ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Μαρ 08, 2016 10:09 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 17β

Πραξ. 17,18 τινὲς δὲ τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς.
Πραξ. 17,18 Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν.
Πραξ. 17,19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή;
Πραξ. 17,19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις;
Πραξ. 17,20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι.
Πραξ. 17,20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”.
Πραξ. 17,21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Πραξ. 17,21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα.
Πραξ. 17,22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.
Πραξ. 17,22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους.
Πραξ. 17,23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας.
Πραξ. 17,24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Πραξ. 17,24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων.
Πραξ. 17,25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα·
Πραξ. 17,25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των.
Πραξ. 17,26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Πραξ. 17,26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των.
Πραξ. 17,27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.
Πραξ. 17,27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς.
Πραξ. 17,28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Πραξ. 17,28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν.
Πραξ. 17,29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.
Πραξ. 17,29 Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου.
Πραξ. 17,30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
Πραξ. 17,30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν.
Πραξ. 17,31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Πραξ. 17,31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”.
Πραξ. 17,32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου.
Πραξ. 17,32 Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”.
Πραξ. 17,33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
Πραξ. 17,33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών.
Πραξ. 17,34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Πραξ. 17,34 Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με αυτούς.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Μαρ 10, 2016 9:27 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 18α

Πραξ. 18,1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον·
Πραξ. 18,1 Επειτα δε από αυτά ανεχώρησε ο Παύλος από τας Αθήνας και ήλθε εις την Κορινθον.
Πραξ. 18,2 καὶ εὑρών τινα Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρίσκιλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ῥώμης, προσῆλθεν αὐτοῖς,
Πραξ. 18,2 Εκεί δε ευρήκε κάποιον Ιουδαίον, Ακύλαν ονόματι, ο οποίος κατήγετο από τον Ποντον. Είχε δε έλθει κατάς τας ημέρας εκείνας αυτός και η γυναίκα του η Πρίσκιλλα από την Ιταλίαν, επειδή είχε διατάξει ο Κλαύδιος να απομακρυνθούν όλοι οι Ιουδαίοι από την Ρωμην. Εις αυτούς λοιπόν ήλθεν ο Παύλος.
Πραξ. 18,3 καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο· ἦσαν γὰρ σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ.
Πραξ. 18,3 Επειδή δε εγνώριζε την ιδίαν τέχνην με εκείνους, έμενε στο σπίτι των και ειργάζετο. Διότι και εκείνοι ήσαν σκηνοποιοί.
Πραξ. 18,4 διελέγετο δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ κατὰ πᾶν σάββατον, ἔπειθέ τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας.
Πραξ. 18,4 Καθε δε Σαββατον ωμιλούσε και συνωμιλούσε με τους Εβραίους εις την συναγωγήν και έπειθεν Ιπυδαίους και Ελληνας με την διδασκαλίαν του.
Πραξ. 18,5 Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν.
Πραξ. 18,5 Οταν δε κατέβηκαν από την Μακεδονίαν ο Σιλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος ευρίσκετο εις κατάστασιν στενοχωρίας δια την απροθυμίαν των Ιουδαίων, προς τους οποίους αυτός απεδείκνυε ότι ο Ιησούς ήτο ο Χριστός.
Πραξ. 18,6 ἀντιτασσομένων δὲ αὐτῶν καὶ βλασφημούντων ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια, εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν· καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι.
Πραξ. 18,6 Επειδή όμως εκείνοι αντετάσσοντο στο έργον του και εξεστόμιζαν ύβρεις και βλασφημίας εναντίον αυτού και του Χριστού, ετίναξε τα ενδύματά του και είπε προς αυτούς· “η ευθύνη δια την απιστίαν σας ας πέση επάνω εις τα κεφάλια σας· εγώ είμαι ανεύθυνος. Από τώρα δε και στο εξής θα υπάγω να κηρύξω στους εθνικούς της Κορίνθου”.
Πραξ. 18,7 καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Ἰούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ.
Πραξ. 18,7 Και πράγματι έφυγε από την συναγωγήν. Και ήλθε στο σπίτι κάποιου προσηλύτου, ονόματι Ιούστου, που εσέβετο τον Θεόν και του οποίου η οικία εγειτόνευε με την συναγωγήν.
Πραξ. 18,8 Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσε τῷ Κυρίῳ σὺν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τῶν Κορινθίων ἀκούοντες ἐπίστευον καὶ ἐβαπτίζοντο.
Πραξ. 18,8 Ο Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε στον Κυριον μαζή με όλο του το σπίτι και πολλοί από τους Κορινθίους, καθώς ήκουαν το κήρυγμα του Παύλου, επίστευαν και εβαπτίζοντο.
Πραξ. 18,9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτὶ τῷ Παύλῳ· μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς,
Πραξ. 18,9 Είπε δε ο Κυριος στον Παύλον κατά την νύκτα με ένα όραμα· “μη φοβάσαι, αλλά κήρυττε και μη σιωπήσης.
Πραξ. 18,10 διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαός ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ.
Πραξ. 18,10 Διότι εγώ είμαι μαζή σου και κανείς δεν θα σου επιτεθή δια να σε βλάψη. Κηρυττε, διότι εις την πόλιν αυτήν είναι πολύς λαός μου”.
Πραξ. 18,11 ἐκάθισέ τε ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἓξ διδάσκων ἐν αὐτοῖς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 18,11 Εκάθισε, πράγματι, ο Παύλος εκεί ένα έτος και εξ μήνες, διδάσκων μεταξύ των κατοίκων τον λόγον του Θεού.
Πραξ. 18,12 Γαλλίωνος δὲ ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀχαΐας κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸ βῆμα,
Πραξ. 18,12 Κατά τον καιρόν δε που εκυβερνούσε την Αχαΐαν ως ανθύπατος ο Γαλλίων, εξηγέρθησαν οι Ιουδαίοι με μια γνώμη εναντίον του Παύλου και τον έφεραν εμπρός εις την δικαστικήν έδραν του Γαλλίωνος
Πραξ. 18,13 λέγοντες ὅτι παρὰ τὸν νόμον οὗτος ἀναπείθει τοὺς ἀνθρώπους σέβεσθαι τὸν Θεόν.
Πραξ. 18,13 λέγοντες ότι αυτός παρασύρει με δολίους λόγους τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεόν, με τρόπον διαφορετικόν από αυτόν, που λέγει ο νόμος του Μωϋσέως.
Πραξ. 18,14 μέλλοντος δὲ τοῦ Παύλου ἀνοίγειν τὸ στόμα εἶπεν ὁ Γαλλίων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἢ ῥᾳδιούργημα πονηρόν, ὦ Ἰουδαῖοι, κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν·
Πραξ. 18,14 Οταν δε επρόκειτο να ανοίξη το στόμα του ο Παύλος και να απολογηθή, είπε ο Γαλλίων προς τους Ιουδαίους· “εάν μεν αυτό που καταγγέλετε, ω Ιουδαίοι, ήτο αδίκημα που το τιμωρεί ο νόμος η ήτο κάποια εγκληματική πράξις εναντίον σας, θα σας ήκουα με υπομονήν κατά λόγον δικαιοσύνης.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Μαρ 12, 2016 1:02 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 18β

Πραξ. 18,15 εἰ δὲ ζήτημά ἐστι περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ᾿ ὑμᾶς, ὄψεσθε αὐτοί· κριτὴς γὰρ ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι.
Πραξ. 18,15 Εάν όμως είναι ζήτημα σχετικόν με διδασκαλίας και ονόματα και με διατάξστου νόμου σας, τακτοποιήσατέ το σεις μόνοι σας. Διότι εγώ δεν θέλω να γίνω δικαστής εις τέτοια ζητήματα”.
Πραξ. 18,16 καὶ ἀπήλασεν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος.
Πραξ. 18,16 Και τους εδίωξε από το δικαστήριον.
Πραξ. 18,17 ἐπιλαβόμενοι δὲ πάντες οἱ Ἕλληνες Σωσθένην τὸν ἀρχισυνάγωγον ἔτυπτον ἔμπροσθεν τοῦ βήματος· καὶ οὐδὲν τούτων τῷ Γαλλίωνι ἔμελεν.
Πραξ. 18,17 Τοτε όλοι οι Ελληνες επιασαν τον Σωσθένην, τον αρχισυνάγωγον, και τον εκτυπούσαν εμπρός στο δικαστικόν βήμα. Αλλά όλα αυτά αφήκαν εντελώς αδιάφορον τον Γαλλίωνα.
Πραξ. 18,18 Ὁ δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανάς, τοῖς ἀδελφοῖς ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας, κειράμενος τὴν κεφαλὴν ἐν Κεγχρεαῖς· εἶχε γὰρ εὐχήν.
