ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Μαρ 24, 2016 10:21 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 22α

Πραξ. 22,1 Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατέ μου τῆς πρὸς ὑμᾶς νυνὶ ἀπολογίας.
Πραξ. 22,1 Ανδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε την απολογίαν μου, που απευθύνω τώρα προς σας”.
Πραξ. 22,2 ἀκούσαντες δὲ ὅτι τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ προσεφώνει αὐτοῖς, μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν.
Πραξ. 22,2 Οταν δε ήκουσαν ότι ωμιλούσε την εβραϊκήν γλώσσαν, τον επρόσεξαν περισσότερον και έκαμαν μεγαλυτέραν ησυχίαν.
Πραξ. 22,3 καί φησιν· ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον.
Πραξ. 22,3 Και τότε ο Παύλος είπε· “εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, που έχω γεννηθή εις την Ταρσόν της Κιλικίας· έχω όμως εκπαιδευθή εις την πόλιν αυτήν, εις την Ιερουσαλήμ, κοντά στον γνωστόν σας διδάσκαλον Γαμαλιήλ. Επομένως έχω διδαχθή με πολλήν ακρίβειαν τον νόμον των πατέρων μας και ήμουν πάντοτε γεμάτος ζήλον δια την δόξαν του Θεού, όπως είσθε και σεις σήμερα.
Πραξ. 22,4 ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας,
Πραξ. 22,4 Ακριβώς δε διότι είχα τέτοιον ζήλον, κατεδίωξα μέχρι θανάτου την νέαν αυτήν πίστιν, τον δρόμον της χριστιανικής ζωής, συλλαμβάνων, δεσμεύων και παραδίδων εις τας φυλακάς άνδρας και γυναίκας.
Πραξ. 22,5 ὡς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ μοι καὶ πᾶν τὸ πρεσβυτέριον· παρ᾿ ὧν καὶ ἐπιστολὰς δεξάμενος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε ὄντας δεδεμένους εἰς Ἱερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν.
Πραξ. 22,5 Αυτά ακριβώς τα βεβαιώνουν ο αρχιερεύς και όλον το συνέδριον των Ιουδαίων. Από αυτούς δε αφού έλαβα συστατικάς και εξουσιοδοτικάς επιστολάς δια τους Ιουδαίους αδελφούς της Δαμασκού, επήγαινα με τον σκοπόν να φέρω εις την Ιερουσαλήμ δεμένους τους χριστιανούς, που θα ήσαν εκεί, δια να τιμωρηθούν.
Πραξ. 22,6 Ἐγένετο δέ μοι πορευομένῳ καὶ ἐγγίζοντι τῇ Δαμασκῷ περὶ μεσημβρίαν ἐξαίφνης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ περιαστράψαι φῶς ἱκανὸν περὶ ἐμέ,
Πραξ. 22,6 Ενώ δε επροχωρούσα και επλησίαζα εις την Δαμασκόν, αίφνης κατά το μεσημέρι άστραψε γύρω μου ολόλαμπρο φως από τον ουρανόν.
Πραξ. 22,7 ἔπεσόν τε εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;
Πραξ. 22,7 Επεσα τότε κάτω στο έδαφος και ήκουσα φωνήν, που μου έλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις;
Πραξ. 22,8 ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· τίς εἶ, Κύριε; εἶπέ τε πρός με· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις.
Πραξ. 22,8 Εγώ δε απήντησα· Ποιός είσαι Κυριε; Και μου είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, τον οποίον συ καταδιώκεις.
Πραξ. 22,9 οἱ δὲ σὺν ἐμοὶ ὄντες τὸ μὲν φῶς ἐθεάσαντο καὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο, τὴν δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν τοῦ λαλοῦντός μοι.
Πραξ. 22,9 Αυτοί δε που ήσαν μαζή μου, είδαν το φως, εκυριεύθησαν από φόβον, αλλά δεν εξεχώρισαν τις λέξεις εκείνου, ο οποίος μου ωμιλούσε.
Πραξ. 22,10 εἶπον δέ· τί ποιήσω, Κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρός με· ἀναστὰς πορεύου εἰς Δαμασκόν, κἀκεῖ σοι λαληθήσεται περὶ πάντων ὧν τέτακταί σοι ποιῆσαι.
Πραξ. 22,10 Εγώ δε είπα· Τι να κάμω, Κυριε; Ο δε Κυριος μου είπε· Σηκω, πήγαινε εις την Δαμασκόν και εκεί θα σου λεχθή δι' όλα όσα ο Θεός έχει ορίσει να κάμης εσύ.
Πραξ. 22,11 ὡς δὲ οὐκ ἐνέβλεπον ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου, χειραγωγούμενος ὑπὸ τῶν συνόντων μοι ἦλθον εἰς Δαμασκόν.
Πραξ. 22,11 Επειδή δε, εξ αιτίας του λαμπρού εκείνου φωτός, δεν έβλεπα πλέον, ήλθα εις την Δαμασκόν χειραγωγούμενος, από εκείνους, που ήσαν μαζή μου.
Πραξ. 22,12 Ἀνανίας δέ τις, ἀνὴρ εὐσεβὴς κατὰ τὸν νόμον, μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Δαμασκῷ Ἰουδαίων,
Πραξ. 22,12 Καποιος δε, ονόματι Ανανίας, άνθρωπος σύμφωνα με τον Νομον πιστός και ευλαβής και ο οποίος εμαρτυρείτο ως ενάρετος από όλους τους Ιουδαίους κατοίκους της Δαμασκού,
Πραξ. 22,13 ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέ μοι· Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀνάβλεψον. κἀγὼ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἀνέβλεψα εἰς αὐτόν.
Πραξ. 22,13 ήλθε εις εμέ, εστάθηκε κοντά μου και μου είπε· Σαούλ, αδελφέ, σήκωσε τα μάτια σου επάνω. Και εγώ αμέσως την στιγμήν εκείνην απέκτησα το φως των οφθαλμών μου και τον εκύτταξα.
Πραξ. 22,14 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν τὸν δίκαιον καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ,
Πραξ. 22,14 Εκείνος δε είπε· Ο Θεός των πατέρων μας σε προώρισε να μάθης το θέλημα του και να ιδής τον δίκαιον Ιησούν και να ακούσης τα λόγια του από το ίδιο του το στόμα.
Πραξ. 22,15 ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτῷ πρὸς πάντας ἀνθρώπους ὧν ἑώρακας καὶ ἤκουσας.
Πραξ. 22,15 Και τούτο, διότι θα είσαι κήρυξ και μάρτυς αυτού προς όλους τους ανθρώπους, στους οποίους θα αναγγείλης αυτά που είδες και ήκουσες.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Μαρ 25, 2016 12:46 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 22β

Πραξ. 22,16 καὶ νῦν τί μέλλεις; ἀναστὰς βάπτισαι καὶ ἀπόλουσαι τὰς ἁμαρτίας σου, ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Πραξ. 22,16 Και τώρα τι περιμένεις; (Θεσε αμέσως εις ενέργειαν αυτά που ήκουσες). Σηκω, βαπτίσου και καθαρίσου από τας αμαρτίας σου με το άγιον βάπτισμα, αφού επικαλεσθής το όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 22,17 Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει καὶ ἰδεῖν αὐτὸν λέγοντά μοι·
Πραξ. 22,17 Οταν δε επέστρεψα εις την Ιερουσαλήμ και εις ώραν που προσευχόμουν στο ιερόν, περιέπεσα εις έκστασιν και είδα αυτόν τον Κυριον να μου λέγη·
Πραξ. 22,18 σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλήμ, διότι οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ.
