ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Φεβ 23, 2016 7:09 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 13α

Πραξ. 13,1 Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος.
Πραξ. 13,1 Ησαν δε εις την Αντιόχειαν, μέλη της εκεί Εκκλησίας, μερικοί προφήται και διδάσκαλοι και ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που ελέγετο και Νιγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, ο οποίος είχε ανατραφή μαζή με τον τετράρχην Ηρώδην και ο Σαύλος.
Πραξ. 13,2 λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς.
Πραξ. 13,2 Ενώ δε αυτοί προσέφεραν την λατρείαν των προς τον Κυριον και ενήστευαν, είπε το Πνεύμα το Αγιον· “ξεχωρίστε μου αμέσως τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον δια το έργον, δια το οποίον εγώ τους έχω προσκαλέσει”.
Πραξ. 13,3 τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν.
Πραξ. 13,3 Τοτε, αφού και πάλιν ενήστευσαν και προσευχήθησαν, έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χέρια των (δια να τους αναδείξουν επισήμως τρόπον τινά εκπροσώπους και πληρεξουσίους των) και τους έστειλαν στο ειδικόν έργον, που τους είχε καλέσει ο Κυριος.
Πραξ. 13,4 Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον,
Πραξ. 13,4 Αυτοί τότε, αφού έλαβαν την ειδικήν αυτήν αποστολήν από το Αγιον Πνεύμα, κατέβηκαν εις την Σελεύκειαν και από εκεί έπλευσαν εις την Κυπρον.
Πραξ. 13,5 καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην.
Πραξ. 13,5 Και όταν έφθασαν εις την Σαλαμίνα της Κυπρου, εκήρυτταν τον λόγον του Θεού εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων· είχον δε μαζή των και τον Ιωάννην, δια να τους υπηρετή.
Πραξ. 13,6 Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς,
Πραξ. 13,6 Αφού δε επέρασαν όλην την νήσον μέχρι της Παφου, ευρήκαν εκεί κάποιον μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον, του οποίου το όνομα ήτο Βαριησούς.
Πραξ. 13,7 ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ·
Πραξ. 13,7 Αυτός ανήκε εις την ακολουθίαν του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου, ο οποίος ήτο άνθρωπος συνετός. Αυτός επροσκάλεσε τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον και εζήτησε να ακούση τον λόγον του Θεού.
Πραξ. 13,8 ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος -οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ- ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως.
Πραξ. 13,8 Ανθίστατο όμως εις αυτούς ο Ελύμας ο μάγος-έτσι, με την λέξιν μάγος μεταφράζεται το όνομά του-ο οποίος προσπαθούσε με σοφίσματα να απομακρύνη τον ανθύπατον από την πίστιν.
Πραξ. 13,9 Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν
Πραξ. 13,9 Ο Σαύλος δε, ο οποίος είχε και το ρωμαϊκόν όνομα Παύλος καθό Ρωμαίος πολίτης, αφού εγέμισε από Πνεύμα Αγιον, εκύτταξε κατάματα τον μάγον
Πραξ. 13,10 εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥαδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας;
Πραξ. 13,10 και είπε· “ω υιέ του διαβόλου, που είσαι γεμάτος από κάθε δολιότητα και κάθε ραδιουργίαν, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσης να διαστρέφης με τα σοφίσματα και τας πονηρίας σου τας ευθείας οδούς του Κυρίου;
Πραξ. 13,11 καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς.
Πραξ. 13,11 Και τώρα, ιδού, το εκδικητικόν χέρι του Κυρίου είναι επάνω σου και θα μείνης τυφλός μέχρις ωρισμένου καιρού μη βλέπων τον ήλιον”. Και αμέσως έπεσε επάνω εις αυτόν κάτι σαν πυκνή ομίχλη και σκοτάδι, περιεφέρετο εδώ και εκεί και εζητούσε ανθρώπους, να τον οδηγούν από το χέρι.
Πραξ. 13,12 τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.
Πραξ. 13,12 Τοτε, όταν ο ανθύπατος είδε το καταπληκτικόν αυτό θαύμα, επίστευσε. Και καθώς ήκουε από τους δύο Αποστόλους την διδασκαλίαν του Κυρίου, εξεπλήσσετο και εθαύμαζε δ' αυτήν.
Πραξ. 13,13 Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· Ἰωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Πραξ. 13,13 Αφού δε απέπλευσαν από την Παφον ο Παύλος και οι συνοδοί του, ήλθαν εις την Περγην της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως απεχώρησε από αυτούς και επέστρεψε εις Ιεροσόλυμα.
Πραξ. 13,14 Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν.
Πραξ. 13,14 Αυτοί δε, αφού επέρασαν από την περιοχήν της Περγης, έφθασαν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας και κατά την ημέραν του Σαββάτου εισελθόντες εις την συναγωγήν εκάθισαν.
Πραξ. 13,15 μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αὐτοὺς λέγοντες· ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε.
Πραξ. 13,15 Μετά δε την ανάγνωσιν περικοπών από τον νόμον και τους προφήτας, έστειλαν οι ερχισυνάγωγοι προς αυτούς τον υπηρέτην της συναγωγής και τους είπαν· “άνδρες αδελφοί, εάν έχετε λόγον διδασκαλίας και παρηγορίας προς τον λαόν, λέγετε”.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Φεβ 24, 2016 4:46 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 13β

Πραξ. 13,16 ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε.
Πραξ. 13,16 Αφού δε εσηκώθηκε ο Παύλος και με το χέρι του έκαμε σημείον, ότι ήθελε να ομιλήση, είπε· “άνδρες Ισραηλίται και όσοι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν είσθε εδώ, ακούσατε.
Πραξ. 13,17 ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου Ἰσραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς,
Πραξ. 13,17 Ο Θεός τούτου του ισραηλιτικού λαού εξέλεξε τους προγόνους μας και εξύψωσε και επλήθυνε τον λαόν, καθ' ον χρόνον έμεινε εις την χώραν της Αγύπτου και με την παντοδύναμον δεξιάν του τους έβγαλε ελευθέρους από αυτήν.
Πραξ. 13,18 καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ,
Πραξ. 13,18 Και επί σαράντα περίπου χρόνια υπέμεινε τας δυστροπίας των εις την έρημον.
Πραξ. 13,19 καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν.
Πραξ. 13,19 Και αφού κατέλυσε επτά έθνη εις την χώραν της Χαναάν, έδωκε εις αυτούς κληρονομίαν την γην των εθνών αυτών.
Πραξ. 13,20 καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου.
Πραξ. 13,20 Επειτα δε από αυτά, επί τετρακόσια πενήντα περίπου έτη, τους έδωσε κριτάς, δια να τους κυβερνήσουν μέχρι της εποχής του Σαμουήλ του προφήτου.
Πραξ. 13,21 κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα·
Πραξ. 13,21 Από την εποχήν δε του Σαμουήλ εζήτησαν βασιλέαν και τους έδωκεν ο Θεός τον Σαούλ, τον υιόν του Κις, που κατήγετο από την φυλήν Βενιαμίν, και ο οποίος εβασίλευσε σαράντα έτη.
Πραξ. 13,22 καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυΐδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον Δαυΐδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου.
Πραξ. 13,22 Και όταν, δια την ανυπακοήν και τας αμαρτίας του, τον εδίωξε ο Θεός, ανέδειξε εις αυτούς βασιλέα τον Δαυίδ, δια τον οποίον και είπε αυτήν την μαρτυρίαν· Ευρήκα τον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί, άνθρωπον κατά την καρδίαν μου, ο οποίος θα εκτελέση όλα τα θελήματά μου.
Πραξ. 13,23 τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ Ἰσραὴλ σωτηρίαν,
Πραξ. 13,23 Από τους απογόνους δε τούτου ανέδειξε ο Θεός, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του, τον Ιησούν Χριστόν Σωτήρα στον Ισραήλ.
Πραξ. 13,24 προκηρύξαντος Ἰωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραήλ.
Πραξ. 13,24 Ολίγον δε χρόνον προηγουμένως πριν εισέλθη ο Ιησούς εις την δημοσίαν δράσιν του, εκήρυξε ο Ιωάννης βάπτισμα μετανοίας εις όλον τον λαόν του Ισραήλ.
