Δημοσίευσηαπό gkou » Τρί Απρ 02, 2013 9:20 am
Η πτώση
ΠΕΡΑΣΕ καιρός. Ο Νήφων είχε προκόψει όχι μόνο στα γράμματα, μα και στην αρετή. Βλέποντας τα κατορθώματά του ο διάβολος, έγινε θηρίο. Λύσσαξε…
- Ακούς εκεί! Τόσο νέος και να μ’ αγνοεί! Έννοια σου, παλικαράκι μου… Θα σε περιποιηθώ εγώ…
Και πράγματι- αλίμονο! Ο Νήφων δεν είχε πείρα στον πνευματικό πόλεμο. Κι αυτό ακριβώς ήταν που εκμεταλλεύτηκε ο πονηρός. Αλλά και κάτι ακόμα: Την αστάθεια της νιότης, που εύκολα γλιστράει στην αμαρτία…
Πρώτα λοιπόν σκόρπισε το νου του σε ανώφελες μέριμνες. Ύστερα τον έσπρωξε προς τη μέθη και τη γαστριμαργία. Τέλος έσπειρε μέσα του τη νοσταλγία των γονιών και της πατρίδας. Σπάραζε η καρδιά του στη θύμηση της μάνας και του πατέρα. Οι λογισμοί άρχισαν να τον πνίγουν. Μα πού να φανταστεί κανείς πως όλα τούτα ήταν πόλεμος δαιμονικός…
Στην αρχή αντιστεκόταν γενναιόψυχα στους λογισμούς. Μα τελικά η θλίψη κι η βαρυθυμία του πλάκωσαν τελείως την καρδιά. Τον έκαναν κουρέλι.
Η γυναίκα του στρατηγού, μη βρίσκοντας άλλο τρόπο για να τον παρηγορήσει, άρχισε να τον περιποιείται υπερβολικά και να του ετοιμάζει πλούσια γεύματα, με φαγητά ποικίλα και κρασιά εκλεκτά.
Αυτό κράτησε καιρό. Ο Νήφων συνήθισε τα φαγοπότια, που εξελίχθηκαν σιγά-σιγά σε κραιπάλες. Από τις καταχρήσεις σκοτίστηκε ο νους του. Κι έτσι το ένα κακό έφερε το άλλο, αφού ο κατήφορος της αμαρτίας, όπως ξέρουμε, σταματημό δεν έχει: Ο σιωπηλός πρώτα και ήσυχος, έγινε τώρα αυθάδης και αθυρόστομος. Όλους τους έβριζε και τους διέσυρε με το παραμικρό. Καβγάδιζε για το τίποτα. Έβαζε σκάνδαλα κι έσπερνε διχόνοιες …
- Πω πω ! Τί αδιάντροπος! Τί ταραξίας! Στην οικουμένη δεν έχει τον όμοιό του! έλεγαν οι άνθρωποι, και φρόντιζαν να τον αποφεύγουν.
Τάχα για να ξεχάσει τους γονιούς και τον καημό της ξενητιάς, άρχισε να συχνάζει και στα θέατρα και στα καπηλειά και στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα. Το ξημέρωμα τον έβρισκε να πίνει, να χορεύει, να τραγουδάει, να αισχρολογεί…
Μα το πιο αξιοθρήνητο ήταν, πως έπεσε στο βούρκο των σαρκικών αμαρτημάτων. Έσμιξε με νέους ακόλαστους κι έφτασε στο σημείο να λερώνει, μαζί μ’ αυτούς, την καθαρότητα της ψυχής του, πέφτοντας σε πορνείες, μοιχείες, ακόμα και σε σοδομίες!...
Μέρα με τη μέρα σκοτιζόταν, καθώς βούλιαζε μέσα στην αμαρτία. Όλο και παρασυρόταν από τις πανουργίες του σατανά. Και όλο και πιο θρασύς γινόταν. Κουβέντα δεν σήκωνε. Όποιος αποτολμούσε να του πει κάτι, δεχόταν βρισιές και χτυπήματα.
- Μα την αλήθεια, ο διάβολος κι αυτός εδώ δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ τους! έλεγαν με αγανάκτηση όσοι έβλεπαν τα καμώματά του.
