ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 15γ
Ματθ. 15,27 ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
Ματθ. 15,27 Εκείνη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων των”.
Ματθ. 15,28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Ματθ. 15,28 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτούς τους γεμάτους πίστιν και ταπείνωσιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγάλη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακριβώς θέλεις”. Και εθεραπεύθη η κόρη της από την στιγμήν εκείνην.
Ματθ. 15,29 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε παρὰ τὴν θάλασαν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἀναβὰς εἰς τὸ ὄρος ἐκάθητο ἐκεῖ.
Ματθ. 15,29 Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς ήλθε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας, ανέβηκε στο όρος και εκάθητο εκεί.
Ματθ. 15,30 καὶ προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἔχοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κυλλοὺς καὶ ἑτέρους πολλούς, καὶ ἔῤῥιψαν αὐτοὺς παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς,
Ματθ. 15,30 Και ήλθαν εις αυτόν πολλά πλήθη ανθρώπων, που είχαν μαζή των χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κουλλούς και άλλους πολλούς ασθενείς, τους οποίους και έρριψαν εις τα πόδια του Ιησού. Και αυτός τους εθεράπευσε,
Ματθ. 15,31 ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας· καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν Ἰσραήλ.
Ματθ. 15,31 ώστε να θαυμάζουν τα πλήθη του λαού βλέποντα κωφούς να ακούουν, βωβούς να ομιλούν, κουλλούς υγιείς, χωλούς να περιπατούν και τυφλούς να βλέπουν. Και εδόξασαν όλοι τον Θεόν του Ισραήλ.
Ματθ. 15,32 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ.
Ματθ. 15,32 Ο δε Ιησούς επροσκάλεσε τους μαθητάς του και είπε· “σπλαγχνίζομαι τον λαόν αυτόν, ότι τρεις τώρα ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. Δεν θέλω δε να τους αφήσω να γυρίσουν εις τα σπίτια των νηστικοί, μήπως και παραλύσουν στον δρόμον και πέσουν από την πείναν”.
Ματθ. 15,33 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι ὄχλον τοσοῦτον;
Ματθ. 15,33 Και λέγουν προς αυτόν οι μαθηταί του· “από που ημπορούμε να έχωμεν ημείς εδώ στον έρημον αυτόν τόπον τόσους άρτους, ώστε να χορτάσωμεν τόσον πολύν λαόν;”
Ματθ. 15,34 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια.
Ματθ. 15,34 Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς· “πόσα ψωμιά έχετε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “επτά και κάτι λίγα ψαράκια”.
Ματθ. 15,35 καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν.
Ματθ. 15,35 Και συνέστησε εις τα πλήθη, να καθήσουν κατά γης.
Ματθ. 15,36 καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις.
Ματθ. 15,36 Και αφού επήρε τους επτά άρτους και τα ψάρια, ευχαρίστησε τον ουράνιον Πατέρα, τα έκοψε κομμάτια, και τα έδωκε στους μαθητάς του και οι μαθηταί εις τα πλήθη.
Ματθ. 15,37 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις·
Ματθ. 15,37 Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζεψαν ο,τι είχε περισσεύσει από τα κομμάτια, επτά μεγάλα κοφίνια γεμάτα.
Ματθ. 15,38 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.
Ματθ. 15,38 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν τέσσαρες χιλιάδες άνδρες, εκτός από τα γυναικόπαιδα.
Ματθ. 15,39 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια Μαγδαλά.
Ματθ. 15,39 Και αφού διέλυσε τα πλήθη, εμπήκε στο πλοίον και ήλθε εις τα σύνορα Μαγδαλά, νοτίως της Καπερναούμ.