ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Φεβ 11, 2016 4:27 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 9α

Πραξ. 9,1 Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ
Πραξ. 9,1 Ο Σαύλος όμως, κυριευμένος από μίσος και μανίαν, εξακολουθούσε να αποπνέη και να εκδηλώνη αισθήματα απειλής και φόνου εναντίον των μαθητών του Κυρίου. Προσήλθε στον αρχιερέα
Πραξ. 9,2 ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ.
Πραξ. 9,2 και εζήτησε από αυτόν συστατικάς επιστολάς προς τας συναγωγάς της Δαμασκού, όπως, εάν εύρη μερικούς άνδρας και γυναίκας να ανήκουν στον δρόμον του Ιησού, δεμένους τους οδηγήση εις την Ιερουσαλήμ.
Πραξ. 9,3 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ,
Πραξ. 9,3 Ενώ δε επροχωρούσε και επλησίαζε πλέον εις την Δαμασκόν, αίφνης άστραψε ολόγυρά του από τον ουρανόν λαμπρόν φως.
Πραξ. 9,4 καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;
Πραξ. 9,4 Και καθώς από την απαστράπτουσαν λάμψιν έπεσε κάτω εις την γης, ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία του έλεγε· “Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις;”
Πραξ. 9,5 εἶπε δέ· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις·
Πραξ. 9,5 Είπε δε ο Σαύλος· “ποιός είσαι, κύριε;” Ο δε Κυριος απήντησε· “εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώξεις, αφού καταδιώκστους οπαδούς μου.
Πραξ. 9,6 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν.
Πραξ. 9,6 Αλλά σήκω επάνω και πήγαινε εις την πόλιν και εκεί θα σου ανακοινωθή, τι πρέπει να κάμης”.
Πραξ. 9,7 οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες.
Πραξ. 9,7 Οι άνδρες όμως, που τον συνώδευαν, έμειναν άφωνοι, με ανοικτό το στόμα, διότι ήκουαν μεν την φωνήν, αλλά δεν έβλεπαν κανένα.
Πραξ. 9,8 ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν.
Πραξ. 9,8 Εσηκώθηκε ο Σαύλος από την γην, και ενώ ήσαν ανοικτά τα μάτια του, δεν έβλεπε κανένα. Οι στρατιώται οδηγούντες αυτό από το χέρι, τον έφεραν μέσα εις την Δαμασκόν.
Πραξ. 9,9 καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν.
Πραξ. 9,9 Και έμεινε τρεις ημέρας τυφλός, χωρίς να βλέπη· και ούτε έφαγε ούτε έπιε.
Πραξ. 9,10 Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἀνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἀνανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε·
Πραξ. 9,10 Υπήρχε δε εις την Δαμασκόν ένας μαθητής, ονόματι Ανανίας, και με όραμα είπε προς αυτόν ο Κυριος· “Ανανία”. Εκείνος δε είπε· “ιδού, εδώ είμαι, Κυριε”.
Πραξ. 9,11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται,
Πραξ. 9,11 Ο δε Κυριος είπε τότε προς αυτόν· “σήκω και πήγαινε εις την οδόν, που λέγεται ευθεία, και ζήτησε στο σπίτι του Ιούδα κάποιον, που ονομάζεται Σαύλος και κατάγεται από την Ταρσόν. Διότι, ιδού, κατά την ώραν αυτήν προσεύχεται και ζητεί την βοήθειάν μου.
Πραξ. 9,12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ.
Πραξ. 9,12 Είδε και αυτός εις όραμα ένα άνθρωπον, ονόματι Ανανίαν, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι και έθεσε επάνω εις αυτόν το χέρι, δια να τον θεραπεύση από την τύφλωσιν και ξαναϊδή έτσι το φως”.
Πραξ. 9,13 ἀπεκρίθη δὲ Ἀνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 9,13 Απήντησε δε ο Ανανίας· “Κυριε, έχω ακούσει από πολλούς δια τον άνθρωπον αυτόν, δια τα τόσα και τόσα κακά, που έκαμε στους αγίους οπαδούς σου, οι οποίοι μενουν εις την Ιερουσαλήμ
Πραξ. 9,14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου.
Πραξ. 9,14 Και εδώ εις την Δαμασκόν έχει εξουσίαν από τους αρχιερείς να δέση όλους, όσοι επικαλούνται το όνομά σου”.
Πραξ. 9,15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ·
Πραξ. 9,15 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε και μη φοβείσαι. Διότι αυτός είναι όργανον της ιδικής μου εκλογής, δια να βαστάση και κηρύξη το όνομά μου εμπρός εις εθνικούς και εις βασιλείς και στους απογόνους του Ισραήλ.
Πραξ. 9,16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν.
Πραξ. 9,16 Διότι εγώ ο ίδιος θα του δείξω από τώρα, όσα πρέπει να πάθη δια το όνομά μου”
Πραξ. 9,17 Ἀπῆλθε δὲ Ἀνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου.
Πραξ. 9,17 Επήγε πράγματι ο Ανανίας· εισήλθε εις την οικίαν και αφού έθεσε επάνω εις αυτόν τα χέρια του, είπε· “Σαούλ, αδελφέ, ο Κυριος Ιησούς, ο οποίος σου παρουσιάσθηκε στον δρόμον, που ήρχεσο· με έστειλε, να αποκτήσης και πάλιν το φως και να γεμίσης από Αγιον Πνεύμα”.
Πραξ. 9,18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.
Πραξ. 9,18 Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, απέκτησε το φως του, εσηκώθηκε και εβαπτίσθηκε αμέσως. Και κατόπιν έφαγε τροφήν και απέκτησεν πάλιν τας δυνάμστου, τας σωματικάς και τας πνευματικάς.
Πραξ. 9,19 Ἐγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ὄντων ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς,
Πραξ. 9,19 Εμεινε δε ο Σαύλος ολίγας ημέρας μαζή με τους μαθητάς, που ήσαν εις την Δαμασκόν.
Πραξ. 9,20 καὶ εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσε τὸν Ἰησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 9,20 Και αμέσως εκήρυττε εις τας συναγωγάς τον Ιησούν, λέγων ότι αυτός είναι πράγματι ο μονογενής Υιός του Θεού.
