«ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Κείμενα και συμβουλές των Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας μας, παλαιότερων και νεώτερων.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

«ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Κυρ Σεπ 09, 2012 2:27 pm

ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΣ

Εικόνα
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ-Ο Άγιος των μετανοούντων

Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι ειναι εκείνοι που τους τιμούν…

- Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα ‘λεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μία μέρα από τις κακολογίες των άλλων.- Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; ρώτησα απορήμενος.

- Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν αγγέλους του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σα να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτώλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές, χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό.

“Κύριε”, έλεγε, “δείξε το έλεος Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνησε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγιάσέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητα Σου”.

Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν: Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στέφανια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.

- Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ’ άλλους όχι.

- Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: “Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!”. Ο άλλος, αντίθετα: “Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!”. Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: “Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;”. Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: “Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς”. Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευργέτησε με μύρια καλά – δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σε όλους τους ανθρώπους, πως θα αρέσει ο δίκαιος στους συνάνθρώπος του; Ξέρεις, παιδί μου, ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάϊν, αυτός, σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μόνο δύο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπόρεσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: “Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασεν την ψυχήν σου εις πειρασμόν”..


http://vatopaidi.wordpress.com/


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Η δικαιοκρισία του Θεού

Δημοσίευσηαπό gkou » Σάβ Φεβ 09, 2013 9:48 am

Η δικαιοκρισία του Θεού

ΓΛΥΚΥΤΗΤΑ και σοφία στάζουν τα λόγια σου, του είπανε με θαυμασμό οι συνομιλητές του. Πόσο αληθινός είναι ο λόγος του Χριστού, «ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ,»! Κι εσύ λοιπόν, πάτερ, μένοντας ενωμένος όλος μ’ Εκείνον, λαλείς και τα δικά Του λόγια. Γι’ αυτό απάντησέ μας σε τούτο, που μας έρχεται φυσιολογικά στο νου μετά απ’ όσα είπες: Πώς συμβαίνει να μπαίνουν κάποτε σε πλοίο πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, και σε μία τρικυμία να πνίγονται όλοι; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σ’ όλους ανεξαιρέτως προορισμένο ένα τόσο αξιοθρήνητο τέλος;
- Πολύ ψηλά στοχεύετε! τους είπε ο όσιος. Αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει και το Πνεύμα Του το Άγιο. Με τη βοήθειά Του όμως, θα σας διηγηθώ ακόμα κάτι σχετικό.
Και άρχισε να τους διηγείται για κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα ίσαμε τριάντα άντρες. Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες, κι έκαναν, γενικά όλες τις δουλειές των ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες , που δεν άρεσαν στο Θεό. Νέρωναν τα κρασιά, νόθευαν τ’ άλλα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν δίσταζαν, αν έπαιρναν είδηση πως ταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα! Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήταν.
Μονάχα ένας τους, μόλις τελείωνε η παράνομη επιχείρηση, μετάνιωνε και στέναζε για το κακό που έκανε. Κι αυτός όμως μόνο για λίγο. Σαν έφτανε η στιγμή της μοιρασιάς του βρώμικου κέρδους, ξεχνούσε τις τύψεις του κι έτρεχε να πάρει το μερίδιό του. Δεν μπορούσε ,βλέπετε, να ξεπεράσει την άθλια συνήθεια.
Ο φιλάνθρωπος , που περιμένει όλων τη μετάνοια, πρόσμενε και τη δική τους. Μα ο πονηρός διάβολος δεν χόρταινε με τόσα και τόσα που έκαναν. Τους παρακινούσε όλο και σε χειρότερα.
Αφού πια είδε ο Θεός πως όχι μόνο δεν σταματάνε τις παρανομίες αλλά μηχανεύονται χειρότερες, ανάβοντας φωτιές στα κεφάλια τους, αποφάσισε να τους θανατώσει το συντομότερο. Κι αυτό βέβαια από φιλανθρωπία ,για να μην αυξήσουν τις αμαρτίες τους πάνω στη γη, και προξενήσουν έτσι αργότερα σκληρότερη τιμωρία στις ψυχές τους.
Μια μέρα λοιπόν έπιασαν το λιμάνι του Σέριδου. Πούλησαν εκεί το φόρτωμα του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και κίνησαν πάλι για τα σπίτια τους. Σαν έφτασαν στον τόπο τους, τράβηξαν το πλοίο στη στεριά , για να κάνουν τις συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους ότι θα έφευγαν για τη Βασιλεύουσα. Ένας όμως – ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή του μετά από κάθε παρανομία- δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρει μαζί τους , επειδή η γυναίκα του πριν από τρεις μήνες του είχε χαρίσει γιο, κι έπρεπε να τον βαφτίσει. Μα οι σύντροφοί του τον πίεζαν αφόρητα , γιατί ήταν απαραίτητος ένας ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάστηκε τότε να πληρώσει άλλον ναύτη, για να μπαρκάρει στη θέση του.
Έτσι σαλπάρανε.
Καθώς ταξίδευαν στο πέλαγος, ακούστηκε ξάφνου από ψηλά μία φοβερή βροντή. Τρομοκρατημένοι συνέχισαν την πορεία τους. Μέσ’ από τη βροντή όμως λες και ξεπήδησε αμέσως ένα τεράστιο ραβδί , που χτύπησε με τόση δύναμη το πλοίο , ώστε μεμιάς το τσάκισε και το βούλιαξε αύτανδρο!
Πνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν: τον μισθωτό ναύτη, που – θαυμαστό!- άρπαξε μια σανίδα και σώθηκε. Αυτός ήταν που διηγήθηκε μετά το πώς χάθηκε το καράβι.
Το απίστευτο – και όμως αληθινό – είναι ότι την ώρα ακριβώς που πνίγηκαν οι ναυτικοί , έπεσε νεκρός κι ο σύντροφός τους , που είχε μείνει πίσω για να βαφτίσει το παιδί του. Ξεψύχησε αναπάντεχα , στα καλά καθούμενα ,ενώ έτρωγε κι έπινε μαζί με μερικούς φίλους του!
- Τί να σκεφτούμε τώρα για όλ’ αυτά; Ρώτησε τους ακροατές του ο δίκαιος Νήφων. Γιατί χάθηκαν όλοι μονομιάς; Νομίζω πως είναι φανερό: Οι ναυτικοί καταδικάστηκαν από το Θεό γιατί δούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην αμαρτία. Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί , γι’ αυτό πνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι μαζί. Αυτός πάλι που πέθανε στο σπίτι του, ήταν επειδή έδειχνε λίγη μετάνοια. Να γιατί ξεψύχησε τουλάχιστον στη στεριά και κοντά στους δικούς του . Η δικαιοκρισία του Θεού δεν τον άφηνε να πνιγεί μαζί με τους υπόλοιπους , αφού είχε λίγη μεταμέλεια. Αυτή βέβαια , δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει τη σωτηρία. Του εξασφάλισε όμως έναν καλύτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφεί στη γη, αντί να χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Όσο για τον μισθωτό ναύτη που σώθηκε με τη σανίδα , ο Θεός έκρινε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τους άλλους στην παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους… Λοιπόν, παιδιά μου, ας αποφεύγουμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν φέρνει. Πόσο πόνο, πόσο θρήνο και τί πέλαγος συμφορών γέννησε και γεννάει στο γένος των ανθρώπων!...
- Όμως, πάτερ, του παρατήρησαν οι χριστιανοί, δεν έδωσες απόκριση σ’ εκείνο ακριβώς που ρωτήσαμε την αγιωσύνη σου: Πώς δηλαδή , εξηγείται, να μπαίνουν στο ίδιο πλοίο άνθρωποι από διαφορετικούς τόπους, και να πνίγονται όλοι;
- Άνθρωπος που δεν είναι ένοχος για κάτι, σπάνια θα πνιγεί στη θάλασσα, απάντησε ο όσιος. Συχνά, βέβαια, γλυτώνουν τον πνιγμό και πολλοί αμαρτωλοί, που κινδυνεύουν ή και ναυαγούν στα πέλαγα. Τα οικονομεί έτσι ο Θεός , ώστε, ξεφεύγοντας το θάνατο, να έρθουν σε συναίσθηση των αμαρτιών τους και να μετανοήσουν. Άλλες φορές πάλι ο πανούργος διάβολος υπολογίζει, από διάφορες εξωτερικές ενδείξεις, ότι πλησιάζει το τέλος ενός ανθρώπου. Και τότε αγωνίζεται να τον θανατώσει μια ώρα αρχήτερα και με τρόπο βίαιο – είτε πνίγοντάς τον σε πηγάδια, είτε ρίχνοντάς τον σε γκρεμό, είτε ερεθίζοντας θηρία να τον κατασπαράξουν είτε βάζοντας άλλους ανθρώπους για να τον σκοτώσουν με γρονθοκόπημα ή πετροβόλημα ή δηλητήριο κ.ο.κ. Και όλ’ αυτά τα κάνει ο σατανάς μαζί με τους υπηρέτες του- πάντα, βέβαια , με παραχώρηση του Θεού- για να καυχηθεί , ο ανόητος, πως είναι κύριος του θανάτου των ανθρώπων…


Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό gkou » Τετ Φεβ 27, 2013 9:43 am

Ο βίος του Οσίου Νήφωνος Επισκόπου Κωνσταντιανής της κατ’ Αλεξάνδρειαν



Από την Αίγυπτο στην Βασιλεύουσα


ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ του βασιλιά είναι καλό να κρύβονται∙ τα έργα όμως του Θεού πρέπει να διακηρύσσονται με δόξα. Όποιος μάλιστα γνωρίζει τα θεία έργα και από ραθυμία δεν τα διηγείται, θα κινδυνέψει πολύ την ώρα εκείνη , που θα έρθει ο Κύριος καθισμένος πάνω στις νεφέλες, για ν’ αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ, ο ελάχιστος, γνωρίζοντας με ακρίβεια τα ψυχωφελή περιστατικά της ζωής του μακαρίου Νήφωνος, που θα διαβάσετε παρακάτω, κάθισα και έγραψα –για όσους θέλουν να τα μάθουν και να ωφεληθούν – την ενάρετη πολιτεία του και τα θεία του αγωνίσματα.
Είν’ αλήθεια παράδοξη η ζωή του και θαυμαστή. Γιατί, παιδί ακόμα, κατατρόπωσε τον πονηρό διάβολο και τον αφάνισε ολότελα. Έπειτα, όταν ήταν πια νέο παλικάρι, ο σατανάς τον ξεγέλασε και τον πλήγωσε φοβερά. Πέλαγος αμαρτίας έγινε τότε! Όμως και πάλι, σαν στρατιώτης γενναίος, πετάχτηκε πάνω με ορμή και κατάφερε πλήγμα συντριπτικό στον αλαζόνα δράκοντα.
Αλλ’ ας πάρω τα πράγματα με τη σειρά και ας τα διηγηθώ με λεπτομέρειες.

Στα χρόνια που βασίλευε ο ευλαβέστατος και θεοφιλής αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη κάποιος αξιωματούχος του παλατιού με το όνομα Σαββάτιος. Ήταν άνθρωπος με ευσέβεια και φόβο Θεού, αλλά και εξαίρετος στρατιωτικός. Τον διόρισε λοιπόν ο βασιλιάς στρατηλάτη, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή, στη χώρα «των Πλαγίων», όπως λέγεται, που βρίσκεται στην Αίγυπτο κι έχει πρωτεύουσα την Αλμυρούπολη.
Σαν έφτασε στη χώρα εκείνη και πλησίαζε στην πόλη, βγήκαν να τον προϋπαντήσουν όλοι οι προύχοντες. Τον καλωσόρισαν με πολλές τιμές στην πατρίδα τους, κάνοντάς του επίσημη υποδοχή. Ανάμεσα στους άρχοντες εκείνους ήταν και ο πατέρας του, Νήφωνος που λεγόταν Αγαπητός.
Εξαρχής ο Αγαπητός συμπάθησε πολύ το Σαββάτιο . Μα και ο στρατηλάτης , εκτιμώντας τη συμπεριφορά και το ήθος του άρχοντα , τον αγάπησε πολύ. Είχαν εξάλλου ,κάτι κοινό: Ήταν κι οι δύο ευσεβείς και θεοσεβούμενοι. Κι αυτό τους ένωσε περισσότερο.
Ο στρατηλάτης ήταν υπερβολικά ταπεινός και συμπαθητικός. Δεν ήξερε τί θα πει υπερηφάνεια ή έπαρση. Ο άλλος πάλι, όνομα και πράγμα Αγαπητός, είχε το χάρισμα της αγάπης και της απλότητας.
Μια μέρα λοιπόν παίρνει ο Αγαπητός τον οκτάχρονο τότε γιο του κι έρχεται στην παραθαλάσσια έπαυλη του στρατηλάτη. Ο Σαββάτιος τους υποδέχθηκε με χαρά, και φιλόφρονα τους έβαλε να καθήσουν κοντά του. Το βλέμμα του έπεσε στον μικρό.
- Γιος σου είναι τούτος εδώ; ρωτάει τον Αγαπητό.
- Ναι, στρατηγέ , γιος μου είναι.
- Γράμματα μαθαίνει;
- Όχι, δυστυχώς… Πού να βρεθεί δάσκαλος εδώ…
- Ε, λοιπόν, δεν μου τον αφήνεις να τον στείλω στην Κωνσταντινούπολη; του προτείνει ο στρατηλάτης. Εκεί υπάρχουν πολλοί και καλοί δάσκαλοι. Μπορεί να μένει στο σπίτι μου , ώσπου να μάθει και γραφή και ό,τι άλλο θέλει.
Συγκινήθηκε ο Αγαπητός από το ενδιαφέρον του στρατηλάτη και τον ευχαρίστησε ολόψυχα.
- Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ να σου ζητήσω, στρατηγέ μου. Γι’ αυτό κι έφερα το παιδί εδώ. Μα να, ο Θεός σε φώτισε και μου το πρότεινες εσύ… Λοιπόν, δικός σου είν’ ο γιος μου! Κάνε όπως νομίζεις.
Χαμογέλασε με ικανοποίηση ο Σαββάτιος.
- Ό,τι ποθείς εσύ θα κάνω, είπε. Κι ας μη χάνουμε χρόνο. Μείνε εδώ λίγο καιρό, ώσπου να συνηθίσει το παιδί μακριά από το σπίτι σας, κι έπειτα φεύγεις και μου τ’ αφήνεις. Εγώ θα του δώσω ό,τι χρειαστεί για το ταξίδι.

