Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Πνευματικά θέματα της Ορθόδοξης πίστης μας - Spiritual subjects of our Orthodox faith.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Μαρ 29, 2014 7:17 pm

Το κήρυγμα της Κυριακής:Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι.
March 29, 2014
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη,

Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.




«Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο πατέρας του βασανιζόμενου από το πονηρό δαιμόνιο νέου, της ευαγγελικής περικοπής της Δ΄ Κυριακής της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δεν υπέφερε και δεν βασανιζόταν και ο ίδιος από τη θλίψη του παιδιού του. Αλλά και κανείς δεν μπορεί να μην αισθανθεί κάποια μέμψη εναντίον του για την ολιγοπιστία που επέδειξε.

Είχε ακούσει πολλά για την ακατανίκητη δύναμη του Χριστού, για τα αναρίθμητα θαύματά Του. Εν τούτοις δεν σκέφθηκε ποτέ να πάρει το παιδί του και να συναντήσει τον Σωτήρα. Να τον παρακαλέσει θερμώς για την σωτηρία και λύτρωση του παιδιού του. Και όταν ο Κύριος ήλθε σε εκείνα τα μέρη, ο πατέρας με χαλαρή πίστη του είπε· «εἲ τι δύνασαι βοήθησον ἡμῖν». Και ο Κύριος του απάντησε· «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

Ο λόγος αυτός του Κυρίου έχει γενικό χαρακτήρα. Αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όλων των αιώνων και όλων των καταστάσεων. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη δοκίμασε θλίψεις και στενοχώριες, να μην έπεσε σε κινδύνους και περιπέτειες, να μην αντίκρισε την αδικία και την κακότητα, να μην αρρώστησε ο ίδιος ή μέλη της οικογένειάς του. Κοινό γνώρισμα των ανθρώπων είναι οι θλίψεις.

Και πάνω σ’ αυτές τις θλίψεις και τις δοκιμασίες βλέπει καλύτερα ο άνθρωπος την αδυναμία του. Αντιλαμβάνεται, ότι δεν έχει την δύναμη να ανταπεξέλθει και να υπερνικήσει την δοκιμασία. Αισθάνεται τότε βαθιά την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια και συμπαράσταση. Από πού όμως; Βλέπει, ότι οι άλλοι άνθρωποι λίγο μπορούν να τον βοηθήσουν ή και καθόλου. Και τότε ο νους και η καρδιά του ανυψώνονται προς τον Θεό. Κάποια μυστηριώδης εσωτερική φωνή του λέει, ότι ο Παντοδύναμος θα του συμπαρασταθεί αποτελεσματικά στην θλίψη του. Ακούει τον ίδιο τον Θεό να του λέει· «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

Και γιατί να μην πιστεύσει με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή; Ποιος είναι αυτός ο Θεός, από τον οποίο ζητάει και ελπίζει βοήθεια; Είναι Θεός πανάγαθος, όλος καλοσύνη, αγάπη και στοργή για τα πλάσματά του. Είναι ο γεμάτος τρυφερότητα Πατέρας, που μάς έδωσε το δικαίωμα να παρουσιαζόμαστε οποιαδήποτε ώρα και στιγμή μπροστά του και με το θάρρος του παιδιού να του λέμε· «Πατέρα θέλω τούτο, θέλω εκείνο…». «Πατέρα, βλέπεις ότι θλίβομαι. Θέλω να απαλύνεις τον πόνο μου, να με απαλλάξεις από την δοκιμασία…».

Αυτός είναι εκείνος που είπε· «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Αυτός όταν «ἐπί τῆς γῆς ὣφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας». Δεν υπήρχε ασθενής και ταλαιπωρούμενος που να του ζήτησε βοήθεια και να μη του την έδωσε. Τα θαύματα που έκανε για την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας, αν γραφούν, λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ένα προς ένα, θα γεμίσουν όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου και δεν θα χωρέσουν και σ’ αυτές. Αυτή η άπειρη αγαθότητα του Κυρίου πρέπει να αναζωογονεί συνεχώς, να θερμαίνει και να γιγαντώνει την πίστη μας.

Ο Κύριος μας είναι Θεός παντοδύναμος. Τίποτε δεν είναι αδύνατο και ακατόρθωτο γι’ Αυτόν. Ο πολύαθλος Ιώβ, στις σκληρές ώρες της τρομερής δοκιμασίας του διακήρυττε γεμάτος πίστη την παντοδυναμία του Θεού και έλεγε· «σ’ αυτόν υπάρχει η απόλυτη και ακατανίκητη δύναμη. Εάν ο Κύριος γκρεμίσει σε ερείπια, ποιος μπορεί να ανοικοδομήσει; Εάν κλείσει μια θύρα, ποιος μπορεί να την ανοίξει; Κοντά του, αχώριστοι απ’ αυτόν είναι η απόλυτη εξουσία και δύναμη. Αυτός καταισχύνει τους ανάξιους άρχοντες και θεραπεύει τους ταπεινούς από τα παθήματά τους. Στην παντοδύναμη εξουσία του είναι η ζωή και η ύπαρξη πάντων…».

Δεν βλέπετε με πόση εξουσία και κυριότητα έδινε προσταγή ο Κύριος και αμέσως γινόταν το έργο. Έλεγε λόγο και γινόταν το θαύμα. Έδινε εντολή και υποτασσόταν τα πάντα. Με ένα του λόγο θεράπευε ασθενείς, καθάριζε λεπρούς, έδινε το φως στους τυφλούς, δίωκε δαιμόνια, κατέπαυε την τρικυμία, ανάσταινε νεκρούς. Ένα λόγο είπε και έγιναν τα σύμπαντα. Και όλα αυτά χωρίς να μειωθεί η παντοδυναμία του. Μπορεί να κάνει άλλα τόσα και άπειρες φορές περισσότερα και να μένει πάντοτε παντοδύναμος. Κατάπληκτος ο Ιώβ μπροστά στο ασύλληπτο μεγαλείο της θείας παντοδυναμίας έλεγε ταπεινά προς τον Θεό· «οἶδα ὃτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν», δηλαδή, γνωρίζω πολύ καλά, Κύριε, ότι δύνασαι τα πάντα και τίποτε δεν είναι για σένα αδύνατον.

Με αυτή την πίστη προς τον Θεό αποκτά ο πιστός άνθρωπος δύναμη, συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στην παντοδυναμία του Θεού και πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου· «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

Αλλά ο Κύριος και Θεός είναι και πάνσοφος. Σ’ αυτόν υπάρχουν οι άπειροι θησαυροί της σοφίας, η απόλυτη ορθοφροσύνη, η ανεπισκίαστη διαύγεια. «Παρ’ αὐτῷ σοφία καί δύναμις, αὐτῷ βουλή καί σύνεσις». Με ασφαλή και αλάθητη ακρίβεια γνωρίζει πώς να παιδαγωγεί τον άνθρωπο. Πώς να τον αποσπά από το κακό και να τον κατευθύνει στο αγαθό. Πώς να τον χειραγωγεί στο δρόμο της σωτηρίας και να τον βοηθάει στην επιτυχία του μεγάλου προορισμού. Αυτός μέσα στην πανσοφία του έχει άπειρους τρόπους να καταρτίζει τον άνθρωπο με τις θλίψεις και να τον απαλλάσσει απ’ αυτές· να τον σώζει από παγίδες και να τον περιφρουρεί από κινδύνους.

Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έλεγε με βαθειά ταπεινοφροσύνη ότι από τον εαυτό του είναι ένα τίποτε. Αλλά συγχρόνως διακήρυττε ότι κατόρθωνε τα πάντα με την πίστη στον Χριστό. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Χάρις στην πίστη αυτή νίκησε δυσκολίες και εμπόδια, σώθηκε από κινδύνους και επιβουλές εχθρών, υπέμεινε με ηρωισμό, αλλά και διέφυγε θλίψεις. Σ’ αυτόν πραγματοποιήθηκε πλήρως ο λόγος του Κυρίου μας· «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Μαρ 30, 2014 12:58 pm

Ομιλία εις την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών - Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς
Εικόνα
1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.
Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».

2. Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

3. Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

4. Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

5. Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.

6. Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

7. Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».

8. Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

9. Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

10. Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

11. Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».

12. Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

13. Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

14. Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

15. Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

16. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Απρ 06, 2014 10:55 am

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Ε΄ Νηστειών
Εικόνα
April 05, 2014

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη

Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης




«Ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἒσται ὑμῶν διάκονος».
Η πορεία φθάνει στο τέλος. Ο Κύριος έχει στραμμένο το βλέμμα του προς το Πάθος, προς την υπέρτατη θυσία. Στο ύψιστο σημείο της προσφοράς του προς τον άνθρωπο. Είναι η ώρα που θα δοξαστεί. Στο πρόσωπο του Κυρίου η δόξα συμβαδίζει με τη θυσία. Όσο περισσότερο προσφέρει, τόσο δοξάζεται. Όσο ταπεινώνεται, τόσο υπερυψώνεται. Αυτό θέλει να εμπνεύσει και στους Μαθητές Του. να τους προετοιμάσει ψυχολογικά, ώστε να μη κλονισθεί η πίστη τους, όταν θα τον έβλεπαν κρεμάμενο πάνω στο Σταυρό. Τους προανήγγειλε με πολύ καθαρό τρόπο και με λεπτομέρεια όσα φοβερά θα του συνέβαιναν· τη σύλληψή του, τους εμπαιγμούς και εμπτυσμούς, τους εξευτελισμούς και τις μαστιγώσεις, τη σταύρωση, την ταφή αλλά και την ανάσταση. Εκείνοι δεν μπορούν να το καταλάβουν. Συνδυάζουν στη σκέψη τους τη δόξα με τις τιμές και την εξουσία. Ζητούν να τους τιμήσει ο Χριστός τοποθετώντας τους δίπλα Του. κοντά στο θρόνο Του. Πραγματικά δεν καταλάβαιναν τι ζητούσαν. Που να φανταστούν πως ο θρόνος που θα γινόταν το θεμέλιο της δόξα Του, θα ήταν ένας Σταυρός. Που να υποψιαστούν ότι αριστερά και δεξιά Του θα στήνονταν σταυροί για δύο κακούργους ληστές. Ο Κύριος πριν δείξει το άφθαστο παράδειγμα, τους εμπνέει με τα λόγια· «Ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἒσται ὑμῶν διάκονος, καί ὃς ἐάν θέλῃ ἐν ὑμῖν γενέσθαι πρῶτος, ἒσται πάντων δοῦλος».
Ασφαλώς οι Μαθητές δεν περίμεναν να ακούσουν τα λόγια αυτά από το στόμα του Ιησού, με αποτέλεσμα να εκπλαγούν στο άκουσμά τους. Πιθανόν και να μη τα κατάλαβαν. Αυτοί γνώριζαν ότι για να αποκτήσει κανείς αξιώματα και δόξα, έπρεπε να κινηθεί, να δραστηριοποιηθεί, να αγωνιστεί με πείσμα, να παραμερίσει άλλους, να παρακαλέσει τους ισχυρούς της ημέρας, να διαθέσει μέσα. Έβλεπαν ότι όλοι όσοι κατόρθωσαν να αναρριχηθούν σε αξιώματα και θέσεις και να αποκτήσουν δόξα, με τον τρόπο αυτό ενήργησαν.
Ο Κύριος όμως τους είπε με πολύ καθαρά· «οὐχ οὓτως ἒσται ἐν ὑμῖν». δεν θα γίνετε έτσι με σας· δεν θα ακολουθείτε τον δρόμο που ακολουθούν οι φιλόδοξοι άνθρωποι του κόσμου. Ο δικός σας δρόμος είναι πολύ διαφορετικός· εντελώς αντίθετος. Είναι ο δρόμος της ταπείνωσης, της εξυπηρέτησης και όχι του παραμερισμού των άλλων, μάλλον της υποχώρησης για να προχωρήσουν οι άλλοι. Ο άνθρωπος του Θεού, ο αληθινός πνευματικός ηγέτης δεν τρέχει προς το αξίωμα και μάλιστα όταν αυτό είναι εκκλησιαστικό. Έχοντας συναίσθηση των μεγάλων ευθυνών, τις οποίες συνεπάγεται το αξίωμα, και όταν ακόμα του το προσφέρουν προσπαθεί να το αποφύγει.
Μετράει τις δυνάμεις του και με ταπεινοφροσύνη ομολογεί, ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αυτό επιβάλλει. Βλέπει το αξίωμα ως έργο και όχι ως θρόνο δόξης. Βλέπει κυρίως τους κόπους, τους μόχθους και τις θυσίες που απαιτεί το αξίωμα και όχι τα υλικά πλεονεκτήματα και τις ανέσεις που πιθανόν να προσφέρει. Το θεωρεί όχι ως έπαθλο θριάμβου αλλά ως στάδιο πολλών και μεγάλων αγώνων, των οποίων σκοπός είναι ο διαφωτισμός των ψυχών, η λύτρωση από την τυραννία των παθών και από την ενοχή της αμαρτίας, η καθαρότητα της καρδιάς, η συνεχής και συνετή καθοδήγηση προς το «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ».
Και όλα αυτά όχι μόνο με τα ωφέλιμα λόγια και τις καλές συμβουλές, αλλά προ πάντων με το ανεπίληπτο ήθος, με τον ακέραιο χαρακτήρα, με το καλό παράδειγμα, με την ακτινοβόλο χριστιανική πίστη και ζωή. Εκείνος που έχει υψηλή θέση μέσα στην Εκκλησία πρέπει να είναι φως των ανθρώπων, «πόλις ἐπάνω ὂρους κειμένη».
Αν την ημέρα εκείνη τα είχαν υπόψη τους οι Μαθητές, ασφαλώς δεν θα έτρεχαν να ζητήσουν αξιώματα και τιμές. Ο ταπεινός άνθρωπος που συναισθάνεται βαθειά το βάρος τους αξιώματος και της ευθύνης του είναι πάντοτε πρόθυμος αθόρυβα να διακονήσει, όπου τον καλέσει το καθήκον. Έχει συνεχώς ανοικτά τα μάτια της ψυχής και του σώματος για να βλέπει και να αντιλαμβάνεται καθαρά, ποιο είναι το καθημερινό του καθήκον. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του και πως θα ανταποκριθεί σ’ αυτές. Πολλές είναι φορές που παραμερίζει υποχρεώσεις του απέναντι σε δικούς του ανθρώπους για να δοθεί απερίσπαστος στο έργο που ανέλαβε.
Δεν διστάζει να υποβληθεί σε κόπους και θυσίες για τους άλλους, έστω κι αν μερικές φορές πληρώνεται με αχαριστία. Άλλωστε αυτός εξυπηρετεί εκείνους, όχι για να κερδίσει την ευγνωμοσύνη τους, αλλά για να εκπληρώσει με ευσυνειδησία το καθήκον όπως του το επιβάλλει το αξίωμα. Θεωρεί τον εαυτό του υπηρέτει των άλλων. Και όπως ο υπηρέτης που εκτελεί το έργο του, δεν έχει αξιώσεις για την ευγνωμοσύνη του κυρίου του, έτσι κι αυτός.
Έχει κατά νου το συγκινητικό και διδακτικό παράδειγμα του Κυρίου, ο οποίος για να διδάξει τους Μαθητές του να μην επιδιώκουν θέσεις και τιμές από τους ανθρώπους, τους είπε ότι «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν». Ο Κύριος είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει κάθε εξυπηρέτηση από τα δημιουργήματά του, τους δούλους του, και δεν είχε καμία υποχρέωση να γίνει υπηρέτης τους και μάλιστα μέχρι να θυσιάζει και τη ζωή του ακόμη. Κι όμως, αυτός ο ίδιος ο Θεός, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, έγινε υπηρέτης των δούλων του, οι οποίοι ήταν τότε εχθροί του εξαιτίας των αμαρτιών τους.
Το γεγονός αυτό μιλάει ή μάλλον πρέπει να μιλάει στην ψυχή κάθε ανθρώπου και να του εμπνέει ανεξάντλητη προθυμία και δραστηριότητα για το έργο αυτό. Απερίγραπτη ικανοποίηση θα είναι να μιμηθεί τον Κύριο, να ακολουθήσει το παράδειγμά του και να έχει την πληροφορία της συνειδήσεως ότι έκανε εκείνο που έπρεπε να κάνει. Όποιος ακολουθεί τον δρόμο αυτό εκτιμάτε, τιμάτε και δοξάζεται από τους άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα όμως από τον ίδιο τον Θεό.
Ο πόθος της δόξας είναι έμφυτος στον κάθε άνθρωπο. Αλλά η αληθινή δόξα δεν αποκτάται με τον παραμερισμό των άλλων, με τη σπουδή για τα αξιώματα, με την περιαυτολογία και την επίδειξη. Αντίθετα αποκτάται με την εξυπηρέτηση των συνανθρώπων μας, με ταπεινοφροσύνη και αληθινή αγάπη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο και η δόξα του χριστιανού. Έτσι θα γίνει μέγας. Το είπε πολύ καθαρά ο Κύριος μας· «Ὃς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἒσται πάντων δοῦλος».