Και πράγματι, τόσο πολύ κυλιόταν μες στην αμαρτία, που όλα τα δαιμόνια έτρεχαν ξοπίσω του με γέλια και χαρές. Και τόσο εφευρετικός ήταν σε κάθε είδος ασωτίας, που οι νέοι τον είχαν σαν πύλη προς την απώλεια!
Σιγά-σιγά έβγαλε κακό όνομα σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι παλιοί γνωστοί του και όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί λυπόντουσαν με το κατάντημά του. Ένας απ’ αυτούς, που λεγόταν Βασιλεύς, του έλεγε συχνά-πυκνά:
- Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφωνα! Έτσι που κατάντησες, είσαι ζωντανός νεκρός! Διορθώσου πια…
Μερικές φορές, όταν άκουγε τέτοια λόγια ο Νήφων, συναισθανόταν τις αμαρτίες του. Έπεφτε σε συλλογή, αναστέναζε, ξεσπούσε σε δάκρυα. Δεν μπορούσε όμως ν’ αφήσει τα πονηρά έργα, γιατί πολύ γρήγορα η δύναμη της συνήθειας τον έσερνε στα ίδια, σαν άλογο χαλινωμένο. Και τότε η απόγνωση, το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά, ερχόταν να συμπληρώσει το έργο της ψυχικής καταστροφής του νέου: «Τώρα πια δεν υπάρχει για σένα μετάνοια», του ψιθύριζε. «Κοίταξε να μη στερηθείς τουλάχιστον τα επίγεια…».
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τον είχε ο διάβολος, που όχι μόνο προσευχή δεν μπορούσε να ψελλίσει, μα ώρες-ώρες ένιωθε αβάσταχτη δυσφορία, σα να του είχαν ακουμπήσει μια βαρειά πλάκα πάνω στο στήθος.
Η καλή γυναίκα του στρατηλάτη, βλέποντάς τον σε τέτοια χάλια, έκλαιγε και οδυρόταν.
- Αχ, τι έπαθα, η αμαρτωλή! Τί πειρασμός είναι τούτος που με βρήκε; έλεγε και ξανάλεγε.
Πολλές φορές τον έπιανε με το καλό και τον συμβούλευε. Άλλοτε τον έπιανε με το άγριο, κάποτε μάλιστα τον ξυλοκοπούσε! Μα όλες οι προσπάθειες έμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νήφων ήταν αδιόρθωτος.
Μια φορά πήγε να δει κάποιον παλιό γνωστό του, το Νικόδημο, άνθρωπο ευσεβή και ενάρετο.
Ο Νικόδημος τον υποδέχθηκε με φανερή αγάπη.
- Ω, καλώς ώρισε ο αδελφός μου εν Κυρίω! αναφώνησε.
- Η χάρη του Θεού να ‘ναι μαζί σου, αποκρίθηκε ο Νήφων, κι αμέσως σκέφτηκε πως είχε καιρό να πει τέτοιο χαιρετισμό.
Μα μόλις ο Νικόδημος ήρθε κοντά του, κοντοστάθηκε. Στήλωσε το βλέμμα πάνω του κι έμεινε να τον κοιτάζει σαν αφηρημένος για κάμποση ώρα. Ο Νήφων τα έχασε.
- Τί συμβαίνει; τον ρώτησε αμήχανα. Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος; Πρώτη φορά με βλέπεις;
Ο άλλος τότε σαν να συνήλθε.
- Πίστεψέ με, αδελφέ μου, δεν ξέρω τί να πω… Να, το πρόσωπό σου μου φαίνεται κατάμαυρο, σαν του αράπη! Πώς να στο εξηγήσω;…
Ο Νικόδημος σώπασε πάλι, μα ο Νήφων κατάλαβε πολύ καλά, πως το πλήθος των αμαρτιών του είχαν κάνει την όψη του να φαίνεται μαύρη! Συγκλονίστηκε. Γεμάτος ντροπή και συντριβή, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του κι έφυγε μονολογώντας: «Αλίμονο σ’ εμένα τον αμαρτωλό! Και σ’ αυτή τη ζωή έγινα περιγέλασμα των ανθρώπων, και στην άλλη θα καίγομαι στη γέεννα του πυρός. Ωχ, ο άθλιος! Τί θα κάνω; Θα μπορέσω τάχα να μετανοήσω και να σωθώ; … Ποιός θα με βοηθήσει; Ποιος θα με βεβαιώσει πως θα βρω πραγματικά έλεος, αν μετανοήσω; … Μα πώς να πω στο Θεό «ελέησόν με», μετά από τόσες βρωμερές αμαρτίες, που έκανα μπροστά στα μάτια Του;…».
