ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ'-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ & ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Ανάλυση και συζητήσεις γύρω από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ'-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ & ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:15 pm

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Εικόνα

Δ' Βασιλειών


Η ανάληψη του Προφήτη Ηλία

Το Δ' Βασιλειών (ή Β' Βασιλέων όπως λέγεται στην εβραϊκή βίβλο) είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Κατατάσσεται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στην ιουδαϊκή βίβλο ανήκει στην ομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες». Το βιβλίο Δ' Βασιλειών αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου Δ' Βασιλειών, ολοκληρώνεται ο κύκλος των σχετικών με τη δράση του προφήτη Ηλία αφηγήσεων και ακολουθεί ένας δεύτερος κύκλος με επεισόδια από τη ζωή του προφήτη Ελισαίου, στο πλαίσιο των οποίων συνεχίζεται και η έκθεση της ιστορίας των δύο βασιλείων. Το βιβλίο ακολουθεί τη χρονολογική σειρά της διαδοχής στη διακυβέρνηση μέχρι την οριστική κατάλυση των δύο βασιλείων και τον τερματισμό ταυτόχρονα του μοναρχικού
πολιτεύματος στο αρχαίο Ισραήλ.
Το βασίλειο του Ισραήλ υποδουλώθηκε στους Ασσύριους το 722 π.Χ. και συνοδεύτηκε με την καταστροφή της πρωτεύουσας Σαμάρειας, ενώ το βασίλειο του Ιούδα υποτάχτηκε στους Βαβυλώνιους το 587 π.Χ. με παράλληλη καταστροφή της πρωτεύουσας Ιερουσαλήμ.

Ο συγγραφέας των βιβλίων Γ' και Δ' Βασιλειών δεν αναγράφεται σε αυτά. Η Ιουδαϊκή παράδοση διασώζει ότι τα βιβλία Γ' και Δ' Βασιλειών γράφτηκαν από τον προφήτη Ιερεμία γεγονός που αποδέχονται και κάποιοι νεώτεροι ερευνητές. Άλλοι τα απέδωσαν σε πρόσωπο που βρισκόταν κοντά στον Ιερεμία και άλλοι τον Έσδρα.
Ο συγγραφέας θεωρεί την καταστροφή των δύο βασιλείων ως αναπόφευκτη συνέπεια της αποστασίας των ηγεμόνων τους από το Θεό και της καταπάτησης των όρων της διαθήκης. Όλοι οι βασιλιάδες του Ισραήλ κατακρίνονται για την πολιτική τους, ενώ από τους βασιλιάδες του Ιούδα οκτώ μόνον επαινούνται για την πίστη τους στο Θεό, αλλά και πάλι έξι από αυτούς επικρίνονται, επειδή δεν εξάλειφαν εντελώς τα ειδωλολατρικά ιερά από τη χώρα και μόνον οι ενέργειες των Εζεκία και Ιωσία τελικά επιδοκιμάζονται.
Παρά την καταστροφή των δύο βασιλείων, το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου δεν ναυαγεί, καθώς μέσα από τη γενική αποστασία εξαιρείται πάντοτε μια ομάδα πιστών τηρητών της διαθήκης, ένα ευσεβές υπόλοιπο, για χάρη του οποίου η υπόσχεση του Θεού προς τον Δαβίδ θα πραγματοποιηθεί.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:18 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Ο προφήτης Ηλίας προλέγει το θάνατο του βασιλιά Οχοζία.

Βασ. 1,1 Καὶ ἠθέτησε Μωὰβ ἐν Ἰσραὴλ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἀχαάβ.
Δ Βασ. 1,1 Μετά τον θάνατον του Αχαάβ οι Μωαβίται κατεπάτησαν την συνθήκην υποτελείας των, που είχαν συνάψει με τους Ισραηλίτας.
Δ Βασ. 1,2 καὶ ἔπεσεν Ὀχοζίας διὰ τοῦ δικτυωτοῦ τοῦ ἐν τῷ ὑπερῴῳ αὐτοῦ τῷ ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ἠῤῥώστησε. καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· δεῦτε καὶ ἐπιζητήσατε ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸν Ἀκκαρών, εἰ ζήσομαι ἐκ τῆς ἀῤῥωστίας μου ταύτης· καὶ ἐπορεύθησαν ἐπερωτῆσαι δι᾿ αὐτοῦ.
Δ Βασ. 1,2 Εις την Σαμάρειαν ο βασιλεύς Οχοζίας έπεσεν από το δικτυωτόν του υπερώου του και κατέκειτο ασθενής. Απέστειλεν δε αγγελιαφόρους, στους οποίους είπε· “πηγαίνετε και αναζητήσατε εις την πόλιν Ακκαρών τον ειδωλικόν θεόν των μυιών Βααλ και ερωτήσατέ τον, εάν θα διαφύγω τον θάνατον από την αρρώστειαν μου αυτήν”. Οι απεσταλμένοι επορεύθησαν να ερωτήσουν τον θεόν Βααλ.
Δ Βασ. 1,3 καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκάλεσεν Ἠλιοὺ τὸν Θεσβίτην λέγων· ἀναστὰς δεῦρο εἰς συνάντησιν τῶν ἀγγέλων Ὀχοζίου βασιλέως Σαμαρείας καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτούς· εἰ παρὰ τὸ μὴ εἶναι Θεὸν ἐν Ἰσραὴλ ὑμεῖς πορεύεσθε ἐπιζητῆσαι ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸν Ἀκκαρών; καὶ οὐχ οὕτως·
Δ Βασ. 1,3 Αγγελος όμως Κυρίου εκάλεσε τον Ηλίαν τον Θεσβίτην και του είπε “σήκω και πήγαινε εις συνάντησιν των αγγελιαφόρων του Οχοζίου, του βασιλέως της Σαμαρείας, και είπε προς αυτούς· Μηπως τάχα δεν υπάρχει θεός αληθινός στον ισραηλιτικόν λαόν και δια τούτο σεις πορεύεσθε να συμβουλευθήτε τον Βααλ, θεόν των μυιών, εις την Ακκαρών;
Δ Βασ. 1,4 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἡ κλίνη, ἐφ᾿ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐ καταβήσῃ ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ. καὶ ἐπορεύθη Ἠλιοὺ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς.
Δ Βασ. 1,4 Αυτό δεν είναι καθόλου ορθόν. Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος να είπετε στον Οχοζίαν· Από την κλίνην, επάνω εις την οποίαν ασθενής έχεις συ ανεβή, δεν θα κατέλθης υγιής, διότι θα αποθάνης εξάπαντος”. Ο Ηλίας μετέβη και είπε προς αυτούς, όσα ο Θεός τον διέταξεν.
Δ Βασ. 1,5 καὶ ἐπεστράφησαν οἱ ἄγγελοι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐπεστρέψατε;
Δ Βασ. 1,5 Οι αγγελιαφόροι επέστρεψαν προς τον Οχοζίαν και εκείνος τους ηρώτησε· “διατί τόσον συντόμως επανήλθατε;”
Δ Βασ. 1,6 καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· ἀνὴρ ἀνέβη εἰς συνάντησιν ἡμῶν καὶ εἶπε πρὸς ἡμᾶς· δεῦτε ἐπιστράφητε πρὸς τὸν βασιλέα τὸν ἀποστείλαντα ὑμᾶς καὶ λαλήσατε πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· εἰ παρὰ τὸ μὴ εἶναι Θεὸν ἐν Ἰσραὴλ σὺ πορεύῃ ἐπιζητῆσαι ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸν Ἀκκαρών; οὐχ οὕτως· ἡ κλίνη, ἐφ᾿ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐ καταβήσῃ ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ.
Δ Βασ. 1,6 Οι απεσταλμένοι του απήντησαν· “κάποιος ανήρ ήλθε, μας συνήντησε και μας είπε· Εμπρός, επιστρέψατε προς τον βασιλέα, ο οποίος σας έστειλε, και είπατε εις αυτόν αυτά λέγει ο Κυριος· Μηπως τάχα δεν υπάρχει Θεός αληθινός στον ισραηλιτικόν λαόν; Και συ πηγαίνεις να επιζητήσης συμβουλάς από τον Βαάλ, τον θεόν των μυιών, εις την Ακκαρών; Αυτό δεν είναι καθόλου ορθόν. Δια τούτο δεν θα κατεβής υγιής από την κλίνην, επάνω εις την οποίαν έχεις ανεβή ασθενής, διότι εξάπταντος θα αποθάνης”.
Δ Βασ. 1,7 καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς λέγων· τίς ἡ κρίσις τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ἀναβάντος εἰς συνάντησιν ὑμῖν καὶ λαλήσαντος πρὸς ὑμᾶς τοὺς λόγους τούτους;
Δ Βασ. 1,7 Ο Οχοζίας ηρώτησεν αυτούς και τους είπε· “ποία είναι η εμφάνισις του ανδρός αυτού, που ήλθεν εις συνάντησίν σας και ωμίλησε προς σας αυτούς τους λόγους;”
Δ Βασ. 1,8 καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· ἀνὴρ δασὺς καὶ ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ. καὶ εἶπεν· Ἠλιοὺ ὁ Θεσβίτης οὗτός ἐστι.
Δ Βασ. 1,8 Εκείνοι του είπαν· “είναι ανήρ δασύτριχος, ζωσμένος γύρω από την μέσην δερματίνην ζώνην”. Ο Οχοζίας τους είπεν. “Αυτός είναι Ηλιού ο Θεσβίτης”.
Δ Βασ. 1,9 καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πεντηκόνταρχον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβη πρὸς αὐτόν, καὶ ἰδοὺ Ἠλιοὺ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους. καὶ ἐλάλησεν ὁ πεντηκόνταρχος πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσέ σε, κατάβηθι.
Δ Βασ. 1,9 Ο βασιλεύς έστειλε προς αυτόν ένα πεντηκόνταρχον με τους πενήντα άνδρας του, ο οποίος και ανέβη προς τον Ηλιού, τον προφήτην. Ιδού δε ο Ηλίας εκάθητο εις την κορυφήν του όρους. Ο πεντηκόνταρχος ωμίλησε προς αυτόν και του είπεν· “άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί. Ελα προς αυτόν”.
Δ Βασ. 1,10 καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιού, καὶ εἶπε πρὸς τὸν πεντηκόνταρχον· καὶ εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ.
Δ Βασ. 1,10 Ο προφήτης Ηλίας απήντησε προς τον πεντηκόνταρχον· “εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, όπως και είμαι, πυρ θα κατεβή από τον ουρανόν, το οποίον θα κατακαύση σε και τους πενήντα άνδρας σου”. Πράγματι δε κατέβη αμέσως από τον ουρανόν πυρ και κατέκαυσεν αυτόν και τους πεντήκοντα άνδρας του.
Δ Βασ. 1,11 καὶ προσέθετο ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἄλλον πεντηκόνταρχον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβη καὶ ἐλάλησεν ὁ πεντηκόνταρχος πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· ταχέως κατάβηθι.
Δ Βασ. 1,11 Ο βασιλεύς έστειλε πάλιν προς τον Ηλίαν άλλον πεντηκόνταρχον με τους πενήντα άνδρας του. Ο αξιωματικός ανέβη προς τον Ηλίαν, του ωμίλησε και είπε· “άνθρωπε του Θεού, αυτά λέγει ο βασιλεύς· Ελα γρήγορα προς αυτόν”.
Δ Βασ. 1,12 καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιοὺ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβη πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ.
Δ Βασ. 1,12 Απήντησεν ο Ηλιού και του είπεν· “εάν εγώ είμαι πράγματι άνθρωπος του Θεού, θα κατεβή φωτιά από τον ουρανόν που θα καταφάγη σε και τους πενήντα άνδρας σου”. Πράγματι δε κατέβη την ώραν εκείνην πυρ από τον ουρανόν και κατέφαγεν αυτόν και τους πεντήκοντα άνδρας του.
Δ Βασ. 1,13 καὶ προσέθετο ὁ βασιλεὺς ἔτι ἀποστεῖλαι ἡγούμενον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἦλθεν ὁ πεντηκόνταρχος ὁ τρίτος καὶ ἔκαμψεν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ κατέναντι Ἠλιοὺ καὶ ἐδεήθη αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐντιμωθήτω δὴ ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ψυχὴ τῶν δούλων σου τούτων τῶν πεντήκοντα ἐν ὀφθαλμοῖς σου·
Δ Βασ. 1,13 Ο βασιλεύς απέστειλε και πάλιν άλλον αξιωματικόν και τους πενήντα άνδρας μαζή του. Ηλθεν ο τρίτος αυτός πεντηκόνταρχος, εγονάτισεν ενώπιον του Ηλιού, τον παρεκάλεσεν ευλαβώς και του είπεν· “άνθρωπε του Θεού, ας θεωρηθή αξία ελέους ενώπιόν σου η ζωη μου και η ζωή αυτών των πεντήκοντα δούλων σου.
Δ Βασ. 1,14 ἰδοὺ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τοὺς δύο πεντηκοντάρχους τοὺς πρώτους καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτῶν, καὶ νῦν ἐντιμωθήτω δὴ ἡ ψυχή μου ἐν ὀφθαλμοῖς σου.
Δ Βασ. 1,14 Διότι εγώ γνωρίζω, ότι κατήλθε πυρ από τον ουρανόν και κατέφαγε τους δύο πρώτους πεντηκοντάρχους και τους πενήντα στρατιώτας αυτών. Τωρα λοιπόν ας θεωρηθή αξία ελέους η ζωη μου ενώπιόν σου”.
Δ Βασ. 1,15 καὶ ἐλάλησεν ἄγγελος Κυρίου πρὸς Ἠλιοὺ καὶ εἶπε· κατάβηθι μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· καὶ ἀνέστη Ἠλιοὺ καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν βασιλέα.
Δ Βασ. 1,15 Ο άγγελος του Κυρίου ελάλησε τότε προς τον Ηλιού και του είπε· “κατέβα και πήγαινε μαζή με αυτόν· μη φοβηθής αυτούς”. Εσηκώθη ο Ηλίας, κατέβηκε και μαζή με αυτόν μετέβη στον βασιλέα.
Δ Βασ. 1,16 καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν Ἠλιού· τάδε λέγει Κύριος· τί ὅτι ἀπέστειλας ἀγγέλους ἐκζητῆσαι ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸν Ἀκκαρών; οὐχ οὕτως· ἡ κλίνη, ἐφ᾿ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐ καταβήσῃ ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ.
Δ Βασ. 1,16 Ο Ηλίας ωμίλησε προς τον βασιλέα και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος· Διατί συ έστειλες ανθρώπους σου προς τον Βααλ, τον θεόν των μυιών, εις την Ακκαρών; Δεν είναι καθόλου ορθόν αυτό. Δια τούτο δεν θα κατεβής πλέον υγιής από την κλίνην, επάνω εις την οποίαν ανέβηκες ασθενής, διότι εξάπαντος θα αποθάνης”.
Δ Βασ. 1,17 καὶ ἀπέθανε κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν Ἠλιού.
Δ Βασ. 1,17 Και πράγματι ο βασιλεύς Οχοζίας σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον ο Κυριος είπεν εις αυτόν δια του προφήτου Ηλιού, απέθανε.
Δ Βασ. 1,18 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ὀχοζίου, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;
Δ Βασ. 1,18 Τα υπόλοιπα έργα, τα οποία έκαμεν ο Οχοζίας, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του ισραηλιτικού λαού;
Δ Βασ. 1,18α Καὶ Ἰωρὰμ υἱὸς Ἀχαὰβ βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτη δεκαδύο, ἐν ἔτει ὀκτωκαιδεκάτῳ Ἰωσαφὰτ βασιλέως Ἰούδα.
Δ Βασ. 1,18α Ο Ιωράμ, ο υιός του Αχαάβ, εβασίλευσεν επί του ισραηλιτικού λαού με πρωτεύουσαν την Σαμάρειαν δώδεκα έτη, κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας Ιωσαφάτ του βασιλέως του Ιούδα.
Δ Βασ. 1,18β καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, πλὴν οὐχ ὡς οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, οὐδὲ ὡς ἡ μήτηρ αὐτοῦ.
Δ Βασ. 1,18β Και αυτός διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Οχι όμως τόσον, όπως οι αδελφοί του και όπως η μητέρα του.
Δ Βασ. 1,18γ καὶ ἀπέστησε τὰς στήλας τοῦ Βάαλ, ἃς ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ συνέτριψεν αὐτάς· πλὴν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις οἴκου Ἱεροβοάμ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, ἐκολλήθη, οὐκ ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτῶν.
Δ Βασ. 1,18γ Εβγαλε τας ειδωλολατρικάς στήλας του Βααλ εκ μέσου του λαού, τας οποίας είχεν οικοδομήσει ο πατήρ του, και τας συνέτριψεν, αλλά και αυτός έζησε μέσα εις τας αμαρτίας της οικογενείας του Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε εξωθήσει τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ασέβειαν· προσεκολλήθη και δεν απεμακρύνθη από αυτάς.
Δ Βασ. 1,18δ καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος εἰς τὸν οἶκον Ἀχαάβ.
Δ Βασ. 1,18δ Δια τούτο ο Κυριος ωργίσθη πολύ εναντίον των απογόνων του Αχαάβ.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:21 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ανάληψη του προφ. Ηλία.

Δ Βασ. 2,1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀνάγειν Κύριον ἐν συσσεισμῷ τὸν Ἠλιοὺ ὡς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπορεύθη Ἠλιοὺ καὶ Ἑλισαιὲ ἐκ Γαλγάλων.
Δ Βασ. 2,1 Οταν ο Κυριος απεφάσισε να αναλάβη τον Ηλίαν με συσσεισμόν άνω προς τον ουρανόν, ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανεχώρησαν από τα Γαλγαλα.
Δ Βασ. 2,2 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς Ἑλισαιέ· κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως Βαιθήλ· καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς Βαιθήλ.
Δ Βασ. 2,2 Είπεν ο Ηλιού προς τον Ελισαίον· “κάθησε εδώ, σε παρακαλώ, διότι ο Κυριος με απέστειλεν έως εις την Βαιθήλ”. Ο Ελισαίος απήντησεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και εις την ζωήν σου, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και ήλθον μαζή εις την Βαιθήλ.
Δ Βασ. 2,3 καὶ ἦλθον οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν Βαιθὴλ πρὸς Ἑλισαιὲ καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως, ὅτι Κύριος σήμερον λαμβάνει τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· κἀγὼ ἔγνωκα, σιωπᾶτε.
Δ Βασ. 2,3 Οι προφήται, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί εις την Βαιθήλ, ήλθον στον Ελισαίον και του είπον· “άραγε γνωρίζεις ότι σήμερον ο Κυριος θα πάρη επάνω από το κεφάλι σου τον κύριόν σου;” Εκείνος τους απήντησε· “και εγώ το γνωρίζω πολύ καλά μη ομιλείτε”.
Δ Βασ. 2,4 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς Ἑλισαιέ· κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με εἰς Ἱεριχώ· καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς Ἱεριχώ.
Δ Βασ. 2,4 Ο Ηλίας είπε προς τον Ελισαίον· “κάθησε, σε παρακαλώ, εδώ, διότι ο Κυριος μου έχει δώσει εντολήν να μεταβώ εις την Ιεριχώ” Ο Ελισαιέ όμως του είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και εις την ιδικήν σου ζωήν, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και έφθασαν μαζή εις την Ιεριχώ.
Δ Βασ. 2,5 καὶ ἤγγισαν οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν Ἱεριχὼ πρὸς Ἑλισαιὲ καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως ὅτι σήμερον λαμβάνει Κύριος τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· καί γε ἐγὼ ἔγνων, σιωπᾶτε.
Δ Βασ. 2,5 Ο προφήται, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ιεριχώ, ήλθαν προς τον Ελισαιέ και του είπαν· “αλήθεια, γνωρίζεις ότι σήμερον θα αναλάβη στον ουρανόν επάνω από το κεφάλι σου ο Κυριος τον κύριόν σου;” Εκείνος απήντησε· “βεβαίως το γνωρίζω. Μη ομιλείτε όμως”.
Δ Βασ. 2,6 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἠλιού· κάθου δὴ ὧδε, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως εἰς τὸν Ἰορδάνην· καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἐπορεύθησαν ἀμφότεροι·
Δ Βασ. 2,6 Είπε προς τον Ελισαίον ο Ηλιού· “κάθησε συ εδώ, διότι ο Κυριος με έχει αποστείλει έως τον Ιορδάνην”. Ο Ελισαίος απήντησε· “Ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον και εις την ζωήν σου, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και επήγαν και οι δύο προς τον Ιορδάνην.
Δ Βασ. 2,7 καὶ πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ ἔστησαν ἐξεναντίας μακρόθεν· καὶ ἀμφότεροι ἔστησαν ἐπὶ τοῦ Ἰορδάνου.
Δ Βασ. 2,7 Συγχρόνως όμως πενήντα άνδρες από τους προφήτας μετέβησαν και εστάθησαν όρθιοι μακράν απέναντι από αυτούς, ο δε Ελισαίος και ο Ηλίας εστάθησαν εις την όχθην του ποταμού Ιορδάνου.
Δ Βασ. 2,8 καὶ ἔλαβεν Ἠλιοὺ τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ καὶ εἵλησε καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ, καὶ διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβησαν ἀμφότεροι ἐν ἐρήμῳ.
Δ Βασ. 2,8 Ο Ηλίας επήρε την μηλωτήν, ετύλιξεν αυτήν, εκτύπησε το ύδωρ του ποταμού, το οποίον και διηρέθη εις δύο μέρη, άνω και κάτω. Και διέβησαν και οι δύο προς την απέναντι έρημον περιοχήν.
Δ Βασ. 2,9 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαβῆναι αὐτοὺς καὶ Ἠλιοὺ εἶπε πρὸς Ἑλισαιέ· αἴτησαι τί ποιήσω σοι πρὶν ἢ ἀναληφθῆναί με ἀπὸ σοῦ. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· γενηθήτω δὴ διπλᾶ ἐν πνεύματί σου ἐπ᾿ ἐμέ.
Δ Βασ. 2,9 Οταν επέρασαν τον ποταμόν, είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισαίον· “ζήτησέ μου τι θέλεις να σου κάμω, πριν αναληφθώ από σε στον ουρανόν”; Ο Ελισαίος απήντησεν· “δόσε, σε παρακαλώ, διπλήν την χάριν σου εις εμέ”.
Δ Βασ. 2,10 καὶ εἶπεν Ἠλιού· ἐσκλήρυνας τοῦ αἰτήσασθαι· ἐὰν ἴδῃς με ἀναλαμβανόμενον ἀπὸ σοῦ, καὶ ἔσται σοι οὕτως· καὶ ἐὰν μή, οὐ μὴ γένηται.
Δ Βασ. 2,10 Ο Ηλιού απήντησε· “πολύ βαρύ είναι το αίτημά σου. Εάν όμως με ίδης να αναλαμβάνωμαι από σε προς τον ουρανόν, θα πραγματοποιηθή το αίτημά σου. Εάν όμως όχι, δεν θα πραγματοποιηθή”.
Δ Βασ. 2,11 καὶ ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καὶ ἐλάλουν· καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ διέστειλαν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, καὶ ἀνελήφθη Ἠλιοὺ ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν οὐρανόν.
Δ Βασ. 2,11 Ενώ δε αυτοί εβάδιζαν και πορευόμενοι συνωμίλουν, αίφνης ένα πύρινον άρμα και πύρινοι ίπποι διεχώρισαν τον ένα από τον άλλον, και ο Ηλιού μέσα εις ανεμοστρόβιλον ανελήφθη και εφέρετο ως στον ουρανόν.
Δ Βασ. 2,12 καὶ Ἑλισαιὲ ἑώρα καὶ ἐβόα· πάτερ, πάτερ, ἅρμα Ἰσραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ· καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν ἔτι καὶ ἐπελάβετο τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτὰ εἰς δύο ῥήγματα.
Δ Βασ. 2,12 Ο Ελισαίος έβλεπε και εκραύγαζε· “πάτερ, πάτερ, συ ήσο η σωτήριος δύναμις, άρματα και ιππικόν, δια τον λαόν του Ισραήλ”. Ο Ελισαίος δεν τον είδε πλέον. Και εις ένδειξιν λύπης δια τον χωρισμόν έπιασε τα ενδύματά του και τα έσχισεν εις δύο κομμάτια.