Πραξ. 13,25 ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ Ἰωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι.
Πραξ. 13,25 Κατά τον καιρόν δε που ο Ιωάννης εξεπλήρωνε την αποστολήν του και ακολουθούσε τον δρόμον, που του είχεν ορίσει ο Θεός, έλεγε· Ποίον με νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας, αλλ' ιδού, ύστερα από εμέ έρχεται εκείνος, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδών.
Πραξ. 13,26 Ἄνδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη.
Πραξ. 13,26 Ανδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ, και σεις οι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν, ακούσατε τούτο· προς σας απευθύνεται το κήρυγμα αυτής της σωτηρίας.
Πραξ. 13,27 οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν.
Πραξ. 13,27 Διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές των παρεγνώρισαν τούτον, τον Ιησούν, όπως επίσης και τας φωνάς των προφητών, που αναγινώσκονται και ακούονται κάθε Σαββατον εις τας συναγωγάς, και τον κατεδίκασαν εις θάνατον, χωρίς να αντιληφθούν ότι έτσι επραγματοποιήσαν τας προφητείας.
Πραξ. 13,28 καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν.
Πραξ. 13,28 Και ενώ δεν ευρήκαν εις αυτόν καμμίαν ενοχήν, που να τιμωρήται με θάνατον, εζήτησαν από τον Πιλάτον να θανατωθή αυτός.
Πραξ. 13,29 ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον.
Πραξ. 13,29 Αφού δε με εκείνα τα οποία εν τη κακία των έπραξαν, εξεπλήρωσαν όλα όσα είχαν γραφή στους προφήτας δι' αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλον του σταυρού και τον έβαλαν εις μνημείον.
Πραξ. 13,30 ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν·
Πραξ. 13,30 Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Φεβ 25, 2016 1:00 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 13γ

Πραξ. 13,31 ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν.
Πραξ. 13,31 Και αυτός παρουσιάσθηκε επί πολλάς ημέρας εις εκείνους, που είχαν ανεβή μαζή του από την Γαλιλαίαν εις την Ιερουσαλήμ και οι οποίοι είναι αυτόπται μάρτυρες αυτού και της αναστάσεώς του προς τον λαόν.
Πραξ. 13,32 καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας Ἰησοῦν,
Πραξ. 13,32 Και ημείς σήμερον κηρύττομεν προς σας το χαρμόσυνον μήνυμα, ότι την υπόσχεσιν, που έδωσεν ο Θεός προς τους προγόνους μας, αυτήν την έχει εκπληρώσει τώρα εις τα τέκνα των, δηλαδή εις ημάς, αναστήσας τον Ιησούν εκ νεκρών.
Πραξ. 13,33 ὡς καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ τῷ δευτέρῳ γέγραπται· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε.
Πραξ. 13,33 Αυτά έγιναν σύμφωνα και με όσα είναι γραμμένα στον δεύτερον ψαλμόν· Υιός μου είσαι συ, τον οποίον εγώ προαιωνίως εγέννησα εκ της ουσίας μου· και σήμερον, που δια της υπακοής σου και της σταυρικής σου θυσίας ενίκησες τον θάνατον, εβεβαίωσα εγώ δια της αναστάσεώς σου, ότι όντως έχεις γεννηθή από εμέ.
Πραξ. 13,34 ὅτι δὲ ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν μηκέτι μέλλοντα ὑποστρέφειν εἰς διαφθοράν, οὕτως εἴρηκεν, ὅτι δώσω ὑμῖν τὰ ὅσια Δαυΐδ τὰ πιστά.
Πραξ. 13,34 Οτι δε ο Θεός τον ανέστησε, όχι όπως μερικούς άλλους νεκρούς της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι απέθανον πάλιν, αλλά δια να μη δοκιμάση ποτέ πλέον τον θάνατον και να μη επιστρέψη εις την φθοράν του τάφου, είχε προείπει ο ίδιος ο Θεός λέγων ότι θα δώσω εις σας τας ιεράς και αξιοπίστους πάντοτε υποσχέσεις μου, που είχα δώσει στον Δαυίδ.
Πραξ. 13,35 διὸ καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
Πραξ. 13,35 Δι' αυτό και εις άλλον ψαλμόν με το στόμα του Δαυίδ προφητεύει· Δεν θα επιτρέψης να ίδη την φθοράν και αποσύνθεσιν του θανάτου ο Μεσσίας, ο αφωσιωμένος εντελώς εις σε.
Πραξ. 13,36 Δαυΐδ μὲν γὰρ ἰδίᾳ γενεᾷ ὑπηρετήσας τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ καὶ εἶδε διαφθοράν·
Πραξ. 13,36 Η προφητεία αυτή δεν εξεπληρώθη στον Δαυίδ, διότι ο Δαυίδ, αφού υπηρέτησε τους ανθρώπους της εποχής του, σύμφωνα με την θέλησιν του Θεού, απέθανε και προσετέθη στους προγόνους του και είδε την αποσύνθεσιν του θανάτου.
Πραξ. 13,37 ὃν δὲ ὁ Θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδε διαφθοράν.
Πραξ. 13,37 Ο Ιησούς όμως, τον οποίον ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, δεν είδε αυτήν την φθοράν και αποσύνθεσιν.
Πραξ. 13,38 γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν καταγγέλλεται,
Πραξ. 13,38 Ας είναι λοιπόν γνωστόν εις σας, άνδρες αδελφοί, ότι σήμερον κηρύττεται προς σας άφεσις αμαρτιών δια του Ιησού Χριστού.
Πραξ. 13,39 καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ ἠδυνήθητε ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ πιστεύων δικαιοῦται.
Πραξ. 13,39 Και από όλας τας παραβάσεις και τα αμαρτήματα, που δεν ημπορέσατε να απαλλαγήτε και να δικαιωθήτε δια του μωσαϊκού νόμου, κάθε ένας που πιστεύει στον Ιησούν Χριστόν, παίρνει δι' αυτού την άφεσιν και την δικαίωσιν.
Πραξ. 13,40 βλέπετε οὖν μὴ ἐπέλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς τὸ εἰρημένον ἐν τοῖς προφήταις·
Πραξ. 13,40 Προσέχετε όμως, μήπως δείξετε απιστίαν και πέσει επάνω σας εκείνο, που έχει λεχθή εις τα βιβλία των προφητών·
Πραξ. 13,41 ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ᾧ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν.
Πραξ. 13,41 Ιδέτε σεις, που καταφρονείτε τον Θεόν και τα προστάγματά του. Θαυμάσατε και εξαφανισθήτε· διότι εγώ πραγματοποιώ εις τας ημέρας σας έργον τιμωρίας και καταστροφής, έργον το οποίον εάν κανείς εκ των προτέρων σας το διηγηθή, θα σας φανή τόσον παράδοξον, ώστε δεν θα το πιστεύσετε”.
Πραξ. 13,42 Ἐξιόντων δὲ αὐτῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων παρεκάλουν τὰ ἔθνη εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα.
Πραξ. 13,42 Οταν δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας εβγήκαν από την συναγωγήν των Ιουδαίων, οι εθνικοί που είχαν ακούσει το κήρυγμά του μέσα εις την συναγωγήν, τους παρακαλούσαν να κηρύξουν εις αυτούς πάλιν τα λόγια αυτά κατά το προσεχές Σαββατον.
Πραξ. 13,43 λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν σεβομένων προσηλύτων τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ, οἵτινες προσλαλοῦντες αὐτοῖς ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 13,43 Οταν δε έληξε η συγκέντρωσις της συναγωγής, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσηλύτους εθνικούς, που εσέβοντο τον Θεόν, ηκολούθησαν τον Παύλον και τον Βαρνάβαν, οι οποίοι και συνωμιλούσαν με απλότητα μαζή των και τους έπειθαν να μένουν πιστοί εις την χάριν που τους έδωκε ο Θεός.
Πραξ. 13,44 Τῷ τε ἐρχομένῳ σαββάτῳ σχεδὸν πᾶσα ἡ πόλις συνήχθη ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 13,44 Κατά το επόμενον δε Σαββατον, όλη σχεδόν η πόλις είχε συγκεντρωθή, δια να ακούση τον λόγον του Θεού.