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Απρ 12, 2014 8:07 pm

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή των Βαΐων
Εικόνα
April 12, 2014
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Η φωνή του λαού των Ιουδαίων «ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» δεσπόζει σήμερα. Πλήθη Ιουδαίων, που είχαν συρρεύσει στα Ιεροσόλυμα πήραν στα χέρια τους βαΐα φοινίκων και έστρωναν τους δρόμους της Αγίας Πόλεως με τα ιμάτιά τους για να υποδεχθούν τον κραταιό Βασιλιά ουρανού και γης. Τον δοξολογούν, τον επιδοκιμάζουν. Τόσοι άνθρωποι Τον δέχονται και Τον επευφημούν. Η Πόλη σείσθηκε από την θερμή εκείνη υποδοχή του μεγάλου Διδασκάλου.
Κι όλα αυτά συνέβησαν τότε. Εμείς όμως σήμερα με τι έχουμε στρώσει την ψυχή μας για να υποδεχθούμε τον Βασιλιά και κύριο, που έρχεται να γίνει κάτοικός της με το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας; Πως θα μπορέσουμε να κάνουμε μια βαϊοφόρο πράγματι υποδοχή στον Σωτήρα Χριστό;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε πρώτα τι συμβαίνει σε πολλούς από εμάς.
Πόσες φορές, αλήθεια, οι άνθρωποι δεν επηρεάζονται και δεν υποτιμούν το απλό και εξωτερικό φαινόμενο και δεν νιώθουν τη δύναμη και το μεγαλείο της θεότητος. Παρασύρονται εύκολα από την απλή μορφή της θείας Κοινωνίας και δεν αισθάνονται ποιος εισέρχεται μέσα τους. Βλέπουν το Άγιο Ποτήριο και τον λειτουργό Ιερέα να τους μεταδίδει την Θεία Κοινωνία, ξεχνούν όμως ότι ο ίδιος ο Κύριος τους προσφέρεται με την ταπεινή αυτή μορφή. Όπως κατά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα έτσι ταπεινά προσφέρεται και τώρα.
Βλέποντας, λοιπόν, με τα ανθρώπινα, με τα γήινα μάτια τον ταπεινό ερχομό του Κυρίου, δεν ετοιμαζόμαστε για την υποδοχή Του. δεν εξομολογούμαστε, δεν καθαρίζουμε την ψυχή μας από κάθε τι σάπιο, δεν στρώνουμε τα ιμάτια των καλών μας έργων για να περάσει ο αιώνιος Βασιλεύς.
Και τυπικά, ίσως, χωρίς πνευματική προετοιμασία, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς συναίσθηση του μοναδικού επισκέπτη, σπρωχνόμαστε κάθε μεγάλη γιορτή και με φωνές και αταξία φθάνουμε μπροστά στο Ποτήριο της Ζωής και κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων.
Αυτή όμως δεν μπορεί να ονομαστεί βαϊοφόρος υποδοχή του Κυρίου μας. Αντίθετα μάλιστα. Μια τέτοια μετοχή στο Μυστήριο των Μυστηρίων γίνεται, όπως τονίζει ο Απόστολος «εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα». Όταν προσερχόμαστε απλά από συνήεθια και μόνο, γιατί έφτασαν οι άγιες ημέρες, διατρέχουμε τον κίνδυνο να εμπαίζουμε τον Θεό και να μην αποκομίζουμε καμία πνευματική ωφέλεια.
Σήμερα, όμως, που γιορτάζουμε την θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα, μάς δίδεται η ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να ετοιμασθούμε για μια αληθινή υποδοχή του Βασιλέως της δόξης.
Και πρώτα να νιώσουμε, ότι ο τόσο ταπεινά προσφερόμενος Κύριος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος, είναι Αυτός που μπροστά Του οι αγγελικές τάξεις, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, στέκουν με ευλάβεια και δέος. Να προσέχουμε. Να έχουμε συναίσθηση, ποιον παίρνουμε μέσα μας με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Πρέπει να το τονίσουμε: Μόνο όσοι έχουν την βαθειά αυτή πίστη, όσοι γνωρίζουν ότι, όταν κοινωνούν γίνονται χριστοφόροι, δέχονται ως ένοικο τον Βασιλέα της δόξης. Αυτοί δεν προσέρχονται αναξίως. Καθαρίζουν την συνείδησή τους από κάθε ενοχή με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Μετανοούν και παίρνουν την απόφαση να πολεμήσουν εκείνα που τους νίκησαν μέχρι τώρα. Εφαρμόζουν την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «δοκιμαζέτω ἂνθρωπος ἑαυτόν καί οὒτως ἐκ τοῦ ἂρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω».
Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει και να πάρει τον Κύριο μέσα του με φωνές, με αταξίες, με θόρυβο; Αναμφίβολα όχι. Με βαθειά κατάνυξη, με ψυχική συντριβή, με υπομονή θα περιμένει τη σειρά του και θα φθάσει ήσυχα μέχρι τον Ιερέα και εκεί με θερμή προσευχή θα κοινωνήσει των Αχράντων Μυστήριων «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης».
Αυτή είναι η αρμόζουσα υποδοχή στον Βασιλιά των καρδιών μας. Αγία, ταπεινή, ειλικρινή υποδοχή, που τονώνει τον ταλαιπωρημένο από τα προβλήματα, από τις δοκιμασίες, από τις ποικίλες κρίσεις άνθρωπο, ανακαινίζει την ψυχή.
Τότε, με χαρά και αγαλλίαση, ας Του πούμε: «Ας είναι Κύριε, ευλογημένη, θριαμβευτική, σωτήρια η είσοδός Σου σε κάθε ψυχή, που σε ποθεί και σε αναζητάει. Αμήν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Απρ 27, 2014 10:47 am

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή τoυ Θωμά
Εικόνα
April 26, 2014
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

Πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι η χριστιανική ζωή κάνει τον άνθρωπο νωθρό, χωρίς δραστηριότητα και ενεργητικότητα. Άλλοι πάλι διαδίδουν ότι η ζωή η σύμφωνη με τις εντολές του Θεού, οδηγεί τον άνθρωπο στην κατήφεια και τον μαρασμό.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως με το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, έρχεται να μάς τονίσει ότι η πίστη στον Υιό του Θεού δίδει την πραγματική ζωή, την αιώνιο ζωή. «Ταῦτα γέγραπται ἳνα πιστεύσητε ὃτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἳνα πιστεύοντες ζωήν ἒχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».
Συνηθίσαμε να θεωρούμε ζωντανούς τους ανθρώπους εκείνους που βλέπουμε να κινούνται, να τρέχουν, να γελούν. Πόσοι όμως απ’ αυτούς που εξωτερικά φαίνονται ζωντανοί, δεν είναι εσωτερικά νεκροί, γιατί έχουν φύγει μακριά από την Πηγή της ζωής; Παρ’ όλη την φαινομενική ζωτικότητα είναι, κατ’ ουσίαν, νεκροί. Η ζωή τους δεν έχει κανένα ανώτερο περιεχόμενο, κανένα ευγενικό σκοπό, ζουν μόνο για να απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά, ενδιαφέρονται μόνο για το άτομό τους, θεοποιούν το σώμα τους. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε το νεώτερο υιό της παραβολής, που ακολούθησε στην αρχή αυτή τη γραμμή, νεκρό. Είπε ο πατέρας του, όταν επέστρεψε από την χώρα της αποστασίας: «οὗτος ὁ υἱός μου νεκρός ἧν καί ἀνέζησε…».
Αυτή ακριβώς είναι και η σημερινή πραγματικότητα. Θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους και γι’ αυτό απομακρύνονται από τον Χριστό. Κι από τη στιγμή που φεύγουν από την Πηγή της Ζωής συναντούν την φθορά και την καταστροφή. Η υλιστική ζωή, η ζωή της αμαρτίας, η ζωή που στηρίζεται μόνο στο φαγοπότι και στο πιοτό, στις κάθε είδους διασκεδάσεις και στην ασωτία, είναι ζωώδης. Δεν έχει τίποτα το ανώτερο και το πνευματικό, αυτό δηλαδή που δίνει ο Χριστός και ομορφαίνει τη ζωή του ανθρώπου και την κάνει ανώτερη, αληθινή, αθάνατη, αιώνια.
Άλλοτε πάλι, όσοι θέλουν να ζήσουν μακριά από τον Θεό, πέφτουν στην απελπισία και στην απογοήτευση μπροστά στα μικρότερα ή μεγαλύτερα επεισόδια της ζωής. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που κάποτε φθάνουν και μέχρι το φοβερό κατάντημα της αυτοκτονίας. Θέτουν τέρμα στη ζωή τους, που νόμιζαν ότι θα την ζήσουν χωρίς πίστη στον Θεό κι έτσι χάνουν και την παρούσα και την μέλλουσα ζωή.
Να όμως που πάλι ο Κύριος μάς καλεί να δοκιμάσουμε τη ζωή που ο ίδιος χαρίζει. Ο Υιός του Θεού είναι ο αρχηγός της ζωής, ο Ζωοδότης, αυτός που μεταδίδει τη ζωή στους ανθρώπους. Και την φυσική, πρόσκαιρη ζωή αυτός μάς χαρίζει με τους γονείς μας που μάς έφεραν στον κόσμο, αλλά και την πνευματική ζωή, την άφθαρτη και αιώνια. Η δεύτερη είναι η πραγματική ζωή.
Και την ζωή αυτή την ζουν όσοι νεκρώνουν τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, που υπάρχει μέσα μας και ακολουθούν τον Κύριο. Αυτοί ανασταίνονται σε μια καινούργια ζωή. Γίνονται καινούργια κτίσις. «Εἲ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις». Όποιος ανήκει στον Χριστό και ανασταίνεται μαζί του, αυτός έχει μέσα του μια καινούργια ζωή. Μια ζωή αγνή και ωραία. Μια ζωή αγάπης και καλοσύνης, τιμιότητας και ευσυνειδησίας.
Αυτή είναι η ζωή του Πνεύματος. Η καινούργια ζωή που δίνει ο Αρχηγός της ζωής, ο Ιησούς Χριστός. Η ζωή που αρχίζει από δω και απλώνεται πέρα από τη ζωή αυτή, στην αιωνιότητα.
Ας υπογραμμίσουμε την αλήθεια ότι η ζωή αυτή αρχίζει από εδώ. Ο ζωοδότης Κύριος δίνει σε όσους ειλικρινά και ταπεινά συνδέονται μαζί Του την χαρά, την ειρήνη, την ευτυχία, την ενεργητικότητα. Ο πιστός είναι δραστήριος, γεμάτος ζωντάνια, διότι γνωρίζει ότι έχει μαζί του βοηθό και συμπαραστάτη, φίλο και αρχηγό τον ζωοδότη Κύριο. Είναι δραστήριος στο καλό, σε έργα κοινωνικής αλληλεγγύης και αληθινής προόδου.
Αλλά και τις δοκιμασίες της ζωής, τον πόνο, τις διάφορες θλίψεις, αρρώστιες, θανάτους τις αντιμετωπίζει με θάρρος και ελπίδα. Δεν κάμπτεται και ποτέ δεν απογοητεύεται. Ζει πάντοτε με τον Αρχηγό της ζωής, τον νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριο.
Να μην σταματήσουμε ποτέ να επιζητούμε την παρουσία του Αναστημένου Χριστού στη ζωή μας. Μπορεί να μάς κλονίζουν τα ποικίλα συμπτώματα του σύγχρονου κόσμου. Είναι μπόρα περαστική. Όλα τα σχήματα του κόσμου αυτού παρέρχονται. Εκείνο που μένει είναι ο Κύριος. Το Ευαγγέλιο παραμένει αναλλοίωτο. Οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί στον Χριστό και την ακλόνητη αλήθεια Του. Πάντοτε χαρούμενοι, πάντοτε θριαμβευτές. Νικητές του κακού. Μαχητές της αλήθειας. Συνεργοί στη δημιουργία του καινούργιου κόσμου της Αναστάσεως. Γεμάτοι ειρήνη, αγάπη και χαρά. Αμήν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Μάιος 11, 2014 9:10 am