Τρεις εβδομάδες έμεινε στην έπαυλη του στρατηγού ο Αγαπητός με τον γιο του. Ύστερα γύρισε μόνος στο σπίτι του, αφήνοντας το Νήφωνα στα έμπιστα χέρια του Σαββάτιου. Εκείνος τότε κάθισε κι έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του.
- “… Κοίταξε , γυναίκα, -έγραφε- να δεχθείς αυτό το παιδί με καλοσύνη, γιατί είναι γιος πολύ αγαπητού μου φίλου. Δείξε του πολλή αγάπη, σα να ‘μουνα εγώ ο ίδιος . Στείλε το και σ’ έναν άξιο δάσκαλο, για να του μάθει τα ιερά γράμματα…”.
- Αφού συμπλήρωσε την επιστολή και με διάφορα προσωπικά του θέματα, την παρέδωσε σ’ έναν πιστό του υπηρέτη.
- Φεύγεις για την Κωνσταντινούπολη του λέει. Ετοιμάσου. Ετοίμασε και τον μικρό Νήφωνα. Θα τον παραδώσεις στη γυναίκα μου μαζί μ’ αυτό το γράμμα. Πρόσεξε! Να μην ταλαιπωρηθεί το παιδί στο μακρινό ταξίδι! Ο Θεός μαζί σας.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες ,και επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο, που θα τους έφερνε στην Πόλη. Είχε μπει το φθινόπωρο , αλλά το ταξίδι τους έγινε κάτω από αφόρητο καύσωνα. Έτσι, ο Νήφων, που δεν είχε άλλωστε ξαναταξιδέψει με πλοίο, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους, όντας μάλιστα φιλάσθενος και ευαίσθητος.
Τέλος πάντων, κάποτε έφθασαν στη Βασιλεύουσα. Η γυναίκα του στρατηλάτη, ευσεβής κι εκείνη, υποδέχθηκε με χαρά το Νήφωνα. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε πως είναι γιος ενάρετου ανθρώπου , του έδειξε περισσή αγάπη- δεν είχε, βλέπετε ,δικά της παιδιά.
Φρόντισε να μην του λείψει τίποτα, όσο θα έμενε κοντά της. Και τακτικά τον νουθετούσε, καθοδηγώντας τον στου Θεού τον δρόμο με συμβουλές και ωφέλιμες διηγήσεις. Ο Νήφων πάλι, δεκτικός καθώς ήταν και καλοπροαίρετος , ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις νουθεσίες της και πολιτευόταν με σεμνότητα και φρονιμάδα.


Τα πρώτα γράμματα

Η ΚΑΛΗ εκείνη γυναίκα τον άφησε λίγες μέρες να ξεκουραστεί, να συνέλθει από την ταλαιπωρία του ταξιδιού και να συνηθίσει τον τόπο. Γιατί από τη μια το μακρύ θαλασσινό ταξίδι κι από την άλλη η λύπη για το χωρισμό από τους γονείς, τον είχαν καταβάλει πολύ. Ύστερα αποφάσισε να τον αναθέσει σ’ έναν καλό κι ενάρετο δάσκαλο για να του μάθει τα ιερά γράμματα, όπως της είχε παραγγείλει ο σύζυγός της. Σαν πιο κατάλληλο σκέφτηκε τον πρεσβύτερο Πέτρο, που ήταν εφημέριος στο ναό του αρχοντικού της. Του πήγε λοιπόν το παιδί και τον παρακάλεσε να το διδάξει ό,τι έπρεπε, και πρώτα-πρώτα το Ψαλτήρι- αυτό συνηθιζόταν τότε.
Έτσι και έγινε. Μέρα με τη μέρα ο Νήφων πρόκοβε στα θεία μαθήματα, ενώ βοηθούσε και τον πρεσβύτερο στην εκκλησία, εκτελώντας πρόθυμα κάθε διακονία.
Ο ζήλος του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλος∙ τόσος, που και τις νύχτες συχνά τις περνούσε μελετώντας μέσα στην ησυχία, με το φως του κεριού ή του λυχναριού. Κι έτσι μέσα σε λίγο καιρό έμαθε πολλά.
Στο δάσκαλό του- μα και σ’ όλους- φερόταν με βαθύ σεβασμό , ευλάβεια και συστολή.
Για ένα πράγμα όμως λυπόταν πολύ ο Νήφων: Γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν μπορούσε να κατανοήσει πολλά χωρία της Γραφής, παρόλο που πήγαινε στους όρθρους και άκουγε το δάσκαλό του να διαβάζει. Καταλάβαινε πάντως τα πιο απλά και εύκολα. Τότε η ψυχή του φλογιζόταν και ποθούσε να μοιάσει στους αγίους.
Σύντομα έμαθε το Ψαλτήρι. Έπειτα έβαλε τα δυνατά του να μάθει και την τάξη των εκκλησιαστικών ακολουθιών.
Μια μέρα, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, του δίνει κάποιος ένα βιβλίο και του λέει:
- Πάρε, και μάθε να κανοναρχείς τους ψάλτες.
Ο Νήφων όμως, από επήρεια του δαίμονα, δεν έπαιρνε στα χέρια του το βιβλίο. Του λέει τότε ένας άλλος που στεκόταν δίπλα του:
- Γιατί, παιδί μου, κάνεις παρακοή; Πάρε και μάθε ό,τι σου λένε. Κι αν σου φαίνεται δύσκολο ακόμα να μάθεις, θα έρθει καιρός που θα ευγνωμονείς αυτούς που σε διδάσκουν τώρα.
Στα λόγια αυτά ο Νήφων πήρε αμέσως το βιβλίο. Από τότε του δόθηκε το χάρισμα να μελετάει με τόσο ζήλο, που, ό,τι διάβαζε το αποστήθιζε με ευκολία.
Πιο πολύ όμως τον έθελγαν οι βίοι των αγίων. Όταν άκουγε να διαβάζονται στις ιερές συνάξεις τα κατορθώματα και τα μαρτύριά τους, θαύμαζε τη φλογερή πίστη, την υπομονή και την γενναιοψυχία τους. Αν πάλι έβρισκε ο ίδιος κάπου σχετικά κείμενα, τα έπαιρνε και τα διάβαζε άπληστα.


