Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Τρί Οκτ 16, 2012 11:13 am
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Τα εγκαίνια του Ναού και η δοξολογία του Σολομώντα.
Β Παραλ. 6,1 Τότε εἶπε Σαλωμών· Κύριος εἶπε τοῦ κατασκηνῶσαι ἐν γνόφῳ·
Β Παραλ. 6,1 Τοτε είπεν ο Σολομών· “ο Κυριος απεφάσισε να κατοικήση μέσα εις την σκοτεινήν νεφέλην.
Β Παραλ. 6,2 καὶ ἐγὼ ᾠκοδόμηκα οἶκον τῷ ὀνόματί σου ἅγιόν σοι καὶ ἕτοιμον τοῦ κατασκηνῶσαι εἰς τοὺς αἰῶνας.
Β Παραλ. 6,2 Εγώ όμως, Κυριε, οικοδόμησα τον ναόν αυτόν στο Ονομά σου, αφιερωμένον εις σέ, έτοιμον δια να κατοικήσης εις αυτόν στους αιώνας των αιώνων”.
Β Παραλ. 6,3 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὴν πᾶσαν ἐκκλησίαν Ἰσραήλ, καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραὴλ παρειστήκει.
Β Παραλ. 6,3 Ο βασιλεύς Σολομών εγύρισε το πρόσωπόν του προς τον λαόν και ευλόγησεν όλην την συνάθροισιν των Ισραηλιτών. Ολοι δε οι Ισραηλίται ίσταντο όρθιοι με ευλάβειαν.
Β Παραλ. 6,4 καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὡς ἐλάλησεν ἐν στόματι αὐτοῦ πρὸς Δαυὶδ τὸν πατέρα μου καὶ ἐν χερσὶν αὐτοῦ ἐπλήρωσε λέγων·
Β Παραλ. 6,4 Ο Σολομών εδοξολόγησε τότε τον Θεόν και είπε· “δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, διότι αυτός ο ίδιος υπεσχέθη προς τον πατέρα μου τον Δαυίδ και με τα παντοδύναμα χέρια του εξετέλεσεν ο,τι τότε είχεν υποσχεθή.
Β Παραλ. 6,5 ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἀνήγαγον τὸν λαόν μου ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ ἐξελεξάμην ἐν πόλει ἀπὸ πασῶν φυλῶν Ἰσραὴλ τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τοῦ εἶναι τό ὄνομά μου ἐκεῖ καὶ οὐκ ἐξελεξάμην ἀνδρὶ τοῦ εἶναι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ·
Β Παραλ. 6,5 Αυτός είχεν είπει· Από την ημέραν, κατά την οποίαν έβγαλα ελεύθερον τον λαόν μου από την χώραν της Αιγύπτου, καμμίαν άλλην πόλιν από όλας τας φυλάς του ισραηλιτικού λαού δεν εξέλεξα, δια να οικοδομήσω εκεί ναόν προς τιμήν του Ονόματός μου, ει μη μόνον την Ιερουσαλήμ. Και κανένα άλλον άνδρα δεν εξέλεξα ως βασιλέα επί του Ισραηλιτικού λαού. Πλην του Δαυίδ.
Β Παραλ. 6,6 καὶ ἐξελεξάμην τὴν Ἱερουσαλὴμ γενέσθαι τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ καὶ ἐξελεξάμην ἐν Δαυὶδ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.
Β Παραλ. 6,6 Εγώ εξέλεξα την Ιερουσαλήμ, δια να δοξάζεται εκεί το Ονομά μου, και εγώ εξέλεξα τον Δαυίδ, δια να είναι βασιλεύς στον λαόν μου τον ισραηλιτικόν.
Β Παραλ. 6,7 καὶ ἐγένετο ἐπὶ καρδίαν Δαυὶδ τοῦ πατρός μου τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ,
Β Παραλ. 6,7 Εις την καρδίαν δε του Δαυίδ του πατρός μου εγενήθη η επιθυμία και ο πόθος να ανοικοδομήση ναόν εν τω ονόματι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.