Πραξ. 9,21 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ πορθήσας ἐν Ἱερουσαλὴμ τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ ᾧδε εἰς τοῦτο ἐλήλυθεν, ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς;
Πραξ. 9,21 Ολοι δε όσοι τον ήκουσαν εκυριεύθησαν από έκπληξιν και απορίαν και έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που κατεδίωξε με μίσος μέχρις αφανισμού εις την Ιερουσαλήμ εκείνους, που επεκαλούντο με πίστιν το όνομα τούτο και ο οποίος έχει έλθει εδώ, με αυτός ακριβώς τον σκοπόν, να συλλάβη αυτούς και δεμένους να τους οδηγήση στους αρχιερείς;”


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Φεβ 12, 2016 4:41 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 9β

Πραξ. 9,22 Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Δαμασκῷ, συμβιβάζων ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός.
Πραξ. 9,22 Ο Παύλος όμως ενισχύετο ακόμη περισσότερον με την χάριν του Θεού και με το φωτισμένον κήρυγμά του έφερε σύγχυσιν στους Ιουδαίους, που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν, αποδεικνύων, με την πραγματοποίησιν των προφητειών, ότι αυτός είναι ο Χριστός.
Πραξ. 9,23 ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν·
Πραξ. 9,23 Οταν δε επέρασαν αρκετές ημέρες, συνεσκέφθησαν και απεφάσισαν οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν.
Πραξ. 9,24 ἐγνώσθη δὲ τῷ Σαύλῳ ἡ ἐπιβουλὴ αὐτῶν, παρετήρουν τε τὰς πύλας ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ὅπως αὐτὸν ἀνέλωσι·
Πραξ. 9,24 Εγινε όμως γνωστή στον Σαύλον η επιβουλή των. Και οι Ιουδαίοι παρατηρούσαν ημέραν και νύκτα τας πύλας της πόλεως, δια να τον φονεύσουν.
Πραξ. 9,25 λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι.
Πραξ. 9,25 Οι μαθηταί όμως επήραν τον Σαύλον και εις καιρόν νυκτός τον κατέβασαν μέσα εις ένα κοφίνι από κάποιο παράθυρο του τείχους.
Πραξ. 9,26 Παραγενόμενος δὲ ὁ Σαῦλος εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐπειρᾶτο κολλᾶσθαι τοῖς μαθηταῖς· καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν, μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής.
Πραξ. 9,26 Οταν δε ο Σαύλος έφθασε εις την Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να επικοινωνήση και να προσκολληθή στους μαθητάς. Ολοι όμως τον εφοβούντο, διότι δεν επίστευαν ότι είναι πράγματι μαθητής του Χριστού.
Πραξ. 9,27 Βαρνάβας δὲ ἐπιλαβόμενος αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τοὺς ἀποστόλους, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐλάλησεν αὐτῷ, καὶ πῶς ἐν Δαμασκῷ ἐπαῤῥησιάσατο ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ.
Πραξ. 9,27 Αλλά ο Βαρνάβας τον επήρε με εμπιστοσύνην και τον ωδήγησε στους Αποστόλους. Και διηγήθηκε τότε εις αυτούς ο Σαύλος, πως στον δρόμον είδε τον Κυριον και ότι του ωμίλησε ο Κυριος και πως εις την Δαμασκόν εκήρυξε με θάρρος πίστιν στον Ιησούν Χριστόν.
Πραξ. 9,28 καὶ ἦν μετ᾿ αὐτῶν εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ παῤῥησιαζόμενος ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,
Πραξ. 9,28 Και συνεδέθη πλέον με αυτούς στενότατα, επήγαινε και ήρχετο μαζή των συνεχώς εις Ιερουσαλήμ και με παρρησίαν ωμιλούσε δια τον Κυριον Ιησούν.
Πραξ. 9,29 ἐλάλει τε καὶ συνεζήτει πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς· οἱ δὲ ἐπεχείρουν αὐτὸν ἀνελεῖν.
Πραξ. 9,29 Ακόμη δε ωμιλούσε και εσυζητούσε με τους Ελληνιστάς Ιουδαίους. Εκείνοι όμως εζητούσαν ευκαιρίαν, να τον φονεύσουν.
Πραξ. 9,30 ἐπιγνόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ κατήγαγον αὐτὸν εἰς Καισάρειαν καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτὸν εἰς Ταρσόν.
Πραξ. 9,30 Οταν δε οι αδελφοί έμαθαν τους σκοπούς των, συνώδευσαν και ωδήγησαν τον Παύλον εις την Καισάρειαν και τον έστειλαν εις την Ταρσόν, την πατρίδα του, όπου και θα ήτο ασφαλής από τας επιβουλάς των Εβραίων, που έμειναν άπιστοι και αμετανόητοι.
Πραξ. 9,31 Αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας καὶ Γαλιλαίας καὶ Σαμαρείας εἶχον εἰρήνην οἰκοδομούμεναι καὶ πορευόμεναι τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ παρακλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπληθύνοντο.
Πραξ. 9,31 Αι Εκκλησίαι, λοιπόν, που ήσαν εις όλην την Ιουδαίαν και την Γαλιλαίαν και την Σαμάρειαν, είχαν ειρήνην και οικοδομούντο εις την χριστιανικήν ζωήν και εζούσαν με τον φόβον του Κυρίου και με την δύναμιν και παρηγορίαν, που τους έδιδε το Πνεύμα το Αγιον, επληθύνοντο.
Πραξ. 9,32 Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν.
Πραξ. 9,32 Συνέβη δε, όταν ο Πετρος περιώδευε όλα αυτά τα μέρη, να κατεβή στους πιστούς, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Λυδδαν.
Πραξ. 9,33 εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος.
Πραξ. 9,33 Ευρήκε δε εκεί ένα άνθρωπον, ονόματι Αινέαν, ο οποίος κατέκειτο επί οκτώ έτη παράλυτος επάνω εις ένα κρεββάτι.
Πραξ. 9,34 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη.
Πραξ. 9,34 Και του είπεν ο Πετρος· “Αινέα, ο Ιησούς, ο Χριστός σε θεραπεύει από την ασθένειάν σου. Σηκω και στρώσε μόνος σου το κρεββάτι σου”. Και αμέσως εκείνος εσηκώθηκε υγιής.
Πραξ. 9,35 καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Πραξ. 9,35 Και τον είδαν όλοι, όσοι κατοικούσαν την Λυδδαν και την περιοχήν του Σαρωνος, οι οποίοι επίστευσαν και επέστρεψαν στον Κυριον, παρακινηθέντες από το θαύμα αυτό.
