Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Σάβ Φεβ 08, 2020 4:38 pm

Η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής
2015-2016

Εικόνα

του Αρχιμανδρίτη ΜUSUNGAYI NTUMBA TIMOTHEE

Η Βίβλος είναι το Θεόπνευστο Βιβλίο, το οποίο δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, έγραψαν χέρια ανθρώπων και παρέλαβε ως πολυτιμότατη κληρονομιά και παρακαταθήκη ολόκληρη η Οικουμένη.

Όταν εμείς οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι λέμε ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, αναφερόμαστε αναμφίβολα στο γεγονός ότι ο Θεός εσωτερικά παρακίνησε και ενέπνευσε τους συγγραφείς των Γραφών με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτά που έγραψαν ήταν ακριβώς ο Λόγος του Θεού, δοσμένος βέβαια με ανθρώπινα λόγια, ανάλογα με τις πνευματικές και φιλολογικές ικανότητες του καθενός από τους ιερούς συγγραφείς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας : «Τό μέν Πνεῦμα ὑπέβαλεν ἑκάστῳ τῶν προφητῶν, αὐτοί δε λοιπόν ἀπήγγειλαν ὡς ἕκαστος ἡδύνατο τά τοῦ πνεύματος»(12)

Αυτό το διευκρινίζουμε, διότι η βασική αιτία που οδήγησε τον προτεσταντισμό στην αυθαιρεσία της υποκειμενικής ερμηνείας των Γραφών, είναι ἡ λανθασμένη τους ἀντίληψη περί της θεοπνευστίας των ιερὠν
κειμένων της Αγίας Γραφής. Πιστεύουν δηλαδή, ότι η θεοπνευστία είναι μια έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για να γράψουν οι ιεροί συγγραφείς τα κανονικά βιβλία, ώστε αυτά να είναι ο ασφαλής οδηγός της μετέπειτα Εκκλησίας. Η άποψη αυτή έχει και την ακραία κατάληξη ότι τα κείμενα γράφτηκαν καθ᾿ υπαγόρευση του Αγίου Πνεύματος, και επομένως είναι θεόπνευστα κατά γράμμα!

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι στο σύνολό τους εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού, και επομένως η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, γεγονός που κάνει την Αγία Γραφή ως βιβλίο να ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλα τα άλλα βιβλία κάθε εποχής, στο σύνολο της ανθρώπινης συγγραφικής παραγωγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η Αγία Γραφή προβάλλει και τονίζει τη δυναμική και σε βάθος θεοπνευστία που διατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος τα ιερά κείμενά της (Α` Κορινθίους 2:12-13, Β` Τιμόθεο 3:16-17)

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η ορθόδοξη παράδοση δέχεται τη δυναμική κατά το πνεύμα και σε βάθος θεοπνευστία όλων των εννοιών και αληθειών που προβάλλει η Αγία Γραφή, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της κατά γράμμα θεοπνευστίας, η οποία όπως θα το αναλύσουμε και με παραδείγματα πάρα κάτω, υποβαθμίζει τον ανθρώπινο παράγοντα, θεωρώντας ότι, τρόπον τινά, το Άγιο Πνεύμα υπαγόρευσε κατά λέξη το ιερό κείμενο στους ιερούς συγγραφείς, με συνέπεια να δημιουργούνται πολλά ερωτήματα που παραμένουν χωρίς απαντήσεις. Αυτή η τελευταία άποψη περί κατά γράμμα θεοπνευστίας είναι η άποψη των Προτεσταντών περί θεοπνευστίας, την οποία απορρίπτει η Ορθόδοξη Εκκλησία. (13) Ιδιαίτερα στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχουν πολλά αφηγηματικά κείμενα με πλήθος ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες, αναμφίβολα πολύτιμες για την επιστήμη της ιστορίας, της λαογραφίας και γενικότερα για τη μελέτη του ανθρώπινου πολιτισμού, που όμως θα ήταν υπερβολικό και ανεδαφικό να χαρακτηριστούν θεόπνευστες αφηγήσεις. Αυτή η θεώρηση της Ορθόδοξης Θεολογίας καθόλου δεν μειώνει τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής και ειδικότερα της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία για τους εκκλησιαστικούς Πατέρες είναι πάνω απ’ όλα παιδαγωγός εις Χριστόν.

Δεν πρέπει, λοιπόν, να λησμονούμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη βασίζεται και ο Ιουδαϊσμός και σε μεγάλο βαθμό και το Ισλάμ, που όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν το Άγιο Πνεύμα, επειδή ακριβώς κινούνται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού, έχουν απορρίψει τη μεσσιανικότητα του Χριστού και τη θεότητά του, όπως και την ύπαρξη και θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε και οι αιρετικοί την Αγία Γραφή ανέκαθεν επικαλούνταν, χωρίς όμως και να την ερμηνεύουν σωστά, επειδή ακριβώς οι ίδιοι στερούνται τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, επειδή ακριβώς ο φωτισμός αυτός δεν επέρχεται μ’ έναν αυτόματο και μηχανιστικό τρόπο σε κάθε αναγνώστη της Αγίας Γραφής, όπως ουσιαστικά υπονοεί η προτεσταντική θεωρία της κατά
γράμμα θεοπνευστίας της Βίβλου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Β’ επιστολή του προς Τιμόθεο 3:16, ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει πως: «Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού και είναι ωφέλιμο για τη διδασκαλία της αλήθειας, για τον έλεγχο της πλάνης, για τη διόρθωση των λαθών, για τη διαπαιδαγώγηση σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός. Έτσι ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και καταρτισμένος για κάθε καλό έργο». Στα λόγια αυτά του Αποστόλου μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά την
έκταση της θεοπνευστίας. Σύμφωνα με τον Απόστολο των εθνών, το Πνεύμα του Θεού διατρέχει δυναμικά και σε βάθος όλα τα κείμενα της Αγίας Γραφής, με αποτέλεσμα αυτή να διδάσκει τη θεία αλήθεια, η οποία ελέγχει την πλάνη και βοηθάει τον άνθρωπο αφενός να διορθώσει τα λάθη του και αφετέρου να ρυθμίσει τη ζωή του σύμφωνα με το θείο θέλημα. Έτσι η Αγία Γραφή από τη Γένεση ως την Αποκάλυψη είναι ο θεόπνευστος Λόγος του Θεού, που καταρτίζει τον άνθρωπο σε κάθε καλό λόγο οδηγώντας τον στην τελειότητα, κατά το παράδειγμα της ζωής του Χριστού. Είναι ακριβώς αυτή η δυναμική και σε βάθος πνευματική και εννοιολογική θεοπνευστία το στοιχείο που καθιστά την Αγία Γραφή ωφέλιμη και ικανή να αλλάξει και να αναμορφώσει τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, κατά το πρότυπο του Χριστού.


Αλλά και ο έτερος κορυφαίος απόστολος, ο Πέτρος, στη 2η Καθολική του επιστολή αναφέρεται στο ζήτημα της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής, επισημαίνοντας ότι «καμιά προφητεία δεν προήλθε ποτέ από ανθρώπινο
θέλημα, αλλά εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα άγιοι άνθρωποι αξιώθηκαν να μιλήσουν εκ μέρους του Θεού» (Β΄ Πέτρου 1: 21). Εν προκειμένω, ο Απ. Πέτρος αναφέρεται πρωτίστως στον θεόπνευστο χαρακτήρα του προφητικού κηρύγματος της Παλαιάς Διαθήκης, που βεβαίως διατηρήθηκε αναλλοίωτος και σε όλα τα προφητικά βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία κατέγραψαν αυτό το θεόπνευστο κήρυγμα και τη δράση των προφητών. Στην περίπτωση του προφητικού κηρύγματος ο Θεός χρησιμοποίησε για τη γνωστοποίηση του θελήματός του πιστούς σε Αυτόν ανθρώπους (Προφήτες), εκ των οποίων ο καθένας τους είχε τις δικές του προσωπικές ικανότητες και τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, προφορικό και γραπτό, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να αλλοιώσει ουδόλως το περιεχόμενο της θεοπνευστίας των λόγων τους, επειδή το Άγιο Πνεύμα τους παρακίνησε εσωτερικά και τους ενέπνευσε το περιεχόμενο των προφητειών επιστατώντας κατά τη συγγραφή, ώστε να μην εκτραπούν σε δικές τους προσωπικές ιδέες και απόψεις.

Εξάλλου, η σε βάθος θεοπνευστία όλων των πνευματικών αληθειών της Παλαιάς Διαθήκης επιβεβαιώνεται και τεκμηριώνεται από την ίδια τη βαρυσήμαντη μαρτυρία του Ιησού Χριστού κατά την επί του όρους ομιλία
του, που παρατίθενται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (5:17-18): «Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να τα πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μια οξεία από το νόμο».

Σ` αυτούς τους δύο στίχους, ο Ιησούς Χριστός ως ο ίδιος ο Νομοθέτης του Μωσαϊκού Νόμου αλλά και εμπνευστής του προφητικού κηρύγματος, αφενός τονίζει την ακρίβεια και το βάθος της θεοπνευστίας του Μωσαϊκού Νόμου και του προφητικού (μεσσιανικού) κηρύγματος και αφετέρου το εκπληρώνει και το συμπληρώνει με τρόπο αυθεντικό και άριστο, υπογραμμίζοντας την αιώνια και ακατάλυτη ισχύ του θείου λόγου που διατρέχει συνολικά την Αγία Γραφή από το πρώτο ως το τελευταίο βιβλίο της.