Ο Ελισαίος διάδοχος του προφ. Ηλία.

Δ Βασ. 2,13 καὶ ὕψωσε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν Ἑλισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἑλισαιὲ καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ Ἰορδάνου·
Δ Βασ. 2,13 Ο Ελισαίος εσήκωσεν από κάτω την μηλωτήν του Ηλιού, η οποία έπεσεν από επάνω υψηλά, και επέστρεφεν έχων την μηλωτήν. Εστάθη εις την όχθην του Ιορδάνου.
Δ Βασ. 2,14 καὶ ἔλαβε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ καὶ οὐ διέστη· καὶ εἶπε· ποῦ ὁ Θεὸς Ἠλιοὺ ἀφφώ; καὶ ἐπάταξε τὰ ὕδατα, καὶ διεῤῥάγησαν ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβη Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 2,14 Επήρε την μηλωτήν του Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνω εις αυτόν, εκτύπησε το ύδωρ, αλλ' εκείνο δεν διηρέθη, όπως προηγουμένως. Ο Ελισαίος είπε τότε· “που είναι ο Θεός του Ηλιού, που είναι;” Κατόπιν όμως εκτύπησε πάλιν τα ύδατα και εκείνα εχωρίσθησαν εις δύο, από εδώ και από εκεί, και ο Ελισαίος διέβη τον Ιορδάνην ποταμόν.
Δ Βασ. 2,15 καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν Ἱεριχὼ ἐξεναντίας καὶ εἶπον· ἐπαναπέπαυται τὸ πνεῦμα Ἠλιοὺ ἐπὶ Ἑλισαιέ· καὶ ἦλθον εἰς συναντὴν αὐτοῦ καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν.
Δ Βασ. 2,15 Οι προφήται, οι οποίοι ήσαν εις την απέναντι όχθην του Ιορδάνου προς την Ιεριχώ, είδον το θαύμα και είπον· “πράγματι το Πνεύμα του Θεού ανεπαύθη στον Ελισαίον”. Ηλθον αυτοί εις συνάντησιν του Ελισαίου και προσεκύνησαν αυτόν μέχρις εδάφους.
Δ Βασ. 2,16 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ μετὰ τῶν παίδων σου πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ δυνάμεως· πορευθέντες δὴ ζητησάτωσαν τὸν κύριόν σου, μή ποτε ᾖρεν αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ἢ ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων ἢ ἐφ᾿ ἕνα τῶν βουνῶν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· οὐκ ἀποστελεῖτε.
Δ Βασ. 2,16 Είπον δε προς αυτόν· “ιδού, μαζή με ημάς τους προφήτας τους δούλους σου υπάρχουν πεντήκοντα δυνατοί νέοι. Σε παρακαλούμεν, ας μεταβούν να αναζητήσουν τον κύριόν σου τον Ηλίαν, μήπως, τυχόν και άνεμος επήρεν αυτόν και τον έρριψεν στον Ιορδάνην η εις κανένα όρος η εις κανένα από τους λόφους”. Ο Ελισαίος τους είπεν· “όχι να μη τους αποστείλετε”.
Δ Βασ. 2,17 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν ἕως οὗ ᾐσχύνετο. καὶ εἶπεν· ἀποστείλατε. καὶ ἀπέστειλαν πεντήκοντα ἄνδρας, καὶ ἐζήτησαν τρεῖς ἡμέρας καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν.
Δ Βασ. 2,17 Αυτοί όμως επέμεναν, ώστε ο Ελισαίος, από εντροπήν πλέον, υπεχώρησε και είπε· “στείλατέ τους”. Οι Προφήται έστειλαν τους πεντήκοντα νέους και ανεζήτουν τον Ηλίαν επί τρεις ημέρας, αλλά δεν τον ευρήκαν.
Δ Βασ. 2,18 καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐν Ἱεριχώ, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· οὐκ εἶπον πρὸς ὑμᾶς, μὴ πορευθῆτε;
Δ Βασ. 2,18 Επέστρεψαν άπρακτοι προς τον Ελισαίον, ο οποίος εκάθητο εις την Ιεριχώ, και τους είπε· “δεν σας είπα να μη πάτε εις αναζήτησιν του Ηλιού;”
Δ Βασ. 2,19 καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως πρὸς Ἑλισαιέ· ἰδοὺ ἡ κατοίκησις τῆς πόλεως ἀγαθή, καθὼς ὁ κύριος βλέπει, καὶ τὰ ὕδατα πονηρὰ καὶ ἡ γῆ ἀτεκνουμένη.
Δ Βασ. 2,19 Οι άνδρες της Ιεριχούς είπαν προς τον Ελισαίον· “ιδού, η τοποθεσία και η περιοχή της πόλεως είναι ωραία, όπως και συ, ο κύριος, βλέπεις, αλλά τα νερά είναι επιβλαβή και η γη δεν βλαστάνει και δεν καρποφορεί”.
Δ Βασ. 2,20 καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· λάβετέ μοι ὑδρίσκην καινὴν καὶ θέτε ἐκεῖ ἅλα· καὶ ἔλαβον καὶ ἤνεγκαν πρὸς αὐτόν.
Δ Βασ. 2,20 Ο Ελισαίος είπε προς αυτούς· “φέρετέ μου μίαν καινούργιαν υδρίαν και βάλετε μέσα εις αυτήν αλάτι”. Επήραν και την έφεραν προς αυτόν, όπως τους είπε.
Δ Βασ. 2,21 καὶ ἐξῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὴν διέξοδον τῶν ὑδάτων καὶ ἔῤῥιψεν ἐκεῖ ἅλα καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἴαμαι τὰ ὕδατα, οὐκ ἔσται ἔτι ἐκεῖθεν θάνατος καὶ ἀτεκνουμένη.
Δ Βασ. 2,21 Ο Ελισαίος εβγήκε προς την πηγήν των υδάτων, έρριψεν εκεί το αλάτι και είπεν· “αυτά λέγει ο Κυριος· Εγώ εξυγιαίνω τα ύδατα και δεν θα προέρχεται πλέον από αυτά θάνατος και ακαρπία εις την γην”.
Δ Βασ. 2,22 καὶ ἰάθησαν τὰ ὕδατα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης κατὰ τὸ ῥῆμα Ἑλισαιέ, ὃ ἐλάλησε.
Δ Βασ. 2,22 Πράγματι τα ύδατα εξυγιάνθησαν από της ώρας εκείνης και μένουν ζωογόνα και χρήσιμα μέχρι της ημέρας αυτής σύμφωνα με την εντολήν, την οποίαν ο Ελισαίος είπεν.
Δ Βασ. 2,23 καὶ ἀνέβη ἐκεῖθεν εἰς Βαιθήλ· καὶ ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ παιδάρια μικρὰ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως καὶ κατέπαιζον αὐτοῦ καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀνάβαινε, φαλακρέ, ἀνάβαινε.
Δ Βασ. 2,23 Ο Ελισαίος ανεχώρησεν από την Ιεριχώ προς την Βαιθήλ. Ενώ δε ανέβαινεν αυτός τον δρόμον του, εβγήκαν μικρά παιδιά από την πόλιν και τον ενέπαιζαν λέγοντα· “ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε”.
Δ Βασ. 2,24 καὶ ἐξένευσεν ὀπίσω αὐτῶν καὶ εἶδεν αὐτά, καὶ κατηράσατο αὐτοῖς ἐν ὀνόματι Κυρίου· καὶ ἰδοὺ ἐξῆλθον δύο ἄρκοι ἐκ τοῦ δρυμοῦ καὶ ἀνέῤῥηξαν ἀπ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα καὶ δύο παῖδας.
Δ Βασ. 2,24 Εγύρισεν οπίσω προς αυτά ο Ελισαίος, τα είδε και τα κατηράσθη εν ονόματι του Κυρίου· και ιδού εβγήκαν δύο άρκτοι από το δάσος και κατεσπάραξαν τεσσαράκοντα δύο παιδιά από αυτά.
Δ Βασ. 2,25 καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος τὸ Καρμήλιον κἀκεῖθεν ἐπέστρεψεν εἰς Σαμάρειαν.
Δ Βασ. 2,25 Ο Ελισαίος μετέβη από εκεί στο όρος Καρμηλον και από εκεί επανήλθεν εις την Σαμάρειαν.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:23 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η βασιλεία του Ιωράμ στον Ισραήλ. Πόλεμος Ισραήλ και Μωάβ.

Η βασιλεία του Ιωράμ στον Ισραήλ
Δ Βασ. 3,1 Καὶ Ἰωρὰμ υἱὸς Ἀχαὰβ ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραὴλ ἐν ἔτει ὀκτωκαιδεκάτῳ Ἰωσαφὰτ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσε δώδεκα ἔτη.
Δ Βασ. 3,1 Ο Ιωράμ, ο υιός του Αχαάβ, έγινε βασιλεύς στο βασίλειον του Ισραήλ κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ, βασιλέως του Ιούδα, και εβασίλευσεν επί δώδεκα έτη.
Δ Βασ. 3,2 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, πλὴν οὐχ ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ οὐχ ὡς ἡ μήτηρ αὐτοῦ. καὶ μετέστησε τὰς στήλας τοῦ Βάαλ, ἃς ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ·
Δ Βασ. 3,2 Και αυτός διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου, όχι όμως τόσον όσον ο πατήρ του και η μήτηρ του. Αφήρεσε τας στήλας του Βααλ εκ μέσου του λαού, τας οποίας είχε κατασκευάσει ο πατέρας του.
Δ Βασ. 3,3 πλὴν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, ἐκολλήθη, οὐκ ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτῆς.
Δ Βασ. 3,3 Αλλά και αυτός προσεκολλήθη και δεν απεμακρύνθη από τας αμαρτίας, τας οποίας είχε διαπράξει ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ, ο οποίος έγινεν αφορμή και αιτία να παρασυρθή εις την αμαρτίαν και ο ισραηλιτικός λαός.

Πόλεμος Ισραήλ και Μωάβ
Δ Βασ. 3,4 καὶ Μωσὰ βασιλεὺς Μωὰβ ἦν νωκήδ, καὶ ἐπέστρεφε τῷ βασιλεῖ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐπαναστάσει ἑκατὸν χιλιάδας ἀρνῶν καὶ ἑκατὸν χιλιάδας κριῶν ἐπὶ πόκων.
Δ Βασ. 3,4 Ο Μωσά, ο βασιλεύς της περιοχής Μωάβ, είχε πολλά ποίμνια. Εξ αιτίας δε μιας αποτυχούσης επαναστάσεώς του επλήρωνε κάθε έτος στον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού ως φόρον εκατόν χιλιάδες αρνιά και εκατόν χιλιάδες κριάρια ακούρευτα.
Δ Βασ. 3,5 καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἀχαὰβ καὶ ἠθέτησε βασιλεὺς Μωὰβ ἐν βασιλεῖ Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 3,5 Οταν όμως απέθανεν ο Αχαάβ, ο βασιλεύς της Μωάβ ηρνήθη να πληρώση τον φόρον στον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού.
Δ Βασ. 3,6 καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς Ἰωρὰμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ Σαμαρείας καὶ ἐπεσκέψατο τὸν Ἰσραήλ·
Δ Βασ. 3,6 Τοτε ο βασιλεύς Ιωράμ εβγήκε κατά την ημέραν εκείνην από την Σαμάρειαν και επεσκέφθη τον ισραηλιτικόν λαόν.
Δ Βασ. 3,7 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐξαπέστειλε πρὸς Ἰωσαφὰτ βασιλέα Ἰούδα λέγων· βασιλεὺς Μωὰβ ἠθέτησεν ἐν ἐμοί· εἰ πορεύσῃ μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Μωὰβ εἰς πόλεμον; καὶ εἶπεν· ἀναβήσομαι· ὅμοιός μοι ὅμοιός σοι, ὡς ὁ λαός μου ὁ λαός σου, ὡς οἱ ἵπποι μου οἱ ἵπποι σου.
Δ Βασ. 3,7 Μετέβη κατόπιν και έστειλεν ανθρώπους του προς τον Ιωσαφάτ βασιλέα των Ιουδαίων και του είπε· “ο βασιλεύς των Μωαβιτών κατεπάτησε την συμφωνίαν, την οποίαν έχει συνάψει με εμέ. Θέλεις να εκστρατεύσης μαζή μου εναντίον της χώρας Μωάβ;” Ο Ιωσαφάτ απήντησε· “θα εκστρατεύσω μαζή σου, διότι όπως είμαι εγώ, είσαι και συ. Οπως είναι ο λαός μου, είναι και ο λαός σου όπως είναι το ιππικόν μου είναι και το ιδικόν σου ιππικόν”.
Δ Βασ. 3,8 καὶ εἶπε· ποία ὁδῷ ἀναβῶ; καὶ εἶπεν· ὁδὸν ἔρημον Ἐδώμ.
Δ Βασ. 3,8 Ηρώτησεν ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ· “ποίον δρόμον θα ακολουθήσω;” Και εκείνος του είπε· “θα ακολουθήσωμεν την έρημον οδόν δια μέσου της Ιδουμαίας”.
Δ Βασ. 3,9 καὶ ἐπορεύθη ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καὶ ὁ βασιλεὺς Ἰούδα καὶ ὁ βασιλεὺς Ἐδὼμ καὶ ἐκύκλωσαν ὁδὸν ἑπτὰ ἡμερῶν, καὶ οὐκ ἦν ὕδωρ τῇ παρεμβολῇ καὶ τοῖς κτήνεσι τοῖς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν.
Δ Βασ. 3,9 Ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού βασιλείου και ο βασιλεύς των Ιουδαίων και ο βασιλεύς των Ιδουμαίων εβάδισαν μαζή κύκλω δρόμον επτά ημερών. Αλλά εκεί όπου έφθασαν, δεν υπήρχεν ύδωρ δια τον στρατόν και δια τα κτήνη, τα οποία τους ακολουθούσαν.
Δ Βασ. 3,10 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραήλ· ὦ, ὅτι κέκληκε Κύριος τοὺς τρεῖς βασιλεῖς παρερχομένους δοῦναι αὐτοὺς ἐν χειρὶ Μωὰβ
Δ Βασ. 3,10 Ο βασιλεύς του Ισραήλ είπεν· “αλλοίμονον ! ο Κυριος λοιπόν προσεκάλεσεν ημάς τους τρεις βασιλείς, που βαδίζομεν εναντίον των Μωαβιτών, δια να μας παραδώση εις τα χέρια εκείνων”.
Δ Βασ. 3,11 καὶ εἶπεν Ἰωσαφάτ· οὐκ ἔστιν ὧδε προφήτης τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιζητήσωμεν τὸν Κύριον παρ᾿ αὐτοῦ; καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παίδων τοῦ βασιλέως Ἰσραὴλ καὶ εἶπεν· ὧδε Ἑλισαιὲ υἱὸς Σαφάτ, ὃς ἐπέχεεν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας Ἠλιού.
Δ Βασ. 3,11 Ο Ιωσαφάτ ηρώτησε· “δεν υπάρχει εδώ κανείς προφήτης του Κυρίου, δια να παρακαλέσωμεν μέσω αυτού τον Κυριον;” Ενας από τους στρατιώτας του βασιλέως των Ισραηλιτών είπεν· “υπάρχει εδώ ο Ελισαιέ, ο υιός του Σαφάτ, ο οποίος υπηρετούσε τον Ηλιού και του έρριπτε νερό εις τα χέρια του”.
Δ Βασ. 3,12 καὶ εἶπεν Ἰωσαφάτ· ἔστιν αὐτῷ ῥῆμα Κυρίου. καὶ κατέβη πρὸς αὐτὸν βασιλεὺς Ἰσραὴλ καὶ Ἰωσαφὰτ βασιλεὺς Ἰούδα καὶ βασιλεὺς Ἐδώμ.
Δ Βασ. 3,12 Ο Ιωσαφάτ είπε· “πράγματι εις αυτόν και δι' αυτού υπάρχει λόγος Κυρίου”. Οι τρεις βασιλείς, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο βασιλεύς των Ιουδαίων Ιωσαφάτ και ο βασιλεύς της Εδώμ ήλθαν εις συνάντησιν του Ελισαίου.
Δ Βασ. 3,13 καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ πρὸς βασιλέα Ἰσραήλ· τί ἐμοὶ καὶ σοί; δεῦρο πρὸς τοὺς προφήτας τοῦ πατρός σου καὶ τοὺς προφήτας τῆς μητρός σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς Ἰσραήλ· μὴ ὅτι κέκληκε Κύριος τοὺς τρεῖς βασιλεῖς τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺς εἰς χεῖρας Μωάβ;
Δ Βασ. 3,13 Ο Ελισαίος απευθυνόμενος προς τον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού είπε· “ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ εμού και σου; Πηγαινε να ζητήσης συμβουλήν και χάριν από τους προφήτας του πατρός σου και τους προφήτας της μητρός σου”. Ο βασιλεύς του Ισραήλ του απήντησε· “μήπως τάχα ο Κυριος εκάλεσεν ημάς τους τρεις βασιλείς, δια να μας παραδώση εις τα χέρια των Μωαβιτών;”
Δ Βασ. 3,14 καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος τῶν δυνάμεων, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅτι εἰ μὴ πρόσωπον Ἰωασαφὰτ βασιλέως Ἰούδα ἐγὼ λαμβάνω, εἰ ἐπέβλεψα πρός σε καὶ εἶδόν σε·
Δ Βασ. 3,14 Ο Ελισαίος απήντησεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον των δυνάμεων, ενώπιον του οποίου παρέστην και παρίσταμαι, ότι εάν δεν ελάμβανα υπ' όψει τον Ιωσαφάτ, τον βασιλέα των Ιουδαίων, ποτέ δεν θα έστρεφα το βλέμμα μου προς σε και ποτέ δεν θα σε επρόσεχα.
Δ Βασ. 3,15 καὶ νῦν λαβέ μοι ψάλλοντα. καὶ ἐγένετο ὡς ἔψαλλεν ὁ ψάλλων, καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ αὐτὸν χεὶρ Κυρίου,
Δ Βασ. 3,15 Τωρα όμως φέρε μου εδώ ένα μουσικόν, που παίζει όργανον”. Οταν δε ο μουσικός ήλθε και έπαιξε μουσικήν, η δύναμις και η χάρις του Κυρίου εφώτισαν τον Ελισαίον, ο οποίος
Δ Βασ. 3,16 καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ποιήσατε τὸν χειμάῤῥουν τοῦτον βοθύνους βοθύνους·
Δ Βασ. 3,16 και είπεν· “αυτά λέγει ο Κυριος· Ανοίξατε στους διαφόρους τόπους αυτού του ξηροποτάμου λάκκους.
Δ Βασ. 3,17 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ὄψεσθε πνεῦμα καὶ οὐκ ὄψεσθε ὑετόν, καὶ ὁ χειμάῤῥους οὗτος πλησθήσεται ὕδατος, καὶ πίεσθε ὑμεῖς καὶ αἱ κτήσεις ὑμῶν καὶ τὰ κτήνη ὑμῶν·
Δ Βασ. 3,17 Αυτά λέγει ακόμη ο Κυριος· Δεν θα ακούσετε άνεμον να φυσά και δεν θα ίδετε βροχήν να πίπτη και όμως ο ξηροπόταμος αυτός θα γεμίση από νερά. Και θα πιήτε και σεις και τα ποίμνιά σας και τα μεταγωγικά σας.
Δ Βασ. 3,18 καὶ κούφη αὐτὴ ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καὶ παραδώσω τὴν Μωὰβ ἐν χειρὶ ὑμῶν,
Δ Βασ. 3,18 Είναι δε αυτό το έργον ευκολώτατον ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος και θα παραδώση την χώραν των Μωαβιτών εις την εξουσίαν σας.
Δ Βασ. 3,19 καὶ πατάξετε πᾶσαν πόλιν ὀχυρὰν καὶ πᾶν ξύλον ἀγαθὸν καταβαλεῖτε καὶ πάσας πηγὰς ὕδατος ἐμφράξεσθε καὶ πᾶσαν μερίδα ἀγαθὴν ἀχρειώσετε ἐν λίθοις.
Δ Βασ. 3,19 Και θα καταστρέψετε σεις κάθε οχυράν πόλιν των Μωαβιτών και θα κατακόψετε κάθε καρποφόρον δένδρον, θα φράξετε δε τας πηγάς των υδάτων, κάθε δε εύφορον περιοχήν θα την κάμετε άχρηστον γεμίζοντες αυτήν με λίθους”.
Δ Βασ. 3,20 καὶ ἐγένετο πρωΐ ἀναβαινούσης τῆς θυσίας καὶ ἰδοὺ ὕδατα ἤρχοντο ἐξ ὁδοῦ Ἐδώμ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ὕδατος.
Δ Βασ. 3,20 Πράγματι δε κατά την επομένην πρωΐαν, όταν προσεφέρετο προς τον Θεόν η πρωϊνή θυσία, ιδού ύδατα πολλά κατέβαιναν από την περιοχήν της Εδώμ και εγέμισεν η χώρα από νερό.
Δ Βασ. 3,21 καὶ πᾶσα Μωὰβ ἤκουσαν ὅτι ἀνέβησαν οἱ τρεῖς βασιλεῖς πολεμεῖν αὐτούς, καὶ ἀνεβόησαν ἐκ παντὸς περιεζωσμένοι ζώνην καὶ εἶπαν· ὢ καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοῦ ὁρίου.
Δ Βασ. 3,21 Εν τω μεταξύ όλοι οι Μωαβίται, όταν επληροφορήθησαν ότι εξεστράτευσαν οι τρεις βασιλείς, δια να πολεμήσουν εναντίον των, εκραύγασαν και όλοι όσοι ημπορούσαν να φέρουν όπλα ηγέρθησαν και είπαν· “αλλοίμονον!” Ητοιμάσθησαν όμως και παρετάχθησαν εις τα σύνορα της χώρας των.
Δ Βασ. 3,22 καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ὁ ἥλιος ἀνέτειλεν ἐπὶ τὰ ὕδατα· καὶ εἶδε Μωὰβ ἐξεναντίας τὰ ὕδατα πυρὰ ὡσεὶ αἷμα
Δ Βασ. 3,22 Οι στρατευμένοι Μωαβίται εσηκώθησαν το πρωι, ενώ ο ήλιος είχεν ανατείλει και έρριπτε τας ακτίνας του εις τα ύδατα. Είδαν δε τα απέναντι ύδατα κόκκινα ωσάν αίμα.
Δ Βασ. 3,23 καὶ εἶπαν· αἷμα τοῦτο τῆς ῥομφαίας, καὶ ἐμαχέσαντο οἱ βασιλεῖς καὶ ἐπάταξεν ἀνὴρ τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ νῦν ἐπὶ τὰ σκῦλα Μωάβ.
Δ Βασ. 3,23 Είπαν δε αναμεταξύ των· “το αίμα αυτό προέρχεται από ρομφαίαν. Φαίνεται ότι οι τρεις βασιλείς συνήψαν μάχην μεταξύ των και καθένας από τους στρατιώτας των θα επετέθη εναντίον του άλλου. Και τώρα λοιπόν, Μωαβίται, εμπρός δια να τους λαφυραγωγήσωμεν”.
Δ Βασ. 3,24 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν παρεμβολὴν Ἰσραήλ, καὶ Ἰσραὴλ ἀνέστησαν καὶ ἐπάταξαν τὴν Μωάβ, καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. καὶ εἰσῆλθον εἰσπορευόμενοι καί τύπτοντες τὴν Μωὰβ
Δ Βασ. 3,24 Οι Μωαβίται εισώρμησαν στο στρατόπεδον του Ισραηλιτικού λαού, αλλά οι Ισραηλίται ηγέρθησαν, επετέθησαν και ενίκησαν τους Μωαβίτας, οι οποίοι και ετράπησαν εις φυγήν εμπρός από αυτούς. Οι Ισραηλίται καταδιώκοντες και κτυπώντες αυτούς εισήλθον εις την χώραν των Μωαβιτών.
Δ Βασ. 3,25 καὶ τὰς πόλεις καθεῖλον καὶ πᾶσαν μερίδα ἀγαθὴν ἔῤῥιψαν ἀνὴρ τὸν λίθον καὶ ἐνέπλησαν αὐτὴν καὶ πᾶσαν πηγὴν ἐνέφραξαν καὶ πᾶν ξύλον ἀγαθὸν κατέβαλον ἕως τοῦ καταλιπεῖν τοὺς λίθους τοῦ τοίχου καθῃρημένους, καὶ ἐκύκλωσαν οἱ σφενδονῆται καὶ ἐπάταξαν αὐτήν.
Δ Βασ. 3,25 Εκεί κατεκρήμνισαν τας πόλεις· εις κάθε δε εύφορον αγρόν, δια να τον καταστήσουν άχρηστον, έρριψεν ο καθένας από τους στρατιώτας λίθους και τον εγέμισαν. Καθε πηγήν την έφραξαν και κάθε καρποφόρον και ωραίον δένδρον το έκοψαν από την ρίζαν. Επέφεραν τέτοιαν καταστροφήν, ώστε εις κάποιαν πόλιν δεν έμειναν παρά λίθοι στους ετοιμόρροπους τοίχους. Οι Ισραηλίται, οι οποίοι εχειρίζοντο την σφενδόνην, περιεκύκλωσαν αυτήν την πόλιν και την κατέλαβαν.
Δ Βασ. 3,26 καὶ εἶδεν ὁ βασιλεὺς Μωὰβ ὅτι ἐκραταίωσεν ὑπὲρ αὐτὸν ὁ πόλεμος. καὶ ἔλαβε μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτακοσίους ἄνδρας ἐσπασμένους ῥομφαίαν διακόψαι πρὸς βασιλέα Ἐδώμ, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν.
Δ Βασ. 3,26 Τοτε ο βασιλεύς των Μωαβιτών, όταν είδεν ότι ο πόλεμος εστράφη καταστρεπτικός εναντίον του, επήρε μαζή του επτακοσίους άνδρας, οι οποίοι ημπορούσαν να χειρίζωνται την σπάθην, και μετέβη, δια να ανοίξη δρόμον προς τον βασιλέα των Ιδουμαίων, αλλά δεν το κατώρθωσαν.
Δ Βασ. 3,27 καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον, ὃν ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν ὁλοκαύτωμα ἐπὶ τοῦ τείχους· καὶ ἐγένετο μετάμελος μέγας ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀπῇραν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν γῆν.
Δ Βασ. 3,27 Επάνω δε εις την αγωνίαν και τον πόνον του επήρε τον πρωτοτόκον υιόν του, ο οποίος θα τον διεδέχετο στον θρόνον, και τον προσέφερε θυσίαν ολοκαυτώματος επάνω στο τείχος της πόλεως. Οι Ισραηλίται, όταν είδαν αυτήν την τραγικήν θυσίαν, συνεκλονίσθησαν και σαν μεταμελόμενοι ανεχώρησαν από τα μέρη εκείνα και επέστρεψαν εις την χώραν των.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:27 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Τα θαύματα του Ελισαίου.