Πραξ. 22,18 Σπεύσε και φύγε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα παραδεχθούν την μαρτυρίαν και το κύρυγμά σου περί εμού.
Πραξ. 22,19 κἀγὼ εἶπον· Κύριε, αὐτοὶ ἐπίστανται ὅτι ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ σέ·
Πραξ. 22,19 Και εγώ είπα· Κυριε, αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι εγώ εφυλάκιζα και έδερνα εις τας διαφόρους συναγωγάς εκείνους, που επίστευσαν εις σε.
Πραξ. 22,20 καὶ ὅτε ἐξεχεῖτο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν ἀναιρούντων αὐτόν.
Πραξ. 22,20 Και όταν εχύνετο το αίμα του Στεφάνου, του μάρτυρός σου εγώ ο ίδιος ήμουν εκεί κοντά παρών και επεδοκίμαζα τον φόνον του και εφύλασσα τα ενδύματα εκείνω, που τον εφόνευαν.
Πραξ. 22,21 καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε.
Πραξ. 22,21 Και μου είπε· Πηγαινε, διότι εγώ θα σε στείλω εις έθνη μακράν”.
Πραξ. 22,22 Ἤκουον δὲ αὐτοῦ ἄχρι τούτου τοῦ λόγου, καὶ ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λέγοντες· αἶρε ἀπὸ τῆς γῆς τὸν τοιοῦτον· οὐ γὰρ καθῆκεν αὐτὸν ζῆν.
Πραξ. 22,22 Οι Ιουδαίοι τον ήκουαν ήσυχοι έως το σημείον αυτό του λόγου. Οταν όμως ανέφερε τα έθνη (εκυριεύθησαν από φανατισμόν και σκοτισμόν νου) εσήκωσαν την φωνήν των κράζοντες· “φόνευσέ τον, εξαφάνισε από την γην αυτόν τον άνθρωπον. Διότι δεν θα έπρεπε ήδη να ζη αυτός”.
Πραξ. 22,23 κραυγαζόντων δὲ αὐτῶν καὶ ῥιπτόντων τὰ ἱμάτια καὶ κονιορτὸν βαλλόντων εἰς τὸν ἀέρα,
Πραξ. 22,23 Επειδή δε αυτοί εκραύγαζαν και έρριπταν τα ρούχα των και επετούσαν χώμα στον αέρα,
Πραξ. 22,24 ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ χιλίαρχος ἄγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολήν, εἰπὼν μάστιξιν ἀνετάζεσθαι αὐτόν, ἵνα ἐπιγνῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν οὕτως ἐπεφώνουν αὐτῶ.
Πραξ. 22,24 διέταξε ο χιλίαρχος να οδηγηθή ο Παύλος στο στρατόπεδον και έδωσε εντολήν να τον ανακρίνουν χρησιμοποιούντες και την μαστίγωσιν, δια να τον αναγκάσουν έτσι να πη την αλήθειαν, ώστε να μάθη ο χιλίαρχος την αιτίαν, δια την οποίαν εκραύγαζαν έτσι εναντίον του οι Εβραίοι.
Πραξ. 22,25 ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς ἱμᾶσιν, εἶπε πρὸς τὸν ἑστῶτα ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος· εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν;
Πραξ. 22,25 Οταν όμως γυμνόν τον ετέντωσαν και τον έδεσαν εις την σανίδα, δια να τον μαστιγώσουν, είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχον, που εστέκετο εκεί όρθιος· “έχετε λοιπόν το δικαίωμα και την εξουσίαν να μαστιγώσετε Ρωμαίον πολίτην, χωρίς προηγουμένως να τον δικάσετε και να τον κρίνετε;”
Πραξ. 22,26 ἀκούσας δὲ ὁ ἑκατόνταρχος, προσελθὼν ἀπήγγειλε τῷ χιλιάρχῳ λέγων· ὅρα τί μέλλεις ποιεῖν· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὗτος Ῥωμαῖός ἐστι.
Πραξ. 22,26 Οταν ο εκατόνταρχος ήκουσε αυτό, προσήλθε στον χιλίαρχον και του είπε· “πρόσεχε τι μέλλεις να πράξης· διότι ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης”.
Πραξ. 22,27 προσελθὼν δὲ ὁ χιλίαρχος εἶπεν αὐτῷ· λέγε μοι εἰ σὺ Ῥωμαῖος εἶ. ὁ δὲ ἔφη· ναί.
Πραξ. 22,27 Ηλθε τότε ο χιλίαρχος προς τον Παύλον και του είπε· “λέγε μου, εάν πράγματι συ είσαι Ρωμαίος πολίτης”. Ο δε Παύλος του είπε· “ναι”.
Πραξ. 22,28 ἀπεκρίθη τε ὁ χιλίαρχος· ἐγὼ πολλοῦ κεφαλαίου τὴν πολιτείαν ταύτην ἐκτησάμην. ὁ δὲ Παῦλος ἔφη· ἐγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι.
Πραξ. 22,28 Απεκρίθη ο χιλίαρχος· “εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτου”. Ο δε Παύλος είπε· “εγώ όμως και έχω γεννηθή Ρωμαίος πολίτης”.
Πραξ. 22,29 εὐθέως οὖν ἀπέστησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν· καὶ ὁ χιλίαρχος δὲ ἐφοβήθη ἐπιγνοὺς ὅτι Ῥωμαῖός ἐστι, καὶ ὅτι ἦν αὐτὸν δεδεκώς.
Πραξ. 22,29 Αμέσως δε τότε απεμακρύνθησαν από αυτόν εκείνοι, που επρόκειτο να τον ανακρίνουν. Αλλά και ο χιλίαρχος εφοβήθηκε, όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης και διότι τον είχε δέσει.
Πραξ. 22,30 Τῇ δὲ ἐπαύριον βουλόμενος γνῶναι τὸ ἀσφαλές, τὸ τί κατηγορεῖται παρὰ τῶν Ἰουδαίων, ἔλυσεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῖν τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν, καὶ καταγαγὼν τὸν Παῦλον ἔστησεν εἰς αὐτούς.
Πραξ. 22,30 Την άλλην δε ημέραν επειδή ήθελε να μάθη με ακρίβειαν, τι είναι εκείνο, δια το οποίον κατηγορείται από τους Εβραίους, έλυσε αυτόν από τις αλυσίδες και διέταξε να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς και όλον το συνέδριόν των και αφού κατέβασε τον Παύλον από το στρατόπεδον, τον έβαλε να σταθή όρθιος εμπρός εις αυτούς.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Μαρ 26, 2016 6:48 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 23α

Πραξ. 23,1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας.