Πραξ. 13,45 ἰδόντες δὲ οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ὄχλους ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἀντέλεγον τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις ἀντιλέγοντες καὶ βλασφημοῦντες.
Πραξ. 13,45 Οι Ιουδαίοι όμως, όταν είδαν τα πλήθη αυτά του λαού, κατελήφθησαν από φθόνον και ζηλοτυπίαν και αντέλεγαν εις όσα εδίδασκε ο Παύλος, παρατάσσοντες ολονέν και νέας σοφιστικάς αντιλογίας, υβρίζοντες και βλασφημούντες τον Χριστόν και τους Αποστόλους.
Πραξ. 13,46 παῤῥησιασάμενοι δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶπον· ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη.
Πραξ. 13,46 Ο Παύλος όμως και ο Βαρνάβας ωμίλησαν με παρρησίαν και θάρρος και τους είπαν· “εις σας, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, ήτο ανάγκη να κηρυχθή πρώτον ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως σστον αποκρούετε και δεν τον δέχεσθε και οι ίδιοι δεν κρίνετε αξίους τους εαυτούς σας δια την αιώνιον ζωήν, ιδού, στρεφόμεθα τώρα προς τα έθνη.
Πραξ. 13,47 οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος· τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
Πραξ. 13,47 Διότι τέτοια εντολή μας έχει δώσει ο Κυριος. Δια του προφήτου Ησαΐου ομιλών προς τον Μεσσίαν είπε· Σε έχω θέσει φως των εθνών, δια να είσαι συ εις σωτηρίαν όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων έως τα πέρατα της γης”.
Πραξ. 13,48 ἀκούοντα δὲ τὰ ἔθνη ἔχαιρον καὶ ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον·
Πραξ. 13,48 Οι εθνικοί ακούοντες τα λόγια αυτά έχαιραν και εδέχθησαν τον λόγον του Κυρίου και επίστευσαν, όσοι, δια την καλήν των διάθεσιν, είχαν προορισθή από τον Θεόν δια την αιώνιον ζωήν.
Πραξ. 13,49 διεφέρετο δὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δι᾿ ὅλης τῆς χώρας.
Πραξ. 13,49 Διεδίδετο δε ο λόγος του Κυρίου εις όλην την χώραν.
Πραξ. 13,50 οἱ δὲ Ἰουδαῖοι παρώτρυναν τὰς σεβομένας γυναῖκας καὶ τὰς εὐσχήμονας καὶ τοὺς πρώτους τῆς πόλεως καὶ ἐπήγειραν διωγμὸν ἐπὶ τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν, καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.
Πραξ. 13,50 Οι δε Ιουδαίοι εξηρέθισαν και παρεκίνησαν τας προσηλύτους γυναίκας, που εσέβοντο τον Θεόν, τας γυναίκας της αριστοκρατίας και τους πρώτους της πόλεως και εξήγειραν διωγμόν εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα σύνορα της χώρας των.
Πραξ. 13,51 οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἦλθον εἰς Ἰκόνιον.
Πραξ. 13,51 Εκείνοι δε εις ένδειξιν διαμαρτυρίας εναντίον των, ετίναξαν την σκόνην των ποδιών των και ήλθαν στο Ικόνιον.
Πραξ. 13,52 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπληροῦντο χαρᾶς καὶ Πνεύματος Ἁγίου.
Πραξ. 13,52 Οι Χριστιανοί όμως, που έμεναν εις την Αντιόχειαν και την περιοχήν εγέμιζαν ολονέν και με περισσοτέραν χαράν και Πνεύμα Αγιον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Φεβ 29, 2016 4:29 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 14α

Πραξ. 14,1 Ἐγένετο δὲ ἐν Ἰκονίῳ κατὰ τὸ αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος.
Πραξ. 14,1 Συνέβη δε στο Ικόνιον το ίδιο με εκείνο, που είχε συμβή εις την Αντιόχειαν· εισήλθαν δηλαδή ο Παύλος και ο Βαρνάβας εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και ωμίλησαν με τόσην πολλήν δύναμιν και πειστικότητα, ώστε να πιστεύσουν πλήθος Ιουδαίοι και Ελληνες.
Πραξ. 14,2 οἱ δὲ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν.
Πραξ. 14,2 Οι Ιουδαίοι όμως, που επέμεναν εις την απιστίαν των, εξηρέθισαν και ανετάραξαν τας ψυχάς των εθνικών εναντίον των αδελφών Χριστιανών.
Πραξ. 14,3 ἱκανὸν μὲν οὖν χρόνον διέτριψαν παῤῥησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ τῷ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν.
Πραξ. 14,3 Παρ' όλον όμως τούτο οι Απόστολοι, διότι το κήρυγμά των έφερνε πολλά αγαθά αποτελέσματα, έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί. Εκήρυτταν δε αφόβως με το θάρρος, που τους έδιδε η πίστις των στον Κυριον, ο οποίος επεβεβαίωνε το κήρυγμά των περί της χάριτος αυτού και τους έδιδε την δύναμιν, ώστε με τα χέρια των να γίνωνται καταπληκτικά σημεία και θαύματα.
Πραξ. 14,4 ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις.
Πραξ. 14,4 Διαιρέθηκε δε το πλήθος της πόλεως εις δύο παρατάξεις· και άλλοι μεν ήσαν με το μέρος των Ιουδαίων, άλλοι δε με το μέρος των Αποστόλων.
Πραξ. 14,5 ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων σὺν τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι καὶ λιθοβολῆσαι αὐτούς,
Πραξ. 14,5 Επειδή δε έγινε πολύς ερεθισμός και εξέγερσις των απιστούντων εθνικών και Ιουδαίων μαζή με τους άρχοντάς των και επήραν την απόφασιν να υβρίσουν και να λιθοβολήσουν τους Αποστόλους,
Πραξ. 14,6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον,
Πραξ. 14,6 εκατάλαβαν αυτοί τας κακάς εκείνων διαθέσεις και κατέφυγαν εις τας πόλεις της Λυκαονίας, την Λυστραν και την Δερβην και εις τα περίχωρα.
Πραξ. 14,7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.
Πραξ. 14,7 Και εκεί εκήρυτταν το Ευαγγέλιον.
Πραξ. 14,8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει.
Πραξ. 14,8 Εις τα Λυστρα εκάθητο κάποιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αδύνατα πόδια, διότι ήτο χωλός από την κοιλίαν της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περιπατήσει.
Πραξ. 14,9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,
Πραξ. 14,9 Αυτός ήκουσε με προσοχήν και πίστιν τον Παύλον. Ο Παύλος, όταν τον παρετήρησε προσεκτικά και είδε ότι είχεν πίστιν, δια να γίνη το θαύμα της θεραπείας του,
Πραξ. 14,10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
Πραξ. 14,10 είπε με μεγάλην φωνήν· “σήκω εις τα πόδια σου ορθός”. Και αμέσως εκείνος επήδησε και εντελώς υγιής περιπατούσε.
Πραξ. 14,11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·
Πραξ. 14,11 Τα πλήθη δε του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλην την φωνήν των λέγοντες εις την λυκαονικήν γλώσσαν των· “οι θεοί επήραν μορφήν ανθρώπων και κατέβηκαν εις ημάς”.
Πραξ. 14,12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου.
Πραξ. 14,12 Ωνόμαζαν δε τον με Βαρνάβαν Διαν, δια το παράστημα και την σοβαρότητα του, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου.
Πραξ. 14,13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.
Πραξ. 14,13 Ο δε ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός ήτο κτισμένος εμπρός από την πόλιν, έφερε ταύρους και στεφάνια κοντά εις τας μεγάλας θύρας του τείχους, όπου ευρίσκετο ο ναός, και ήθελε μαζή με το πλήθος του λαού να προσφέρη θυσίαν προς τιμήν των δύο Αποστόλων.
Πραξ. 14,14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαῤῥήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες
Πραξ. 14,14 Οι δε Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, όταν ήκουσαν αυτό, έσχισαν τα ιμάτιά των, δια να εκφράσουν έτσι την διαμαρτυρίαν και αγανάκτησίν των και ώρμησαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Μαρ 01, 2016 6:54 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 14β

Πραξ. 14,15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·
Πραξ. 14,15 και λέγοντες· “άνθρωποι, διατί κάνετε όλα αυτά; Και ημείς είμεθα όμοιοι με σας άνθρωποι, έχοντες την ιδίαν ασθενή και αδύνατον ανθρωπίνην φύσιν. Κηρύττομεν δε εις σας, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί θεών και θυσιών, που έως τώρα επιστεύατε, και να γυρίσετε στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά.
