Πρέπει πάντα νά θυμόμαστε τόν θάνατο καί τήν μέλλουσα κρίση

Κείμενα και συμβουλές των Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας μας, παλαιότερων και νεώτερων.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Domna
Δημοσιεύσεις: 340
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:36 pm

Πρέπει πάντα νά θυμόμαστε τόν θάνατο καί τήν μέλλουσα κρίση

Δημοσίευσηαπό Domna » Τρί Ιαν 15, 2013 5:41 pm

Πρέπει πάντα να θυμόμαστε το θάνατο και τη μέλλουσα κρίση

Εικόνα

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ (ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ) ΕΥΚΟΛΑ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ.

Από το Μικρό Ευεργετινό

Από το βίο του άγίου Αντώνιου

O ΑΓΙΟΣ Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια και αφήνουμε την άσκηση, καλό είναι να μελετάμε πάντα τον αποστολικό λόγο: «Καθ' ημέραν αποθνήσκω» (Α' Κορ. 15:31).

Γιατί αν έτσι ζούμε κι εμείς, με καθημερινή δηλαδή την αίσθηση τού θανάτου, δεν θ' αμαρτήσουμε.

Αυτό πού λέω, σημαίνει τούτο: Κάθε πρωί πού ξυπνάμε, (νά πιστεύουμε πώς δεν θα ζήσουμε μέχρι το βράδυ. Και όταν πέφτουμε για ύπνο,) να πιστεύουμε πώς δεν θα σηκωθούμε. Γιατί είναι άγνωστη, φυσικά, ή διάρκεια της ζωής μας και μετριέται καθημερινά από τη θεία πρόνοια.

Αν λοιπόν είμαστε έτσι τοποθετημένοι εσωτερικά, ούτε θ' αμαρτήσουμε ούτε καμιά κακή επιθυμία θα έχουμε ούτε θα οργιστούμε εναντίον κανενός ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στη γη.

'Αλλά, περιμένοντας καθημερινά το θάνατο, θα γίνουμε φτωχοί, και σε όλους θα τα συγχωρούμε όλα. Μα ούτε και γυναίκα θα ποθήσουμε ούτε κάποιας άλλης αισχρής ηδονής την απόλαυση θα κυνηγήσουμε, αλλά, σαν φευγαλέα πού είναι, θα τη σιχαθούμε, ζώντας συνεχώς με την αγωνία (της φρικτής απολογίας μας) και έχοντας μπροστά στα μάτια μας την ήμέρα της κρίσεως τού Θεού και του το γιατί ο μεγάλος φόβος και ή ταλαιπωρία των βασάνων διαλύει τη γλυκύτητα της ηδονής και ανασταίνει την ψυχή όταν αρχίσει να πέφτει.

Από το βίο του άγίου 'Ιωάννου του Ελεήμονος

Ο μεγάλος 'Ιωάννης, ο πατριάρχης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, για να χαράξει βαθιά μέσα ατό νου του τη μνήμη του θανάτου και να την έχει πάντα ζωηρή μπροστά στα μάτια του, τι κάνει; Προστάζει πρώτα να του φτιάξουν τον τάφο του. να μην τον ολοκληρώσουν όμως, αλλά να τον αφήσουν μισοτελειωμένο. Κι έπειτα δίνει εντολή στους κατασκευαστές να έρχονται σε κάθε επίσημη γιορτή, και να του λένε δυνατά μπροστά σε όλους τούς πανηγυριστές:
- Δέσποτα, το μνήμα σου είναι ατέλειωτο μέχρι σήμερα. Δώσε μας την άδεια να το τελειώσουμε, γιατί είναι άγνωστο πότε θα σ' επισκεφθεί ο κλέφτης ο θάνατος.

'Από το Γεροντικό

Ένας γέροντας είπε: 'Όταν δουλεύω, κατεβάζω το αδράχτι και, πριν το ανεβάσω, φέρνω το θάνατο μπροστά στα μάτια μου. 'Ο ίδιος είπε:

Ό άνθρωπος , πού έχει κάθε ώρα το θάνατο μπροστά στα μάτια του, νικάει τη μικροψυχία.

Άλλος γέροντας είπε:

Σε κάθε έργο πού πρόκειται να κάνεις, λέγε πάντα: ""Αν μ' επισκεφθεί τώρα δα ο Θεός, τι γίνεται;". Και πρόσεξε τι θα σου αποκριθεί ο λογισμός. "Αν Σε κατακρίνει, σταμάτησε αμέσως και ματαίωσε το έργο πού έπιασες.

Καταπιάσου με άλλο, πού θα το τελειώσεις με σιγουριά. Γιατί ο πνευματικός εργάτης πρέπει να είναι κάθε ώρα έτοιμος να τραβήξει το δρόμο του (προς την αιωνιότητα). Είτε λοιπόν κάθεσαι στο εργόχειρο Είτε βαδίζεις στο δρόμο Είτε τρως, τούτο λέγε πάντα μέσα σου: Αν αυτή τη στιγμή με καλέσει ο Θεός, τι γίνεται;. Βλέπε ύστερα τι απάντηση σου δίνει ή συνείδησή σου Και κάνε χωρίς χρονοτριβή ό,τι σου λέει. Θέλοντας πάλι να μάθεις αν ελεήθηκες, ξαναρώτησε τη συνείδησή σου.

Και μη σταματήσεις να ρωτάς, ώσπου να πληροφορηθεί ή καρδιά σου Και να σου πει ή συνείδησή σου: "Πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε ή ευσπλαχνία τού Θεού θα μας ελεήσει".

Πρόσεχε όμως, μήπως ή καρδιά σου λέει αυτό το λόγο με δισταγμό. Γιατί κι αν ακόμα έχει επιφυλακτικότητα ίσαμε μία τρίχα, το έλεος τού Θεού είναι μακριά από σένα.

