Δημοσίευσηαπό Toula » Πέμ Σεπ 20, 2012 11:03 am
ΟΣΑ ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΡΩΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕΡΟΣ Δ΄
(σημειώσεις από το βιβλίο Μητροπολίτου Αχελώου, Είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος)
Ο Σωτήρ του ανθρώπου φανερώνεται (ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών)
Σε μιά πρώτη μεγάλη χρονική περίοδο, ο Θεός παρουσίαζε τον Υιόν του δια μέσου των κτιστών δημιουργημάτων του (Ρωμ. 1,20). Επειτα, 2000 χρόνια πρό Χριστού, ο Θεός άρχισε να φανερώνει τον Υιό του δια μέσου προφορικών αποκαλύψεων, που έκανε σε αγίους ανθρώπους (τους προφήτες) και σε διάφορους σοφούς (στοιχειωδώς). Οι θεόπνευστες αποκαλύψεις στους αγίους και τους προφήτες, από το 900 πΧ περίπου, άρχισαν να γράφονται και σε βιβλία (βιβλία Π. Διαθήκης).
Οταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου δηλ όταν έφτασε η κατάλληλη εποχή για την ανθρωπότητα, «εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, γενόμενος εκ γυναικός» (Γαλ. 4,4), «της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Με την ενανθρώπηση ή ενσάρκωση του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, έγινε ορατό το προτυπο του ανθρώπου: ο Θεάνθρωπος! Ετσι τώρα βλέπουμε πια το πρότυπό μας και μπορούμε (Α΄Ιωαν. 1, 1-3) ευκολώτερα να πετύχουμε τον προορισμό μας, να του μοιάσουμε (Β΄Κορ. 3,18) και να γίνουμε «κατά χάριν» υιοί Θεού (Γαλ. 4, 4-7).
Ο Θεός Πατέρας εξέφρασε την αγάπη του και την ευσπλαχνία του για τους ανθρώπους («ευδόκησε») , ο Υιός του Θεού δέχθηκε εκουσίως και ευχαρίστως να γίνει άνθρωπος και το Αγιον Πνεύμα πραγματοποίησε την ενσάρκωση του Υιού του Θεού.
Γιά την δημιουργία του «δευτέρου ανθρώπου» του Θεανθρώπου (Α΄Κορ. 15.47) το Αγιον Πνεύμα πήρε τα συστατικα της ανθρώπινης φύσης, το σώμα και την ψυχή, από την αγνή σάρκα της Παρθένου Μαρίας και τα ένωσε με το πρόσωπο του Υιού του Θεού. Από την ένωση αυτή προήλθε ο Ιησούς Χριστός.
Ο Χριστός επομένως, είχε δύο φύσεις την θεία και την ανθρώπινη, εν τούτοις δεν είχε και δύο πρόσωπα ή υποστάσεις αλλά ένα πρόσωπο και μία υπόσταση (οντότητα). Οι δύο φύσεις ήταν ενωμένες «ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως», οπως δίδαξε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό σημαίνει ότι είχε ένα εγώ, το εγώ του Υιού του Θεού και μία αυτοσυνειδησία, ότι ήτο δηλαδή ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ο Χριστός μιλούσε ως Υιός του Θεού «Εγώ δε λέγω υμίν» (Ματθ. 5,22) και ενεργούσε ως Υιός Θεού «Εγώ σοι επιτάσσω» (Μαρκ. 9,25). Γιά λόγους θεϊκής στρατηγικής, ο Χριστός δεν αποκάλυπτε σε όλους τη θεϊκή του ιδιότητα, παρά μόνο σε πολύ λίγους. Στους πολλούς μιλούσε για το πρόσωπό του, αναφερόμενος στην ανθρώπινη φύση του. Οταν οι αντίπαλοί του τον ρωτούσαν «σύ τίς εί;» απαντούσε πάντοτε, «ο υιός του ανθρώπου» (Ματθ. 8,20).