Πραξ. 9,36 Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει.
Πραξ. 9,36 Εις δε την Ιόππην εζούσε μία μαθήτρια του Κυρίου, ονόματι Ταβιθά, της οποίας το όνομα εις την ελληνικήν σημαίνει Δορκάς. Αυτή ήτο γεμάτη από καλά έργα και ελεημοσύνας, τας οποίας έκανε συνεχώς.
Πραξ. 9,37 ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ.
Πραξ. 9,37 Συνέβη όμως κατά τας ημέρας εκείνας να ασθενήση και να πεθάνη. Αφού δε, σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα, την έλουσαν και την ετοίμασαν δια την ταφήν, την έβαλαν στο υπερώον.
Πραξ. 9,38 ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν.
Πραξ. 9,38 Επειδή δε η Λυδδα ήτο κοντά εις την Ιόππην και οι μαθηταί είχαν ακούσει, ότι ο Πετρος ήταν εκεί, έστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μη βραδύνη να έλθη μέχρις αυτών.
Πραξ. 9,39 ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῶον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.
Πραξ. 9,39 Πράγματι ο Πετρος εσηκώθηκε και επήγε μαζή με τους δύο απεσταλμένους. Οταν δε έφθασε, τον ανέβασαν στο υπερώον. Εκεί δε παρουσιάσθησαν εις αυτόν όλαι αι χήραι κλαίουσαι δια τον θάνατον της Ταβιθάς, και εδείκνυαν στον Πετρον χιτώνας και επανωφόρια, όσα έφκιανε, όταν ήτο εν ζωή η Δορκάς.
Πραξ. 9,40 ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε.
Πραξ. 9,40 Ο Πετρος, αφού έβγαλε όλους έξω από το υπερώον, εγονάτισε και προσευχήθηκε. Επειτα εστράφη προς το σώμα και είπε· “Ταβιθά, σήκω”. Εκείνη δε άνοιξε αμέσως τα μάτια της και όταν είδε τον Πετρον ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της.
Πραξ. 9,41 δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν.
Πραξ. 9,41 Της έδωσε τότε το χέρι του ο Πετρος και την εσήκωσε. Και αφού εκάλεσε τους Χριστιανούς και μάλιστα τας χήρας, τους την παρουσίασε ζωντανήν.
Πραξ. 9,42 γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Πραξ. 9,42 Εγινε δε γνωστόν το θαύμα αυτό της αναστάσεως εις όλην την Ιόππην και πολλοί επίστευσαν στον Κυριον.
Πραξ. 9,43 Ἐγένετο δὲ ἡμέρας ἱκανὰς μεῖναι αὐτὸν ἐν Ἰόππῃ παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ.
Πραξ. 9,43 Εμεινε δε εις την Ιόππην ο Πετρος αρκετάς ημέρας στο σπίτι κάποιου Σιμωνος βυρσοδέψου.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Φεβ 13, 2016 4:51 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 10α

Πραξ. 10,1 Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς,
Πραξ. 10,1 Υπήρχε δε εις την Καισάρειαν κάποιος άνθρωπος, ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από την στρατιωτικήν μονάδα, που ελέγετο σπείρα Ιταλική.
Πραξ. 10,2 εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός,
Πραξ. 10,2 Αυτός ήτο ευσεβής και θεοφοβούμενος μαζή με όλον του τον οίκον. Εκανε πολλάς ελεημοσύνας στον λαόν και παρακαλούσε πάντοτε τον Θεόν να τον φωτίζη.
Πραξ. 10,3 εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· Κορνήλιε.
Πραξ. 10,3 Είδε, λοιπόν, κατά την τρίτην απογευματινήν ώραν, φανερά εις ένα όραμα, άγγελον του Θεού, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι του δι' αυτόν και του είπε· “Κορνήλιε”.
Πραξ. 10,4 ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· τί ἐστι, κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,4 Αυτός προσήλωσε τα μάτια του στον άγγελον, κατελήφθη από φόβον και είπε· “τι είναι, κύριε;” Ο δε άγγελος του απήντησε· “αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν στον ουρανόν προς τον Θεόν, δια να σε ενθυμήται συνεχώς.
Πραξ. 10,5 καὶ νῦν πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον·
Πραξ. 10,5 Και τώρα στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους σου και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος.
Πραξ. 10,6 οὗτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν.
Πραξ. 10,6 Αυτός φιλοξενείται από κάποιον βυρσοδέψην Σιμωνα, του οποίου το σπίτι είναι κοντά εις την θάλασσαν”.
Πραξ. 10,7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ,
Πραξ. 10,7 Αμέσως δε μόλις ο άγγελος που ωμιλούσε προς τον Κορνήλιον έφυγεν, εφώναξε αυτός δύο υπηρέτας του και ένα ευσεβή στρατιώτην, από εκείνους που ήσαν απεσπασμένοι εις την υπηρεσίαν του,
Πραξ. 10,8 καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὴν Ἰόππην.
Πραξ. 10,8 και αφού τους εξήγησε όλα όσα είδε και ήκουσε, τους έστειλε εις την Ιόππην γεμάτος ελπίδας και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του αγγέλου.
Πραξ. 10,9 Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην.
Πραξ. 10,9 Την άλλην ημέραν, ενώ εκείνοι επεζοπορούσαν και επλησίαζαν εις την πόλιν, ανέβηκε ο Πετρος εις την ταράτσα της οικίας, κατά τας δώδεκα το μεσημέρι, δια να προσευχηθή.
Πραξ. 10,10 ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις,
Πραξ. 10,10 Ησθάνθη δε πείναν μεγάλην και ήθελε να φάγη. Ενώ δε εκείνοι που ήσαν στο σπίτι ετοίμαζαν τα του φαγητού, κατέλαβε τον Πετρον έκτασις, ώστε να βλέπη αποκαλύψεις Θεού.
Πραξ. 10,11 καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς,
Πραξ. 10,11 Και βλέπει τον ουρανόν ανοιγμένο και να κατεβαίνη προς αυτόν ένα σκεύος, που ωμοίαζε με μεγάλο σινδόνι, δεμένον από τα τέσσερα άκρα, και το οποίον σιγά-σιγά κατέβαινε εις την γην.
Πραξ. 10,12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πραξ. 10,12 Εις αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Φεβ 15, 2016 4:27 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 10β

Πραξ. 10,13 καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.
Πραξ. 10,13 Και έγινε μια φωνή προς αυτόν, η οποία του έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”.