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή τoυ Παραλύτου
Εικόνα
May 10, 2014
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Ἂνθρωπον οὐκ ἒχω…»
Μελαγχολικό και πικρό το παράπονο του παραλύτου, όπως μάς το διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Αποκαρδιωτική η ομολογία του. Καυστικός ο έλεγχος της αστοργίας των ανθρώπων. Τριάντα οκτώ συνεχόμενα έτη βρισκόταν παρά την κολυμβήθρα της Βηθεσδά. Παράλυτος και εγκαταλελειμμένος, προκαλούσε τον οίκτο των περαστικών και τον πόνο των δικών του. Οι συνέπειες της αμαρτίας ήταν τραγικές γι’ αυτόν. Πέρασε ίσως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από τις στοές της θαυματουργικής αυτής κολυμβήθρας. Όσο κι αν πάλεψε δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί. Κανείς δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει τόσα χρόνια. Μάταια όμως περίμενε κάποιον άνθρωπο. Ένα σπλαχνικό χέρι για να τον ρίξει στην κολυμβήθρα, όταν άγγελος Κυρίου και τάραζε το ύδωρ.
Γιατί κατά διαστήματα, άγνωστα και ακαθόριστα για τους ανθρώπους, έστελνε ο Θεός άγγελος και τάραζε το νερό της κολυμβήθρας. Αυτό τότε, κατά τρόπο υπερφυσικό, αποκτούσε θαυματουργική δύναμη, ώστε ο πρώτος που θα έπεφτε στο νερό, γινόταν αμέσως υγιής. Η δωρεά αυτή του Θεού ήταν πλήρης και τελεία. Η πίστη αυτή στη θαυματουργική δύναμη του Θεού και η ελπίδα της θεραπείας είχε συγκεντρώσει κάτω από τις πέντε στοές της κολυμβήθρας «πλῆθος τῶν ἀσθενούντων».
Ποιος θα μπορούσε να περάσει από εκεί και να μη συγκινηθεί και να μην αισθανθεί την ιερά υποχρέωση να προσφέρει την βοήθειά του προς τους δυστυχείς εκείνους ανθρώπους; Κι όμως υπήρχαν πολλοί ασυγκίνητοι άνθρωποι, οι οποίοι ενώ μπορούσαν, δεν έδειχναν καμία προθυμία να βοηθήσουν κάποιον απ’ αυτούς, για να πέσει έγκαιρα στην κολυμβήθρα. Αυτό ακριβώς ήταν το παράπονο, που έκαιγε τον παράλυτο για τριάντα οκτώ χρόνια. Κι αυτό άφησε να ξεχυθεί από την καρδιά του προς τον Κύριο.
Ο φιλάνθρωπος Κύριος που κατά καιρούς έστελνε εκεί τον άγγελό του, ήρθε τώρα ο Ίδιος. Ήρθε κοντά του ο Κύριος. Και από τη στιγμή που Εκείνος πλησίασε, τα πράγματα άλλαξαν. Με ένα Του λόγο σήκωσε το βάρος της αμαρτίας. Κατόπιν η συνέπεια ήταν φυσική. Αποκαταστάθηκε η υγεία του εντελώς. Έγινε ικανός ο παράλυτος να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. Να ζήσει πια σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
Ο Κύριος απευθύνεται στον παράλυτο και του λέει: «Θέλεις να γίνεις υγιής;». Ο Κύριος τον ρώτησε, όχι γιατί είχε κάποια αμφιβολία για την επιθυμία του παραλύτου, αλλά για να τον κάνει να σκεφθεί ότι υπάρχει και άλλος τρόπος θεραπείας του εκ μέρους του Θεού. Και ο παράλυτος δεν απάντησε κατ’ ευθείαν στην ερώτηση, αλλά έμμεσα με το παράπονο που εξέφρασε: «Κύριε, είπε, δεν έχω κανένα άνθρωπο, για να με ρίψει στην κολυμβήθρα όταν αναταράσσεται από τον άγγελο το νερό. Και όταν εγώ, σαν παράλυτος που είμαι, σύρομαι με κόπο και πολύ δυσκολία προς την κολυμβήθρα, άλλος που υποφέρει από άλλη ασθένεια, έχει όμως υγιή τα μέλη του, σπεύδει και πέφτει πριν από μένα στην κολυμβήθρα». Λυπήθηκε ο Κύριος τον έρημο και αβοήθητο άνθρωπο, του χάρισε αμέσως την υγεία και του συνέστησε να πάρει στους ώμους του το κρεβάτι του πόνου και να περπατάει υγιής πλέον και ελεύθερος. Το θαύμα έγινε. Ο πρώην παράλυτος, σηκώθηκε και εντελώς υγιής πήρε στον ώμο του το κρεβάτι, πάνω στο οποίο βρισκόταν τόσα πολλά χρόνια.
«Ἂνθρωπον οὐκ ἒχω». Πόσοι και πόσοι ασθενείς, κατάκοιτοι, παράλυτοι επαναλαμβάνουν και σήμερα το πικρό αυτό παράπονο. Τους λιώνει ο πυρετός, τους φλογίζει η δίψα και δεν έχουν ένα άνθρωπο να τους προσφέρει ένα ποτήρι νερό, να απλώσει το χέρι του για να τους δώσει το φάρμακο. Άλλοι ασθενείς είναι φτωχοί και δεν έχουν τα χρήματα να πληρώσουν τον γιατρό, να αγοράσουν τα φάρμακα. Και δεν βρίσκεται μια φιλάνθρωπη καρδιά να τους δώσει χείρα βοηθείας, να τους εξυπηρετήσει στην ανάγκη τους. Δεν υπάρχει κανένας να τους σταλάξει βάλσαμο παρηγοριάς στην πονεμένη τους καρδιά.
«Ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με», λέει ο Κύριος και όλοι εμείς εγκαταλείπουμε τον ασθενή και τρέχουμε στις διασκεδάσεις και τις απολαύσεις. Είναι μεγάλο πράγμα, είναι έργο θεάρεστο η στοργική βοήθεια και επίσκεψη σε όσους το έχουν ανάγκη.
Είσαι πτωχός, ρωτάει ο Ιερός Χρυσόστομος, και εξ αιτίας της φτώχειάς σου δεν έχεις τίποτε να προσφέρεις στον άρρωστο; Πρόσφερε τον εαυτό σου, κάνε μια επίσκεψη και με λόγια αγάπης και ελπίδας δώσε του παρηγοριά και δύναμη. Δεν έχεις χρήματα; Έχεις όμως πόδια για να τον επισκεφθείς, λόγια για να τον παρηγορήσεις. Μπες μέσα στο σπίτι, πες του λόγια παρηγοριάς, διώξε την αθυμία του, κάνε τον χαρούμενο και περισσότερο υπομονετικό στην δοκιμασία που περνάει.
Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο και μάλιστα αληθινός χριστιανός, που να μην μπορεί να προσφέρει κάτι σε όσους το έχουν ανάγκη. Αυτό να κάνουμε κι εμείς στη ζωή μας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Μάιος 11, 2014 3:03 pm

Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου - Οι κυριότερες εντολές του Ευαγγελίου
Εικόνα
May 10, 2014

1. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τήν καρδιά καί μ᾽ ὅλη σου τήν ψυχή καί μ᾽ ὅλο σου τό νοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).

Ἄν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).

Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι πού μ᾽ ἀγαπᾶ. Καί ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου καί θά τόν ἀγαπήσω κι ἐγώ καί θά φανερώσω μέσα του μυστικά τόν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).

Ὅποιος δέν μ᾽ ἀγαπᾶ, δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).

Ἀγαπᾶτε τό Χριστό, ἄν καί δέν τόν ἔχετε γνωρίσει (Α΄ Πέτρ. 1, 8).

Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Πατέρα, ἀγαπᾶ καί τόν Υἱό, πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα (Α′ Ἰω. 5, 1).

2. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του (τόν συνάνθρωπό του).

Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μέ τήν πρώτη, εἶναι τό ν᾽ ἀγαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).

Σᾶς δίνω μιά νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Ἰω. 13, 34).

Ἀπ᾽ αὐτό τό γνώρισμα θά μάθουν ὅλοι οἱ ἄπιστοι πώς εἶστε μαθητές μου, ἄν δηλαδή ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. 13, 35).

Χρέος ἄλλο νά μήν ἀφήνετε σέ κανένα, ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη πού ὀφείλετε ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ἐπειδή ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατί τό «μή μοιχεύσεις», «μή φονεύσεις», «μήν κλέψεις», [«μήν ψευδομαρτυρήσεις»], «μήν ἐπιθυμήσεις», κι ὅλες οἱ ἄλλες ἐντολές, σ᾽ αὐτή τήν ἐντολή συνοψίζονται καί περιλαμβάνονται: Στό ν᾽ ἀγαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου σάν τόν ἑαυτό σου (Ρωμ. 13, 8-9).

Ἀγαπῆστε μέ καθαρή καρδιά ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Α΄ Πέτρ. 1, 22).

Νά ἀγαπᾶτε τούς ἀδελφούς σας (Α΄ Πέτρ. 2, 17).

Ἄν τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Α’ Ἰω. 4, 11).

Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, αὐτός βρίσκεται σέ κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου (Α’ Ἰω. 23, 14).

Νά πῶς μάθαμε τί εἶναι ἀγάπη: Ὅπως ὁ Χριστός πρόσφερε τή ζωή Του στό θάνατο γιά χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσφέρουμε καί τή ζωή μας ἀκόμη γιά τούς ἀδελφούς μας (Α΄ Ἰω. 3, 16).

Παιδιά μου, ἄς μήν ἀγαποῦμε μέ τά λόγια μόνο καί μέ τή γλώσσα, ἀλλά ἔμπρακτα καί ἀληθινά (Α΄ Ἰω. 3, 18).

Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, αὐτός ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφό του (Α΄ Ἰω. 4, 21).

3. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ἔχουν διαμάχες οὔτε νά νιώθουν μνησκακία καί μίσος κατά τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλά κι ἄν ἀκόμα παρεξηγηθοῦν μεταξύ τους, ὀφείλουν γρήγορα νά συμφιλιωθοῦν.

