Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Οκτ 12, 2015 10:19 am
Ὅστις ζῇ κατὰ τὰς ἐντολὰς, οὗτος καθ᾿ ἑκάστην ὥραν καὶ στιγμὴν ἀκούει νὰ ἠχῇ ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἡ χάρις. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι οἵτινες δὲν κατανοοῦν τὴν ἔλευσιν αὐτῆς.
«Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ὅλος ἐν τῷ Θεῷ, τότε ὁ κόσμος λησμονεῖται ἐντελῶς».
«Νὰ προσεύχησαι ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων σημαίνει νὰ χέῃς αἷμα».
«Ποῖος δὲν θέλει ἐλευθερίαν; Πάντες θέλουν αὐτήν, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζῃς εἰς τί συνίσταται καὶ πὼς ἀποκτᾶται. Ὁ ἐφιέμενος ἐλευθερίας δεσμεύει ἑαυτόν. Καθ᾿ ὃ μέτρον δεσμεύεις σεαυτόν, τὸ πνεῦμα σου θὰ ἀπολαύῃ ἐλευθερίας... Πρέπει νὰ δεσμεύῃς τὰ πάθη ἐντός σου, ἵνα μὴ κατακυριεύουν τοῦ πνεύματός σου. Πρέπει νὰ δεσμεύῃς σεαυτόν, ἵνα μὴ ἀδικήσῃς τὸν πλησίον σου... Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν τὴν ἐλευθερίαν, ἵνα πράττουν «ὅτι θέλουν». Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλ᾿ ἡ ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας ἐπὶ σέ. Ἡ ἐλευθερία νὰ ἁμαρτάνῃς – νὰ γαστριμαργῇς, νὰ μεθύσκησαι, νὰ μνησικακῇς, νὰ ἐκβιάζῃς, νὰ φονεύῃς, ἢ νὰ πράττῃς τι παρόμοιον – οὐδόλως εἶναι ἐλευθερία, ἀλλὰ δουλεία, ὡς ὁ Κύριος εἶπεν: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. η´ 34). Εἶναι ἀναγκαῖον νὰ προσεύχησαι πολύ, ὅπως ἐλευθερωθῇς τῆς φοβερᾶς αὐτῆς δουλείας.
«Ἡμεῖς φρονοῦμε ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔγκειται εἰς τὸ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς, εἰς τὸ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριον καὶ τὸν πλησίον μεθ᾿ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ὅλης τῆς ἰσχύος σου.
«Ἡ ἀληθὴς ἐλευθερία εἶναι ἡ διαρκὴς διαμονὴ ἐν τῷ Θεῷ».
Ὁ ἐχέφρων ὑποτακτικὸς ἢ ἐξομολογούμενος ἰδοὺ πῶς συμπεριφέρεται πρὸς τὸν πνευματικό. Ἐκθέτει ἐν ὀλίγοις τὸ πλέον οὐσιῶδες περὶ τοῦ λογισμοῦ ἢ τῆς καταστάσεως αὐτοῦ καὶ κατόπιν ἀφήνει τὸν πνευματικὸν ἐλεύθερον. Ὁ πνευματικός, προσευχόμενος ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συναντήσεως, ἀναμένει φωτισμὸν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐὰν αἰσθάνηται ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ «πληροφορίαν», τότε δίδει τὴν ἀπάντησιν, τὴν ὁποίαν καὶ δέχονται ὡς τελικήν. Διότι, ἐὰν ὁ ἐξομολογούμενος παραβλέψη τὸν «πρῶτον λόγον» τοῦ πνευματικοῦ, τότε συγχρόνως θὰ μειωθῆ ἡ ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου καὶ ἡ ἐξομολόγησις δυνατὸν νὰ μεταβληθῆ εἰς ἁπλὴν ἀνθρωπίνην συζήτησιν.
Ἡ ὁδὸς τοῦ Γέροντος ἦτο τοιαύτη, ὥστε ὁ πορευόμενος αὐτὴν (ὑπακοήν) νὰ λαμβάνῃ εὐκόλως τὸ δῶρον τοῦ μεγάλου ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ οἱ ἔχοντες ἴδιον θέλημα καὶ ἴδιον νοῦν, ὅσον καὶ ἂν εἶναι πολυμαθεῖς καὶ εὐφυεῖς, καὶ ἐὰν εἰσέτι φονεύσουν ἑαυτοὺς διὰ τῶν πλέον αὐστηρῶν ἀσκήσεων ἢ ἐργασιῶν πολυμαθείας θεολογικῆς, δὲν θὰ ἐπιτύχουν νὰ περισυλλέξουν εἰ μὴ ψυχία πίπτοντα ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἐλέους.