Οι πρώτες αρετές

ΧΑΡΗ στον πνευματικό του ζήλο, έφτασε σε βαθειά ταπείνωση και πραότητα. Κι ήταν μόλις δώδεκα χρόνων! Ξεχώριζε επίσης για την ελεημοσύνη του. Όποτε έβλεπε φτωχό , τον σπλαχνιζόταν και του έδινε ψωμί ή χρήματα ή ό,τι άλλο είχε πρόχειρο.
Μια φορά, χειμώνα καιρό, είδε στο δρόμο έναν φτωχό ,γυμνό και πεινασμένο. Δεν είχε τίποτα να του δώσει … Πήγε τότε σε μιαν άκρη και ξέσπασε σε λυγμούς.
- Αλίμονο σ’ εμένα ,τον αμαρτωλό! έλεγε. Πώς υποφέρει γυμνός ο Χριστός μέσα στην παγωνιά! Και δεν του φτάνει αυτό∙ μα και πεινάει και διψάει και στέγη δεν έχει!...
Από τότε το ‘βαλε σκοπό να φροντίζει , όσο μπορούσε ,τους ανθρώπους της ανάγκης.
Κάποτε άκουσε στην εκκλησία κάποιον σεβάσμιο ιερέα να διδάσκει το λαό ότι όποιος δεν έχει ελεημοσύνη και αγνεία μάταια κοπιάζει, γιατί δεν πρόκειται να μπει στη βασιλεία των ουρανών.
Ταράχθηκε ο Νήφων απ’ αυτά τα λόγια. Στο τέλος πήγε και συνάντησε τον ιερέα.
- Γέροντα , τον ρώτησε ,τί είναι αυτή η αγνεία , για την οποία μίλησες;
- Αγνεία, παιδί μου, είναι η αποφυγή της πορνείας και του ρύπου της.
- Αγαπάει λοιπόν ο Θεός εκείνον που αποφεύγει μια τέτοια πράξη;
- Ναι, παιδί μου. Γιατί λέει ο απόστολος Παύλος: «πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός». Και αλλού: «το σώμα ου τη πορνεία ,αλλά τω Κυρίω».
Φεύγοντας από την εκκλησία ο Νήφων συλλογιζόταν :
“ Θα μπορέσω εγώ άραγε να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί χρειάζεται σκληρός αγώνας για να ξεφύγει κανείς από την πύρωση της σάρκας. Και γιατί οι δαίμονες γκρεμίζουν τους ανθρώπους στα βάραθρα της σαρκικής αμαρτίας ευκολότερα απ’ ό,τι σε άλλα παραπτώματα . Τί να κάνω, που είμαι αδύνατος;…
Αλλά με τη βοήθεια του Θεού , ποτέ δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα! Στα χέρια του Κυρίου αφήνομαι , κι ας γίνει το θέλημά Του…”.
Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σπίτι. Κι όλη εκείνη τη μέρα ήταν σιωπηλός και σκεφτικός- μάλλον ολότελα εκστατικός και σαν αλλοπαρμένος. Κουβέντα δεν έβγαζε από το στόμα του. Σε κανένα δεν μιλούσε.
Από τότε πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία και είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί από τη μελέτη των ιερών βιβλίων. Γι’ αυτό πάντα επιζητούσε τη μόνωση, τη σιωπή και την ησυχία . Τα γήινα τον άφηναν αδιάφορο. Μόνο τα ουράνια στοχαζόταν . Όλοι όσοι τον έβλεπαν , απορούσαν κι έλεγαν:
- Τι συμβαίνει μ’ αυτόν το νεαρό; Σαν άγγελος ζει πάνω στη γη!...


(συνεχίζεται)


Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό gkou » Τρί Απρ 02, 2013 9:20 am

Η πτώση

ΠΕΡΑΣΕ καιρός. Ο Νήφων είχε προκόψει όχι μόνο στα γράμματα, μα και στην αρετή. Βλέποντας τα κατορθώματά του ο διάβολος, έγινε θηρίο. Λύσσαξε…
- Ακούς εκεί! Τόσο νέος και να μ’ αγνοεί! Έννοια σου, παλικαράκι μου… Θα σε περιποιηθώ εγώ…
Και πράγματι- αλίμονο! Ο Νήφων δεν είχε πείρα στον πνευματικό πόλεμο. Κι αυτό ακριβώς ήταν που εκμεταλλεύτηκε ο πονηρός. Αλλά και κάτι ακόμα: Την αστάθεια της νιότης, που εύκολα γλιστράει στην αμαρτία…
Πρώτα λοιπόν σκόρπισε το νου του σε ανώφελες μέριμνες. Ύστερα τον έσπρωξε προς τη μέθη και τη γαστριμαργία. Τέλος έσπειρε μέσα του τη νοσταλγία των γονιών και της πατρίδας. Σπάραζε η καρδιά του στη θύμηση της μάνας και του πατέρα. Οι λογισμοί άρχισαν να τον πνίγουν. Μα πού να φανταστεί κανείς πως όλα τούτα ήταν πόλεμος δαιμονικός…
Στην αρχή αντιστεκόταν γενναιόψυχα στους λογισμούς. Μα τελικά η θλίψη κι η βαρυθυμία του πλάκωσαν τελείως την καρδιά. Τον έκαναν κουρέλι.
Η γυναίκα του στρατηγού, μη βρίσκοντας άλλο τρόπο για να τον παρηγορήσει, άρχισε να τον περιποιείται υπερβολικά και να του ετοιμάζει πλούσια γεύματα, με φαγητά ποικίλα και κρασιά εκλεκτά.
Αυτό κράτησε καιρό. Ο Νήφων συνήθισε τα φαγοπότια, που εξελίχθηκαν σιγά-σιγά σε κραιπάλες. Από τις καταχρήσεις σκοτίστηκε ο νους του. Κι έτσι το ένα κακό έφερε το άλλο, αφού ο κατήφορος της αμαρτίας, όπως ξέρουμε, σταματημό δεν έχει: Ο σιωπηλός πρώτα και ήσυχος, έγινε τώρα αυθάδης και αθυρόστομος. Όλους τους έβριζε και τους διέσυρε με το παραμικρό. Καβγάδιζε για το τίποτα. Έβαζε σκάνδαλα κι έσπερνε διχόνοιες …
- Πω πω ! Τί αδιάντροπος! Τί ταραξίας! Στην οικουμένη δεν έχει τον όμοιό του! έλεγαν οι άνθρωποι, και φρόντιζαν να τον αποφεύγουν.
Τάχα για να ξεχάσει τους γονιούς και τον καημό της ξενητιάς, άρχισε να συχνάζει και στα θέατρα και στα καπηλειά και στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα. Το ξημέρωμα τον έβρισκε να πίνει, να χορεύει, να τραγουδάει, να αισχρολογεί…
Μα το πιο αξιοθρήνητο ήταν, πως έπεσε στο βούρκο των σαρκικών αμαρτημάτων. Έσμιξε με νέους ακόλαστους κι έφτασε στο σημείο να λερώνει, μαζί μ’ αυτούς, την καθαρότητα της ψυχής του, πέφτοντας σε πορνείες, μοιχείες, ακόμα και σε σοδομίες!...
Μέρα με τη μέρα σκοτιζόταν, καθώς βούλιαζε μέσα στην αμαρτία. Όλο και παρασυρόταν από τις πανουργίες του σατανά. Και όλο και πιο θρασύς γινόταν. Κουβέντα δεν σήκωνε. Όποιος αποτολμούσε να του πει κάτι, δεχόταν βρισιές και χτυπήματα.
- Μα την αλήθεια, ο διάβολος κι αυτός εδώ δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ τους! έλεγαν με αγανάκτηση όσοι έβλεπαν τα καμώματά του.
Και πράγματι, τόσο πολύ κυλιόταν μες στην αμαρτία, που όλα τα δαιμόνια έτρεχαν ξοπίσω του με γέλια και χαρές. Και τόσο εφευρετικός ήταν σε κάθε είδος ασωτίας, που οι νέοι τον είχαν σαν πύλη προς την απώλεια!
Σιγά-σιγά έβγαλε κακό όνομα σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι παλιοί γνωστοί του και όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί λυπόντουσαν με το κατάντημά του. Ένας απ’ αυτούς, που λεγόταν Βασιλεύς, του έλεγε συχνά-πυκνά:
- Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφωνα! Έτσι που κατάντησες, είσαι ζωντανός νεκρός! Διορθώσου πια…
Μερικές φορές, όταν άκουγε τέτοια λόγια ο Νήφων, συναισθανόταν τις αμαρτίες του. Έπεφτε σε συλλογή, αναστέναζε, ξεσπούσε σε δάκρυα. Δεν μπορούσε όμως ν’ αφήσει τα πονηρά έργα, γιατί πολύ γρήγορα η δύναμη της συνήθειας τον έσερνε στα ίδια, σαν άλογο χαλινωμένο. Και τότε η απόγνωση, το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά, ερχόταν να συμπληρώσει το έργο της ψυχικής καταστροφής του νέου: «Τώρα πια δεν υπάρχει για σένα μετάνοια», του ψιθύριζε. «Κοίταξε να μη στερηθείς τουλάχιστον τα επίγεια…».
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τον είχε ο διάβολος, που όχι μόνο προσευχή δεν μπορούσε να ψελλίσει, μα ώρες-ώρες ένιωθε αβάσταχτη δυσφορία, σα να του είχαν ακουμπήσει μια βαρειά πλάκα πάνω στο στήθος.
Η καλή γυναίκα του στρατηλάτη, βλέποντάς τον σε τέτοια χάλια, έκλαιγε και οδυρόταν.
- Αχ, τι έπαθα, η αμαρτωλή! Τί πειρασμός είναι τούτος που με βρήκε; έλεγε και ξανάλεγε.
Πολλές φορές τον έπιανε με το καλό και τον συμβούλευε. Άλλοτε τον έπιανε με το άγριο, κάποτε μάλιστα τον ξυλοκοπούσε! Μα όλες οι προσπάθειες έμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νήφων ήταν αδιόρθωτος.
Μια φορά πήγε να δει κάποιον παλιό γνωστό του, το Νικόδημο, άνθρωπο ευσεβή και ενάρετο.
Ο Νικόδημος τον υποδέχθηκε με φανερή αγάπη.
- Ω, καλώς ώρισε ο αδελφός μου εν Κυρίω! αναφώνησε.
- Η χάρη του Θεού να ‘ναι μαζί σου, αποκρίθηκε ο Νήφων, κι αμέσως σκέφτηκε πως είχε καιρό να πει τέτοιο χαιρετισμό.
Μα μόλις ο Νικόδημος ήρθε κοντά του, κοντοστάθηκε. Στήλωσε το βλέμμα πάνω του κι έμεινε να τον κοιτάζει σαν αφηρημένος για κάμποση ώρα. Ο Νήφων τα έχασε.
- Τί συμβαίνει; τον ρώτησε αμήχανα. Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος; Πρώτη φορά με βλέπεις;
Ο άλλος τότε σαν να συνήλθε.
- Πίστεψέ με, αδελφέ μου, δεν ξέρω τί να πω… Να, το πρόσωπό σου μου φαίνεται κατάμαυρο, σαν του αράπη! Πώς να στο εξηγήσω;…
Ο Νικόδημος σώπασε πάλι, μα ο Νήφων κατάλαβε πολύ καλά, πως το πλήθος των αμαρτιών του είχαν κάνει την όψη του να φαίνεται μαύρη! Συγκλονίστηκε. Γεμάτος ντροπή και συντριβή, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του κι έφυγε μονολογώντας: «Αλίμονο σ’ εμένα τον αμαρτωλό! Και σ’ αυτή τη ζωή έγινα περιγέλασμα των ανθρώπων, και στην άλλη θα καίγομαι στη γέεννα του πυρός. Ωχ, ο άθλιος! Τί θα κάνω; Θα μπορέσω τάχα να μετανοήσω και να σωθώ; … Ποιός θα με βοηθήσει; Ποιος θα με βεβαιώσει πως θα βρω πραγματικά έλεος, αν μετανοήσω; … Μα πώς να πω στο Θεό «ελέησόν με», μετά από τόσες βρωμερές αμαρτίες, που έκανα μπροστά στα μάτια Του;…».