Η Αγία Γραφή ως θεόπνευστος λόγος δεν μπορεί επίσης παρά να είναι αλάνθαστη και αξιόπιστη. Όταν ο άνθρωπος έχει σωστή θεώρηση του Θεού, αυτή εύκολα θα τον οδηγήσει και στη σωστή θεώρηση του λόγου Του. Με δεδομένο ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, παντογνώστης, και απολύτως τέλειος, ο λόγος Του από τη φύση Του δεν μπορεί παρά να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα ίδια εδάφια που αποδεικνύουν τη
θεοπνευστία της Γραφής, αποδεικνύουν επίσης το αλάθητο και την αξιοπιστία της. Η ίδια η Αγία Γραφή αναμφίβολα ισχυρίζεται ότι είναι ο αναμφισβήτητος, αξιόπιστος λόγος του Θεού στην ανθρωπότητα.

Βιβλιογραφία
12. Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, PG 126,569.
13. Βλ σχετικά Δ. Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2008-2009, σ. 19

(Διπλωματική εργασία στο ΑΠΘ υπό την επίβλεψη του καθηγητού Γ. Μαρτζέλου)

Πηγή: https://ikee.lib.auth.gr/record/293651/ ... -20097.pdf


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Σάβ Φεβ 08, 2020 4:53 pm

Η Αγία Γραφή κατά τους Πατέρες
19/9/2016

Ισόκυρος μάρτυρας θείας αποκαλύψεως με την κτιστή δημιουργία

Εικόνα

Κατ’ αρχήν στους Πατέρες δεν αναγνωρίζουμε την άποψη, που χαρακτηρίζει σήμερα την δυτική και δυτικίζουσα νεορθόδοξη θεολογία, ότι δηλαδή η Γραφή αποτελεί την αποκλειστική και περιεκτική καταγραφή της θείας αλήθειας, με άλλα λόγια την επαρκή έκθεση αιωνίων θείων αληθειών, εντολών και δογμάτων, που εξαντλούν τη θεία αποκάλυψη.

Η άποψη αυτή θεσμοποιεί απελπιστικά την αγ. Γραφή σε ιερό κείμενο, αυτάρκες καθαυτό, σε «αρχείο» και «αντικειμενικό» κριτήριο της θείας γνώσεως και παιδείας.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκπροσωπούν εντελώς διαφορετική άποψη. Χωρίς να αναπτύσσουν κάποια θεωρία για την φύση και τον χαρακτήρα της Γραφής, ανατρέχουν στην ιστορία της θείας οικονομίας και αφορμώνται πρώτιστα από τα γεγονότα, τα οποία μαρτυρεί η Γραφή. Έτσι κατανοείται και η άλλως παρεξηγήσιμη άποψή τους, ότι η κτιστή δημιουργία αποτελεί ισόκυρο με την Γραφή μάρτυρα της θείας αποκαλύψεως!

Η κοινή σε όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς παράδοση για την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αφορά στην ουσία τα δια της Γραφής υποδηλούμενα και μαρτυρούμενα γεγονότα της θείας οικονομίας, τα οποία τελεί αυτός ο Θεός, και λιγότερο την γραπτή μορφή της θείας αποκαλύψεως. Η γραπτή αυτή μορφή είναι «σύμφωνη» με τα γεγονότα αυτά και συνεπώς δευτερογενής· είναι η ανθρώπινη, ιστορική έκφραση της θείας αποκαλύψεως, η οποία ασφαλώς ανταποκρίνεται κατά σύμμορφο και ακόλουθο τρόπο με την “θειότητα” των γεγονότων, που διαδηλώνει. Αυτή ακριβώς η “συμφωνία” γράμματος και πράγματος αποτελεί την ιδιάζουσα θεόπνευστη “φύση” της Αγίας Γραφής και φυσικά καθορίζει και τον τρόπο της ερμηνείας της. Συνεπώς η Γραφή ισχύει για την Εκκλησία ως “ιερά γραφή”, επειδή ακριβώς αποσκοπεί εις την “ωφέλειαν”, δηλαδή στην κατά Χριστό μόρφωση του βίου των πιστών. Αυτή η “ωφέλεια” είναι “ο σκοπός” της Γραφής και όχι η ενημέρωση απλώς για τα γεγονότα η πρόσωπα, που εξιστορεί.

Με αυτή την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε την συνήθη από τον Κλήμεντα και τον Ωριγένη παράδοση (που επαναλαμβάνεται από τους μεταγενέστερους Πατέρες), ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένα απολύτως γράμμα της Γραφής, το οποίο είναι κενό η αργό. Με την συναίσθηση αυτή εξαντλούν οι εκκλησιαστικοί εξηγητές τις γνωστές στην εποχή τους φιλολογικές μεθόδους ερμηνείας, όπως είχαν αναπτυχθεί κυρίως στην Πέργαμο και την Αλεξάνδρεια κατά τους αμέσως προχριστιανικούς χρόνους.

Η ιστορική και φιλολογική κατανόηση των βιβλικών διηγήσεων ανήκει στις αναμφισβήτητες προϋποθέσεις της βιβλικής ερμηνείας των Ελλήνων Πατέρων. Αναφέρουμε την κλασική μαρτυρία του Μ. Βασιλείου, που εκφράζει αντιπροσωπευτικά μία σταθερή αρχή της βιβλικής πατερικής ερμηνείας:

"Το γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν, ουκ αργών εις ευσέβειαν, άλλα γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών· ότι πρόκειται ημίν ομοιωθήναι Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε, ουκ άνευ γνώσεως· η δε γνώσις, ουκ εντός διδαγμάτων. Λόγος δε διδασκαλίας αρχή· λόγου δε μέρη συλλαβαί και λέξεις. Ώστε ουκ έξω σκοπού γέγονε των συλλαβών η εξέτασις. Ου μην ότι μικρά, ως αν τω δόξαι, τα ερωτήματα, δια τούτο και παροφθήναι άξια· αλλ' επειδή δυσθήρατος η αλήθεια, πανταχόθεν υμίν εξιχνευτέα... Ως ει τις των πρώτων στοιχείων ως σμικρών υπερίδοι, ουδέποτε των τελείων της σοφίας εφάψεται" ("Περί τού Αγίου Πνεύματος προς Αμφιλόχιον)..

Με την προϋπόθεση αυτή το αληθινό νόημα της Γραφής δεν αναγνωρίζεται εύκολα πάντοτε και από τους πάντες. Επειδή ακριβώς η θεία αλήθεια διατυπώνεται με την βοήθεια της ανθρώπινης γλώσσας, η οποία εκφράζει πάντα κτιστές και πεπερασμένες πραγματικότητες και ποτέ την Θεία Ουσία, γι' αυτό πρέπει η αγ. Γραφή να θεωρηθεί κατά βάση ως «χειραγωγία προς το ζητούμενον» ή ως «ένδειξη» του θείου θελήματος.

Με άλλα λόγια, η αγ. Γραφή καθαυτή, ως γραπτός λόγος, δεν είναι η θεία αποκάλυψη, αλλά η θεόπνευστη μαρτυρία της, ο μοναδικός και σίγουρος οδηγός προς αυτή και με την έννοιαν αυτή ο «νοητός παράδεισος» (Κύριλλος Αλεξ.), «θησαυρός» και «φως» (Ιωάνν. Χρυσόστομος), ο οποίος αποκαλύπτει και ενεργοποιεί, με τους πνευματικούς όρους της πίστεως, τη θεία ζωή στην ιστορική ζωή των πιστών.

Οι Έλληνες Πατέρες ποτέ δεν αντιμετώπισαν την Γραφή ως απλό γραπτό κείμενο, αλλά ως την αυθεντική φανέρωση «πάντων των συνεχόντων και κατεπειγόντων» πραγμάτων, που αφορούν αποκλειστικά στο «κέρδος» του ανθρώπου. Ο ι. Χρυσόστομος μάλιστα θεωρεί την συγγραφή των ιερών βιβλίων ως έκπτωση, επειδή έπαυσε, εξαιτίας της αμελείας του βίου και των αιρέσεων, να εγγράφεται στον νου και την καρδιά των πιστών ο θείος λόγος, γι' αυτό «εδέησε πάλιν της από των γραμμάτων υπομνήσεως» (Υπόμνημα προς τον άγιον Ματθαίον Ομιλία Α).

Μάλιστα συχνά ισχυρίζονται ότι την ύπαρξη και την ιστορική δράση του Θεού αποκαλύπτει, παράλληλα με την Γραφή, και η δημιουργία. «Η εν τη κτίσει θεωρουμένη σοφία, λόγος εστί, καν μη έναρθρος ή». (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης "Απολογητικός προς Πέτρον τον αδελφόν αυτού, περί τής Εξαημέρου").

Συνεπώς η «ουσία» της Αγίας Γραφής είναι η «ενέργεια», δηλαδή ο εκσυγχρονισμός των πραγμάτων που σημαίνει στην ιστορική ζωή των πιστών (που γίνεται φυσικά με καθορισμένους πνευματικούς όρους) και όχι αποκλειστικά η γραπτή μορφή της. Παράβαλλε την κλασική εξήγηση του ονόματος «Χριστιανός»: «διδάσκαλος και οδηγός προς τον βίον». Από την άποψη αυτή ταυτίζεται φυσικά με την Εκκλησία, επειδή ακριβώς αποβλέπουν και οι δύο στον ίδιο «σκοπό».