Πραξ. 10,14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον.
Πραξ. 10,14 Ο δε Πετρος απήντησε· “ποτέ και με κανένα τρόπο, δεν θα κάμω αυτό, Κυριε· διότι ποτέ έως τώρα δεν έφαγα κανένα μολυσμένον η ακάθαρτον, που το απαγορεύει ο νόμος”.
Πραξ. 10,15 καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.
Πραξ. 10,15 Και πάλιν δια δευτέραν φοράν ήλθε η φωνή προς τον Πετρον· “αυτά, που ο Θεός έχει κάμει πλέον καθαρά, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα και ακάθαρτα”.
Πραξ. 10,16 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς τὸν οὐρανόν.
Πραξ. 10,16 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές και ενελήφθη πάλιν το σκεύος στον ουρανόν.
Πραξ. 10,17 Ὡς δὲ ἐν ἑαυτῷ διηπόρει ὁ Πέτρος τί ἂν εἴη τὸ ὅραμα ὃ εἶδε, καὶ ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τοῦ Κορνηλίου διερωτήσαντες τὴν οἰκίαν Σίμωνος ἐπέστησαν ἐπὶ τὸν πυλῶνα,
Πραξ. 10,17 Καθώς δε απορούσε από μέσα του ο Πετρος, τι τάχα να εσήμαινε το όραμα, που είδε, και ιδού οι άνθρωποι οι σταλμένοι από τον Κορνήλιον, αφού εν τω μεταξύ είχαν πληροφορηθή, που ήτο το σπίτι του Σιμωνος, ετάθησαν εις την εξωτερικήν πόρταν.
Πραξ. 10,18 καὶ φωνήσαντες ἐπυνθάνοντο εἰ Σίμων ὁ ἐπικαλούμενος Πέτρος ἐνθάδε ξενίζεται.
Πραξ. 10,18 Εφώναξαν δυνατά και εζητούσαν να πληροφορηθούν, εάν ο Σιμων, που λέγεται και Πετρος, φιλοξενείται εδώ.
Πραξ. 10,19 τοῦ δὲ Πέτρου διενθυμουμένου περὶ τοῦ ὁράματος εἶπεν αὐτῷ τὸ Πνεῦμα· ἰδοὺ ἄνδρες τρεῖς ζητοῦσί σε·
Πραξ. 10,19 Ενώ δε ο Πετρος εσυλλογίζετο δια το όραμα, που είδε, είπε εις αυτόν το Αγιον Πνεύμα· “ιδού, τρεις άνδρες, σε ζητούν, Είναι εθνικοί.
Πραξ. 10,20 ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι καὶ πορεύου σὺν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενος, διότι ἐγὼ ἀπέσταλκα αὐτούς.
Πραξ. 10,20 Αλλά σήκω, κατέβα από το δώμα και πήγαινε μαζή τους, χωρίς κανένα δισταγμόν, διότι εγώ τους έχω στείλει”.
Πραξ. 10,21 καταβὰς δὲ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι᾿ ἣν πάρεστε;
Πραξ. 10,21 Κατέβηκε πράγματι ο Πετρος προς τους ανθρώπους αυτούς και είπε· “ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, ποιός είναι ο λόγος δια τον οποίον ήρθατε εδώ;”
Πραξ. 10,22 οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ.
Πραξ. 10,22 Εκείνοι δε του είπαν· “ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, άνθωπος δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, που μαρτυρείται ως ευσεβής από όλον το έθνος των Ιουδαίων, επήρε εντολήν από άγιον άγγελον, να σε καλέση στο σπίτι του και να ακούση από σένα λόγια Θεού”.
Πραξ. 10,23 εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ,
Πραξ. 10,23 Ο Πετρος τους εκάλεσε μέσα στο σπίτι και τους εφολοξένησε. Την άλλην ημέραν εσηκώθηκε και μαζή με αυτούς ανεχώρησε δια την Καισάρειαν. Μαζή του δε ανεχώρησαν και μερικοί αδελφοί από αυτούς, που έμεναν εις την Ιόππην.
Πραξ. 10,24 καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν προσδοκῶν αὐτοὺς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους.
Πραξ. 10,24 Και την άλλην ημέραν εισήλθαν εις την Καισάρειαν. Ο δε Κορνήλιος εν τω μεταξύ τους επερίμενε και είχε καλέσει τους συγγενείς του και τους στενοτέρους φίλους του.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Φεβ 16, 2016 6:58 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 10γ

Πραξ. 10,25 Ὡς δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας προσεκύνησεν.
Πραξ. 10,25 Οταν δε επρόκειτο να εισέλθη ο Πετρος στο σπίτι, εβγήκε και τον προϋπάντησε ο Κορνήλιος και αφού έπεσε εις τα πόδια του, επροσκύνησε.
Πραξ. 10,26 ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε λέγων· ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς ἄνθρωπός εἰμι.
Πραξ. 10,26 Ο Πετρος όμως τον εσήκωσε λέγων· “σήκω επάνω, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος”.
Πραξ. 10,27 καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας πολλούς,
Πραξ. 10,27 Και συνομιλών μαζή του εισήλθεν στο σπίτι και ευρήκε εκεί πολλούς συγκεντρωμένους.
Πραξ. 10,28 ἔφη τε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ Ἰουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον·
Πραξ. 10,28 Και είπε προς αυτούς ο Πετρος· “σεις γνωρίζετε ότι είναι παράνομον και απαγορεύεται από τον νόμον του Μωϋσέως, Ιουδαίος άνθρωπος να έρχεται εις στενήν επικοινωνίαν και συναναστροφήν η και να πλησιάζη απλώς αλλοεθνή. Εις εμέ όμως ο Θεός εφανέρωσε με όραμα, να μη θεωρώ μολυσμένον η ακάθαρτον κανένα άνθρωπον.
Πραξ. 10,29 διὸ καὶ ἀναντιῤῥήτως ἦλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με;
Πραξ. 10,29 Δι' αυτό, και όταν με εκαλέσατε, ήλθα χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Παρακαλώ λοιπόν, πληροφορήσατέ με, δια ποίον λόγον με εκαλέσατε;”
Πραξ. 10,30 καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ,
Πραξ. 10,30 Και ο Κορνήλιος είπε· “τέσσαρες ημέρες, από το πρωϊ και έως την ώρα αυτήν, ενήστευα και εις τας τρστο απόγευμα προσευχόμουν στο σπίτι μου και ιδού ένας άνθρωπος, με λαμπράν ενδυμασίαν, εστάθηκε εμπρός μου
Πραξ. 10,31 καί φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,31 και είπε· Κορνήλιε, η προσευχή σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και αι ελεημοσύναι σου έχουν γίνει γνωσταί και φανεραί ενώπιον του.