Η μετάνοια

ΤΕΤΟΙΟΙ λογισμοί στριφογύριζαν στο νου του, ώσπου έφτασε στο σπίτι. Μπήκε μέσα με την καρδιά πλακωμένη από τη θλίψη κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα πού να τον πάρει ο ύπνος…
«Ας κάνω καμμιά προσευχή, μήπως με βοηθήσει ο Θεός», σκέφθηκε και πήγε να σηκωθεί.
Μα ο διάβολος, καταλαβαίνοντας το σκοπό του, θέλησε να τον εμποδίσει. Και τι έκανε; Άρχισε να σπέρνει στην ψυχή του μεγάλο φόβο, τριβελίζοντάς του το μυαλό με την εξής παράδοξη σκέψη:
«Αν σηκωθείς τώρα μέσα στη νύχτα, να προσευχηθείς, θα πέσεις στα χέρια του διαβόλου. Και αντί για καλό, θα σε βρει κακό μεγάλο. Θα τρελαθείς, θα δαιμονιστείς, κι όλοι θα γελάνε μαζί σου!».
Αυτή η σκέψη αρχικά αναστάτωσε και φόβισε πολύ το Νήφωνα. Σύντομα όμως κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον πονηρό λογισμό, λέγοντας με το νου του:
«Μα καλά, τότε που ξενυχτούσα στις ακολασίες, κανένα κακό δεν έπαθα. Και θα πάθω τώρα, που θέλω να προσευχηθώ στο Θεό; Ανάθεμά σε πνεύμα πονηρό κι ακάθαρτο!».
Κι εκεί, σωριασμένος στο κρεβάτι του, μέσα στο σκοτάδι, ήρθε σε συναίσθηση… Τα μάτια του έγιναν βρύσες, απ’ όπου έτρεχαν δάκρυα πικρά.
- Ω θεέ μου, βογγούσε με πόνο ψυχής. Τι ήμουνα και πού κατάντησα! Μακάρι να ‘χα πεθάνει τότε, που ζούσα μέσα στην ευσέβεια και την αρετή. Τώρα, να, γέμισα τραύματα και πληγές την ταλαίπωρη ψυχή μου. Αλλά, Κύριέ μου, «ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με, μήποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος!».
Και μ’ αυτήν την ικετευτική κραυγή, πετάχτηκε από το κρεβάτι του γεμάτος πόθο προσευχής. Μα μόλις στράφηκε στ’ ανατολικά, ένα μαύρο σύννεφο τον τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε και παρέλυσε. Δειλία και φόβος κυρίεψαν πάλι την ψυχή του. Πήδησε πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα, στενάζοντας από τη μια για τις αμαρτίες του και συλλογιζόμενος από την άλλη τα εμπόδια που του έφερνε ο διάβολος..
Με το ξημέρωμα, έτρεξε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μια μισοσκότεινη γωνιά κι βυθίστηκε στην προσευχή και την ικεσία. Σε μια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μάτια και είδε πάνω από το κεφάλι του την εικόνα της Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά και ψέλλισε:
- Έλεησέ με,
η ευωδία των χριστιανών,
η κεχαριτωμένη,
η πανάχραντη,
και βοήθησέ με,
Δοξασμένη,
πλουσιόφωτη,
η ελπίδα των μετανοούντων,
«δια το μέγα σου έλεος».