Πραξ. 23,1 Ο δε Παύλος, αφού προσήλωσε το βλέμμα στο συνέδριον, είπε· “άνδρες αδελφοί, εγώ έχω πολιτευθή απένεντι του Θεού με καθαράν συνείδησιν έως την ημέραν αυτήν”.
Πραξ. 23,2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα.
Πραξ. 23,2 Αλλ' ο αρχιερεύς Ανανίας διέταξε τους υπηρέτας, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, να του κτυπήσουν το στόμα.
Πραξ. 23,3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι!
Πραξ. 23,3 Τοτε ο Παύλος είπε· “θα σε κτυπήση και σε ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθεσαι να με κρίνης σύμφωνα με τον νόμον και αυτόν τον νόμον (ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον κατηγορούμενον ν' απολογήται ελεύθερα και δεν επιτρέπει να τον κτυπούν) τον καταπατείς, με το να διατάσσης να με κτυπήσουν”.
Πραξ. 23,4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς;
Πραξ. 23,4 Αυτοί δε, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, είπαν· “τον αρχιερέα του Θεού υβρίζεις;”
Πραξ. 23,5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς.
Πραξ. 23,5 Και ο Παύλος είπε· “δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς· διότι έχει γραφή· Δεν θα είπης λόγια κακά και υβριστικά εναντίον άρχοντος του λαού σου”.
Πραξ. 23,6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι.
Πραξ. 23,6 Επειδή δε ο Παύλος αντελήφθη ότι ένα μέρος του συνεδρίου ήσαν Σαδδουκαίοι, το δε άλλο Φαρισαίοι, εφώναξε δυνατά· “άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου και αυτήν την στιγμήν εγώ δικάζομαι, επειδή πιστεύω και ελπίζω εις την ανάστασιν των νεκρών”.
Πραξ. 23,7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος.
Πραξ. 23,7 Οταν δε είπε αυτό ο Παύλος, έγινε ζωηρά φιλονεικία μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και εδιχάσθησαν μεταξύ των οι σύνεδροι.
Πραξ. 23,8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα.
Πραξ. 23,8 Διότι οι μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει ανάστασις ούτε άγγελος ούτε ψυχή έξω από το σώμα. Οι δε Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο, και την ανάστασιν των νεκρών και την ύπαρξιν αγγέλων και ψυχών.
Πραξ. 23,9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν.
Πραξ. 23,9 Εγινε δε μεγάλη κραυγή και αφού εσηκώθηκαν οι γραμματείς της παρατάξεως των Φαρισαίων, ελογομαχούσαν με θυμόν και έλεγαν· “τίποτε το κακόν δεν ευρίσκομεν στον άνθρωπον αυτόν· εάν δε πνεύμα η άγγελος ωμίλησε και έκαμε αποκαλύψεις εις αυτόν, ας μη μαχώμεθα εναντίον του Θεού”.
Πραξ. 23,10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν.
Πραξ. 23,10 Επειδή δε έγινε έντονος αντίθεσις και μεγάλη φιλονεικία, εφοβήθηκε ο χιλίαρχος, μήπως και ξεσχισθή από αυτούς ο Παύλος, διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται και να αρπάξουν τον Παύλον εκ μέσου των συνέδρων και να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδον.
Πραξ. 23,11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι.
Πραξ. 23,11 Κατά δε την επομένην νύκτα παρουσιάσθηκε έξαφνα στον Παύλον ο Κυριος και είπε· “έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησίαν εμαρτύρησες και εκήρυξες την αλήθειαν περί εμού εις την Ιερουσαλήμ, έτσι σύμφωνα με το θείον σχέδιον θα κηρύξης και εις την Ρωμην”.
Πραξ. 23,12 Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντές τινες τῶν Ἰουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτούς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον.
Πραξ. 23,12 Οταν δε έγινε ημέρα, μερικοί από τους Ιουδαίους εμαζεύτηκαν και έκαμαν συνωμοσίαν, ωρκίσθησαν και αναθεμάτισαν τον εαυτόν τους λέγοντες, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου φονεύσουν τον Παύλον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Μαρ 28, 2016 6:58 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 23β

Πραξ. 23,13 ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες·
Πραξ. 23,13 Αυτοί δε που έκαμαν την συνωμοσίαν ήσαν περισσότεροι από σαράντα.
Πραξ. 23,14 οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον.
Πραξ. 23,14 Αυτοί λοιπόν προσήλθαν στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και είπαν· “αναθεματίσαμεν με φοβερόν ανάθεμα τους ευτούς μας, να μη γευθούμε τίποτε έως ότου φονεύσωμεν τον Παύλον.
Πραξ. 23,15 νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ, ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν.
Πραξ. 23,15 Τωρα λοιπόν σεις μαζή με το συνέδριον δηλώσατε στον χιλίαρχον, να κατεβάση αύριον τον Παύλον εις σας, διότι τάχα πρόκειται να μάθετε με μεγαλυτέραν ακρίβειαν τα περί αυτού. Ημείς δε προτού να πλησιάση αυτός στο συνέδριον, είμεθα έτοιμοι να τον φονεύσωμεν”.
Πραξ. 23,16 ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ.
Πραξ. 23,16 Ο υιός όμως της αδελφής του Παύλου ήκουσε την σχεδιαζομένην ενέδραν, έφθασε και εισήλθε στο στρατόπεδον και εγνωστοποίησε στον Παύλον αυτά, που είχε ακούσει.
Πραξ. 23,17 προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ.
Πραξ. 23,17 Τοτε ο Παύλος εκάλεσε ένα από τους εκατοντάρχους και είπε· “αυτόν τον νέον οδήγησέ τον στον χιλίαρχον, διότι κάτι έχει να του αναγγείλη”.
Πραξ. 23,18 ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι.
Πραξ. 23,18 Αυτός λοιπόν επήρε τον νέον, τον οδήγησε προς τον χιλίαρχον και είπε· “ο Παύλος, ο φυλακισμένος, με επροσκάλεσε και με παρεκάλεσε να οδηγήσω εις σε αυτόν τον νέον, διότι κάτι έχει να σου πη”.
Πραξ. 23,19 ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρός αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ᾿ ἰδίαν ἐπυνθάνετο, τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι;
Πραξ. 23,19 Τον επιασε τότε από το χέρι ο χιλίαρχος, επήγε εις ένα ιδιαίτερον μέρος και τον ηρώτησε· “ποιό είναι αυτό, που έχεις να μου αναγγείλης;”
Πραξ. 23,20 εἶπε δὲ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ.
Πραξ. 23,20 Είπε δε ο νέος· “οι Ιουδαίοι συνεφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσης αύριον τον Παύλον στο συνέδριον, διότι τάχα πρόκειται να εξετάσουν και να πληροφορηθούν ακριβέστερον τα περί αυτού.
Πραξ. 23,21 σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν.
Πραξ. 23,21 Συ όμως να μη πεισθής εις αυτούς. Διότι του στήνουν καρτέρι σαράντα και πλέον άνδρες από αυτούς, οι οποίοι επήραν όρκον και ανάθεμα, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου τον φονεύσουν. Και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντες την υπόσχεσίν σου, να οδηγήσης εκεί τον Παύλον”.