Από το βιβλίο " Η ερμηνεία της Αγίας γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων", Ι. Παναγόπουλος, εκδόσεις Άθως.

Πηγή: ΟΟΔΕ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Α.Γ.
Δημοσιεύσεις: 824
Εγγραφή: Παρ Φεβ 12, 2016 11:46 pm

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Α.Γ. » Σάβ Φεβ 08, 2020 10:15 pm

Νίκος έγραψε:...Όμως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο κι έτσι δεν υπαγόρευσε στους ανθρώπους συγγραφείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά τους άφησε να τα γράψουν κατά τη γνώση τους και την αντίληψή τους για τα γεγονότα. Έτσι...


Αγαπητέ αδελφέ μου δεν είπα ότι ο Θεός υπαγόρευσε στους ανθρώπους συγγραφείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά είπα ότι ο Θεός ΦΩΤΙΣΕ τους Προφήτες και τους Αποστόλους το ΤΙ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΝ.

Ολα όσα έχουν γραφτει στην Αγία Γραφή είναι σωστά.

Αυτό που έχουμε εμείς και δεν έχουν οι Προτεστάντες είναι η Ιερά Παράδοση μέσω της οποία γνωρίζουμε παραπάνω πράγματα τα οποία δεν αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.

Αλλα ΟΛΑ όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή είναι ΑΛΗΘΙΝΑ και ΣΩΣΤΑ γιατί είναι γραμμένα με ΦΩΤΙΣΗ από τον Θεό.



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Σάβ Φεβ 08, 2020 11:06 pm

Abel Gkiouzelis έγραψε:Ολα όσα έχουν γραφτει στην Αγία Γραφή είναι σωστά.


Σωστά κατά την έννοια που δίνει ο Απόστολος Παύλος:

«Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού και είναι ωφέλιμο για τη διδασκαλία της αλήθειας, για τον έλεγχο της πλάνης, για τη διόρθωση των λαθών, για τη διαπαιδαγώγηση σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός. Έτσι ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και καταρτισμένος για κάθε καλό έργο». (Τιμοθ. Β' γ' 16)


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Κυρ Φεβ 09, 2020 4:51 pm

Θεοπνευστία
Τελευταία τροποποίηση, 1 Μαρτίου 2010

Εικόνα

Θεοπνευστία αποκαλείται "η διαρκής πνευματοκίνητη δύναμη της κοινότητας διαμέσου χαρισματικών φορέων"[1] η οποία αποτυπώνει ιστορικά γεγονότα και τη ζωή μίας κοινότητας σε μνημεία πολιτισμού. Η θεοπνευστία στην ορθόδοξη παράδοση συνδέεται άρρηκτα με την πνευματοκίνητη δύναμη που χαρίζει σε ορισμένους φορείς τη δυνατότητα να δουν το Θεό μέσα από μία εμπειρία γεγονότων. Ουσιαστικά θεοπνευστία είναι η θεοπτία[2]. Έτσι όταν μιλάμε για θεοπνευστία εννοούμε τα γεγονότα που διενεργούνται και καταγράφονται στην ιστορία και εν συνεχεία την κλήση της κοινότητας, όπου τα μέλη της αποκτούν μέσω της χάριτος τη δυνατότητα να τα δουν, να τα καταγράψουν και να τα επιβεβαιώσουν. Αυτή η ενέργεια, δωρεά του Θεού, δεν εννοείται σαν κάτι αφηρημένο ή μία έκτακτη ενέργεια, αλλά ως διαρκής παρουσία του ίδιου του Θεού, που αποτελεί βασικό πυρήνα για τη λειτουργία της κοινότητας[3]. Στη θεοπνευστία λοιπόν από τη μία πλευρά ικανώνονται φορείς που ανακοινώνουν, καταγράφουν και ερμηνεύσουν τα συντελεσμένα γεγονότα τα οποία έχουν βιώσει και ζήσει στο πλαίσιο της κοινότητας και από την άλλη μεριά προφυλάσσονται από την πλάνη[4].

Η έννοια της θεοπνευστίας στην κοινότητα και στην Αγία Γραφή

Η έννοια της θεοπνευστίας

"Τα ιερά κείμενα της κοινότητας, γίνονται καρπός μιας εμπειρίας, την οποία γεύεται ολόκληρη η κοινότητα και αποτελούν υπομνηματισμό των γεγονότων και της σημασίας τους"[5]. Τα γεγονότα πάντα έχουν δύο όψεις. Αφενός την ιστορική τους διάσταση, αφετέρου τη σημασία τους. Αυτή η σημασία όμως των γεγονότων μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τη ζωντανή κοινότητα, διαμέσου των χαρισματικών φορέων[6]. Άλλωστε αυτό το νόημα έχει στη βιβλική ιστορία η κλήση ενός λαού και εν συνεχεία η κλήση χαρισματικών φορέων. Αν υπάρξει οποιαδήποτε διάσπαση μεταξύ κοινότητας και φορέων του σώματος, τότε δε μπορεί να γίνει λόγος για εμπειρία, θεολογία, θεοπτία, θεοπνευστία[7]. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η θεοπνευστία δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο, εν αντιθέσει με την δυτική θεώρηση καθολικών και προστεσταντών, να νοηθεί ως μία έκτακτη χορήγηση ενέργειας ή δωρεάς, ως υπαγόρευση ή ως προνόμιο ορισμένων φορέων απομονωμένων από το λειτουργικό σώμα μιας ιστορικής κοινότητας[8]. Μία τέτοια αντίληψη θα αποτελούσε μία μηχανική ή "μαγική" κίνηση στο πλαίσιο της κοινότητας. Αντιθέτως στην πατερική σκέψη η θεοπνευστία "είναι η εμπειρία της θείας παρουσίας από την πλευρά της κοινότητας ως έργο ενός αγώνα, μιας άσκησης και ενός επίμονου οδοιπορικού προς την τελείωση"[9]. Γι αυτό και η ορθόδοξη θεολογία δε γίνεται να αντιληφθεί κανένα άλλο δρόμο και καμία απόκλιση αυτής της θεώρησης, ειδάλλως ενέχει ο κίνδυνος της διάβρωσης και της ενότητας της Αγίας Γραφής, αφού τα κριτήρια δε θα είναι η εμπειρία και η ιστορία της θείας οικονομίας, αλλά κάποια κτιστά αντικείμενα, αναβιώνοντας σχολαστικές μεθοδολογίες[10].

Θεοπνευστία στην Αγία Γραφή

Η διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε Θεόπνευστα και μη, είχε ξεκινήσει πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ήδη κατά τη ραββινική Ιουδαϊκή αντίληψη, επιχειρήθηκε να περιορισθούν τα Θεόπνευστα βιβλία της Γραφής, μόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του Μωυσέως και του βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη του Α΄ του Μακρόχειρα (465 - 424 π.Χ.)[11]. Μια τέτοια διάκριση όμως έθετε φραγμό στη Θεοπνευστία προ και μετά από την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να μη γίνει δεκτή από όλους[12]. Μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού έγινε από την Εκκλησία σαφής διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε διάφορες κατηγορίες, όπως προκύπτει από τους 6 κατοχυρωμένους κανόνες από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Στόχος της Εκκλησίας ήταν "να περιφρουρήσει τον αριθμό των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής μόνο για λόγους άμυνας κατά των αντιπάλων της και όχι γιατί η θεολογία της στηριζόταν σε συγκεκριμένα βιβλία"[13] τη στιγμή που η παραδόση, είναι "το μοναδικό στοιχείο της κοινότητας, το οποίο φανερώνει την αλήθεια της ζωής"[14]. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως η Αγία Γραφή είναι το μνημείο εκείνου του υπομνηματισμού της κοινότητας, το οποίο καταγράφεται από τα χαρισματικά-θεοπτικά μέλη της, αφού τελικά προκύπτει και γεννιέται από τη ζωή της κοινότητας[15].