Σοφοί και διδάσκαλοι δεν έλλειψαν ποτέ από την ανθρωπότητα όμως ο Χριστός δεν ήταν ένας απ’αυτούς. Η διδαχή του, ο λόγος του δεν ήταν ανθρώπινος αλλά θεϊκός, αποκάλυψη του λόγου του Θεού. Ο λόγος του ήταν διαφορετικός από την διδαχή των ηθικοδιδασκάλων και ως προς το περιεχόμενο του.
Ο Χριστός δίδαξε ότι πρώτον, το πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι ηθικό, να γίνει δηλαδή καλός και προσεκτικός στη συμπεριφορά του έναντι Θεού και ανθρώπων (καλός καγαθός), αλλά υπαρξιακό, ότι πρέπει δηλαδή να αναγεννηθεί και αναδημιουργηθεί πνευματικά, από το Αγιο Πνεύμα! «Εάν τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού....Αμήν λέγω σοι, εάν τις μη γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιωαν. 3, 3-5).
Δεύτερον, δίδαξε ότι η παρούσα ύπαρξη και ζωή του κόσμου και του ανθρώπου είναι η «εσχάτη», ακροτάτη δηλαδή περίοδος της ιστορίας, όχι όμως και η τελευταία, διότι στη συνέχεια θα υπάρξει μιά καινούργια πραγματικότητα αιώνιας και ατέλευτης διάρκειας, στην οποία ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ανακαινισθούν και θα μεταμορφωθούν σε τέλεια και οριστική κατάσταση. Την «καινή» αυτή κατάσταση ο Χριστός ονόμαζε «Βασιλεία του Θεού».
Τρίτον, δίδαξε οτι ο Θεός δεν είναι εχθρός και τιμωρός του ανθρώπου, αλλά εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Πατέρας, που περιμένει τα παιδιά του, τους ανθρώπους, να επιστρέψουν στον «οίκον» της πατρικής του αγάπης. (Λουκ. 15, 11-24).
Ο Χριστός επιτελούσε θαύματα, θεραπευτικές επεμβάσεις σε ανθρώπους που παρουσίαζαν ψυχοσωματικές ατέλεις, ασθένειες και αναπηρίες και έθετε υπό τον έλεγχό του λειτουργίες του φυσικού νόμου (βάδισμα πάνω στη θάλασσα) κλπ. Αυτά τα ενεργούσε όχι με κάποια μαγική τέχνη αλλά με την υπερφυσική δύναμη της θεϊκής του θέλησης. Ο Χριστός, που ως Υιός Θεού ήταν ο δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, μπορούσε ασφαλώς και να επέμβει θεραπευτικά και διορθωτικά στα δημιουργήματά του αυτά. Άλλωστε, Εκείνος που τελικά θα ανακαινίσει και μεταμορφώσει τον κόσμο και τον άνθρωπο, στην «καινή» κατάσταση της αιώνιας Βασιλείας του Θεού είναι ο Ίδιος ο Χριστός.
Τα θαύματα, εξάλλου, ήσαν «σημεία» που συμβόλιζαν και προανήγγειλαν την ανάπλαση και ανακαίνιση του κόσμου και του ανθρώπου που θα επιτελέσει ο Χριστός στην «καινή» εποχή της Βασιλείας του Θεού.
Ο Υιός του Θεού ήλθε στη γή όχι ως επισκέπτης αλλα για να μείνει μαζί μας παντοτινά. Από το άλλο μέρος ο Θεός είχε διαλέξει ένα λαό, τον οποίο προετοίμαζε μακροχρονίως (2000 χρόνια) και πολύ προσεκτικά για να δεχτεί τον Χριστό. Η Π. Διαθήκη αναφέρει όλες τις πτυχές και τις φάσεις αυτής της προετοιμασίας. Στα θεόπνευστα μάλιστα κείμενά της περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια, το πρόσωπο του Χριστού, τη γέννησή του, τη διδαχή του, τα θαύματά του κλπ.. Ο Χριστός τελικά ως άνθρωπος ήταν απόγονος μιάς ευλογημένης γενιάς, την οποία ο Θεός προετοίμαζε, ειδικότερα για το σκοπό αυτό (βλ Ματθ. 1, 1-16 και Λουκ. 3, 23-38).