Πραξ. 14,16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν
Πραξ. 14,16 Αυτός ο Θεός, εις τας περασμένας γενεάς, αφήκε τους εθνικούς να βαδίζουν τον δρόμον των, να ζουν και να συμπεριφέρωνται σύμφωνα με τας αμαρτωλάς διαθέσεις της καρδίας των,
Πραξ. 14,17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
Πραξ. 14,17 μολονότι δεν αφήκε και μεταξύ αυτών ο Θεός τον ευατόν του χωρίς μαρτυρίας, δια την ύπαρξίν του και τας τελειότητάς του, διότι και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε από τον ουρανόν ωφελίμους βροχάς και καταλλήλους καιρούς δια πλουσίαν καρποφορίαν και σας έδιδεν άφθονον τροφήν και χαράν εις τας καρδίας σας”.
Πραξ. 14,18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
Πραξ. 14,18 Και με αυτά τα λόγια οι Απόστολοι μόλις και μετά βίας εσταμάτησαν τους όχλους, να μη προσφέρουν εις αυτούς τας θυσίας εκείνας.
Πραξ. 14,19 Ἐπῆλθον δὲ ἀπὸ Ἀντιοχείας καὶ Ἰκονίου Ἰουδαῖοι καὶ πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες τὸν Παῦλον ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες αὐτὸν τεθνάναι.
Πραξ. 14,19 Τοτε όμως ήλθαν εις την Λυστραν από την Αντιόχειαν και το Ικόνιον φανατικοί Ιουδαίοι, οι οποίοι έπεισαν τους όχλους και ελιθοβόλησαν τον Παύλον και τον έσυραν αναίσθητον έξω από την πόλιν, επειδή ενόμισαν ότι είχε αποθάνει.
Πραξ. 14,20 κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.
Πραξ. 14,20 Οταν δε οι Χριστιανοί περιεκύκλωσαν με πόνον αυτόν, δια να τον κηδεύσουν, εσηκώθηκε ο Παύλος υγιής, με την δύναμιν του Θεού, και εισήλθε εις την πόλιν. Την επομένην δε έφυγε μαζή με τον Βαρνάβαν και ήλθε εις την Δερβην.
Πραξ. 14,21 εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ Ἰκόνιον καὶ Ἀντιόχειαν,
Πραξ. 14,21 Αφού δε εκήρυξαν και εις την πόλιν εκείνην το Ευαγγέλιον και εδίδαξαν πολλούς, επέστρεψαν εις την Λυστραν και το Ικόνιον και την Αντιόχειαν
Πραξ. 14,22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 14,22 στηρίζοντες περισσότερον τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες αυτούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν και λέγοντες ότι δια μέσου πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών.
Πραξ. 14,23 χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι.
Πραξ. 14,23 Αφού δε εχειροτόνησαν δι' αυτούς πρεσβυτέρους εις κάθε Εκκλησίαν και προσηυχήθησαν με νηστείας, ενεπιστεύθησαν αυτούς στον Κυριον, στον οποίον είχαν πιστεύσει.
Πραξ. 14,24 καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν,
Πραξ. 14,24 Και αφού περιώδευσαν την χώραν της Πισιδίας, ήλθαν εις την Παμφυλίαν.
Πραξ. 14,25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν,
Πραξ. 14,25 Αφού δε και εις την Περγην εκήρυξαν τον λόγον του Θεού, κατέβηκαν εις την παράλιον πόλιν Αττάλειαν.
Πραξ. 14,26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς Ἀντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν.
Πραξ. 14,26 Από εκεί έπλευσαν εις την Αντιόχειαν, εις πόλιν όπου οι αδελφοί τους είχαν παραδώσει εις την χάριν του Θεού δια το έργον του ευαγγελισμού, το οποίον και έφεραν εις πέρας.
Πραξ. 14,27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.
Πραξ. 14,27 Οταν λοιπόν ήλθαν, συνεκέντρωσαν τους πιστούς της Εκκλησίας και εγνωστοποίησαν εις αυτούς όσα ο Θεός, χρησιμοποιών αυτούς ως συνεργούς του, έκαμε και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας.
Πραξ. 14,28 διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.
Πραξ. 14,28 Εμειναν δε εκεί μαζή με τους άλλους Χριστιανούς αρκετόν χρόνον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Μαρ 02, 2016 4:49 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 15α

Πραξ. 15,1 Καὶ τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι.
Πραξ. 15,1 Τοτε κατέβηκαν μερικοί από την Ιουδαίαν εις την Αντιόχειαν και εδίδασκαν τους εθνικούς Χριστιανούς, ότι “εάν δεν περιτέμνεσθε, σύμφωνα με το έθιμον, το οποίον και ο Μωϋσής ενομοθέτησε, δεν είναι δυνατόν να σωθήτε”.
Πραξ. 15,2 γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.
Πραξ. 15,2 Επειδή λοιπόν έγινε φιλονεικία και μεγάλη συζήτησις του Παύλου και του Βαρνάβα προς αυτούς, ώρισαν οι αδελφοί της Αντιοχείας να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα προς τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, δια να θέσουν και λύσουν οριστικώς το ζήτημα αυτό.
Πραξ. 15,3 Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς.
Πραξ. 15,3 Αυτοί λοιπόν καταυοδωθέντες από τα μέλη της Εκκλησίας, επερνούσαν την περιοχήν της Φοινίκης και της Σαμαρείας, διηγούμενοι την επιστροφήν των εθνικών στον Χριστόν και επροκαλούσαν έτσι χαράν μεγάλην εις όλους τους αδελφούς.
Πραξ. 15,4 παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.
Πραξ. 15,4 Οταν δε έφθασαν εις την Ιερουσαλήμ, τους υπεδέχθησαν τα μέλη της Εκκλησίας και οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι. Και αυτοί εγνωστοποίησαν όσα ο Θεός έκαμε μαζή των και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας.
Πραξ. 15,5 Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.
Πραξ. 15,5 Εσηκώθηκαν όμως μερικοί, οι οποίοι προήρχοντο από την τάξιν των Φαρισαίων αλλά είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και έλεγαν, ότι πρέπει να περιτέμνουν τους εθνικούς, που δέχονται την νέαν πίστιν, και να τους παραγγέλουν να τηρούν όλας τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου.
Πραξ. 15,6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου.
Πραξ. 15,6 Συνεκεντρώθησαν λοιπόν οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, δια να ιδούν και συσκεφθούν επάνω εις αυτό το ζήτημα.
Πραξ. 15,7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι.
Πραξ. 15,7 Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πετρος και είπε εις αυτούς· “άνδρες αδελφοί, σεις γνωρίζετε ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο Θεός εδιάλεξε μεταξύ των Αποστόλων εμέ, δια να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου τα λόγια του Ευαγγελίου και να πιστεύσουν (Εννοώ τον Κορνήλιον και την ομάδα του).
Πραξ. 15,8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν,
Πραξ. 15,8 Και ο Θεός, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων, έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών, ότι ημπορούν να πιστεύσουν και να σωθούν, διότι μετέδωσε εις αυτούς τότε το Πνεύμα το Αγιον, όπως και εις ημάς.
Πραξ. 15,9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν.
Πραξ. 15,9 Και δεν έκαμε καμμίαν απολύτως διάκρισιν μεταξύ ημών, που είμεθα περιτμημένοι και εκείνων, που ήσαν απερίτμητοι, καθαρίσας και αγιάσας τας καρδίας αυτών με μόνην την πίστιν στον Χριστόν.
Πραξ. 15,10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι;
Πραξ. 15,10 Τωρα λοιπόν, ύστερα από αυτό το ολοφάνερο γεγονός, διατί προκαλείτε τον Θεόν να κάμη κάτι διαφορετικόν από ο,τι προηγουμένως είχε πράξει, να επιβάλη δηλαδή ζυγόν στον τράχηλον των εθνικών Χριστιανών, τον οποίον ζυγόν ούτε οι πατέρες μας ούτε ημείς ημπορέσαμεν να βαστάσωμεν;
Πραξ. 15,11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.