Μ’ αυτά τα λόγια, η Θεοτόκος- παράδοξο!- τον κοίταξε και χαμογέλασε! Ο Νήφων έμεινε σαν εκστατικός, ενώ η καρδιά του πλημμύρισε ευφροσύνη κι άρχισε να σκιρτάει γλυκά.
«Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!», σκέφτηκε. «Πόσο μεγάλο το έλεός Του! Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!».
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν μέσα στην καρδιά του!
Ώρα πολλή προσευχήθηκε κι έκλαψε κι απόλαυσε της Θεοτόκου την αισθητή παρουσία. Ύστερα βγήκε και κίνησε για το σπίτι του.
Κάθησε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: «Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας αγαπάει ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!... Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγοριά των μετανοούντων;».
Αποκαμωμένος καθώς ήταν, τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και να! Ο διάβολος μπροστά του, μεταμορφωμένος σε κάποιο παιδί, που μαζί του είχε συνηθίσει ν’ αμαρτάνει! Κάθησε καταντικρύ του και, με το σαγόνι στηριγμένο στο ένα του χέρι, τον κοίταξε επίμονα, με βλέμμα λυπημένο, σκυθρωπό, μα και οργισμένο μαζί.
- Πες μου, γιατί είσαι έτσι θλιμμένος και κατσούφης; ρώτησε ο Νήφων.
- Γιατί έχεις τρεις μέρες που πήγες στον αγαπητό σου φίλο Νικόδημο, αποκρίθηκε εκείνος ξεφυσώντας. Τρεις μέρες… Και σε ξανακέρδισε η Εκκλησία.. Αυτό βλέπω, και δεν μπορώ να το ανεχθώ. Να γιατί είμαι σε τέτοιο χάλι…
- Και για τούτο έχεις πέσει σε τόση θλίψη; Μα… αυτό δεν είναι κακό.
Ο άλλος γύρισε αλλού το πρόσωπό του και δεν είπε τίποτα.
Τότε ο Νήφων ξύπνησε. Αμέσως κατάλαβε πώς ο διάβολος ήταν που του φανερώθηκε στον ύπνο, και πως τον έκαιγε η μετάνοιά του.
Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε πάλι για την εκκλησία. Πήγε κατευθείαν τώρα στη σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις έριξε πάνω της τα μάτια του εκείνη ανταποκρίθηκε με το γνωστό και γλυκύτατο χαμόγελό της! Τι γλύκα ξεχύθηκε στα σπλάχνα του απ’ το χαμόγελο εκείνο! Αυθόρμητα άρχισε να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες, προσκυνώντας τη χάρη της. Μα, όποτε ανασηκωνόταν και την ατένιζε, την έβλεπε να του χαμογελάει, σα να ‘ταν ζωντανή…
Μιαν άλλη μέρα, καθώς ερχόταν πάλι στην εκκλησία, βλέπει στο δρόμο κάποιον άνθρωπο ν’ αμαρτάνει. Ευθύς τον κατέκρινε μέσα του γι’ αυτό. Όταν όμως φτάνοντας στο ναό, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας, είδε την Πανάχραντη να τον παρατηρεί πρώτα βλοσυρά, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα της μακριά του.
Ο Νήφων συγκλονίστηκε. Τα πόδια του κόπηκαν. Γονάτισε και είπε με το νου του:
«Αλίμονό μου! Τί κακό έκανα;… φαίνεται πως η αμαρτία τόσο πολύ με κυρίεψε, που δεν έχω συναίσθηση των παραπτωμάτων μου. Σε τι έφταιξα και μ’ αποστρέφεται η Μητέρα του Κυρίου μου;…».
Έστιβε το μυαλό του για να θυμηθεί σε τι αμάρτησε. Ώσπου το θυμήθηκε: Είχε κατακρίνει με το λογισμό του εκείνον τον διαβάτη.
Στέναξε βαθιά.
- Θεέ μου, ικέτεψε με δάκρυα, ομολογώντας την αμαρτία του. Συγχώρεσέ με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Σου. Σου άρπαξα, Κύριε, τη δόξα και την αξία, κατακρίνοντας τον πλησίον για μια μικρή του αμαρτία. «Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς ἐλέησόν με ὅτι ἐπὶ σοὶ πέποιθεν ἡ ψυχή μου!»
Μετά από πολλή προσευχή και δάκρυα και συντριβή, παρατηρεί πάλι την εικόνα, και τη βλέπει χαμογελαστή όπως πρώτα. Έτσι, παρηγορημένος και ανακουφισμένος, ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο και βγήκε από το ναό.
Από τότε πολλές φορές, όποτε έπεφτε σε κάποιο ακούσιο σφάλμα, ελεγχόταν από τη Θεοτόκο με τον ίδιο τρόπο. Και μετανοούσε, έπαιρνε συγχώρηση κι αγωνιζόταν να διορθωθεί.
(συνεχίζεται)


Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό gkou » Παρ Απρ 05, 2013 12:08 pm

Η δύναμη της προσευχής και της νηστείας

ΠΕΡΑΣΑΝ αρκετές μέρες. Κάποια νύχτα βλέπει ο μακάριος στ’ όνειρό του ότι βρισκόταν μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο στενόμακρο σπίτι. Ξαφνικά, εκεί που στεκόταν σε μιαν άκρη, βλέπει δύο μαύρους και αγριωπούς άντρες να ορμούν εναντίον του, θέλοντας να τον σκοτώσουν. Για να γλυτώσει, άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος προς την άλλη άκρη του σπιτιού, ενώ οι μαύροι τον κυνηγούσαν από πίσω. Τη στιγμή που άπλωναν τα χέρια τους να τον αρπάξουν, έφτασε απέναντι. Βρήκε μια πόρτα, την άνοιξε σαν τρελός, χώθηκε μέσα και την έκλεισε πίσω του με δύναμη.
Είδε πως είχε μπει σ’ ένα ναό του Θεού. Ένιωσε ασφαλισμένος. Πράγματι, οι διώκτες του δεν τόλμησαν να μπουν εκεί. Ξαλάφρωσε και ηρέμησε.
Μετά από λίγο άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Προχώρησε αρκετά, οπότε οι μαύροι εκείνοι, που παραφύλαγαν σε κάποιες γωνίες του σπιτιού, εμφανίστηκαν ξαφνικά και άρχισαν πάλι να τον κυνηγούν. Μόλις τους είδε ο Νήφων, το ξανάβαλε στα πόδια, προς την άλλη άκρη τώρα. Κι εκεί βρήκε μια πόρτα, που τον έφερε και τον ασφάλισε σ’ έναν άλλο ιερό ναό. Οι μαύροι, απελπισμένοι, έπιασαν πάλι τις γωνίες.
Όταν λίγο αργότερα βγήκε δειλά-δειλά κι από κει, επαναλήφθηκε η πρώτη σκηνή.
Αυτό το όνειρο το έβλεπε κάθε νύχτα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία του, το Άγιο Πνεύμα μίλησε μυστικά μες τη διάνοιά του και του είπε:
- Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τις παγίδες των δαιμόνων, αν δεν καταφεύγεις στους ναούς του Θεού και δεν αγωνίζεσαι με προσευχές και με νηστείες.
Από τότε ο Νήφων σύχναζε στις εκκλησίες – έχει πολλές και πάντερπνες η Βασιλεύουσα-, ενώ συνάμα παραδόθηκε στην προσευχή και τη νηστεία.
Κάποτε τον βασάνισε ο εξής λογισμός:
«Μήπως, αντί να τρέχω στους ναούς , είναι καλύτερα να κάθομαι σ’ ένα μέρος και να ζητάω το έλεος του Θεού;».
Δεν άργησε ο φιλάνθρωπος Θεός να του αποκαλύψει και πάλι, ότι κάθε φορά που ένας άνθρωπος πάει σε εκκλησία, για να προσευχηθεί, είτε μέρα είναι είτε νύχτα, τα βήματά του μετριούνται από τους αγίους αγγέλους, για να μετατραπούν σε ουράνιο μισθό την ημέρα της Κρίσεως. Κι ακόμα, πως οι φύλακες άγγελοι των ιερών ναών, σημειώνουν ποιοι μπαίνουν μέσα, και κάθε βράδυ δίνουν αναφορά στις αγγελικές Δυνάμεις, που κυκλώνουν το ουράνιο Θυσιαστήριο. Τότε οι άγγελοι του ουρανού με περισσότερη προθυμία και χαρά ψάλλουν τους δοξολογικούς ύμνους, λέγοντας:
«Πόσο μεγάλο και τιμητικό είναι γι’ αυτούς τους ανθρώπους το ότι δεν παύουν μέρα και νύχτα να δοξάζουν τον υπεράγαθο Θεό, μολονότι ζουν μέσα στη ματαιότητα του κόσμου! Ας σπεύσουμε λοιπόν κι εμείς πρόθυμα να λατρεύσουμε την Παναγία Τριάδα, ψάλλοντάς Της τον τρισάγιο ύμνο».
Αφού πληροφορήθηκε ο Νήφων όλ’ αυτά από το Άγιο Πνεύμα, αγωνιζόταν να προσεύχεται αδιάλειπτα, καταφεύγοντας κάθε τόσο στις εκκλησίες.