Ὅποιος χριστιανός ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς εὔλογη ἀφορμή, εἶναι ὑπόδικος στό τοπικό δικαστήριο. Καί ὅποιος πεῖ τόν ἀδελφό του «ρακά», δηλαδή «ἀνόητε», εἶναι ὑπόδικος στό ἀνώτατο δικαστήριο. Καί ὅποιος πεῖ τόν ἀδελφό του «βλάκα», αὐτός θά καταδικαστεῖ στή φωτιά τῆς κολάσεως (Ματθ. 5, 22).

Ἄν πᾶς στήν ἐκκλησία γιά νά δώσεις κάποια προσφορά, καί ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου εἶναι λυπημένος μαζί σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστά στήν Ἐκκλησία, τήν προσφορά σου, πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό σου καί ὕστερα ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου (Ματθ. 5, 23-24).

Κοίταξε νά συμφιλιωθεῖς γρήγορα μέ τόν ἀδελφό σου μέ τόν ὁποῖο βρίσκεται σέ ἀντιδικία, ὅσο ἀκόμα εἶστε στή στράτα τῆς ἐδῶ ζωῆς (Ματθ. 5, 25).

Ὅποιος νομίζει πώς μπορεῖ νά εἶναι φιλόνικος, ἄς ξέρει πώς οὔτε ἐγώ οὔτε οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοια συνήθεια, δηλαδή νά φιλονικοῦμε (Α’ Κορ. 11, 16).

Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά φιλονικεῖ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σέ ὅλους, διδακτικός, ἀνεξίκακος (Β’ Τιμ. 2, 24).

Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νά μή σᾶς βρίσκει ποτέ ὀργισμένους (Ἐφεσ. 4, 26).

Ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του βρίσκεται στό σκοτάδι, καί πορεύεται μέσα στό σκοτάδι, καί ποῦ πάει δέν ξέρει, γιατί τό σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τά μάτια του (Α’ Ἰω. 2, 11).

Καθένας πού μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Καί ξέρετε πώς κανένας φονιάς δέν ἔχει συμμετοχή στήν αἰώνια ζωή (Α’ Ἰω. 3, 15).

4. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μή βλέπουν μέ περιέργεια καί ἐπιθυμία.

Ἐγώ σᾶς λέω ὅτι κάθε ἄνθρωπος πού βλέπει γυναίκα μέ πονηρή ἐπιθυμία, ἔχει ἤδη σχεδόν διαπράξει μοιχεία μ᾽ αὐτή μέσα στήν καρδιά του (Ματθ. 5, 28).

Ὅλα ὅσα ἀνήκουν στόν κόσμο – οἱ ἁμαρτωλές ἐγωϊστικές ἐπιθυμίες, ἡ λαχτάρα ν᾽ ἀποκτήσουμε ὅ, τι βλέπουν τά μάτια μας καί ἡ ὑπεροψία ἀπό τήν κατοχή τοῦ πλούτου – δέν προέρχονται ἀπό τό Θεό Πατέρα, ἀλλ᾽ ἀπό τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὁ κόσμος ὅμως περνᾶ καί χάνεται. Καί μαζί του χάνονται ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν νά κατέχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ζήσει αἰώνια (Α’ Ἰω. 2, 16-17).

5. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ὁρκίζονται, οὔτε ἀληθινά οὔτε στά ψέματα.

Ἐγώ σᾶς λέω νά μήν ὁρκίζεστε καθόλου. Οὔτε στόν οὐρανό, γιατί εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στή γῆ, γιατί εἶναι τό σκαμνί ὅπου πατοῦν τά πόδια του. Οὔτε στά Ἱεροσόλυμα, γιατί εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου βασιλιά. Οὔτε στό κεφάλι σας νά ὁρκιστεῖτε, γιατί δέν μπορεῖτε νά κάνετε οὔτε μιά τρίχα του ἄσπρη ἤ μαύρη. Ὁ λόγος σας ἄς εἶναι ἁπλά «ναί» καί «ὄχι». Ὅ,τι περισσότερο πεῖτε ἀπό τό «ναί» καί τό «ὄχι», προέρχεται ἀπό τόν πονηρό διάβολο (Ματθ. 5, 34-37).

Προπαντός, ἀδελφοί μου, νά μήν ὁρκίζεστε οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ οὔτε πουθενά ἀλλοῦ. Ἀλλ᾽ ἄς εἶναι τό «ναί» σας πραγματικό «ναί» καί τό «ὄχι» σας πραγματικό «ὄχι», γιά νά μή βρεθεῖτε κατηγορούμενοι στήν τελική κρίση (ἤ καί γιά νά μήν πέσετε σέ ὑποκρισία καί ψευδολογία) (Ἰακ. 5, 12).

6. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν εἶναι ἐκδικητικοί, οὔτε ν᾽ ἀνταποδίδουν κακό στό κακό.

Ἐγώ σᾶς λέω νά μήν ἀντιστέκεστε στόν κακό ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἄν κάποιος σέ χτυπήσει στό ἕνα μάγουλο, ἐσύ γύρισέ του καί τό ἄλλο γιά νά στό χτυπήσει κι αὐτό (Ματθ. 5, 39).

Ἄν κάποιος θελήσει νά σέ πάρει ἀγγαρεία γιά ἕνα χιλιόμετρο, ἐσύ πήγαινε μαζί του δύο (Ματθ. 5, 41).

Νά προσεύχεστε γιά κείνους πού σᾶς καταριοῦνται, νά εὐεργετεῖτε ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν, καί νά παρακαλεῖτε τό Θεό γιά κείνους πού σᾶς πειράζουν καί σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 5, 44).

Ἄν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μήν τοῦ τό ἀνταποδίδετε. (Ρωμ. 12, 17).

Μή ζητᾶτε, ἀδελφοί, νά ὑπερασπίζετε μέ ἐκδικήσεις τόν ἑαυτό σας, ἀλλά δώσετε τόπο στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ,πού θά ἔρθει καί θά πάρει ἐκδίκηση στήν ὥρα τῆς κρίσεως (Ρωμ. 12, 19).

Ἄν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του νά τρώει. Ἄν διψᾶ, δίνε του νά πίνει (Ρωμ. 12, 20).

Μήν ἀφήνεις νά σέ νικήσει τό κακό, ἀλλά νά νικᾶς τό κακό μέ τήν καλή σου διαγωγή (Ρωμ. 12, 21).

Νά μήν ἀντιδρᾶτε στό κακό μέ κακό καί στή βρισιά μέ βρισιά, ἀλλά τό ἀντίθετο. Στίς βρισιές δηλαδή νά ἀντιδρᾶτε μέ εὐλογίες (Α’ Πετρ. 3, 9).
Ἀγαπητέ, νά μήν παίρνεις γιά πρότυπο τό κακό, ἀλλά τό καλό. Ὅποιος κάνει τό καλό εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κάνει τό κακό δέν ἔχει γνωρίσει τό Θεό (Γ’ Ἰω. 11).

7. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν πηγαίνουν διόλου σέ δικαστήρια γιά τήν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους. Ἄν ὅμως κάποτε παραστεῖ σχετική ἀνάγκη, ἄς προτιμήσουν νά βάλουν κριτή στή διαφορά τους ἕναν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, παρά νά καταφύγουν στά κοσμικά δικαστήρια.

Ἄν κάποιος θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο γιά νά σοῦ πάρει τό σακάκι, ἄφησέ του καί τό πανωφόρι (Ματθ. 5, 40).

Καί μόνο τό γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἔχετε δίκες μεταξύ σας, ἀποτελεῖ ἤδη πλήρη ἀποτυχία σας. Ἄς προτιμᾶτε νά εἶστε οἱ ἀδικημένοι καί ζημιωμένοι, παρά ν᾽ ἀδικεῖτε καί νά ζημιώνετε τούς ἄλλους, καί μάλιστα τούς ἀδελφούς σας χριστιανούς. Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δέν θά κληροομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μήν ἔχετε αὐταπάτες: Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε φιλάργυροι οὔτε μοιχοί οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε σοδομίτες οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε κατήγοροι οὔτε ἅρπαγες (Α’ Κορ. 6, 7-9).

Ὅταν κάποιος ἔχει μιά διαφορά μ᾽ ἕναν ἄλλο χριστιανό, πῶς τολμᾶ νά καταφεύγει στήν κρίση τῶν ἄδικων κοσμικῶν δικαστῶν καί ὄχι στήν κρίση καί τή διαιτησία τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας; (Α’ Κορ. 6, 1).

8. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν κατακρίνουν.

Μήν κατακρίνετε τούς ἄλλους, γιά νά μήν κατακριθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπό τό Θεό. Μέ τό κριτήριο πού κρίνετε θά κριθεῖτε, καί μέ τό μέτρο πού μετρᾶτε θά μετρηθεῖτε. Γιατί βλέπεις τό σκουπιδάκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καί δέ νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι πού εἶναι στό δικό σου μάτι; (Ματθ. 7, 1-3).

Ἔνοχος καί ἀνυπολόγητος εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἐσύ πού γίνεσαι κριτής τῶν ἄλλων. Γιατί, κρίνοντας τόν ἄλλο, καταδικάζεις τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου, ἀφοῦ κι ἐσύ κάνεις τά ἴδια κακά πού κάνει ἐκεῖνος (Ρωμ. 2, 1).

Μήν κάνετε, ἀδελφοί, καμιά κρίση πρίν ἀπό τόν καιρό τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος θά ρίξει τότε φῶς σέ ὅσα ἔργα εἶναι τώρα κρυμμένα στό σκοτάδι, καί θά φανερώσει τούς κρυφούς λογισμούς τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων (Α’ Κορ. 4, 5).

Μήν κακολογεῖτε καί κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀδελφοί. Ὅποιος κατηγορεῖ ἤ κατακρίνει τόν ἀδελφό του, κατηγορεῖ καί κατακρίνει τόν ἴδιο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν κρίνεις τό νόμο τοῦ Θεοῦ, δέν εἶσαι τηρητής καί ὑποκείμενος στό νόμο, ἀλλά κριτής καί ἀνώτερός του. Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καί ὁ κριτής, ὁ Χριστός, πού ἔχει τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἤ νά τόν κολάσει. Ἐνῶ ἐσύ ποιός εἶσαι πού κρίνεις τόν ἄλλο; (Ἰακ. 4, 11-12).

9. Ἄν οἱ χριστιανοί δέν συγχωροῦν τά σφάλματα τῶν ἀδελφῶν τους, οὔτε ὁ Θεός θά συγχωρήσει τά δικά τους σφάλματα.
Ἄν ἐσεῖς συγχωρήσετε τά σφάλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, θά συγχωρήσει καί τά δικά σας σφάλματα ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δέν συγχωρήσετε τά σφάλματα τῶν ἄλλων, οὔτε τά δικά σας σφάλματα θά συγχωρήσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας (Ματθ. 6, 14-15).

Οὐράνιε Πατέρα, χάρισέ μας τά χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθώς κι ἐμεῖς τά χαρίζουμε στούς δικούς μας ὀφειλέτες (ὅσους μᾶς ἔχουν ἀδικήσει) (Ματθ. 6, 12).

«Κακέ δοῦλε, σοῦ χάρισα ὅλο σου τό χρέος, δέκα χιλιάδες τάλαντα (ὑπέρογκο ποσό), ἐπειδή μέ παρακάλεσες. Δέν ἔπρεπε κι ἐσύ νά σπλαχνιστεῖς τό σύνδουλό σου, ὅπως ἐγώ σπλαχνίστηκα ἐσένα, καί νά τοῦ χαρίσεις τά ἑκατό δηνάρια (ἀσήμαντο ποσό) πού σοῦ χρωστοῦσε;» Καί ὀργίστηκε ὁ Κύριος του καί παρέδωσε τό δοῦλο ἐκεῖνο στούς βασανιστές, ὥσπου νά ξεπληρώσει ὅλο του τό χρέος. Ἔτσι θά κάνει καί σέ σᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ἄν δέν συγχωρήσετε μ᾽ ὅλη σας τήν καρδιά τά σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας (Ματθ. 18, 32-35).

Ὅταν στέκεστε νά προσευχηθεῖτε, νά συγχωρεῖτε ὅποιο παράπονο ἤ λύπη ἔχετε ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ σας, γιά νά συγχωρήσει καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τά δικά σας σφάλματα (Μάρκ. 11, 25).

Ἄν ὁ ἀδελφός σου σοῦ κάνει κακό, ἐπιτίμησέ τον. Κι ἄν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. Ἀλλά κι ἄν ἑφτά φορές τή μέρα σοῦ κάνει κακό, κι ἔρθει ἄλλες τόσες καί σοῦ πεῖ «μετανοῶ», συγχώρεσέ τον (Λουκ. 17, 3-4).

10. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά κάνουν ἐλεημοσύνες, ἀλλά καί νά προσεύχονται καί νά νηστέυουν, ὄχι ὅμως ὑποκριτικά, γιά νά τούς δοξάσουν δηλαδή καί νά τούς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά μόνο γιά τό Θεό.

Προσέχετε νά μήν κάνετε τήν ἐλεημοσύνη σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, γιά νά σᾶς βλέπουν καί νά σᾶς θαυμάζουν. Ἀλλιῶς, μήν περιμένετε ἀνταμοιβή ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα σας. Ὅταν λοιπόν ἐσύ κάνεις ἐλεημοσύνη, κάνε την τόσο κρυφά, πού τό ἀριστερό σου χέρι νά μήν ξέρει τί κάνει τό δεξί (Ματθ. 6, 1 καί 3).