Πραξ. 18,18 Ο δε Παύλος, αφού έμεινε αρκετάς ημέρας ακόμη εκεί, απεχαιρέτησε τους αδελφούς και με πλοίον ανεχώρησε δια την Συρίαν. Μαζή δε με αυτόν ανεχώρησαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Πριν δε ο Παύλος αναχωρήση εκούρευσε την κεφαλήν του εις τας Κεγχρεάς· διότι είχε κάνει τάξιμον σύμφωνα με τον ιουδαϊκόν έθιμον να μείνη ακούρευτος επί ωρισμένον χρόνον και να προσφέρη κατόπιν την κόμην του θυσίαν στον Θεόν.
Πραξ. 18,19 κατήντησε δὲ εἰς Ἔφεσον, κἀκείνους κατέλιπεν αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν διελέχθη τοῖς Ἰουδαίοις.
Πραξ. 18,19 Ηλθε δε εις την Εφεσον· και τον μεν Ακύλαν και την Πρίσκιλλαν άφησε εκεί, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν συνωμίλησε με τους Ιουδαίους.
Πραξ. 18,20 ἐρωτώντων δὲ αὐτῶν ἐπὶ πλείονα χρόνον μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς οὐκ ἐπένευσεν,
Πραξ. 18,20 Επειδή δε εκείνοι τον παρακαλούσαν να μείνη περισσότερον χρόνον κοντά των, αυτός δεν συγκατετέθη,
Πραξ. 18,21 ἀλλ᾿ ἀπετάξατο αὐτοῖς εἰπών· δεῖ με πάντως τὴν ἑορτὴν τὴν ἐρχομένην ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα, πάλιν δὲ ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ θέλοντος. καὶ ἀνήχθη ἀπὸ τῆς Ἐφέσου,
Πραξ. 18,21 αλλά τους απεχαιρέτησε και είπε· “πρέπει οπωσδήποτε την προσεχή εορτήν να την κάνω εις τα Ιεροσόλυμα. Παλιν δε, Θεού θέλοντος, θα επιστρέψω εις σας”. Και ανεχώρησε από την Εφεσον με πλοίον.
Πραξ. 18,22 καὶ κατελθὼν εἰς Καισάρειαν, ἀναβὰς καὶ ἀσπασάμενος τὴν ἐκκλησίαν κατέβη εἰς Ἀντιόχειαν,
Πραξ. 18,22 Απεβιβάσθη εις την Καισάρειαν και αφού ανέβηκε εις τα Ιεροσόλυμα και εχαιρέτησε την εκεί Εκκλησίαν των πιστών, κατέβηκε εις την Αντιόχειαν.
Πραξ. 18,23 καὶ ποιήσας χρόνον τινὰ ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς μαθητάς.
Πραξ. 18,23 Αφού δε έμεινεν ολίγον χρόνον εκεί, έφυγε και περιώδευε εν συνεχεία την χώραν της Γαλατίας και την Θρυγίαν, στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν όλους τους μαθητάς.
Πραξ. 18,24 Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς.
Πραξ. 18,24 Εν τω μεταξύ δε κάποιος Ιουδαίος, ονόματι Απολλώς, που κατήγετο από την Αλεξάνδρειαν και ήτο μορφωμένος και εύγλωττος και βαθύς γνώστης της Αγίας Γραφής, ήλθεν εις την Εφεσον.
Πραξ. 18,25 οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·
Πραξ. 18,25 Αυτός είχε διδαχθή την οδόν του Κυρίου και ήτο θερμός και ενθουσιώδης κατά το πνεύμα. Ωμιλούσε και εδίδασκε με ακρίβειαν τα περί του Κυρίου, μολονότι εγνώριζε μόνον το βάπτισμα και το κήρυγμα του Ιωάννου.
Πραξ. 18,26 οὗτός τε ἤρξατο παῤῥησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 18,26 Αυτός ήρχισε με θάρρος να κηρύττη εις την συναγωγήν. Οταν δε τον ήκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον επήραν με αγάπην κοντά των και εξέθεσαν εις αυτόν με ακόμη μεγαλυτέραν ακρίβειαν τον δρόμον του Θεού.
Πραξ. 18,27 βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν Ἀχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος.
Πραξ. 18,27 Επειδή δε αυτός ήθελε να περάση εις την Αχαΐαν, τον παρεκίνησαν και τον ενεθάρρυναν οι αδελφοί δι' αυτό και έγραψαν στους εκεί Χριστιανούς να τον δεχθούν με κάθε αγάπην και εμπιστοσύνην. Αυτός δε, όταν ήλθε εις την Κορινθον, ωφέλησε και εστήριξε εις την πίστιν πολύ εκείνους, οι οποίοι με την χάριν του Θεού είχον πιστεύσει στον Κυριον.
Πραξ. 18,28 εὐτόνως γὰρ τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν.
Πραξ. 18,28 Διότι με πολλήν δύναμιν εξήλεγχε και απεστόμωνε δημοσία τους Ιουδαίους αποδεικνύων δια των Γραφών, ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας, ο Χριστός.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Μαρ 14, 2016 12:33 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 19α

Πραξ. 19,1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν Ἀπολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς Ἔφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας
Πραξ. 19,1 Οταν δε ο Απολλώς ευρίσκετο εις την Κορινθον, ο Παύλος, αφού επέρασε τα βαρειότερα μέρη της Μ. Ασίας, ήλθε εις την Εφεσον, όπου και ευρήκε μερικούς μαθητάς.
Πραξ. 19,2 εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν.
Πραξ. 19,2 Είπε δε προς αυτούς εάν, όταν επίστευσαν, έλαβαν Πνεύμα Αγιον. Εκείνοι δε του απήντησαν· “ημείς δεν έχομεν ακούσει ούτε και αν υπάρχη Πνεύμα Αγιον”.
Πραξ. 19,3 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν βαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα.
Πραξ. 19,3 Και είπε τότε προς αυτούς· “εις τίνος το όνομα και ποίου είδους βάπτισμα εβαπτίσθητε;” Εκείνοι δε του είπαν· “εβαπτίσθημεν στο βάπτισμα του Ιωάννου”.
Πραξ. 19,4 εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Πραξ. 19,4 Είπε δε ο Παύλος· “ο Ιωάννης μεν σας εβάπτισε εις βάπτισμα μετανοίας και προπαρασκευής, λέγων συγχρόνως στον λαόν να πιστεύσουν εις εκείνον, που θα ήρχετο κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος και μόνος θα έδιδε άφεσιν και σωτηρίαν”.
Πραξ. 19,5 ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Πραξ. 19,5 Οταν δε εκείνοι ήκουσαν αυτά, επίστευσαν και εβαπτίσθησαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 19,6 καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον.
Πραξ. 19,6 Και όταν ο Παύλος έθεσε τας χείρας του επάνω εις την κεφαλήν των, κατήλθεν εις αυτούς το Πνεύμα το Αγιον, επήραν και ειδικά χαρίσματα, ωμιλούσαν διαφόρους γλώσσας αγνώστους προηγουμένως εις αυτούς και επροφήτευσαν.
Πραξ. 19,7 ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο.
Πραξ. 19,7 Ολοι δε αυτοί ήσαν περίπου δώδεκα άνδρες.
Πραξ. 19,8 Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαῤῥησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 19,8 Επειτα δε από το γεγονός αυτό ο Παύλος εισήλθε εις την συναγωγήν των Εβραίων, εκήρυττε με θάρρος επί τρεις μήνας, συνδιελέγετο με τους Ιουδαίους και με τα χωρία της Γραφής και τα άλλα επιχειρήματα τους έπειθε να πιστεύσουν εις την βασιλείαν του Θεού.
Πραξ. 19,9 ὡς δέ τινες ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους, ἀποστὰς ἀπ᾿ αὐτῶν ἀφώρισε τοὺς μαθητάς, καθ᾿ ἡμέραν διαλεγόμενος ἐν τῇ σχολῇ Τυράννου τινός.
Πραξ. 19,9 Επειδή όμως μερικοί από τους Ιουδαίους εσκληρύνοντο και δεν επίστευαν, διέβαλλαν δε και εβλασφημούσαν την οδόν της πίστεως και της σωτηρίας εμπρός στο πλήθος, απομακρύνθηκε από αυτούς ο Παύλος, εξεχώρισε τους μαθητάς από όσους δεν είχαν πιστεύσει και από τότε εκήρυττε και συνδιελέγετο καθημερινώς εις την σχολήν κάποιου, που ελέγετο Τυραννος.
Πραξ. 19,10 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ ἔτη δύο, ὥστε πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀσίαν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας.