Η προβληματική όμως που αναπτύχθηκε για τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής προέρχεται από το δυτικό και συγκεκριμένα από τον Αυγουστίνειο τρόπο σκέψης. Οι θεολόγοι της δυτικής εκκλησίας ταύτισαν την αποκάλυψη, ως μία αποκάλυψη νοημάτων και ρημάτων από μέρους του Θεού προς τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να έχουμε μία κατά γράμμα θεοπνευστία της Γραφής στην οποία ο Θεός είναι ο υπαγορεύων τα ιερά βιβλία στους συγγραφείς. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν η επιστημονική πρόοδος να ανατρέψει πολλές παραδοχές της, προκαλώντας σύγχυση, αφού έκανε το Θεό να μοιάζει "ψεύτης"[16]. Η ορθόδοξη πατερική θεολογία βεβαίως αποδέχεται την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, αλλά φυσικά αυτή δε μπορεί να νοηθεί με τον τρόπο που οι δυτικοί ερμηνεύουν, δηλαδή ως μία καθοδήγηση, ως μία έννοια του αλαθήτου του πάπα[17], μίας υποχρεωτικής αλάθητης αλήθειας που αποφασίζεται και διακηρύσσεται. Γι αυτό το λόγο όταν μιλάμε για θεοπνευστία στην πατερική παράδοση μιλάμε για επιστασία του Αγίου Πνεύματος δηλαδή την ικανότητα του θεωμένου και δοξασμένου μέλους[18], μέσω της αποκαλύψεως του Θεού να ερμηνεύσει σωστά και να αποφύγει κάθε πλάνη στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων και των θεοφανειών, και όχι κάποιου είδους έκτακτη ενέργεια[19] ή υπαγόρευση[20]. Εξ αυτού του λόγου παρατηρούνται στις θεόπνευστες γραφές ακόμα και λάθη. Όπως υπομνηματίζει όμως ο καθηγητής Ι. Ρωμανίδης: "Το να φυλάττεταί τις όμως από πνευματικήν ή θεολογικήν πλάνην και να είναι κεχαριτωμένος και θεόπνευστος, δεν σημαίνει ότι αποκτά απλανή γνώσιν περί της κτιστής αληθείας εν ταις επιστημονικαίς λεπτομερείαις αυτής, αλλά μόνον περί της σχέσεώς της και εξαρτήσεώς της εκ της ακτίστου αληθείας, ήτις είναι η δόξα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού εν ή συγκατοικούν και συμβασιλεύουν οι άγιοι...Εντός των τοιούτων πλαισίων οφείλομεν να αντιληφθοώμεν την θεοπνευστίαν των προφητών, αποστόλων και αγίων, ως και της Αγίας Γραφής και των Συνόδων και το απλανές αυτών"[21].

Η Θεολογική διατύπωση της διάκρισης Θείου και Θεοπνεύστου

Η όλη διάκριση μεταξύ Θεόπνευστων και Θείων βιβλίων, ή μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, δεν είχε αναπτυχθεί και περιγραφεί θεωρητικά από τους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας. Άλλωστε, γενικότερα οι Πατέρες «δεν αναπτύσσουν κάποια θεωρία για τη σχέση του θείου και του ανθρώπινου στις Γραφές»[22]. Η διάκριση μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, διατυπώθηκε σαφώς κατά τους τελευταίους αιώνες από έγκριτους εκκλησιαστικούς άνδρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας[23], αλλά και από ξένους θεολόγους[24]. Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε διατυπωθεί και αναπτυχθεί κάτι τέτοιο θεωρητικά, οι Πατέρες και οι Σύνοδοι (τοπικές και Οικουμενικές) της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν στην πράξη τη διάκριση των δύο αυτών εννοιών. Αυτό καθίσταται σαφές σε όσους ασχολούνται με τη σύνδεση των 6 κανόνων που εγκρίθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά φαίνεται και από το σύνολο των ιερών και θείων κανόνων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως επανειλημμένα, μιλούν ή αναφέρονται στα "θεία" και "θεόπνευστα" βιβλία της Αγίας Γραφής[25].

Η διάκριση μεταξύ "Θείων" και "Θεοπνεύστων" βιβλίων, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς σε πιο πρόσφατους αιώνες, φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Κάνοντας διάκριση μεταξύ Αγίας Γραφής και ιερών κανόνων, αναφέρει ότι οι τελευταίοι έχουν γραφτεί "κατ' επιστασίαν Θεού, ου κατ' έμπνευσιν". Δι' ό ουδέ θεόπνευστοι Γραφαί αυτοί ονομάζονται". Ονομάζονται όμως "Θείοι": "διακρίνουσι οι Θεολόγοι μεταξύ Αποκαλύψεως, Εμπνεύσεως και φωτισμού, δηλαδή ελλάμψεως και επιστασίας, δια της οποίας διαφυλάττεται ο γράφων από κάθε απάτην ή σφάλμα". Προσθέτει μάλιστα, ότι και παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες "λέγουσιν ότι τα μεν μυστηριώδη και κυριώτερα των Γραφών και εξ εμπνεύσεως του Πνεύματος εχαράχθησαν, τα δε ιστορικά με επιστασίαν αυτού μόνην"[26]. Ο Άγιος Νικόδημος αναφέρει για τη διαφορά αυτή ότι "η διαφορά οπού είναι ανάμεσα εις τας δύω δόξας αυτάς, ολίγη είναι και παραμικρά. Και αι δύω γαρ δόξαι τας κυριότερα της Γραφής φρονούσιν, ότι υπό Πνεύματος ενεπνεύσθησαν και υπηγορεύθησαν, και ότι παρόν εις τους ιερούς συγγραφείς το Πνεύμα, δεν αφήκεν αυτούς εις κανένα να πλανηθούν. Ώστε πάντα τα εν ταις Θείαις Γραφαίς εν τε δόγμασι, και ιστορίαις, και χρονολογίαις, ρήματα Θεού είναι". Η διαφορά αυτή όμως, όσο μικρή κι αν είναι, πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, όταν ασχολούμαστε με τους κανόνες της Αγίας Γραφής και τις ακριβέστατες διατυπώσεις τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή ερμηνεία (ανάλυση) και η εναρμόνισή (αρμονική σύνθεσή) τους. Γιατί "ου μικρόν εν βίω το παρά μικρόν"»[27].

Επί του ζητήματος αυτού, ο Ευ. Αντωνιάδης λέει "Υφίσταται προδήλως μεταξύ των εννοιών τούτων και διαφορά τις ουσίας, επειδή η πρώτη φέρνει θετικώτερον τινα χαρακτήρα, ως συμπεριλαμβάνουσα εν εαυτή και την έννοιαν της παροχής νέων αληθειών και πρωτοτύπων, η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία παριστά απλώς αρνητικόν τινα χαρακτήρα, καθ' ον τούτο προφυλάττει απλώς τους ιερούς της Εκκλησίας άνδρας μακράν πάσης πλάνης"[28]. Τις διακρίσεις αυτές Θεοπνευστίας και Θειότητας (Θείας Επιστασίας), ο Άγιος Νικόδημος πιθανότατα και αυτός παρέλαβε από τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806)[29]. Αυτή τη διάκριση, υιοθετούν και νεώτεροι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως οι Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων[30], Κων. Κοντογόνης[31], Αλέξανδρος Λυκούργος[32], Ζήκος Ρώσης[33], Χρ. Ανδρούτσος[34], Δημ. Μπαλάνος[35], Παν. Τρεμπέλας[36].

Από τους ανωτέρω, ο Κων. Κοντογόνης, περισσότερο συγκεκριμένα αναφέρει πως "Συνήθως η θεοπνευστία διττώς πως θεωρείται. Και πρώτη μεν και κυρία λέγεται η αποκάλυψις, η αγνοουμένης αληθείας φανέρωσις, δι' ης το άγιον του Θεού Πνεύμα δηλοποιεί εις τον συγγραφέα τα γραπτέα. Ετέρα δε, η του θείου Πνεύματος φώτισις και επιστασία, υφ' ης ο συγγραφεύς, γράφων πράγματα γνωστά αυτώ άλλοθέν ποθεν, καθοδηγείται, και από πάσης απάτης διατηρείται ελεύθερος. Η κυρίως λεγομένη θεοπνευστία ενυπάρχει εις τας προφητείας και τα μυστήρια. Η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία, εις τα ιστορικά και διδακτικά, άτινα εις τους ιερούς συγγραφείς και άλλοθεν ήσαν γνωστά"[37]. Και ο Ζ. Ρώσης αναφέρει παραπλήσια τα εξής: "Θεοπνευστία της αγίας Γραφής καλείται η κατά την συγγραφήν αυτής εις τους ιερούς συγγραφείς μετάδοσις θείων αληθειών και επιστασία του αγίου Πνεύματος προς ορθήν παράστασιν αυτών. Όθεν το αυτό θείον Πνεύμα, όπερ μετέδωκεν εις τους ιερούς συγγραφείς τας θείας αληθείας, μετέδωκεν εις αυτούς δια της επιστασίας αυτού και την δύναμιν να παραστήσωσιν αυτάς ορθώς δια συγγραφών". Συνεχίζοντας μάλιστα αναφέρει: "Κυρίως θεοπνευστία υπάρχει εν τοις μέρεσι της Αγ. Γραφής, εν οις περιέχονται αλήθειαι υπερβαίνουσαι τα όρια του πεπερασμένου πνεύματος του ανθρώπου και πηγάζουσαι μόνον εκ του θείου Πνεύματος ή εκ θείας αποκαλύψεως. Εν δε τοις μέρεσιν, εν οις περιέχονται αλήθειαι και γνώσεις δυνάμεναι να γνωσθώσι και υπό του ανθρωπίνου πνεύματος, οίον εν ιστορικοίς μέρεσι της Αγίας Γραφής κλπ, υπάρχει μόνον επιστασία του θείου Πνεύματος"[38]. Και ο Παν. Τρεμπέλας ομοίως, δέχεται την ίδια διάκριση, γράφοντας στο περιοδικό Εκκλησία, ένα άρθρο υπό τον τίτλο: "Επιστασία μόνον ή και θεοπνευστία", και λέγοντας επί λέξει: "Το διδάσκειν του Ιωάννη 14/ιδ: 26, δεν αποτελεί απλήν επιστασίαν, αλλ' είναι μετάδοσις αγνώστου τινός, τούτο δε δια τον αγνοούντα αποτελεί αποκάλυψιν, ενώ η επιστασία αφορά εις την ακριβή συγκράτησιν και απόδοσιν του ήδη γνωστού"[39].