Ο πολλαπλασιασμός του ελαίου
Δ Βασ. 4,1 Καὶ γυνὴ μία ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν ἐβόα πρὸς τὸν Ἑλισαιὲ λέγουσα· ὁ δοῦλός σου ἀνήρ μου ἀπέθανε, καὶ σὺ ἔγνως ὅτι δοῦλός σου ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον· καὶ ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους.
Δ Βασ. 4,1 Η σύζυγος ενός από τους προφήτας εκραύγασε προς τον Ελισαίον λέγουσα· “ο σύζυγός μου, ο δούλός σου, απέθανε. Συ δε γνωρίζεις, ότι αυτός εσέβετο τον Θεόν. Μετά τον θάνατόν του, ήλθεν ο δανειστής μας, στον οποίον δεν εξωφλήσαμεν το χρέος μας, να πάρη ως δούλους του τα δύο παιδιά μου”.
Δ Βασ. 4,2 καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· τί ποιήσω σοι; ἀνάγγειλόν μοι τί ἔστι σοι ἐν τῷ οἴκῳ. ἡ δὲ εἶπεν· οὐκ ἔστι τῇ δούλῃ σου οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ὃ ἀλείψομαι ἔλαιον.
Δ Βασ. 4,2 Ο Ελισαίος είπε προς αυτήν· τη ημπορώ να κάμω δια σε; Πές μου, τι υπάρχει μέσα στο σπίτι σου;” Εκείνη απήντησεν· “στο σπίτι εμού της δούλης σου δεν υπάρχει τίποτε, ειμή μόνον ελάχιστον λάδι, όσον αρκεί δια να αλείψωμεν το ψωμί μας”.
Δ Βασ. 4,3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· δεῦρο αἴτησαι σεαυτῇ σκεύη ἔξωθεν παρὰ πάντων τῶν γειτόνων σκεύη κενά, μὴ ὀλιγώσῃς.
Δ Βασ. 4,3 Ο Ελισαίος είπε προς αυτήν· “πήγαινε εις την γειτονιά και ζήτησε από όλους τους γείτονάς σου δοχεία αδειανά. Μη διστάσης να ζητήσης πολλά.
Δ Βασ. 4,4 καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀποκλείσεις τὴν θύραν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ τῶν υἱῶν σου καὶ ἀποχεεῖς εἰς τὰ σκεύη ταῦτα καὶ τὸ πληρωθὲν ἀρεῖς.
Δ Βασ. 4,4 Κατόπιν θα εισέλθης στο σπίτι σου, θα κλείσης την θύραν μέσα δε στο σπίτι σου θα είσαι συ και τα παιδιά σου. Από το λάδι, που έχεις, θα χύσης λίγο εις τα δοχεία αυτά. Τα δοχεία θα γεμίσουν λάδι, το οποίον θα θέσης κατά μέρος”.
Δ Βασ. 4,5 καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν καθ᾿ ἑαυτῆς καὶ κατὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς· αὐτοὶ προσήγγιζον πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἐπέχεεν ἕως ἐπλήσθησαν τὰ σκεύη.
Δ Βασ. 4,5 Εφυγεν η γυναίκα, εισήλθεν στο σπίτι της, έκλεισε την θύραν και μέσα εις αυτό έμεινεν αυτή και τα παιδιά της. Τα παιδιά της έφεραν προς αυτήν το ένα μετά το άλλο τα κενά δοχεία και αυτή έχυνε λάδι, έως ότου εγέμισαν.
Δ Βασ. 4,6 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῆς· ἐγγίσατε ἔτι πρός με τὸ σκεῦος· καὶ εἶπον αὐτῇ· οὐκ ἔστιν ἔτι σκεῦος· καὶ ἔστη τὸ ἔλαιον.
Δ Βασ. 4,6 Είπε δε προς τα παιδιά της· “φέρετε προς εμέ ένα ακόμη κενόν δοχείον». Εκείνα της απήντησαν· “δεν υπάρχει άλλο δοχείον κενόν”. Και τότε εσταμάτησεν η ροή του ελαίου.
Δ Βασ. 4,7 καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεις τοὺς τόκους σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ.
Δ Βασ. 4,7 Η γυνή ήλθε και ανήγγειλεν στον Ελισαίον, τον άνθρωπον του Θεού. Ο Ελισαίος της είπε· “πήγαινε, πώλησε το λάδι και με τα χρήματα, που θα εισπράξης, να πληρώσης το χρέος σου. Με το υπόλοιπον δε λάδι, που θα μείνη, θα τραφήτε εσύ και τα παιδιά σου.

Η τεκνοποιΐα από στείρα γυναίκα
Δ Βασ. 4,8 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ διέβη Ἑλισαιὲ εἰς Σωμάν, καὶ ἐκεῖ γυνὴ μεγάλη καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν φαγεῖν ἄρτον. καὶ ἐγένετο ἀφ᾿ ἱκανοῦ τοῦ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν ἐξέκλινε τοῦ ἐκεῖ φαγεῖν.
Δ Βασ. 4,8 Καποιαν άλλην ημέραν ο Ελισαίος διέβαινεν από την πόλιν Σωμάν. Εκεί υπήρχε μία πλούσια γυναίκα, η οποία τον παρεκάλεσε με επιμονήν να καθήση να φάγη άρτον. Εκτοτε κάθε φοράν, που ο Ελισαίος εισήρχετο εις την πόλιν, μετέβαινε στον οίκον της δια να φάγη.
Δ Βασ. 4,9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· ἰδοὺ δὴ ἔγνων ὅτι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἅγιος οὗτος διαπορεύεται ἐφ᾿ ἡμᾶς διὰ παντός.
Δ Βασ. 4,9 Η γυνή αυτή είπεν στον σύζυγόν της· “ιδού, γνωρίζω καλά, ότι ο άνθρωπος αυτός του Θεού είναι άγιος και πάντοτε διέρχεται από το σπίτι μας.
Δ Βασ. 4,10 ποιήσωμεν δὴ αὐτῷ ὑπερῷον τόπον μικρὸν καὶ θῶμεν αὐτῷ ἐκεῖ κλίνην καὶ τράπεζαν καὶ δίφρον καὶ λυχνίαν. καὶ ἔσται ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐκκλινεῖ ἐκεῖ.
Δ Βασ. 4,10 Ας κτίσωμεν λοιπόν δι' αυτόν ένα μικρόν δωμάτιον στο υπερώον. Ας θέσωμεν εκεί μίαν κλίνην, μίαν τράπεζαν και ένα κάθισμα και μίαν λυχνίαν. Ετσι δε κάθε φοράν, που αυτός θα έρχεται προς ημάς, θα μένη στο δωμάτιον εκείνο”.
Δ Βασ. 4,11 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ καὶ ἐξέκλινεν εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ.
Δ Βασ. 4,11 Καποιαν κατόπιν ημέραν ο Ελισαίος εισήλθεν εις την πόλιν και επήγεν εις τα υπερώον εκείνο, όπου και εκοιμήθη.
Δ Βασ. 4,12 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· κάλεσόν μοι τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,12 Είπε δε προς τον Γιεζί, τον υπηρετήν του· “κάλεσε αυτήν την Σωμανίτιν γυναίκα να έλθη προς εμέ”. Ο υπηρέτης του Ελισαίου την εκάλεσε και εκείνη παρουσιάσθη ενώπιον αυτού.
Δ Βασ. 4,13 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰπὸν δὴ πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐξέστησας ἡμῖν πᾶσαν τὴν ἔκστασιν ταύτην· τί δεῖ ποιῆσαί σοι; εἰ ἔστι λόγος σοι πρὸς τὸν βασιλέα ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως; ἡ δὲ εἶπεν· ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐγώ εἰμι οἰκῶ.
Δ Βασ. 4,13 Ο Ελισαίος ειπέ προς τον Γιεζί· “πες προς την γυναίκα αυτήν, ότι μας κατέπληξε και μας καθυπεχρέωσε με την φιλοξενίαν της. Τι πρέπει, λοιπόν, να κάμωμεν εις σέ; Μηπως υπάρχει κάποιο ζήτημά σου εκκρεμές, δια να ομιλήσωμεν προς τον βασιλέα η προς τον αρχηγόν του στρατού;» Εκείνη απήντησεν· “εγώ κατοικώ εν μέσω των ανθρώπων μου και δεν έχω καμμίαν τέτοιαν ανάγκην”.
Δ Βασ. 4,14 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζί· τί δεῖ ποιῆσαι αὐτῇ; καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· καὶ μάλα υἱὸς οὐκ ἔστιν αὐτῇ, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς πρεσβύτης.
Δ Βασ. 4,14 Ο ' Ελισαίος είπε προς τον Γιεζί· “τι λοιπόν πρέπει να κάνωμεν δι' αυτήν;” Ο Γιεζί ο υπηρέτης του Ελισαίου είπε· “γεγονός είναι ότι αυτή η γυνή δεν έχει παιδί και ο σύζυγός της είναι γέρων”.
Δ Βασ. 4,15 καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη παρὰ τὴν θύραν.
Δ Βασ. 4,15 Ο Ελισαίος την εκάλεσε και εκείνη εστάθη ορθία κοντά εις την θύραν.
Δ Βασ. 4,16 καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ πρὸς αὐτήν· εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα σὺ περιειληφυῖα υἱόν. ἡ δὲ εἶπε· μὴ Κύριε, μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου.
Δ Βασ. 4,16 Είπε τότε προς αυτήν ο Ελισαίος· “κατά το επόμενον έτος, την εποχήν αυτήν, συ θα ζης βέβαια, αλλά και θα κρατής παιδί εις την αγκαλιά σου”. Εκείνη όμως απήντησε· “σε παρακαλώ, κύριε, μη διαψεύσης αυτήν την υπόσχεσιν, που έδωσες προς εμέ, την δούλην σου”.
Δ Βασ. 4,17 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ ἔτεκεν υἱὸν εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα, ὡς ἐλάλησε πρὸς αὐτὴν Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 4,17 Πράγματι η γυναίκα αυτή συνέλαβε και εγέννησε παιδί κατά το επόμενον έτος και κατά την εποχήν εκείνην, ευρίσκετο αυτή, φυσικά, εν τη ζωή, όπως είχε προαναγγείλει εις αυτήν ο Ελισαίος.

Η ανάσταση του παιδιού
Δ Βασ. 4,18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας,
Δ Βασ. 4,18 Το παιδί εμεγάλωσε και κάποτε εβγήκεν στον αγρόν, όπου ευρίσκετο ο πατέρας του και οι θερισταί.
Δ Βασ. 4,19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,19 Αίφνης είπε προς τον πατέρα του· “το κεφάλι μου, το κεφάλι μου” ! Ο δε πατέρας είπεν στον υπηρέτην· “πάρε το παιδί και φέρε το προς την μητέρα του”.
Δ Βασ. 4,20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε.
Δ Βασ. 4,20 Ο υπηρέτης επήρε το παιδί και το έφερεν εις την μητέρα του. Αυτό εκοιμήθη εις τα γόνατα της μητρός του έως το μεσημέρι, οπότε απέθανε.
Δ Βασ. 4,21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε.
Δ Βασ. 4,21 Η μητέρα του το ανέβασεν στο υπερώον και το εκοίμισεν στο κρεββάτι του προφήτου Ελισαίου. Εκλεισε δε πίσω από αυτό την πόρτα και εξήλθεν.
Δ Βασ. 4,22 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἀπόστειλον δή μοι ἓν τῶν παιδαρίων καὶ μίαν τῶν ὄνων, καὶ δραμοῦμαι ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιστρέψω.
Δ Βασ. 4,22 Η γυναίκα έστειλε και παρεκάλεσε τον άνδρα της λέγουσα· “στείλε μου σε παρακαλώ ένα από τους δούλους σου και μίαν από τας όνους, διότι εγώ θα σπεύσω έως εκεί, που είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο Ελισαίος και θα επιστρέψω”.
Δ Βασ. 4,23 καὶ εἶπε· τί ὅτι σὺ πορεύῃ πρὸς αὐτὸν σήμερον; οὐ νεομηνία οὐδὲ σάββατον. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη.
Δ Βασ. 4,23 Εκείνος την ηρώτησε· “διατί συ σήμερον πηγαίνεις προς αυτόν; Δεν είναι ούτε πρώτη του μηνός ούτε εορτή του Σαββάτου”. Εκείνη του είπε· “μη ανησυχής, ειρήνευε”.
Δ Βασ. 4,24 καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον καὶ εἶπε πρὸς τὸ παιδάριον αὐτῆς· ἄγε πορεύου, μὴ ἐπίσχῃς μοι τοῦ ἐπιβῆναι, ὅτι ἐὰν εἴπω σοι· δεῦρο καὶ πορεύσῃ καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον.
Δ Βασ. 4,24 Εσαμάρωσεν η ίδια την όνον και είπε προς τον δούλον της· “εμπρός, πήγαινε, και μη σταματήσης την πορείαν, έως ότου εγώ σου πω. Εμπρός προχώρει. Θα μεταβώμεν προς τον άνθρωπον του Θεού, τον Ελισαίον, στο Καρμήλιον όρος”.
Δ Βασ. 4,25 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄρος. καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν Ἑλισαιὲ ἐρχομένην αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἰδοὺ δὴ ἡ Σωμανῖτις ἐκείνη·
Δ Βασ. 4,25 Επορεύθη η γυναίκα αυτή με τον υπηρέτην της έως το Καρμήλιον όρος, όπου ευρίσκετο ο άνθρωπος του Θεού. Οταν ο Ελισαίος την είδε να έρχεται είπε προς τον υπηρέτην του τον Γεζί· “ιδού, λοιπόν, η Σωμανίτις εκείνη γυνή.
Δ Βασ. 4,26 νῦν δράμε εἰς ἀπαντὴν αὐτῆς καὶ ἐρεῖς· εἰ εἰρήνη σοι; εἰ εἰρήνη τῷ ἀνδρί σου; εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ; ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη.
Δ Βασ. 4,26 Τρέξε τώρα εις προαπάντησίν της και θα της πης· Είσαι συ καλά; Είναι υγιής ο άνδρας σου; Είναι καλά το παιδί σου;” Εκείνη απήντησεν· “όλοι είμεθα καλά”.
Δ Βασ. 4,27 καὶ ἦλθε πρὸς Ἑλισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ ἤγγισε Γιεζὶ ἀπώσασθαι αὐτήν, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ἄφες αὐτήν, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτῆς κατώδυνος αὐτῇ, καὶ Κύριος ἀπέκρυψεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἀνήγγειλέ μοι.
Δ Βασ. 4,27 Ηλθε προς τον Ελισαίον στο όρος, έπεσεν στο έδαφος και έπιασε τα πόδια του προφήτου. Ο Γιεζί επλησίασε, δια να την απωθήση. Ο Ελισαίος όμως είπε προς αυτόν· “άφησέ την, διότι η καρδιά της είναι καταπικραμμένη και θλιμμένη, ο δε Κυριος απέκρυψεν από εμέ και δεν μου είπε την αιτίαν του πόνου της”.
Δ Βασ. 4,28 ἡ δὲ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ;
Δ Βασ. 4,28 Εκείνη του είπε· “μήπως εγώ εζήτησα από τον κύριόν μου παιδί; Δεν είπα προς σε ότι δεν πρέπει να διαψεύσης την ελπίδα, που μου έδωσες;”
Δ Βασ. 4,29 καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ τῷ Γιεζί· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὴν βακτηρίαν μου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογήσῃ σε ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθήσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου.
Δ Βασ. 4,29 Είπε τότε ο Ελισαίος προς τον Γιεζί· “ζώσε την μέσην σου με την ζώνην, πάρε την βακτηρίαν του στο χέρι σου και πήγαινε στο σπίτι της γυναικός αυτής. Εάν δέ, τυχόν, και συναντήσης άνθρωπον στον δρόμον, δεν θα τον χαιρετήσης και αν εκείνος σε χαιρετήση, δεν θα του αποκριθής. Ταχέως θα φθάσης στο σπίτι και θα θέσης την βακτηρίαν μου στο πρόσωπον του παιδιού”.
Δ Βασ. 4,30 καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ τοῦ παιδαρίου· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἀνέστη Ἑλισαιὲ καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς.
Δ Βασ. 4,30 Η μητέρα του παιδιού είπε προς τον Ελισαίον· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και εις την ιδικήν σου ζωήν, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Εσηκώθη ο Ελισαίος και ηκολούθησεν αυτήν έως στο σπίτι.
Δ Βασ. 4,31 καὶ Γιεζὶ διῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπέθηκε τὴν βακτηρίαν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου, καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ λέγων· οὐκ ἠγέρθη τὸ παιδάριον.
Δ Βασ. 4,31 Ο Γιεζί όμως εβάδισεν ενωρίτερον από αυτούς και έθεσε την βακτηρίαν στο πρόσωπον του παιδιού. Αλλά καμμία φωνή και καμμία ακρόασις δεν υπήρξεν εκ μέρους του παιδιού. Επέστρεψεν ο Γιεζί εις απάντησιν του Ελισαίου και ανήγγειλεν εις αυτόν, ότι το παιδί δεν εσηκώθη από την κλίνην.
Δ Βασ. 4,32 καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,32 Ο Ελισαίος εισήλθεν στο σπίτι και ιδού βλέπει το παιδί νεκρόν εξηπλωμένον επάνω στο κρεββάτι του.
Δ Βασ. 4,33 καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον·
Δ Βασ. 4,33 Εισήλθεν στο δωμάτιον του υπερώου, έκλεισε την θύραν του δωματίου, έμεινεν αυτός με το νεκρό παιδί και προσηυχήθη προς τον Κυριον.
Δ Βασ. 4,34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου.
Δ Βασ. 4,34 Ανέβηκε κατόπιν εις την κλίνην, εξηπλώθη επάνω στο παιδίον, έθεσε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του εις τα μάτια εκείνου και τα χέρια του εις τα χέρια εκείνου, εξηπλώθη επάνω εις αυτό και έτσι το σώμα του παιδιού εθερμάνθη.
Δ Βασ. 4,35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,35 Ο Ελισαίος απεσύρθη, επήγεν από εδώ και από εκεί μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλιν εις την κλίνην και εξηπλώθη επάνω στο παιδί, όπως και προηγουμένως. Αυτό επανεληφθη επτά φορές. Το δε παιδί ήνοιξε τότε τα μάτια του.
Δ Βασ. 4,36 καὶ ἐξεβόησε Ἑλισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου.
Δ Βασ. 4,36 Ο Ελισαίος εφώναξε τον Γιεζί και είπε· “κάλεσε την Σωμανίτιν αυτήν”. Την εκάλεσε και εκείνη εισήλθεν στο υπερώον, όπου ήτο αυτός. Ο Ελισαίος της είπε· “πάρε το παιδί σου”.
Δ Βασ. 4,37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.
Δ Βασ. 4,37 Η γυναίκα επλησίασεν, έπεσεν στους πόδας του Ελισαίου και προσεκύνησε μέχρις εδάφους και κατόπιν επήρε ζωντανό το παιδί της και εβγήκεν από το δωμάτιον.