Ὅταν προσεύχεσαι χριστιανέ, νά μήν εἶσαι σάν τούς ὑποκριτές, πού τούς ἀρέσει νά στέκονται καί νά προσεύχονται ἐπιδεικτικά στίς ἐκκλησίες καί στά σταυροδρόμια, γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους ὅτι προσεύχονται. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτή εἶναι ὅλη ἡ ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν προσεύχεσαι, μπές στόν πιό ἀπόκρυφο χῶρο σου (δηλαδή τήν καρδιά), κλεῖσε τή πόρτα (δηλαδή τίς αἰσθήσεις) καί προσευχήσου μυστικά στόν κρυμένο καί ἀόρατο Πατέρα σου. Κι Ἐκεῖνος, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σέ ἀνταμείψει φανερά (Ματθ. 6, 5-6).

Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, πού ἀλλοιώνουν κατάλληλα τήν ὄψη τους γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτοί παίρνουν ἐδῶ μόνο τήν ἀμοιβή τους, ἀπό τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἐσύ ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τά μαλλιά σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, γιά νά μή δείξεις στούς ἀνθρώπους τή νηστεία σου, ἀλλά μόνο στό Θεό καί Πατέρα σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις. Καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά (Ματθ. 6, 16-18).

11. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά φροντίζουν γιά τήν ἀπόκτηση ὄχι ἐπίγειων ἀλλά οὐράνιων θησαυρῶν. Καί οἱ πλούσιοι οφείλουν νά κλαῖνε καί νά θρηνοῦν γιά τά πλούτη τους, παρά νά ὑπολογίζουν σ᾽ αὐτά.

Μή μαζεύετε πλούτη πάνω στή γῆ, ὅπου τά ἀφανίζουν ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τά κλέβουν. Νά μαζεύετε θησαυρούς οὐράνιους, πού δέν τούς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, καί πού οἱ κλέφτες δέν μποροῦν νά κάνουν διάρρηξη καί νά τούς κλέψουν. Γιατί ὅπου εἶναι τά πλούτη σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας (Ματθ. 6, 19-21).

Ἀλλοίμονο σέ σᾶς τούς πλουσίους, γιατί ἔχετε στόν κόσμο τοῦτο τήν παρηγοριά σας ἀπό τόν πλοῦτο, καί γι᾽ αὐτό δέν σᾶς μένει ν᾽ ἀπολαύσετε τίποτα στήν ζωή (Λουκ. 6, 24).

Σᾶς βεβαιώνω ὅτι δύσκολα θά μπεῖ πλούσιος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 23).

Πουλῆστε τά ὑπάρχοντά σας καί δῶστε ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς. Ἀποκτῆστε πορτοφόλια πού δέν παλιώνουν, καί πλούτη στόν οὐρανό πού δέν σώνονται ποτέ, καί πού οὔτε κλέφτης τά ἀγγίζει οὔτε σκόρος τά καταστρέφει (Λουκ. 12, 33).

Ὁ καθένας ἀπό σᾶς πού δέν ἀπαρνιέται ὅ,τι ἔχει στή ζωή αὐτή, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου (Λουκ. 14, 33).

Στούς πλούσιους αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νά παραγγέλλεις νά μήν ὑπερηφανεύονται οὔτε νά στηρίζουν τίς ἐλπίδες τους σέ κάτι ἀβέβαιο, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἀλλά στό ζωντανό Θεό, πού μᾶς δίνει πλουσιοπάροχα ὅλα τ᾽ ἀγαθᾶ, γιά νά τ᾽ ἀπολαμβάνουμε (Α’ Τιμ. 6, 17).

Ἀκοῦστε με κι ἐσεῖς οἱ πλούσιοι. Κλάψτε καί θρηνῆστε γιά τίς συμφορές πού σᾶς περιμένουν. Ὁ πλοῦτος σας σάπισε καί τά ροῦχα σας τά ᾽φαγε ὁ σκόρος. Τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι σας κατασκούριασαν, καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι μάρτυρας ἐναντίον σας καί θά καταφάει τίς σάρκες σας σάν τή φωτιά. Κι ἐνῶ πλησιάζει ἡ κρίση, ἐσεῖς μαζεύετε θησαυρούς (Ἰακ. 5, 1-3).

Νά, κραυγάζει ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν πού θέρισαν τά χωράφια σας, κι ἐσεῖς τούς τόν στερήσατε. Καί οἱ κραυγές τῶν ἀδικημένων θεριστῶν ἔφτασαν ὥς τ᾽ αὐτιά τοῦ παντοδύναμου Κυρίου (Ἰακ. 5, 4).

12. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μή μεριμνοῦν γιά τ᾽ ἀγαθά τῆς γῆς, οὔτε ν᾽ ἀγαποῦν τόν κόσμο καί τά κοσμικά πράγματα, ἀλλά νά ἐπιζητοῦν τά αἰώνια καί οὐράνια ἀγαθά.

Μήν ἔχετε ἄγχος καί μήν ἀρχίσετε νά λέτε «τί θά φᾶμε;» ἤ «τί θά πιοῦμε;» ἤ «τί θά φορέσουμε;» ἐπειδή γιά ὅλ᾽ αὐτά ἀγωνιοῦν οἱ ἄπιστοι μόνο (Ματθ. 6, 31-32).

Νά ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καί ὅλ᾽ αὐτά θά σᾶς δοθοῦν ἀπό τό Θεό σάν χάρισμα, χωρίς νά τά ζητᾶτε (Ματθ. 6, 33).

Τοῦτο σᾶς λέω, ἀδελφοί, ὅτι ὁ καιρός τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι λιγοστός, ἔτσι ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχουν, νά μήν εἶναι δηλαδή προσκολλημένοι σ᾽ αὐτές. Κι ἐκεῖνοι πού κλαῖνε καί θλίβονται γιά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου, νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ κάτι θλιβερό. Καί ὅσοι δοκιμάζουν χαρές, νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχουν λόγο νά χαίρονται. Καί ὅσοι ἀγοράζουν ὑλικά πράγματα, νά ἀντιμετωπίζουν τ᾽ ἀγορασμένα σάν νά μήν πρόκειται νά τ᾽ ἀπολαύσουν. Καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τ᾽ ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, ν᾽ ἀποφεύγουν κάθε ὑπέρμετρη ἀπόλαυσή τους καί μόνο στ᾽ ἀναγκαῖα νά ἀρκοῦνται. Γιατί ἡ σημερινή μορφή αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου δέν θά κρατήσει πολύ, ἀλλά περνᾶ καί φεύγει συνεχῶς (Α’ Κορ. 7, 29-31).

Ἐμεῖς οἱ χριστανοί δέν στοχεύουμε σ᾽ αὐτά πού βλέπονται, ἀλλά σ᾽ αὐτά πού δέν βλέπονται μέ τά σωματικά μάτια. Γιατί ὅσα βλέπονται εἶναι προσωρινά, ἐνῶ ὅσα δέν βλέπονται εἶναι αἰώνια (Β’ Κορ. 4, 18).

Ἐμεῖς εἴμαστε πολίτες τ᾽ οὐρανοῦ, ἀπ᾽ ὅπου περιμένουμε νά ἔρθει καί νά μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός (Φιλιπ. 3, 20).

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν ἔχουμε σ᾽ αὐτό τόν κόσμο τή μόνιμη πατρίδα μας, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική οὐράνια πατρίδα (Ἑβρ. 13, 14).

Προδότες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Δέν ξέρετε ὅτι ἡ ἀγάπη γιά τόν ἁμαρτωλό κόσμο εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος λοιπόν θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ (Ἰακ. 4, 4).

Ἀγαπητοί, μήν ἀγαπᾶτε τόν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἄν κάποιος ἀγαπᾶ τόν κόσμο, δέν ἔχει μέσα του τήν ἀγάπη γιά τόν οὐράνιο Πατέρα (Α’ Ἰω. 2, 15).

13. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλά νά εἶναι ταπεινοί καί ν᾽ ἀγαποῦν ταπεινά.

Ὅποιος ταπεινώσει τόν ἑαυτό του σάν τό παιδάκι τοῦτο, αὐτός εἶναι μεγαλύτερος ἀπ᾽ ὅλους στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 18, 4).

Ὅποιος ὑψώσει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ. Καί ὅποιος ταπεινώσει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ (Ματθ. 23, 12).

Ἀδελφοί, νά μήν εἶστε φαντασμένοι, ἀλλά νά συγκαταβαίνετε στούς ἁπλοϊκούς καί ταπεινούς χριστιανούς, καί νά τούς συναναστρέφεστε, συμμεριζόμενοι τήν ἀσημότητά τους (Ρωμ. 12, 16).

Μέ ταπεινοφροσύνη ἄς θεωρεῖ ὁ καθένας τόν ἄλλον ἀνώτερό του (Φιλιπ. 2, 3).

Ταπεινωθεῖτε μπροστά στόν Κύριο, κι Ἐκεῖνος θά σᾶς ὑψώσει (Ἰακ. 4, 10).

Οἱ νεώτεροι νά ὑποτάσσεστε στούς πρεσβυτέρους. Κι ὅλοι μαζί, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ζωστεῖτε τήν ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὁ Θεός ἐναντιώνεται στούς ὑπερήφανους, στούς ταπεινούς ὅμως δίνει τή χάρη Του. Ταπεινῶστε λοιπόν τούς ἑαυτούς σας κάτω ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά σᾶς ὑψώσει τήν ὥρα τῆς κρίσεως (Α’ Πέτρ. 5, 5-6).

14. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν ν᾽ ἀντιμετωπίζουν μέ ὑπομονή ὅλες τίς θλίψεις πού τούς βρίσκουν.

Ἐκεῖνος πού θά ὑπομείνει ὥς τό τέλος τίς δοκιμασίες, αὐτός μόνο θά σωθεῖ (Ματθ. 24, 13).

Μέ τήν ὑπομονή σας θά σώσετε τίς ψυχές σας (Λουκ. 21, 19).

Ἡ θλίψη φέρνει σιγά-σιγά τήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή τή σταθερότητα στήν ἀρετή, καί ἡ σταθερότητα στήν ἀρετή τήν ἐλπίδα στό Θεό (Ρωμ. 5, 3-4).

Νά ἔχετε ὑπομονή στίς δοκιμασίες (Ρωμ. 12, 11).

Ἄν δείχνουμε ὑπομονή στίς θλίψεις, θά βασιλεύσουμε μαζί μέ τό Χριστό στή μέλλουσα ζωή (Β’ Τιμ. 2, 12).

Νά ἐπιδιώκεις τήν ὑπομονή (Α’ Τιμ. 6, 11).

Ἀδελφοί, νά ὑπομένετε μέ καρτερία κάθε παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας πώς ὁ Θεός σᾶς μεταχειρίζεται σάν παιδιά ου (Ἑβρ. 12, 7).

Σᾶς χρειάζεται ὑπομονή, γιά νά κάνετε σταθερά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά πάρετε τήν ἀμοιβή πού σᾶς ὑποσχέθηκε (Ἑβρ. 10, 36).

Μέ ὑπομονή ἄς τρέχουμε τόν ἀγώνα πού ἔχουμε μπροστά μας (Ἑβρ. 12, 1).

Καλότυχος εἶναι ὁ χριστιανός πού σηκώνει μέ ὑπομονή τίς δοκιμασίες, γιατί, ἀφοῦ ὑποστεῖ μέ ἐπιτυχία τίς δοκιμασίες, θά κερδίσει τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός σ᾽ ὅσους Τόν ἀγαποῦν (Ἰακ. 1, 12).

Ἡ ὑπομονή σας ἄς εἶναι ἀκλόνητη καί διαρκής, γιά νά γίνετε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι καί νά μήν ὑστερεῖτε σέ τίποτα (Ἰακ. 1, 4).

Κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀδελφοί, γιά νά προσθέσετε πάνω στήν αὐτοκυριαρχία τήν ὑπομονή, καί πάνω στήν ὑπομονή τήν εὐσέβεια (Β’ Πέτρ. 1, 6).

Ἐδῶ θά φανεῖ ἡ ὑπομονή ὅσων ἀνήκουν στό λαό τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 14, 12).

15. Οἱ χριστανοί ὀφείλουν νά μήν παραδίδονται στίς κοσμικές φροντίδες καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, οὔτε νά ζοῦν μέ ἀμέλεια καί πνευματική ραθυμία, ἀλλά νά βρίσκονται πάντοτε σέ πνευματική ἐγρήγορση καί ἑτοιμότητα, περιμένοντας τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.

Νά ἀγρυπνεῖτε, γιατί δέν ξέρετε ποιά ὥρα θά ἔρθει ὁ Κύριός σας. Καί νά ξέρετε τοῦτο: Ἄν γνώριζε ὁ ἰδιοκτήτης ἑνός σπιτιοῦ ποιά ὥρα τῆς νύχτας θά ᾽ρθει ὁ κλέφτης, θά ξαγρυπνοῦσε καί δέν θ᾽ ἄφηνε νά διαρρήξουν τό σπίτι του. Γι᾽ αὐτό κι ἐσεῖς νά εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι, γιατί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά ἔρθει τήν ὥρα πού δέν Τόν περιμένετε (Μτθ. 24, 42-44).