Παραπομπές

1. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α, σελίδα 189
2. ο.π., σελίδα 188
3. ο.π.
4. ο.π.
5. N. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄, σελίδα 188
6. ο.π.
7. ο.π.
8. ο.π.
9. ο.π. 189
10. ο.π.
11. Πρβλ. Φλαβίου Ιωσήπου, "Περί αρχαιότητος Ιουδαίων, Κατά Απίωνος, Λόγ. Α΄, 8, στο: "Τα ευρισκόμενα" (έκδοση από G. Dindorfius), τόμ. Β΄, Parisiis 1929, σελ. 340-341. Πρβλ. και Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου - Εμμ. Φωτιάδου, Έκθεσις περί των πηγών της θείας Αποκαλύψεως κατά την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 9 και εξής.
12. Πρβλ. Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 547
13. Ν. Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελίδα 41
14. ο.π. 245
15. ο.π. 246
16. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115-116
17. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 118
18. ο.π.
19. Ν. Ματσούκα, Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄, σείδα 187
20. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115
21. Ιωάννου Ρωμανίδου, "Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας", σελίδα 434
22. Σάβ. Αγουρίδη: "Η έννοια της Θεοπνευστίας, εν "Βιβλικά Μελετήματα", τεύχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 7.
23. Πρβλ. Ευ. Αντωνιάδη: "Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας", σελ. 102.
24. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, σελ. 39,40
25. Τις πληροφορίες αυτές έχει συγκεντρώσει σε ιδιαίτερο τόμο ο Παν. Ι. Μπούμης δρ Θεολογίας Αναπληρωτής καθητητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
26. Πηδάλιον, σελ. 112, 113 υποσημείωση.
27. Καν. α΄ Διονυσίου Αλεξανδρείας, Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ΄, σελ. 4.
28. Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας, σελ. 151
29. Πρβλ. Ευγενίου του Βουλγάρεως, Θεολογικόν (υπό Αρχιμανδρίτη Αγ. Λοντόπουλου), Βενετία 1872, σελ. 23 και εξής. Βλ. επίσης και Ευ. Αντωνιάδη Επί του προβλήματος της θεοπνευστίας της Αγ. Γραφής, στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Δ΄ 1937-1938, σελ. 102
30. Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο' Ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής, τόμ. Δ΄, Αθήνες 1849, σελ. 59-60.
31. Πρβλ. Κων. Κοντογόνου, Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, Αθήνα 1859, σελ. 8-9
32. Στο Ιερομνήμων, έτους 1859-61, υπό το άρθρο "Βιβλιοκρισία", σελ. 302 και εξής.
33. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1903, σελ. 470.
34. Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική εξ επόψεως Ορθοδόξου, Έκδ. Β΄, Αθήνα 1930, σελ. 136. Πρβλ. του ιδίου Δογματική, σελ. 4.
35. Δημ. Σ. Μπαλάνου, Η νεωτέρα Ορθόδοξος Θεολογία εν σχέσει προς την πατερικήν θεολογίαν και προς τας νεωτέρας αντιλήψεις και μεθόδους, στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Γ΄, 1936-1937, σελ. 125
36. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Α΄, σελ. 99,113,114), κ.λπ. (Πρβλ. και Ευ. Αντωνιάδου, Αι της Κ.Δ. Ορθόδοξοι ερμηνευτικαί αρχαί, σελ. 179, υποσ. 4
37. Κων. Κοντογόνου, Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, Αθήνα 1859, σελ. 8-9
38. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1903, σελ. 469, 470.
39. Βλ. "Εκκλησία", τόμ. ΙΣΤ΄ (1938), σελ. 260. Πρβλ. και σελ. 244, 247, 262 και 262-263.

Βιβλιογραφία

1. Νικόλαος Ματσούκας, «Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄ (Εισαγωγή στη θεολογική Γνωσιολογία)», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
2. Νικόλαος Ματσούκας, «Ορθοδοξία και Αίρεση (Στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των Δ΄, Ε΄, και Στ΄ αιώνα)», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992.
3. Ιωάννης Ρωμανίδης, «Πατερική Θεολογία», Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004.

Πηγή: orthodoxwiki


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Α.Γ.
Δημοσιεύσεις: 824
Εγγραφή: Παρ Φεβ 12, 2016 11:46 pm

Μάρκου 8, 22-26: ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ - Ένα αγιογραφικό χωρίο που αποδεικνύει τη θεοπνευστία και το αλάθητο της Βίβλου

Δημοσίευσηαπό Α.Γ. » Δευτ Φεβ 10, 2020 8:47 am

Εικόνα

Μάρκου 8, 22-26: ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ

Ένα αγιογραφικό χωρίο που αποδεικνύει τη θεοπνευστία και το αλάθητο της Βίβλου

από το αντιεξελικτικό βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Φυσικού και Θεολόγου

ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ

Περί Εξελίξεως 1

Εκδόσεις Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός

Σταμάτα 2014


ΩΣ ΔΕΝΔΡΑ

Στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο (8, 22-26) ἔχουμε τή σταδιακή θεραπεία ἑνός τυφλοῦ. Σέ πρώτη φάσι ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους ὡς δένδρα νά περιπατοῦν. Στή συνέχεια, βέβαια, ὁ Κύριος τοῦ ἀποκατέστησε πλήρη τήν ὅρασί του.
Γιατί ἀναφέρουμε τήν περικοπή αὐτή; Διότι περιέχει ἕνα διαμάντι πού ἀποδεικνύει τή θεοπνευστία τῆς Βίβλου: Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀποδείξει ὅτι σέ περιπτώσεις ἐπιτυχῶν ἐγχειρήσεων σέ τυφλούς, αὐτοί ἔπρεπε νά ἐκπαιδευθοῦν γιά νά δοῦν κανονικά: ἀποκτοῦν σταδιακά τήν πλήρη ὅρασι. Τώρα, πῶς ἤξερε ὁ Μᾶρκος αὐτό τό γεγονός καί τό περιέγραψε; Ἀποκλείεται νά τό ἔμαθε ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἡ μόνη πηγή πού ἀπομένει εἶναι ἡ θεόθεν ἔμπνευσι: μιά ἐπιπλέον σταφιδούλα στό cake τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Γραφικοῦ λόγου Του.

Ἄς κατοχυρώσουμε, ὅμως, τή θέσι μας αὐτή ὡς πρός τή σύγχρονη ἐπιστήμη:

Γράφουν οἱ Eric Kandel (Nobel Ἰατρικῆς), James Schwartz, Thomas Jessell: «Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς ἐξαρτήσεως τοῦ ἐγκεφάλου ἀπ᾽ τήν περιβαλλοντική ἐμπειρία ἀνακαλύφθηκε μέ τίς μελέτες ἀτόμων πού ἔπασχαν ἀπό συγγενῆ καταρράκτη. Ὁ καταρράκτης ἀποτελεῖ θόλωσι τοῦ κρυσταλλοειδοῦς φακοῦ, ἡ ὁποία διαταράσσει τήν ὀπτική τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄχι, ὅμως, τό νευρικό σύστημα. Σήμερα, ὁ συγγενής καταρράκτης ἀντιμετωπίζεται συνήθως στή νηπιακή ἡλικία. Παλαιότερα, ὅμως, ἡ ἐγχείρησι τοῦ συγγενοῦς καταρράκτη γινόταν, συνήθως, πολύ ἀργότερα. Σέ μία μελέτη τοῦ 1932 ἐπί ἀρκετῶν ἀσθενῶν μέ συγγενῆ διοφθάλμιο καταρράκτη, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χειρουργηθῆ στήν ἡλικία τῶν 10 καί 20 ἐτῶν, διαπιστώθηκε ὅτι ἡ καθυστέρησι αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μία μόνιμη διαταραχή τῆς ἱκανότητος ἀντιλήψεως τῆς μορφῆς, ἐνῶ ἡ ἔγχρωμη ὅρασι ἦταν φυσιολογική. Ἀκόμη καί μετά τήν πάροδο μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος ἀπ᾽ τήν ἐπέμβασι, οἱ ἀσθενεῖς αὐτοί εἶχαν δυσκολίες στήν ἀναγνώρισι σχημάτων καί σχεδίων.

Ἡ ἄποψι ὅτι ἡ ὀπτική ἐμπειρία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνάπτυξι τῆς φυσιολογικῆς ὁράσεως ἐνισχύθηκε καί ἀπό μελέτες ἐπί νεογεννήτων πιθήκων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν στό σκοτάδι τούς πρώτους 3 ἕως 6 μῆνες τῆς ζωῆς τους. Ὅταν οἱ πίθηκοι αὐτοί ἐπέστρεψαν ἀργότερα σ᾽ ἕνα φυσιολογικό ὀπτικό περιβάλλον, δέν ἦταν ἱκανοί νά διακρίνουν ἀκόμη καί ἁπλᾶ σχήματα. Χρειάσθηκαν ἑβδομάδες ἤ ἀκόμη καί μῆνες ἐκπαιδεύσεως, γιά νά μάθουν νά διακρίνουν ἕνα κύκλο ἀπό ἕνα τετράγωνο, ἐνῶ οἱ φυσιολογικοί πίθηκοι μαθαίνουν τέτοιους διαχωρισμούς σέ λίγες μέρες»(KS, 496).