Ὁ Γέρων ἔλεγεν: «Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ πιστεύῃ τὶς εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἄλλο νὰ γνωρίζῃ Αὐτόν».
Ὁ Θεὸς οὐδεμίαν ἀσκεῖ βίαν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ἵσταται μακροθυμῶν παρὰ τὴν καρδίαν καὶ ταπεινῶς ἀναμένει πότε θὰ ἀνοιχθῆ αὕτη εἰς Αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ζητεῖ τὸν ἄνθρωπον, πρὶν ἢ ὁ ἄνθρωπος ἐκζητήση Αὐτόν. Καὶ ὅταν, κατὰ τὴν κατάλληλον στιγμήν, ἐμφανίζηται ὁ Κύριος εἰς τὸν ἄνθρωπον, τότε μόνον γνωρίζει οὗτος τὸν Θεὸν κατὰ τὸ δοθὲν εἰς αὐτὸν μέτρον καὶ τότε μόνον ἄρχεται οὗτος νὰ ἐκζητῇ τὸν Θεόν, ὅστις ἀποκρύπτεται ἀπὸ τῆς καρδίας.
«Πῶς θὰ ζητῇς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπώλεσας; Πῶς θὰ ζητῇς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον οὐδόλως γνωρίζεις; Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ γνωρίζει τὸν Κύριον καὶ διὰ τοῦτο ἐκζητεῖ Αὐτόν».
«Οὕτω καὶ ἐν τῇ ψυχῇ ἡμῶν, ὅταν ἐπικαλώμεθα τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη».
«Ὢ Κύριε, δὸς ἡμῖν ἵνα σὲ αἰνῶμεν ἕως τῆς ἐσχάτης ἡμῶν πνοῆς».
«Ψυχὴ ἥτις ἐγνώρισε τὸν Κύριον οὐδὲν φοβεῖται, ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἁμαρτίαν τῆς ὑπερηφανίας. Γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος ἀγαπᾷ ἡμᾶς, τότε τί νὰ φοβηθῶμεν;»
«Πολλοὶ προσεύχονται προφορικῶς ἢ ἀγαποῦν νὰ προσεύχωνται διὰ βιβλίων. Καὶ τοῦτο εἶναι καλόν, καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν προσευχὴν καὶ σπλαχνίζεται αὐτούς. Ἐὰν ὅμως προσεύχηταί τις εἰς τὸν Κύριον καὶ σκέπτηται ἄλλα τινά, τότε ὁ Κύριος δὲν εἰσακούει τῆς τοιαύτης προσευχῆς.
Ὅστις προσεύχεται ἐκ συνηθείας, δὲν ἔχει ἀλλαγὰς εἰς τὴν προσευχήν, ὅστις ὅμως προσεύχεται θερμῶς, ὑφίσταται πολλὰς ἀλλαγὰς κατὰ τὴν προσευχήν: Διεξάγει μάχην πρὸς τὸν ἐχθρόν, μάχην πρὸς τὸν ἑαυτόν, πρὸς τὰ πάθη, μάχην πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐν παντὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀνδρεῖος».
«Πολλοὶ ἀγαποῦν νὰ ἀναγινώσκουν σοβαρὰ βιβλία, καὶ τοῦτον εἶναι καλόν, ἀλλ᾿ ἀνωτέρα πάντων εἶναι ἡ προσευχή».
«Διψᾷ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μετὰ δακρύων ἀναζητῶ Αὐτόν».
«Ὢ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Δὲν ἔχω δυνάμεις νὰ περιγράψω αὐτήν, διότι εἶναι ἀπείρως μεγάλη καὶ θαυμαστή».
«Κύριε, δὸς μοὶ Σὲ μόνον νὰ ἀγαπῶ. Σὺ ἔκτισας ἐμέ, Σὺ ἐφώτισας ἐμὲ διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, Σὺ συγχωρεῖς τὰς ἁμαρτίας μου καὶ δίδεις νὰ κοινωνῶ τὸ τίμιον Σῶμα Σου καὶ Αἷμα. Δὸς μοὶ τὴν δύναμιν νὰ μένω πάντοτε ἐν Σοί. Κύριε, δὸς μοὶ ἀδαμιαίαν μετάνοιαν καὶ τὴν ἁγίαν Σου ταπείνωσιν».