Άλλα θαύματα του Ελισαίου
Δ Βασ. 4,38 καὶ Ἑλισαιὲ ἐπέστρεψεν εἰς Γάλγαλα, καὶ ὁ λιμὸς ἐν τῇ γῇ, καὶ υἱοὶ τῶν προφητῶν ἐκάθηντο ἐνώπιον αὐτοῦ. καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· ἐπίστησεν τὸν λέβητα τὸν μέγαν καὶ ἕψε ἕψεμα τοῖς υἱοῖς τῶν προφητῶν.
Δ Βασ. 4,38 Επειτα από το γεγονός αυτό ο Ελισαίος επέστρεψεν εις τα Γαλγαλα. Τοτε είχε πέσει μεγάλος λιμός εις εκείνην την χώραν, οι δε προφήται εκάθηντο νηστικοί πλησίον του Ελισαίου. Ο Ελισαίος είπε τότε στον υπηρέτην του τον Γιεζί· “βάλε τον μεγάλον λέβητα και βράσε φαγητόν δια τους προφήτας”.
Δ Βασ. 4,39 καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸν ἀγρὸν συλλέξαι ἀριὼθ καὶ εὗρεν ἄμπελον ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ συνέλεξεν ἀπ᾿ αὐτῆς τολύπην ἀγρίαν πλῆρες τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν λέβητα τοῦ ἑψέματος, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν.
Δ Βασ. 4,39 Ενας δε από αυτούς εβγήκεν εις τα χωράφια, δια να μαζέψη χόρτα. Εις μίαν δε περιοχήν ευρήκεν άμπελον, από το έδαφος της οποίας εμάζεψεν άγρια κολοκύθια και εγέμισε το ιμάτιόν του. Εβαλε δε αυτά μέσα στον λέβητα, δια να βράσουν. Δεν εγνώριζεν όμως ότι αυτά είναι δηλητηριώδη.
Δ Βασ. 4,40 καὶ ἐνέχει τοῖς ἀνδράσι φαγεῖν, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐσθίειν αὐτοὺς ἐκ τοῦ ἑψέματος καὶ ἰδοὺ ἀνεβόησαν καὶ εἶπαν· θάνατος ἐν τῷ λέβητι, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ· καὶ οὐκ ἠδύναντο φαγεῖν.
Δ Βασ. 4,40 Επειτα έδωσεν στους άνδρας να φάγουν. Ενώ δε εκείνοι έτρωγαν από το βραστόν αυτό φαγητόν, αίφνης εφώναξαν και είπαν· “άνθρωπε του Θεού, θάνατος υπάρχει στον λέβητα”. Και δεν ημπορούσαν ούτε και ήθελαν πλέον να φάγουν.
Δ Βασ. 4,41 καὶ εἶπε· λάβετε ἄλευρον καὶ ἐμβάλετε εἰς τὸν λέβητα· καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον· ἔγχει τῷ λαῷ καὶ ἐσθιέτωσαν· καὶ οὐκ ἐγενήθη ἐκεῖ ἔτι ῥῆμα πονηρὸν ἐν τῷ λέβητι.
Δ Βασ. 4,41 Είπε τότε ο Ελισαίος· “πάρτε αλεύρι και ρίξτε στον λέβητα”. Εις δε τον δούλον του τον Γιεζί είπε· “κένωσε τώρα στον λαόν από αυτό και ας φάγουν”. Εκείνοι έφαγον. Δεν υπήρξε δε τίποτε το επιβλαβές στο φαγητόν αυτό του λέβητος.
Δ Βασ. 4,42 καὶ ἀνὴρ διῆλθεν ἐκ Βαιθσαρισὰ καὶ ἤνεγκε πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ πρωτογεννημάτων εἴκοσιν ἄρτους κριθίνους καὶ παλάθας, καὶ εἶπε· δότε τῷ λαῷ καὶ ἐσθιέτωσαν.
Δ Βασ. 4,42 Καποιος άνθρωπος ήλθεν από την Βαιθσαρισά και έφερεν στον άνθρωπον του Θεού είκοσι κρίθινα ψωμιά από τα πρωτογεννήματα των αγρών του, όπως επίσης και μερικές αρμάθες σύκα και είπε· “δώστε αυτά στον λαόν να φάγουν”.
Δ Βασ. 4,43 καὶ εἶπεν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ· τί δῶ τοῦτο ἐνώπιον ἑκατὸν ἀνδρῶν; καὶ εἶπε· δὸς τῷ λαῷ καὶ ἐσθιέτωσαν, ὅτι τάδε λέγει Κύριος· φάγονται καὶ καταλείψουσι.
Δ Βασ. 4,43 Ο υπηρέτης του απήντησε· “τι να πρωτοδώσω από αυτά εις εκατόν ανθρώπους;” Ο Ελισαίος είπε· “δώσε στον λαόν και ας φάγουν από αυτά, διότι αυτό λέγει ο Κυριος· Θα φάγουν, θα χορτάσουν και θα περισσεύσουν”.
Δ Βασ. 4,44 καὶ ἔφαγον καὶ κατέλιπον κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.
Δ Βασ. 4,44 Πράγματι έφαγαν, εχόρτασαν και επερίσσευσαν, όπως είχεν είπει ο Κυριος.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:29 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η θεραπεία του Ναϊμάν από τη λέπρα. Η τιμωρία του Γιεζί.


Η θεραπεία του Ναϊμάν από τη λέπρα
Δ Βασ. 5,1 Καὶ Ναιμὰν ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ἦν ἀνὴρ μέγας ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ τεθαυμασμένος προσώπῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ ἔδωκε Κύριος σωτηρίαν Συρίᾳ· καὶ ὁ ἀνὴρ ἦν δυνατὸς ἰσχύϊ, λελεπρωμένος.
Δ Βασ. 5,1 Ο Ναιμάν, αρχιστράτηγος του στρατού της Συρίας, ήτο άνθρωπος μέγας και επίσημος ενώπιον του βασιλέως του, αξιοθαύμαστος απέναντι αυτού, διότι δια μέσου αυτού ο Κυριος έσωσε την Συρίαν από τους εχθρούς της. Ητο γενναίος άνθρωπος, αλλά κατείχετο από λέπραν.
Δ Βασ. 5,2 καὶ Συρία ἐξῆλθον μονόζωνοι καὶ ᾐχμαλώτευσαν ἐκ γῆς Ἰσραὴλ νεάνιδα μικράν, καὶ ἦν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς Ναιμάν.
Δ Βασ. 5,2 Τοτε ομάδες Συρων εισήλθαν από την Συρίαν εις την χώραν της Παλαιστίνης προς λεηλασίαν και μεταξύ των άλλων επήραν ως αιχμάλωτον και μίαν μικράν νεάνιδα, η οποία έγινε δούλη της συζύγου του Ναιμάν.
Δ Βασ. 5,3 ἡ δὲ εἶπε τῇ κυρίᾳ αὐτῆς· ὄφελον ὁ κύριός μου ἐνώπιον τοῦ προφήτου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν Σαμαρείᾳ, τότε ἀποσυνάξει αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ.
Δ Βασ. 5,3 Η νεάνις είπε προς την κυρίαν της· “μάκαρι ο κύριός μου να παρουσιάζετο ενώπιον του προφήτου του Θεού, του Ελισαίου, ο οποίος ευρίσκεται εις την Σαμάρειαν. Εκείνος θα εθεράπευεν αυτόν από την λέπραν του”.
Δ Βασ. 5,4 καὶ εἰσῆλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ ἑαυτῆς καὶ εἶπεν· οὕτως καὶ οὕτως ἐλάλησεν ἡ νεᾶνις ἡ ἐκ γῆς Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 5,4 Η σύζυγος του Ναιμάν εισήλθε και ανήγγειλεν στον κύριόν της και του είπεν· “αυτά και αυτά μου είπεν η νεάνις, που κατάγεται από την χώραν των Ισραηλιτών”.
Δ Βασ. 5,5 καὶ εἶπε βασιλεὺς Συρίας πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἴσελθε, καὶ ἐξαποστελῶ βιβλίον πρὸς βασιλέα Ἰσραήλ· καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δέκα τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑξακισχιλίους χρυσοῦς καὶ δέκα ἀλλασσομένας στολάς.
Δ Βασ. 5,5 Ο Ναιμάν ανέφερε τούτο στον βασιλέα της Συρίας και ο βασιλεύς της Συρίας είπε προς τον Ναιμάν· “εμπρός, πήγαινε· και εγώ θα στείλω με σένα επιστολήν σχετικήν, προς τον βασιλέα των Ισραηλιτών. Ο Ναιμάν επήρε μαζή του δέκα τάλαντα αργυρίου και εξ χιλιάδες χρυσούς σίκλους και δέκα καινουργείς στολάς,
Δ Βασ. 5,6 καὶ ἤνεγκε τὸ βιβλίον πρὸς τὸν βασιλέα Ἰσραὴλ λέγων· καὶ νῦν ὡς ἂν ἔλθῃ τὸ βιβλίον τοῦτο πρὸς σέ, ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε Ναιμὰν τὸν δοῦλόν μου, καὶ ἀποσυνάξεις αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ.
Δ Βασ. 5,6 επορεύθη προς τον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού και έδωσε προς αυτόν την επιστολήν του βασιλέως του, δια της οποίας εκείνος έλεγε· “μαζή με την επιστολήν αυτήν, που ήλθεν εις τα χέρια σου, ιδού εγώ αποστέλλω και τον δούλον μου τον Ναιμάν και να φροντίσης, ώστε να θεραπεύσης αυτόν από την λέπραν του”.
Δ Βασ. 5,7 καὶ ἐγένετο ὡς ἀνέγνω βασιλεὺς Ἰσραὴλ τὸ βιβλίον, διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐγὼ τοῦ θανατῶσαι καὶ ζωοποιῆσαι, ὅτι οὖτος ἀποστέλλει πρός με ἀποσυνάξαι ἄνδρα ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ; ὅτι πλὴν γνῶτε δὴ καὶ ἴδετε ὅτι προφασίζεται οὗτός μοι.
Δ Βασ. 5,7 Αμέσως μόλις εδιάβασεν αυτό το γράμμα ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού έσχισε τα ενδύματά του και είπε· “είμαι εγώ θεός, ώστε να έχω την δύναμιν να θανατώσω και να ζωοποιήσω; Διατί ο βασιλεύς της Συρίας μου στέλνει τον άνθρωπόν του, δια να τον θεραπεύσω από την λέπραν του; Μαθετε, σας παρακαλώ, και ίδετε, ότι αυτός ζητεί πρόφασιν πολέμου”.
Δ Βασ. 5,8 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἑλισαιὲ ὅτι διέῤῥηξεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα Ἰσραὴλ λέγων· ἱνατὶ διέῤῥηξας τὰ ἱμάτιά σου; ἐλθέτω δὴ πρός με Ναιμὰν καὶ γνώτω ὅτι ἐστὶ προφήτης ἐν Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 5,8 Οταν ο Ελισαίος επληροφορήθη, ότι ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού έσχισεν από την λύπην του τα ενδύματά του, έστειλε προς αυτόν άνθρωπόν του και του είπε· “διατί έσχισες τα ενδύματά σου; Ας έλθη, λοιπόν, προς εμέ ο Ναιμάν και κάθε άνθρωπος ας μάθη, ότι υπάρχει προφήτης μεταξύ του ισραηλιτικού λαού”.
Δ Βασ. 5,9 καὶ ἦλθε Ναιμὰν ἐν ἵππῳ καὶ ἅρματι καὶ ἔστη ἐπὶ θύρας οἴκου Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 5,9 Ο Ναιμάν ήλθε με ιππικόν και πολεμικά άρματα και εσταμάτησεν εμπρός εις την θύραν του σπιτιού του Ελισαίου.
Δ Βασ. 5,10 καὶ ἀπέστειλεν Ἑλισαιὲ ἄγγελον πρὸς αὐτὸν λέγων· πορευθεὶς λοῦσαι ἑπτάκις ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, καὶ ἐπιστρέψει ἡ σάρξ σού σοι, καὶ καθαρισθήσῃ.
Δ Βασ. 5,10 Ο Ελισαίος έστειλεν αγγελιαφόρον προς αυτόν και του είπε· “πήγαινε να λουσθής επτά φορές στον Ιορδάνην και θα θεραπευθής από την λέπραν σου και θα επανέλθη εντελώς υγιής η σαρξ σου”.
Δ Βασ. 511 καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν·
Δ Βασ. 5,11 Ο Ναιμάν ωργίσθη, έφυγε και είπε· “ιδού εγώ ενόμισα και είπα ότι αυτός θα εξέλθη οπωσδήποτε εις συνάντησίν μου, θα σταθή και θα επικαλεσθή ενώπιόν μου το όνομα του Θεού του, θα θέση το χέρι αυτού στο ασθενές μου σωμα, θα περιμαζεύση έτσι και θα θεραπεύση την λέπραν μου.
Δ Βασ. 5,12 οὐχὶ ἀγαθὸς Ἀβανὰ καὶ Φαρφὰρ ποταμοὶ Δαμασκοῦ ὑπὲρ πάντα τὰ ὕδατα Ἰσραήλ; οὐχὶ πορευθεὶς λούσομαι ἐν αὐτοῖς καὶ καθαρισθήσομαι; καὶ ἐξέκλινε καὶ ἀπῆλθεν ἐν θυμῷ.
Δ Βασ. 5,12 Δεν είναι καλύτεροι οι ποταμοί της Δαμασκού, ο Αβανά και ο Φαρφάρ, περισσότερον από όλα τα νερά του ισραηλιτικού βασιλείου; Διατί, λοιπόν, να μη υπάγω και να λουσθώ εις τα ύδατα των ποταμών αυτών;” Και γεμάτος θυμόν ήλλαξε δρόμον και ανεχώρησε.
Δ Βασ. 5,13 καὶ ἤγγισαν οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτόν· μέγα λόγον ἐλάλησεν ὁ προφήτης πρὸς σέ· οὐχὶ ποιήσεις; καὶ ὅτι εἶπε πρὸς σέ, λοῦσαι καὶ καθαρίσθητι.
Δ Βασ. 5,13 Τον επλησίασαν όμως οι δούλοι του και του είπαν· “μήπως σου είπε κανένα δύσκολον έργον ο προφήτης, ώστε να μη ημπορής να το κάμης; Σου είπεν απλώς να λουσθής και θα καθαρισθής”.
Δ Βασ. 5,14 καὶ κατέβη Ναιμὰν καὶ ἐβαπτίσατο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ἑπτάκις κατὰ τὸ ῥῆμα Ἑλισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν ἡ σάρξ αὐτοῦ ὡς σάρξ παιδαρίου μικροῦ, καὶ ἐκαθαρίσθη.
Δ Βασ. 5,14 Ο Ναιμάν υπεχώρησε, κατέβηκεν στον Ιορδάνην ποταμόν, ελούσθη εις τα ύδατα αυτού επτά φορές, όπως του είχεν είπει ο Ελισαίος, και τότε εκαθαρίσθη η σαρξ του αποκατεστάθη υγιής και έγινεν, όπως η σαρξ του μικρού παιδιού.
Δ Βασ. 5,15 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς Ἑλισαιὲ αὐτὸς καὶ πᾶσα ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ ἔγνωκα ὅτι οὐκ ἔστι Θεὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ Ἰσραήλ· καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν παρὰ τοῦ δούλου σου.
Δ Βασ. 5,15 Εγύρισε τότε προς τον Ελισαίον αυτός και όλη η συνοδεία του. Ηλθεν, εστάθη όρθιος ενώπιον αυτού και του είπε· “ιδού, εγνώριαα και επείσθην ότι εις όλην την γην δεν υπάρχει άλλος Θεός, ει μη μόνον αυτός, ο οποίος υπάρχει στον ισραηλιτικόν λαόν. Και τώρα λάβε τα δώρα αυτά από εμέ τον δούλον σου”.
Δ Βασ. 5,16 καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ λήψομαι· καὶ παρεβιάσατο αὐτὸν λαβεῖν, καὶ ἠπείθησε.
Δ Βασ. 5,16 Ο Ελισαίος απήντησεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ενώπιον του οποίου παρέστην και παρίσταμαι, ότι δεν θα λάβω κανένα δώρον”. Ο Ναιμάν επέμενε να λάβη δώρα, εκείνος όμως έμεινεν αμετάπειστος.
Δ Βασ. 5,17 καὶ εἶπε Ναιμάν· καὶ εἰ μή, δοθήτω δὴ τῷ δούλῳ σου γόμος ζεῦγος ἡμιόνων, ὅτι οὐ ποιήσει ἔτι ὁ δοῦλός σου ὁλοκαύτωμα καὶ θυσίασμα θεοῖς ἑτέροις, ἀλλ᾿ ἢ τῷ Κυρίῳ μόνῳ·
Δ Βασ. 5,17 Είπε τότε ο Ναιμάν· “αφού συ δεν θέλστο δώρον μου, ας δοθούν παρακαλώ εις εμέ τον δούλον σου φορτώματα χώματος δύο ημιόνων, διότι και εγώ ο δούλος σου δεν θα προσφέρω πλέον ολοκαυτώματα η θυσίας εις άλλους θεούς, ει μη μόνον στον Κυριον, τον μόνον αληθινόν Θεόν.
Δ Βασ. 5,18 καὶ ἱλάσεται Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι τὸν κύριόν μου εἰς οἶκον Ῥεμμὰν προσκυνῆσαι ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἐπαναπαύσεται ἐπὶ τῆς χειρός μου καὶ προσκυνήσω ἐν οἴκῳ Ῥεμμὰν ἐν τῷ προσκυνεῖν αὐτὸν ἐν οἴκῳ Ῥεμμάν, καὶ ἱλάσεται δὴ Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ.
Δ Βασ. 5,18 Και θα συγχωρήση ο Κυριος εμέ, τον δούλον σου, διότι, όταν ο κύριός μου και βασιλεύς μου θα εισέρχεται στον ναόν του Θεού Ρεμμάν να προσκυνήση εκεί, θα στηρίζεται στο χέρι μου. Και μαζή με αυτόν θα είμαι υποχρεωμένος να προσκυνήσω και εγώ στον ναόν Ρεμμάν, όταν εκείνος θα προσκυνή αυτόν τον θεόν εκεί. Θα συγχωρήση λοιπόν, παρακαλώ ο Κυριος εις εμέ τον δούλον σου την πράξιν μου αυτήν”.
Δ Βασ. 5,19 καὶ εἶπεν Ἑλισαιὲ πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἰς εἰρήνην. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς δεβραθὰ τῆς γῆς.
Δ Βασ. 5,19 Ο Ελισαίος είπεν στον Ναιμάν· “πήγαινε εις ειρήνην”. Ο Ναιμάν ανεχώρησεν από αυτόν και επροχώρησεν εις κάποιαν απόστασιν από εκεί.