Πραξ. 10,32 πέμψον οὖν εἰς Ἰόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι.
Πραξ. 10,32 Στείλε λοιπόν εις την Ιόππην και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. Αυτός φιλοξενείται εις την οικίαν του Σιμωνος του βυρσοδέψου, κοντά εις την θάλασσαν. Οταν έλθη θα σου ομιλήση, τι πρέπει να πράξης δια την σωτηρίαν σου.
Πραξ. 10,33 ἐξαυτῆς οὖν ἔπεμψα πρός σε, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. νῦν οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,33 Αμέσως, λοιπόν, την στιγμήν εκείνην έστειλα και σε εκάλεσα και συ έκαμες καλά που ήλθες. Τωρα όλοι ημείς είμεθα εμπρός στον Θεόν, δια να ακούσωμεν με προσοχήν, όλα όσα έχει διατάξει εις σε ο Θεός”.
Πραξ. 10,34 Ἀνοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός,
Πραξ. 10,34 Ηνοιξε ο Πετρος το στόμα αυτού και με ευλάβειαν και επισημότητα είπεν· “αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης.
Πραξ. 10,35 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι.
Πραξ. 10,35 Αλλά εις κάθε έθνος, κάθε ένας, που ευλαβείται τον Θεόν και εφαρμόζει δικαιοσύνην εις την ζωήν του, γίνεται δεκτός από αυτόν.
Πραξ. 10,36 τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος·
Πραξ. 10,36 Συμφωνα, άλλωστε, και με τον λόγον, τον οποίον έστειλε ο Θεός στους Ισραηλίτας, αναγγέλων το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης δια του Ιησού Χριστού. Αυτός δε είναι και Κυριος όλων.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Φεβ 17, 2016 4:43 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 10δ

Πραξ. 10,37 ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον ῥῆμα καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν Ἰωάννης,
Πραξ. 10,37 Σεις γνωρίζετε καλά το γεγονός, που εκηρύχθηκε και διαδόθηκε εις όλην την Ιουδαίαν και το οποίον έχει αρχίσει από την Γαλιλαίαν έπειτα από το βάπτισμα μετανοίας, που είχε κηρύξει ο Ιωάννης.
Πραξ. 10,38 Ἰησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ·
Πραξ. 10,38 Γνωρίζετε δηλαδή τον Ιησούν, τον εκ της Ναζαρέτ, πως έχρισεν αυτόν ο Θεός με Πνεύμα Αγιον και του έδωσε την θείαν δύναμιν και ο οποίος επέρασε περιοχάς και χώρας ευεργετών και θεραπεύων, όλους όσοι εβασανίζοντο και ετυραννούντο από τον διάβολον· έκανε δε τα αναρίθμητα και μεγάλα αυτά θαύματα, διότι ο Θεός ήτο μαζή του.
Πραξ. 10,39 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ χώρᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου.
Πραξ. 10,39 Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες δι' όλα όσα έπραξεν ο Ιησούς εις την χώραν των Ιουδαίων και εις την Ιερουσαλήμ. Αλλά αυτόν, τον μέγιστον ευεργέτην των, τον εφόνευσαν οι Εβραίοι κρεμάσαντες στο ξύλον του σταυρού.
Πραξ. 10,40 τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι,
Πραξ. 10,40 Ο Θεός όμως τον ανέστησε κατά την τρίτην ημέραν και, πανάγαθος, όπως είναι, γεμάτος στοργή και ενδιαφέρον πάντοτε δια την σταθεράν πίστιν και σωτηρίαν των καλοπροαιρέτων ψυχών, ηυδόκησε και επέστρεψε να γίνη ορατός και φανερός,
Πραξ. 10,41 οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν·
Πραξ. 10,41 όχι πλέον εις όλον τον λαόν, όπως πρώτα, αλλά στους αυτόπτας μάρτυρας, οι οποίοι είχαν εκλεγή εκ των προτέρων από τον Θεόν, εις ημάς δηλαδή, οι οποίοι εφάγαμεν και έπιαμεν μαζή του, μετά την εκ νεκρών ανάστασίν του.
Πραξ. 10,42 καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρῦξαι τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
Πραξ. 10,42 Και μας παρήγγειλε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον εις όλον τον λαόν, να μαρτυρήσωμεν επισήμως και να διαλαλήσωμεν ότι αυτός ο Ιησούς είναι ο ωρισμένος από τον Θεόν κριτής ζώντων και νεκρών.
Πραξ. 10,43 τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν.
Πραξ. 10,43 Δι' αυτόν όλοι οι προφήται μαρτυρούν και διδάσκουν ότι καθένας που πιστεύει εις αυτόν, θα λάβη άφεσιν αμαρτιών με την χάριν και την δύναμιν του ονόματός του”.
Πραξ. 10,44 Ἔτι λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ ῥήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον.
Πραξ. 10,44 Ενώ δε ο Πετρος συνέχιζε να λέγη τα λόγια αυτά, αίφνης έπεσε το Πνεύμα το Αγιον εις όλους αυτούς, που ήκουαν την διδασκαλίαν.
Πραξ. 10,45 καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται·
Πραξ. 10,45 Οι εκ περιτομής Χριστιανοί, που είχαν έλθει μαζή με τον Πετρον, όταν είδαν το γεγονός αυτό, κατελήφθησαν από θαυμασμόν, διότι και στους εθνικούς ξεχύθηκε πλουσία η δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Πραξ. 10,46 ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν.
Πραξ. 10,46 Και εβεβαιώθησαν δια το γεγονός, διότι ήκουαν αυτούς να ομιλούν ξένας γλώσσας και να δοξολογούν τον Θεόν.
Πραξ. 10,47 τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς;
Πραξ. 10,47 Τοτε έλαβε τον λόγον ο Πετρος και είπε· “μήπως ημπορεί να εμποδίση κανείς το νερό, δια να μη βαπτισθούν αυτοί, οι οποίοι, όπως και ημείς, έλαβαν το Πνεύμα το Αγιον;”
Πραξ. 10,48 προσέταξέ τε αὐτοὺς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. τότε ἠρώτησαν αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς.