Πραξ. 23,22 ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με.
Πραξ. 23,22 Ο χιλίαρχος λοιπόν αφήκε ελεύθερον τον νέον, αφού του παρήγγειλε να μη πη εις κανένα “ότι εφανέρωσες αυτά εις εμέ”.
Πραξ. 23,23 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός,
Πραξ. 23,23 Και αφού επροσκάλεσε δύο από τους εκατοντάρχους είπε· “ετοιμάσατε διακοσίους στρατιώτας να υπάγουν μέχρι την Καισάρειαν και εβδομήντα ιππείς και διακοσίους λογχοφόρους, να είναι έτοιμοι εις τας εννέα την νύκτα.
Πραξ. 23,24 κτήνη τε παραστῆσαι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα,
Πραξ. 23,24 Και να πάρουν μαζή των ζώα, δια να επιβιβάσουν και να μεταφέρουν σώον και ασφαλή τον Παύλον προς τον Φηλικα, τον επίτροπον της Ιουδαίας”.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Μαρ 29, 2016 7:19 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 23γ

Πραξ. 23,25 γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον·
Πραξ. 23,25 Εγραψε δε και επιστολήν, η οποία περιείχε τα εξής·
Πραξ. 23,26 Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν.
Πραξ. 23,26 “Ο Κλαύδιος Λυσίας χαιρετίζει τον ευγενέστατον ηγεμόνα Φηλικα.
Πραξ. 23,27 τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ῥωμαῖός ἐστι.
Πραξ. 23,27 Τον άνδρα αυτόν, που συνελήφθη από τους Ιουδαίους και επρόκειτο να φονευθή από αυτούς, ώρμησα εγώ μαζή με το στράτευμα και τον έσωσα από τα χέρια των, διότι έμαθα ότι είναι Ρωμαίος.
Πραξ. 23,28 βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν·
Πραξ. 23,28 Επειδή δε ήθελα να μάθω την αιτίαν, δια την οποίαν τον κατηγορούσαν, τον εκατέβασα στο συνέδριόν των.
Πραξ. 23,29 ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα.
Πραξ. 23,29 Ευρήκα όμως να τον κατηγορούν δια ζητήματα του θρησκευτικού των νόμου, χωρίς να έχη υποπέσει εις κανένα έγκλημα, το οποίον να τιμωρήται από τους νόμους μας με θάνατον η με φυλάκισιν.
Πραξ. 23,30 μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔῤῥωσο.
Πραξ. 23,30 Επειδή δε μου κατηγγέλθη ότι επρόκειτο να γίνη κάποια δολοφονική απόπειρα εναντίον του ανδρός αυτού εκ μέρους των Ιουδαίων, τον έστειλα αμέσως προς σε και παρήγγειλα στους κατηγόρους του να εκθέσουν ενώπιόν σου όσα έχουν εναντίον του. Υγίαινε”.
Πραξ. 23,31 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα,
Πραξ. 23,31 Οι στρατιώται λοιπόν σύμφωνα με την διαταγήν που έλαβον, επήραν τον Παύλον και τον έφεραν δια νυκτός εις την Αντιπατρίδα.
Πραξ. 23,32 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν·
Πραξ. 23,32 Την άλλην δε ημέραν οι πεζοί στρατιώται αφήκαν τους ιππείς να πορευθούν μαζή με τον Παύλον και αυτοί επέστρεψαν στο στρατόπεδον της Ιερουσαλήμ.
Πραξ. 23,33 οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ.
Πραξ. 23,33 Οι δε ιππείς, αφού εισήλθαν εις την Καισάρειαν, παρέδωσαν την επιστολήν στον επίτροπον και του παρουσίασαν και τον Παύλον.
Πραξ. 23,34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ Κιλικίας,
Πραξ. 23,34 Οταν δε ο ηγεμών εδιάβασε την επιστολήν, ηρώτησε τον Παύλον από ποίαν επαρχίαν είναι και αφού επληροφορήθηκε ότι είναι από την Κιλικίαν,
Πραξ. 23,35 διακούσομαί σου, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ Ἡρῴδου φυλάσσεσθαι.
Πραξ. 23,35 είπε· “θα σε ακούσω με προσοχήν, όταν έλθουν και οι κατήγοροί σου”. Διέταξε δε να φρουρήται ο Παύλος εις φυλακήν του ανακτόρου, που είχε κτίσει ο Ηρώδης και το οποίον ήτο τώρα οίκημα του πραίτωρος.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Μαρ 30, 2016 1:31 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 24α

Πραξ. 24,1 Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ῥήτορος Τερτύλλου τινός, οἵτινες ἐνεφάνισαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου.
Πραξ. 24,1 Επειτα δε από πέντε ημέρας κατέβηκε ο αρχιερεύς Ανανίας εις την Καισάρειαν μαζή με τους πρεσβυτέρους και με κάποιον δικηγόρον, ονόματι Τερτυλλον, οι οποίοι και κατέθεσαν στον επίτροπον καταγγελίαν εναντίον του Παύλου.
Πραξ. 24,2 κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος λέγων·
Πραξ. 24,2 Αφού δε εκλήθη ο Παύλος, ήρχισε ο Τερτυλλος να τον κατηγορή λέγων·
Πραξ. 24,3 πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ καὶ κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας.
Πραξ. 24,3 “επειδή, ευγενέστατε Φήλιξ, απολαμβάνομεν χάρις εις σε πολλήν ειρήνην και γίνονται μεγάλα έργα στο έθνος τούτο, χάρις εις την ιδικήν σου φροντίδα, εις κάθε περίστασιν και εις όλας τας περιοχάς τα βλέπομεν και τα δεχόμεθα με κάθε ευγνωμοσύνην.
Πραξ. 24,4 ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ.
Πραξ. 24,4 Δια να μη σε ενοχλώ δε περισσότερον, διηγούμενος τα έργα σου, σε παρακαλώ να ακούσης με ευμένειαν αυτά, που με συντομίαν θα σου είπωμεν.
Πραξ. 24,5 εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως,
Πραξ. 24,5 Διότι ευρήκαμεν αυτόν τον άνθρωπον πολύ επικίνδυνον δια τον λαόν, αληθινήν πληγήν, να αναταράσση και να εξερεθίζη εις στάσιν όλους τους Ιουδαίους, ανά τας διαφόρους επαρχίας, να είναι δε η ψυχή και ο πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων.
Πραξ. 24,6 ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε βεβηλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον ἠθελήσαμεν κρίνειν·
Πραξ. 24,6 Αυτός επεχείρησε να βεβηλώση και το ιερόν. Δι' αυτό και τον επιάσαμε· και ηθελήσαμεν σύμφωνα με τον Νομον μας να τον δικάσωμεν.
Πραξ. 24,7 παρελθὼν δὲ Λυσίας ὁ χιλίαρχος μετὰ πολλῆς βίας ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀπήγαγε,
Πραξ. 24,7 Αλλά κατέφθασε ο Λυσίας ο χιλίαρχος και τον ήρπασε από τα χέρια μας με πολλήν βίαν.