Πραξ. 15,11 Αλλά πιστεύομεν ότι και ημείς οι Ιουδαίοι θα σωθώμεν όχι με τας τυπικάς διατάξστου Νομου, αλλά με την χάριν του Θεού, όπως και εκείνοι”.
Πραξ. 15,12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.
Πραξ. 15,12 Εμεινε δε άφωνον όλο εκείνο το πλήθος των πιστών και ήκουον με προσοχήν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον, οι οποίοι διηγούντο όσα καταπληκτικά θαύματα και σημεία, εις επικύρωσιν του κηρύγματος, έκαμε ο Θεός δια μέσου αυτών στους εθνικούς.
Πραξ. 15,13 Μετὰ δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων· ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ μου.
Πραξ. 15,13 Αφού δε και αυτοί έπαυσαν να ομιλούν, απήντησεν ο Ιάκωβος προς τους αντιλέγοντας Ιουδαίους και είπε· “άνδρες αδελφοί, ακούστε με με προσοχήν.
Πραξ. 15,14 Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Πραξ. 15,14 Ο Συμεών, δηλαδή ο Πετρος, σας διηγήθηκε και σας έδωκε εξηγήσεις, πως πρώτην φοράν ο Θεός επεσκέφθη με την χάριν του τα ειδωλολατρικά έθνη, ώστε να αποκτήση από αυτά πιστόν λαόν εν τω ονόματί του.
Πραξ. 15,15 καὶ τούτῳ συμφωνοῦσιν οἱ λόγοι τῶν προφητῶν, καθὼς γέγραπται·
Πραξ. 15,15 Και με το γεγονός αυτό συμφωνούν και οι λόγοι των προφητών, όπως έχει γραφή και από τον προφήτην Αμώς·
Πραξ. 15,16 μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ ἀνοικοδομήσω τὴν σκηνὴν Δαυΐδ τὴν πεπτωκυῖαν, καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω καὶ ἀνορθώσω αὐτήν,
Πραξ. 15,16 Επειτα από αυτά, λέγει ο Θεός, ύστερα δηλαδή από την έλευσιν του Μεσσίου, θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τον κρημνισμένον οίκον και τον βασιλικόν θρόνον του Δαυίδ και τα ερείπια αυτών θα τα ξανακτίσω και θα ανορθώσω την βασιλείαν του με την πνευματικήν βασιλεία του Χριστού.
Πραξ. 15,17 ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐφ᾿ οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ ποιῶν ταῦτα πάντα.
Πραξ. 15,17 Και τούτο, δια να ζητήσουν τον Κυριον, όχι μόνον οι Ιουδαίοι, αλλά και οι υπόλοιποι εκ των ανθρώπων και όλοι οι εθνικοί, στους οποίους θα έχη δοθή ως όνομα το όνομά μου, δια να είναι ιδικοί μου, λέγει ο Κυριος, ο οποίος κάμνει όλα αυτά.
Πραξ. 15,18 γνωστὰ ἀπ᾿ αἰῶνός ἐστι τῷ Θεῷ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ.
Πραξ. 15,18 Είναι δε στον Θεόν προαιωνίως γνωστά όλα αυτά τα έργα του.
Πραξ. 15,19 διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν,
Πραξ. 15,19 Δια τούτο εγώ κρίνω να μην ενοχλούμεν και να μη φορτώνωμεν με τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου τους εθνικούς, οι οποίοι επιστρέφουν με πίστιν στον Θεόν.
Πραξ. 15,20 ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος.
Πραξ. 15,20 Αλλά κρίνω μόνον να στείλωμε εις αυτούς γραπτόν μήμυμα να απέχουν από τους μολυσμούς των ειδώλων, από την πορνείαν και να μη τρώγουν πνιγμένον ζώον και να μη πίνουν αίμα.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Μαρ 03, 2016 4:31 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 15β

Πραξ. 15,21 Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος.
Πραξ. 15,21 Πρέπει δε να απαγορεύσωμεν εκτός της πορνείας και τα ειδωλόθυτα και το κρέας του πνικτού ζώου και το αίμα, διότι ο Μωϋσής από αρχαίας γενεάς έχει εις κάθε πόλιν ραββίνους, που τον κηρύττουν εις τας συναγωγάς, αφού κάθε Σαββατον διαβάζονται περικοπαί από τον Νομον του”.
Πραξ. 15,22 Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς,
Πραξ. 15,22 Τοτε εφάνηκε ορθόν στους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους μαζή με όλην την Εκκλησίαν, αφού εκλέξουν άνδρας εκ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ, να τους στείλουν εις την Αντιόχειαν μαζή με τον Παύλον και τον Βαρνάβαν· εξέλεξαν δε τον Ιούδαν, που ελέγετο και Βαρσαββάς, και τον Σιλαν άνδρας, οι οποίοι κατείχαν ηγετικάς θέσεις μεταξύ των αδελφών.
Πραξ. 15,23 γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν τάδε· Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν.
Πραξ. 15,23 Εγραψαν δε επιστολήν με το εξής περιεχόμενον, την οποίαν έστειλαν με τους δύο αυτούς αντιπροσώπους· “Οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων χαιρετίζουν τους αδελφούς, που προέρχονται από τα έθνη και κατοικούν εις την Αντιόχειαν, την Συρίαν και την Κιλικίαν.
Πραξ. 15,24 Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν νόμον, οἷς οὐ διεστειλάμεθα,
Πραξ. 15,24 Επειδή ηκούσαμεν ότι μερικοί, οι οποίοι προέρχονται από ημάς τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και στους οποίους ημείς δεν εδώσαμεν καμμίαν σχετικήν εντολήν, σας ετάραξαν και με αστηρίκτους λόγους κλονίζουν τας ψυχάς σας, διδάσκοντες να περιτέμνεσθε και να τηρήτε τον Νομον του Μωϋσέως,
Πραξ. 15,25 ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ,
Πραξ. 15,25 μας εφάνη καλόν και ορθόν και ελάβομεν ομόφωνον απόφασιν, αφού εκλέξωμεν σοβαρούς και πιστούς άνδρας ως αντιπροσώπους μας, να τους στείλωμεν προς σας μαζή με τους αγαπητούς μας Βαρνάβαν και Παύλον,
Πραξ. 15,26 ἀνθρώποις παρεδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
Πραξ. 15,26 ανθρώπους οι οποίοι έχουν παραδώσει και εκθέσει την ζωήν των εις κίνδυνον δια το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Πραξ. 15,27 ἀπεστάλκαμεν οὖν Ἰούδαν καὶ Σίλαν καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά.
Πραξ. 15,27 Λοιπόν μαζή με αυτούς εστείλαμεν τον Ιούδαν και τον Σιλαν, οι οποίοι θα σας πουν και προφορικώς τα ίδια, που είναι γραμμένα και εις την επιστολήν μας.
Πραξ. 15,28 ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων,
Πραξ. 15,28 Εκρίθη και απεφασίσθη ως ορθόν και αληθές από το Αγιον Πνεύμα και ημάς, να μη σας επιβάλωμεν κανένα άλλο βάρος πλην από αυτά, που είναι απαραίτητα και αναγκαία.
Πραξ. 15,29 ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔῤῥωσθε.
Πραξ. 15,29 Δηλαδή, να απέχετε από τα ειδωλόθυτα και από το αίμα και από το πνικτόν και από την πορνείαν. Από αυτά εάν φυλάττετε τους εαυτούς σας καθαρούς, θα προοδεύσετε εις την ειρηνικήν κατά Χριστόν ζωήν. Χαίρετε”.
Πραξ. 15,30 Οἱ μὲν οὖν ἀπολυθέντες ἦλθον εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ συναγαγόντες τὸ πλῆθος ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
Πραξ. 15,30 Αυτοί λοιπόν κατευοδωθέντες με τας ευχάς της Εκκλησίας ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εμάζεψαν το πλήθος των Χριστιανών και παρέδωκαν την επιστολήν.
Πραξ. 15,31 ἀναγνόντες δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ τῇ παρακλήσει.