Πραξ. 19,10 Το έργον δε αυτό του Παύλου συνεχίσθηκε επί δύο έτη, ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν την Ασίαν, και Ιουδαίοι και Ελληνες, ήκουσαν την διδασκαλίαν του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 19,11 Δυνάμεις τε οὐ τὰς τυχούσας ἐποίει ὁ Θεὸς διὰ τῶν χειρῶν Παύλου,
Πραξ. 19,11 Και ο Θεός, δια μέσου των χειρών του Παύλου, έκανε θαύματα όχι μικρά και τυχαία,
Πραξ. 19,12 ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν.
Πραξ. 19,12 ώστε έπαιρναν οι άνθρωποι πετσέτες, με τις οποίες είχε καλύψει το πρόσωπόν του ο Παύλος η μανδήλιά που εσφόγγιζε τον ιδρώτα, τα έφερναν επάνω στους αρρώστους και έφευγαν από αυτούς αι ασθένειαι, όπως επίσης έβγαιναν από αυτούς και τα πονηρά πνεύματα.
Πραξ. 19,13 Ἐπεχείρησαν δέ τινες ἀπὸ τῶν περιερχομένων Ἰουδαίων ἐξορκιστῶν ὀνομάζειν ἐπὶ τοὺς ἔχοντας τὰ πνεύματα τὰ πονηρὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ λέγοντες· ὁρκίζομεν ὑμᾶς τὸν Ἰησοῦν ὃν ὁ Παῦλος κηρύσσει.
Πραξ. 19,13 Μερικοί δε από τους Ιουδαίους, που περιήρχοντο τα διάφορα μέρη και με εξορκισμούς έδιωχναν δαιμόνια, επεχείρησαν να επικαλεσθούν το όνομα του Κυρίου Ιησού, δια να θεραπεύσουν εκείνους, που είχαν πονηρά πνεύματα, λέγοντες· “σας εξορκίζομεν στον Ιησούν, τον οποίον ο Παύλος κηρύττει, να φύγετε από αυτούς, που βασανίζετε”.
Πραξ. 19,14 ἦσαν δέ τινες υἱοὶ Σκευᾶ Ἰουδαίου ἀρχιερέως ἑπτὰ οἱ τοῦτο ποιοῦντες.
Πραξ. 19,14 Αυτοί δε που έκαναν τούτο ήσαν επτά παιδιά του Ιουδαίου αρχιερέως Σκευά.
Πραξ. 19,15 ἀποκριθὲν δὲ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν εἶπε· τὸν Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσταμαι· ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ;
Πραξ. 19,15 Απήντησε δε το πονηρόν πνεύμα και είπε· “γνωρίζω τον Ιησούν, και τον Παύλον επίσης τον ξεύρω καλά· σεις όμως ποίοι είσθε;”
Πραξ. 19,16 καὶ ἐφαλλόμενος ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἦν τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν, καὶ κατακυριεύσας αὐτῶν ἴσχυσε κατ᾿ αὐτῶν, ὥστε γυμνοὺς καὶ τετραυματισμένους ἐκφυγεῖν ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου.
Πραξ. 19,16 Και ο άνθρωπος μέσα στον οποίον υπήρχε το πονηρόν πνεύμα, επήδησε με ορμήν επάνω εις αυτούς τους ήρπασε με μεγάλην δύναμιν (κατά παραχώρησιν Θεού δια να τους τιμωρήση) τους έβαλε κάτω και ήρχισε να τους κτυπά, ώστε αυτοί μισόγυμνοι και τραυματισμένοι κατώρθωσαν να ξεφύγουν από το σπίτι του δαιμονιζομένου εκείνου.
Πραξ. 19,17 τοῦτο δὲ ἐγένετο γνωστὸν πᾶσιν Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τοῖς κατοικοῦσι τὴν Ἔφεσον, καὶ ἐπέπεσε φόβος ἐπὶ πάντας αὐτούς, καὶ ἐμεγαλύνετο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ·
Πραξ. 19,17 Το γεγονός δε αυτό έγινε γνωστόν εις όλους τους Ιουδαίους και τους Ελληνας, που κατοικούσαν εις την Εφεσον και οι οποίοι δεν είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και εκυριεύθησαν όλοι από μεγάλον φόβον και εδοξάζετο το όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 19,18 πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καἰ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.
Πραξ. 19,18 Πολλοί δε από εκείνους, που είχαν πιστεύσει, ήρχοντο, εξωμολογούντο και ανεκοίνωναν δημοσία τας κακάς των πράξεις.
Πραξ. 19,19 ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε.
Πραξ. 19,19 Αρκετοί δε πάλιν από εκείνους, που είχαν κάμει διαφόρους μαγικάς πράξεις, έφεραν μαζή των τα μαγικά βιβλία και τα έκαιαν εμπρός εις όλους. Και υπελόγισαν την τιμήν της πωλήσεως των βιβλίων αυτών και ευρήκαν ότι άξιζαν πενήντα χιλιάδες αργυρά νομίσματα.
Πραξ. 19,20 Οὕτω κατὰ κράτος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ηὔξανε καὶ ἴσχυεν.
Πραξ. 19,20 Ετσι ο λόγος του Κυρίου διεδίδετο με δύναμιν πολλήν και επεβάλλετο ολονέν και περισσότερον.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Μαρ 15, 2016 7:43 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 19β

Πραξ. 19,21 Ὡς δὲ ἐπληρώθη ταῦτα, ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν τὴν Μακεδονίαν καὶ Ἀχαΐαν πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι με ἐκεῖ δεῖ με καὶ Ῥώμην ἰδεῖν.
Πραξ. 19,21 Οταν δε έγιναν όλα αυτά, εσκέφθηκε και επήρε την απόφασιν ο Παύλος να περιοδεύση την Μακεδονίαν και Αχαΐαν και κατόπιν να πορευθή εις την Ιερουσαλήμ, προσθέσας ότι “μετά την άφιξίν μου εις Ιεροσόλυμα πρέπει να υπάγω να ίδω και την Ρωμην”.
Πραξ. 19,22 ἀποστείλας δὲ εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο τῶν διακονούντων αὐτῷ, Τιμόθεον καὶ Ἔραστον, αὐτὸς ἐπέσχε χρόνον εἰς τὴν Ἀσίαν.
Πραξ. 19,22 Αφού δε έστειλε εις την Μακεδονίαν δύο από τους μαθητάς του, που τον υπηρετούσαν στο έργον του, τον Τιμόθεον και τον Εραστον, αυτός έμεινε ολίγον ακόμη χρόνον εις την Ασίαν.
Πραξ. 19,23 Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ.
Πραξ. 19,23 Εγινε δε κατά τον χρόνον αυτόν μεγάλη αναταραχή δια την οδόν της σωτηρίας που είχε αποκαλύψει ο Κυριος.
Πραξ. 19,24 Δημήτριος γάρ τις ὀνόματι, ἀργυροκόπος, ποιῶν ναοὺς ἀργυροῦς Ἀρτέμιδος παρείχετο τοῖς τεχνίταις ἐργασίαν οὐκ ὀλίγην·
Πραξ. 19,24 Διότι κάποιος, ονόματι Δημήτριος, που κατειργάζετο τον άργυρον και έκανε μικρούς αργυρούς ναούς, μικρογραφίες του ναού της Αρτέμιδος, και έδιδε επικερδή εργασίαν στους τεχνίτας,
Πραξ. 19,25 οὓς συναθροίσας καὶ τοὺς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐργάτας εἶπεν· ἄνδρες, ἐπίστασθε ὅτι ἐκ ταύτης τῆς ἐργασίας ἡ εὐπορία ἡμῶν ἐστι,
Πραξ. 19,25 αυτός εμάζευσε όλους εκείνους, που ησχολούντο με τα έργα αυτά, και τους είπε· “άνδρες, γνωρίζετε πολύ καλά, ότι από αυτό το επάγγελμα μας προέρχεται το πλούσιον εισόδημά μας.
Πραξ. 19,26 καὶ θεωρεῖτε καὶ ἀκούετε ὅτι οὐ μόνον Ἐφέσου, ἀλλὰ σχεδὸν πάσης τῆς Ἀσίας ὁ Παῦλος οὗτος πείσας μετέστησεν ἱκανὸν ὄχλον, λέγων ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν γινόμενοι.
Πραξ. 19,26 Βλέπετε δε οι ίδιοι και ακούετε ότι πολύ πλήθος, όχι μόνον της Εφέσου αλλά σχεδόν όλης της Ασίας, αυτός ο Παύλος το έπεισε και το απεμάκρυνε από την θρησκείαν μας, λέγων ότι οι θεοί που κατασκευάζονται με τα χέρια των ανθρώπων δεν είναι αληθινοί θεοί.
Πραξ. 19,27 οὐ μόνον δὲ τοῦτο κινδυνεύει ἡμῖν τὸ μέρος εἰς ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰς οὐθὲν λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ καθαιρεῖσθαι τὴν μεγαλειότητα αὐτῆς, ἣν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη σέβεται.
