ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 9β
Λουκ. 9,13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα·
Λουκ. 9,13 Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “δώστε τους σεις να φάγουν”. Αυτοί δε είπαν· “δεν μας βρίσκονται παρά πάνω από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός εάν πάμε ημείς και κυττάξωμεν να αγοράσωμε δι' όλον αυτόν τον λαόν τροφάς”.
Λουκ. 9,14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα.
Λουκ. 9,14 Διότι οι άνδρες μόνον ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες. Είπε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “βάλτε τους να καθίσουν καθ' ομάδας από πενήντα, πενήντα”.
Λουκ. 9,15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.
Λουκ. 9,15 Και έκαμαν έτσι οι μαθηταί και έβαλαν όλους να καθίσουν.
Λουκ. 9,16 λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.
Λουκ. 9,16 Επήρε τότε ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον Πατέρα, και ευλόγησε τους άρτους. Επειτα τους έκοψε κομμάτια και έδιδε συνεχώς στους μαθητάς, δια να παραθέσουν στον λαόν να φάγη.
Λουκ. 9,17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
Λουκ. 9,17 Και έφαγαν και εχόρτασαν όλοι και εσήκωσαν έπειτα, από ο,τι τους είχε περισσεύσει, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
Λουκ. 9,18 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;
Λουκ. 9,18 Και ενώ προσηύχετο απομονωμένος από το πλήθος, ήσαν μαζή του οι μαθηταί και τους ηρώτησε, λέγων· “ποίος λένε τα πλήθη ότι είμαι;”
Λουκ. 9,19 οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη.
Λουκ. 9,19 Εκείνοι δε αποκριθέντες είπαν· “λέγουν, ότι είσαι Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι δε ότι είσαι κάποιος προφήτης από τους παλαιούς που αναστήθηκε”.
Λουκ. 9,20 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε· τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 9,20 Είπε δε εις αυτούς· “σεις, ποιός λέτε ότι είμαι;” Αποκριθείς δε ο Πετρος είπε· “ημείς λέμε, ότι είσαι ο Μεσσίας, τον οποίον ο Θεός έχρισε και έστειλε σωτήρα του κόσμου”.
Λουκ. 9,21 ὁ δὲ ἐπιτιμήσας αὐτοῖς παρήγγειλε μηδενὶ λέγειν τοῦτο,
Λουκ. 9,21 Αυτός δε τότε εντόνως και αυστηρώς τους παρήγγειλε, να μη λέγουν τούτο εις κανένα.
Λουκ. 9,22 εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.
Λουκ. 9,22 Επρόσθεσε δε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει αυτός, ο υιός του ανθρώπου, να πάθη πολλά και να αποδοκιμασθή από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθή και την τρίτη ημέρα να αναστηθή.
Λουκ. 9,23 Ἔλεγε δὲ πρὸς πάντας· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι.
Λουκ. 9,23 Ελεγε δε εις όλους· “εάν κανείς θέλη να με ακολουθή ως οπαδός μου, πρέπει να απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του, να πάρη την απόφασιν, την οποίαν κάθε ημέραν θα ανανεώνη να υποστή δι' εμέ θλίψεις και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον και ας με ακολουθή, ας σκέπτεται, ας ζη και ας πράττη έχων εμέ ως υπόδειγμα.
Λουκ. 9,24 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν.
Λουκ. 9,24 Διότι, όποιος θέλει, αρνούμενος εμέ, να σώση την πρόσκαιρον ζωήν του, θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν πλησίον του Θεού. Εκείνος δε που θα θυσιάση την ζωήν του προς χάριν εμού, θα σώση την ψυχήν του εις την αιωνίαν ζωήν.