(συνεχίζεται)


Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό gkou » Τετ Απρ 10, 2013 11:08 am

Πόλεμος με την αισχρολογία

ΜΑ Ο ΠΟΝΗΡΟΣ διάβολος, που γεμίζει τα στόματα των ανθρώπων με αισχρολογίες, βάλθηκε να πολεμήσει και το Νήφωνα μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκείνος αγωνιζόταν με την προσευχή ν’ αποδιώξει το φοβερό κακό. Και μια φορά, μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει στ’ όνειρό του τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.
- Χαίρε, δούλε του Θεού Νήφων! του λέει. Καλή είναι η ζωή σου, μόνο που τη μολύνεις με βρισιές και λόγια αισχρά. Σου υπόσχομαι όμως, παιδί μου, πως, αν πολεμήσεις με ανδρεία το δαιμόνιο της αισχρολογίας, εγώ θα είμαι στο πλευρό σου, βοηθός σου και συναγωνιστής σου.
Ο Νήφων ξύπνησε και μουρμούρισε αναστενάζοντας:
- Αλίμονό σου, άκαρπη κι ακάθαρτη ψυχή! Ακόμα και οι άγιοι νοιάζονται για το άθλιο κατάντημά σου, ενώ εσύ ζεις με φοβερή αμέλεια.
Σηκώθηκε αμέσως, πήρε μαζί του μια λαμπάδα και κίνησε για το ναό του αγίου Στεφάνου. Άναψε τη λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του και προσευχήθηκε ώρα πολλή με δάκρυα, ζητώντας τη βοήθειά του.
Φεύγοντας, πήρε από το δρόμο μια μικρή πέτρα, και την έβαλε στο στόμα του, λέγοντας στον εαυτό του:
- Τρώγε πέτρες, αισχρέ, για να μη βρίζεις τους ανθρώπους!
Εκείνη την πέτρα την κράτησε πολλές μέρες μέσα στο στόμα του, εμποδίζοντάς το να αισχρολογεί.
Αν ποτέ ξεχνιόταν και ξεστόμιζε καμιά βρισιά, πήγαινε παράμερα και χτυπούσε το στόμα του μ’ όλη του τη δύναμη, λέγοντας:
- Ακάθαρτε, κανείς μέχρι τώρα δεν σε τιμώρησε έτσι, γι’ αυτό αποθρασύνθηκες. Τώρα θα σε σωφρονίσω εγώ!
- -Και αν τύχαινε να οργιστεί με κάποιον άνθρωπο και να τον βρίσει, πήγαινε πάλι σε τόπο μοναχικό και γρονθοκοπούσε το σώμα του, λέγοντας:
- Αθυρόστομε! Δεν φτάνει που ο λογισμός σου κινείται ανεξέλεγκτος προς την οργή, βρίζεις κιόλας τον αδελφό σου, κι ανοίγεις χάσμα μίσους ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εσένα; Έννοια σου, και θα σου μάθω εγώ πραότητα και σιωπή! Όχι να γίνεσαι θηρίο από το θυμό και να βρίζεις…
Επιπλέον έβαλε κανόνα να δίνει κάθε μέρα σαράντα ραπίσματα στον πρόσωπό του.
Έλιωνε απ’ το κακό του ο διάβολος, βλέποντας το Νήφωνα να πολεμάει τόσο σκληρά, και του έλεγε με πονηρία:
- Άθλιε, δεν λυπάσαι το ίδιο σου το πρόσωπο, που είναι φτιαγμένο «κατ’ εικόνα Θεού»; Πώς το χτυπάς έτσι ανελέητα;…
- Βρωμιάρη, ήρθες κι εδώ, για να μου πεις τι θα κάνω στον εαυτό μου; Αχ! Ας είχες κι εσύ σάρκα, κι ας έπεφτες στα χέρια μου… Και τότε θα σου έδειχνα πώς περιποιείται ο Νήφων!... Οι άρχοντες δεν έχουν εξουσία να τιμωρούν τους κακούς δούλους τους; Γιατί κι εγώ να μην τιμωρήσω το δικό μου δούλο; Δούλος μου είναι το σώμα μου. Παρανομεί και το τιμωρώ!
Ο πονηρός δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί κι έφευγε.
Επειδή όμως για λίγο μόνο υποχωρούσε κι έπειτα ξανάρχιζε σκληρότερα τον πόλεμο, ο μακάριος Νήφων έγινε πια αμείλικτος με το σώμα του: Γρονθοκοπιόταν με μανία, ενώ τα ραπίσματα έφταναν στα εκατό και στα διακόσια κάθε μέρα.
Ήταν ένα παράδοξο θέαμα: Μάρτυρας, που αθλούσε και βασανιζόταν φρικτά χωρίς τύραννο, χωρίς δήμιο!
Από τα πολλά που έκανε στη σάρκα του, έρεψε κυριολεκτικά. Προπαντός το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τα πολλά χτυπήματα και τον πονούσε αφόρητα. Έβλεπες ένα ζωντανό νεκρό, που με δυσκολία έσερνε τα πόδια του και συχνά σωριαζόταν λιπόθυμος στη γη. Όταν όμως συνερχόταν, έλεγε στον εαυτό του:
- Αλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Αν αυτό το μικρό πόνο δεν υποφέρεις, πώς θ’ αντέξεις την αιώνια φωτιά της γέεννας; … Μη χάνεις όμως το θάρρος σου! Γιατί «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.»
Στο σημείο αυτό θ’ αναφέρω κάτι θαυμαστό, που μου αποκάλυψε ο ίδιος. Είχαμε, βλέπετε, στενό πνευματικό σύνδεσμο, γι’ αυτό και δεν μου έκρυβε τίποτα.
Πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κι όταν αλλάζαμε τον ασπασμό της αγάπης, μια άρρητη ευωδία, που ερχόταν από το πρόσωπό του με τύλιγε και με μεθούσε. Τι ήταν αυτή η γλυκύτατη ευωδία; Για πολύ καιρό δεν τολμούσα να τον ρωτήσω. Μια μέρα όμως δεν άντεξα.
- Για τον Κύριο, είπα δειλά, κάτι θα σε ρωτήσω και, σε παρακαλώ, μη μου κρύψεις την αλήθεια.
- Ρώτησε εσύ, αποκρίθηκε, κι αν πρέπει να σου το πω, θα το μάθεις. Αλλιώς όχι.
- Πες μου, γιατί από το πρόσωπό σου έρχεται τόση ευωδία;
- Η πίστη σου σε κάνει να νιώθεις αυτή την ευωδία. Εγώ ξέρω πως είμαι ολόκληρος μια δυσωδία.
Η υπεκφυγή του με λύπησε. Καθώς επέμενα λοιπόν να μάθω την πραγματικότητα, μου λέει:
- Δώσε μου υπόσχεση πως δεν θα τ’ αποκαλύψεις σε κανένα, και θα σου πω.
- Σου το υπόσχομαι.
- Άκου λοιπόν: Στις ώρες του πειρασμού, όταν χτυπάω τον εαυτό μου, έρχεται άγγελος, σταλμένος από τον Κύριο, μ’ ένα θυμιατήρι. Με θυμιάζει συνέχεια. Τόσο πολύ με συνεπαίρνει τότε η ευωδία του ουράνιου αυτού θυμιάματος, που δεν νιώθω τον πόνο. Αντίθετα μάλιστα, η ψυχή μου ευφραίνεται και χαίρεται υπερβολικά από την αγγελική επίσκεψη και την άρρητη ευωδία. Αυτή ακριβώς σε τυλίγει, όταν με πλησιάζεις.
Έμεινα έκπληκτος με την αποκάλυψη του οσίου Κι δόξασα τον φιλάνθρωπο Θεό για το θαύμα Του.