Πραξ. 19,27 Και δεν είναι μόνον ότι κινδυνεύει η εργασία μας να πέση εις παρακμήν, αλλά δεν θα λογαριάζεται πλέον εις τίποτε και ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και μέλλει να καθαιρεθή και να σβήση η μεγαλειότης αυτής, την οποίαν όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται”.
Πραξ. 19,28 ἀκούσαντες δὲ καὶ γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ ἔκραζον λέγοντες· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.
Πραξ. 19,28 Οταν δε άκουσαν εκείνοι αυτά, εκυριεύθησαν από θυμόν και έκραζαν λέγοντες· “είναι μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”.
Πραξ. 19,29 καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις ὅλη τῆς συγχύσεως, ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου.
Πραξ. 19,29 Και εγέμισεν η πόλις από αναστάτωσιν και ταραχήν, ώρμησαν όλοι μαζή στο θέατρον και ήρπασαν τους δύο Μακεδόνας Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ήσαν συνεργάται και συνοδοιπόροι του Παύλου.
Πραξ. 19,30 τοῦ δὲ Παύλου βουλομένου εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον οὐκ εἴων αὐτὸν οἱ μαθηταί.
Πραξ. 19,30 Οταν δε ο Παύλος ηθέλησε να έλθη εις την συγκέντρωσιν αυτήν του λαού, δεν τον άφιναν οι μαθηταί.
Πραξ. 19,31 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἀσιαρχῶν, ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον.
Πραξ. 19,31 Μερικοί δε από τους Ασιάρχας, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν προς αυτόν ανθρώπους και τον παρακαλούσαν να μη μεταβή στο θέατρον και εκθέση τον ευατόν του εις κίνδυνον.
Πραξ. 19,32 ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον· ἦν γὰρ ἡ ἐκκλησία συγκεχυμένη, καὶ οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν τίνος ἕνεκεν συνεληλύθεισαν.
Πραξ. 19,32 Εν τω μεταξύ άλλοι άλλα εκραύγαζον, διότι η συνέλευσις του λαού ευρίσκετο εις αναστάτωσιν και σύγχυσιν και οι περισσότεροι δεν εγνώριζαν, δια ποίον λόγον είχον συγκεντρωθή εκεί.
Πραξ. 19,33 ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον, προβαλλόντων αὐτὸν τῶν Ἰουδαίων· ὁ δὲ Ἀλέξανδρος κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ δήμῳ.
Πραξ. 19,33 Μερικοί δε από τον λαόν ωδήγησαν προς τα εμπρός κάποιον Αλέξανδρον, τον οποίον οι Ιουδαίοι προσπαθούσαν να προβάλουν και παρυσιάσουν στο πλήθος. Ο δε Αλέξανδρος εκίνησε το χέρι, δια να δηλώση, ότι ήθελε να ομιλήση στον λαόν και να απολογηθή υπέρ των Ιουδαίων.
Πραξ. 19,34 ἐπιγνόντες δὲ ὅτι Ἰουδαῖός ἐστι, φωνὴ ἐγένετο μία ἐκ πάντων, ὡς ἐπὶ ὥρας δύο κραζόντων· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.
Πραξ. 19,34 Οταν όμως τα πλήθη εκατάλαβαν ότι είναι Ιουδαίος, τότε έγινε μία μεγάλη φωνή από όλους και επί δύο περίπου ώρας έκραζον· “μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”!
Πραξ. 19,35 καταστείλας δὲ ὁ γραμματεὺς τὸν ὄχλον φησίν· ἄνδρες Ἐφέσιοι, τίς γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὃς οὐ γινώσκει τὴν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ Διοπετοῦς;
Πραξ. 19,35 Τοτε ο γραμματεύς της Εφέσου, αφού καθησύχασε τα πλήθη, είπε· “άνδρες Εφέσιοι, ηρεμήσατε· διότι ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, που δεν γνωρίζει ότι η πόλις των Εφεσίων έχει κτίσει και τιμά τον ναόν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και ιδιαιτέρως λατρεύει αυτήν και το άγαλμα της, που μας έχει ρίξει ο Ζεύς;
Πραξ. 19,36 ἀναντιῤῥήτων οὖν ὄντων τούτων δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ μηδὲν προπετὲς πράσσειν.
Πραξ. 19,36 Αφού λοιπόν η τιμή, που αποδίδεται εις την θεάν και η προέλευσις του αγάλματος από τον Δια είναι αναντίρρητος και δεν επιδέχονται καμμίαν αμφιβολία, πρέπει σεις να μένετε ήσυχοι και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτον και παράφορον.
Πραξ. 19,37 ἠγάγετε γὰρ τοὺς ἄνδρας τούτους οὔτε ἱεροσύλους οὔτε βλασφημοῦντας τὴν θεὰν ὑμῶν.
Πραξ. 19,37 Διότι εφέρατε αυτούς τους άνδρας, τον Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ούτε έκλεψαν τίποτε από τον ναόν ούτε βλασφημούν την θεάν σας.
Πραξ. 19,38 εἰ μὲν οὖν Δημήτριος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τεχνῖται ἔχουσι πρός τινα λόγον, ἀγοραῖοι ἄγονται καὶ ἀνθύπατοί εἰσιν, ἐγκαλείτωσαν ἀλλήλοις.
Πραξ. 19,38 Εάν λοιπόν ο Δημήτριος και οι μαζή με αυτόν τεχνίται έχουν να διατυπώσουν κατηγορίαν εναντίον κάποιου ανθρώπου, γίνονται δημόσιαι συγκεντρώσεις εις απονομήν δικαιοσύνης, έχομεν δε και τους ανθυπάτους, δια να αποδώσουν το δίκαιον και ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον εις τα δικαστήρια.
Πραξ. 19,39 εἰ δέ τι περὶ ἑτέρων ἐπιζητεῖτε, ἐν τῇ ἐννόμῳ ἐκκλησίᾳ ἐπιλυθήσεται.
Πραξ. 19,39 Εάν όμως ζητήτε και κάτι άλλο περί άλλων υποθέσεων, που δεν μπορούν να τακτοποιηθούν από τους ανθυπάτους, τότε αυτό θα λυθή από την συνέλευσιν του λαού, η οποία σύμφωνα με τον νόμον, συγκαλείται ωρισμένας ημέρας.
Πραξ. 19,40 καὶ γὰρ κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι στάσεως περὶ τῆς σήμερον, μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος περὶ οὗ δυνησόμεθα ἀποδοῦναι λόγον τῆς συστροφῆς ταύτης.
Πραξ. 19,40 Αναγκάζομαι να σας είπω αυτά, διότι κινδυνεύομεν να κατηγορηθώμεν επί στάσει δια την σημερινήν αυτήν συγκέντρωσιν, αφού δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία με την οποίαν θα ημπορέσωμεν να απολογηθώμεν δια την συρροήν αυτήν και αναταραχήν του λαού”.
Πραξ. 19,41 καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀπέλυσε τὴν ἐκκλησίαν.
Πραξ. 19,41 Και αφού είπε αυτά, διέλυσε την συγκέντρωσιν του λαού.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Μαρ 16, 2016 4:50 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 20α

Πραξ. 20,1 Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι τὸν θόρυβον προσκαλεσάμενος ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ ἀσπασάμενος ἐξῆλθε πορευθῆναι εἰς Μακεδονίαν.
Πραξ. 20,1 Οταν πλέον έπαυσεν ο θόρυβος, εκάλεσε ο Παύλος τους μαθητάς, τους αποχαιρέτησε και ανεχώρησε, δια να μεταβή εις Μακεδονίαν.
Πραξ. 20,2 διελθὼν δὲ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ παρακαλέσας αὐτοὺς λόγῳ πολλῷ ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα·
Πραξ. 20,2 Αφού δε επέρασε τα γνωστά του μέρη της Μακεδονίας και με την διδασκαλίαν του και πολλούς άλλους λόγους του Ευαγγελίου ενίσχυσε τους εκεί μαθητάς, ήλθε εις την Ελλάδα.
Πραξ. 20,3 ποιήσας τε μῆνας τρεῖς, γενομένης αὐτῷ ἐπιβουλῆς ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων μέλλοντι ἀνάγεσθαι εἰς τὴν Συρίαν, ἐγένετο γνώμη τοῦ ὑποστρέφειν διὰ Μακεδονίας.
Πραξ. 20,3 Εις αυτήν έμεινε επί τρεις μήνας. Επειδή δε μερικοί Ιουδαίοι τον επιβουλεύθησαν και εσχεδίαζαν να τον φονεύσουν, όταν επρόκειτο να ταξιδεύση με πλοίον δια την Συρίαν, απεφασίσθη να επιστρέψη δια μέσου της Μακεδονίας.
Πραξ. 20,4 συνείπετο δὲ αὐτῷ ἄχρι τῆς Ἀσίας Σώπατρος Βεροιαῖος, Θεσσαλονικέων δὲ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος, καὶ Γάϊος Δερβαῖος καὶ Τιμόθεος, Ἀσιανοὶ δὲ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος.