Β Παραλ. 6,8 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυὶδ πατέρα μου· διότι ἐγένετο ἐπὶ καρδίαν σου τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καλῶς ἐποίησας, ὅτι ἐγένετο ἐπὶ τὴν καρδίαν σου·
Β Παραλ. 6,8 Αλλά ο Κυριος είπε προς τον Δαυίδ, τον πατέρα μου· Η επιθυμία, που εγενήθη εις την καρδίαν σου να οικοδομήσης ναόν εις δόξαν του ονόματός μου, καλή επιθυμία είναι και καλώς αυτή εγέμισε την καρδίαν σου.
Β Παραλ. 6,9 πλὴν σὺ οὐκ οἰκοδομήσεις τὸν οἶκον, ὅτι ὁ υἱός σου, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τῆς ὀσφύος σου, οὗτος οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τῷ ὀνόματί μου.
Β Παραλ. 6,9 Πλην όμως συ δεν θα ανοικοδομήσης τον ναόν αυτόν, άλλα ο υιός σου, ο οποίος θα εξέλθη από τα σπλάγχνα σου, αυτός θα ανοικοδομήση τον ναόν τον αφιερωμένον στο Ονομά μου.
Β Παραλ. 6,10 καὶ ἀνέστησε Κύριος τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε, καὶ ἐγενήθην ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου καὶ ἐκάθισα ἐπὶ τὸν θρόνον Ἰσραήλ, καθὼς ἐλάλησε Κύριος, καὶ ᾠκοδόμησα τὸν οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ
Β Παραλ. 6,10 Ο Κυριος εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του αυτήν, την οποίαν ρητώς είχεν είπει, και ιδού ότι εγώ διεδέχθην τον πατέρα μου, τον Δαυίδ, και εκάθισα στον βασιλικόν θρόνον του ισραηλιτικού λαού, όπως είχεν υποσχεθή ο Κυριος. Και ανοικοδόμησα τον ναόν προς δόξαν του ονόματος Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού.
Β Παραλ. 6,11 καὶ ἔθηκα ἐκεῖ τὴν κιβωτόν, ἐν ᾗ ἐκεῖ διαθήκη Κυρίου, ἣν διέθετο τῷ Ἰσραήλ.
Β Παραλ. 6,11 Εκεί έθεσα την Κιβωτόν του Μαρτυρίου, μέσα εις την οποίαν υπάρχει η Διαθήκη του Κυρίου, την οποίαν αυτός συνήψε με τον ισραηλιτικόν λαόν”.
Β Παραλ. 6,12 Καὶ ἔστη κατέναντι τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου ἔναντι πάσης ἐκκλησίας Ἰσραὴλ καὶ διεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ·
Β Παραλ. 6,12 Εστάθη ο Σολομών όρθιος ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και ενώπιον όλης της συγκεντρώσεως του ισραηλιτικού λαού και ύψωσε τας χείρας αυτού στον ουρανόν, δια να προσευχηθή προς τον Κυριον.
Β Παραλ. 6,13 ὅτι ἐποίησε Σαλωμὼν βάσιν χαλκῆν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ, πέντε πήχεων τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ πέντε πήχεων τὸ εὖρος αὐτῆς καὶ τριῶν πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς, καὶ ἔστη ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ γόνατα ἔναντι πάσης ἐκκλησίας Ἰσραὴλ καὶ διεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν
Β Παραλ. 6,13 Είχεν ήδη κατασκευάσει ο Σολομών χάλκινον βάθρον, το οποίον έθεσεν στο μέσον της αυλής του ναού, το μήκος του βάθρου αυτού ήτο πέντε πήχεις, το πλάτος του επίσης πέντε πήχεις, το δε ύψος του ήτο τρεις πήχεις. Ανέβη και εστάθη ο Σολομών επάνω στο βάθρον αυτό, έπειτα έπεσεν εις τα γόνατα ενώπιον της συγκεντρώσεως ολοκλήρου του ισραηλιτικού λαού, ύψωσε τας χείρας του προς τον ουρανόν και είπε·
Β Παραλ. 6,14 καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι Θεὸς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, φυλάσσων τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεος τοῖς παισί σου τοῖς πορευομένοις ἐναντίον σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ.