Πραξ. 10,48 Και διέταξε να βαπτισθούν αυτοί στο όνομα του Κυρίου. Τοτε τον παρεκάλεσαν να μείνη μαζή των μερικάς ημέρας.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Φεβ 18, 2016 4:49 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 11α

Πραξ. 11,1 Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 11,1 Επληροφορήθησαν δε οι Απόστολοι και οι αδελφοί, που ήσαν εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ότι και οι εθνικοί εδέχθησαν τον λόγον του Θεού και εβαπτίσθησαν.
Πραξ. 11,2 καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς
Πραξ. 11,2 Και όταν ενέβηκε ο Πετρος εις τα Ιεροσόλυμα, οι εκ περιτομής Χριστιανοί τον απέφευγαν
Πραξ. 11,3 λέγοντες ὅτι πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς.
Πραξ. 11,3 και του απηύθηναν παρατηρήσεις λέγοντες ότι· “εισήλθες στο σπίτι ανθρώπων, που δεν είχαν περιτμηθή, και έφαγες μαζή των, χωρίς να λάβης υπ' όψιν σου τας απαγορεύσστου μωσαϊκού νόμου”.
Πραξ. 11,4 ἀρξάμενος δὲ ὁ Πέτρος ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων·
Πραξ. 11,4 Ηρχισε τότε ο Πετρος να εκθέτη με την σειράν τα γεγονότα λέγων·
Πραξ. 11,5 ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος, καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει ὅραμα, καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἦλθεν ἄχρις ἐμοῦ·
Πραξ. 11,5 “εγώ προσηυχόμην εις την Ιόππην και εις στιγμήν εκστάσεως είδα ένα όραμα· είδα, δηλαδή, ένα σκεύος, σαν μεγάλο σινδόνι, να κρατήται από τέσσερα άκρα και να κατεβαίνη σιγά-σιγά από τον ουρανόν, έως ότου ήλθε εκεί, που ήμουν εγώ.
Πραξ. 11,6 εἰς ἣν ἀτενίσας κατενόουν, καὶ εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πραξ. 11,6 Εις αυτό το σινδόνι, αφού εκύτταξα με προσοχήν, αντελήφθην πολύ καλά και ολοκάθαρα είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.
Πραξ. 11,7 ἤκουσα δὲ φωνῆς λεγούσης μοι· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.
Πραξ. 11,7 Ηκουσα δε φωνήν, η οποία μου έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”.
Πραξ. 11,8 εἶπον δέ, μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον οὐδέποτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου.
Πραξ. 11,8 Εγώ δε είπα· “κατά κανένα τρόπον, Κυριε, δεν θα κάμω εγώ αυτό· διότι ποτέ δεν εμπήκε στο στόμα μου κάτι μολυσμένον η ακάθαρτον”.
Πραξ. 11,9 ἀπεκρίθη δέ μοι φωνὴ ἐκ δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.
Πραξ. 11,9 Μου απήντησε δε δια δευτέραν φοράν η φωνή εκ του ουρανού· “αυτά, που Θεός εκαθάρισε, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα”.
Πραξ. 11,10 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν οὐρανόν.
Πραξ. 11,10 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές. Και πάλιν όλα ανεσύρθησαν στον ουρανόν.
Πραξ. 11,11 καὶ ἰδοὺ ἐξαυτῆς τρεῖς ἄνδρες ἐπέστησαν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἐν ᾗ ἤμην, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ Καισαρείας πρός με.
Πραξ. 11,11 Και ιδού, εκείνην ακριβώς την στιγμήν εστάθησαν απέξω από το σπίτι, όπου ευρισκόμουνα, άνθρωποι από την Καισάρειαν, σταλμένοι εις εμέ.
Πραξ. 11,12 εἶπε δέ μοι τὸ Πνεῦμα συνελθεῖν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενον. ἦλθον δὲ σὺν ἐμοὶ καὶ οἱ ἓξ ἀδελφοὶ οὗτοι, καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀνδρός.
Πραξ. 11,12 Μου είπε δε το Πνεύμα να έλθω μαζή τους, χωρίς κανένα δισταγμόν. Ηλθαν δε μαζή μου εις την Καισάρειαν και οι εξ αυτοί αδελφοί και εισήλθαμε μαζή στο σπίτι του ανθρώπου, που μας είχε καλέσει.
Πραξ. 11,13 ἀπήγγειλέ τε ἡμῖν πῶς εἶδε τὸν ἄγγελον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ σταθέντα καὶ εἰπόντα αὐτῷ· ἀπόστειλον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον,
Πραξ. 11,13 Αυτός διηγήθηκε λεπτομερώς εις ημάς πως είδε τον άγγελον στο σπίτι του, που εστάθηκε εμπρός του και ο οποίος του είπε· Στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους και κάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που λέγεται και Πετρος.
Πραξ. 11,14 ὃς λαλήσει ῥήματα πρός σε, ἐν οἷς σωθήσῃ σὺ καὶ πᾶς ὁ οἷκός σου.
Πραξ. 11,14 Αυτός θα λαλήση προς σε λόγια Θεού, δια των οποίων, εάν τα πιστεύσης και τα παραδεχθής, θα εύρης την σωτηρίαν συ και όλοι όσοι είναι στο σπίτι σου.
Πραξ. 11,15 ἐν δὲ τῷ ἄρξασθαί με λαλεῖν ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτοὺς ὥσπερ καὶ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν ἀρχῇ.
Πραξ. 11,15 Οταν δε εγώ ήρχισα να ομιλώ, ξεχύθηκε το Πνεύμα το Αγιον εις αυτούς, όπως ακριβώς και εις ημάς εις την αρχήν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Φεβ 19, 2016 4:52 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 11β

Πραξ. 11,16 ἐμνήσθην δὲ τοῦ ῥήματος Κυρίου ὡς ἔλεγεν· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Πραξ. 11,16 Εθυμήθηκα τότε τα λόγια του Κυρίου, που έλεγε· Ο Ιωάννης μεν εβάπτιζε τους ανθρώπους με νερό, σεις όμως θα βαπτισθήτε με Πνεύμα Αγιον.