Πραξ. 15,31 Οταν δε οι Χριστιανοί την ανέγνωσαν, εχάρησαν δια την ειρήνην και την ενίσχυσιν, που τους έδωκε.
Πραξ. 15,32 Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν.
Πραξ. 15,32 Και ο Ιούδας και ο Σιλας, οι οποίοι ήσαν προφήται και αυτοί, με πολλούς λόγους παρηγόρησαν, καθησύχασαν και εστήριξαν εις την ορθήν πίστιν τους αδελφούς.
Πραξ. 15,33 ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους.
Πραξ. 15,33 Αφού δε έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί, κατευωδώθησαν με ευχάς ειρηνικάς από τους αδελφούς της Αντιοχείας δια τα Ιεροσόλυμα.
Πραξ. 15,34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ.
Πραξ. 15,34 Εις τον Σιλαν όμως εφάνη προτιμότερον να παραμείνη εκεί.
Πραξ. 15,35 Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
Πραξ. 15,35 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εις την Αντιόχειαν διδάσκοντες και κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Κυρίου μαζή και με πολλούς άλλους κήρυκας.
Πραξ. 15,36 Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι.
Πραξ. 15,36 Επειτα δε από μερικάς ημέρας είπε ο Παύλος προς τον Βαρνάβαν· “λοιπόν τώρα, ας επανέλθωμεν και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς μας εις όλας εκείνας τας πόλεις, εις τας οποίας κατά την προηγουμένην περιοδείαν μας εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου, και ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ως προς την πίστιν και την αρετήν.
Πραξ. 15,37 Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν τὸν Ἰωάννην τὸν ἐπικαλούμενον Μᾶρκον·
Πραξ. 15,37 Ο Βαρνάβας δε εσκέφθηκε και ηθέλησε να πάρη μαζή του τον Ιωάννην, που ελέγετο Μάρκος.
Πραξ. 15,38 Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον.
Πραξ. 15,38 Ο Παύλος όμως έκρινε ορθόν, να μη πάρουν μαζή των εκείνον, που τους είχε εγκαταλείψει από την Παμφυλίαν και δεν επήγε μαζή των στο έργον της ιεραποστολής.
Πραξ. 15,39 ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον.
Πραξ. 15,39 Εγινε δε τότε ζωηρά διαφωνία και φιλονεικία, ώστε οι δύο Απόστολοι να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον και ο Βαρνάβας μαζή με τον Μάρκον να πλεύσουν εις την Κυπρον.
Πραξ. 15,40 Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν,
Πραξ. 15,40 Ο Παύλος όμως, αφού εξέλεξε ως συνοδόν του τον Σιλαν, ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν με τας ευχάς των αδελφών, οι οποίοι τον παρέδωσαν και τον ενεπιστεύθησαν εις την χάριν του Θεού.
Πραξ. 15,41 διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας.
Πραξ. 15,41 Περιώδευε δε την Συρίαν και την Κιλικίαν στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν τους Χριστιανούς των κατά τόπους Εκκλησιών.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Μαρ 04, 2016 1:40 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 16α

Πραξ. 16,1 Κατήντησε δὲ εἰς Δέρβην καὶ Λύστραν. καὶ ἰδοὺ μαθητής τις ἦν ἐκεῖ ὀνόματι Τιμόθεος, υἱὸς γυναικός τινος Ἰουδαίας πιστῆς, πατρὸς δὲ Ἕλληνος,
Πραξ. 16,1 Εφθασε δε εις την Δερβην και εις την Λυστραν και ιδού υπήρχε εκεί κάποιος μαθητής, ονόματι Τιμόθεος, υιός μιας γυναικός Ιουδαίας, πιστής στον Χριστόν, πατρός δε Ελληνος, εθνικού.
Πραξ. 16,2 ὃς ἐμαρτυρεῖτο ὑπὸ τῶν ἐν Λύστροις καὶ Ἰκονίῳ ἀδελφῶν.
Πραξ. 16,2 Ο Τιμόθεος είχε την καλήν μαρτυρίαν δια την πίστιν και την αρετήν αυτού από τους αδελφούς, που ήσαν εις τα Λυστρα και το Ικόνιον.
Πραξ. 16,3 τοῦτον ἠθέλησεν ὁ Παῦλος σὺν αὐτῷ ἐξελθεῖν, καὶ λαβὼν περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις· ᾔδεισαν γὰρ ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχεν.
Πραξ. 16,3 Αυτόν ηθέλησε ο Παύλος να τον πάρη μαζή του εις την περιοδείαν· δια να μη προκληθή δε σκάνδαλον στους Ιουδαίους, που ήσαν εις τας περιοχάς εκείνας-διότι όλοι αυτοί εγνώριζαν ότι ήτο Ελλην ο πατήρ του Τιμοθέου-του έκαμε περιτομήν με τα ίδια του τα χέρια.
Πραξ. 16,4 Ὡς δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, παρεδίδουν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Πραξ. 16,4 Καθώς δε επερνούσαν τας διαφόρους πόλεις, εδίδασκαν οι Απόστολοι τους αδελφούς να τηρούν τας αποφάσεις, αι οποίαι είχαν κριθή και θεσπισθή από τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Πραξ. 16,5 αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῦντο τῇ πίστει καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ᾿ ἡμέραν.
Πραξ. 16,5 Αι Εκκλησίαι λοιπόν, χάρις στο κήρυγμα των Αποστόλων, εστερεώνοντο ακόμη περισότερον εις την πίστιν και επληθύνοντο κάθε ημέραν ως προς τον αριθμόν των πιστών.
Πραξ. 16,6 Διελθόντες δὲ τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Γαλατικὴν χώραν, κωλυθέντες ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τὸν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ,
Πραξ. 16,6 Αφού δε επέρασαν την Φρυγίαν και την χώραν της Γαλατίας, εμποδίσθησαν από το Αγιον Πνεύμα να κηρύξουν τον λόγον του Θεού εις την Ασίαν.
Πραξ. 16,7 ἐλθόντες κατὰ τὴν Μυσίαν ἐπείραζον κατὰ τὴν Βιθυνίαν πορεύεσθαι· καὶ οὐκ εἴασεν αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα.
Πραξ. 16,7 Ηλθαν προς την περιοχήν της Μυσίας και εδοκίμαζαν να προχωρήσουν εις την Βιθυνίαν· και πάλιν όμως το Πνεύμα το Αγιον δεν τους άφησε.
Πραξ. 16,8 παρελθόντες δὲ τὴν Μυσίαν κατέβησαν εἰς Τρῳάδα.
Πραξ. 16,8 Αφού δε επέρασαν σύντομα την Μυσίαν, κατέβηκαν εις τα παράλια, εις την Τρωάδα.
Πραξ. 16,9 καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς ὤφθη τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις ἦν Μακεδὼν ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν.
Πραξ. 16,9 Εκεί δε κατά το διάστημα της νυκτός παρουσιάσθηκε στον Παύλον ένα όραμα· κάποιος δηλαδή Μακεδών εστέκετο όρθιος εμπρός του και τον παρακαλούσε λέγων· “πέρασε από την Ασίαν εις την Μακεδονίαν και βοήθησέ μας”.
Πραξ. 16,10 ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς.
Πραξ. 16,10 Αμέσως δε μόλις είδε αυτό το όραμα ο Παύλος, επήραμε την απόφασιν να ταξιδεύσωμεν εις την Μακεδονίαν, διότι εβγάλαμε το συμπέρασμα, ότι ο Κυριος μας είχε προσκαλέσει και διατάξει να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον στους κατοίκους της Μακεδονίας.
Πραξ. 16,11 Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν,
Πραξ. 16,11 Αφού δε από την Τρωάδα ανοιχθήκαμε με το πλοίον εις την θάλασσαν, επλεύσαμεν κατ' ευθείαν εις την Σαμοθράκην· την επομένην δε εις την Νεάπολιν.
Πραξ. 16,12 ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ἦμεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διατρίβοντες ἡμέρας τινάς,
Πραξ. 16,12 Από εκεί επροχωρήσαμεν στους Φιλίππους, πόλιν η οποία είναι η σπουδαιοτέρα ρωμαϊκή αποικία της περιοχής της Μακεδονίας. Εμείναμεν δε εις την πόλιν αυτήν μερικάς ημέρας.