«Διὰ τί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔθεσαν τὴν ὑπακοὴν ὑπεράνω τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς;
Διότι ἐκ τῆς ἀσκήσεως, χωρὶς τῆς ὑπακοῆς, γεννᾶται ἡ κενοδοξία. Ὁ ὑπήκοος ἐργάζεται τὸ πᾶν κατ᾿ ἐντολὴν καὶ δὲν ἔχει πρόφασιν, ἵνα ὑπερηφανεύηται. Ἐκτὸς δὲ τούτου ὁ ὑπήκοος ἀπέκοψε τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐν πᾶσι, καὶ διὰ τοῦτο ὁ νοῦς αὐτοῦ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πάσης μερίμνης καὶ προσεύχεται καθαρῶς. Ὁ νοῦς ἐκείνου, ὅστις φυλάττει τὴν ὑπακοήν, κατέχεται μόνον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ γέροντος, ὁ νοῦς ὅμως τοῦ ἀνυπηκόου εἶναι ἀπησχολημένος εἰς διαφόρους ὑποθέσεις καὶ κατακρίσεις τοῦ γέροντος, καὶ διὰ τοῦτο οὐδέποτε εἶναι καθαρός».
«Οὕτω πρέπει νὰ βιάζωμεν ἑαυτοὺς πρὸς τὸ καλὸν καθ᾿ ὅλην τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ τὸ κυριώτερον, νὰ συγχωρῶμεν εἰς τοὺς ἄλλους τὰ πλημμελήματα αὐτῶν, καὶ τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ μνησθῇ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν καὶ θὰ δώση εἰς ἡμᾶς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
«Κύριε ἐλεήμων, δίδαξον πάντας ἡμᾶς διὰ τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου νὰ ζῶμεν κατὰ τὸ θέλημά Σου, ὥστε πάντες ἡμεῖς ἐν τῷ Φωτί Σου νὰ γνωρίσωμεν Σὲ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, διότι ἄνευ τοῦ Φωτός Σου δὲν δυνάμεθα νὰ κατανοήσωμεν τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης Σου. Φώτισον ἡμᾶς διὰ τῆς χάριτός Σου, καὶ αὕτη θὰ θερμάνη τὰς καρδίας ἡμῶν, ἵνα Σὲ ἀγαπῶμεν».
«Ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας».
«Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι νὰ στερῆται κανεὶς τὴν πίστη. Ὁ χειρότερος εἶναι νὰ ἔχῃ μία πίστη λογικὴ καὶ συλλογική. Βεβαίως δὲν ἀποκλείεται νὰ ὑπερασπίζῃ κανεὶς τὴν πίστη του μὲ τὴ βοήθεια τῆς λογικῆς, χρειάζεται ὅμως γι᾿ αὐτὸ μία διάνοια, σὲ κατάσταση χάριτος, νὰ τρέφεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θείας ζωῆς. Ὅταν στερεύῃ αὐτὴ ἡ πηγή, ἀρχίζει ὁ θρησκευτικὸς ὀρθολογισμός».
«Κι ἐγὼ ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο, σκεφτόμουν πὼς νὰ ἦταν ἡ εὐτυχία ἐπὶ τῆς γῆς: Εἶμαι ὑγιής, κομψός, πλούσιος, ὁ κόσμος μὲ ἀγαπᾷ – κι εἶχα αὐτὴν τὴν κενοδοξία. Ὅταν ὅμως ἐγνώρισα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριο, ἄρχισα πιὰ νὰ θεωρῶ ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου σὰν καπνό, ποὺ τὸν διασκορπίζει ὁ ἄνεμος».
«Ἀπὸ τότε ἡ ψυχή μου ἑλκύεται πρὸς Αὐτὸν καὶ τίποτε πιὰ δὲν μὲ εὐφραίνει στὴ γῆ, ἀλλὰ μοναδική μου ἀγαλλίαση εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά μου, Αὐτὸς ἡ δύναμή μου, Αὐτὸς ἡ σοφία μου, Αὐτὸς ὁ πλοῦτος μου».
«Ἡ προσευχὴ δίνεται στὸν προσευχόμενο. Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μόνο ἀπὸ συνήθεια, χωρὶς καρδιὰ συντετριμμένη γιὰ τὴν ἁμαρτία του, δὲν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.