Σέ ὅλους σας τό λέω: Ἀγρυπνεῖτε! (Μαρκ. 13, 37).

Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεστε, γιά νά μή σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός. Τό πνεῦμα σας εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα σας ὅμως ἀδύναμη (Μαρκ. 14, 38).

Ἡ μέση σας ἄς εἶναι ζωσμένη καλά (δηλαδή νά εἶστε ἕτοιμοι) καί τά λυχνάρια σας ἄς εἶναι πάντα ἀναμένα (δηλαδή ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά σας πάντα νά βρίσκονται σέ προσοχή καί ἐγρήγορση). Νά μοιάσετε στούς ὑπηρέτες ἐκείνους πού περιμένουν πότε ὁ Κύριός τους θά γυρίσει ἀπό τή γαμήλια τελετή ὥστε, μόλις ἔρθει καί χτυπήσει τήν πόρτα, ἀμέσως νά τοῦ ἀνοίξουν. Μακάριοι εἶναι οἱ ὑπηρέτες ἐκεῖνοι πού, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριός τους, θά τούς βρεῖ ν᾽ ἀγρυπνοῦν καί νά τόν περιμένουν (Λουκ. 12, 35-37).

Προσέχετε καλά τούς ἑαυτούς σας. Προσέχετε μήν παραδοθεῖτε στήν κραιπάλη καί στό μεθύσι καί στήν ἀγωνία γιά τίς καθημερινές ἀνάγκες, γιατί θά γίνουν βαριές καί κοιμισμένες ἀπ᾽ αὐτά οἱ καρδιές σας, καί θά σᾶς αἰφνιδιάσει ἔτσι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατί θά ᾽ρθει σάν παγίδα σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού κατοικοῦν στή γῆ. Νά εἶστε λοιπόν ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί, παρακαλώντας κάθε ὥρα καί στιγμή τό Θεό νά σᾶς ἀξιώσει νά γλυτώσετε ἀπ᾽ ὅλα τά φοβερά πού μέλλουν νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου (Λουκ. 21, 34-36).

Ἦρθε πιά ἡ ὥρα νά σηκωθοῦμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας, ἀδελφοί. Γιατί τώρα ἡ τελική σωτηρία βρίσκεται πιό κοντά μας παρά τότε πού πιστέψαμε. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς ὅπου νά ᾽ναι φεύγει, καί ἡ μέρα τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς κοντεύει νά ἔρθει (Ρωμ. 13, 11-12).

Σήκω πάνω ἐσύ, πού κοιμᾶσαι τόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, καί ἀναστήσου ἀπό τήν πνευματική νέκρα, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός (Ἐφεσ. 5, 14).
Ἄς μήν κοιμόμαστε, καθώς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ἄς εἴμαστε ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Ὅσοι κοιμοῦνται, τή νύχτα κοιμοῦνται. Καί ὅσοι μεθοῦν, τή νύχτα μεθοῦν. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ὅμως, σάν ἄνθρωποι τῆς ἡμέρας, ἄς εἴμαστε προσεκτικοί (Α’ Θεσ. 5, 6-8).

Μή σβύνετε μέ τήν ἀμέλεια τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἔχετε (Α’ Θεσ. 5, 19).

Μήν εἶστε ὀκνηροί σ᾽ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε προθυμία καί ζῆλο. Νά ἔχετε φλογερό πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε μ᾽ ἀφοσίωση τόν Κύριο (Ρωμ. 12, 11).

Ζήσατε πάνω στή γῆ μέ ἀπολαύσεις καί σπατάλες. Παχύνατε τίς καρδιές σας σάν τά θρεφτάρια, πού τά ἑτοιμάζουν γιά σφάξιμο. (Ἔτσι θά εἶναι καί γιά σᾶς ἡ μέρα τῆς κρίσεως μέρα σφαγῆς σας) (Ἰακ. 5, 5).

Νά εἶστε προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλός σας διάβολος περιφέρεται σάν τό λιοντάρι πού βρυχιέται, ζητώντας νά καταβροχθίσει κάποιον ἀπό σᾶς, πού στέκεστε στερεοί στήν πίστη (Α’ Πέτρ. 5, 8).

Ἀγρύπνα!… Γιατί ἄν δέν ἀγρυπνᾶς, θά ᾽ρθω σάν τόν κλέφτη, καί δέν θά ξέρεις ποιά ὥρα θά ᾽ρθω νά σέ κρίνω (Ἀποκ. 3, 2 καί 3).

16. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μετανοοῦν διαρκῶς ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους.

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἐμφανίσθηκε στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, κηρύττοντας καί λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 1-2).

Ἀπό τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).

Ἄν δέν μετανοήσετε, θά χαθεῖτε ὅλοι σας μέ τόν ἴδιο τρόπο (Λουκ. 13, 3).

Μετανοῆτε, ἀδελφοί, καί ἐπιστρέψτε στό Θεό, γιά νά ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας καί νά βρεῖτε ἀνακούφιση ἀπό τόν Κύριο (Πράξ. 3, 19).

Μετανόησε καί κάνε πάλι τά προηγούμενα καλά ἔργα, πού ἔκανες. Ἀλλιῶς, ἄν δέν μετανοήσεις, ἔρχομαι γρήγορα καταπάνω σου καί μετακινῶ τό λυχνοστάτη σου, δηλαδή τήν Ἐκκλησία σου, ἀπό τόν τόπο του (Ἀποκ. 2, 5).

17. Οἱ χριστιανοί, ἄν δέν ξεπεράσουν στά καλά ἔργα τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν μπαίνουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ἄν ἁμαρτάνουν, θά κολαστοῦν βαρύτερα ἀπό τούς ἀπίστους.

Ἄν ἡ εὐσέβειά σας δέν ξεπεράσει τήν εὐσέβεια τῶν γραμματέων καί τῶν φαρισαίων, δέν θά μπεῖτε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 5, 20).

Ἐκεῖνος ὁ δοῦλος πού ξέρει ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ κυρίου του, δέν ἑτοιμάζει ὅμως οὔτε κάνει ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος, θά τιμωρηθεῖ αὐστηρά. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού δέν ξέρει τό θέλημα τοῦ κυρίου του καί κάνει κάτι ἀξιόποινο, θά τιμωρηθεῖ πιό ἐλαφρά. Γιατί σ᾽ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θά τοῦ ζητηθοῦν. Καί σ᾽ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θά τοῦ ζητηθοῦν (Λουκ. 12, 47-48).

Ὅσοι ἁμάρτησαν χωρίς νά ξέρουν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, θά καταδικαστοῦν ὄχι μέ κριτήριο τό νόμο (δηλαδή ἐλαφρότερα). Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τό νόμο, θά δικαστοῦν μέ κριτήριο τό νόμο (δηλαδή βαρύτερα) (Ρωμ. 2, 12).

Θά ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτούς νά μήν εἶχαν γνωρίσει τό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας, παρά, ἀφοῦ τήν γνωρίσουν, νά ἐγκαταλείψουν τήν ἁγία ἐντολή πού τούς παραδόθηκε (Β’ Πέτρ. 2, 21).


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Μάιος 12, 2014 1:17 pm

Θεοφάνους Κεραμέως - Ομιλία στο Ε΄ Εωθινό Ευαγγέλιο
Εικόνα
May 10, 2014

«Οἱ δύο Μαθητές πρός Ἐμμαούς. Ποιός εἶναι αὐτὸς πού δὲν κατονομάζεται;» (Λουκ.κδ’, 12-13]

«Ὁ Πέτρος σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸ μνῆμα· καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε εἶδε τά σάβανα μόνα τους (χωρὶς τὸ σῶμα) καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του θαυμάζοντας τὸ γεγονός. Τὴν ἴδια ἡμέρα, δύο ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς μαθητὲς) πήγαιναν σὲ κάποιο χωριό, πού ἀπεῖχε ἕνδεκα περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν Ἱερουσαλὴμ καὶ λεγόταν Ἐμμαούς».

Ἡ ζωηφόρος ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, δὲν ἀποδεικνύεται στοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ παραπάνω σημεῖο, ἀλλὰ πρῶτα ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν αὐτὴν οἱ μαθήτριες πού μετέφεραν τὰ ἀρώματα. Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὲς οἱ μαθητὲς τῶν μαθητῶν, δύο ἀπό τούς ὁποίους ἦταν αὐτοὶ πού βάδιζαν πρὸς τὸ χωριὸ Ἐμμαούς τὴν ἴδια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐνεργήθηκε τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἀναστάσεως.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ ἑνός, ἐνῶ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἔκανε πολλοὺς νὰ κάνουν διαφόρους συλλογισμοὺς γιὰ τὸ ὄνομα. Ἄλλοι ὑποστήριξαν μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Ναθαναὴλ ὁ Κανανίτης, ἄλλοι ὁ Σίμωνας καὶ ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιὸ πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς (τὸ πρόσωπο πού ἀποκρύβεται), ὁ συγγραφέας αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ συστολὴ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι μαντεύουμε κάτι παράλογο, ἂς φέρουμε ἐδῶ ὡς ἀξιόπιστο μάρτυρα τὸν Συμεών, ὁ ὁποῖος συνέθεσε τὶς μεταφράσεις μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Αὐτὸς λοιπὸν ἀναφέρει αὐτὸ στὸ ὑπόμνημά του στὸν ἱερὸ Λουκᾶ.

«Οἱ δύο Μαθητές συζητοῦν λυπημένοι». (Λουκ. κδ’, 14)

Αὐτοὶ λοιπὸν βάδιζαν τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἐμμαούς. Ἦταν θορυβημένοι γι’ αὐτὸ πού εἶχε συμβεῖ στὸν Κύριο, γεμάτοι ἀνήσυχες σκέψεις καὶ βυθισμένοι στὴ λύπη. Συνηθίζει δέ, σὲ παρόμοιες περιστάσεις, ἡ διήγηση ὅσων ἔχουν συμβεῖ νὰ καταπραύνει τὴ σφοδρότητα τῆς λύπης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φυγαδεύεται (ἡ λύπη) κάπως, ὅταν φέρνουμε στὴ μνήμη καὶ διηγούμαστε αὐτὰ πού ἔχουν συμβεῖ, πράγμα πού καὶ αὐτοὶ ἔκαναν καθὼς βάδιζαν, ζωντανεύοντας τὰ γεγονότα στὴ μνήμη τους καὶ μετριάζοντας τὸ βάρος τῆς λύπης συζητώντας γι’ αὐτά. «Καί αὐτοί», λέει, «μιλοῦσαν μεταξύ τους, γιὰ ὅλα αὐτὰ πού εἶχαν συμβεῖ».

«Ὁ Ἰησοῦς πλησιάζει τους δύο Μαθητὲς καὶ συνομιλεῖ μαζί τους» (Λουκ.κδ’, 15· 16· 17· 18)

Ἀλλ’ αὐτὸς πού βρίσκεται παντοῦ πορευόταν συγχρόνως μαζὶ μὲ αὐτοὺς χωρὶς νὰ φαίνεται, ἀκούγοντας προσεκτικὰ τὰ λόγια πού προέρχονταν ἀπὸ ὀλιγοψυχία. Ἔπειτα ἀποκαλύπτει σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνει θεατός. Δὲν ἀποκαλύφθηκε, βέβαια, ὥστε νὰ τὸν γνωρίζουν ποιὸς ἀκριβῶς ἦταν, ἀλλ’ ἀφοῦ πλησίασε σὰν κάποιος ξένος ὁδοιπόρος βάδιζε μαζί τους ἀπὸ κοντά. «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τοὺς πλησίασε καὶ βάδιζε μαζί τους», καὶ, σὰν νὰ ἀγνοοῦσε, ζητοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία τῆς λύπης.

«Τί εἶναι αὐτὰ τά λόγια πού συζητᾶτε μεταξύ σας περπατώντας καί γιατί εἶστε περίλυποι»; Ἐκεῖνοι, ὅμως, νομίζοντας ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ὅτι βλέπουν κάποιον ἄνδρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἐπιτιμοῦν, γιατί εἶναι τόσο ἀνόητος, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε αὐτὰ πού ἦταν σὲ ὅλους προφανῆ καὶ γνωστά. Ὁ ἄλλος, ὅμως, ἀπὸ αὐτούς, ὁ Κλεόπας, τὸν ὁποῖο τὰ Πανάρια τοῦ Ἐπιφανίου ἀναφέρουν ὡς ἀνηψιὸ τοῦ Κυρίου, τὸν ἐπιτίμησε. Αὐτός, λοιπόν, ρίχνοντάς του ἕνα βλοσυρὸ βλέμμα (τοῦ εἶπε)· «Ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες αὐτά πού ἔγιναν σ’ αὐτήν αὐτές τίς ἡμέρες;». Δὲν λέει αὐτό, ὅτι εἶσαι προσωρινὸς κάτοικος πού ἦλθες ἀπὸ ξένα μέρη καὶ διαμένεις στὴν πόλη. Διότι ὑποψιαζόταν ὅτι δὲν εἶναι προσωρινός, ἀλλά μόνιμος πολίτης.

