Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή του Ασώτου
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Απορροφημένοι από την τραγική πορεία του ασώτου υιού, δίνουμε ίσως λιγότερη προσοχή στο μορφή του πατέρα, όπως μάς την παρουσιάζει η σημερινή παραβολή, δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Και όμως είναι τόσο παρήγορα τα χαρακτηριστική του πατέρα, που μάς δίνει ο Κύριος, ώστε πολύ συχνά θα έπρεπε να ελκύουν την προσοχή μας και να αποτελούν οδοδείκτες της πορείας μας.
«Ἂνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς». Και εξακολούθησε να έχει δύο παιδιά αν και ακολούθησαν στην ζωή τους διαφορετικούς, αντίθετους δρόμους. Παιδιά του ήταν και παρέμειναν και οι δύο. Ο φαινομενικά έστω πειθαρχικός γιός, αλλά και ο νεώτερος γιος που ζήτησε το «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» του και έφυγε μακριά από τον πατέρα και την πατρική εστία. Ο πατέρας συνέχισε όμως να τον νιώθει σαν παιδί του, έστω κι αν αυτός δεν συμπεριφέρθηκε καλά, έστω κι αν τον πίκρανε πολύ.
Για το λόγο αυτό τον σκέπτεται συνεχώς και τον περιμένει εναγωνίως. Αυτό ακριβώς φανερώνει ο τρόπος με τον οποίο η παραβολή παρουσιάζει τον πατέρα, ότι αντιλήφθηκε την επιστροφή του ασώτου. Ο νεότερος γιος ήταν ακόμη στο δρόμο. Δεν είχε προηγηθεί κανένα μήνυμα, που να είχε ειδοποιήσει τον πατέρα, ότι γύριζε το παιδί του. Παρ’ όλα αυτά επειδή η σκέψη του, η καρδιά του ήταν στραμμένη προς το χαμένο σπλάγχνο του, φαίνεται ότι συνεχώς πρόσεχε προς τον δρόμο μήπως και το αντικρύσει να επιστρέφει. Γι’ αυτό «ἒτι αὐτοῦ μακράν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτόν ὁ πατήρ αὐτοῦ». Τα γεροντικά μάτια φωτίστηκαν, ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο μόλις αντίκρυσε τη ταλαιπωρημένη από την αμαρτία και την ασωτία μορφή του παιδιού του. Αν και παραμορφωμένο από τις στερήσεις και τυλιγμένο μέσα στα κουρελιασμένα ρούχα του, η καρδιά του πονεμένου πατέρα δεν δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Ήταν αυτός που τον θεωρούσε νεκρό. Ήταν το παιδί του.
Αυτή είναι η αγάπη του Θεού. Αγάπη απροσμέτρητη, αγάπη ευγενική, αγάπη μεγαλειώδης. Όσο μεγάλη ήταν ως τώρα η υπομονή του, άλλη τόση τώρα είναι η συγχωρητικότητα και η χαρά Του. Από τη στιγμή που θα μετανοήσει ο αμαρτωλός και αποφασίσει να επιστρέψει στο Θεό, Εκείνος έχει ξεκινήσει ήδη να τον συναντήσει, να τον υποδεχτεί, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Καμία από τις χαρές του κόσμου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη χαρά του Θεού όταν βλέπει τον αμαρτωλό να μετανοεί και να επιστρέφει κοντά Του.
Από τη στιγμή που η καρδιά του ανθρώπου θα κάνει την πρώτη κίνηση προς τη μετάνοια, ακόμα κι αν είμαστε μακριά, ο πάνσοφος Θεός το γνωρίζει. Θα μας δει και θα τρέξει να μας συναντήσει. Να συναντήσει το νέο άνθρωπο που αναγεννήθηκε μέσα μας με τη μετάνοια. Λέει ο Προφήτης Δαβίδ «Κύριε, σύ συνήκας τούς διαλογισμούς μου ἀπό μακρόθεν».