Β Παραλ. 6,14 “Κυριε, Θεέ του ισραηλιτικού λαού, δεν υπάρχει στον ουρανόν και εις την γην άλλος Θεός όμοιος προς σέ, ο οποίος εκπληρώνεις τας υποσχέσεις σου και παρέχστο έλεός σου στους δούλους σου, οι οποίοι πορεύονται ενώπιόν σου με όλην την ειλικρίνειαν της καρδίας των.
Β Παραλ. 6,15 ἃ ἐφύλαξας τῷ παιδί σου Δαυὶδ τῷ πατρί μου, ἃ ἐλάλησας αὐτῷ λέγων, καὶ ἐλάλησας ἐν στόματί σου καὶ ἐν χερσί σου ἐπλήρωσας ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.
Β Παραλ. 6,15 Συ επραγματοποίησες στον δούλον σου, τον πατέρα μου Δαυίδ, εκείνα, τα οποία είχες είπει εις αυτόν περί του ναού όσα με το ίδιο σου το στόμα του υπεσχέθης επραγματοποίησες δια της παντοδυνάμου χειρός σου, όπως μαρτυρεί η σημερινή ημέρα.
Β Παραλ. 6,16 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, φύλαξον τῷ παιδί σου τῷ Δαυὶδ τῷ πατρί μου ἃ ἐλάλησας αὐτῷ λέγων· οὐκ ἐκλείψει σοι ἀνὴρ ἀπὸ προσώπου μου καθήμενος ἐπὶ θρόνου Ἰσραήλ, πλὴν ἐὰν φυλάξωσιν οἱ υἱοί σου τὴν ὁδὸν αὐτῶν τοῦ πορεύεσθαι ἐν τῷ νόμῳ μου, ὡς ἐπορεύθης ἐναντίον μου.
Β Παραλ. 6,16 Και τώρα, Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, εκπλήρωσε και όσά άλλα υπεσχέθης στον δούλον σου, τον πατέρα μου Δαυίδ, όταν εις αυτόν έλεγες· Δεν θα παύση να υπάρχη ενώπιόν μου βασιλεύς επί του ισραηλιτικού θρόνου απόγονός σου, υπό την προϋπόθεσιν ότι οι απόγονοί σου θα προσέξουν και θα φυλάξουν τον δρόμον των, ώστε να πορεύωνται σύμφωνα με τον νόμον μου, όπως επορεύθης συ ενώπιόν μου.
Β Παραλ. 6,17 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, πιστωθήτω δὴ τὸ ῥῆμά σου, ὃ ἐλάλησας τῷ παιδί σου τῷ Δαυίδ,
Β Παραλ. 6,17 Και τώρα Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, ας αποδειχθή πιστός και αληθινός ο λόγος σου και ας πραγματοποιηθή αυτό, το οποίον υπεσχέθης στον δούλον σου τον Δαυίδ.
Β Παραλ. 6,18 ὅτι εἰ ἀληθῶς κατοικήσει Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς; εἰ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσουσί σοι, καὶ τίς ὁ οἶκος οὗτος, ὃν ᾠκοδόμησα;
Β Παραλ. 6,18 Αλλά πως είναι δυνατόν να κατοικήση ο Θεός μαζή με τους ανθρώπους επί της γης; Εάν το στερέωμα και ο ουρανός του ουρανού δεν είναι αρκετοί να βαστάσουν το μεγαλείον σου, τι είναι ο οίκος αυτός, τον οποίον εγώ έχώ ανοικοδομήσει;
Β Παραλ. 6,19 καὶ ἐπιβλέψῃ ἐπὶ τὴν προσευχὴν παιδός σου καὶ ἐπὶ τὴν δέησίν μου, Κύριε ὁ Θεός, τοῦ ἐπακοῦσαι τῆς δεήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ἧς ὁ παῖς σου προσεύχεται ἐναντίον σου σήμερον,
Β Παραλ. 6,19 Αλλά, συ Κυριε και Θεέ μου, θα συγκαταβής να επιβλέψης εις την προσευχήν του δούλου σου, να ακούσης την δέησίν μου και την προσευχήν μου, την οποίαν ο δούλος σου απευθύνει ενώπιόν σου σήμερον.
Β Παραλ. 6,20 τοῦ εἶναι ὀφθαλμούς σου ἀνεῳγμένους ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ὃν εἶπας ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομά σου ἐκεῖ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς προσευχῆς, ἧς προσεύχεται ὁ παῖς σου εἰς τὸν τόπον τοῦτον.