Υστερα από τη μεγάλη αυτή προετοιμασία, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν φυσικό και λογικό οι άνθρωποι της γενιάς του, να αποδεχτούν τον Χριστό, ο οποίος με λόγο και έργο φανέρωσε τη θεϊκή του ιδιότητα και αποστολή. Αυτό όμως δυστυχώς δεν έγινε. Μόνο λίγοι ομοεθνείς και συμπατριώτες του δέχθηκαν τον Χριστό, η Μητέρα του, ο κατά νόμον πατέρας του (Ιωσήφ), οι συγγενείς του, οι φίλοι του, οι μαθητές του και ένας περιορισμένος αριθμός από τους ακροατές του.
Η θρησκευτιή και πολιτική εξουσία, ειδικότερα, τήρησε αρνητική και σκληρή στάση τον σκοφάντησε, τον πολέμησε τον κατέδωσε στους κατακτητές Ρωμαίους, ως προδότη, και τελικά τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο, ύστερα από μιά σκηνοθετημένη δίκη.
Η ενσάρκωση του Υιού του Θεού έγινε βάσει θεϊκού Σχεδίου. Το Σχέδιο αυτό προέβλεπε την ακριβή ώρα που έπρεπε ο Χριστός να αναμετρηθεί οριστικά με τους αντιπάλους του και, ιδίως με τον διάβολο. Ο Χριστός, ως Θεός, γνώριζε την ώρα αυτή, την ονόμαζε μάλιστα «η ώρα μου» (Ιωαν. 2,4). Επειδή λοιπόν, Εκείνος έκρινε καθε φορά ότι «ούπω ελήλύθει η ώρα αυτού» (Ιωαν. 7,30), απέτρεπε με τη θεϊκή του δύναμη τη σύλληψή του και τον θάνατό του. Οταν λοιπον ο Χριστός έκρινε ότι ήλθε η κατάλληλη αυτή στιγμή («ήγγικεν η ώρα», Ματθ. 26,45) παραδόθηκε εκουσίως, θεληματικά δηλαδή και ελεύθερα στους αντιπάλους του, στο διάβολο και τα όργανά του. Ετσι επέτρεψε να θανατώσουν αυτό που έβλεπαν, την ανθρώπινη δηλαδή φύση του, τήν «σάρκα» του (Ιωαν. 1,14). Ομως, το ανθρώπινο σώμα του Χριστού εκάλυπτε σαν κάλυμμα την θεότητά του. Ο διάβολος λοιπόν και τα όργανά του αφαιρώντας βιαίως το ανθρώπινο κάλυμμα του Χριστού, θανατώνοντας δηλαδή το σώμα του, βρέθηκαν μπροστα σε κάτι που δεν έβλεπαν, αποκάλυψαν δηλαδή, οι ίδιοι, χωρίς βέβαια να το θέλουν, τη θεότητά του. Και η παντοδύναμη ακτινοβολία της θεότητος τους συνέτριψε!
Το πάθος του Χριστού ήταν συντριπτική ήττα του διαβόλου και νίκη του Χριστού, που ολοκληρώθηκε με τον θρίαμβο της Αναστάσεώς του.
«Ελαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Ελαβε γήν και συνήντησε ουρανώ. Ελαβεν, όπερ έβλεπε και πέπτωκεν, όθεν ουκ έβλεπε». ( Ι. Χρυσόστομος –Κατηχητικός Λόγος).