Πραξ. 20,4 Συνώδευαν δε αυτόν μέχρι της Ασίας ο Σωπατρος από την Βεροιαν, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από την Θεσσαλονίκην, όπως επίσης ο Γαϊος, που κατήγετο από την Δερβην, και ο Τιμόθεος, από δε την Ασίαν ο Τυχικός και Τρόφιμος.
Πραξ. 20,5 οὗτοι προελθόντες ἔμενον ἡμᾶς ἐν Τρῳάδι·
Πραξ. 20,5 Αυτοί δε ήλθαν ενωρίτερον εις την Τρωάδα και μας επερίμεναν.
Πραξ. 20,6 ἡμεῖς δὲ ἐξεπλεύσαμεν μετὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἀζύμων ἀπὸ Φιλίππων καὶ ἤλθομεν πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν Τρῳάδα ἄχρις ἡμερῶν πέντε, οὗ διετρίψαμεν ἡμέρας ἑπτά.
Πραξ. 20,6 Ημείς δε εξεκινήσαμεν με πλοίον από την Νεάπολιν, έπειτα από την εορτήν των αζύμων, έπειτα δηλαδή από το εβραϊκόν πάσχα, και μετά πέντε ημέρας ήλθαμε προς αυτούς εις την Τρωάδα, όπου και εμείναμεν επτά ημέρας.
Πραξ. 20,7 Ἐν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου.
Πραξ. 20,7 Κατά δε την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, δηλαδή την Κυριακήν, όταν οι μαθηταί είχαν συγκεντρωθή, δια να κόψουν και κοινωνήσουν τον άρτον της θείας Ευχαριστίας, ο Παύλος ωμιλούσε και συνωμιλούσε προς αυτούς, επειδή την επομένη έμελλε ν' αναχωρήση. Παρέτεινε δε την διδασκαλίαν μέχρι του μεσονυκτίου.
Πραξ. 20,8 ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι.
Πραξ. 20,8 Εκεί δε στο υπερώον, όπου είμεθα συγκεντρωμένοι. ήσαν αρκεταί λαμπάδες ανεμμέναι.
Πραξ. 20,9 καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός.
Πραξ. 20,9 Ενας νέος, ονόματι Εύτυχος εκάθητο στο παράθυρον και είχε καταληφθή από βαθύν ύπνον. Επειδή δε ο Παύλος παρέτεινε πολλήν ώραν την διδασκαλίαν, εκυριεύθη εξ ολοκλήρου ο Εύτυχος από τον ύπνον και έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω, απ' όπου και τον εσήκωσαν νεκρόν.
Πραξ. 20,10 καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν.
Πραξ. 20,10 Αλλά ο Παύλος κατέβηκε κάτω, έπεσε επάνω εις αυτόν, τον επήρε εις την αγκάλην του και είπε· “μη ταράσσεσθε και μη λυπείσθε, διότι η ψυχή του επανήλθε και υπάρχει μέσα του”.
Πραξ. 20,11 ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν.
Πραξ. 20,11 Ανέβηκε δε και πάλιν επάνω, έκοψε τον άρτον της θείας Ευχαριστίας και έφαγε και αφού επί αρκετάς ακόμη ώρας, μέχρι την αυγήν, τους ωμίλησε, έτσι κουρασμένος από την αϋπνίαν και το κήρυγμα ανεχώρησε.
Πραξ. 20,12 ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.
Πραξ. 20,12 Εφεραν δε στο υπερώον τον νέον ζωντανόν και παρηγορήθηκαν όλοι παρά πολύ.
Πραξ. 20,13 Ἡμεῖς δὲ προελθόντες ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀνήχθημεν εἰς τὴν Ἄσσον, ἐκεῖθεν μέλλοντες ἀναλαμβάνειν τὸν Παῦλον· οὕτω γὰρ ἦν διατεταγμένος, μέλλων αὐτὸς πεζεύειν.
Πραξ. 20,13 Ημείς δε ήλθαμε ολίγον ενωρίτερα στο πλοίον και επλεύσαμεν εις την Ασσον, απ' όπου επρόκειτο να πάρωμεν μαζή μας τον Παύλον. Διότι έτσι είχε κανονίσει ο Παύλος, επειδή αυτός επρόκειτο να ταξιδεύση έως εκεί δια ξηράς.
Πραξ. 20,14 ὡς δὲ συνέβαλεν ἡμῖν εἰς τὴν Ἄσσον, ἀναλαβόντες αὐτὸν ἤλθομεν εἰς Μυτιλήνην·
Πραξ. 20,14 Οταν δε μας συνήντησε εις την Ασσον, τον επήραμεν στο πλοίον και ήλθαμε εις την Μιτυλήνην.
Πραξ. 20,15 κἀκεῖθεν ἀποπλεύσαντες τῇ ἐπιούσῃ κατηντήσαμεν ἀντικρὺ Χίου, τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς Σάμον, καὶ μείναντες ἐν Τρωγυλίῳ τῇ ἐχομένῃ ἤλθομεν εἰς Μίλητον.
Πραξ. 20,15 Από εκεί την επομένην ημέραν απεπλεύσαμεν και εφθάσαμεν αντικρύ εις την Χιον. Κατά δε την άλλην ημέραν προσεγγίσαμεν εις την Σαμον, και αφού εμείναμεν την νύκτα στον Τρωγύλιον, ήλθομεν κατά την τρίτην ημέραν εις την Μιλητον.
Πραξ. 20,16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα.
Πραξ. 20,16 Ηλθομεν δε εκεί, διότι ο Παύλος απεφάσισε να προσπεράση με το πλοίον την Εφεσον και να μη αποβιβασθή εις αυτήν, δια να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Και τούτο, διότι εβιάζετο, εάν θα του ήτο δυνατόν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής να φθάση εις Ιεροσόλυμα.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Μαρ 18, 2016 6:43 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 20β

Πραξ. 20,17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας.
Πραξ. 20,17 Από την Μιλητον δε έστειλε ανθρώπους εις την Εφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας.
Πραξ. 20,18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην,
Πραξ. 20,18 Οταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε· “σεις γνωρίζετε πολύ καλά, πως συμπεριεφέρθην μαζή σας από την πρώτην ημέραν που ήλθα εις την Ασίαν και καθ' όλον τον χρόνον της παραμονής μου.
Πραξ. 20,19 δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν Ἰουδαίων,
Πραξ. 20,19 Υπηρετούσα, ως πιστός δούλος τον Κυριον, με κάθε ταπεινοφροσύνην και με πολλά δάκρυα, που έχυνα δια τους απιστούντας και πολεμούντας το Ευαγγέλιον, και με πολλήν υπομονήν εν μέσω των δυσκολιών και των κατατρεγμών, που μου συνέβησαν από τας επιβουλάς των Ιουδαίων.
Πραξ. 20,20 ὡς οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν καὶ διδάξαι ὑμᾶς δημοσίᾳ καὶ κατ᾿ οἴκους,
Πραξ. 20,20 Γνωρίζετε ακόμη, ότι καμμία δυσκολία και κανένας κίνδυνος δεν με ημπόδισε από του να κηρύξω εις σας, και εις δημόσια κέντρα και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια σας, κάθε τι που εξυπηρετούσε το πνευματικόν σας συμφέρον.
Πραξ. 20,21 διαμαρτυρόμενος Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τὴν εἰς τὸν Θεὸν μετάνοιαν καὶ πίστιν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Πραξ. 20,21 Ετόνιζα δε στους Ιουδαίους και στους Ελληνας την ανάγκην της μετανοίας απέναντι του Θεού και την ανάγκην της πίστεως στον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Πραξ. 20,22 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ πνεύματι πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλήμ, τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς,
Πραξ. 20,22 Και ιδού τώρα εγώ, σαν να είμαι δεμένος από το Πνεύμα το Αγιον, πηγαίνω υποχρεωτικά εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να ξέρω εκείνα, που θα μου συμβούν εις αυτήν.
Πραξ. 20,23 πλὴν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ὅτι δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν.
Πραξ. 20,23 Πλην τούτο μόνον γνωρίζω ότι το Πνεύμα το Αγιον από πόλεως εις πόλιν μαρτυρεί καθαρά μέσα μου και μου λέγει, ότι με περιμένουν δεσμά και θλίψεις.
Πραξ. 20,24 ἀλλ᾿ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 20,24 Αλλά τίποτε από αυτά δεν θεωρώ άξιον λόγου, να με εμποδίση από την πορείαν μου, ούτε και θεωρώ την ζωήν μου πολύτιμον δι' εμέ, όσον θεωρώ σπουδαίον να φθάσω στο τέλος του δρόμου μου με χαράν και ειρήνην συνειδήσεως και να φέρω εις πέρας την αποστολήν, που έχω λάβει από τον Κυριον Ιησούν, και η οποία είναι να κηρύξω και να δώσω αφόβως την καλήν μαρτυρίαν δια το Ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού.