(συνεχίζεται)


Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ - ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Δημοσίευσηαπό gkou » Τρί Απρ 23, 2013 9:22 am

Πόλεμος με τη λαιμαργία

Ο ΠΟΝΗΡΟΣ δεν άργησε να τον πολεμήσει και με άλλο τρόπο : με τη λαιμαργία. Του προκαλεί λοιπόν , από το πρωί κιόλας, σαν βασανιστικό αίσθημα πείνας, σπρώχνοντάς τον να φάει κρέατα και ψάρια και άλλα πλούσια φαγητά. Μα ο μακάριος Νήφων αντιστεκόταν στο διάβολο με τον διακριτικό του λογισμό, λέγοντας:
- Όλ’ αυτά , μόνο μέχρι το φάρυγγα χαρίζουν ηδονή. Πιο κάτω ευχαρίστηση καμιά δεν δίνουν! Μόνο ανυπόφορη δυσωδία αναδίνουν! Πήγαινε λοιπόν διάβολε, εκεί που οι άνθρωποι κάνουν την ανάγκη τους και δες, τι είναι εκείνα που μου λες να φάω! Γεύσου τα εσύ, να ευχαριστηθείς…
Μ’ αυτά τα λόγια χλεύαζε τον πονηρό. Κι όταν εκείνος του ξαναριχνόταν και τον πολεμούσε αγριότερα, του έλεγε:
- Σήμερα θα φάω και θα πιω με το παραπάνω! Για να σου δείξω , πως ούτε κι έτσι θα μπορέσεις να μ’ εμποδίσεις από την προσευχή.
Τη μέρα εκείνη έτρωγε ακόμα και κρέας κι έπινε κρασί μπόλικο.
Ύστερα σηκωνόταν κι έλεγε στον εαυτό του:
- Πρόσεχε, Νήφων! Ο σκύλος , μόλις χορτάσει, γαβγίζει μ’ ευχαρίστηση. Κι εσύ τώρα έφαγες από τα δώρα του Θεού. Εμπρός, λοιπόν, να Τον ευχαριστήσεις , που σε χόρτασε από τα επίγεια αγαθά.
Κι ευθύς πήγαινε στην εκκλησία , σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό κι έλεγε:
- Σε δοξάζω, Χριστέ ο Θεός,
που με χόρτασες απ’ τα αγαθά Σου∙
μη μου στερήσεις , πολυέλεε,
και τα επουράνια!

Και συνέχιζε την προσευχή του για πολλήν ώρα, μ’ όλο και μεγαλύτερη θέρμη.
Ύστερα γύριζε κι έλεγε στο διάβολο:
- Δες, αδιάντροπε σκύλε, πόσο έφαγα και ήπια! Ε, και τι μ’ αυτό; Από την εκκλησία κανείς δεν μπορεί να με διώξει. Ο Θεός δεν μ’ αποστράφηκε, ούτε κι οι άγιοί Του. Ρεζίλι έγινες πονηρέ κι ακάθαρτε! Φύγε μακριά! Χάσου στο σκοτάδι! Μην ελπίζεις πια σ’ εμένα!


Πόλεμος με τον ύπνο

Μ’ ΑΥΤΑ τα λόγια όμως ο διάβολος μάνιαζε περισσότερο. Κι αμέσως δοκίμαζε άλλο όπλο: Του έφερνε αφόρητη νύστα και ασταμάτητα χασμουρητά, , προσπαθώντας να τον αποχαυνώσει. Αλλά εκείνος, μόλις ένιωθε νύστα, άρπαζε το ραβδί του κι άρχιζε να χτυπάει το σώμα του λέγοντας: :
- Αχάριστε δούλε! Δεν σου έδωσα να φας και να πιεις; Τώρα θέλεις και ύπνο; Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!
Τέτοια λέγοντας , χτυπούσε όλο και περισσότερο το σώμα του. Τόσο που η νύστα τελικά υποχωρούσε! Και τότε άρχιζε ν’ αγρυπνεί και να προσεύχεται …
Μετά την προσευχή έλεγε πάλι:
- Κοίταξε , Νήφων! Έφαγες και ήπιες. Αν τώρα υπηρετήσεις ανύσταχτα τον Κύριό σου, θα σε ξαναχορτάσω με τις δωρεές Του. Αν όμως αρχίσεις να λυγάς στον ύπνο, θα σε πεθάνω στην πείνα και τη δίψα!
Ακούγοντας ο διάβολος αυτά τα λόγια, λύσσαγε.
- Αλιτήριε Νήφων! τσύριξε μια μέρα. Πιο πανούργος κι απ’ τους δαίμονες είσαι! Ποιος σου τις έδειξε τούτες τις κατεργαριές; Πού τα ‘μαθες αυτά τα κόλπα, μου λες; … Αλίμονό μου! Με πάμπολλους πάλεψα ως τώρα, μα τέτοια σκληρό καρύδι ποτέ μου δεν συνάντησα! Δεν φτάνει που με βρίζει και με κοροϊδεύει, διαλαλεί κι από πάνω πως δεν φοβάται τους δαίμονες . Κακό που με βρήκε! Τον ρίχνω μια φορά, σηκώνεται, με ρίχνει δύο και τρεις ! Και μου λέει ειρωνικά: “Δεν βλάπτει κανέναν να κρατάμε τις ισορροπίες!”. Άλλοτε πάλι με απειλεί: “Μα κι αν πέσω, τι λες, δεν μπορώ να ξανασηκωθώ;”. Tί να κάνω πια… Μα έννοια σου! Νέος είν’ ακόμα! Κι εγώ ξέρω χίλια τεχνάσματα! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας…
(συνεχίζεται)

Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 5 και 0 επισκέπτες