Η μετάνοια
ΤΕΤΟΙΟΙ λογισμοί στριφογύριζαν στο νου του, ώσπου έφτασε στο σπίτι. Μπήκε μέσα με την καρδιά πλακωμένη από τη θλίψη κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα πού να τον πάρει ο ύπνος…
«Ας κάνω καμμιά προσευχή, μήπως με βοηθήσει ο Θεός», σκέφθηκε και πήγε να σηκωθεί.
Μα ο διάβολος, καταλαβαίνοντας το σκοπό του, θέλησε να τον εμποδίσει. Και τι έκανε; Άρχισε να σπέρνει στην ψυχή του μεγάλο φόβο, τριβελίζοντάς του το μυαλό με την εξής παράδοξη σκέψη:
«Αν σηκωθείς τώρα μέσα στη νύχτα, να προσευχηθείς, θα πέσεις στα χέρια του διαβόλου. Και αντί για καλό, θα σε βρει κακό μεγάλο. Θα τρελαθείς, θα δαιμονιστείς, κι όλοι θα γελάνε μαζί σου!».
Αυτή η σκέψη αρχικά αναστάτωσε και φόβισε πολύ το Νήφωνα. Σύντομα όμως κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον πονηρό λογισμό, λέγοντας με το νου του:
«Μα καλά, τότε που ξενυχτούσα στις ακολασίες, κανένα κακό δεν έπαθα. Και θα πάθω τώρα, που θέλω να προσευχηθώ στο Θεό; Ανάθεμά σε πνεύμα πονηρό κι ακάθαρτο!».
Κι εκεί, σωριασμένος στο κρεβάτι του, μέσα στο σκοτάδι, ήρθε σε συναίσθηση… Τα μάτια του έγιναν βρύσες, απ’ όπου έτρεχαν δάκρυα πικρά.
- Ω θεέ μου, βογγούσε με πόνο ψυχής. Τι ήμουνα και πού κατάντησα! Μακάρι να ‘χα πεθάνει τότε, που ζούσα μέσα στην ευσέβεια και την αρετή. Τώρα, να, γέμισα τραύματα και πληγές την ταλαίπωρη ψυχή μου. Αλλά, Κύριέ μου, «ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με, μήποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος!».
Και μ’ αυτήν την ικετευτική κραυγή, πετάχτηκε από το κρεβάτι του γεμάτος πόθο προσευχής. Μα μόλις στράφηκε στ’ ανατολικά, ένα μαύρο σύννεφο τον τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε και παρέλυσε. Δειλία και φόβος κυρίεψαν πάλι την ψυχή του. Πήδησε πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα, στενάζοντας από τη μια για τις αμαρτίες του και συλλογιζόμενος από την άλλη τα εμπόδια που του έφερνε ο διάβολος..
Με το ξημέρωμα, έτρεξε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μια μισοσκότεινη γωνιά κι βυθίστηκε στην προσευχή και την ικεσία. Σε μια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μάτια και είδε πάνω από το κεφάλι του την εικόνα της Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά και ψέλλισε:
- Έλεησέ με,
η ευωδία των χριστιανών,
η κεχαριτωμένη,
η πανάχραντη,
και βοήθησέ με,
Δοξασμένη,
πλουσιόφωτη,
η ελπίδα των μετανοούντων,
«δια το μέγα σου έλεος».
Μ’ αυτά τα λόγια, η Θεοτόκος- παράδοξο!- τον κοίταξε και χαμογέλασε! Ο Νήφων έμεινε σαν εκστατικός, ενώ η καρδιά του πλημμύρισε ευφροσύνη κι άρχισε να σκιρτάει γλυκά.
«Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!», σκέφτηκε. «Πόσο μεγάλο το έλεός Του! Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!».
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν μέσα στην καρδιά του!
Ώρα πολλή προσευχήθηκε κι έκλαψε κι απόλαυσε της Θεοτόκου την αισθητή παρουσία. Ύστερα βγήκε και κίνησε για το σπίτι του.