Ἡ λέξη ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοια· «Σύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἔμαθες αὐτὰ πού ἔγιναν σ’ αὐτήν;». Βέβαια, ἦταν προσωρινὸς κάτοικος, πού ἀντάλλαξε τὴν γήινη προσωρινὴ κατοικία του μὲ τὴν οὐράνια κατοικία, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὴν οὐράνια πατρίδα τὴν ἀνθρώπινη φύση, πού ἀπέλαβε τὴν γήϊνη πατρίδα μετὰ τὴν πτώση, καὶ πού γι’ αὐτὸ θρηνεῖ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο. Γιατί ἡ παραμονή μου στὴν ξένη γῆ παρατάθηκε γιὰ πολύ».

«Διαψεύδονται οἱ ἀντιλήψεις τῶν Μαθητῶν περὶ κοσμικοῦ Μεσσία-ἐλευθερωτῆ» (Λουκ.κδ’, 19, 20, 21).

Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε• «Ποῖα;» Καί ἐκεῖνοι Τοῦ ἀπάντησαν· «Τά σχετικά μέ τὸν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, ὁ ὁποῖος ἦταν προφήτης». Αὐτὸς ὅμως προσποιούμενος ἀκόμα ἄγνοια ἀντέταξε· «Ποιά;» Τότε ὁ Κλεόπας ἀρχίζει νὰ διηγεῖται καὶ νὰ ἀπαριθμεῖ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη πού εἶχαν (γι’ αὐτά). «Προφήτης», γιατί αὐτὸ νόμιζαν, ἐπειδὴ δὲν ἔφταναν σὲ ὑψηλότερη γνώμη (γιὰ τὸν Χριστὸ). «Δυνατὸς στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν παρρησία τῆς διδασκαλίας καὶ στὴ δύναμη τῶν θαυμάτων. Γιατί τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ τὰ χαρακτήριζε μιὰ γλυκειά πειστικότητα, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔλεγχε τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σαγήνευε τοὺς ὄχλους, ὥστε καὶ οἱ ἀντίθετοι νὰ φτάνουν στὸ συμπέρασμα· «Ποτὲ στὸ παρελθὸν δὲν μίλησε ἔτσι ἄνθρωπος».

Τὰ ἔργα, ἐπίσης, τὰ ἀκολουθοῦσε κάποια θεϊκὴ δύναμη, ἡ ὁποία θεράπευε τὶς ἀσθένειες μόνο μὲ ἕνα νεῦμα καὶ μὲ τὴ σφοδρότητα τῆς θελήσεως, ὥστε πάλι νὰ ἀναβοοῦν οἱ ὄχλοι· «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα». Καὶ τὸ «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ», σημαίνει ὅτι ἀγαθοὶ θεωροῦνται πολλὲς φορὲς αὐτοὶ πού δείχνουν ὑποκριτικὰ μιὰ ἐξαιρετικὴ διαγωγή, εἶναι ὅμως μισητοὶ ἀπέναντι στὸν Θεό. Τὸ νὰ ἔχει ὅμως κάποιος καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν τελείων.

Ἔπειτα, διηγεῖται τὴν παράδοση (τοῦ Χριστοῦ) στὸν ἡγεμόνα καὶ τέλος τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ ὅτι διαψεύσθηκαν οἱ πολὺ μεγάλες ἐλπίδες πού εἶχαν. «Ἔμεῖς, ὅμως», λέει, «ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νά ἐλευθερώσει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ». Γιατί πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος διαφορετικὲς ἀντιλήψεις εἶχαν σχετικὰ μὲ τὸν Χριστὸ· νόμιζαν, δηλαδή, ὅτι θὰ βασίλευε σὲ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία καὶ ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀνέτρεπε τὴν ἐπικράτεια τῶν Ρωμαίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι, «Ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νὰ ἐλευθερώσει τό λαό τοῦ Ισραήλ». Ὅταν ὅμως, εἶδαν αὐτὸν νὰ ἒχει καταδικαστεῖ κατὰ ἀτιμωτικὸ τρόπο καὶ νὰ δέχεται ἕναν ἐπονείδιστο θάνατο, ἔφταναν σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα καὶ αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ὅτι στὸ παρελθὸν εἶχαν ξεγελαστεῖ ἀπὸ μάταιες ἐλπίδες.

Οἱ δύο Μαθητές δυσπιστοῦν στὴ μαρτυρία τῶν γυναικῶν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» (Λουκ. κδ’, 21• 22• 23• 24).

«Ὅμως σήμερα εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού ἔγιναν αὐτά». Σχεδὸν ἰσχυρίζεται αὐτό, ὅτι χάθηκε γιὰ μᾶς κάθε ἐλπίδα· γιατί ἡ αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού σταυρώθηκε καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἀρχίσει κιόλας ἡ σήψη τοῦ σώματος. Ἔπειτα, ἀναφέρει καὶ τὶς ὀπτασίες τῶν γυναικῶν, διηγώντας τες χωρὶς λεπτομέρειες.

«Ἀλλά καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας μᾶς ξάφνιασαν, γιατί, ὅταν πῆγαν πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα του, ἦρθαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶδαν καὶ μιὰ ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ζεῖ». Ὀνομάζει «ἔκσταση» τὸ εὐχάριστο ἄγγελμα, σὰν κάποιο θέαμα φανταστικὸ πού προξενεῖ ταραχή. «Μερικοὶ ἀπό τούς δικοὺς μας πῆγαν (στό μνημεῖο) καί βρῆκαν τά πράγ-ματα ἔτσι». Ἐδῶ ὑποδηλώνει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι εἶδαν βέβαια τὰ σάβανα, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν.

«Ὁ Κύριος ἐπιτιμᾶ τοὺς δύο Μαθητές».(Λουκ.κδ’ 25, 26·27·28).

Ἀπαλλάσσοντας αὐτοὺς ὁ Σωτήρας ἀπὸ τέτοιου εἴδους σκέψεις, τοὺς ἐπιτιμᾶ ἔντονα καὶ τοὺς ψέγει μὲ δριμύτητα ὡς βραδύνοες καὶ ἀνόητους ἀνθρώπους πού τοὺς εἶχε νικήσει ἡ νωθρότητα καὶ ἀγνοοῦσαν καὶ τοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς λέει· «Ὢ ἀνόητοι (ἀστόχαστοι), πού ἡ καρδιὰ σας εἶναι βραδυκίνητη (νωθρὴ) καί άργεῖ νὰ πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες». Ἔπειτα ἀποσαφηνίζει ὅσα ἔχουν προφητεύσει οἱ θεολόγοι σχετικὰ μὲ αὐτὸν καὶ ἀποδεικνύει, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει σταυρικὸ θάνατο μὲ σκοπὸ νὰ εὐεργετηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀφοῦ καθάρισε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ κάλυμμα τῶν νοητῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὶς ἀνόητες σκέψεις πού τοὺς κυρίευαν καὶ ἐνῶ ἡ μέρα τελείωνε, ὅταν πλησίασε στὸ χωριό, προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει πιὸ μακριά.

«Ὁ Κύριος δειπνεῖ μὲ τοὺς δύο μαθητές». (Λουκ.κδ’, 29, 30· 31·32)

Ἀλλ’ ὁ Κλεόπας ὅμως καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς πού ἦταν μαζί του, ἐπειδὴ εἶχαν ζεσταθεῖ οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ εἶχαν ἐνισχύσει τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἱερή πειστικότητα, ἔφερναν ἐμπόδια στὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν πίεζαν νὰ διανυκτερεύσει μαζί τους, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν περασμένη ὥρα. «Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τὸ βράδυ καὶ ἡ μέρα ἤδη τελειώνει». Κι ἐκεῖνος δεχόταν μὲ τὴ θέληση του τὴν ἧττα, ἔχοντας ὡς σκοπὸ νὰ τοὺς εἰσάγει σὲ πιὸ ὁλο-κληρωμένη γνώση. Ἐκεῖ τοῦ παραθέτουν τρὰπεζα μαζὶ μὲ ἄζυμο ψωμί. Διότι ἦταν ἡ Τρίτη μέρα ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα, περίοδος πού ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ἔνζυμου ἄρτου.

Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἀναγνωρίστηκε κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου φανερώνει τὸν ἑαυτό Του, καὶ ἀφοῦ φανερώθηκε πάλι κρυβόταν. Καὶ ἕνα παράδοξο πάθος εἶχε καταλάβει τοὺς μαθητές, πού μοιραζόταν ἀνάμεσα στὴ χαρὰ καὶ στὰ δάκρυα. Διότι αὐτὸν πού ζητοῦσαν, τὸν εἶχαν καὶ ταυτόχρονα αὐτὸν πού εἶχαν, τὸν ἀγνοοῦσαν, καὶ αὐτὸν πού βρῆκαν τὸν ἔχασαν. Χαίρονταν γιατί τὸν εἶδαν, καὶ ἔκλαιγαν ἔπειδὴ τὸν στερήθηκαν. Στενοχωροῦνταν ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, μετάνιωναν γιὰ ὅσα ἀσυλλόγιστα τοῦ ἒλεγαν. Ὅπως ἦταν φύσικό, κατηγοροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους γιὰ τὴ νωθρότητα πού ἐπέδειξαν, γιατί οὔτε ἡ χάρη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου τοὺς ὁδήγησε στὴν ἀναγνώρισή Του. «Ἡ καρδιά μας δὲν ἔκαιγε μέσα μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρὸμο καὶ μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»

Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Τὰ λόγια τοῦ Σωτήρα τὰ συνὸδευε κάποια ἀνέκφραστη καὶ φλογερὴ δύναμη, πού ζέσταινε τὸ νοῦ τῶν ἀκροατῶν καὶ ἐναπέθετε κάποια ἐρωτικὴ σπίθα πειστικότητας. Ἀπὸ αὐτὸ βέβαια καὶ τότε, καθὼς Ἐκεῖνος τοὺς ἑρμήνευε τὶς Γραφές, συνήθως ἔνιωθαν μιὰν ἐσωτερικὴ θερμότητα, γοητευμένοι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἕλξη πού ἐξασκοῦσε. Ἦταν, λοιπόν, μετανιωμένοι, ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ συνηθισμένο σῆμεῖο.

Οἱ Μαθητές διασταυρώνουν τίς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου» (Λουκ.κδ’, 33·34).

«Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα γύρισαν στὴν Ἱερουσαλήμ καί βρῆκαν συγκεντρωμένους τοὺς ἕνδεκα (μαθητὲς) καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, πού τούς ἔλεγαν ὅτι, πραγματικά, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ὅτι φανερώθηκε στό Σίμωνα». Ἡ φωτιὰ τοῦ πόθου δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἠρεμήσουν, οὔτε νὰ περιμένουν τὴν ἑπόμενη μέρα· ἀλλά ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια ὥρα, καὶ ἐνῶ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς σελήνης φώτιζε τὰ πάντα (διότι ἦταν τρίτη μέρα μετὰ τὴν πανσέληνο), ἔτρεχαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, ἐπειδὴ μετέφεραν μηνύματα χαρᾶς.

Ἀλλά τούς προφθάνει στὴν ταχύτητα ὁ Χριστός, καὶ ἐμφανίζεται στὸν Σίμωνα, ἐπειδὴ θέλει νὰ πιστέψουν οἱ ἄλλοι ἐξ αἰτίας τοῦ μεγαλύτερου ἀξιώματος πού εἶχε μεταξὺ τῶν μαθητῶν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ θεώρησαν ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν γυναικῶν ἦταν ἀνόητο πράγμα, φανερώνεται στὸν Πέτρο. Ἂν καὶ βέβαια οἱ εὐαγγελιστὲς ἀποσιωποῦν καὶ τὸ γεγονὸς καὶ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο πού φανερώθηκε στὸν Σίμωνα ὁ Κύριος, ὅμως ἒχουμε τὴν ἀξιόπιστη μαρτυρία τοῦ μεγάλου Παύλου σχετικὰ μὲ τὴ φανέρωση αὐτή, ἡ φωνὴ τοῦ ὁποίου μᾶς λέγει· «Ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καί ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη μέρα καὶ ὅτι ἐμφανίσθηκε στὸν Κηφᾶ (Πέτρο)».

Ἐπίλογος: «Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ συμπαράσταση τοῦ Λόγου».

Ἑπομένως καὶ ἐμεῖς, φιλόθεη σύναξη, ἂς μιμηθοῦμε τὴ δυάδα αὐτὴ τῶν μαθητῶν καὶ ἐγκαταλείποντας τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκείνη πού φόνευσε πρῶτα τούς προφῆτες καὶ ὕστερα τὸν Χριστό, τὴν ὁποίαν ἐλεεινολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς φόνισσα τῶν προφητῶν, καὶ ὡς ἐκείνην πού λιθοβολοῦσε τοὺς ἀποστόλους. Ἂς εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ κακία ἡ ἀντίθετη τῆς ἀρετῆς, αὐτὴ πού σταύρωσε τὸν Κύριο τῆς ἀληθείας, αὐτὴ πού ἀπωθεῖ τὰ προφητικὰ καὶ ἀποστολικὰ λόγια. Αὐτήν, λοιπόν, τὴν κακία ἀποφεύγοντας, ἂς προσπαθήσουμε μὲ προθυμία νὰ φτάσουμε στὸ χωριὸ Ἐμμαούς, δηλαδὴ στὴν πρακτικὴ ἀρετή, πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια.