Ο σκοπός και η αποστολή του προς την ανθρώπινη φύση επετεύχθη και ολοκληρώθηκε. Η ανθρώπινη φύση, ψυχή και σώμα, στο πρόσωπο του Χριστού είχε ανακαινισθεί και θεωθεί! Μετά λοιπόν την Ανάσταση, η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ιδιαίτερα το σώμα του, είχε συσταθεί με νέα δομικά υλικά (άγνωστα και οπωσδήποτε ανύπαρκτα στην παρούσα δομή του υλικού κόσμου, και είχε αποκτήσει νέες διαστάσεις υπάρξεως. Αυτό αποδείχθηκε από το γεγονός ότι για τον αναστημένο Χριστό είχε καταργηθεί πχ η διάσταση του χώρου: ο Χριστός βγήκε από τον τάφο χωρίς να μετακινηθεί ο λίθος καί έμπαινε και έβγαινε «των θυρών κεκλεισμένων εκεί όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων. (Ιωαν. 20,29). «Κύριε, εσφραγισμένου του τάφου υπό των παρανόμων, προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου. Ούκ έγνωσαν πώς εσαρκώθης, οι ασώματοί σου Αγγελοι, ουκ ήσθοντο πότε ανέστης, οι φυλάσσοντές σε στρατιώται...» Αινοι (Κυριακή, πλ Α΄).
Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη φύση του Χριστού μετά την Ανάσταση, ήταν «καινή» είχε δηλαδή αποκτήσει τα στοιχεία και τις διαστάσεις της Βασιλείας του Θεού. Η μεταμορφωμένη φύση του Χριστού ήταν πιά το πρώτο άνθος της καινής μορφής του Παραδείσου. Το δεύτερο όμως σκέλος της αποστολής του, η μεταμόρφωση της φύσης όλων των ανθρώπων και του κόσμου έμεινε ανολοκλήρωτο.
Για το έργο αυτό, το θεϊκό Σχέδιο προέβλεπε μιά άλλη φάση. Πρωταγωνιστής της φάσεως αυτής θα ήταν το Αγιον Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Θεότητος. Το έργο, μάλιστα αυτό εγκαινιάσθηκε πολύ σύντομα, δέκα μόλις μέρες μετά την ανάληψη του Χριστού, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στον πρώτο πυρήνα της Εκκλησίας, στούς Μαθητές και την Θεοτόκο.
Το Αγιον Πνεύμα άρχισε να ανακαινίζει και να μεταμορφώνει τη φύση των ανθρώπων και του κόσμου, αφενός, διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας και, αφετέρου, δια της κρίσεως του κόσμου και της ιστορίας.
Ο Χριστός με την Ενσάρκωσή του ενώθηκε για πάντα με τους ανθρώπους. Μπορούμε να διακρίνουμε τρείς φάσεις της ουσιαστικής αυτής ένωσης. Η πρώτη άρχισε με την Ενσάρκωσή του. Ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, ενώθηκε μαζί της, γεννήθηκε ως Θεάνθρωπος και έζησε μαζί με τους ανρώπους όσο αυτοί το επέτρεψαν (33 χρόνια). Η δεύτερη φάση άρχισε με τη μυστηριακή παρουσία του Χριστού στο χώρο της Εκκλησίας. Η τρίτη και τελευταί φάση είναι η σωματική και ορατή επιστροφή του Χριστού στο τέλος ου επταδικού χρόνου της ιστορίας, κατά την έναρξη της «καινής» 8ης Ημέρας της αιώνιας Βασιλείας του Θεού επί της γής.
Στην Αγία Γραφή, η σωματική επιστροφή του Χριστού στον κόσμο, η Δευτέρα Παρουσία παρουσιάζεται ως κίνηση του Χριστού προς τον κόσμο (Ματθ. 25, 31-46). Στην πραγματικότητα όμως πρόκειτα για την τελική και οριστική κίνηση του κόσμου προς τον Χριστό. Στα έσχατα της ιστορίας, θα πραγματοποιηθεί ο λόγος του Χριστού: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γής (Σταυρός, Ανάσταση, Ανάληψη) πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάν. 12,32) «Ο Θεός τούς κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει (θα συνάξει) συν αυτώ», Α΄Θες. 4,14.