Πραξ. 24,8 κελεύσας τοὺς κατηγόρους αὐτοῦ ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ᾿ οὗ δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας περὶ πάντων τούτων ἐπιγνῶναι ὧν ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ.
Πραξ. 24,8 Διέταξε δε να έλθουν οι κατήγοροί του ενώπιόν σου. Από τον ίδιον δε τον Λυσίαν, εάν κάμης έρευναν και ανάκρισιν, θα γνωρίσης πολύ καλά όλα αυτά, δια τα οποία ημείς τον κατηγορούμε”.
Πραξ. 24,9 συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν.
Πραξ. 24,9 Συνεφώνησαν δε και οι παριστάμενοι Ιουδαίοι λέγοντες ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Πραξ. 24,10 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν· ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι,
Πραξ. 24,10 Ο δε Παύλος, όταν ο ηγεμών του έκαμε νεύμα να ομιλήση, απεκρίθη· “επειδή γνωρίζω, ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής στο έθνος τούτο, με πρόθυμον διάθεσιν και με εμπιστοσύνην απολογούμαι ενώπιόν σου δια τα περί εμέ.
Πραξ. 24,11 δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ᾿ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 24,11 Και τούτο, διότι ημπορείς συ να πληροφορηθής, ότι δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες από τότε που ανέβηκα εις Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσω.
Πραξ. 24,12 καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν·
Πραξ. 24,12 Και ούτε στο ιερόν με ευρήκαν να συζητώ με κανένα η να κάνω συναγερμόν του όχλου ούτε εις τας συναγωγάς ούτε εις οποιονδήποτε άλλο μέρος της πόλεως.
Πραξ. 24,13 οὔτε παραστῆσαι δύνανται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου.
Πραξ. 24,13 Ούτε ημπορούν να αποδείξουν αυτά, δια τα οποία τώρα με κατηγορούν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Μαρ 31, 2016 7:14 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 24β

Πραξ. 24,14 ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις,
Πραξ. 24,14 Ομολογώ όμως εις σε τούτο· ότι σύμφωνα με την νέαν πίστιν, την χριστιανικήν, την οποίαν αυτοί ονομάζουν αίρεσιν, έτσι λατρεύω τον Θεόν των πατέρων μας, πιστεύων εις όλα όσα διατάσσει ο Νομος και εις όσα είνα γραμμένα στους προφήτας.
Πραξ. 24,15 ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεὸν ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων·
Πραξ. 24,15 Εχω πίστιν και ελπίδα στον Θεόν, την οποίαν και αυτοί οι ίδιοι έχουν και συμμερίζονται, ότι δηλαδή θα γίνη ανάστασις νεκρών, δικαίων και αδίκων.
Πραξ. 24,16 ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός.
Πραξ. 24,16 Ακριβώς δε διότι έχω αυτή την ελπίδα, εργάζομαι προσπαθών να έχω πάντοτε συνείδησιν αγαθήν, χωρίς καμμίαν τύψιν ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων.
Πραξ. 24,17 δι᾿ ἐτῶν δὲ πλειόνων παρεγενόμην ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ προσφοράς·
Πραξ. 24,17 Αφού δε απουσίασα αρκετά έτη, ήρθα εις την Ιερουσαλήμ, δια να φέρω ελεημοσύνας στο έθνος μου και να προσφέρω θυσίας στον ναόν.
Πραξ. 24,18 ἐν οἷς εὗρόν με ἡγνισμένον ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι,
Πραξ. 24,18 Εις αυτά ακριβώς τα έργα μου με ευρήκαν στο ιερόν να εκπληρώνω όσα δια τον αγνισμόν είναι καθιερωμένα, όχι με όχλον ούτε με αναταραχήν και αναστάτωσιν. Με ευρήκαν δε μερικοί Ιουδαίοι από την Ασίαν,
Πραξ. 24,19 οὓς ἔδει ἐπὶ σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με.
Πραξ. 24,19 οι οποίοι έπρεπε και να παρουσιασθούν ενώπιόν σου και να καταθέσουν κατηγορίαν, εάν βέβαια υποτεθή ότι έχουν κάτι εναντίον να καταθέσουν.
Πραξ. 24,20 ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου,
Πραξ. 24,20 Η επί τέλους, ας πουν αυτοί εδώ, ποίον αδίκημα ευρήκαν εις εμέ, όταν εστάθηκα ως κατηγορούμενος στο συνέδριόν των.
Πραξ. 24,21 ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ὑφ᾿ ὑμῶν.
Πραξ. 24,21 Εκτός εάν αδίκημα θεωρούν μίαν φωνήν, που εφώναξα δυνατά όρθιος εν μέσω αυτών, ότι εγώ δικάζομαι σήμερα από σας περί αναστάσεως νεκρών”.
Πραξ. 24,22 Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ᾿ ὑμᾶς,
Πραξ. 24,22 Οταν δε ο Φήλιξ ήκουσε αυτά, ανέβαλε να βγάλη απόφασιν, και τούτο διότι εγνώριζε πολύ καλύτερα τα περί νέας θρησκείας και αντελήφθη ότι είναι ασύστατοι αι κατηγορίαι των Ιουδαίων εναντίον του Παύλου. Είπε όμως· “όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβή εις την Καισάρειαν, θα πληροφορηθώ καλύτερον το ζήτημά σας”.
Πραξ. 24,23 διαταξάμενός τε τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ.
Πραξ. 24,23 Εδωσε δε διαταγήν στον εκατόνταρχον, να φρουρήται ο Παύλος, να έχη σχετικήν ελευθερίαν και ευκολίαν και να μη εμποδίζεται κανείς από τους ιδικούς του να τον υπηρετή η να τον επισκέπτεται.
Πραξ. 24,24 Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παραγενόμενος ὁ Φῆλιξ σὺν Δρουσίλλῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, οὔσῃ Ἰουδαίᾳ, μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως.
Πραξ. 24,24 Επειτα δε από ολίγας ημέρας ήλθε ο Φήλιξ μαζή με την σύζυγόν του την Δρούσιλλαν, η οποία ήτο Ιουδαία, εκάλεσε τον Παύλον και τον ήκουσε να ομιλή περί της πίστεως στον Χριστόν.
Πραξ. 24,25 διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος ὁ Φῆλιξ ἀπεκρίθη· τὸ νῦν ἔχον πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν μετακαλέσομαί σε,
Πραξ. 24,25 Καθώς όμως αυτός ωμιλούσε περί δικαιοσύνης και περί εγκρατείας και περί της κρίσεως, η οποία έμελλε να γίνη, ο Φήλιξ, καθό ένοχος εις πολλά αμαρτήματα, κατελήφθη από φόβον και απήντησεν στον Παύλον· “επί του παρόντος πήγαινε και όταν εύρω ευκαιρίαν θα στείλω να σε καλέσω πάλιν”.
Πραξ. 24,26 ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτόν· διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ.
Πραξ. 24,26 Συγχρόνως ήλπιζε ο Φήλιξ ότι θα πάρη χρήματα από τον Παύλον, δια να τον απολύση. Δι' αυτό δε και τον προσκαλούσε συχνότερα και συνωμιλούσε μαζή του.