Ὁ ἀριθμὸς ἑξήντα δηλώνει τὴν δεκαπλάσια ἑξάδα τῶν ἐντολῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ δίκαιοι κληρονομοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ πρακτικὴ ἀρετή, ὅταν πολλαπλασιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία, αὐξάνεται σὲ ἑξήντα, ὅπως μάθαμε καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ σπόρου. Αὐτήν, λοιπόν, ἀφοῦ διανύσουμε σὰν τὴν πορεία τῶν ἑξήντα σταδίων, θὰ δοῦμε τὸν Κύριο σὰν νὰ πορεύεται μαζί μας νοερὰ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί μας. Διότι στὸν ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἔρχεται ὁ Λόγος ὡς συναγωνιστής, διώχνοντας τὴν ὀκνηρία καὶ παρέχοντας τὴ δική του δύναμη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ κανένα θεάρεστο ἔργο.

Στὴν ἀρχή ὁ Λόγος πλησιάζει καὶ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του ἀμυδρά, ἀργότερα ὅμως φανερώνεται πιὸ καθαρά. Διότι οἱ ψυχὲς τῶν ἐνάρετων, ὅσο περισσότερο καθαρίζονται, τόσο περισσότερο γνωρίζουν καὶ τὸν Θεό. Περισσότερο μάλιστα ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτοὺς κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου, στὴ μετάληψη δηλαδὴ τῶν φρικτῶν Μυστηρίων. Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἐάν, ἐνῶ φανερώνεται στοὺς μαθητές, ἀμέσως γίνεται ἄφαντος. Γιατί τέτοιο εἶναι τὸ Θεῖο κάλλος. Ἀπὸ τὴ μιὰ φωτίζει τὸ νοῦ αὐτῶν πού ἒχουν καθαριστεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑποχωρεῖ ἀμέσως σὰν ἀστραπὴ καὶ γὶνεται ἄπιαστο. Αὐτὸ (τὸ Θεῖο κάλλος) ὅταν καταλαμβάνει τὴν ψυχὴ πού ἀγαπᾶ, τῆς δημιουργεῖ ἕνα πόθο καὶ τὴν προσελκύει σὲ κὰτι ἀνώτερο.

Εὔχομαι νὰ ἀνυψωθεῖτε πρὸς τὶς θεῖες ἀναβάσεις, καὶ νὰ ποθήσετε μὲ ἐσωτερικὴ θέρμη τὸν κατ’ ἐξοχὴν ἥμερο, τὴν αἰώνια ἐπιθυμία, τὴν μία φύση, τὴν μακαρία θεὸτητα· στὴν Ὁποία ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ κάθε εἴδους δόξα καὶ ὕμνος καὶ μεγαλοπρέπεια, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ σὲ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: ΤΑ ΕΝΔΕΚΑ ΕΩΘΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

π.Σ.Τρικαλιώτη. Ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Μάιος 18, 2014 3:54 pm

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

Εικόνα
Κεντρική θέση στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα κατέχει η συνάντηση και ο διάλογος μεταξύ του Κυρίου Ιησού και μιας γυναίκας που καταγόταν από την Σαμάρεια. Μια συνάντηση που άλλαξε ριζικά όχι μόνο τη ζωή της Σαμαρείτιδας αλλά και των συγγενών και συμπατριωτών της και πολλών άλλων ακόμη.
Για τα δεδομένα της εποχής εκείνης η πρωτοβουλία του Κυρίου ν’ ανοίξει θεολογικό διάλογο με τη γυναίκα εκείνη ήταν κάτι το πρωτοφανές. Οι ίδιοι οι Μαθητές Του «ἐθαύμασαν ὃτι μετά γυναικός ἐλάλει»˙ απόρησαν επειδή ο Διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως για θεολογικά ζητήματα με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραββίνων. Κι η ίδια η Σαμαρείτιδα από την πρώτη στιγμή ξαφνιάστηκε που της μίλησε ο Κύριος και της ζήτησε νερό, διότι τότε οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες και δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι, αν και η γυναίκα αυτή ζούσε έκλυτη ζωή, ο Θεάνθρωπος δεν θεώρησε προσβλητικό να συζητήσει μαζί της.
Καθώς η Σαμαρείτιδα πήγαινε να αντλήσει νερό από το πηγάδι του Ιακώβ, ο πάνσοφος Διδάσκαλος βρήκε αφορμή να της μιλήσει για κάποιο άλλο νερό, «τό ὓδωρ τό ζῶν». Όποιος πιει από το νερό που δίνω εγώ, της είπε, δεν θα διψάσει ποτέ. Αμέσως τότε η γυναίκα ζήτησε να πιει από το νερό με τις εκπληκτικές αυτές ιδιότητες. Ο Κύριος τότε βρήκε την ευκαιρία να την οδηγήσει σε μετάνοια για την αμαρτωλή ζωή της.
Το νερό είναι ένα από τα πιο απαραίτητα στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Ύστερα από τον κάματο και την εξάντληση, τίποτε άλλο δεν είναι πιο ποθητό από ένα ποτήρι δροσερό νερό.
Δεν είναι όμως μόνο το φυσικό νερό, που ξεδιψάει τον κουρασμένο άνθρωπο. Υπάρχει και άλλο είδος νερού, το νερό της παντοτινής αναψυχής, της αθανάτου ζωής. Το νερό που όταν το πιει κανείς, ξεδιψάει για πάντα.
Από αυτή την πηγή, την θεία, την ουράνια πηγή, ήπιε η Σαμαρείτιδα γυναίκα. Πήγε να αντλήσει φυσικό νερό από το πηγάδι του Ιακώβ και εκεί συνάντησε την ακένωτη πηγή της θείας Χάριτος. Απ’ αυτή την θεία πηγή άκουσε τις σωτήριες αλήθειες και ξεδίψασε η παραστρατημένη και μέσα στο βούρκο της αμαρτίας, ψυχή της. Ξέχασε τότε όλα τα θέλγητρα του κόσμου. Ξέχασε και το νερό, που πήγε να αντλήσει για να δροσιστεί. Κάλεσε μάλιστα και τους συμπατριώτες της να έρθουν και να γνωρίσουν τον αληθινό Μεσσία.
Και στην εποχή μας συχνά διψάει ο άνθρωπος να μάθει τι είναι αλήθεια. Ποια είναι η αλήθεια, η μοναδική και σωτήριος. Ιδιαίτερα όταν φλογίζεται μέσα στο σύγχρονο καμίνι της απιστίας και της αποστασίας, όπως το ζούμε στην εποχή μας.
Και το «ὓδωρ τό ζῶν», προσφέρεται και σήμερα και πάντοτε από την Εκκλησία, από τον Κύριο και Θεό μας. Και το ύδωρ αυτό είναι η θεία Του διδασκαλία, το πολύτιμο νερό, το αναντικατάστατο. Η αξία του ξεπερνάει άπειρα όλους τους θησαυρούς της γης. Και το νερό αυτό προσφέρεται δωρεάν. Ο Κύριος καλεί τον καθένα μας να πιει απ’ αυτό.
Κάποτε όμως οι λογισμοί της αμφιβολίας και της ολιγοπιστίας, εμποδίζουν το Ευαγγέλιο να μπει στην ψυχή, να την αρδεύσει, να την αναζωογονήσει. Ένας τέτοιος δισταγμός παρουσιάστηκε και στη Σαμαρειτίδα γυναίκα. Γρήγορα όμως παραχώρησε την θέση του, στην ανεπιφύλακτη και άνευ ορίων αποδοχή των θείων λόγων. Ενώ οι συμπατριώτες της από την πρώτη στιγμή του πρόσφεραν με ταπείνωση, με καλή προαίρεση, με προθυμία τη στάμνα της ψυχής τους για να τη γεμίσει από την πηγή της σοφίας και της άπειρης αγάπης του.
Αυτή ακριβώς είναι η βασική προϋπόθεση για να πλησιάσουμε τον Κύριο, να γνωρίσουμε την αλήθεια Του, να ζήσουμε στενότερα μαζί Του, να γίνουμε εκλεκτά σκεύη της θείας Χάριτος. Προϋπόθεση είναι να σπάσουμε το φράγμα των δισταγμών, της αμφιβολίας, της ολιγοπιστίας, των αμφιταλαντεύσεων και να αφήσουμε να περάσουν στην ψυχή μας τα θεία λόγια, που είναι τα νάματα της ζωής, που είναι το νερό του αιωνίου ξεδιψάσματος.
Να δεχθούμε το «ὓδωρ τό ζῶν», όπως το δέχθηκαν η Σαμαρείτιδα και οι συμπατριώτες της. Να χτυπήσουμε τους δισταγμούς, ώστε να φύγουν από τη μέση και να αφήσουν το νερό του Ευαγγελίου να μας ζωογονήσει.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε νοοτροπία, να απαλλαγούμε από την επίδραση του καιρού μας, να βρούμε το δρόμο της μετανοίας, όπως οι Σαμαρείτες, χωρίς το γκρέμισμα των διαφόρων φραγμάτων της αμαρτίας. Όταν τα φράγματα αυτά πέσουν, τότε πλημμυρίζει την ψυχή το ζωογόνο νερό της θείας Χάριτος και η έρημος της ψυχής μας ανθίζει και γεμίζει πολύκαρπα δένδρα, από καρπούς αρετής και καλοσύνης.
Ο Χριστός οδηγεί τον καθένα μας στην πηγή της αλήθειας και της χάριτος. Εκείνος μόνο φωτίζει άπλετα τον νου και την καρδιά μας. Εκείνος μάς καθαρίζει από τους πονηρούς λογισμούς και τις αμαρτωλές επιθυμίες, σβήνει τα πάθη και τις κακίες, αναγεννά το είναι μας ολόκληρο, χαρίζει την αγάπη και οδηγεί τον άνθρωπο σε ανώτερα συναισθήματα και ουράνια ύψη ευτυχίας και χαράς.
Όλοι μας έχουμε ανάγκη επιγνώσεως του νόμου του Θεού, των σωτηρίων εντολών Του. Κάθε ημέρα κυκλώνουν τον νου μας χιλιάδες σκέψεις και διαλογισμοί, με αποτέλεσμα να μάς στερούν την ησυχία και τον ήρεμο ύπνο μας. Εκείνο μόνο που θέλουμε είναι η γαλήνη της ψυχής μας, την οποία δεν μπορούμε να βρούμε μακριά από τον Θεό. Ο εκτός Εκκλησίας κόσμος είναι έτοιμος να συντρίψει κάθε ιδανικό. Μάς πνίγουν τα αγκάθια, ζητάμε να ελευθερωθούμε από τα δεινά, από τα βάσανα της ζωής, από τις ποικίλες κρίσεις, ηθικές, πολιτισμικές, οικονομικές. Αναζητούμε την όαση της ψυχή μας. Ζούμε χωρίς κατανόηση, χωρίς στήριγμα και αγάπη. Στενάζουμε όταν ο πνευματικός ζυγός της αμαρτίας μάς αιχμαλωτίζει και αφαιρεί την ελευθερία μας. Βρισκόμαστε στη μέση του ωκεανού, καταποντιζόμαστε από τα φουρτουνιασμένα κύματα της ζωής. Εκείνο που ζητούμε μόνο είναι να ανανήψουμε, να σωθούμε. Χάσαμε την ελπίδα μας. Χάσαμε την υπομονή μας.
Όμως μπροστά μας είναι ο Χριστός. Παρών πάντοτε και πανταχού. Το ύδωρ της ζωής προσφέρεται σε όλους μας. Ας εκτιμήσουμε την αξία του. Ας γευθούμε τις πολύτιμες δωρεές του. Με αυτό το ύδωρ της ζωής, ως άνθρωποι του Θεού, εκτελούμε τον προορισμό μας, εκτιμούμε τον αληθινό σκοπό της ζωής μας και οδηγούμαστε στην λύτρωση, στη σωτηρία.
Ας αγωνιστούμε να μείνουμε πιστοί διαρκώς κοντά στον Χριστό. Ας αντλούμε συνεχώς μετ’ ευφροσύνης το «ὓδωρ τό ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον». «Ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ υδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό ὓδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὓδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον». Αμήν.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Μάιος 19, 2014 6:56 pm

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Περί της Σαμαρείτιδος
Εικόνα
May 17, 2014
Εικόνα
Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.

Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.

Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“Διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, καθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές.

Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας. “Ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”.

Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;

῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της. Δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια. Ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι. “Σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. Διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός.

Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους). Ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”.

Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια.

῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).

᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος.

Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.

᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά ἐσεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά. Ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε. Διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”.

᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων. Διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του.

Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά.

῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 18 και 0 επισκέπτες