Β Παραλ. 6,20 Σε ικετεύω να είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου ημέραν και νύκτα στον ναόν και τον τόπον τούτον, όπου συ ώρισες να επικαλούνται το Ονομά σου οι άνθρωποι. Ας είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου και τα ώτα σου, δια να ακούης την προσευχήν, την οποίαν σου απευθύνω εγώ ο δούλος σου στον τόπον αυτόν.
Β Παραλ. 6,21 καὶ ἀκούσῃ τῆς δεήσεως τοῦ παιδός σου καὶ τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἃ ἂν προσεύξωνται εἰς τὸν τόπον τοῦτον, καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐν τῷ τόπῳ τῆς κατοικήσεώς σου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀκούσῃ καὶ ἵλεως ἔσῃ.
Β Παραλ. 6,21 Θα ακούσης, Κυριε, τας δεήσεις εμού του δούλου σου και του ισραηλιτικού λαού, τας οποίας θα απευθύνουν προς σε στον τόπον τούτον. Ναι, Κυριε, θα ακούσης από τον τόπον της ουρανίου κατοικίας σου τας προσευχάς, θα τας δεχθής και θα γίνης σπλαγχνικός στους προσευχομένους προς σέ.
Β Παραλ. 6,22 ἐὰν ἁμάρτῃ ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρὰν τοῦ ἀρᾶσθαι αὐτόν, καὶ ἔλθῃ καὶ ἀράσηται κατέναντι τοῦ θυσιαστηρίου ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ,
Β Παραλ. 6,22 Εάν κανείς αδικήση τον πλησίον του και πάρη επάνω του όρκον και έλθη αυτός και ορκισθή ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων στον ναόν τούτον,
Β Παραλ. 6,23 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσεις καὶ κρινεῖς τοὺς δούλους σου τοῦ ἀποδοῦναι τῷ ἀνόμῳ καὶ ἀποδοῦναι ὁδοὺς αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ τοῦ δικαιῶσαι δίκαιον, τοῦ ἀποδοῦναι αὐτῷ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ.
Β Παραλ. 6,23 συ θα ακούσης από τον ουρανόν και θα κάμης την κρίσιν σου μεταξύ των δούλων σου, ώστε εάν ο αδικήσας ορκισθή ψευδώς, να τιμωρήσης τον άνομον και να ρίψης επάνω στο κεφάλι του την αδικίαν, που διέπραξεν, έτσι δε θα αποδείξης αθώον τον δίκαιον και θα αποδώσης εις αυτόν ανάλογα με την δικαιοσύνην του.
Β Παραλ. 6,24 καὶ ἐὰν θραυσθῇ ὁ λαός σου Ἰσραὴλ κατέναντι τοῦ ἐχθροῦ, ἐὰν ἁμάρτωσί σοι, καὶ ἐπιστρέψωσι καὶ ἐξομολογήσωνται τῷ ὀνόματί σου καὶ προσεύξωνται καὶ δεηθῶσιν ἐναντίον σου ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ,
Β Παραλ. 6,24 Εάν συντριβούν και αιχμαλωτισθούν από τον εχθρόν των οι Ισραηλίται, διότι ημάρτησαν ενώπιόν σου, έπειτα όμως επιστρέψουν εν μετάνοια προς σε και δοξάσουν το Ονομά σου και προσευχηθούν και δεηθούν ενώπιόν σου στρεφόμενοι προς τον ναόν τούτον,
Β Παραλ. 6,25 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἵλεως ἔσῃ ταῖς ἁμαρτίαις λαοῦ σου Ἰσραὴλ καὶ ἀποστρέψεις αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ἔδωκας αὐτοῖς καὶ τοῖς πατράσιν αὐτῶν.
Β Παραλ. 6,25 συ θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν των, θα γίνης ίλεως εις τας αμαρτίας του ισραηλιτικού λαού, θα ελευθερώσης και θα επιστρέψης αυτούς από την αιχμαλωσίαν εις την χώραν αυτήν, την οποίαν συ έχεις δώσει εις αυτούς και στους προγόνους των.