Η τιμωρία του Γιεζί
Δ Βασ. 5,20 καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον Ἑλισαιέ· ἰδοὺ ἐφείσατο ὁ κύριός μου τοῦ Ναιμὰν τοῦ Σύρου τούτου τοῦ μὴ λαβεῖν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ ἃ ἐνήνοχε· ζῇ Κύριος ὅτι εἰ μὴ δραμοῦμαι ὀπίσω αὐτοῦ καὶ λήψομαι ἀπ᾿ αὐτοῦ τι.
Δ Βασ. 5,20 Ο δούλος του Ελισαίου, ο Γιεζί, διελογίσθη τότε και είπεν από μέσα του· “ιδού· ο κύριός μου ελυπήθη αυτόν τον Ναιμάν, τον Συρον, και δεν επήρε τίποτε από τα χέρια του, από όσα εκείνος έφερεν. Ορκίζομαι στον Θεόν τον ζώντα ότι θα τρέξω οπίσω του και κάτι θα πάρω από αυτόν”.
Δ Βασ. 5,21 καὶ ἐδίωξε Γιεζὶ ὀπίσω τοῦ Ναιμάν, καὶ εἶδεν αὐτὸν Ναιμὰν τρέχοντα ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰρήνη·
Δ Βασ. 5,21 Πράγματι ο Γιεζί έτρεξε πίσω από τον Ναιμάν. Ο Ναιμάν τον είδε να τρέχη οπίσω από αυτόν, κατέβηκεν από το άρμα του, δια να τον συναντήση και του είπε· “πως έως εδώ με το καλό;”
Δ Βασ. 5,22 ὁ κύριός μου ἀπέστειλέ με λέγων· ἰδοὺ νῦν ἦλθον πρός με δύο παιδάρια ἐξ ὄρους Ἐφραὶμ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν· δὸς δὴ αὐτοῖς τάλαντον ἀργυρίου καὶ δύο ἀλλασσομένας στολάς.
Δ Βασ. 5,22 Ο Γιεζί απήντησεν· “ο κύριός μου με έστειλε, δια να σου είπω· Ιδού ήλθον προς εμέ δύο νέοι, παιδιά των προφητών, από το όρος Εφραίμ. Δος μου, σε παρακαλώ, δια να δώσω εις αυτούς ένα τάλαντον αργυρίου και δύο καινουργείς στολάς”.
Δ Βασ. 5,23 καὶ εἶπε· λαβὲ διτάλαντον ἀργυρίου· καὶ ἔλαβε δύο τάλαντα ἀργυρίου ἐν δυσὶ θυλάκοις καὶ δύο ἀλλασσομένας στολὰς καὶ ἔδωκεν ἐπὶ δύο παιδάρια αὐτοῦ. καὶ ᾖραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.
Δ Βασ. 5,23 Ο Ναιμάν είπε· “πάρε δύο τάλαντα αργυρίου”. Επήρεν ο Γιεζί τα δύο τάλαντα αργυρίου και έθεσεν αυτά εις δύο σάκκους και τας δύο καινουργείς στολάς. Αυτά έδωσεν ο Γιεζί στους δύο δούλους του, οι οποίοι και τα μετέφεραν προπορευόμενοι από αυτόν.
Δ Βασ. 5,24 καὶ ἦλθον εἰς τὸ σκοτεινόν, καὶ ἔλαβεν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ παρέθετο ἐν οἴκῳ καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς ἄνδρας.
Δ Βασ. 5,24 Αλλ' όταν ήλθον εις κάποιον απόκρυφον και σκοτεινόν μέρος, τα επήρεν από τα χέρια των ο Γιεζί, τα ετοποθέτησεν στο απόκρυφον μέρος του οίκου και αφήκε τους δούλους του να φύγουν.
Δ Βασ. 5,25 καὶ αὐτὸς εἰσῆλθε καὶ παρεστήκει πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἑλισαιέ· πόθεν, Γιεζί; καὶ εἶπε Γιεζί· οὐ πεπόρευται ὁ δοῦλός σου ἔνθα καὶ ἔνθα.
Δ Βασ. 5,25 Κατόπιν ο Γιεζί εισήλθεν στον οίκον, όπου ήτο ο Ελισαίος, και εστάθη εμπρός στον κύριόν του. Ο Ελισαίος τον ηρώτησε· “Γιεζί, από που έρχεσαι;” Ο Γιεζί απήντησεν· “ο δούλος σου εδώ είναι. Δεν επήγε εδώ και εκεί”.
Δ Βασ. 5,26 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἑλισαιέ· οὐχὶ ἡ καρδία μου ἐπορεύθη μετὰ σοῦ, ὅτε ἐπέστεψεν ὁ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς συναντήν σοι; καὶ νῦν ἔλαβες τὸ ἀργύριον, καὶ νῦν ἔλαβες τὰ ἱμάτια καὶ ἐλαιῶνας καὶ ἀμπελῶνας καὶ πρόβατα καὶ βόας καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας·
Δ Βασ. 5,26 Είπε τότε προς αυτόν ο Ελισαίος· “νομίζεις ότι το μάτι της ψυχής μου δεν σε παρηκολούθησεν, όταν ο Ναιμάν επέστρεψεν από το άρμα του, δια να σε συναντήση; Επήρες, λοιπόν, τας δύο στολάς, επήρες και το αργύριον, ώστε με τα χρήματα αυτά να αγοράσης ελαιώνας, αμπελώνας, πρόβατα, βόϊδια, δούλους και δούλας.
Δ Βασ. 5,27 καὶ ἡ λέπρα Ναιμὰν κολληθήσεται ἐν σοὶ καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξῆλθεν ἐκ προσώπου αὐτοῦ λελεπρωμένος ὡσεὶ χιών.
Δ Βασ. 5,27 Αλλά δια το ψεύδος, που είπες, ιδού η λέπρα του Ναιμάν θα προσκολληθή επάνω σου και στους απογόνους σου, εις τας γενεάς των γενεών” ο Γιεζί έφυγεν από τον Ελισαίον γεμάτος λέπραν, λευκός όπως το χιόνι.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:32 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Ο σίδηρος που επιπλέει. Η τύφλωση των Σύρων. Πολιορκία και λιμός στη Σαμάρεια.
Ο Ελισαίος προλέγει τη φυγή των Σύρων.


Ο σίδηρος που επιπλέει
Δ Βασ. 6,1 Καὶ εἶπον υἱοὶ τῶν προφητῶν πρὸς Ἑλισαιέ· ἰδοὺ δὴ ὁ τόπος, ἐν ᾧ ἡμεῖς οἰκοῦμεν ἐνώπιόν σου, στενὸς ἀφ᾿ ἡμῶν·
Δ Βασ. 6,1 Οι προφήται είπαν κάποιαν ημέραν προς τον Ελισαίον· “ιδού, ο τόπος στον οποίον μένομεν υπό την ιδικήν σου πνευματικήν δικαιοδοσίαν, είναι, στενός δι' ημάς.
Δ Βασ. 6,2 πορευθῶμεν δὴ ἕως τοῦ Ἰορδάνου καὶ λάβωμεν ἐκεῖθεν ἀνὴρ εἷς δοκόν μίαν καὶ ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ἐκεῖ τοῦ οἰκεῖν ἐκεῖ. καὶ εἶπε· δεῦτε.
Δ Βασ. 6,2 Δος μας την άδειαν να μεταβώμεν στον Ιορδάνην. Εκεί ο καθένας από ημάς ας πάρη κανένα δοκάρι και ας κατασκευάσωμεν δια τον εαυτόν μας εκεί κατοικίας”. Ο Ελισαίος τους είπε· “πηγαίνετε”.
Δ Βασ. 6,3 καὶ εἶπεν ὁ εἷς ἐπιεικῶς· δεῦρο μετὰ τῶν δούλων σου· καὶ εἶπεν· ἐγὼ πορεύσομαι.
Δ Βασ. 6,3 Ενας από τους προφήτας είπε παρακαλών τον Ελισαίον· “έλα και συ μαζή με ημάς τους δούλους σου”. Ο Ελισαίος απήντησε· “θα έλθω μαζή σας”.
Δ Βασ. 6,4 καὶ ἐπορεύθη μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ ἔτεμνον τὰ ξύλα.
Δ Βασ. 6,4 Επήγε μαζή των, ήλθον στον Ιορδάνην και έκοπτον τα ξύλα.
Δ Βασ. 6,5 καὶ ἰδοὺ ὁ εἷς καταβάλλων τὴν δοκόν, καὶ τὸ σιδήριον ἐξέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ· καὶ ἐβόησεν· ὧ Κύριε, καὶ αὐτὸ κεκρυμμένον.
Δ Βασ. 6,5 Αίφνης ένας από αυτούς, ενώ έκοπτε μίαν δοκόν, το σίδηρον από τον πέλεκύν του έπεσεν στο νερό του Ιορδάνου και εφώναξε προς τον Ελισαίον· “ω κύριε ! Το σίδηρον αυτό έπεσεν στον ποταμόν και δεν φαίνεται πλέον”.
Δ Βασ. 6,6 καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· ποῦ ἔπεσε; καὶ ἔδειξεν αὐτῷ τὸν τόπον. καὶ ἀπέκνισε ξύλον καὶ ἔῤῥιψεν ἐκεῖ, καὶ ἐπεπόλασε τὸ σιδήριον.
Δ Βασ. 6,6 Ο προφήτης Ελισαίος τον ηρώτησε· “που ακριβώς έπεσε;” Εκείνος του έδειξε τον τόπον. Ο προφήτης εξεφλούδισεν ένα κομμάτι ξύλου και το έρριψεν εκεί, το δε σίδηρον του πελέκεως ανήλθεν εις την επιφάνειαν του ύδατος
Δ Βασ. 6,7 καὶ εἴρηκεν· ὕψωσον σεαυτῷ· καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα καὶ ἔλαβεν αὐτό.
Δ Βασ. 6,7 Ο Ελισαίος είπεν στον άνθρωπον εκείνον· “πάρε το από το ύδωρ”. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το επήρε.

Η τύφλωση των Σύρων
Δ Βασ. 6,8 καὶ ὁ βασιλεὺς Συρίας ἦν πολεμῶν ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐβουλεύσατο πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ λέγων· εἰς τὸν τόπον τόνδε τινὰ ἐλμωνὶ παρεμβαλῶ.
Δ Βασ. 6,8 Κατά την εποχήν εκείνην ο βασιλεύς της Συρίας ευρίσκετο εις πόλεμον εναντίον του Ισραηλιτικού λαού. Συνεσκέφθη δέ με τους ανθρώπους του και είπε· “εις κάποιον κατάλληλον τόπον θα στήσω ενέδραν εναντίον των Ισραηλιτών”.
Δ Βασ. 6,9 καὶ ἀπέστειλεν Ἑλισαιὲ πρὸς τὸν βασιλέα Ἰσραὴλ λέγων· φύλαξαι μὴ παρελθεῖν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ὅτι ἐκεῖ Συρία κέκρυπται.
Δ Βασ. 6,9 Ο Ελισαίος, φωτισθείς από τον Θεόν, έστειλε προς τον βασιλέα του Ισραήλ άνθρωπον και του είπε· “πρόσεξε να μη περάσης από τον τόπον εκείνον, διότι οι Συροι έχουν στήσει εκεί ενέδραν”.
Δ Βασ. 6,10 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ Ἑλισαιέ, καὶ ἐφυλάξατο ἐκεῖθεν οὐ μίαν οὐδὲ δύο.
Δ Βασ. 6,10 Ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού έστειλεν ανθρώπους εις την θέσιν εκείνην, που είχε καθορίσει ο προφήτης Ελισαίος, και απέφυγαν ούτε μίαν ούτε δύο φοράς, αλλά επανειλημμένως να περάσουν από εκεί και να πέσουν εις την ενέδραν.
Δ Βασ. 6,11 καὶ ἐξεκινήθη ἡ ψυχὴ βασιλέως Συρίας περὶ τοῦ λόγου τούτου, καὶ ἐκάλεσε τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· οὐκ ἀναγγελεῖτέ μοι τίς προδίδωσί με βασιλεῖ Ἰσραήλ;
Δ Βασ. 6,11 Εξερεθίσθη ο βασιλεύς της Συρίας εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, εκάλεσε τους ανθρώπους του και τους είπε· “δεν θα μου φανερώσετε λοιπόν, ποιός είναι εκείνος, ο οποίος με προδίδει στον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού;”
Δ Βασ. 6,12 καὶ εἶπεν εἷς τῶν παίδων αὐτοῦ· οὐχί κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι Ἑλισαιὲ ὁ προφήτης ὁ ἐν Ἰσραὴλ ἀναγγέλλει τῷ βασιλεῖ Ἰσραὴλ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐὰν λαλήσῃς ἐν τῷ ταμιείῳ τοῦ κοιτῶνός σου.
Δ Βασ. 6,12 Ενας από τους ανθρώπους του είπε προς αυτόν· “κύριε μου και βασιλεύ, κανένας από ημάς δεν σε προδίδει, αλλά ο προφήτης Ελισαίος, ο οποίος ευρίσκεται μεταξύ των Ισραηλιτών, καθιστά γνωστούς στον βασιλέα των Ισραηλιτών όλους τους λόγους, τους οποίους θα είπης συ και στο εσωτερικώτερον ακόμη δωμάτιον του ύπνου σου”.
Δ Βασ. 6,13 καὶ εἶπε· δεῦτε ἴδετε ποῦ οὗτος, καὶ ἀποστείλας λήψομαι αὐτόν· καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἰδοὺ ἐν Δωθαΐμ.
Δ Βασ. 6,13 Ο βασιλεύς της Συρίας είπε· “πηγαίνετε, λοιπόν, ερευνήσατε, δια να μάθετε, που είναι αυτός. Εγώ δε θα στείλω άνδρας, να τον συλλάβουν”. Ανήγγειλαν εις αυτόν λέγοντες· “ιδού ευρίσκεται εις Δωθαΐμ”.
Δ Βασ. 6,14 καὶ ἀπέστειλεν ἐκεῖ ἵππον καὶ ἅρμα καὶ δύναμιν βαρεῖαν, καὶ ἦλθον νυκτὸς καὶ περιεκύκλωσαν τὴν πόλιν.
Δ Βασ. 6,14 Ο βασιλεύς της Συρίας απέστειλεν εναντίον του Ελισαίου ιππικόν, πολεμικά άρματα και ισχυρόν στρατόν πεζικού. Εφθασαν εις Δωθαΐμ κατά το διάστημα της νυκτός και περιεκύκλωσαν την πόλιν.
Δ Βασ. 6,15 καὶ ὤρθρισεν ὁ λειτουργὸς Ἑλισαιὲ ἀναστῆναι καὶ ἐξῆλθε, καὶ ἰδοὺ δύναμις κυκλοῦσα τὴν πόλιν καὶ ἵππος καὶ ἅρμα, καὶ εἶπε τὸ παιδάριον πρὸς αὐτόν· ὦ κύριε, πῶς ποιήσομεν;
Δ Βασ. 6,15 Ο υπηρέτης του Ελισαίου εσηκώθη πρωί και εβγήκεν έξω από το σπίτι. Αίφνης είδε γύρω από την πόλιν στρατιωτικήν δύναμιν πεζικού, πολεμικά άρματα και ιππικόν, να την έχουν περικυκλώσει και είπεν ο υπηρέτης προς τον Ελισαίον· “ω κύριε ! Τι θα κάμωμεν;”
Δ Βασ. 6,16 καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· μὴ φοβοῦ, ὅτι πλείους οἱ μεθ᾿ ἡμῶν ὑπὲρ τοὺς μετ᾿ αὐτῶν.
Δ Βασ. 6,16 Ο Ελισαίος του απήντησε· “μη φοβήσαι, διότι περισσότεροι είναι εκείνοι, που ευρίσκονται μαζή μας, παρά εκείνοι οι οποίοι είναι μαζή με αυτούς”.
Δ Βασ. 6,17 καὶ προσηύξατο Ἑλισαιὲ καὶ εἶπε· Κύριε, διάνοιξον δὴ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ παιδαρίου καὶ ἰδέτω· καὶ διήνοιξε Κύριος τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε. καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περικύκλῳ Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 6,17 Ο Ελισαίος προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε· “Κυριε, άνοιξε, σε παρακαλώ, τα μάτια αυτού του παιδαρίου, δια να ίδη”. Ο Κυριος πράγματι ήνοιξε τα μάτια εκείνου και είδε· και ιδού ότι το όρος ήτο γεμάτον από ιππικόν και άρματα πύρινα γύρω από τον Ελισαίον.
Δ Βασ. 6,18 καὶ κατέβησαν πρὸς αὐτόν, καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· πάταξον δὴ τὸ ἔθνος τοῦτο ἀορασίᾳ· καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀορασίᾳ κατὰ τὸ ῥῆμα Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 6,18 Οι Συροι κατέβησάν με τον σκοπόν να συλλάβουν τον άνθρωπον του Θεού. Ο Ελισαίος προσηυχήθη στον Κυριον και είπε· “κτύπησε, σε παρακαλώ, τον λαόν αυτόν με τύφλωσιν”. Πράγματι ο Κυριος εκτύπησε τον στρατόν των Συρων, όπως είπεν ο Ελισαίος, με τύφλωσιν.
Δ Βασ. 6,19 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἑλισαιέ· οὐχὶ αὕτη ἡ πόλις καὶ αὕτη ἡ ὁδός· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ἄξω ὑμᾶς πρὸς τὸν ἄνδρα, ὃν ζητεῖτε· καὶ ἀπήγαγεν αὐτοὺς πρὸς Σαμάρειαν.
Δ Βασ. 6,19 Ο Ελισαίος είπε προς τους προελαύνοντας στρατιώτας· “δεν είναι αυτή η πόλις και ούτε η οδός. Ελάτε κοντά μου και εγώ θα σας οδηγήσω προς τον άνθρωπον, τον οποίον ζητείτε”. Ο Ελισαίος ωδήγησεν αυτούς μέσα εις την Σαμάρειαν.
Δ Βασ. 6,20 καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθον εἰς Σαμάρειαν, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ἄνοιξον δή, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ ἰδέτωσαν· καὶ διήνοιξε Κύριος τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἦσαν ἐν μέσῳ Σαμαρείας.
Δ Βασ. 6,20 Οταν εισήλθον εις την Σαμάρειαν, παρεκάλεσεν ο Ελισαίος τον Κυριον και είπε· “άνοιξε σε παρακαλώ, τα μάτια των και ας ίδουν, που ευρίσκονται”. Πράγματι ο Κυριος ήνοιξε τα μάτια των και αίφνης είδον, ότι ευρίσκοντο μέσα εις την Σαμάρειαν.
Δ Βασ. 6,21 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ πρὸς Ἑλισαιέ, ὡς εἶδεν αὐτούς· εἰ πατάξας πατάξω, πάτερ;
Δ Βασ. 6,21 Ο βασιλεύς των Ισραηλιτών, όταν είδε τον στρατόν της Συρίας εγκλωβισμένον μέσα εις την Σαμάρειαν, είπε προς τον Ελισαίον· “να κτυπήσω και εξοντώσω αυτούς, πάτερ;”
Δ Βασ. 6,22 καὶ εἶπεν· οὐ πατάξεις, εἰ μὴ οὓς ᾐχμαλώτευσας ἐν ῥομφαίᾳ σου καὶ τόξῳ σου σὺ τύπτεις· παράθες ἄρτους καὶ ὕδωρ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ φαγέτωσαν καὶ πιέτωσαν καὶ ἀπελθέτωσαν πρὸς τὸν κύριον αὐτῶν.
Δ Βασ. 6,22 Ο Ελισαίος απήντησε· “δεν έχστο δικαίωμα να κτυπήσης παρά μόνον εκείνους, τους οποίους συ συνέλαβες αιχμαλώτους με την ρομφαίαν και το τόξον σου. Αλλά τώρα να παραθέσης εις αυτούς άρτον και ύδωρ. Ας φάγουν, ας πίουν και ας απέλθουν ελεύθεροι προς τον βασιλέα των”.
Δ Βασ. 6,23 καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς παράθεσιν μεγάλην, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον· καὶ ἀπέστειλεν αὐτούς, καὶ ἀπῆλθον πρὸς τὸν κύριον αὐτῶν. καὶ οὐ προσέθεντο ἔτι μονόζωνοι Συρίας τοῦ ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 6,23 Ο βασιλεύς του Ισραήλ παρέθεσε κατόπιν της εντολής του Ελισαίου εις αυτούς πλουσίαν τράπεζαν. Εκείνοι δε έφαγον και έπιον. Επειτα τους αφήκεν ελευθέρους να αναχωρήσουν και απήλθον προς τον βασιλέα των. Αλλην δε φοράν, ληστρικά τμήματα της Συρίας δεν επεχείρησαν να εισέλθουν εις την γην του Ισραήλ.

Πολιορκία και λιμός στη Σαμάρεια
Δ Βασ. 6,24 Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἤθροισεν υἱὸς Ἄδερ βασιλεὺς Συρίας πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ καὶ ἀνέβη καὶ περιεκάθισεν ἐπὶ Σαμάρειαν.
Δ Βασ. 6,24 Επειτα από αυτά ο υιός Αδερ, ο βασιλεύς της Συρίας, συνήθροισεν όλον τον στρατόν του και επήλθεν εναντίον της Σαμαρείας, την οποίαν και περιεκύκλωσε.
Δ Βασ. 6,25 καὶ ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐν Σαμαρείᾳ, καὶ ἰδοὺ περιεκάθηντο ἐπ᾿ αὐτήν, ἕως οὗ ἐγενήθη κεφαλὴ ὄνου πεντήκοντα σίκλων ἀργυρίου καὶ τέταρτον τοῦ κάβου κόπρου περιστερῶν πέντε σίκλων ἀργυρίου.
Δ Βασ. 6,25 Λογω δε της πολιορκίας έπεσε μεγάλη πείνα μέσα εις την Σαμάρειαν. Οι Συροι στρατιώται περιεκύκλωσαν επί τόσον χρονικόν διάστημα την πόλιν, ώστε, εξ αιτίας της ελλείψεως τροφής, μία άνευ άλλωστε αξίας κεφαλή όνου επωλείτο αντί πεντήκοντα αργυρών σίκλων και ένα τέταρτον του κάβου της κόπρου των περιστερών επωλείτο αντί πέντε αργυρών σίκλων.
Δ Βασ. 6 ,26 καὶ ἦν ὁ βασιλεὺς διαπορευόμενος ἐπὶ τοῦ τείχους, καὶ γυνὴ ἐβόησε πρὸς αὐτὸν λέγουσα· σῶσον, κύριε βασιλεῦ.
Δ Βασ. 6,26 Ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού περιπατούσε κάποιαν ημέραν επάνω στο τείχος της Σαμαρείας. Καποια δε γυναίκα εφωναξε με μεγάλην φωνήν προς αυτόν και του είπε· “σώσε με, κύριε βασιλεύ. Πεθαίνω από την πείναν”.
Δ Βασ. 6,27 καὶ εἶπεν αὐτῇ· μή σε σώσαι Κύριος, πόθεν σώσω σε; μὴ ἀπὸ ἅλωνος ἢ ἀπὸ ληνοῦ;
Δ Βασ. 6,27 Ο βασιλεύς απήντησεν προς αυτήν· “εάν ο Κυριος δεν σε σώση, πως εγώ θα ημπορέσω να σε σώσω; Μηπως από ανύπαρκτα προϊόντα του αλωνιού η του ληνού;”
Δ Βασ. 6,28 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· τί ἔστι σοι; καὶ εἶπεν ἡ γυνή· αὕτη εἶπε πρός με· δὸς τὸν υἱόν σου καὶ φαγόμεθα αὐτὸν σήμερον, καὶ τὸν υἱόν μου φαγόμεθα αὐτὸν αὔριον·
Δ Βασ. 6,28 Ο βασιλεύς την ηρώτησε· “τι σου συμβαίνει;” Εκείνη δε απήντησε· “μια γυναίκα μου είπε· Φέρε το παιδί σου να το φάγωμεν σήμερον, το δε δικό μου το παιδί θα το φάγωμεν αύριον.
Δ Βασ. 6,29 καὶ ἡψήσαμεν τὸν υἱόν μου καὶ ἐφάγομεν αὐτόν, καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ· δὸς τὸν υἱόν σου καὶ φάγωμεν αὐτόν. καὶ ἔκρυψε τὸν υἱόν αὐτῆς.
Δ Βασ. 6,29 Πράγματι εψήσαμε το παιδί μου και το εφάγαμε. Και είπα προς αυτήν κατά την δευτέραν ημέραν· Φέρε τώρα το δικό σου το παιδί, δια να το φάγωμεν. Εκείνη όμως απέκρυψε το παιδί της”.
Δ Βασ. 6,30 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ τοὺς λόγους τῆς γυναικός, διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς διεπορεύετο ἐπὶ τοῦ τείχους. καὶ εἶδεν ὁ λαὸς τὸν σάκκον ἐπὶ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ ἔσωθεν.
Δ Βασ. 6,30 Οταν ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού ήκουσε τα λόγια αυτά της γυναικός, κατελήφθη από απέραντον οδύνην, έσχισε τα ιμάτιά του και εβάδιζεν έτσι επάνω στο τείχος φέρων μόνον σάκκινον ένδυμα. Κατάπληκτος ο ισραηλιτικός λαός είδε τον βασιλέα να φορή μόνον το εσωτερικόν σάκκινον ένδυμα.
Δ Βασ. 6,31 καὶ εἶπε· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, εἰ στήσεται ἡ κεφαλὴ Ἑλισαιὲ ἐπ᾿ αὐτῷ σήμερον.
Δ Βασ. 6,31 Καταληφθείς από μεγάλην αγανάκτησιν ο βασιλεύς είπεν· “ας με τιμωρήση ο Θεός με τας πλέον βαρείας τιμωρίας, εάν μείνη σήμερον το κεφάλι του Ελισαίου επάνω στους ώμους του”.