Πραξ. 11,17 εἰ οὖν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν, πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐγὼ δὲ τίς ἤμην δυνατὸς κωλῦσαι τὸν Θεόν;
Πραξ. 11,17 Εάν λοιπόν ο Θεός έδωκε εις αυτούς την ίδιαν δωρεάν, τα ίδια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όπως και εις ημάς, επειδή και εκείνοι και ημείς επιστεύσαμεν στον Κυριον Ιησούν Χριστόν, ποιός ήμουν εγώ, που θα είχα την δύναμιν να εμποδίσω τον Θεόν, να δεχθή στο βάπτισμα και εις την σωτηρίαν τους εθνικούς;”
Πραξ. 11,18 ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν λέγοντες· ἄρα γε καὶ τοῖς ἔθνεσιν ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν.
Πραξ. 11,18 Οταν δε ήκουσαν αυτάς τας εξηγήσεις, ησύχασαν και ειρήνευσαν και εδόξαζαν τον Θεόν, λέγοντες· “άρα λοιπόν από αυτά βγαίνει το συμπέρασμα, ότι και στους εθνικούς έδωκε ο Θεός μετάνοιαν, δια να κερδήσουν και αυτοί την σωτηρίαν και την ζωήν”.
Πραξ. 11,19 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις.
Πραξ. 11,19 Προηγουμένως οι Χριστιανοί, που είχαν διασκορπισθή, ένεκα του διωγμού εξ αιτίας του Στεφάνου, επέρασαν έως την Φοινίκην και την Κυπρον και την Αντιόχειαν και δεν εκήρυτταν τον λόγον του Θεού, παρά μόνον στους Ιουδαίους, επειδή δεν είχαν εννοήσει ακόμη ότι το Ευαγγέλιον προωρίζετο και δια τους εθνικούς.
Πραξ. 11,20 Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν.
Πραξ. 11,20 Μερικοί δε από αυτούς ήσαν Ιουδαίοι την καταγωγήν, γεννημένοι όμως εις την Κυπρον και την Κυρήνην της Λιβύης. Αυτοί, όταν ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εδίδασκαν προς τους Ελληνιστάς Εβραίους, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον της σωτηρίας δια του Ιησού Χριστού.
Πραξ. 11,21 καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Πραξ. 11,21 Και το χέρι του Κυρίου ήτο μαζή των και έτσι με την θείαν δύναμιν πολύς αριθμός από τους Ιουδαίους αυτούς ελληνιστάς επέστρεψεν στον Κυριον.
Πραξ. 11,22 Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας·
Πραξ. 11,22 Εφθασε δε εις τα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η πληροφορία αυτή δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου και έστειλαν τον Βαρνάβαν να υπάγη έως την Αντιόχειαν.
Πραξ. 11,23 ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ,
Πραξ. 11,23 Αυτός, όταν ήλθε και είδε την χάριν και την ευλογίαν αυτήν του Κυρίου, εχάρηκε παρά πολύ, παρακαλούσε δε και παρακινούσε όλους αυτούς, που είχαν πιστεύσει, να μένουν με όλην τους την καρδιά πιστοί και αφωσιωμένοι στον Κυριον.
Πραξ. 11,24 ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ.
Πραξ. 11,24 Εδικίμασε δε αυτήν την πνευματικήν χαράν και αγαλλίασιν ο Βαρνάβας, διότι ήτο άνθρωπος αγαθός, γεμάτος Πνεύμα Αγιον και πίστιν. Από την διδασκαλίαν δε και το παράδειγμα του Βαρνάβα προσετέθη πολύς λαός εις την Εκκλησίαν του Κυρίου.
Πραξ. 11,25 ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν.
Πραξ. 11,25 Επήγε δε ο Βαρνάβας εις Ταρσόν, δια να ζητήση τον Παύλον ως βοηθόν του. Και αφού τον ευρήκε, τον έφερε εις την Αντιόχειαν.
Πραξ. 11,26 ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς.
Πραξ. 11,26 Επί ένα δε ολόκληρον έτος οι δύο αυτοί Απόστολοι συμετείχαν εις τας συγκεντρώσεις των πιστών της εκεί Εκκλησίας και εδίδασκαν πλήθος πολύ. Εκεί δε εις την Αντιόχειαν, δια πρώτη φοράν, ωνομάσθησαν οι μαθηταί του Χριστού, Χριστιανοί.
Πραξ. 11,27 Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν·
Πραξ. 11,27 Κατά τας ημέρας δε αυτάς ήλθαν εις την Αντιόχειαν από τα Ιεροσόλυμα μερικοί προφήται.
Πραξ. 11,28 ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος.
Πραξ. 11,28 Ενας δε από αυτούς, ονόματι Αγαβος, εσηκώθηκε και, φωτισμένος από το Πνεύμα το Αγιον, προανήγγειλε ότι έμελλε να γίνη μεγάλη πείνα εις όλην την οικουμένην. Αυτή δε η πείνα έγινε πράγματι επί της αυτοκρατορίας του Κλαυδίου Καίσαρος.
Πραξ. 11,29 τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς·
Πραξ. 11,29 Ολοι δε οι Χριστιανοί, ανάλογα έκαστος με τας οικονομικάς του δυνατότητας, απεφάσισαν να στείλουν βοηθήματα δια την εξυπηρέτησιν των αδελφών, που κατοικούσαν εις την Ιουδαίαν.
Πραξ. 11,30 ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.
Πραξ. 11,30 Αυτό πράγματι και το έκαμαν και έστειλαν με τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον τας εισφοράς των προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Φεβ 20, 2016 4:49 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 12α

Πραξ. 12,1 Κατ᾿ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας.
Πραξ. 12,1 Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους κακοποιήση.
Πραξ. 12,2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ.
Πραξ. 12,2 Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον, αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου.
Πραξ. 12,3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων·
Πραξ. 12,3 Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα.
Πραξ. 12,4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.
Πραξ. 12,4 Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν, παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως, επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού.
Πραξ. 12,5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.
Πραξ. 12,5 Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή δι' αυτόν στον Θεόν.
Πραξ. 12,6 Ὅτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.
Πραξ. 12,6 Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν εφρουρούσαν την φυλακήν.
Πραξ. 12,7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.
Πραξ. 12,7 Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.
Πραξ. 12,8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
Πραξ. 12,8 Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος· “φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”.
Πραξ. 12,9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν.
Πραξ. 12,9 Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα.
Πραξ. 12,10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Πραξ. 12,10 Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν, ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και ανοίχθηκε δι' αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος.
Πραξ. 12,11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.
Πραξ. 12,11 Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνη”.