Πραξ. 16,13 τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συνελθούσαις γυναιξί.
Πραξ. 16,13 Και κατά την ημέραν του Σαββάτου εβγήκαμεν έξω από την πόλιν καντά στον ποταμόν, όπου εθεωρείτο τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Και αφού εκαθίσαμεν, συνωμιλούσαμεν με τας γυναίκας, που είχαν συγκεντρωθή εκεί.
Πραξ. 16,14 καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου.
Πραξ. 16,14 Και μία γυναίκα, ονόματι Λυδία, που κατήγετο από τα Θυάτειρα και επωλούσε στους Φιλίππους πορφυρά πολύτιμα υφάσματα και η οποία εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, ήκουε με προσοχήν τα λόγια μας. Αυτής ο Κυριος ήνοιξε, με την θείαν του χάριν, την καρδίαν, δια να δώση έτσι μεγάλην προσοχήν εις όσα έλεγεν ο Παύλος.
Πραξ. 16,15 ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκόν μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς.
Πραξ. 16,15 Οταν δε εβαπτίσθηκε μαζή με όλην την οικογένειάν της, μας επροσκάλεσε στο σπίτι της λέγουσα· “εάν με έχετε κρίνει πιστήν στον Κυριον, ελάτε στο σπίτι μου και μείνατε ως φιλοξενούμενοι”. Και με την πολλήν και ευλαβή επιμονήν της μας ηνάγκασε να μείνωμεν στο σπίτι της.
Πραξ. 16,16 Ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη.
Πραξ. 16,16 Καποτε δε, όταν ημείς επηγαίναμε στον τόπον της προσευχής, μας συνήντησε στον δρόμον μια νεαρά δούλη, που είχε πονηρόν, μαντικόν πνεύμα μέσα της και έδιδε διαφόρους μαντείας επί μέσα της και έδιδε διαφόρους μαντείας επί πληρωμή. Αυτή με τας μαντείας που έδινε, απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της.
Πραξ. 16,17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας.
Πραξ. 16,17 Αυτή, λοιπόν, ηκολούθησε από κοντά τον Παύλον και τον Σιλαν και έκραζε λέγουσα· “αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου, οι οποίοι μας κάνουν γνωστόν τον δρόμον της σωτηρίας”.
Πραξ. 16,18 τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
Πραξ. 16,18 Αυτό δε έκανε επί πολλάς ημέρας (διότι το πανούργον πονηρόν πνεύμα ήθελε ν' αποκτήση έτσι την εμπιστοσύνην και εκείνων, που θα επίστευαν στον Χριστόν). Ενοχληθείς δε και οργισθείς ο Παύλος από την πανούργον αυτήν μαρτυρίαν εγύρισε προς την παιδίσκην, που τον ακολουθούσε, και είπε στο πονηρόν πνεύμα· “σε διατάσσω, εν ονόματι του Ιησού Χριστού, να εξέλθης από αυτήν”. Και πράγματι το πονηρόν πνεύμα εβγήκε αμέσως την στιγμήν εκείνην.
Πραξ. 16,19 Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας,
Πραξ. 16,19 Οι κύριοι όμως αυτής όταν είδαν, ότι έφυγε η ελπίς της προσοδοφόρου εργασίας των, συνέλαβαν τον Παύλον και τον Σιλαν και τους έφεραν εις την αγοράν προς τους άρχοντας.
Πραξ. 16,20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες.
Πραξ. 16,20 Και αφού τους ωδήγησαν εμπρός στους στρατηγούς, είπαν· “αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναστατώνουν τον πόλιν μας·


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Μαρ 05, 2016 5:10 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 16β

Πραξ. 16,21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι.
Πραξ. 16,21 και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα, τα οποία δεν επιτρέπεται ημείς οι Ρωμαίοι να τα παραδεχώμεθα και να τα τηρούμεν”.
Πραξ. 16,22 καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν,
Πραξ. 16,22 Και συνεκεντρώθη ο όχλος εναντίον των. Οι στρατηγοί τότε έσχισαν τα ιμάτια των Αποστόλων και διέταξαν τους ραβδούχους να τους ραβδίσουν.
Πραξ. 16,23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς·
Πραξ. 16,23 Αφού δε τους κατέφεραν πολλά κτυπήματα, τους έβαλαν εις την φυλακήν παραγγείλαντες στον δεσμοφύλακα να τους φρουρή με κάθε ασφάλειαν.
Πραξ. 16,24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Πραξ. 16,24 Αυτός δε, επειδή έλαβε μίαν τέτοιαν αυστηράν εντολήν, έρριψε αυτούς στο βαθύτερον κελλί των φυλακών και έδεσε τα πόδια των εις ένα ειδικόν ξύλον, ώστε να τους είναι αδύνατος κάθε κίνησις.
Πραξ. 16,25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι.
Πραξ. 16,25 Κατά το μεσονύκτιον όμως ο Παύλος και ο Σιλας προσηύχοντο και έψαλλαν ύμνους προς τον Θεόν. Τους ήκουον δε με προσοχήν οι φυλακισμένοι.
Πραξ. 16,26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη.
Πραξ. 16,26 Και αίφνης έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε εκλονίσθησαν τα θεμέλια της φυλακής. Ανοίχτηκαν δε αμέσως μόναι των όλαι αι θύραι και όλων των φυλακισμένων τα δεσμά έπεσαν.
Πραξ. 16,27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους.
Πραξ. 16,27 Καθώς δε εξύπνησε ο δεσμοφύλαξ από τον σεισμόν και είδε αναικτάς τας θύρας της φυλακής, ανέσυρε μάχαιραν και ητοιμάζετο να αυτοκτονήση, διότι ενόμισεν ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι.
Πραξ. 16,28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.
Πραξ. 16,28 Ο Παύλος όμως εφώναξε με μεγάλην φωνήν λέγων· “μη κάμης κανένα κακόν κατά του εαυτού σου· διότι όλοι ανεξαιρέτως οι φυλακισμένοι είμεθα εδώ”.
Πραξ. 16,29 αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ,
Πραξ. 16,29 Αφού δε εζήτησε φώτα ο δεσμοφύλαξ, εισώρμησε εις την φυλακήν και είδε, όπως του είχε πει ο Παύλος, όλους τους φυλακισμένους εκεί, εκατάλαβε αμέσως το θαύμα, εκυριεύθηκε από τρόμον και έπεσε εις τα πόδια του Παύλου και του Σιλα.
Πραξ. 16,30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Πραξ. 16,30 Και αφού τους έβγαλε έξω από το βαθύ κελλί, εις την αυλήν της φυλακής, τους είπε· “κύριοι, τι πρέπει να κάμω, δια να εύρω και εγώ την σωτηρίαν;”
Πραξ. 16,31 οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου.
Πραξ. 16,31 Και εκείνοι του είπαν· “πίστευσε συ στον Κυριον Ιησούν Χριστόν και θα σωθής συ και όλο σου το σπίτι”.
Πραξ. 16,32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
Πραξ. 16,32 Και εκήρυξαν εις αυτόν τον λόγον του Κυρίου και εις όλους όσοι ήσαν στο σπίτι του.
Πραξ. 16,33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα,
Πραξ. 16,33 Και αφού τους επήρε εκείνην την ώραν της νυκτός, τους έλουσε από τα αίματα των πληγών των. Και αμέσως εβαπτίσθηκε αυτός και όλοι οι δικοί του.
Πραξ. 16,34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Πραξ. 16,34 Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, παρέθεσε τράπεζαν φαγητών και εδοκίμασε μεγάλην χαράν μαζή με όλην την οικογένειάν του, επειδή ακριβώς είχε πιστεύσει στον Θεόν.
Πραξ. 16,35 Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους.
Πραξ. 16,35 Αφού δε έγινε ημέρα, έστειλαν οι στρατηγοί τους ραβδούχους στον δεσμοφύλακα και είπαν· “απόλυσε εκείνους τους ανθρώπους από την φυλακήν”.
Πραξ. 16,36 ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ.
Πραξ. 16,36 Ανήγγειλε δε ο δεσμοφύλαξ αυτούς τους λόγους προς τον Παύλον, ότι δηλαδή, “έστειλαν οι στρατηγοί και με διέταξαν να αποφυλακισθήτε. Τωρα λοιπόν εβγάτε από την φυλακήν και πηγαίνετε στο καλό”.