Πραξ. 20,25 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ οἶδα ὅτι οὐκέτι ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου ὑμεῖς πάντες, ἐν οἷς διῆλθον κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 20,25 Και ιδού τώρα εγώ προβλέπω, κατά το ανθρώπινον, ότι δεν θα ξαναϊδήτε πλέον το πρόσωπόν μου όλοι σεις, ανάμεσα στους οποίους επέρασα, κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού.
Πραξ. 20,26 διὸ μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὅτι καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων·
Πραξ. 20,26 Δι' αυτό και κατά την σημερινήν ημέραν, την τελευταίαν που με βλέπετε, βεβαιώνω, με καθαράν την συνείδησιν ενώπιον του Θεού, ότι είμαι ανεύθυνος δι' όλους σας, εάν συμβή και παραστρατήση κανείς από σας.
Πραξ. 20,27 οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 20,27 Δεν έχω ευθύνην, διότι δεν παρέλειψα ποτέ να μη καταστήσω γνωστήν εις σας κάθε βουλήν του Θεού, που σχετίζεται με την σωτηρίαν του ανθρώπου.
Πραξ. 20,28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος.
Πραξ. 20,28 Προσέχετε λοιπόν στον εαυτόν σας, πως θα ζήτε. Προσέχετε δε πως θα φέρεσθε και τι θα διδάσκετε εις όλον το πνευματικόν σας ποίμνιον, στο οποίον το Πνεύμα το Αγιον σας έβαλε επισκόπους, να ποιμαίνετε την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, την οποίαν αυτός ο Κυριος απέκτησε με το αίμα του.
Πραξ. 20,29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου·
Πραξ. 20,29 Διότι εγώ γνωρίζω τούτο· ότι μετά την έλευσίν μου αυτήν και την αναχώρησιν θα εισέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι και αιρετικοί, σαν άγριοι λύκοι, οι οποίοι δεν θα λογαριάζουν καθόλου τα λογικά πρόβατα του Χριστού, αλλά θα προσπαθούν να τα παρασύρουν εις τας πλάνας των και να τα κατασπαράξουν ψυχικώς.
Πραξ. 20,30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Πραξ. 20,30 Και από σας τους ίδιους θα εγερθούν εγωπαθείς άνδρες, οι οποίοι θα διδάσκουν διεστραμμένας και ψευδείς διδασκαλίας, δια να αποσπούν τους μαθητάς από τον ορθόν δρόμον της σωτηρίας και να τους παρασύρουν με το μέρος των ως ιδικούς των οπαδούς.
Πραξ. 20,31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
Πραξ. 20,31 Δι' αυτό πρέπει να είσθε άγρυπνοι και προσεκτικοί, ενθυμούμενοι το παράδειγμά μου, ότι επί τρία κατά συνέχειαν έτη δεν έπαυσα νύκτα και ημέραν με δάκρυα να συμβουλεύω και καθοδηγώ τον καθένα σας.
Πραξ. 20,32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.
Πραξ. 20,32 Και τώρα, αδελφοί, σας εμπιστεύομαι εις τα χέρια του Θεού και εις την διδασκαλίαν της χάριτος αυτού, ο οποίος Θεός μόνος ημπορεί να σας οικοδομήση εις την κατά Χριστόν ζωήν και να σας δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν προχωρήσει στον αγιασμόν δια της χάριτος του Χριστού.
Πραξ. 20,33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα·
Πραξ. 20,33 Αργύριον η χρυσίον η ενδύματα, τίποτε από αυτά δεν επεθύμησα.
Πραξ. 20,34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.
Πραξ. 20,34 Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε ότι εις τας ανάγκας μου και εις τας ανάγκας εκείνων, που ήσαν μαζή μου, υπηρέτησαν αυτά τα χέρια.
Πραξ. 20,35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν.
Πραξ. 20,35 Ολα, έργω και λόγω, σας τα έχω υποδείξει, ότι δηλαδή έτσι εργαζόμενοι πνευματικώς και υλικώς θα βοηθήτε και θα στηρίζετε τους ασθενείς εις την πίστιν αδελφούς. Να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, τους οποίους αυτός είπε· Είναι περισσότερον μακάριον να δίδη κανείς, παρά να λαμβάνη”.
Πραξ. 20,36 καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Πραξ. 20,36 Και αφού είπε αυτά, εγονάτισε και μαζή με όλους προσευχήθηκε.
Πραξ. 20,37 ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν,
Πραξ. 20,37 Εγινε δε πολύς κλαυθμός από όλους και αφού έπεσαν στον τράχηλον του Παύλου, τον εφιλούσαν και τον ξαναφιλούσαν με πολλήν στοργήν,
Πραξ. 20,38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οὐκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον.
Πραξ. 20,38 πονούντες μάλιστα και λυπούμενοι δια τον λόγον, που τους είπε, ότι δεν πρόκειτε πλέον να ξαναϊδούν το πρόσωπόν του. Ετσι δε συγκινημένοι τον συνώδευσαν έως το πλοίον και τον κατευώδωσαν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Μαρ 19, 2016 7:12 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 21α

Πραξ. 21,1 Ὡς δὲ ἐγένετο ἀναχθῆναι ἡμᾶς ἀποσπασθέντας ἀπ᾿ αὐτῶν, εὐθυδρομήσαντες ἤλθομεν εἰς τὴν Κῶ, τῇ δὲ ἑξῆς εἰς τὴν Ῥόδον, κἀκεῖθεν εἰς Πάταρα.
Πραξ. 21,1 Οταν δε, καθώς με δυσκολίαν απεσπάνθημεν από αυτούς, επεπλεύσαμεν, ήλθαμεν κατ' ευθείαν εις την Κω, την δε άλλη ημέραν εις την Ροδον και από εκεί εις τα Παταρα.
Πραξ. 21,2 καὶ εὑρόντες πλοῖον διαπερῶν εἰς Φοινίκην ἐπιβάντες ἀνήχθημεν.
Πραξ. 21,2 Και αφού ευρήκαμεν πλοίον, που επρόκειτο να περάση εις την Φοινίκην, επεβιβάσθημεν εις αυτό και επεπλεύσαμεν.
Πραξ. 21,3 ἀναφανέντες δὲ τὴν Κύπρον καὶ καταλιπόντες αὐτὴν εὐώνυμον ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, καὶ κατήχθημεν εἰς Τύρον· ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον.
Πραξ. 21,3 Οταν δε επροχωρήσαμεν αρκετά, ώστε να φανή από μακρυά η Κυπρος, την αφήσαμεν αριστερά και επλέσαμεν εις την Συρίαν και ερρίξαμε άγκυρα εις την Τυρον. Διότι εκεί επρόκειτο το πλοίον να ξεφορτώση το φορτίον του.
Πραξ. 21,4 καὶ ἀνευρόντες τοὺς μαθητὰς ἐπεμείναμεν αὐτοῦ ἡμέρας ἑπτά· οἵτινες τῷ Παύλῳ ἔλεγον διὰ τοῦ Πνεύματος μὴ ἀναβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Πραξ. 21,4 Αφού δε ανεζητήσαμεν και ευρήκαμεν τους μαθητάς, εμείναμεν εις την πόλιν αυτήν επτά ημέρας. Και οι Χριστιανοί αυτοί, επειδή είχαν φωτισθή από το Αγιον Πνεύμα δι' όσα έμελλον να συμβούν στον Παύλον, του έλεγαν να μη ανεβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια να αποφύγη τας σκληράς περιπετείας.
Πραξ. 21,5 ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτίσαι τὰς ἡμέρας, ἐξελθόντες ἐπορευόμεθα προπεμπόντων ἡμᾶς πάντων σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἕως ἔξω τῆς πόλεως, καὶ θέντες τὰ γόνατα ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν προσηυξάμεθα,
Πραξ. 21,5 Οταν όμως συνεπληρώσαμεν τας επτά ημέρας, εβγήκαμεν από το σπίτι, που εφιλοξενούμεθα, και επηγαίναμε, συνοδευόμενοι και προπεμπόμενοι από όλους συν γυναιξί και τέκνοις, έως έξω από την πόλιν. Και εκεί εις την παραλίαν γονατιστοί προσευχηθήκαμε.
Πραξ. 21,6 καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους ἐπέβημεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐκεῖνοι δὲ ὑπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια.
Πραξ. 21,6 Και αφού αποχαιρετήσαμεν αλλήλους, ημείς μεν ανεβήκαμε στο πλοίον, εκείνοι δε επέστρεψαν εις τα σπίτια των.