Πραξ. 12,12 συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι.
Πραξ. 12,12 Και αφού είδε πλέον καλά που ευρίσκετο, ήλθε στο σπίτι της Μαρίας της Μητρός του Ιωάννου, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσηύχοντο.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Φεβ 22, 2016 9:55 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 12β

Πραξ. 12,13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ῥόδη,
Πραξ. 12,13 Οταν δε εκτύπησε την αυλόπορταν, ήλθε μία νεαρά υπηρέτρια, ονόματι Ροδη, να ερωτήση και να ακούση, ποιός ήτο.
Πραξ. 12,14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος.
Πραξ. 12,14 Και επειδή εγνώρισε καλά την φωνήν του Πετρου, από την χαράν της δεν άνοιξε την εξώπορτα, αλλά έτρεξε μέσα και τους επληροφόρησε ότι ο Πετρος στέκεται εμπρός εις την εξώπορτα.
Πραξ. 12,15 οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν.
Πραξ. 12,15 Εκείνοι δε της είπαν· “έχεις παρακρούσεις, δεν είσαι στα καλά σου”. Εκείνη όμως επέμενε και τους διεβεβαίωνε ότι όπως είπε, έτσι είναι. Εκείνοι δε στο τέλος είπεν ότι όχι ο Πετρος, αλλά ο άγγελος του είναι.
Πραξ. 12,16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν.
Πραξ. 12,16 Ο Πετρος όμως επέμενε να κτυπά την θύραν. Και όταν επί τέλους ήνοιξαν, τον είδαν και έμειναν έκπληκτοι.
Πραξ. 12,17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.
Πραξ. 12,17 Αυτός δε, αφού με το χέρι του τους έκανε νόημα να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πως ο Κυριος τον έβγαλε από την φυλακήν και είπε· “αναφέρατε στον Ιάκωβον και στους αδελφούς αυτά”. Και αφού εβγήκε από το σπίτι, έφυγε από την πόλιν και επήγε εις άλλο μέρος.
Πραξ. 12,18 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο.
Πραξ. 12,18 Οταν δε έγινε ημέρα, μεγάλη ταραχή συνέβη μεταξύ των στρατιωτών, δια το τι άραγε είχε γίνει ο Πετρος.
Πραξ. 12,19 Ἡρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν.
Πραξ. 12,19 Εν τω μεταξύ δε ο Ηρώδης τον εζήτησε και επειδή φυσικά δεν τον ευρήκε, υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους φύλακας. Επειδή δε τους εθεώρησε υπευθύνους δια την αποφυλάκισιν του Πετρου, διέταξε και τους ωδήγησαν στον τόπον της θανατικής των εκτελέσεως, (όπου και τους εξετέλεσαν. Υπεύθυνοι οι στρατιώται δια την τήρησιν των κρατουμένων) έπρεπε εν περιπτώσει δραπετεύσεως αυτών να υποστούν, κατά τον ρωμαϊκόν νόμον, την ποινήν, που θα υφίσταντο οι κρατούμενοι). Επειτα δε από αυτά κατέβηκε από την Ιουδαίαν εις την Καισάρειαν, όπου και έμενε.
Πραξ. 12,20 Ἦν δὲ Ἡρῴδης θυμομαχῶν Τυρίοις καὶ Σιδωνίοις· ὁμοθυμαδόν τε παρῆσαν πρὸς αὐτόν, καὶ πείσαντες Βλάστον τὸν ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος τοῦ βασιλέως ᾐτοῦντο εἰρήνην, διὰ τὸ τρέφεσθαι αὐτῶν τὴν χώραν ἀπὸ τῆς βασιλικῆς.
Πραξ. 12,20 Συνέβη δε τότε να είναι ο Ηρώδης πολύ ωργισμένος εναντίον των καστοίκων Τυρου και Σιδώνος. Εκείνοι δε συνεφώνησαν και έστειλαν αντιπροσώπους των προς αυτόν. Και αφού κατώρθωσαν να πάρουν με το μέρος των τον Βλάστον, τον θαλαμηπόλον του βασιλέως, που επεριποιείτο τον κοιτώνα του, εζητούσαν ειρήνην και φιλίαν με τον Ηρώδην, διότι η χώρα των έπαιρνε τα τρόφιμα της από την χώραν του βασιλέως Ηρώδου.
Πραξ. 12,21 τακτῇ δὲ ἡμέρᾳ ὁ Ἡρῴδης ἐνδυσάμενος ἐσθῆτα βασιλικὴν καὶ καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐδημηγόρει πρὸς αὐτούς.
Πραξ. 12,21 Εις ωρισμένην δε ημέραν ο Ηρώδης, αφού εφόρεσε λαμπράν βασιλικήν στολήν, εκάθησε στον θρόνον και ήρχισε να δημηγορή προς αυτούς και προς τον λαόν.
Πραξ. 12,22 ὁ δὲ δῆμος ἐπεφώνει· Θεοῦ φωνὴ καὶ οὐκ ἀνθρώπου.
Πραξ. 12,22 Ο ειδωλολατρικός δε λαός της Καισαρείας επεδοκίμαζε και εφώναζε· “αυτή είναι η φωνή Θεού και όχι ανθρώπου!”
Πραξ. 12,23 παραχρῆμα δὲ ἐπάταξεν αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔδωκε τὴν δόξαν τῷ Θεῷ, καὶ γενόμενος σκωληκόβρωτος ἐξέψυξεν.
Πραξ. 12,23 Αμέσως όμως την ώραν εκείνην άγγελος Κυρίου εκτύπησε με φοβεράν νόσον τον Ηρώδην, διότι δεν έδωσε την δόξαν στον Θεόν, αλλά στον εαυτόν του, και μετά το κτύπημα αυτό σκώληκες έτρωγαν τας σάρκας του, έως ότου επέθανε.
Πραξ. 12,24 Ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε καὶ ἐπληθύνετο.
Πραξ. 12,24 Ο δε λόγος του Θεού προώδευε και οι πιστοί επληθύνοντο.
Πραξ. 12,25 Βαρνάβας δὲ καὶ Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ Ἱερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον.
Πραξ. 12,25 Ο Βαρνάβας δε και ο Σαύλος, αφού εξεπλήρωσαν την αποστολήν των και έφεραν τα βοηθήματα, επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ εις την Αντιόχειαν, παραλαβόντες μαζή των και τον Ιωάννην, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 4 και 0 επισκέπτες