Ο πατέρας αναμένει την επιστροφή του παιδιού του. Περιμένει να δείξει όλη την αγάπη και στοργή. Λέει ο Κύριος: «οὐ θελήσει θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν».
Αυτή η πίστη και πεποίθηση στην αγάπη του Θεού Πατέρα φώλιασε μέσα στην καρδιά του νεότερου γιου, όταν, ενώ ζήτησε το υπερβολικά πολύ, κέρδισε το τραγικά ασήμαντο, όταν από πριγκιπόπουλο βρέθηκε χοιροβοσκός. Το όραμα του στοργικού πατέρα που τον περίμενε, η σκέψη ότι «πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἂρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι;» ήταν τα κίνητρα προς την μεγάλη, την ηρωική απόφαση: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου».
Μακάρι να φώλιαζε και στις δικές μας καρδιές η μεγάλη αυτή πεποίθηση. Πάντοτε να είναι ενώπιον μας ζωντανή η μεγάλη αλήθεια: ότι, κι όταν, είτε από αμέλεια ή αδυναμία, είτε παρασυρόμενοι από τον κόσμο και τα του κόσμου ακολουθούμε περισσότερο ή λιγότερο τα ίχνη του νεότερου γιου, εξακολουθούμε να είμαστε παιδιά του Θεού. Και ο στοργικός πατέρας μάς περιμένει. Περιμένει να αποτινάξουμε τον λήθαργο της αμαρτίας και να γυρίσουμε πίσω στο θείο παλάτι.
Δυστυχώς όμως την μεγάλη αυτή αλήθεια συχνά την ξεχνάμε και πέφτουμε στην απαισιοδοξία και στην απογοήτευση. Λέμε: Δεν γίνεται τίποτα με μένα. Δεν μπορώ να δω πρόσωπο Θεού. Εγώ είμαι μέσα στο βούρκο της αμαρτίας. Δεν υπάρχει για μένα ελπίδα σωτηρίας. Λανθασμένη στάση αυτή, που φανερώνει έλλειψη πίστης και ελπίδας στη χάρη και τη φιλανθρωπία του Θεού.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ποτέ σε καμιά ψυχή, που δεν έφθασε στην πώρωση δεν κόβεται οριστικά η επικοινωνία με τον Θεό. Η επικοινωνία αυτή, ο μυστικός σύνδεσμος που έχουν μεταξύ τους οι δύο αυτές πραγματικότητες, ο Θεός και η ανθρώπινη ψυχή, δεν σταματά ποτέ. Κρύβει όμως τον Πατέρα από τα μάτια μας συχνά η ομίχλη της αμαρτίας. Πρέπει να φύγει η ομίχλη για να δούμε τον Θεό που μάς περιμένει. Ναι, μάς περιμένει ο στοργικός Πατέρας όπως περίμενε το γιό του ο πατέρας της παραβολής. Μάς παρακολουθεί κι όταν εμείς παραβαίνουμε το νόμο του. Έρχεται κοντά μας, είναι κοντά μας πριν εμείς ακόμα αποφασίσουμε να τον πλησιάσουμε. Μάς καλεί συνεχώς. «Ἰδού ἒστηκα ἀπί τήν θύραν καί κρούω». Είμαι κοντά σου και πριν ακόμα με ζητήσεις.
Να το μεγάλο κίνητρο προς την μετάνοια, την επιστροφή: Η πίστη ότι όταν απλώσεις τα χέρια σου σ’ Αυτόν, θα δεις ότι Αυτός πρώτα έχει απλώσει προς εσένα τα δικά του παντοδύναμα χέρια. Ο Κύριος αναμένει με ανυπομονησία και τη δική μας επιστροφή. Μην αναβάλλουμε. Ας προχωρήσουμε. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα». Αμήν.
http://www.iak.gr/gr/logoi-arthra/kirigma_kiriakis/Kyriaki_tou_Asotou2015.html