Κάθησε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: «Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας αγαπάει ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!... Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγοριά των μετανοούντων;».
Αποκαμωμένος καθώς ήταν, τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και να! Ο διάβολος μπροστά του, μεταμορφωμένος σε κάποιο παιδί, που μαζί του είχε συνηθίσει ν’ αμαρτάνει! Κάθησε καταντικρύ του και, με το σαγόνι στηριγμένο στο ένα του χέρι, τον κοίταξε επίμονα, με βλέμμα λυπημένο, σκυθρωπό, μα και οργισμένο μαζί.
- Πες μου, γιατί είσαι έτσι θλιμμένος και κατσούφης; ρώτησε ο Νήφων.
- Γιατί έχεις τρεις μέρες που πήγες στον αγαπητό σου φίλο Νικόδημο, αποκρίθηκε εκείνος ξεφυσώντας. Τρεις μέρες… Και σε ξανακέρδισε η Εκκλησία.. Αυτό βλέπω, και δεν μπορώ να το ανεχθώ. Να γιατί είμαι σε τέτοιο χάλι…
- Και για τούτο έχεις πέσει σε τόση θλίψη; Μα… αυτό δεν είναι κακό.
Ο άλλος γύρισε αλλού το πρόσωπό του και δεν είπε τίποτα.
Τότε ο Νήφων ξύπνησε. Αμέσως κατάλαβε πώς ο διάβολος ήταν που του φανερώθηκε στον ύπνο, και πως τον έκαιγε η μετάνοιά του.
Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε πάλι για την εκκλησία. Πήγε κατευθείαν τώρα στη σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις έριξε πάνω της τα μάτια του εκείνη ανταποκρίθηκε με το γνωστό και γλυκύτατο χαμόγελό της! Τι γλύκα ξεχύθηκε στα σπλάχνα του απ’ το χαμόγελο εκείνο! Αυθόρμητα άρχισε να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες, προσκυνώντας τη χάρη της. Μα, όποτε ανασηκωνόταν και την ατένιζε, την έβλεπε να του χαμογελάει, σα να ‘ταν ζωντανή…
Μιαν άλλη μέρα, καθώς ερχόταν πάλι στην εκκλησία, βλέπει στο δρόμο κάποιον άνθρωπο ν’ αμαρτάνει. Ευθύς τον κατέκρινε μέσα του γι’ αυτό. Όταν όμως φτάνοντας στο ναό, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας, είδε την Πανάχραντη να τον παρατηρεί πρώτα βλοσυρά, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα της μακριά του.
Ο Νήφων συγκλονίστηκε. Τα πόδια του κόπηκαν. Γονάτισε και είπε με το νου του:
«Αλίμονό μου! Τί κακό έκανα;… φαίνεται πως η αμαρτία τόσο πολύ με κυρίεψε, που δεν έχω συναίσθηση των παραπτωμάτων μου. Σε τι έφταιξα και μ’ αποστρέφεται η Μητέρα του Κυρίου μου;…».
Έστιβε το μυαλό του για να θυμηθεί σε τι αμάρτησε. Ώσπου το θυμήθηκε: Είχε κατακρίνει με το λογισμό του εκείνον τον διαβάτη.
Στέναξε βαθιά.
- Θεέ μου, ικέτεψε με δάκρυα, ομολογώντας την αμαρτία του. Συγχώρεσέ με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Σου. Σου άρπαξα, Κύριε, τη δόξα και την αξία, κατακρίνοντας τον πλησίον για μια μικρή του αμαρτία. «Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς ἐλέησόν με ὅτι ἐπὶ σοὶ πέποιθεν ἡ ψυχή μου!»
Μετά από πολλή προσευχή και δάκρυα και συντριβή, παρατηρεί πάλι την εικόνα, και τη βλέπει χαμογελαστή όπως πρώτα. Έτσι, παρηγορημένος και ανακουφισμένος, ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο και βγήκε από το ναό.
Από τότε πολλές φορές, όποτε έπεφτε σε κάποιο ακούσιο σφάλμα, ελεγχόταν από τη Θεοτόκο με τον ίδιο τρόπο. Και μετανοούσε, έπαιρνε συγχώρηση κι αγωνιζόταν να διορθωθεί.
(συνεχίζεται)
Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011