Πραξ. 16,37 ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν.
Πραξ. 16,37 Ο Παύλος όμως είπε στους ραβδούχους· “αφού μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημοσία, χωρίς προηγουμένως να μας δικάσουν, ημάς οι οποίοι είμεθα Ρωμαίοι πολίται, μας έβαλαν εις την φυλακήν. Και τώρα μας αποφυλακίζουν κρυφά; Λοιπόν δεν θα βγούμε μόνοι, αλλά πρέπει να έλθουν εδώ οι στρατηγοί να μας βγάλουν και να μας συνοδεύσουν οι ίδιοι έξω από την φυλακήν”.
Πραξ. 16,38 ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι,
Πραξ. 16,38 Εγνωστοποίησαν δε οι ραβδούχοι στους στρατηγούς αυτά τα λόγια. Και εκείνοι, όταν ήκουσαν ότι οι δύο Απόστολοι είναι Ρωμαίοι πολίται, εφοβήθησαν δια την άδικον και αδικαιολόγητον ποινήν, που τους είχαν επιβάλει.
Πραξ. 16,39 καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως.
Πραξ. 16,39 Και λοιπόν, ελθόντες τους παρεκάλεσαν να βγουν από την φυλακήν. Και αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλιν.
Πραξ. 16,40 ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον.
Πραξ. 16,40 Οταν όμως οι Απόστολοι εβγήκαν από την φυλακήν, επήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Και αφού είδαν εκεί όλους τους αδελφούς, τους παρηγόρησαν και τους ενίσχυσαν να μείνουν πιστοί στο Ευαγγέλιον. Κατόπιν δε ανεχώρησαν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Μαρ 07, 2016 10:00 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 17α

Πραξ. 17,1 Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων.
Πραξ. 17,1 Αφού δε επέρασαν την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθαν εις την Θεσσαλονίκην, όπου υπήρχε η συναγωγή των Ιουδαίων.
Πραξ. 17,2 κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν,
Πραξ. 17,2 Ο Παύλος, καθώς εσυνήθιζε, εισήλθε εις την συναγωγήν προς τους Ιουδαίους και επί τρία κατά συνέχειαν Σαββατα συνωμιλούσε με αυτούς, έφερε χωρία και θέματα από τας Γραφάς,
Πραξ. 17,3 διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, Ἰησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,3 τα ερμήνευε και παρέθετε από αυτά μαρτυρίας, δια να πιστοποιηθή έτσι από τα ιερά κείμενα η αλήθεια ότι έπρεπε, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, να πάθη ο Χριστός και ν' αναστηθή εκ νεκρών και ότι “αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Ιησούς, τον οποίον εγώ κηρύττω εις σας”.
Πραξ. 17,4 καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι.
Πραξ. 17,4 Και μερικοί από αυτούς επείσθησαν και ηκολούθησαν, ως μαθηταί πλέον του Χριστού, τον Παύλον και τον Σιλαν, όπως επίσης και από τους προσηλύτους Ελληνας πολύ πλήθος επίστευσε και πολλαί γυναίκες από την ανωτέραν τάξιν.
Πραξ. 17,5 Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ Ἰάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον·
Πραξ. 17,5 Οι Ιουδαίοι όμως, που έμεναν με φανατισμόν εις την απιστίαν των, επήραν μαζή των μερικούς πονηρούς και αργόσχολους ανθρώπους και εδημιουργούσαν θόρυβον εις την πόλιν εναντίον των Αποστόλων. Αφού δε όλοι μαζή εστάθησαν εμπρός εις την οικίαν του Ιάσονος, εζητούσαν να οδηγήσουν τους Αποστόλους εις την συνέλευσιν των πολιτών και των αρχόντων, δια να τους καταδικάσουν.
Πραξ. 17,6 μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν,
Πραξ. 17,6 Επειδή όμως δεν ευρήκαν τους Αποστόλους, έσυραν με βαρβαρότητα τον Ιάσονα και μερικούς Χριστιανούς προς τους άρχοντας της πόλεως κραυγάζοντες, ότι αυτοί, που αναστάτωσαν την οικουμένην, ήλθαν και εδώ, δια να κάμουν το ίδιο.
Πραξ. 17,7 οὓς ὑποδέδεκται Ἰάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, Ἰησοῦν.
Πραξ. 17,7 Αυτούς δε τους ανθρώπους τους έχει υποδεχθή και τους φιλοξενοί ο Ιάσων. Και έλεγαν ακόμη, ότι όλοι αυτοί ενεργούν εναντίον των νόμων του Καίσαρος, λέγοντες ότι υπάρχει άλλος βασιλεύς, ο Ιησούς.
Πραξ. 17,8 ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα,
Πραξ. 17,8 Ανεστάτωσαν δε τον λαόν και τους πολιτάρχας, οι οποίοι ήκουαν τας θορυβώδεις αυτάς κατηγορίας.
Πραξ. 17,9 καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.
Πραξ. 17,9 Οι πολιτάρχαι όμως, αφού έλαβαν από τον Ιάσονα και τους άλλους Χριστιανούς, ικανοποιητικήν εγγύησιν δια την βεβαίαν αναχώρησιν του Παύλου και του Σιλα από την Θεσσαλονίκην, τους απέλυσαν.
Πραξ. 17,10 Οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ τῆς νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν, οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπῄεσαν.
Πραξ. 17,10 Οι δε αδελφοί αμέσως έστειλαν δια νυκτός τον Παύλον και τον Σιλαν εις την Βεροιαν. Αυτοί δε, όταν έφθασαν εκεί, επήγαν εις την συναγωγήν των Ιουδαίων.
Πραξ. 17,11 οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ, οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας, τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τὰς γραφὰς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως.
Πραξ. 17,11 Οι δε Ιουδαίοι της Βεροίας είχαν ευγενέστερα αισθήματα και καλυτέραν διάθεσιν από τους της Θεσσαλονίκης. Εδέχθησαν τον λόγον του Θεού με κάθε προθυμίαν, μελετώντες και ερευνώντες κάθε ημέραν τας Γραφάς, δια να πεισθούν, εάν τα πράγματα ήσαν όπως τα έλεγε ο Παύλος.
Πραξ. 17,12 πολλοὶ μὲν οὖν ἐξ αὐτῶν ἐπίστευσαν, καὶ τῶν Ἑλληνίδων γυναικῶν τῶν εὐσχημόνων καὶ ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι.
Πραξ. 17,12 Πολλοί μεν λοιπόν από αυτούς επίστευσαν και από τας Ελληνίδας γυναίκας της ανωτέρας τάξεως και αρκετοί άνδρες.
Πραξ. 17,13 Ὡς δὲ ἔγνωσαν οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλονίκης Ἰουδαῖοι ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθον κἀκεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους.
Πραξ. 17,13 Οταν όμως οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης (φανατισμένοι και εμπαθείς καθώς ήσαν) επληροφορήθησαν ότι και εις την Βεροιαν εκηρύχθη ο λόγος του Θεού, ήλθαν και εκεί προσπαθούντες να εξεγείρουν τα πλήθη.
Πραξ. 17,14 εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν· ὑπέμενον δὲ ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ.
Πραξ. 17,14 Αμέσως δε τότε οι αδελφοί έστειλαν τον Παύλον, σαν να επρόκειτο να ταξιδεύση δια θαλάσσης· έμειναν δε εκεί ο Σιλας και ο Τιμόθεος.
Πραξ. 17,15 οἱ δὲ καθιστῶντες τὸν Παῦλον ἤγαγον αὐτὸν ἕως Ἀθηνῶν, καὶ λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν καὶ Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐτόν, ἐξῄεσαν.
Πραξ. 17,15 Αυτοί δε που συνώδευαν τον Παύλον, τον έφεραν έως τας Αθήνας. Ανεχώρησαν δε, αφού έλαβον από τον Παύλον εντολήν δια τον Τμόθεον και τον Σιλαν, να έλθουν όσον το δυνατόν συντομώτερα εις συνάντησίν του.
Πραξ. 17,16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.
Πραξ. 17,16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα.
Πραξ. 17,17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.
Πραξ. 17,17 Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 8 και 0 επισκέπτες