Ο Ελισαίος προλέγει τη φυγή των Σύρων
Δ Βασ. 6,32 καὶ Ἑλισαιὲ ἐκάθητο ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἐκάθηντο μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ἄνδρα πρὸ προσώπου αὐτοῦ πρὶν ἐλθεῖν τὸν ἄγγελον πρὸς αὐτὸν καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους· εἰ οἴδατε ὅτι ἀπέστειλεν ὁ υἱὸς τοῦ φονευτοῦ οὗτος ἀφελεῖν τὴν κεφαλήν μου; ἴδετε ὡς ἂν ἔλθῃ ὁ ἄγγελος, ἀποκλείσατε τὴν θύραν· καὶ παραθλίψατε αὐτὸν ἐν τῇ θύρᾳ· οὐχὶ φωνὴ τῶν ποδῶν τοῦ κυρίου αὐτοῦ κατόπισθεν αὐτοῦ;
Δ Βασ. 6,32 Ο Ελισαίος εν τω μεταξύ εκάθητο στον οίκον του και μαζή του εκάθηντο οι πρεσβύτεροι της πόλεως. Ο βασιλεύς έστειλε κάποιον με την διαταγήν να εκτελέση τον Ελισαίον. Πριν όμως ο απεσταλμένος φθάση, ο Ελισαίος είπε προς τους πρεσβυτέρους· “γνωρίζετε ότι ο υιός του δολοφόνου βασιλέως έστειλεν άνθρωπον, δια να μου αφαιρέση την κεφαλήν; Προσέξατε, όταν ο απεσταλμένος αυτός έλθη, κλείσατε την θύραν και αφήσατέ τον στενοχωρούμενον έξω. Ο θόρυβος των ποδών του κυρίου του, που έρχεται εδώ δεν ακούεται πίσω από τον απεσταλμένον του;”
Δ Βασ. 6,33 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἰδοὺ ἄγγελος κατέβη πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἰδοὺ αὕτη ἡ κακία παρὰ Κυρίου· τί ὑπομείνω τῷ Κυρίῳ ἔτι;
Δ Βασ. 6,33 Ενώ ακόμη ο Ελισαίος συνωμιλούσε με τους πρεσβυτέρους, ιδού ο απεσταλμένος δια να τον θανατώση, ήλθε προς αυτόν. Συγχρόνως σχεδόν έφθασε και ο βασιλεύς, ο οποίος είπε προς τον Ελισαίον· “σε ηνέχθην έως τώρα και σε αφήκα να ζήσης. Ιδού όμως ότι επήλθεν εναντίον μου αυτή η μεγάλη σύμφορα εκ μέρους του Κυρίου. Τι άλλο βαρύτερον έχω να περιμένω ακόμη από τον Κυριον;”


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:39 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Ο Ελισαίος προλέγει τη φυγή των Σύρων. Οι Σύριοι φεύγουν.

Ο Ελισαίος προλέγει τη φυγή των Σύρων
Δ Βασ. 7,1 Καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ἄκουσον λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· ὡς ἡ ὥρα αὕτη αὔριον μέτρον σεμιδάλεως σίκλου καὶ δίμετρον κριθῶν σίκλου ἐν ταῖς πύλαις Σαμαρείας.
Δ Βασ. 7,1 Απήντησε προς αυτόν ο Ελισαίος· “άκουσε τον λόγον του Κυρίου. Αυτά προαναγγέλλει ο Κυριος· Η κατάστασις θα αλλάξη. Αύριον την ώραν αυτήν ένα μέτρον σημιγδάλι θα τιμάται αντί ενός μόνον σίκλου και δύο μέτρα κριθάρι θα πωλούνται επίσης ένα σίκλον εις τας πύλας του τείχους της Σαμαρείας”.
Δ Βασ. 7,2 καὶ ἀπεκρίθη ὁ τριστάτης, ἐφ᾿ ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπανεπαύετο ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ, τῷ Ἑλισαιὲ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ποιήσει Κύριος καταράκτας ἐν οὐρανῷ, μὴ ἔσται τὸ ῥῆμα τοῦτο; καὶ Ἑλισαιὲ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ὄψει τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἐκεῖθεν οὐ φάγῃ.
Δ Βασ. 7,2 Ο άρχων του βασιλέως, επί του οποίου ο βασιλεύς εις ένδειξιν τιμής επανέπαυε και εστήριζε το χέρι του, είπε προς τον Ελισαίον προφανώς με ειρωνείαν· “μήπως ημπορεί ο Θεός να ανοίξη καταρράκτας από τον ουρανόν και να μας στείλη τα τρόφιμα αυτά; Αυτό είναι πράγμα αδύνατον”. Ο Ελισαίος είπεν· “ιδού συ ο ίδιος θα ίδης με τα μάτια σου την αφθονίαν των αγαθών, από τα οποία όμως δια την απιστίαν σου δεν θα φάγης τίποτε”.

Οι Σύριοι εγκαταλείπουν το στρατόπεδο
Δ Βασ. 7,3 καὶ τέσσαρες ἄνδρες ἦσαν λεπροὶ παρὰ τὴν θύραν τῆς πόλεως, καὶ εἶπεν ἀνὴρ πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τί ἡμεῖς καθήμεθα ὧδε, ἕως ἀποθάνωμεν;
Δ Βασ. 7,3 Τέσσαρες λεπροί άνδρες ευρίσκοντο πλησίον έξω από την πύλην του τείχους της πόλεως. Ο ένας από αυτούς είπεν στον άλλον· “διατί καθήμεθα εδώ περιμένοντες τον θάνατον;
Δ Βασ. 7,4 ἐὰν εἴπωμεν, εἰσέλθωμεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει καὶ ἀποθανούμεθα ἐκεῖ· καὶ ἐὰν καθίσωμεν ὧδε, καὶ ἀποθανούμεθα. καὶ νῦν δεῦτε καὶ ἐμπέσωμεν εἰς τὴν παρεμβολὴν Συρίας· ἐὰν ζωογονήσωσιν ἡμᾶς, καὶ ζησόμεθα· καὶ ἐὰν θανατώσωσιν ἡμᾶς, καὶ ἀποθανούμεθα.
Δ Βασ. 7,4 Εάν αποφασίσωμεν να εισέλθωμεν εις την πόλιν, θα αποθάνωμεν εκεί λόγω της πείνης. Εάν καθίσωμεν εδώ, που ευρισκόμεθα, πάλιν θα αποθάνωμεν. Εμπρός λοιπόν ας προχωρήσωμεν και ας πέσωμεν στο στρατόπεδον των Συρων. Εάν μας λυπηθούν και μας δώσουν τροφήν, θα ζήσωμεν. Εάν μας φονεύσουν, θα αποθάνωμεν εκεί”.
Δ Βασ. 7,5 καὶ ἀνέστησαν ἐν τῷ σκότει εἰσελθεῖν εἰς τὴν παρεμβολὴν Συρίας καὶ ἦλθον εἰς μέρος παρεμβολῆς Συρίας, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ἀνὴρ ἐκεῖ.
Δ Βασ. 7,5 Εσηκώθηκαν πράγματι και, καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, εισήλθον στο στρατόπεδον των Συρων, έφθασαν εις την αρχήν του στρατοπέδου. Και ιδού κανένας στρατιώτης δεν ευρίσκετο εκεί.
Δ Βασ. 7,6 καὶ κύριος ἀκουστὴν ἐποίησε παρεμβολὴν τὴν Συρίας φωνὴν ἅρματος καὶ φωνὴν ἵππου, φωνὴν δυνάμεως μεγάλης, καὶ εἶπεν ἀνὴρ πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· νῦν ἐμισθώσατο ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ τοὺς βασιλέας τῶν Χετταίων καὶ τοὺς βασιλέας Αἰγύπτου τοῦ ἐλθεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Δ Βασ. 7,6 Τούτο συνέβη, διότι ο Κυριος έκαμεν, ώστε τα στρατεύματα των Συρων να ακούσουν κάποιον μεγάλον θόρυβον, σαν να προήρχετο από πολεμικά άρματα, από ποδοβολητόν ίππων και θόρυβον μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως. Τοτε ο κάθε στρατιώτης είπεν στον συνάδελφόν του· “ιδού, ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού επήρε μισθοφορικά στρατεύματα από τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς της Αιγύπτου, δια να επιτεθούν εναντίον μας”.
Δ Βασ. 7,7 καὶ ἀνέστησαν καὶ ἀπέδρασαν ἐν τῷ σκότει καὶ ἐγκατέλιπαν τὰς σκηνὰς αὐτῶν καὶ τοὺς ἵππους αὐτῶν καὶ τοὺς ὄνους αὐτῶν ἐν τῇ παρεμβολῇ ὥς ἐστι καὶ ἔφυγον πρὸς τὴν ψυχὴν ἑαυτῶν.
Δ Βασ. 7,7 Εσηκώθηκαν, λοιπόν, και ετράπησαν πανικόβλητοι κατά το διάστημα της νυκτός εις φυγήν, εγκατέλειψαν τας σκηνάς αυτών και τους ίππους των και τους όνους των στο στρατόπεδον, όπως ήσαν, και έφυγαν φροντίζοντες να σώσουν μόνον την ζωήν των.
Δ Βασ. 7,8 καὶ εἰσῆλθον οἱ λεπροὶ οὗτοι ἕως μέρους τῆς παρεμβολῆς καὶ εἰσῆλθον εἰς σκηνὴν μίαν καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ ᾖραν ἐκεῖθεν ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ ἱματισμὸν καὶ ἐπορεύθησαν· καὶ ἐπέστρεψαν ἐκεῖθεν καὶ εἰσῆλθον εἰς σκηνὴν ἄλλην καὶ ἔλαβον ἐκεῖθεν καὶ ἐπορεύθησαν καὶ κατέκρυψαν.
Δ Βασ. 7,8 Οι λεπροί αυτοί εισεχώρησαν εις ένα μέρος του στρατοπέδου, εισήλθον μέσα εις μίαν σκηνήν, έφαγον, έπιον και επήραν από εκεί αργύριον και χρυσίον και ενδύματα. Από εκεί δε επορεύθησαν και εισήλθον εις άλλην σκηνήν. Επήραν και από εκεί ο,τι ημπορούσαν να μεταφέρουν, ανεχώρησαν και έκρυψαν τα όσα ελεηλάτησαν.
Δ Βασ. 7,9 καὶ εἶπεν ἀνὴρ πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· οὐχ οὕτως ἡμεῖς ποιοῦμεν· ἡ ἡμέρα αὕτη ἡμέρα εὐαγγελίας ἐστί, καὶ ἡμεῖς σιωπῶμεν καὶ μένομεν ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ καὶ εὑρήσομεν ἀνομίαν· καὶ νῦν δεῦρο καὶ εἰσέλθωμεν καὶ ἀναγγείλωμεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως.
Δ Βασ. 7,9 Ενας όμως από αυτούς είπε προς τον άλλον· “δεν πρέπει να φερθώμεν έτσι. Η ημέρα αυτή είναι ημέρα χαρμοσύνων γεγονότων. Και ημείς σιωπώμεν και μένομεν εδώ, έως ότου ξημερώση ! Θα καταλογισθή αυτό ως αμαρτία ενώπιον του Κυρίου. Εμπρός, λοιπόν, ας εισέλθωμεν εις την πόλιν, δια να αναγγείλωμεν στον βασιλικόν οίκον τα ευχάριστα αυτά γεγονότα”.
Δ Βασ. 7,10 καὶ εἰσῆλθον καὶ ἐβόησαν πρὸς τὴν πύλην τῆς πόλεως καὶ ἀνήγγειλαν αὐτοῖς, λέγοντες· εἰσήλθομεν εἰς τὴν παρεμβολὴν Συρίας, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ἀνὴρ καὶ φωνὴ ἀνθρώπου, ὅτι εἰ μὴ ἵππος δεδεμένος καὶ ὄνος καὶ αἱ σκηναὶ αὐτῶν ὡς εἰσί.
Δ Βασ. 7,10 Πράγματι έφυγαν από το στρατόπεδον, έφθασαν πλησίον εις την πύλην της πόλεως και ανήγγειλαν εις αυτούς το χαρμόσυνον γεγονός λέγοντες· “εισήλθομεν εις στρατόπεδον των Συρων και ιδού δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος εκεί. Δεν ακούεται καμμία φωνή. Υπάρχουν μόνον ίπποι δεμένοι και όνοι και αι σκηναί των εχθρών, όπως τας αφήκαν εκείνοι”.
Δ Βασ. 7,11 καὶ ἐβόησαν οἱ θυρωροὶ καὶ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως ἔσω.
Δ Βασ. 7,11 Οι φρουρούντες την πύλην εφώναξαν εις τους εντός της πόλεως, δια να αναγγείλουν το ευχάριστον τούτο γεγονός στο βασιλικόν ανάκτορον.
Δ Βασ. 7,12 καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς νυκτὸς καὶ εἶπε πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἀναγγελῶ δὴ ὑμῖν ἃ ἐποίησεν ὑμῖν Συρία· ἔγνωσαν ὅτι πεινῶμεν ἡμεῖς, καὶ ἐξῆλθαν ἐκ τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐκρύβησαν ἐν τῷ ἀγρῷ λέγοντες· ὅτι ἐξελεύσονται ἐκ τῆς πόλεως, καὶ συλληψόμεθα αὐτοὺς ζῶντας καὶ εἰς τὴν πόλιν εἰσελευσόμεθα.
Δ Βασ. 7,12 Ο βασιλεύς εσηκώθη, ενώ άκομη ήτο νύκτα, και είπε προς τους ανθρώπούς του· “θα σας πω λοιπόν τι εσκέφθησαν και έκαμαν εις βάρος ημών οι Συροι στρατιώται. Αυτοί έμαθαν ότι ημείς πεινώμεν, έφυγαν από το στρατόπεδόν των, εκρύφθησαν εις κάποιαν αγροτικήν περιοχήν και είπαν ότι· Οταν αυτοί βγουν από την πόλιν, θα τους συλλάβωμεν ζώντας και θα εισέλθωμεν αμαχητί εις την πόλιν”.
Δ Βασ. 7,13 καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παίδων αὐτοῦ καὶ εἶπε· λαβέτωσαν δὴ πέντε τῶν ἵππων τῶν ὑπολελειμμένων, οἳ κατελείφθησαν ὧδε, ἰδού εἰσι πρὸς πᾶν τὸ πλῆθος Ἰσραὴλ τὸ ἐκλεῖπον· καὶ ἀποστελοῦμεν ἐκεῖ καὶ ὀψόμεθα.
Δ Βασ. 7,13 Ενας από τους υπηρέτας του βασιλέως είπε· “καλύτερα ας πάρουν πέντε άνδρες τους πέντε ίππους, οι οποίοι μόνοι απέμειναν εις ημάς από το πλήθος των ίππων, που είχαμεν, και αυτούς θα τους στείλωμεν εκεί δια να ίδουν τι ακριβώς συμβαίνει”.
Δ Βασ. 7,14 καὶ ἔλαβον δύο ἐπιβάτας ἵππων, καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ὀπίσω τοῦ βασιλέως Συρίας λέγων· δεῦτε καὶ ἴδετε.
Δ Βασ. 7,14 Επήραν πράγματι δύο ιππείς και τους απέστειλεν ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού στο στρατόπεδον των Συρων και τους έδωσε διαταγήν· “πηγαίνετε, δια να ιδήτε τι συμβαίνει”.
Δ Βασ. 7,15 καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτῶν ἕως τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ ὁδὸς πλήρης ἱματίων καὶ σκευῶν, ὧν ἔῤῥιψε Συρία ἐν τῷ θαμβεῖσθαι αὐτούς· καὶ ἐπέστρεψαν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀνήγγειλαν τῷ βασιλεῖ.
Δ Βασ. 7,15 Πράγματι εκείνοι εβάδισαν μέχρι του Ιορδάνου, ακολουθούντες την κατεύθυνσιν της φυγής των Συρων στρατιωτών. Και ιδού όλος ο δρόμος ήτο γεμάτος από ιμάτια και σκεύη, τα οποία έρριπτον οι Συροι, όταν πανικόβλητοι έφευγον δια να σωθούν. Οι απεσταλμένοι του βασιλέως επέστρεψαν και κατέστησαν εις αυτόν γνωστά τα γεγονότα.
Δ Βασ. 7,16 καὶ ἐξῆλθεν ὁ λαὸς καὶ διήρπασαν τὴν παρεμβολὴν Συρίας, καὶ ἐγένετο μέτρον σεμιδάλεως σίκλου, κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, καὶ δίμετρον κριθῶν σίκλου.
Δ Βασ. 7,16 Τοτε όλος ο λαός της Σαμαρείας εβγήκεν από την πόλιν, έφθασεν στο στρατόπεδον της Συρίας και επεδόθη εις διαρπαγήν. Ησαν δε τόσον πολλά τα λάφυρα και μάλιστα τα τρόφιμα, ώστε, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου, ένα μέτρον σημιγδάλι επωλείτο αντί ενός σίκλου και δύο μέτρα κριθάρι επωλούντο πάλιν αντί ενός σίκλου.
Δ Βασ. 7,17 καὶ ὁ βασιλεὺς κατέστησε τὸν τριστάτην, ἐφ᾿ ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπανεπαύετο τῇ χειρὶ αὐτοῦ, ἐπὶ τῆς πύλης. καὶ συνεπάτησεν αὐτὸν ὁ λαὸς ἐν τῇ πύλῃ, καὶ ἀπέθανε, καθὰ ἐλάλησεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὃς ἐλάλησεν ἐν τῷ καταβῆναι τὸν ἄγγελον πρὸς αὐτόν.
Δ Βασ. 7,17 Ο βασιλεύς έστειλεν εις την πύλην της πόλεως τον άρχοντά του, επί του οποίου εστήριζε την χείρα εις ένδειξιν ευμενείας, δια να εποπτεύη. Ο λαός όμως καθώς ορμητικός εξήρχετο οπό την πύλην, τον κατεπάτησε και τον εφόνευσεν, όπως είχε προαναγγείλει ο προφήτης Ελισαίος, ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος είχεν ομιλήσει, όταν ήλθε προς αυτόν ο απεσταλμένος αυτός του βασιλέως.
Δ Βασ. 7,18 καὶ ἐγένετο καθὰ ἐλάλησεν Ἑλισαιὲ πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· δίμετρον κριθῆς σίκλου καὶ μέτρον σεμιδάλεως σίκλου καὶ ἔσται ὡς ἡ ὥρα αὔριον ἐν τῇ πύλῃ Σαμαρείας·
Δ Βασ. 7,18 Εγιναν τα γεγονότα, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος προς τον βασιλέα λέγων· “δύο μέτρα κριθάρι θα πωληθή αντί ενός σίκλου και ένα μέτρον σημιγδάλι πάλιν αντί ενός σίκλου. Αυτά θα γίνουν την ώραν αυτήν αύριον εις την πύλην της Σαμαρείας”.
Δ Βασ. 7,19 καὶ ἀπεκρίθη ὁ τριστάτης τῷ Ἑλισαιὲ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ Κύριος ποιεῖ καταράκτας ἐν τῷ οὐρανῷ, μὴ ἔσται τὸ ῥῆμα τοῦτο; καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ἰδοὺ ὄψῃ τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἐκεῖθεν οὐ μὴ φάγῃ.
Δ Βασ. 7,19 Είχε δε απαντήσει τότε ο άρχων του βασιλέως προς τον Ελισαίον και ειρωνικώς του είχεν είπει· “μήπως και θα ανοίξη καταρράκτας ο Θεός στον ουρανόν, δια να πραγματοποιηθούν τα λόγια σου αυτά;” Ο δε Ελισαίος του είχεν απαντήσει· “ιδού και συ ο ίδιος με τα μάτια σου θα ίδης αυτά τα γεγονότα, αλλά δεν θα ψάγης τίποτε από όσα θα δώση ο Θεός”.
Δ Βασ. 7,20 καὶ ἐγένετο οὕτως, καὶ συνεπάτησεν αὐτὸν ὁ λαὸς ἐν τῇ πύλῃ καὶ ἀπέθανε.
Δ Βασ. 7,20 Και πράγματι έτσι έγινεν. Ο λαός, καθώς ορμητικός εξήρχετο από την πόλιν, κατεπάτησε τον άρχοντα αυτόν εις την πύλην και εκείνος απέθανεν εκεί.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Οκτ 08, 2012 1:40 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η απόδοση δικαίου στη Σωμανίτιδα. Ο Ελισαίος προς τον Αζαήλ. Οι βασιλείς του Ιούδα Ιωράμ και Οχοζίας.


Η απόδοση δικαίου στη Σωμανίτιδα
Δ Βασ. 8,1 Καὶ Ἑλισαιὲ ἐλάλησε πρὸς τὴν γυναῖκα, ἧς ἐζωπύρησε τὸν υἱόν, λέγων· ἀνάστηθι καὶ δεῦρο σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ παροίκει, οὗ ἐὰν παροικήσῃς, ὅτι κέκληκε Κύριος λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, καί γε ἦλθεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτὰ ἔτη.
Δ Βασ. 8,1 Ο Ελισαίος ωμίλησε προς την γυναίκα, της οποίας είχεν αναστήσει το παιδί, και της είπε· “σήκω και πήγαινε συ και οι άνθρωποι του σπιτιού σου και μένε προσωρινώς, όπου θέλεις, διότι ο Κυριος διέταξε να έλθη στον τόπον μας πείνα, η οποία θα διαρκέση επί επτά έτη”.
Δ Βασ. 8,2 καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ καὶ ἐποίησε κατὰ τὸ ῥῆμα Ἑλισαιὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς καὶ παρῴκει ἐν γῇ ἀλλοφύλων ἑπτὰ ἔτη.
Δ Βασ. 8,2 Η γυναίκα εκείνη εσηκώθη και έκαμε, όπως ακριβώς της είχε πει ο Ελισαίος, αυτή και οι άνθρωποι του σπιτιού της. Εφυγε και κατώκησε προσωρινώς επί επτά έτη εις την χώραν των αλλοφύλων.
Δ Βασ. 8,3 καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ τέλος τῶν ἑπτὰ ἐτῶν καὶ ἐπέστρεψεν ἡ γυνὴ ἐκ γῆς ἀλλοφύλων εἰς τὴν πόλιν καὶ ἦλθε βοῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆς καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν αὐτῆς.
Δ Βασ. 8,3 Οταν επέρασαν τα επτά έτη, η γυναίκα εκείνη επανήλθεν από την χώραν των Φιλισταίων εις την πόλιν της. Παρουσιάσθη προς τον βασιλέα και θερμώς παρεκάλεσε να αποδοθή εις αυτήν ο οίκος της και οι αγροί της, τους οποίους είχαν καταπατήσει άλλοι.
Δ Βασ. 8,4 καὶ ὁ βασιλεὺς ἐλάλει πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον Ἑλισαιὲ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ λέγων· διήγησαι δὴ ἐμοὶ πάντα τὰ μεγάλα, ἃ ἐποίησεν Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 8,4 Ο βασιλεύς την ώραν εκείνην ομιλούσε προς τον Γιεζί, τον δούλον του Ελισαίου του ανθρώπου του Θεού, και του έλεγε· “διηγήσου μου, σε παρακαλώ, όλα τα μεγάλα έργα, τα οποία έκαμεν ο Ελισαίος”.
Δ Βασ. 8,5 καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἐξηγουμένου τῷ βασιλεῖ, ὡς ἐζωπύρησεν υἱὸν τεθνηκότα, καὶ ἰδοὺ ἡ γυνή, ἧς ἐζωπύρησε τὸν υἱὸν αὐτῆς Ἑλισαιέ, βοῶσα πρὸς τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆς καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν ἑαυτῆς· καὶ εἶπε Γιεζί· κύριε βασιλεῦ, αὕτη ἡ γυνὴ καὶ οὖτος ὁ υἱὸς αὐτῆς, ὃν ἐζωπύρησεν Ἑλισαιέ.
Δ Βασ. 8,5 Ενώ δε ο Γιεζί διηγείτο προς τον βασιλέα, πως ο Ελισαίος ανέστησε τον νεκρόν υιόν της γυναικός εκείνης, ιδού η γυναίκα, της οποίας τον υιόν είχεν αναστήσει ο Ελισαίος, ήλθεν εκεί κράζουσα προς τον βασιλέα δια την απόδοσιν του οίκου της και των αγρών της. Είπε δε ο Γιεζί· “κύριε βασιλεύ, αυτή είναι η γυναίκα, περί της οποίας σου ωμίλησα, και αυτός είναι ο υιός της, τον οποίον ανέστησεν ο Ελισαίος”.
Δ Βασ. 8,6 καὶ ἐπηρώτησεν ὁ βασιλεὺς τὴν γυναῖκα καὶ διηγήσατο αὐτῷ· καὶ ἔδωκεν αὐτῇ ὁ βασιλεὺς εὐνοῦχον ἕνα λέγων· ἐπίστρεψον πάντα τὰ αὐτῆς καὶ πάντα τὰ γενήματα τοῦ ἀγροῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς κατέλιπε τὴν γῆν ἕως τοῦ νῦν.
Δ Βασ. 8,6 Ο βασιλεύς ηρώτησε τότε την γυναίκα και εκείνη διηγήθη εις αυτόν τα γεγονότα. Ο βασιλεύς έδωκεν εις αυτήν ένα αξιωματικόν του και του είπε· “φρόντισε να αποδοθούν εις την γυναίκα αυτήν όλα όσα της ανήκουν και όλα τα προϊόντα του αγρού της από την ημέραν, κατά την οποίαν εγκατέλειψε την χώραν μέχρι τώρα”.