Πραξ. 24,27 Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον ὁ Φῆλιξ Πόρκιον Φῆστον· θέλων δὲ χάριν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις ὁ Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον δεδεμένον.
Πραξ. 24,27 Οταν δε συνεπληρώθησαν δύο χρόνια, ήλθε διάδοχος του Φηλικος ο Πορκιος Φήστος. Επειδή δε ο Φήλιξ ήθελε να κάμη χάριν στους Ιουδαίους και να τους καλοπιάση, αφήκε τον Παύλον φυλακισμένον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Απρ 01, 2016 6:40 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 25α

Πραξ. 25,1 Φῆστος οὖν ἐπιβὰς τῇ ἐπαρχίᾳ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπὸ Καισαρείας·
Πραξ. 25,1 Ο Φήστος λοιπόν, όταν ήλθε και εγκατεστάθηκε εις την επαρχίαν της Συρίας, έπειτα από τρεις ημέρας ανέβηκε από την Καισάρειαν εις τα Ιεροσόλυμα.
Πραξ. 25,2 ἐνεφάνισαν δὲ αὐτῷ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ πρῶτοι τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Παύλου, καὶ παρεκάλουν αὐτόν,
Πραξ. 25,2 Παρουσίασαν δε εις αυτόν ο αρχιερεύς και οι πρώτοι ματαξύ των Ιουδαίων καταγγελίαν εναντίον του Παύλου και τον παρακαλούσαν,
Πραξ. 25,3 αἰτούμενοι χάριν κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως μεταπέμψηται αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐνέδραν ποιοῦντες ἀνελεῖν αὐτὸν κατὰ τὴν ὁδόν.
Πραξ. 25,3 ζητούντες ως χάριν ιδικήν των εναντίον του Παύλου, να τον καλέση ο Φήστος εις την Ιερουσαλήμ. Ενώ συγχρόνως ετοίμαζαν ενέδραν να τον φονεύσουν στον δρόμον.
Πραξ. 25,4 ὁ μὲν οὖν Φῆστος ἀπεκρίθη τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἐν Καισαρείᾳ ἑαυτὸν δὲ μέλλειν ἐν τάχει ἐκπορεύεσθαι·
Πραξ. 25,4 Ο Φήστος όμως απήντησε, να κρατήται ο Παύλος εις την Καισάρειαν και ότι αυτός σύντομα επρόκειτο να αναχωρήση από την Ιερουσαλήμ δια την Καισάρειαν.
Πραξ. 25,5 οἱ οὖν δυνατοὶ ἐν ὑμῖν, φησί, συγκαταβάντες, εἴ τί ἐστιν ἐν τῷ ἀνδρὶ τούτῳ, κατηγορείτωσαν αὐτοῦ.
Πραξ. 25,5 “Αυτοί λοιπόν που κατέχουν τας πρώτας θέσεις μεταξύ σας, είπεν, ας κατεβούν μαζή μου, και εάν υπάρχη κάποια ενοχή εναντίον του ανθρώπου τούτου, ας διατυπώσουν εκεί την κατηγορίαν των”.
Πραξ. 25,6 Διατρίψας δὲ ἐν αὐτοῖς ἡμέρας πλείους ἢ δέκα, καταβὰς εἰς Καισάρειαν, τῇ ἐπαύριον καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσε τὸν Παῦλον ἀχθῆναι.
Πραξ. 25,6 Αφού δε έμεινε μεταξύ αυτών περισσότερον από δέκα ημέρες, κατέβηκε εις την Καισάρειαν. Την δε άλλην ημέραν καθίσας στο δικαστικόν βήμα, διέταξε να φέρουν τον Παύλον.
Πραξ. 25,7 παραγενομένου δὲ αὐτοῦ περιέστησαν οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβεβηκότες Ἰουδαῖοι, πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα φέροντες κατὰ τοῦ Παύλου, ἃ οὐκ ἴσχυον ἀποδεῖξαι,
Πραξ. 25,7 Οταν δε αυτός ήλθε, τον περιεκύκλωσαν οι Ιουδαίοι, που είχαν κατεβή από την Ιερουσαλήμ, διατυπώνοντες εναντίον του Παύλου πολλάς και βαρείας κατηγορίας, τας οποίας όμως δεν ημπορούσαν να αποδείξουν.
Πραξ. 25,8 ἀπολογουμένου αὐτοῦ ὅτι οὔτε εἰς τὸν νόμον τῶν Ἰουδαίων οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν οὔτε εἰς Καίσαρά τι ἥμαρτον.
Πραξ. 25,8 Και τούτο διότι ο Παύλος απολογούμενος, διεκήρυσσε ότι· “ούτε στον νόμον των Ιουδαίων ούτε στον ναόν ούτε στον Καίσαρα διέπραξα το παραμικρότερον σφάλμα”.
Πραξ. 25,9 ὁ Φῆστος δὲ θέλων τοῖς Ἰουδαίοις χάριν καταθέσθαι, ἀποκριθεὶς τῷ Παύλῳ εἶπε· θέλεις εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀναβὰς ἐκεῖ περὶ τούτων κρίνεσθαι ἐπ᾿ ἐμοῦ;
Πραξ. 25,9 Ο δε Φήστος θέλων να ευχαριστήση τους Ιουδαίους απεκρίθη στον Παύλον και είπε· “θέλεις να ανεβής εις την Ιερουσαλήμ και να δικασθής εκεί ενώπιόν μου δια τα ζητήματα αυτά;”
Πραξ. 25,10 εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐπὶ τοῦ βήματος Καίσαρος ἑστώς εἰμι, οὗ με δεῖ κρίνεσθαι. Ἰουδαίους οὐδὲν ἠδίκησα, ὡς καὶ σὺ κάλλιον ἐπιγνώσκεις·
Πραξ. 25,10 Ο δε Παύλος είπε· “εγώ στέκομαι εδώ, εμπρός στο δικαστήριον του Καίσαρος, στο οποίον και πρέπει να δικασθώ ως Ρωμαίος πολίτης. Τους Ιουδαίους δεν τους έχω αδικήσει εις τίποτε, όπως και συ ο ίδιος καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζεις.
Πραξ. 25,11 εἰ μὲν γὰρ ἀδικῶ καὶ ἄξιον θανάτου πέπραχά τι, οὐ παραιτοῦμαι τὸ ἀποθανεῖν· εἰ δὲ οὐδέν ἐστιν ὧν οὗτοι κατηγοροῦσί μου, οὐδείς με δύναται αὐτοῖς χαρίσασθαι· Καίσαρα ἐπικαλοῦμαι.
Πραξ. 25,11 Διότι εάν μεν τους αδικώ και έχω διαπράξει κάτι άξιον θανάτου, δεν αρνούμαι να καταδικασθώ εις θάνατον και να αποθάνω. Εάν όμως τίποτε δεν είναι αληθινόν από εκείνα, που αυτοί με κατηγορούν, κανείς δεν έχει το δικαίωμα και την εξουσίαν να με χαρίση εις αυτούς, δια να με θανατώσουν. Καμνω έφεσιν στον Καίσαραν και ζητώ να δικασθώ ενώπιόν του”.