• Σημειώνουν καί ὁ Conrad Μueller καί ἡ Μae Rudolf: «Πρίν οἱ ψυχολόγοι τελειοποιήσουν μεθόδους γιά τή σπουδή τῆς ἀναπτύξεως τῆς ὁράσεως στό παιδί, εἶχαν μελετηθῆ πολύ οἱ σχετικά σπάνιες περιπτώσεις ἐνηλίκων, πού γεννήθηκαν τυφλοί καί ἀπέκτησαν τό φῶς τους μέ χειρουργική ἐπέμβασι…

Ὁ Richard L. Gregory, διευθυντής τῶν μελετῶν πάνω στήν αἴσθησι τοῦ Τμήματος Ψυχολογίας τοῦ παν/μίου τοῦ Cambridge, ἔχει περιγράψει λεπτομερειακά μία πρόσφατη περίπτωσι ἑνός ἄνδρα πού εἶδε γιά πρώτη φορά στή ζωή του σέ ἡλικία 52 ἐτῶν. Ὅπως οἱ περισσότεροι τέτοιοι ἀσθενεῖς, στήν ἀρχή ἔβλεπε πολύ λίγο καί ἀπ᾽ τά ἀντικείμενα πού ἔβλεπε γιά πρώτη φορά ἀναγνώριζε μόνο τά τμήματα πού εἶχε μάθει ἀπ᾽ τήν ἁφή. Ἡ ἀντίληψι τοῦ βάθους δέν ἦταν τόσο καλή ὅσο τῶν νηπίων πού ἀποφεύγουν τόν σκεπασμένο μέ τζάμι “γκρεμό”. Νόμιζε λ.χ. ὅτι μποροῦσε ἄνετα νά πατήση στό ἔδαφος ἀπό ἕνα παράθυρο πού βρισκόταν κάπου 12m ψηλά. Καλύτερα μποροῦσε νά ἐκτιμήση τό μέγεθος καί τήν ἀπόστασι ἀντικειμένων πού τοῦ ἦταν ἀπό πρίν γνωστά μέ τήν ἁφή. Δέν ἔμαθε ποτέ νά διαβάζη μέ τά μάτια καί συνέχισε νά χρησιμοποιῆ τό σύστημα Βraille.

Ἀλλά ἴσως τό πιό ἀποκαλυπτικό σημεῖο γιά τόν ἀσθενῆ τοῦ Gregory ἦταν ὅτι, μετά τήν ἴασί του, ἔπαθε σοβαρή νευρική κατάπτωσι. Τοῦ ἄρεσαν τά χρώματα, ἀλλά ἦταν ὑπερευαίσθητος στά μουντά χρώματα καί σέ μικροπράγματα, ὅπως μία ξεφλουδισμένη μπογιά. Κατάντησε νά φοβᾶται νά διασχίση δρόμους, πού, ὅταν ἦταν τυφλός, τούς περνοῦσε μέ αὐτοπεποίθησι. Ἄρχισε νά ξαναγυρίζη στήν παλαιά σκοτεινή ζωή του, τά βράδυα ξεχνοῦσε ν᾽ ἀνάψη φῶς καί καθόταν συχνά σ᾽ ἕνα σκοτεινό δωμάτιο. Τρία χρόνια μετά τήν ἐγχείρησι πέθανε»(CM, 13).

• Ἐπισημαίνουν οἱ Αnnette Cassells καί Ρatrick Green: «Ὁ Μ. V. Senden (Space and Sight, Free Ρress, Ν. Ὑόρκη 1960) ἔχει προτείνει ὅτι κάτι τέτοιο μπορεῖ ἴσως νά συμβαίνη καί μέ τούς ἀνθρώπους, ἄν καί τά ἀποτελέσματά του δέν ἦταν τόσο ἀδιαμφισβήτητα ὅσο αὐτά, πού προῆλθαν ἀπ᾽ τήν τελευταία ἔρευνα σέ ζῶα. Ὁ Senden ἐξέτασε ἄτομα, τά ὁποῖα ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλά, μέ καταρράκτη καί στά δύο μάτια, καί τά ὁποῖα, στή συνέχεια, εἶχαν ἀνακτήσει τήν ὅρασί τους μετά ἀπό ἐγχειρήσεις κατά τήν ἐνηλικίωσι… Οἱ ἀσθενεῖς δυσκολεύονταν νά ἀναγνωρίσουν ἀπ᾽ τήν ὄψι τους ἀντικείμενα, ὅπως μαχαιροπίρουνα ἤ πρόσωπα, τά ὁποῖα τούς ἦταν ἤδη οἰκεῖα ἀπ᾽ τήν ἀφή. Ἔπρεπε νά μετρήσουν τίς γωνίες, πρίν μπορέσουν νά ξεχωρίσουν ἕνα τετράγωνο ἀπό ἕνα τρίγωνο. Χρειάσθηκαν ἀρκετές ἑβδομάδες ἐξασκήσεως, πρίν οἱ ἀσθενεῖς μπορέσουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτά τά ἁπλᾶ ἀντικείμενα ἀπ᾽ τήν ὄψι τους»(AC, 40).

• Γράφει ὁ καθηγ. Σταμάτης Ἀλαχιώτης: «Πρόσφατο σχετικό παράδειγμα ἀφορᾶ τήν ἀπόκτησι ὁράσεως 43χρονου μέ μεταμόσχευσι ἐμβρυϊκῶν βλαστικῶν κυττάρων στά μάτια του, πού εἶχαν μείνει τυφλά ἀπ᾽ τά τρία του χρόνια. Τό πρόβλημα πού ἔχει τώρα εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ νοητικά νά ἐπεξεργασθῆ καλά τά φωτεινά ἐρεθίσματα, τήν εἰκόνα, καθώς πολλές ἀπ᾽ τίς σχετικές περιοχές τοῦ ἐγκεφάλου εἶχαν “προσχωρήσει” σέ ἄλλου εἴδους συνάψεις, γεγονός πού ἀντανακλᾶ καί τήν πλαστικότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ ἐγκέφαλος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν μπορεῖ λ.χ. νά διακρίνη “εὐκρινῶς” στό ὕφος τοῦ συνομιλητῆ του τό μῖσος ἥ τήν ἀγάπη· καί προσπαθεῖ νά μαντεύση τί σημαίνουν αὐτά πού βλέπει»(ΣΑ, 197).

• Διαβάζουμε: «Στό Ρilgrim at Τinker Creek, ἡ Annie Dillard περιγράφει ἐκφραστικά μιά ὁλόκληρη τάξι ἀνθρώπων, τούς ἐκ γενετῆς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σέ ἕνα χῶρο πού δέν περιλαμβάνει μέγεθος, ἀπόστασι ἤ πολλές ἄλλες ἰδιότητες τίς ὁποῖες ἐμεῖς δεχόμασθε ὡς δεδομένες. Μερικές δεκαετίες πρίν, ὅταν οἱ ὀφθαλμοχειροῦργοι ἔμαθαν γιά πρώτη φορά νά ἀφαιροῦν μέ ἀσφάλεια τόν καταρράκτη, μποροῦσαν νά ἀποκαθιστοῦν τήν ὅρασι σέ ἄτομα ἐκ γενετῆς τυφλά. Ἀφημένοι ξαφνικά ἐλεύθεροι στό φῶς, αὐτοί πού τό ἀντίκρυζαν γιά πρώτη φορά, δέν ἔνοιωσαν ἀπελευθερωμένοι. Βρέθηκαν βυθισμένοι σέ ἕνα μυστήριο, πού κάποιες στιγμές, τούς κατέκλυζε. “Ἡ τεράστια πλειοψηφία τῶν ἀσθενῶν, καί τῶν δύο φύλων ἀπό ὅλες τίς ἠλικίες, δέν εἶχε καμμιά ἀπολύτως... ἰδέα τοῦ χώρου”, γράφει ἡ Ντίλαρντ παίρνοντας στοιχεῖα ἀπό τίς σημειώσεις τῶν χειρούργων. “Ἡ μορφή, ἡ ἀπόστασι καί τό μέγεθος δέν ἦταν παρά πολλές, ἀκατανόητες συλλαβές. Ἕνας ἀσθενής δέν εἶχε ἰδέα τί σήμαινε βάθος, καί τό μπέρδευε μέ τή στρογγυλάδα”.

Κάποιος ἄλλος ἀσθενής συνήθιζε νά διακρίνη ἕνα κύβο ἀπό μιά σφαίρα, ἀγγίζοντάς τα στή γλῶσσα του. Μετά ἀπό τήν ἐγχείρησι κοιτοῦσε καί τά δύο ἀντικείμενα, ἀλλά δέν μποροῦσε νά τά διακρίνη μέ τήν ὅρασι. Ἕνας τρίτος ἔλεγε πώς ἡ λεμονάδα ἦταν “τετράγωνη”, ἐπειδή ἔνοιωθε νά τοῦ τσιμπάη τή γλώσσα ὅπως ἀκριβῶς ἔνοιωθε ἕνα τετράγωνο ἀντικείμενο νά τοῦ τσιμπάη τά χέρια.