Ο Ελισαίος προς τον Αζαήλ
Δ Βασ. 8,7 Καὶ ἦλθεν Ἑλισαιὲ εἰς Δαμασκόν, καὶ υἱὸς Ἄδερ βασιλεὺς Συρίας ἠῤῥώστει, καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἥκει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἕως ὧδε.
Δ Βασ. 8,7 Επειτα ο Ελισαίος ήλθεν εις την Δαμασκόν. Ο υιός Αδερ, ο βασιλεύς της Συρίας, ήτο ασθενής. Είπον δε οι άνθρωποι του στον βασιλέα· “έχει ελθει έως εδώ ο Ελισαίος, ο άνθρωπος του Θεού”.
Δ Βασ. 8,8 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἀζαήλ· λάβε ἐν τῇ χειρί σου μαναὰ καὶ δεῦρο εἰς ἀπαντὴν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιζήτησον τὸν Κύριον παρ᾿ αὐτοῦ λέγων· εἰ ζήσομαι ἐκ τῆς ἀῤῥωστίας μου ταύτης;
Δ Βασ. 8,8 Ο βασιλεύς είπε προς τον Αζαήλ· “πάρε εις τα χέρια σου δώρα, πήγαινε να συναντήσης τον άνθρωπον αυτόν του Θεού και ζήτησε δια μέσου αυτού να μάθης από τον Κυριον, εάν θα θεραπευθώ από την αρρώστιά μου αυτήν και θα ζήσω”.
Δ Βασ. 8,9 καὶ ἐπορεύθη Ἀζαὴλ εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἔλαβε μαναὰ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ἀγαθὰ Δαμασκοῦ, ἄρσιν τεσσαράκοντα καμήλων, καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς Ἑλισαιέ· υἱός σου υἱὸς Ἄδερ βασιλεὺς Συρίας ἀπέστειλέ με πρός σε ἐπερωτῆσαι λέγων· εἰ ζήσομαι ἐκ τῆς ἀῤῥωστίας μου ταύτης;
Δ Βασ. 8,9 Ο Αζαήλ εξεκίνησεν εις συνάντησιν του Ελισαίου. Επήρε δώρα πολλά εις τα χέρια του από όλα τα αγαθά της Δαμασκού, τεσσαράκοντα φορτώματα καμήλων. Ηλθε και εστάθη ενώπιον του Ελισαίου και του είπε· “ο υιός σου, ο υιός Αδερ ο βασιλεύς της Συρίας, με έστειλε προς σέ, δια να ερωτήσω εκ μέρους του λέγων· εάν θα θεραπευθώ από την ασθένειάν μου αυτήν;”
Δ Βασ. 8,10 καὶ καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· δεῦρο εἰπὸν αὐτῷ· ζωῇ ζήσῃ· καὶ ἔδειξέ μοι Κύριος ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ·
Δ Βασ. 8,10 Ο Ελισαίος απήντησε· “πήγαινε και ειπέ εις αυτόν· Θα θεραπευθής από την ασθένειάν σου και θα ζήσης. Ο Κυριος όμως μου έδειξε κάποιον άλλον τρόπον, δια του οποίου θα αποθάνης”.
Δ Βασ. 8,11 καὶ παρέστη τῷ προσώπῳ αὐτοῦ καὶ ἔθηκεν ἕως αἰσχύνης, καὶ ἔκλαυσεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Δ Βασ. 8,11 Ο Ελισαίος εστάθη ενώπιον του Αζαήλ, τον παρετήρησεν ατενώς, μέχρις ότου εκείνος εντράπη. Ο Ελισαίος ηρχισε να κλαίη.
Δ Βασ. 8,12 καὶ εἶπεν Ἀζαήλ· τί ὅτι ὁ κύριός μου κλαίει; καὶ εἶπεν· ὅτι οἶδα ὅσα ποιήσεις τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ κακά· τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν ἐξαποστελεῖς ἐν πυρὶ καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ ἀποκτενεῖς καὶ τὰ νήπια αὐτῶν ἐνσείσεις καὶ τὰς ἐν γαστρὶ ἐχούσας αὐτῶν ἀναῤῥήξεις.
Δ Βασ. 8,12 Ο Αζαήλ τότε τον ηρώτησε· “διατί κλαίει ο κύριός μου;” “Κλαίω διότι γνωρίζω πόσα κακά θα κάμης συ εναντίον των Ισραηλιτών. Τας ωχυρωμένας πόλεις αυτών θα παραδώσης στο πυρ και τους εκλεκτούς άνδρας των θα φονεύσης δια της ρομφαίας. Θα συντρίψης τα κεφάλια των νηπίων και θα ανοίξης τας κοιλίας των εγκύων γυναικών”.
Δ Βασ. 8,13 καὶ εἶπεν Ἀζαήλ· τίς ἐστιν ὁ δοῦλός σου ὁ κύων ὁ τεθνηκώς, ὅτι ποιήσει τὸ ῥῆμα τοῦτο; καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ἔδειξέ μοι Κύριός σε βασιλεύοντα ἐπὶ Συρίαν.
Δ Βασ. 8,13 Ο Αζαήλ απήντησε· “ποιός είμαι εγώ ο δούλος σου, εγώ το ψόφιο σκυλί που θα τολμήσω να κάμω τα έργα αυτά;” Ο Ελισαίος του απήντησεν· “ο Κυριος μου απεκάλυψεν, ότι θα γίνης βασιλεύς της Συρίας”.
Δ Βασ. 8,14 καὶ ἀπῆλθεν ἀπὸ Ἑλισαιὲ καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί εἶπέ σοι Ἑλισαιέ; καὶ εἶπεν· εἶπέ μοι, ζωῇ ζήσῃ.
Δ Βασ. 8,14 Ο Αζαήλ ανεχώρησεν από τον Ελισαίον, εισήλθεν προς τον κύριόν του, ο οποίος και τον ηρώτησε· “τι σου είπεν ο Ελισαίος;” Εκείνος απήντησε· “μου είπεν ότι θα θεραπευθής από την ασθένειάν σου και θα ζήσης”.
Δ Βασ. 8,15 καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἔλαβε τὸ μαχμὰ καὶ ἔβαψεν ἐν τῷ ὕδατι καὶ περιέβαλεν ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀπέθανε, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀζαὴλ ἀντ᾿ αὐτοῦ.
Δ Βασ. 8,15 Την επομένην ημέραν ο Αζαήλ επήρεν ένα σκέπασμα, το εβύθισε μέσα στο νερό και με αυτό περιετύλιξεν ασφυκτικώς το πρόσωπον του βασιλέως του, τον έπνιξε και εκείνος απέθανεν. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο Αζαήλ.

Οι βασιλείς του Ιούδα Ιωράμ και Οχοζίας.

Η βασιλεία του Ιωράμ στον Ιούδα
Δ Βασ. 8,16 Ἐν ἔτει πέμπτῳ τῷ Ἰωρὰμ υἱῷ Ἀχαὰβ βασιλεῖ Ἰσραὴλ καὶ Ἰωσαφὰτ βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσεν Ἰωρὰμ υἱὸς Ἰωσαφὰτ βασιλεὺς Ἰούδα.
Δ Βασ. 8,16 Κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ιωράμ, υιού του Αχαάβ βασιλέως του Ισραήλ, όταν ο Ιωσαφάτ ήτο βασιλεύς του Ιούδα, ανήλθεν στον θρόνον του βασιλείου Ιούδα ο Ιωράμ, ο υιός του Ιωσαφάτ.
Δ Βασ. 8,17 υἱὸς τριάκοντα καὶ δύο ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ὀκτὼ ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Δ Βασ. 8,17 Ητο δε τότε τριάκοντα δύο ετών ο Ιωράμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε επί οκτώ έτη με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ.
Δ Βασ. 8,18 καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ βασιλέων Ἰσραήλ, καθὼς ἐποίησεν οἶκος Ἀχαάβ, ὅτι θυγάτηρ Ἀχαὰβ ἦν αὐτῷ εἰς γυναῖκα· καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου.
Δ Βασ. 8,18 Εβάδισεν όμως τον δρόμον της ασεβείας των βασιλέων του Ισραήλ. Εκαμε και αυτός ο,τι είχε κάμει η οικογένεια Αχαάβ, διότι έλαβεν ως σύζυγόν του θυγατέρα του Αχαάβ. Διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου εκτραπείς εις την ειδωλολατρείαν.
Δ Βασ. 8,19 καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος διαφθεῖραι τὸν Ἰούδαν διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ, καθὼς εἶπε δοῦναι αὐτῷ λύχνον καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας.
Δ Βασ. 8,19 Ο Κυριος όμως δεν ηθέλησε να εξολοθρεύση αυτόν και να σταματήση έτσι την διαδοχήν στο βασίλειον του Ιούδα. Τούτο δέ, προς χάριν του Δαυίδ του δούλου του. Διότι είχεν υποσχεθή εις αυτόν, ότι θα δώση λύχνον διαδοχής στους απογόνους αυτού αδιακόπως επί του βασιλικού θρόνου.
Δ Βασ. 8,20 ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἠθέτησεν Ἐδὼμ ὑποκάτωθεν χειρὸς Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσαν ἐφ᾿ ἑαυτοὺς βασιλέα.
Δ Βασ. 8,20 Κατά την περίοδον της βασιλείας του Ιωράμ οι Ιδουμαίοι επανεστάτησαν εναντίον της δουλείας των Ιουδαίων και ανεκήρυξαν δια τον εαυτόν τους ιδικόν των βασιλέα.
Δ Βασ. 8,21 καὶ ἀνέβη Ἰωρὰμ εἰς Σιὼρ καὶ πάντα τὰ ἅρματα τὰ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀναστάντος καὶ ἐπάταξε τὸν Ἐδὼμ τὸν κυκλώσαντα ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν ἁρμάτων, καὶ ἔφυγεν ὁ λαὸς εἰς τὰ σκηνώματα αὐτῶν.
Δ Βασ. 8,21 Ο Ιωράμ εξεστράτευσε τότε εναντίον της Σιώρ της ιδουμαίας, με όλα τα πολεμικά του άρματα. Αφού ητοιμάσθη εκτύπησε τους Ιδουμαίους. Εκείνοι όμως περιεκύκλωσαν αυτόν και τους αρχηγούς των αρμάτων. Ο ιουδαϊκός στρατός ηττηθείς ετράπη εις φυγήν και οι στρατιώται επέστρεψαν εις τας κατοικίας των.
Δ Βασ. 8,22 καὶ ἠθέτησεν Ἐδὼμ ὑποκάτω τῆς χειρὸς Ἰούδα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. τότε ἠθέτησε Λοβενὰ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.
Δ Βασ. 8,22 Ετσι δε οι Ιδουμαίοι απετίναξαν τον ζυγόν του βασιλείου του Ιούδα και έμεναν ελεύθεροι μέχρι της ημέρας αυτής. Κατά την ιδίαν περίοδον απετίναξαν τον ζυγόν της δουλείας των και οι κάτοικοι της Λοβενά.
Δ Βασ. 8,23 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωρὰμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γέγραπται ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;
Δ Βασ. 8,23 Τα δε άλλα έργα του Ιωράμ, όσα αυτός έκαμε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον χρονικών των βασιλέων του Ιούδα;
Δ Βασ. 8,24 καὶ ἐκοιμήθη Ἰωρὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐβασίλευσεν Ὀχοζίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.
Δ Βασ. 8,24 Ο Ιωράμ εκοιμήθη μετά των πατέρων του, απέθανε και ετάφη με τους προπάτοράς του εις την πόλιν Δαυίδ, του προγόνου του. Εγινε δε βασιλεύς αντ' αυτού ο Οχοζίας, ο υιός του.

Η βασιλεία του Οχοζία στον Ιούδα
Δ Βασ. 8,25 Ἐν ἔτει δωδεκάτῳ τῷ Ἰωρὰμ υἱῷ Ἀχαὰβ βασιλεῖ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν Ὀχοζίας υἱὸς Ἰωράμ.
Δ Βασ. 8,25 Κατά το δωδέκατον έτος της βασιλείας του Ιωράμ, υιού του Αχαάβ, βασιλέως του Ισραήλ, εβασίλευσεν ο Οχοζίας ο υιός του Ιωράμ.
Δ Βασ. 8,26 υἱὸς εἴκοσι καὶ δύο ἐτῶν Ὀχοζίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἐνιαυτὸν ἕνα ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Γοθολία θυγάτηρ Ἀμβρὶ βασιλέως Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 8,26 Ο Οχοζίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο είκοσι δύο ετών. Εμεινε δε βασιλεύς επί ένα έτος εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Γοθολία, ήτο δε θυγάτηρ του Αμβρί, βασιλέως του ισραηλιτικού λαού.
Δ Βασ. 8,27 καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ οἴκου Ἀχαὰβ καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καθὼς ὁ οἶκος Ἀχαάβ.
Δ Βασ. 8,27 Επορεύθη όμως και αυτός τον δρόμον της ασεβείας του Αχαάβ και διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όπως και ο οίκος του Αχαάβ.
Δ Βασ. 8,28 καὶ ἐπορεύθη μετὰ Ἰωρὰμ υἱοῦ Ἀχαὰβ εἰς πόλεμον μετὰ Ἀζαὴλ βασιλέως ἀλλοφύλων ἐν Ῥεμμὼθ Γαλαάδ, καὶ ἐπάταξαν οἱ Σύροι τὸν Ἰωράμ.
Δ Βασ. 8,28 Αυτός εξεστράτευσε μαζή με τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ, εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως των Συρων εις Ρεμμώθ Γαλαάδ. Εκεί όμως εκτύπησαν οι Συροι τον Ιωράμ.
Δ Βασ. 8,29 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς Ἰωρὰμ τοῦ ἰατρευθῆναι ἐν Ἰεζράελ ἀπὸ τῶν πληγῶν, ὧν ἐπάταξαν αὐτὸν ἐν Ῥεμμὼθ ἐν τῷ πολεμεῖν αὐτὸν μετὰ Ἀζαὴλ βασιλέως Συρίας· καὶ Ὀχοζίας υἱὸς Ἰωρὰμ κατέβη τοῦ ἰδεῖν τὸν Ἰωρὰμ υἱὸν Ἀχαὰβ ἐν Ἰεζράελ, ὅτι ἠῤῥώστει αὐτός.
Δ Βασ. 8,29 Ο βασιλεύς Ιωράμ πληγωμένος επέστρεψεν εις την πόλιν Ιεζράελ, δια να θεραπευθή από τας πληγάς, τας οποίας έλαβεν εις Ρεμμώθ πολεμών εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως της Συρίας. Ο Οχοζίας, ο υιός του Ιωράμ, κατέβη εις την πόλιν Ιεζράελ, δια να ίδη τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ, ο οποίος ήτο πληγωμένος και ασθενής.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Τετ Οκτ 10, 2012 11:04 am

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Ο Ιού βασιλιάς του Ισραήλ.
Ο Ιού θανατώνει τον Ιωράμ, τον Οχοζία και την Ιεζάβελ.


Ο Ιού βασιλιάς του Ισραήλ
Δ Βασ. 9,1 Καὶ Ἑλισαιὲ ὁ προφήτης ἐκάλεσεν ἕνα τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὸν φακὸν τοῦ ἐλαίου τούτου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο εἰς Ῥεμμὼθ Γαλαάδ·
Δ Βασ. 9,1 Ο προφήτης Ελισαίος εκάλεσεν ένα από τους νεαρούς προφήτας και του είπε· “δέσε την ζώνην σου γύρω από την μέσην σου και ετοιμάσου· πάρε στο χέρι σου αυτό το δοχείον του ελαίου και πήγαινε εις την Ρεμμώθ Γαλαάδ.
Δ Βασ. 9,2 καὶ εἰσελεύσῃ ἐκεῖ καὶ ὄψῃ ἐκεῖ Ἰοὺ υἱὸν Ἰωσαφὰτ υἱοῦ Ναμεσσὶ καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀναστήσεις αὐτὸν ἐκ μέσου τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ εἰσάξεις αὐτὸν εἰς τὸ ταμιεῖον ἐν ταμιείῳ·
Δ Βασ. 9,2 Θα εισέλθης εις την πόλιν και εκεί θα ίδης τον Ιού, υιόν του Ιωσαφάτ, υιού του Ναμεσσί. Θα εισέλθης εκεί, όπου ευρίσκεται, θα τον πάρης ανάμεσα από τους συναδέλφους του τους στρατιωτικούς και θα τον οδηγήσης μέσα στο ιδιαίτερον και πλέον απόκρυφον δωμάτιον.
Δ Βασ. 9,3 καὶ λήψῃ τὸν φακὸν τοῦ ἐλαίου καὶ ἐπιχεεῖς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ εἰπόν· τάδε λέγει Κύριος· κέχρικά σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἀνοίξεις τὴν θύρα καὶ φεύξῃ καὶ οὐ μενεῖς.
Δ Βασ. 9,3 Θα πάρης το δοχείον αυτό του ελαίου και θα χύσης το έλαιον επάνω στο κεφάλι του και θα του είπης· αυτά λέγει ο Κυριος· Σε έχω χρίσει βασιλέα του ισραηλιτικού λαού. Αμέσως δε κατόπιν θα ανοίξης την θύραν και θα φύγης και δεν θα μείνης εκεί πλέον”.
Δ Βασ. 9,4 καὶ ἐπορεύθη τὸ παιδάριον ὁ προφήτης εἰς Ῥεμμὼθ Γαλαὰδ
Δ Βασ. 9,4 Ο νεαρός προφήτης επήγεν εις την Ρεμμώθ Γαλαάδ,
Δ Βασ. 9,5 καὶ εἰσῆλθε, καὶ ἰδοὺ οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως ἐκάθηντο, καὶ εἶπε· λόγος μοι πρὸς σέ, ὁ ἄρχων. καὶ εἶπεν Ἰού· πρὸς τίνα ἐκ πάντων ἡμῶν; καὶ εἶπε· πρὸς σέ, ὁ ἄρχων.
Δ Βασ. 9,5 εισήλθεν εις την πόλιν και στον οίκον, όπου οι στρατιωτικοί αρχηγοί εκάθηντο, και είπε προς τον Ιού ο προφήτης· “θέλω να σου ανακοινώσω κάτι, στρατηγέ”. Ο Ιού απήντησε· “προς ποίον από όλους μας;” Εκείνος του είπε· “προ σέ, στρατηγέ”.
Δ Βασ. 9,6 καὶ ἀνέστη καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον, καὶ ἐπέχεε τὸ ἔλαιον ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· κέχρικά σε εἰς βασιλέα ἐπὶ λαὸν Κυρίου ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ,
Δ Βασ. 9,6 Ο Ιού εσηκώθη και εισήλθε μαζή με τον προφήτην στο εσωτερικόν του οίκου. Εκεί δε ο προφήτης έχυσε το έλαιον επάνω εις την κεφαλήν του και είπεν εις αυτόν· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Σε έχω χρίσει βασιλέα επί τον λαόν Κυρίου, επί τον ισραηλιτικόν λαόν.
Δ Βασ. 9,7 καὶ ἐξολοθρεύσεις τὸν οἶκον Ἀχαὰβ τοῦ κυρίου σου ἐκ προσώπου μου καὶ ἐκδικήσεις τὰ αἵματα τῶν δούλων μου τῶν προφητῶν καὶ τὰ αἵματα πάντων τῶν δούλων Κυρίου ἐκ χειρὸς Ἰεζάβελ
Δ Βασ. 9,7 Σου δίδω εντολήν να εξολοθρεύσης την οικογένειαν του Αχαάβ, του κυρίου σου, από ενώπιόν μου και να τιμωρήσης εκείνους, οι οποίοι έχυσαν το αίμα των δούλων μου, των προφητών και τα αίματα όλων των δούλων του Κυρίου δια της χειρός της Ιεζάβελ
Δ Βασ. 9,8 καὶ ἐκ χειρὸς ὅλου τοῦ οἴκου Ἀχαὰβ καὶ ἐξολοθρεύσεις τῷ οἴκῳ Ἀχαὰβ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον καὶ συνεχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν Ἰσραήλ·
Δ Βασ. 9,8 και δια των άλλων ανθρώπων του βασιλικού οίκου του Αχαάβ. Θα εξολοθρεύσης λοιπόν όλους τους άρρενας της οικογενείας Αχαάβ, δούλον η ελεύθερον, από τους απογόνους του, που έχουν απομείνει μεταξύ του ισραηλιτικού λαού.
Δ Βασ. 9,9 καὶ δώσω τὸν οἶκον Ἀχαὰβ ὡς τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ὡς τὸν οἶκον Βαασὰ υἱοῦ Ἀχιά·
Δ Βασ. 9,9 Εγώ ο Θεός θα παραδώσω εις καταστροφήν τον οίκον του Αχαάβ, όπως κατέστρεψα τον οίκον Ιεροβοάμ, υιού Ναβάτ, και όπως επίσης έπραξα εναντίον του οίκου Βαασά, του υιού Αχιά.
Δ Βασ. 9,10 καὶ τὴν Ἰεζάβελ καταφάγονται οἱ κύνες ἐν τῇ μερίδι Ἰεζράελ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ θάπτων. καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ ἔφυγε.
Δ Βασ. 9,10 Την δε Ιεζάβελ θα καταφάγουν τα σκυλιά στον αγρόν Ιεζράελ. Και δεν θα ευρεθή άνθρωπος να την θάψη”. Κατόπιν ο προφήτης ήνοιξε την θύραν και έφυγε.
Δ Βασ. 9,11 καὶ Ἰοὺ ἐξῆλθε πρὸς τοὺς παῖδας τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἶπαν αὐτῷ· εἰρήνη; τί ὅτι εἰσῆλθεν ὁ ἐπίληπτος οὗτος πρὸς σέ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς οἴδατε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ἀδολεσχίαν αὐτοῦ.
Δ Βασ. 9,11 Ο Ιού εβγήκεν από το δωμάτιον και επήγε προς τους αξιωματικούς συναδέλφους του, τους υπηρετούντας τον βασιλέα. Εκείνοι τον ηρώτησαν· “δια το καλόν ήτο η επίσκεψις του ανθρώπου αυτού; Τι συμβαίνει; Διατί ήλθε προς σε αυτός ο επιληπτικός;” Ο Ιού είπε προς αυτούς· “σεις γνωρίζετε ασφαλώς τον άνθρωπον αυτόν και τον λόγον, τον οποίον μου είπε”.
Δ Βασ. 9,12 καὶ εἶπον· ἄδικον· ἀπάγγειλον δὴ ἡμῖν. καὶ εἶπεν Ἰοὺ πρὸς αὐτούς· οὕτω καὶ οὕτω ἐλάλησε πρός με λέγων· τάδε λέγει Κύριος· κέχρικά σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ.
Δ Βασ. 9,12 Εκείνοι του απήντησαν· “ακατανόητος η απάντησίς σου. Πές μας, λοιπόν, τι ακριβώς συνέβη;” Ο Ιού είπε προς αυτούς· “αυτά και αυτά μου είπεν ο άνθρωπος του Θεού λέγων· Ταδε λέγει Κυριος. Σε έχω χρίσει βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν”.
Δ Βασ. 9,13 καὶ ἀκούσαντες ἔσπευσαν καὶ ἔλαβεν ἕκαστος τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἔθηκαν ὑποκάτω αὐτοῦ ἐπὶ τὸ γαρὲμ τῶν ἀναβαθμῶν καὶ ἐσάλπισαν ἐν κερατίνῃ καὶ εἶπαν· ἐβασίλευσεν Ἰού.
Δ Βασ. 9,13 Εκείνοι, όταν ήκουσαν αυτά, επήρεν ο καθένας το ιμάτιόν του, το έβαλεν εις σημείον υποταγής εις την ανωτάτην βαθμίδα της κλίμακος, εσάλπισαν με κερατίνην σάλπιγγα και διεκήρυξαν· “ο Ιού είναι βασιλεύς”.