Πραξ. 25,12 τότε ὁ Φῆστος συλλαλήσας μετὰ τοῦ συμβουλίου ἀπεκρίθη· Καίσαρα ἐπικέκλησαι, ἐπὶ Καίσαρα πορεύσῃ.
Πραξ. 25,12 Τοτε ο Φήστος, αφού συνεζήτησε με το συμβούλιόν του, απεκρίθη· “τον Καίσαρα έχεις επικαλεσθή; Εις τον Καίσαρα θα πορευθής”.
Πραξ. 25,13 Ἡμερῶν δὲ διαγενομένων τινῶν Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ Βερνίκη κατήντησαν εἰς Καισάρειαν ἀσπασόμενοι τὸν Φῆστον.
Πραξ. 25,13 Αφού δε επέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλεύς Αγρίππας και η αδελφή του Βερνίκη ήλθαν εις την Καισάρειαν με τον σκοπόν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον Φήστον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Απρ 02, 2016 6:54 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 25β

Πραξ. 25,14 ὡς δὲ πλείους ἡμέρας διέτριβον ἐκεῖ, ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον λέγων· ἀνήρ τίς ἐστι καταλελειμμένος ὑπὸ Φήλικος δέσμιος,
Πραξ. 25,14 Καθώς δε παρέμειναν εκεί περισσότερες ημέρες, ο Φήστος εξέθεσε στον βασιλέα τα κατά τον Παύλον λέγων· “κάποιος άνθρωπος έχει αφεθή φυλακισμένος από τον Φηλικα.
Πραξ. 25,15 περὶ οὗ γενομένου μου εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεφάνισαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων αἰτούμενοι κατ᾿ αὐτοῦ δίκην·
Πραξ. 25,15 Δι' αυτόν, όταν εγώ επήγα εις Ιεροσόλυμα, μου επέδωσαν καταγγελίαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητούντες να τον δικάσω και καταδικάσω.
Πραξ. 25,16 πρὸς οὓς ἀπεκρίθην ὅτι οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος.
Πραξ. 25,16 Απήντησα όμως εις αυτούς ότι δεν υπάρχει συνήθεια στους Ρωμαίους, δια να φανούν ευχάριστοι εις κάποιους, να παραδίδουν ένα άνθρωπον εις θάνατον, πριν ο κατηγορούμενος έλθη εις αντιπαράστασιν προς τους μηνυτάς του και πριν λάβη το δικαίωμα να απολογηθή δια το έγκλημα, που κατηγορείται.
Πραξ. 25,17 συνελθόντων οὖν αὐτῶν ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσα ἀχθῆναι τὸν ἄνδρα·
Πραξ. 25,17 Οταν δε αυτοί ήλθαν μαζή μου εδώ, εγώ χωρίς καμμίαν αναβολήν εκάθισα αμέσως την επομένην ημέραν στο δικαστικόν βήμα και διέταξα να προσαχθή ο άνθρωπος αυτός.
Πραξ. 25,18 περὶ οὗ σταθέντες οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἐπέφερον ὧν ὑπενόουν ἐγώ,
Πραξ. 25,18 Οι κατήγοροι όμως, όταν εστάθησαν εις την δικαστικήν αίθουσαν, δεν διετύπωσαν καμμίαν εναντίον του κατηγορίαν, από εκείνας τας οποίας εγώ υπέθετα και επερίμενα.
Πραξ. 25,19 ζητήματα δέ τινα περὶ τῆς ἰδίας δεισιδαιμονίας εἶχον πρὸς αὐτὸν καὶ περί τινος Ἰησοῦ τεθνηκότος, ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν.
Πραξ. 25,19 Αλλά είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα περί της ιδικής των θρησκείας και δια κάποιον Ιησούν πεθαμένον, δια τον οποίον ο Παύλος έλεγε ότι ζη.
Πραξ. 25,20 ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ τούτου ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων.
Πραξ. 25,20 Επειδή δε εγώ ευρέθηκα εις απορίαν δια την έρευναν του ζητήματος αυτού, είπα στον Παύλον, εάν ήθελε, να μεταβη εις Ιεροσόλυμα και να δικασθή εκεί δι' αυτά τα ζητήματα.
Πραξ. 25,21 τοῦ δὲ Παύλου ἐπικαλεσαμένου τηρηθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν, ἐκέλευσα τηρεῖσθαι αὐτὸν ἕως οὗ πέμψω αὐτὸν πρὸς Καίσαρα.
Πραξ. 25,21 Επειδή όμως ο Παύλος, επικαλεσθείς την ρωμαϊκήν του υπηκοότητα, εζήτησε να φρουρηθή, δια να δικασθή από τον σεβαστόν αυτοκράτορα, διέταξα να φρουρήται αυτός, έως ότου τον στείλω στον Καίσαρα”.
Πραξ. 25,22 Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Φῆστον ἔφη· ἐβουλόμην καὶ αὐτὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀκοῦσαι. ὁ δέ, αὔριον, φησίν, ἀκούσῃ αὐτοῦ.
Πραξ. 25,22 Είπε δε ο Αγρίππας προς τον Φήστον· “ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω αυτόν τον άνθρωπον”. Ο δε Φήστος απήντησε· “αύριον θα τον ακούσης”.
Πραξ. 25,23 Τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντος τοῦ Ἀγρίππα καὶ τῆς Βερνίκης μετὰ πολλῆς φαντασίας καὶ εἰσελθόντων εἰς τὸ ἀκροατήριον σύν τε τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἀνδράσι τοῖς κατ᾿ ἐξοχὴν οὖσι τῆς πόλεως, καὶ κελεύσαντος τοῦ Φήστου ἤχθη ὁ Παῦλος.
Πραξ. 25,23 Την επομένην, αφού ήλθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη λαμπροστολισμένοι και με πολλήν συνοδείαν και εισήλθαν εις την αίθουσαν του δικαστηρίου μαζή με τους χιλιάρχους και τους άλλους επισήμους άνδρας, που ήσαν εις την πόλιν, διέταξε ο Φήστος και ωδηγήθηκε εκεί ο Παύλος.
Πραξ. 25,24 καί φησιν ὁ Φῆστος· Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες, θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι ἔν τε Ἱεροσολύμοις καὶ ἐνθάδε, ἐπιβοῶντες μὴ δεῖν ζῆν αὐτὸν μηκέτι.
Πραξ. 25,24 Και λέγει τότε ο Φήστος· “Βασιλεύ Αγρίππα και όλοι όσοι είσθε παρόντες εδώ μαζή μας, βλέπετε τον άνθρωπον αυτόν, δια τον οποίον όλος ο λαός των Ιουδαίων ήλθαν και με συνήντησαν και εις τα Ιεροσόλυμα και εδώ και εφώναζαν ότι δεν πρέπει πλέον αυτός να ζη.
Πραξ. 25,25 ἐγὼ δὲ καταλαβόμενος μηδὲν ἄξιον θανάτου αὐτὸν πεπραχέναι, καὶ αὐτοῦ δὲ τούτου ἐπικαλεσαμένου τὸν Σεβαστόν, ἔκρινα πέμπειν αὐτόν.