Ὅσοι ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά τό φῶς, ἀντιμετώπιζαν ἕνα πολύ μπερδεμένο κόσμο, ἐπειδή δέν εἶχαν τήν ὀπτική δημιουργικότητα τήν ὁποία ὅλοι μας θεωροῦμε δεδομένη. Ἡ ὅρασι ἦρθε καί κούρνιασε στή ἀγκαλιά τους βαρειά καί ἀκανόνιστη, ὅπως πραγματικά εἶναι, προτοῦ ὁ νοῦς τήν μετατρέψη σέ κάτι μορφοποιημένο. Μερικοί ἀσθενεῖς δέν συνειδητοποιοῦσαν ὅτι ἕνα σπίτι εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τά δωμάτια τά ὁποῖα περιλαμβάνει. Ἀπό ἀπόστασι ἑνός μιλίου, ἕνα σπίτι φαινόταν τό ἴδιο κοντά μέ κάποιο διπλανό κτίριο, μόνο πού γιά νά τό φθάση κανείς χρειαζόταν περισσότερο περπάτημα. Ἕνα σκυλί πού χανόταν πίσω ἀπό τήν πολυθρόνα, δέν βρισκόταν πιά μέσα στό δωμάτιο. Τά σχήματα γίνονταν ὁρατά ὡς ἐπίπεδα χρωματιστά κομμάτια καί ὅταν κάποιοι ἀσθενεῖς περπατοῦσαν δίπλα ἀπό ἕνα δένδρο, ξαφνιάζονταν διαπιστώνοντας πώς ὅταν κοιτοῦσαν πίσω, τό δένδρο ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ.

“Γι᾽ αὐτούς πού πρώτη φορά βλέπουν τό φῶς”, σχολιάζει ἡ Dillard, “ἡ ὅρασι εἶναι μιά καθαρή αἴσθησι χωρίς τήν ἐπιφόρτισι τοῦ νοήματος”. Γιά μερικούς, ἡ πρόσθεσι τοῦ νοήματος ἀποδείχθηκε πολύ βαρειά. Ὅταν ἔμεναν μόνοι ἐπέστρεφαν στήν κατάστασι τοῦ σκότους κλείνοντας τά μάτια, νοιώθοντας τά ἀντικείμενα μέ τή γλῶσσα καί τά χέρια τους, ἤ ἀνέβαιναν τίς σκάλες μέ τά μάτια κλειστά γιά ν᾽ ἀποφύγουν τή ζαλάδα πού τούς προξενοῦσε ἡ προοπτική νά βαδίζουν στό πλάι ἑνός τοίχου. Κατά μιά τραγική εἰρωνεία, ὁ κορεσμός ἀπό τίς ὀπτικές εἰκόνες στάθηκε ἡ αἰτία νά χάσουν ὅλοι σχεδόν αὐτή τή γαλήνη πού τόσο ἐντυπωσιακά χαρακτηρίζει ὅσους ἔχουν γεννηθῆ τυφλοί. Τούς ἐνοχλοῦσε ἰδιαίτερα ἡ διαπίστωσι ὅτι σέ ὅλη τους τή ζωή βρίσκονταν ὑπό παρακολούθησι, ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία κάτι τέτοιο ἦταν μιά προσωπική εἰσβολή, τελείως ξένη γιά τούς τυφλούς (sic).

Στό τέλος, κάποιοι προσαρμόσθηκαν καλύτερα ἀπό τούς ἄλλους. Τούς ξάφνιαζε καί τούς προκαλοῦσε θαυμασμό τό γεγονός ὅτι κάθε ἄτομο εἶχε καί διαφορετικό πρόσωπο· αἰσθάνονταν δέος, συνειδητοποιώντας τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀλλά κατά κύριο λόγο, ὁ χῶρος παρέμενε κάτι τό ἀκαθόριστο καί ἀπροσδιόριστο. Σέ ἕνα κορίτσι ἔδειξαν μερικές φωτογραφίες καί πίνακες.
—Γιατί βάζουν ὅλα αὐτά τά σκοτεινά σημάδια πάνω τους;, ρώτησε.
—Αὐτά δέν εἶναι σκοτεινά σημάδια, τῆς ἐξήγησε ἡ μητέρα της· εἶναι σκιές, ἕνας ἀπό τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους τό μάτι ἀντιλαμβάνεται ὅτι τά πράγματα ἔχουν κάποια μορφή. Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ σκιές, πολλά πράγματα θά φαίνονταν ἐπίπεδα.
—Πάντως, ἔτσι φαίνονται τά πράγματα, τῆς ἀπάντησε τό κορίτσι. Ὅλα μοιάζουν ἐπίπεδα μέ μαῦρα μπαλώματα...
Θυμᾶμαι τίς ἱστορίες πού λέγονταν γιά τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν νά βγοῦν πανικόβλητοι ἀπό τήν αἴθουσα τήν πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ἔβλεπαν κινηματογράφο, νομίζοντας πώς ἡ εἰκόνα τῆς ἀτμομηχανῆς θά πεταχθῆ ἔξω ἀπό τόν τοῖχο· τούς πυγμαίους, στά δάση τῆς Ἀφρικῆς, πού ὅταν ὁδηγήθηκαν γιά πρώτη φορά σέ μιά πεδιάδα, νόμισαν πώς οἱ βίσονες τούς ὁποίους ἔβλεπαν στό βάθος, εἶχαν μόνο δύο ἴντσες ὕψος· τούς Ἐσκιμώους πού ὅταν ἀντίκρυσαν γιά πρώτη φορά τίς φωτογραφίες τους δέν ἔβλεπαν καθόλου πρόσωπα, παρά μόνο ἕνα σωρό ἀπό γκρί καί μαῦρες κηλίδες»(CD, 283).

• Γράφει ὁ C. C. Gillispie: «Τό 1728, κάποιος dr. Cheselden τοῦ Νοσοκομείου τοῦ Chelsea ἔκανε μιά πετυχημένη ἐγχείρησι σέ ἕνα ἀγόρι δεκατεσσάρων χρόνων καί τό θεράπευσε ἀπό ἕνα ἐκ γενετῆς καταρράκτη, πού τοῦ ἔκλεινε τά μάτια. Ὁ ἀσθενής παρατηρήθηκε μέ ζωηρό ἐνδιαφέρον. Πρός μεγάλη χαρά τῶν συνειρμικῶν ψυχολόγων, τό ἀγόρι δέν μποροῦσε νά καταλάβη ἀμέσως τήν ὅρασί του. Δέν εἶχε ποτέ βιώσει ὥς τότε τή διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα κύβο καί μιά σφαίρα, ἀνάμεσα στό κόκκινο καί τό κίτρινο. Νόμιζε, ὅπως εἶπε ὁ Βολταῖρος —ἡ περίπτωσι αὐτή κατέχει ἐπιφανῆ θέσι στό ἔργο του Στοιχεῖα τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Νεύτωνα— ὅτι τό καθετί πού ἔβλεπε ἀκουμποῦσε πάνω στούς βολβούς τῶν ματιῶν του. Γιατί οἱ πιό καλότυχοι συσχετίζουν τήν ἁφή μέ τήν ὅρασι μόνο χάρι στή συνήθεια τοῦ συνειρμοῦ, πού τό ἀγόρι αὐτό δέν εἶχε ἀποκτήσει ποτέ του»(GC, 155· βλ. καί: L, 40· ΦΛ, 93).

• Γιά τόν ἀσθενῆ αὐτό γράφει καί ὁ Etienne Bonnot de Condillac: «Ἐπί μακρόν δέν διέκρινε τά μεγέθη, τίς ἀποστάσεις, τίς καταστάσεις ἤ τά σχήματα. Ἕνα ἀντικείμενο σέ μέγεθος δακτύλου πού ἔμπαινε μπροστά στά μάτια του καί τοῦ ἔκρυβε ἕνα σπίτι, τοῦ φαινόταν τόσο μεγάλο ὅσο τό σπίτι. Ὅ,τι ἔβλεπε τοῦ φαινόταν ἀρχικά ὅτι ἔμπαινε μπροστά στά μάτια του καί τό ἄγγιζε ὅπως ἀγγίζουμε μέ τά χέρια. Δέν μποροῦσε νά διακρίνη ἐκεῖνο τό ὁποῖο θεωροῦσε στρογγυλό διά τῆς χειρός, ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε κρίνει γωνιῶδες, οὔτε νά ξεχωρίση μέ τά μάτια ἄν ἐκεῖνο πού τά χέρια του εἶχαν νιώσει ψηλά ἤ χαμηλά, ἦταν ὄντως ψηλά ἤ χαμηλά. Ἀδυνατοῦσε τόσο νά γνωρίση τά μεγέθη, ὥστε ἀφοῦ ἐπιτέλους κατάλαβε ὅτι τό σπίτι του ἦταν μεγαλύτερο ἀπ’ τήν κάμαρή του, δέν ἀντιλαμβανόταν πῶς ἡ ὅρασι μποροῦσε νά σχηματίση αὐτή τήν ἰδέα. Μόνο μετά ἀπό δύο μῆνες, μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ ὅτι οἱ πίνακες παριστοῦσαν στέρεα σώματα· κι ὅταν μετά ἀπ’ τή μακρά ψηλάφησι πού ἦταν νεοφανής γι’ αὐτόν, ἔνοιωσε ὅτι σώματα κι ὄχι ἐπιφάνειες ἦταν ζωγραφισμένα στούς πίνακες, ἔτεινε τό χέρι καί ξαφνιάσθηκε πού δέν βρῆκε μέ τήν ἁφή τά στερεά σώματα τά ὁποῖα εἶχε ἀρχίσει νά ἀντιλαμβάνεται στίς εἰκονικές παραστάσεις. Ἀναρωτήθηκε λοιπόν ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀπάτης, ἡ ἁφή ἤ ἡ ὄρασι;»(BC, 129· βλ. καί: DD, 179· πρβλ.: DI, 174).