Ο Ιού θανατώνει τον Ιωράμ
Δ Βασ. 9,14 καὶ συνεστράφη Ἰοὺ υἱὸς Ἰωσαφὰτ υἱοῦ Ναμεσσὶ πρὸς Ἰωρὰμ καὶ Ἰωρὰμ αὐτὸς ἐφύλασσεν ἐν Ῥεμμὼθ Γαλαάδ, αὐτὸς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ προσώπου Ἀζαὴλ βασιλέως Συρίας,
Δ Βασ. 9,14 Ο Ιού, ο υιός του Ιωσαφάτ υιού του Ναμεσσί, οργάνωσε μίαν συνωμοσίαν εναντίον του βασιλέως Ιωράμ. Ο δε Ιωράμ είχε τότε εκστρατεύσει εις Ρεμμώθ Γαλαάδ, αυτός και όλος ο στρατός του, και ήσαν έτοιμοι προς πόλεμον εναντίον Αζαήλ, του βασιλέως της Συρίας.
Δ Βασ. 9,15 καὶ ἀπέστρεψεν Ἰωρὰμ ὁ βασιλεὺς ἰατρευθῆναι ἐν Ἰεζράελ ἀπὸ τῶν πληγῶν, ὧν ἔπαισαν αὐτὸν οἱ Σύριοι ἐν τῷ πολεμεῖν αὐτὸν μετὰ Ἀζαὴλ βασιλέως Συρίας· καὶ εἶπεν Ἰού· εἰ ἔστι ψυχὴ ὑμῶν μετ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐξελθέτω ἐκ τῆς πόλεως διαπεφευγὼς τοῦ πορευθῆναι καὶ ἀπαγγεῖλαι ἐν Ἰεζράελ.
Δ Βασ. 9,15 Ο Ιωράμ μετά την μάχην είχεν επιστρέψει εις Ιεζράελ, δια να θεραπευθή από τας πληγάς, τας οποίας του είχαν προξενήσει στο σώμα του οι Συροι, όταν αυτός επολεμούσεν εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως των Συρων. Ο Ιού είπε προς τους αξιωματικούς συναδέλφους του· “εάν η καρδιά σας είναι με το μέρος μου, κανείς ας μη εξέλθη από την πόλιν, ας μη διαφύγη από εδώ και πορευθή και αναγγείλη στον βασιλέα, ο οποίος ευρίσκεται εις Ιεζράελ, όσα γνωρίζομεν”.
Δ Βασ. 9,16 καὶ ἵππευσε καὶ ἐπορεύθη Ἰοὺ καὶ κατέβη εἰς Ἰεζράελ, ὅτι Ἰωρὰμ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐθεραπεύετο ἐν τῷ Ἰεζράελ ἀπὸ τῶν τοξευμάτων, ὧν κατετόξευσαν αὐτὸν οἱ Ἀραμὶν ἐν τῇ Ῥαμμὰθ ἐν τῷ πολέμῳ μετὰ Ἀζαὴλ βασιλέως Συρίας, ὅτι αὐτὸς δυνατὸς καὶ ἀνὴρ δυνάμεως, καὶ Ὀχοζίας βασιλεὺς Ἰούδα κατέβη ἰδεῖν τὸν Ἰωράμ.
Δ Βασ. 9,16 Ο Ιού ανέβη εις ένα ίππον και κατέβηκε με την συνοδείαν του εις την Ιεζράελ. Εις την πόλιν αυτήν ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο Ιωράμ, εθεραπεύετο από τας πληγάς, τας οποίας έλαβεν από τα τοξεύματα των Αραμαίων εις Ραμμάθ, κατά τον πόλεμον εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως της Συρίας, διότι αυτός ήτο γενναίος και αρχηγός μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως. Ο Οχοζίας, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, κατέβη και αυτός να επισκεφθή και ίδη τον Ιωράμ.
Δ Βασ. 9,17 καὶ ὁ σκοπὸς ἀνέβη ἐπὶ τὸν πύργον Ἰεζράελ καὶ εἶδε τὸν κονιορτὸν Ἰοὺ ἐν τῷ παραγίνεσθαι αὐτὸν καὶ εἶπε· κονιορτὸν ἐγὼ βλέπω. καὶ εἶπεν Ἰωράμ· λαβὲ ἐπιβάτην καὶ ἀπόστειλον ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ εἰπάτω, εἰ εἰρήνη.
Δ Βασ. 9,17 Ο φρουρών στρατιώτης ανέβη εις ένα πύργον της πόλεως Ιεζράελ και είδε τον κονιορτόν, που εσήκωνεν ο Ιού καθώς ήρχετο με καλπασμόν, και είπε· “βλέπω εγώ κονιορτόν”. Ο Ιωράμ του είπε· “πάρε ένα ιππέα και στείλε αυτόν εμπρός από εκείνους, που έρχονται, και ας ερωτήσουν εάν έρχωνται δι' ειρηνικούς σκοπούς”.
Δ Βασ. 9,18 καὶ ἐπορεύθη ἐπιβάτης ἵππου εἰς ἀπαντὴν αὐτῶν καὶ εἶπε· τάδε λέγει ὁ βασιλεύς, εἰ εἰρήνη. καὶ εἶπεν Ἰού· τί σοι καὶ εἰρήνη; ἐπίστρεφε εἰς τὰ ὀπίσω μου. καὶ ἀπήγγειλεν ὁ σκοπὸς λέγων· ἦλθεν ὁ ἄγγελος ἕως αὐτῶν καὶ οὐκ ἀνέστρεψε.
Δ Βασ. 9,18 Ο έφιππος απεσταλμένος εκάλπασεν εις απάντησιν αυτών και είπε· “αυτά ερωτά ο βασιλεύς· Εάν έρχεσθε δι' ειρηνικούς σκοπούς”. Ο Ιού απήντησε· “τι ενδιαφέρεσαι συ δια την ειρήνην; Ελα και συ κοντά μου”. Ο φρουρός της πόλεως Ιεζράελ είπεν προς τον Ιωράμ· “ο αγγελιαφόρος έφθασε μέχρις αυτών, αλλά δεν επέστρεψε”.
Δ Βασ. 9,19 καὶ ἀπέστειλεν ἐπιβάτην ἵππου δεύτερον, καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· εἰ εἰρήνη. καὶ εἶπεν Ἰού· τί σοι καὶ εἰρήνη; ἐπιστρέφου εἰς τὰ ὀπίσω μου.
Δ Βασ. 9,19 Ο βασιλεύς έστειλεν άλλον δεύτερον έφιππον αγγελιαφόρον, ο οποίος ήλθε προς τον Ιού και τον ηρώτησεν· “αυτά λέγει ο βασιλεύς· Ερχεσαι με ειρηνικόν σκοπόν;” Ο δε Ιού του απήντησε· “τι συ ενδιαφέρεσαι δια την ειρήνην; Ελα και συ κοντά μου”.
Δ Βασ. 9,20 καὶ ἀπήγγειλεν ὁ σκοπὸς λέγων· ἦλθεν ἕως αὐτῶν καὶ οὐκ ἀνέστρεψε· καὶ ὁ ἄγων ἦγε τὸν Ἰοὺ υἱὸν Ναμεσσί, ὅτι ἐν παραλλαγῇ ἐγένετο.
Δ Βασ. 9,20 Ο φρουρός της πόλεως ανήγγειλε δια δευτέραν φοράν και είπε προς τον βασιλέα· “ο δεύτερος έφιππος αγγελιαφόρος έφθασε μέχρις εκείνων, αλλά δεν επανήλθε”. Και ο ιππεύς Ιού, υιός του Ναμεσσί έτρεχε με αλλόφρονα καλπασμόν προς την πόλιν.
Δ Βασ. 9,21 καὶ εἶπεν Ἰωράμ· ζεῦξον· καὶ ἔζευξεν ἅρμα. καὶ ἐξῆλθεν Ἰωρὰμ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καὶ Ὀχοζίας βασιλεὺς Ἰούδα, ἀνὴρ ἐν τῷ ἅρματι αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπαντὴν Ἰοὺ καὶ εὗρον αὐτὸν ἐν τῇ μερίδι Ναβουθαὶ τοῦ Ἰεζραηλίτου.
Δ Βασ. 9,21 Εκ τούτου ο βασιλεύς Ιωράμ υπωπτεύθη κάποιον κακόν και είπε· “ζεύξε το άρμα μου”. Ο υπηρέτης του έζευξε το πολεμικόν άρμα. Εβγήκεν ο βασιλεύς του Ισραήλ Ιωράμ. Μαζή του δε εξήλθε και ο βασιλεύς Ιούδα, ο Οχοζίας, ο καθένας από αυτούς στο ιδικόν του άρμα και εξήλθον εις απάντησιν του Ιού. Συνήντησαν δε αυτόν στον αγρόν του Ναβουθαί, του Ιεζραηλίτου.
Δ Βασ. 9,22 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν Ἰωρὰμ τὸν Ἰού, καὶ εἶπεν· εἰ εἰρήνη Ἰού; καὶ εἶπεν Ἰού· τί εἰρήνη; ἔτι αἱ πορνεῖαι Ἰεζάβελ τῆς μητρός σου καὶ τὰ φάρμακα αὐτῆς τὰ πολλά.
Δ Βασ. 9,22 Οταν ο Ιωράμ είδε τον Ιού, τον ηρώτησεν· “ειρηνικός είναι ο σκοπός της επισκέψεώς σου;” Ο δε Ιού του απήντησε· “τι ειρήνη και ειρήνη; Ακόμη μένουν η διαφθορά και η ασέβεια Ιεζάβελ της μητρός σου και αι μαγείαι αυτής αι πάρα πολλαί. Εφθασεν ο καιρός της τιμωρίας”.
Δ Βασ. 9,23 καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωρὰμ τὰς χεῖρας αὐτοῦ τοῦ φυγεῖν καὶ εἶπε πρὸς Ὀχοζίαν· δόλος, Ὀχοζία.
Δ Βασ. 9,23 Ο Ιωράμ αμέσως εγύρισε τα ηνία του άρματος να φύγη και είπε προς τον Οχοζίαν· “Οχοζία, πρόκειται περί συνωμοσίας”.
Δ Βασ. 9,24 καὶ ἔπλησεν Ἰοὺ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐν τῷ τόξῳ καὶ ἐπάταξε τὸν Ἰωρὰμ ἀνὰ μέσον τῶν βραχιόνων αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε τὸ βέλος αὐτοῦ διὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἔκαμψεν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ.
Δ Βασ. 9,24 Ο Ιού επήρεν στο χέρι του το τόξον, εκτύπησε με το βέλος τον Ιωράμ ανάμεσα εις τις δύο πλάτες και το βέλος εβγήκεν δια της καρδίας του. Ο Ιωράμ εγονάτισεν επάνω στο άρμα του και απέθανεν αμέσως.
Δ Βασ. 9,25 καὶ εἶπε πρὸς Βαδεκὰρ τὸν τριστάτην αὐτοῦ· ῥῖψον αὐτὸν ἐν τῇ μερίδι ἀγροῦ Ναβουθαὶ τοῦ Ἰεζραηλίτου· ὅτι μνημονεύω, ἐγὼ καὶ σὺ ἐπιβεβηκότες ἐπὶ ζεύγη ὀπίσω Ἀχαὰβ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ Κύριος ἔλαβεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὸ λῆμμα τοῦτο λέγων·
Δ Βασ. 9,25 Ο Ιού είπεν στον αξιωματικόν της συνοδείας του, τον Βαδεκάρ· “ρίξε το πτώμα του Ιωράμ στον αγρόν του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου. Διότι ενθυμούμαι, όταν εγώ και συ έφιπποι ηκολουθήσαμεν ως συνοδοί Αχαάβ τον πατέρα αυτού, ο Κυριος είχε προαναγγείλει αυτήν την τιμωρίαν εναντίον του λέγων·
Δ Βασ. 9,26 εἰ μὴ τὰ αἵματα Ναβουθαὶ καὶ τὰ αἵματα τῶν υἱῶν αὐτοῦ εἶδον ἐχθές, φησὶ Κύριος, καὶ ἀνταποδώσω αὐτῷ ἐν τῇ μερίδι ταύτῃ, φησὶ Κύριος· καὶ νῦν ἄρας δὴ ῥῖψον αὐτὸν ἐν τῇ μερίδι κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.
Δ Βασ. 9,26 Οπως είδον χθες τα αίματα του Ναβουθαί και των υιών του να χύνωνται από τούτον, λέγει ο Κυριος, έτσι θα του ανταποδώσω την αδικίαν, που διέπραξεν, στον ίδιον ακριβώς αγρόν. Και τώρα πάρε το νεκρόν σώμα και ρίξε το στον αγρόν αυτόν σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου”.

Ο Ιού θανατώνει τον Οχοζία
Δ Βασ. 9,27 καὶ Ὀχοζίας βασιλεὺς Ἰούδα εἶδε καὶ ἔφυγεν ὁδὸν Βαιθαγγάν, καὶ ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ Ἰοὺ καὶ εἶπε· καί γε αὐτόν· καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν πρὸς τῷ ἅρματι ἐν τῷ ἀναβαίνειν Γαΐ, ἥ ἐστιν Ἰεβλαάμ, καὶ ἔφυγεν εἰς Μαγεδδὼ καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.
Δ Βασ. 9,27 Ο βασιλεύς των Ιουδαίων, ο Οχοζίας, όταν είδε το τραγικόν γεγονός, έφυγε πανικόβλητος ακολουθών την οδόν προς Βαιθαγγάν, αλλά ο Ιού με τους στρατιώτας του τον κατεδίωξε και είπεν εις ένα από τους στρατιώτας του· “και αυτόν εκτελέσατε”. Και πράγματι ένας στρατιώτης εκτύπησεν αυτόν στο άρμα του, όταν ανέβαινεν εις την πόλιν Γαϊ, η οποία ευρίσκεται πλησίον της Ιεβλαάμ. Εφυγε δε με το άρμα του πληγωμένος εις Μαγεδδώ ο Οχοζίας, όπου και απέθανε.
Δ Βασ. 9,28 καὶ ἐπεβίβασαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἐπὶ τὸ ἅρμα καὶ ἤγαγον αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ.
Δ Βασ. 9,28 Οι δούλοι του τον απέθεσαν νεκρόν στο άρμα του, τον έφεραν εις την Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν στον τάφον του εις την πόλιν του Δαυίδ.
Δ Βασ. 9,29 καὶ ἐν ἔτει ἑνδεκάτῳ Ἰωρὰμ βασιλέως Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν Ὀχοζίας ἐπὶ Ἰούδαν.
Δ Βασ. 9,29 Κατά το ενδέκατον έτος του Ιωράμ, βασιλέως του ισραηλιτικού λαού, εβασίλευσεν ο Οχοζίας στο βασίλειον του Ιούδα.

Ο Ιού θανατώνει την Ιεζάβελ
Δ Βασ. 9,30 καὶ ἦλθεν Ἰοὺ ἐπὶ Ἰεζράελ· καὶ Ἰεζάβελ ἤκουσε καὶ ἐστιμίσατο τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς καὶ ἠγάθυνε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ διέκυψε διὰ τῆς θυρίδος.
Δ Βασ. 9,30 Ο Ιού εισήλθεν εις την πόλιν Ιεζράελ. Η Ιεζάβελ ήκουσε τα γεγονότα αυτά, έβαψε μαύρα τα βλέφαρά της, εστόλισε την κεφαλήν της και έκυψεν από το παράθυρον του ανακτόρου της.
Δ Βασ. 9,31 καὶ Ἰοὺ εἰσεπορεύετο ἐν τῇ πόλει καὶ εἶπεν· εἰ εἰρήνη, Ζαμβρὶ ὁ φονευτὴς τοῦ κυρίου αὐτοῦ;
Δ Βασ. 9,31 Ο Ιού την ώραν εκείνην εισήρχετο εις την πόλιν. Η Ιεζάβελ είπε προς αυτόν ειρωνικώς· “είναι ειρηνική η εισοδός σου, όμοιε με τον Ζαμβρί, που εδολοφόνησε τον κύριόν του;”
Δ Βασ. 9,32 καὶ ἐπῆρε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν θυρίδα καὶ εἶδεν αὐτὴν καὶ εἶπε· τίς εἶ σύ; κατάβηθι μετ᾿ ἐμοῦ. καὶ κατέκυψαν πρὸς αὐτὸν δύο εὐνοῦχοι·
Δ Βασ. 9,32 Ο Ιού εσήκωσε το πρόσωπόν του προς το παράθυρον, είδεν αυτήν και είπε· “ποιά είσαι συ; Κατέβα κάτω προς εμέ”. Εσκυψαν προς αυτόν από το παράθυρον δύο ευνούχοι.
Δ Βασ. 9,33 καὶ εἶπε· κυλίσατε αὐτήν, καὶ ἐκύλισαν αὐτήν, καὶ ἐῤῥαντίσθη τοῦ αἵματος αὐτῆς πρὸς τὸν τοῖχον καὶ πρὸς τοὺς ἵππους, καὶ συνεπάτησαν αὐτήν.
Δ Βασ. 9,33 Ο Ιού τους είπε· “κυλίσατε αυτήν κάτω”. Και την εκύλισαν πράγματι. Το δε αίμα της ερράντισε τον τοίχον και τους ίππους, οι οποίοι και την εποδοπάτησαν.
Δ Βασ. 9,34 καὶ εἰσῆλθε καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ εἶπεν· ἐπισκέψασθε δὴ τὴν κατηραμένην ταύτην καὶ θάψατε αὐτήν, ὅτι θυγάτηρ βασιλέως ἐστί.
Δ Βασ. 9,34 Ο Ιού εισήλθεν στον οίκον, έφαγεν, έπιε και είπε· “πηγαίνετε, λοιπόν, προς την κατηραμένην αυτήν γυναίκα και θάψατέ την, διότι επί τέλους είναι θυγάτηρ βασιλέως”.
Δ Βασ. 9,35 καὶ ἐπορεύθησαν θάψαι αὐτὴν καὶ οὐχ εὗρον ἐν αὐτῇ ἄλλο τι ἢ τὸ κρανίον καὶ οἱ πόδες καὶ τὰ ἴχνη τῶν χειρῶν.
Δ Βασ. 9,35 Εκείνοι μετέβησαν, δια να την θάψουν και δεν ευρήκαν τίποτε άλλο από το σώμα της παρά μόνον το κρανίον, τα πόδια της και τας παλάμας από τας χείρας της.
Δ Βασ. 9,36 καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ, καὶ εἶπε· λόγος Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου λέγων· ἐν τῇ μερίδι Ἰεζράελ καταφάγονται οἱ κύνες τὰς σάρκας Ἰεζάβελ,
Δ Βασ. 9,36 Επέστρεψαν και ανήγγειλαν στον Ιού αυτά. Ο Ιού είπεν· “εξεπληρώθη του Κυρίου η προφητεία, την οποίαν ελάλησε δια του Ηλιού του Θεσβίτου λέγων· Εις τον αγρόν, που ευρίσκεται εις Ιεζράελ, εκεί θα φάγουν οι κύνες τας σάρκας της Ιεζάβελ.
Δ Βασ. 9,37 καὶ ἔσται τὸ θνησιμαῖον Ἰεζάβελ ὡς κοπρία ἐπὶ προσώπου τοῦ ἀγροῦ ἐν τῇ μερίδι Ἰεζράελ, ὥστε μὴ εἰπεῖν αὐτοὺς Ἰεζάβελ.
Δ Βασ. 9,37 Το δε πτώμα της θα είναι ωσάν κοπριά στον αγρόν της περιοχής Ιεζράελ. Θα υποστή δε τέτοιαν παραμόρφωσιν, ώστε δεν θα ημπορή να είπη κανείς ότι αυτή είναι η Ιεζάβελ”.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 4 και 0 επισκέπτες

cron