Πραξ. 25,25 Εγώ όμως επειδή εκατάλαβα ότι τίποτε άξιον θανάτου δεν έχει πράξει αυτός και επειδή και αυτός ο ίδιος επεκαλέσθη τον σεβαστόν αυτοκράτορα, επήρα την απόφασιν να τον στείλω εις την Ρωμην.
Πραξ. 25,26 περὶ οὗ ἀσφαλές τι γράψαι τῷ κυρίῳ οὐκ ἔχω· διὸ προήγαγον αὐτὸν ἐφ᾿ ὑμῶν καὶ μάλιστα ἐπὶ σοῦ, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὅπως τῆς ἀνακρίσεως γενομένης σχῶ τι γράψαι.
Πραξ. 25,26 Δεν έχω όμως τίποτε το σαφές και βέβαιον να γράψω δι' αυτόν στον κύριον. Δι' αυτό, τον έφερα από την φυλακήν εις σας και μάλιστα εμπρός εις σε, βασιλεύ Αγρίππα, δια να γίνη ανάκρισις και από αυτήν να έχω κάτι να γράψω.
Πραξ. 25,27 ἄλογον γὰρ μοι δοκεῖ πέμποντα δέσμιον μὴ καὶ τὰς κατ᾿ αὐτοῦ αἰτίας σημᾶναι.
Πραξ. 25,27 Διότι μου φαίνεται παράλογον να στέλνω κάποιον δεμένον εις την Ρωμην, χωρίς να καθορίσω τας εναντίον του κατηγορίας”.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Απρ 04, 2016 10:07 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 26α

Πραξ. 26,1 Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο·
Πραξ. 26,1 Ο Αγρίππας ο βασιλεύς είπε προς τον Παύλον· “σου επιτρέπεται να ομιλήσης υπέρ του ευατού σου”. Τοτε ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, ήρχισε την απολογίαν του.
Πραξ. 26,2 περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων ἀπολογεῖσθαι σήμερον,
Πραξ. 26,2 “Δι' όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, θεωρώ τον ευατόν μου ευτυχή, βασιλεύ Αγρίππα, διότι μέλλω να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερον.
Πραξ. 26,3 μάλιστα γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων· διὸ δέομαί σου μακροθύμως ἀκοῦσαί μου.
Πραξ. 26,3 Και τούτο, διότι συ γνωρίζεις πολύ καλά, όλα τα έθιμα των Ιουδαίων, όπως και όλα τα ζητήματά των. Δι' αυτό και σε παρακαλώ, να με ακούσης με υπομονήν.
Πραξ. 26,4 Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν Ἱεροσολύμοις ἴσασι πάντες οἱ Ἰουδαῖοι,
Πραξ. 26,4 Ποία μεν υπήρξε η ζωή και η δράσις μου στο έθνος μου και εις τα Ιεροσόλυμα από την αρχήν της νεότητός μου και εντεύθεν, γνωρίζουν όλοι οι Ιουδαίοι.
Πραξ. 26,5 προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος.
Πραξ. 26,5 Αυτοί με έχουν γνωρίσει πολύ ενωρίτερα και εάν θέλουν να καταθέσουν την αλήθειαν, θα βεβαιώσουν ότι εγώ έζησα σύμφωνα με την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις της πλέον αυστηράς ομάδος της θρησκείας μας· έζησα δηλαδή και επολιτεύθην ως Φαρισαίος.
Πραξ. 26,6 καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίας γενομένης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἕστηκα κρινόμενος,
Πραξ. 26,6 Και τώρα εγώ στέκομαι υπόδικος στο δικαστήριον τούτο δια την ελπίδα περί του Μεσσίου, η οποία στηρίζεται εις την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωκε στους πατέρας μας.
Πραξ. 26,7 εἰς ἣν τὸ δωδεκάφυλον ἡμῶν ἐν ἐκτενείᾳ νύκτα καὶ ἡμέραν λατρεῦον ἐλπίζει καταντῆσαι· περὶ ἧς ἐλπίδος ἐγκαλοῦμαι, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων.
Πραξ. 26,7 Και δια την πραγματοποίησιν αυτής της υποσχέσεως αι δώδεκα φυλαί του λαού μας συνεχώς νύκτα και ημέραν προσφέρουν τας θυσίας της λατρείας και έχουν την ελπίδα να φθάσουν εις αυτήν. Δι' αυτήν την ελπίδα εγώ κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, βασιλεύ Αγρίππα.
Πραξ. 26,8 τί ἄπιστον κρίνεται παρ᾿ ὑμῖν εἰ ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει;
Πραξ. 26,8 Διατί θεωρείται απίστευτον από σας, ότι ο Θεός ανασταίνει τους νεκρούς;
Πραξ. 26,9 ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου δεῖν πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι·
Πραξ. 26,9 Και εγώ έδειξα απιστίαν εις την ανάστασιν του Ιησού και εις αυτόν τον Ιησούν. Και ενόμισα λοιπόν ότι είχα καθήκον πολλά να πράξω αντίθετα και εχθρικά κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου.
Πραξ. 26,10 ὃ καὶ ἐποίησα ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, ἀναιρουμένων τε αὐτῶν κατήνεγκα ψῆφον,
Πραξ. 26,10 Πράγμα άλλως τε, το οποίον έκανα και εις Ιεροσόλυμα, και πολλούς από τους μαθητάς του Χριστού εγώ έρριψα και έκλεισα εις τας φυλακάς, αφού είχα λάβει αυτήν την εξουσίαν από τους αρχιερείς, και όταν οι άνθρωποι αυτοί εφονεύοντο, εγώ είχα δώσει καταδικαστικήν ψήφον εναντίον των.
Πραξ. 26,11 καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις.
Πραξ. 26,11 Και εις όλας τας συναγωγάς, όπου ωδηγούντο δια να δικασθούν, εγώ εις πολλάς περιστάσεις βασανίζων αυτούς προσπαθούσα να τους εξαναγκάσω να βλασφημήσουν εναντίον του Ιησού. Κυριαρχούμενος δε από ασυγκράτητον μανίαν εναντίον των, τους κατεδίωκα ακόμη και εις πόλεις, αι οποίαι είναι έξω από την Παλαιστίνην.
Πραξ. 26,12 Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων,
Πραξ. 26,12 Ακριβώς επάνω στο έργον μου αυτό επήγαινα εις την Δαμασκόν, δια να καταδιώξω και εκεί τους Χριστιανούς με εξουσίαν και εγκρισιν, που είχα λάβει από τους αρχιερείς.
Πραξ. 26,13 ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους·
Πραξ. 26,13 Κατά το μεσημέρι, καθώς επροχωρούσα στον δρόμον, είδα, βασιλεύ Αγρίππα, να λάμπη γύρω από εμέ και από εκείνους, που επήγαιναν μαζή μου, ένα φως από τον ουρανόν εντονώτερον από την λαμπρότητα του ηλίου.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 9 και 0 επισκέπτες