Β Παραλ. 6,26 ἐν τῷ συσχεθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ μὴ γενέσθαι ὑετόν, ὅτι ἁμαρτήσονταί σοι, καὶ προσεύξονται εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ αἰνέσουσι τὸ ὄνομά σου καὶ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν, ὅτι ταπεινώσεις αὐτούς,
Β Παραλ. 6,26 Οταν δε κλείση ο ουρανός και δεν πέση βροχή εις την γην, διότι θα έχουν αμαρτήσει απέναντί σου οι δούλοι σου, προσευχηθούν όμως στον τόπον τούτον και δοξάσουν το Ονομά σου και μετανοήσουν από τας αμαρτίας των εξ αιτίας της θλίψεως, που τους απέστειλες,
Β Παραλ. 6,27 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἵλεως ἔσῃ ταῖς ἁμαρτίαις τῶν παίδων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ὅτι δηλώσεις αὐτοῖς τὴν ὁδὸν τὴν ἀγαθήν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ, καὶ δώσεις ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν σου, ἣν ἔδωκας τῷ λαῷ σου εἰς κληρονομίαν.
Β Παραλ. 6,27 συ πάλιν θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν των, θα είσαι ίλεως δια τας αμαρτίας των δούλων σου και όλου του ισραηλιτικού λαού, θα δείξης εις αυτούς την ευθείαν οδόν, που πρέπει να βαδίσουν, και θα στείλης βροχήν εις την γην σου, την οποίαν συ έδωκες εις τον λαόν σου ως κληρονομίαν.
Β Παραλ. 6,28 λιμὸς ἐὰν γένηται ἐπὶ τῆς γῆς, θάνατος ἐὰν γένηται, ἀνεμοφθορία καὶ ἴκτερος, ἀκρὶς καὶ βροῦχος ἐὰν γένηται, καὶ ἐὰν θλίψῃ αὐτὸν ὁ ἐχθρὸς κατέναντι τῶν πόλεων αὐτῶν, κατὰ πᾶσαν πληγὴν καὶ πάντα πόνον,
Β Παραλ. 6,28 Εάν πέση πείνα εις την χώραν αυτήν, εάν συμβή θανατηφόρος επιδημία, ελονοσία και ίκτερος, εάν επιπέση ακρίδα και βρούχος, εάν εχθρός καταθλίψη τον λαόν σου πολιορκών τας πόλστου, εάν οιαδήποτε πληγή και θλίψις εκσπάση εναντίον του,
Β Παραλ. 6,29 καὶ πᾶσα προσευχὴ καὶ πᾶσα δέησις, ἣ ἐὰν γένηται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ λαῷ σου Ἰσραήλ, ἐὰν γνῷ ἄνθρωπος τὴν ἀφὴν αὐτοῦ καὶ τὴν μαλακίαν αὐτοῦ καὶ διαπετάσῃ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οἶκον τοῦτον,
Β Παραλ. 6,29 Τοτε δε αναπεμφθή προς σε κάθε προσευχή και κάθε δέησις από ενός εκάστου ανθρώπου και από όλον μαζή τον ισραηλιτικόν σου λαόν, όταν οι άνθρωποι αυτοί συναισθανθούν την θλίψιν των και την ασθένειάν των, και υψώσουν τας χείρας των προς σε στον ναόν τούτον,
Β Παραλ. 6,30 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου καὶ ἱλάσῃ καὶ δώσεις ἀνδρὶ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, ὡς ἂν γνῷς τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ὅτι μόνος γινώσκεις τὴν καρδίαν υἱῶν ἀνθρώπων,
Β Παραλ. 6,30 συ από τον ουρανόν, από το τέλειον αυτό κατοικητήριόν σου, θα ακούσης την προσευχήν των και θα γίνης ίλεως προς αυτούς. Θα δώσης στον καθένα από αυτούς κατά τας επιθυμίας των, όταν κατανοήσης την καρδίαν των συ, ο οποίος μόνος γνωρίζεις τας καρδίας των υιών των ανθρώπων.
Β Παραλ. 6,31 ὅπως φοβῶνται πάσας ὁδούς σου πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς, ἧς ἔδωκας τοῖς πατράσιν ἡμῶν.