• Ὁ νευροβιολόγος Zeki Semir σημειώνει: «Ὁ Γερμανός χειρουργός Marius von Senden, ἔγραψε σχετικά ὅτι “τό νά μάθης νά βλέπης σέ τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ἐγχείρημα μέ ἀναρίθμητες δυσκολίες... ἡ κοινή ἀντίληψι ὅτι ὁ ἀσθενής πρέπει ἀπαραίτητα νά χαίρεται μέ τά δῶρα τοῦ φωτός καί τοῦ χρώματος, πού τοῦ χαρίζονται μέ τήν ἐγχείρησι, ἀπέχει πολύ ἀπ᾽ τήν πραγματικότητα”(δική μου ἀποσπασματική παράθεσι) (Senden Marius von, Space and Sight, ἐκδ. Methuen and Co., Λονδίνο 1932). Οἱ ἀσθενεῖς, μετά ἀπό τέτοιες ἐπεμβάσεις, βρίσκονται συχνά σέ σύγκρουσι καί προτιμοῦν τήν προηγουμένη κατάστασι. Μία δεκατετράχρονη ἀσθενής διερωτήθηκε μέ λύπη “πῶς γίνεται νά εἶμαι λιγότερο χαρούμενη ἀπό πρίν; Ὅ,τι κι ἄν βλέπω μοῦ προκαλεῖ ἕνα δυσάρεστο συναίσθημα”, κάτι τό ὁποῖο ἦταν προφανῶς συνέπεια του γεγονότος ὅτι, ὅπως κι ἄλλοι ἀσθενεῖς μέ παρόμοια πάθησι, δέν ἦταν πράγματι ἱκανή νά βλέπη...

Ὁ Moreau, ἕνας Γάλλος χειρουργός, προσδοκοῦσε μέ ὑπερηφάνεια κι ἐνθουσιασμό τήν “ἐπάνοδο” τῆς “ὁράσεως” στόν ὀκτάχρονο ἀσθενῆ του πού ἔπασχε ἀπό καταρράκτη. “Ἀλλά ἡ πλάνη ἦταν μεγάλη”, διότι χρειάσθηκαν πολλοί μῆνες ἐκπαιδεύσεως, ὥστε ὁ νεαρός νά ἀναγνωρίζη μόνο λίγα ἀντικείμενα μέ τήν ὅρασι καί δύο χρόνια μετά τήν ἐγχείρησι εἶχε ξεχάσει πολλά ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶχε μάθει ἀρχικά (Dr. Moreau, Histoire de la Guérison d’ un Aveugle-né. Ann. Oculist. 149, Παρίσι (1913), 81-118). Παρόμοια ἀποτελέσματα εἶχαν κι ἄλλοι γιατροί. Ὁ Moreau διατύπωσε τίς ἑξῆς σκέψεις:

“Θά ἦταν λάθος νά ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἀσθενής στόν ὁποῖο ἀποκαταστάθηκε ἡ ὅρασι μέ χειρουργική ἐπέμβασι εἶναι δυνατόν νά δῆ μετά τήν ἐπέμβασι τόν ἐξωτερικό κόσμο. Τά μάτια ἔχουν, ἀσφαλῶς, ἀποκτήσει τή δύναμι νά βλέπουν, ἀλλά τό πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ δύναμι αὐτή... πρέπει νά μαθευθῆ ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ἡ ἐγχείρησι, αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν, ἔχει ἀξία μόνο ὡς μία διαδικασία γιά νά προετοιμασθῆ τό μάτι ὥστε νά μπορῆ νά δῆ· ἡ ἐκπαίδευσι εἶναι ὁ σημαντικότερος παράγοντας. Ὁ {ὀπτικός φλοιός} μπορεῖ μόνο νά καταχωρίση καί νά διατηρήση τίς ὀπτικές ἐντυπώσεις μετά ἀπό μία διαδικασία ἐκμαθήσεως... Τό νά ξαναδώσης τήν ὅρασι σ᾽ ἕναν ἀσθενῆ ἐκ γενετῆς τυφλό εἶναι, περισσότερο, δουλειά ἑνός παιδαγωγοῦ παρά ἑνός χειρουργοῦ” (δική μου ἀποσπασματική παράθεσι)»(ZS, 118).

• Ἐπισημαίνει καί ὁ καθηγ. Θεοδόσιος Πελεγρίνης: «Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν χωρίς ὅρασι καί ἀργότερα, ἀφοῦ ὑπέστησαν ἐπιτυχῆ ἐγχείρησι, τήν ἀπέκτησαν, ἀρχικά ἀντέδρασαν ἀπέναντι στόν καθρέπτη σάν νά ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο πρόσωπο (Μ. Von Senden, Space and Sight. Τhe Ρerception of Space and Shape in the congenitally blind before and after operation, Free Ρress, Glencoe Ιllinois, 1960). Χωρίς νά εἶναι ἀπόλυτα τεκμηριωμένο, ἔχει ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά δείχνη σημεῖα ἀναγνωρίσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπέναντι στόν καθρέπτη ὕστερα ἀπ᾽ τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του (Β. Αmsterdam, Μirror Self-Ιmage reaction before age two, στό: περιοδ. Developmental Ρsychobiology, τεῦχ. 5, 1972, σ. 297-305)»(Π, 154).
• Καί θά τελειώσουμε μέ τό: «“Ὕστερα ἀπό μιά μεταμόσχευσι κερατοειδοῦς ὁ ἐγκέφαλος χρειάζεται ἕνα χρονικό διάστημα μέχρι νά μάθη νά συντονίζη τά δύο μάτια”, εἶπε ὁ Φοντρί. “Ὁ Erdös [πού ὑπέστη τέτοια μεταμόσχευσι] πέρασε μιά δύσκολη χρονιά, στή διάρκεια τῆς ὁποίας ἐνημέρωσε τούς πάντες ὅτι βλέπει διπλά. Ἦταν πολύ δύσκολο νά τό ὑπομείνη αὐτό, ἀφοῦ ἡ ἀνάγνωσι μαθηματικῶν κειμένων ἦταν πολύ σημαντική γιά τή δουλειά του”»(H, 319).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Φυσικού & Θεολόγου, ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ, Μωσῆς ἤ μωσαϊκό (Bruce Bickel & Stan Jantz), Περί Ἐξελίξεως 1, ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ (τηλ. 6978461846), Σταμάτα 2014

*Οι συντμήσεις (βιβλιογραφία) βρίσκονται στο βιβλίο.

Πηγή:

God and Science - Orthodoxy / Θεός και Επιστήμη - Ορθοδοξία



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 10, 2020 9:25 am

Οκ, αυτό τι σημαίνει, ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια το γεγονός ή ότι το Άγιο Πνεύμα του το υπαγόρευσε ή την τρίτη Ορθόδοξη εκδοχή, ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος γνώριζε το γεγονός (εξ ακοής) και το Άγιο Πνεύμα τον καθοδήγησε να το αποτυπώσει σωστά από θεολογικής απόψεως;

Με λίγα λόγια, ένα γεγονός ορθά αποτυπωμένο στην Αγία Γραφή από επιστημονικής απόψεως δεν αποδεικνύει από μόνο του τη θεοπνευστία της ούτε τη δυνατότητα γενίκευσης (ένα σωστό - όλα σωστά). Υπάρχουν άλλα τμήματα της Αγίας Γραφής που γράφτηκαν από τους συγγραφείς τους κατά Θεία Αποκάλυψη, επειδή οι ίδιοι αποκλείεται να τα γνώριζαν (προφητείες, Αποκάλυψη) και το υπόλοιπο κείμενο, που οι συγγραφείς είχαν γνώση αυτού που περιέγραφαν και το Άγιο Πνεύμα τους καθοδήγησε να το γράψουν σωστά από θεολογικής πλευράς, ώστε να είναι για πνευματική ωφέλεια και οικοδομή των αναγνωστών. Σε κάθε περίπτωση όλα είναι θεόπνευστα, αλλά το είδος της παρέμβασης του Αγίου Πνεύματος διαφέρει.

Πάντως, η σειρά και ο τρόπος γραφής ειδικά του βιβλίου της Γενέσεως, αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, τη συμφωνία όσων περιγράφει ο Δίκαιος Μωυσής με τις μεταγενέστερες επιστημονικές ανακαλύψεις, τουλάχιστον ως προς τη σειρά της δημιουργίας. Αν λάβουμε υπόψη μας το επίπεδο των γνώσεων της εποχής εκείνης, είναι εμφανής η καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 10, 2020 10:47 am

Abel Gkiouzelis έγραψε:Σημαίνει ότι ο Θεός τον φώτισε να γράψει κάτι ιατρικό επιστημονικό το οποίο ανακαλύφθηκε από τους επιστήμονες στις ημέρες μας: στην σύγχρονη επιστήμη.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 10, 2020 10:48 am

Πάτερ Άβελ η δημοσίευσή σας μεταφέρθηκε λόγω περιεχομένου στο θέμα για την ηλικία της γης


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 10, 2020 10:50 am

Abel Gkiouzelis έγραψε:Σημαίνει ότι ο Θεός τον φώτισε να γράψει κάτι ιατρικό επιστημονικό το οποίο ανακαλύφθηκε από τους επιστήμονες στις ημέρες μας: στην σύγχρονη επιστήμη.


Δηλαδή πάτερ είστε σίγουρος, ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος δεν γνώριζε το γεγονός εξ ακοής;


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 11 και 0 επισκέπτες