Πραξ. 21,7 Ἡμεῖς δὲ τὸν πλοῦν διανύσαντες ἀπὸ Τύρου κατηντήσαμεν εἰς Πτολεμαΐδα, καὶ ἀσπασάμενοι τοὺς ἀδελφοὺς ἐμείναμεν ἡμέραν μίαν παρ᾿ αὐτοῖς.
Πραξ. 21,7 Ημείς δε αφού ετελειώσαμε το θαλασσινό ταξίδι, εφθάσαμεν από την Τυρον εις την Πτολεμαΐδα και αφού αχαιρετήσαμεν με εγκαρδιότητα τους αδελφούς εμείναμεν κοντά των μίαν ημέραν.
Πραξ. 21,8 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ.
Πραξ. 21,8 Την δε άλλην ημέραν ανεχωρήσαμεν και ήλθαμεν εις την Καισάρειαν. Επήγαμεν δε στο σπίτι του Φιλίππου του Ευαγγελιστού, ο οποίος ήτο ένας από τους επτά διακόνους και εμείναμεν πλησίον του.
Πραξ. 21,9 τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι.
Πραξ. 21,9 Είχε δε αυτός τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αι οποίαι εδίδασκαν και επροφήτευαν.
Πραξ. 21,10 ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἄγαβος,
Πραξ. 21,10 Ενώ δε ημείς εμέναμεν περισσοτέρας ημέρας εις την Καισάρειαν, κατέβηκε από την Ιουδαίαν ένας προφήτης, ονόματι Αγαβος.
Πραξ. 21,11 καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν.
Πραξ. 21,11 Ηλθεν εκεί όπου εμέναμεν, επήρε την ζώνην του Παύλου, έδεσε με αυτήν τα δικά του πόδια και χέρια και είπε· “αυτά λέγει το Πνεύμα το Αγιον· τον άνδρα στον οποίον ανήκει η ζώνη αυτή, έτσι θα τον δέσουν εις την Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν εις τα χέρια των εθνικών Ρωμαίων”.
Πραξ. 21,12 ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ.
Πραξ. 21,12 Ημείς δε και οι εντόπιοι, αμέσως μόλις ηκούσαμεν τα λόγια αυτά, παρακαλούσαμεν με δάκρυα τον Παύλον να μη ανεβή εις Ιερουσαλήμ.
Πραξ. 21,13 ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Πραξ. 21,13 Απεκρίθη τότε ο Παύλος· “τι είναι αυτό που κάνετε, κλαίετε και μου κομματιάζετε την καρδιά; Διότι εγώ είμαι έτοιμος δια το όνομα του Κυρίου Ιησού, όχι μόνον να δεθώ, αλλά και να αποθάνω εις την Ιερουσαλήμ”.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Μαρ 22, 2016 1:39 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 21β

Πραξ. 21,14 μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω.
Πραξ. 21,14 Επειδή δε ο Παύλος δεν επείθετο εις τας παρακλήσεις μας, ησυχάσαμεν ειπόντες· “ας γίνη το θέλημα του Κυρίου”.
Πραξ. 21,15 Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 21,15 Επειτα δε από τας ημέρας αυτάς, αφού ετοιμάσαμεν τα του ταξιδίου μας, εξεκινήσαμεν δια την Ιερουσαλήμ.
Πραξ. 21,16 συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ᾿ ᾧ ξενισθῶμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίῳ, ἀρχαίῳ μαθητῇ.
Πραξ. 21,16 Ηλθαν δε μαζή μας και μερικοί μαθηταί από την Καισάρειαν, οι οποίοι μάλιστα και μας ωδήγησαν, δια να φιλοξενηθώμεν κατά το ταξίδι μας, εις κάποιον, ονόματι Μνάσωνα, Κυπριον, αρχαίον μαθητήν.
Πραξ. 21,17 Γενομένων δὲ ἡμῶν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀσμένως ἐδέξαντο ἡμᾶς οἱ ἀδελφοί.
Πραξ. 21,17 Οταν σε εφθάσαμεν εις Ιεροσόλυμα, μας εδέχθησαν με χαράν οι αδελφοί.
Πραξ. 21,18 τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον, πάντες τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι.
Πραξ. 21,18 Την επομένην επήγε ο Παύλος μαζή με ημάς στο σπίτι του Ιακώβου, όπου και ήλθαν όλοι οι πρεσβύτεροι.
Πραξ. 21,19 καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς ἐξηγεῖτο καθ᾿ ἓν ἕκαστον ὧν ἐποίησεν ὁ Θεός ἐν τοῖς ἔθνεσι διὰ τῆς διακονίας αὐτοῦ.
Πραξ. 21,19 Και αφού τους εχαιρέτησε, ανέφερε και εξήγησε ένα προς ένα, όσα ο Θεός επραγματοποίησε μεταξύ των εθνών δια της αποστολικής διακονίας αυτού.
Πραξ. 21,20 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐδόξαζον τὸν Κύριον, εἶπόν τε αὐτῷ· θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι.
Πραξ. 21,20 Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν αυτά, εδόξασαν τον Κυριον και του είπον· “βλέπεις, αδελφέ, πόσαι χιλιάδες είναι οι Εβραίοι, που έχουν πιστεύσει στον Κυριον, και όλοι αυτοί εξακολουθούν με ζήλον να κρατούν και να ομιλούν δια τον νόμον του Μωϋσέως.
Πραξ. 21,21 κατηχήθησαν δὲ περὶ σοῦ ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωϋσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη πάντας Ἰουδαίους, λέγων μὴ περιτέμνειν αὐτοὺς τὰ τέκνα μηδὲ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν.
Πραξ. 21,21 Ηκουσαν δε πολλές φορές και με επιμονήν δια σε, ότι διδάσκεις όλους τους Ιουδαίους, που ευρίσκονται μεταξύ των διαφόρων εθνών, να αποστατήσουν από τον νόμον του Μωϋσέως, λέγων εις αυτούς να μη περιτέμνουν τα τέκνα των ούτε να ζουν σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα των Εβραίων.
Πραξ. 21,22 τί οὖν ἐστι; πάντως δεῖ πλῆθος συνελθεῖν· ἀκούσονται γὰρ ὅτι ἐλήλυθας.
Πραξ. 21,22 Τι θα γίνη λοιπόν τώρα; Παντως, θα συγκεντρωθή οπωσδήποτε το πλήθος των Χριστιανών Ιουδαίων, διότι θα ακούσουν ότι ήλθες.
Πραξ. 21,23 τοῦτο οὖν ποίησον ὅ σοι λέγομεν· εἰσὶν ἡμῖν ἄνδρες τέσσαρες εὐχὴν ἔχοντες ἐφ᾿ ἑαυτῶν·
Πραξ. 21,23 Δια να διαλύσης λοιπόν τας υποψίας και να προλάβης το σκάνδαλον, κάμε αυτό που θα σου είπωμεν. Υπάρχουν εδώ μαζή μας τέσσαρες άνδρες, που έχουν κάμει τάξιμο επί του ευατού των να ζήσουν με ειδικήν εγκράτειαν και να μη κόψουν επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα τας τρίχας της κεφαλής των, δια να τας αφιερώσουν κατόπιν στο θυσιαστήριον σύμφωνα με το έθιμον περί των Ναζηραίων.
Πραξ. 21,24 τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περὶ σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον φυλάσσων.
Πραξ. 21,24 Αφού λοιπόν πάρης αυτούς μαζή σου, κάμε και συ μαζή με αυτούς ο,τι ορίζει ο μωσαϊκός νόμος δια τον αγνισμόν και πλήρωσε δι' αυτούς ο,τι θα χρειασθή, δια τας θυσίας, που πρέπει να γίνουν, δια να ξυρίσουν οι άνθρωποι αυτοί την κεφαλήν των. Ετσι δε θα μάθουν όλοι ότι δεν έχουν καμμίαν βάσιν όσα εις βάρος σου έχουν πληροφορηθή, αλλ' ότι και συ ο ίδιος πορεύεσαι φυλάσσων τον μωσαϊκόν νόμον.
Πραξ. 21,25 περὶ δὲ τῶν πεπιστευκότων ἐθνῶν ἡμεῖς ἐπεστείλαμεν κρίναντες μηδὲν τοιοῦτον τηρεῖν αὐτούς, εἰ μὴ φυλάσσεσθαι αὐτοὺς τό τε εἰδωλόθυτον καὶ τὸ αἷμα καὶ πνικτὸν καὶ πορνείαν.
Πραξ. 21,25 Οσον δε δια τους εθνικούς, που έχουν πιστεύσει, ημείς τους εστείλαμεν επιστολήν, σύμφωνα με την απόφασιν που ελάβομεν, να μη τηρούν κανένα από τους τύπους αυτούς του Νομου, ει μη μόνον να προφυλάσσωνται από το ειδωλόθυτον και το αίμα και το πνικτόν και την πορνείαν”.