Β Παραλ. 6,31 Αυτό δέ, δια να σέβωνται οι άνθρωποι όλας τας οδούς σου, καθ' όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας αυτοί θα ζουν επάνω εις την γην, την οποίαν συ έδωσες στους πατέρας ημών.
Β Παραλ. 6,32 καὶ πᾶς ἀλλότριος, ὃς οὐκ ἐκ τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ ἐστιν αὐτὸς καὶ ἔλθῃ ἐκ γῆς μακρόθεν διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ μέγα καὶ τὴν χεῖρά σου τὴν κραταιὰν καὶ τὸν βραχίονά σου τὸν ὑψηλὸν καὶ ἔλθωσι καὶ προσεύξωνται εἰς τὸν τόπον τοῦτον,
Β Παραλ. 6,32 Και κάθε ξένος, ο οποίος δεν προέρχεται από τον ισραηλιτικόν λαόν, ήλθεν όμως από μακρυνήν χώραν εδώ, διότι έχει πληροφορηθή θαυμαστά γεγονότα δια το μέγα Ονομά σου, δια το παντοδύναμον και ένδοξον χέρι σου, εάν και αυτός έλθη και προσευχηθήήστον τόπον τούτον,
Β Παραλ. 6,33 καὶ σὺ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου καὶ ποιήσεις κατὰ πάντα, ὅσα ἂν ἐπικαλέσηταί σε ὁ ἀλλότριος, ὅπως γνῶσι πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ φοβεῖσθαί σε ὡς ὁ λαός σου Ἰσραὴλ καὶ τοῦ γνῶναι ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ᾠκοδόμησα.
Β Παραλ. 6,33 συ από τον ουρανόν, από το τέλειον κατοικητήριόν σου, θα ακούσης την προσευχήν του και θα εκπληρώσης όλα όσα ζητήση από σε ο ξένος αυτός. Και τούτο, δια να μάθουν όλοι οι λαοί της γης το Ονομά σου και να σε σέβωνται, όπως σε σέβεται ο ισραηλιτικός λαός, δια να μάθουν ότι το Ονομά σου δοξάζεται και αυτό επικαλούνται στον οίκον τούτον, τον οποίον εγώ οικοδόμησα.
Β Παραλ. 6,34 ἐὰν δὲ ἐξέλθῃ ὁ λαός σου εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐν ὁδῷ, ᾗ ἀποστελεῖς αὐτούς, καὶ προσεύξωνται πρός σε κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πόλεως ταύτης, ἣν ἐξελέξω ἐν αὐτῇ, καὶ οἴκου, οὗ ᾠκοδόμηκα τῷ ὀνόματί σου,
Β Παραλ. 6,34 Εάν ο λαός σου εξέλθη εις πόλεμον εναντίον των εχθρών του κατά διαταγήν σου και στον δρόμον, στον οποίον θα στείλης αυτούς, προσευχηθούν προς σε εστραμμένοι προς την πόλιν αυτήν, εντός της οποίας εξέλεξες συ να μένης, και προς τον ναόν αυτόν, τον οποίον οικοδόμησα και αφιέρωσα στο Ονομά σου,
Β Παραλ. 6,35 καὶ ἀκούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τῆς προσευχῆς αὐτῶν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν καὶ ποιήσεις τὸ δικαίωμα αὐτῶν.
Β Παραλ. 6,35 συ θα ακούσης από τον ουρανόν την προσευχήν και την δέησιν αυτών και θα αποδώσης εις αυτούς το δίκαιον.
