ ἐπελάβετο τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.
Γ Βασ. 1,50 Ο ίδιος ο Αδωνίας εφοβήθη τον Σολομώντα, εσηκώθη και ήλθεν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και έπιασε τα κέρατα του θυσιαστηρίου.
Γ Βασ. 1,51 καὶ ἀνηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες· ἰδοὺ Ἀδωνίας ἐφοβήθη τὸν βασιλέα Σαλωμὼν καὶ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου λέγων· ὀμοσάτω μοι σήμερον Σαλωμών, εἰ οὐ θανατώσει τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐν ῥομφαίᾳ.
Γ Βασ. 1,51 Αυτό ανέφεραν μερικοί στον Σολομώντα και του είπαν· “ιδού, ο Αδωνίας εφοβήθη τον βασιλέα Σολομώντα και κρατεί με τα χέρια του τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων λέγων· Ας μου ορκισθή σήμερον ο Σολομών, ότι δεν θα θανατώση δια ρομφαίας εμέ, τον δούλον του”.
Γ Βασ. 1,52 καὶ εἶπε Σαλωμών· ἐὰν γένηται εἰς υἱὸν δυνάμεων, εἰ πεσεῖται τῶν τριχῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν· καὶ ἐὰν κακία εὑρεθῇ ἐν αὐτῷ, θανατωθήσεται.
Γ Βασ. 1,52 Ο Σολομών είπεν· “εάν στο μέλλον αναδειχθή καλός και τίμιος άνθρωπος, ούτε τρίχα δεν θα πέση από το κεφάλι του. Εάν όμως συλληφθή εις νέον ολίσθημα, θα καταδικασθή εις θάνατον”.
Γ Βασ. 1,53 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν ἀπάνωθεν τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ εἰσῆλθε καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ Σαλωμών, καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαλωμών· δεῦρο εἰς τὸν οἶκόν σου.
Γ Βασ. 1,53 Ο βασιλεύς Σολομών έστειλεν ανθρώπους, οι οποίοι κατέβασαν τον Αδωνίαν από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Εκείνος παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως Σολομώντος και τον προσεκύνησεν. Ο δε Σολομών του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου”.