Πραξ. 21 ,26 τότε ὁ Παῦλος παραλαβὼν τοὺς ἄνδρας τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ σὺν αὐτοῖς ἁγνισθεὶς εἰσῄει εἰς τὸ ἱερόν, διαγγέλλων τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγνισμοῦ, ἕως οὗ προσηνέχθη ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου αὐτῶν ἡ προσφορά.
Πραξ. 21,26 Τοτε ο Παύλος επήρε την επομένην ημέραν τους τέσσαρας άνδρας, υπεβλήθη στους αγνισμούς, που ώριζε ο νόμος, εισήλθε στο ιερόν και ανήγγειλε εις όλους ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του αγνισμού, έως ότου προσεφέρθη δι' ένα έκαστον από αυτούς η καθιερωμένη θυσία.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Μαρ 23, 2016 10:40 pm

ΠΡΑΞΕΙΣ 21γ

Πραξ. 21,27 Ὡς δὲ ἔμελλον αἱ ἑπτὰ ἡμέραι συντελεῖσθαι, οἱ ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι θεασάμενοι αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ συνέχεον πάντα τὸν ὄχλον, καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν
Πραξ. 21,27 Οτυαν δε επρόκειτο να συμπληρωθούν αι επτά ημέραι, κατά τας οποίας θα έληγε η όλη τελετή του αγνισμού, οι από την Ασίαν Ιουδαίοι, όταν είδαν τον Παύλον στο ιερόν, ανεστάτωσαν και εξεσήκωσαν όλον τον λαόν και τον έπιασαν,
Πραξ. 21,28 κράζοντες· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, βοηθεῖτε· οὗτός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ κατὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ τόπου τούτου πάντας πανταχοῦ διδάσκων· ἔτι τε καὶ Ἕλληνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν ἅγιον τόπον τοῦτον·
Πραξ. 21,28 κράζοντες· “άνδρες Ισραηλίται, βοηθήστε μας· αυτός είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εις όλα τα μέρη διδάσκει όλους εναντίον του ισραηλιτικού λαού και εναντίον του μωσαϊκού Νομου και εναντίον του ιερού τούτου τόπου. Ακόμη δε και Ελληνας ειδωλολάτρας έφερε στο ιερόν και εμόλυνε τον άγιον τούτον τόπον”.
Πραξ. 21,29 ἦσαν γὰρ ἑωρακότες Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον ἐν τῇ πόλει σὺν αὐτῷ, ὃν ἐνόμιζον ὅτι εἰς τὸ ἱερὸν εἰσήγαγεν ὁ Παῦλος.
Πραξ. 21,29 Ελεγαν δε αυτό, διότι είχαν ιδεί τον Τρόφιμον, τον Εφέσιον, εις την πόλιν μαζή με τον Παύλον, τον οποίον και ενόμιζαν ότι τον είχεν εισαγάγει ο Παύλος στο ιερόν.
Πραξ. 21,30 ἐκινήθη τε ἡ πόλις ὅλη καὶ ἐγένετο συνδρομὴ τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπιλαβόμενοι τοῦ Παύλου εἷλκον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἱεροῦ, καὶ εὐθέως ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.
Πραξ. 21,30 Εταράχθηκε όλη η πόλις, εμαζεύτηκε ταχέως εκεί λαός Εβραίων και αφού έπιασαν τον Παύλον, τον έσυραν έξω από την αυλήν του ναού και αμέσως εκλείσθησαν αι θύραι, μήπως και μολυνθή ο ναός με το αίμα του Παύλου, τον οποίον είχαν απόφασιν να εκτελέσουν αμέσως εκεί.
Πραξ. 21,31 ζητούντων δὲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ τῆς σπείρης ὅτι ὅλη συγκέχυται Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 21,31 Ενώ δε εκείνοι με τα κτυπήματα των επιχειρούσαν να τον φονεύσουν, έγινε γνωστόν στον χιλίαρχον του ρωμαϊκού τάγματος ότι όλη η Ιερουσαλήμ είναι αναστατωμένη.
Πραξ. 21,32 ὃς ἐξαυτῆς παραλαβὼν στρατιώτας καὶ ἑκατοντάρχους κατέδραμεν ἐπ᾿ αὐτούς. οἱ δὲ ἰδόντες τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς στρατιώτας ἐπαύσαντο τύπτοντες τὸν Παῦλον.
Πραξ. 21,32 Αυτός παραλαβών αμέσως στρατιώτας και εκατοντάρχους, έτρεξε κάτω εις αυτούς. Οταν δε εκείνοι είδαν τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας, έπαυσαν να κτυπούν τον Παύλον.
Πραξ. 21,33 ἐγγίσας δὲ ὁ χιλίαρχος ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ ἐκέλευσε δεθῆναι ἁλύσεσι δυσί, καὶ ἐπυνθάνετο τίς ἂν εἴη καὶ τί ἐστι πεποιηκώς.
Πραξ. 21,33 Αφού επλησίασε ο χιλίαρχος, έπιασε τον Παύλον, διέταξε να τον δέσουν με δύο αλυσίδες και εζητούσε πληροφορίες, ποιός είναι αυτός και τι έχει κάμει.
Πραξ. 21,34 ἄλλοι δὲ ἄλλο τι ἐβόων ἐν τῷ ὄχλῳ· μὴ δυνάμενος δὲ γνῶναι τὸ ἀσφαλὲς διὰ τὸν θόρυβον, ἐκέλευσεν ἄγεσθαι αὐτὸν εἰς τὴν παρεμβολήν.
Πραξ. 21,34 Ομως άλλοι άλλα εφώναζαν μέσα στο πλήθος. Επειδή δε ο χιλίαρχος ένεκα της οχλοβοής δεν ημπορούσε να μάθη κάτι το βέβαιον, διέταξε να οδηγήσουν τον Παύλον στο περιτειχισμένον στρατόπεδον.
Πραξ. 21,35 ὅτε δὲ ἐγένετο ἐπὶ τοὺς ἀναβαθμούς, συνέβη βαστάζεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν διὰ τὴν βίαν τοῦ ὄχλου·
Πραξ. 21,35 Οταν δε ήλθε εις τα σκαλοπάτια της κλίμακος του φρουρίου, ηναγκάσθησαν οι στρατιώται να βαστάζουν εις τα χέρια τον Παύλον, δια να τον προφυλάξουν από το στρύμωγμα και την ορμήν του όχλου.
Πραξ. 21,36 ἠκολούθει γὰρ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ κρᾶζον· αἶρε αὐτόν.
Πραξ. 21,36 Διότι όλον το πλήθος του λαού ακολουθούσε και εκραύγαζε· “φόνευσέ τον, να λείψη από την γην”.
Πραξ. 21,37 Μέλλων τε εἰσάγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολὴν ὁ Παῦλος λέγει τῷ χιλιάρχῳ· εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι πρός σε; ὁ δὲ ἔφη· ἑλληνιστὶ γινώσκεις;
Πραξ. 21,37 Και όταν ο Παύλος επρόκειτο να εισαχθή στο φρούριον, είπε στον εκατόνταρχον· “μου επιτρέπεται να σου πω κάτι;” Εκείνος δε είπε· “ώστε γνωρίζεις την ελληνικήν;
Πραξ. 21,38 οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας καὶ ἐξαγαγὼν εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους ἄνδρας τῶν σικαρίων;
Πραξ. 21,38 Δεν είσαι λοιπόν συ ο Αιγύπτιος, ο οποίος τώρα προ ολίγων ημερών είχε αναστατώσει και έβγαλε εις την έρημον τις τέσσαρες χιλιάδες δολοφόνους, τους ωπλισμένους με μαχαίρια;”
Πραξ. 21,39 εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης· δέομαι δέ σου, ἐπίτρεψόν μοι λαλῆσαι πρὸς τὸν λαόν.
Πραξ. 21,39 Είπε δε ο Παύλος· “εγώ είμαι μεν Ιουδαίος, κατάγομαι όμως από την Ταρσόν και είμαι συνεπώς πολίτης μιας επισήμου πόλεως της Κιλικίας. Σε παρακαλώ πολύ, δος μου την άδειαν, να ομιλήσω προς τον λαόν”.
Πραξ. 21,40 ἐπιτρέψαντος δὲ αὐτοῦ ὁ Παῦλος ἑστὼς ἐπὶ τῶν ἀναβαθμῶν κατέσεισε τῇ χειρὶ τῷ λαῷ· πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ λέγων·
Πραξ. 21,40 Αφού δε ο χιλίαρχος έδωσε την άδειαν, ο Παύλος εστάθηκε εις τα σκαλιά και εκίνησε το χέρι προς τον λαόν, δια να φανερώση ότι θέλει να ομιλήση. Οταν δε έγινε πολλή ησυχία, ωμίλησε προς αυτούς εις την εβραϊκήν γλώσσαν λέγων·


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 5 και 0 επισκέπτες