Β Παραλ. 6,36 ὅτι ἁμαρτήσονταί σοι (ὅτι οὐκ ἔσται ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται) καὶ πατάξεις αὐτοὺς καὶ παραδώσεις αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον ἐχθρῶν καὶ αἰχμαλωτεύσουσιν αὐτοὺς οἱ αἰχμαλωτεύοντες αὐτοὺς εἰς γῆν ἐχθρῶν εἰς γῆν μακρὰν ἢ ἐγγὺς
Β Παραλ. 6,36 Εάν αμαρτήσουν απέναντί σου, (διότι δεν θα υπάρξη άνθρωπος, που δεν θα αμαρτήση) και τιμωρήσης αυτούς και τους παραδώσης εις τα χέρια των εχθρών των, οι δε εχθροί των τους αιχμαλωτίσουν και τους μεταφέρουν εις εχθρικήν χώραν πλησίον η μακράν,
Β Παραλ. 6,37 καὶ ἐπιστρέψωσι καρδίαν αὐτῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, οὗ μετήχθησαν ἐκεῖ, καί γε ἐπιστρέψωσι καὶ δεηθῶσί σου ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ αὐτῶν λέγοντες· ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν,
Β Παραλ. 6,37 εάν αυτοί επιστρέψουν με ειλικρινή καρδίαν προς σε εκεί εις την εχθρικήν χώραν, όπου θα έχουν μεταφερθή, εάν επιστρέψουν εν μετανοία και εις την περίοδον της αιχμαλωσίας των αυτής προσευχηθούν προς σε λέγοντες· ημαρτήσαμεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν·
Β Παραλ. 6,38 καὶ ἐπιστρέψωσι πρός σε ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ αὐτῶν ἐν γῇ αἰχμαλωτευσάντων αὐτοὺς καὶ προσεύξωνται ὁδὸν γῆς αὐτῶν, ἧς ἔδωκας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ τῆς πόλεως, ἧς ἐξελέξω, καὶ τοῦ οἴκου, οὗ ᾠκοδόμησα τῷ ὀνόματί σου,
Β Παραλ. 6,38 εάν αυτοί επιστρέψουν προς σε με όλην των την καρδίαν και με όλην των την ψυχήν εις την χώραν των εχθρών, που τους έχουν αιχμαλωτίσει, και προσευχηθούν εστραμμένοι προς την κατεύθυνσιν της χώρας των, την οποίαν συ έδωκες στους πατέρας των, προς την κατεύθυνσιν της πόλεως, την οποίαν συ εδιάλεξες, και του οίκου, τον οποίον εγώ οικοδόμησα εις δόξαν του Ονόματός σου,
Β Παραλ. 6,39 καὶ ἀκούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου σου τῆς προσευχῆς αὐτῶν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν καὶ ποιήσεις κρίματα καὶ ἵλεως ἔσῃ τῷ λαῷ τῷ ἁμαρτῶντί σοι.
Β Παραλ. 6,39 συ θα ακούσης από τον ουρανόν, από το τέλειον κατοικητήριόν σου, την προσευχήν και την δέησιν αυτών, θα αποδώσης το δίκαιόν των και θα δειχθής σπλαγχνικός στον λαόν αυτόν, ο οποίος ημάρτησεν απέναντί σου.
Β Παραλ. 6,40 καὶ νῦν, Κύριε, ἔστωσαν δὴ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνεῳγμένοι καὶ τὰ ὦτά σου ἐπήκοα ἐπὶ τὴν δέησιν τοῦ τόπου τούτου.
Β Παραλ. 6,40 Και τώρα, Κυριε, ας είναι ανοικτοί οι οφθαλμοί σου και τα ώτά σου πρόθυμα να ακούσουν κάθε δέησιν, η οποία θα αναπέμπεται προς σε από τον τόπον τούτον.
Β Παραλ. 6,41 καὶ νῦν ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, εἰς τὴν κατάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς ἰσχύος σου. οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε ὁ Θεός, ἐνδύσαιντο σωτηρίαν, καὶ οἱ υἱοί σου εὐφρανθήτωσαν ἐν ἀγαθοῖς.
Β Παραλ. 6,41 Και τώρα, Κυριε και Θεέ, σήκω και όλα στον τύπον αυτόν της αναπαύσεώς σου, συ και η Κιβωτός της δυνάμεώς σου. Οι ιερείς σου, Κυριε και Θεέ, ας ενδυθούν σωτηρίαν και τα τέκνα σου, οι ευλαβείς άνθρωποι, ας ευφρανθούν με τα αγαθά, τα οποία συ δίδεις.
Β Παραλ. 6,42 Κύριε ὁ Θεός, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου, μνήσθητι τὰ ἐλέη Δαυὶδ τοῦ δούλου σου.
Β Παραλ. 6,42 Κυριε ο Θεός μου, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ, τον οποίον συ έχρισες βασιλέα και ενθυμήσου τα ελέη, τα όποία προς τον δούλον σου τον Δαυίδ έδωσες”.
Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.