Είπε ο αββάς Ηλίας:

Εγώ τρία πράγματα φοβάμαι πάντα: Όταν θα βγαίνει ή ψυχή μου από το σώμα όταν θα βρίσκομαι μπροστά στο Θεό. Και όταν θα βγει ή απόφαση εναντίον μου.

Του άγίου Εφραίμ

Αδελφέ, να περιμένεις κάθε μέρα το θάνατό σου Και να ετοιμάζεσαι κατάλληλα για την πορεία εκείνη. Γιατί το φοβερό πρόσταγμα θα έρθει όταν δεν θα το περιμένεις. Και αλίμονο σ' εκείνον πού θα βρεθεί ανέτοιμος.

Αν είσαι ακόμα νέος, ο εχθρός σου σπέρνει συχνά λογισμούς σαν κι αυτόν: "Νέος είσαι ακόμη. 'Απόλαυσε τις ηδονές σου, Και στα γεράματά σου μετανοείς. Πόσους τάχα δεν ξέρεις, πού Και τις επίγειες ηδονές απόλαυσαν.Και τα ουράνια αγαθά κέρδισαν ύστερα με τη μετάνοια; Τι θέλεις και λιώνεις το σώμα σου από τόσο μικρή ηλικία, με κίνδυνο ν' αρρωστήσεις;

Εσύ όμως εναντιώσου στον εχθρό Και πες του: "Διώκτη και εχθρέ της ψυχής μου! Πάψε να μου βάζεις λόγια! Γιατί, αν μ' αρπάξει ο θάνατος στα νιάτα μου και δεν προφτάσω να γεράσω, τι θ' απολογηθώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Νά, βλέπω πολλούς νεώτερους να πεθαίνουν και πολλούς ηλικιωμένους να ζουν πολλά χρόνια ακόμη." Άγνωστη είναι στους ανθρώπους ή ώρα του θανάτου τους. Αν λοιπόν με προλάβει ο θάνατος, μπορώ να πω τότε στον Κριτή ότι με πήρε νέο, και να μ' αφήσει για να μετανοήσω; Μήπως πάλι δεν βλέπω, πως δοξάζει ο Κύριος όσους Τον υπηρετούν από τα νιάτα ως τα γεράματά τους; Νά, στον προφήτη .Ιερεμία είπε: «' Εμνήσθην ελέους νεότητός σου Και αγάπης τελειώσεώς σου τού εξακολουθείν σε οπίσω άγίου 'Ισραήλ» (πρβλ. .Ιερ. 2:2). Αντίθετα, εκείνον πού συνεχώς, από τα νιάτα ως τα γεράματά του, ακολούθησε το λογισμό της πλάνης, πως τον αποδοκίμασε ο προφήτης, αν και νέος; «Πεπαλαιωμένε ήμερών κακών, νύν ηκασιν αί αμαρτίαις σου, ας εποίεις το πρότερον» (Δαν. Σωσ.: 52). Γι' αυτό Και το Άγιο Πνεύμα μακαρίζει εκείνους πού σηκώνουν το ζυγό της αρετής από τη νεότητά τους (βλ. Θρ. .Ιερ. 3:27). Φύγε λοιπόν από κοντά μου, εργάτη της ανομίας και πονηρέ σύμβουλε. Ο Κύριος και Θεός μου να διαλύσει τις δολοπλοκίες σου Και να λυτρώσει κι εμένα από τις επιβουλές σου, με τη δύναμη Και τη χάρη Του."

Πάντα λοιπόν, αγαπητέ, να έχεις στο νου σου την ήμέρα του τέλους σου. .Όταν φτάσεις πια να πέσεις στην ψάθα σου ψυχομαχώντας - αλίμονο, τι φόβος Και τρόμος ζώνει την ψυχή σου τότε, και μάλιστα αν έχει τη συνείδηση να την κατηγορεί!

Αν μεν έχει κάνει κάτι καλό σ' αυτή τη ζωή, αν δηλαδή βάσταξε θλίψεις Και ατιμώσεις για χάρη του Κυρίου και έκανε όσα είναι ευάρεστα σ' Εκείνον, τότε με πολλή χαρά οδηγείται από τούς άγίους αγγέλους στους ουρανούς. Γιατί όπως ο εργάτης πού κοπιάζει στη δουλειά ολόκληρη την ήμέρα, μ' απαντοχή περιμένει τη δωδέκατη ώρα, για να πάρει το μεροκάματό του και να ξεκουραστεί μετά το μόχθο, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των δικαίων περιμένουν εκείνη την ήμέρα. Οι ψυχές όμως των αμαρτωλών είναι γεμάτες από φόβο και τρόμο μεγάλο την ώρα εκείνη. Γιατί όπως ο κατάδικος, πού πιάστηκε από τούς φύλακες Και οδηγείται στο δικαστήριο, καρδιοχτυπάει Και τρέμει ολόκληρος στη σκέψη των βασανιστηρίων πού τον περιμένουν, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των άδικων ανθρώπων συνταράζονται τότε, καθώς βλέπουν πια καθαρά το ατέλειωτο μαρτύριο της αιώνιας φωτιάς και τις άλλες τιμωρίες, τις παντοτινές και ατερμάτιστες. Κι αν ο αμαρτωλός πει τότε σ' έκεί νους πού τον σέρνουν, "Αφήστε με για λίγο να μετανοήσω", όχι μόνο δεν θα τον ακούσει κανείς, αλλά θα του πούνε κιόλας: "Τότε πού είχες καιρό, δεν μετανοούσες. Και τώρα βεβαιώνεις πώς θα μετανοήσεις; Όταν το στάδιο ήταν ανοιχτό για όλους, δεν αγωνίστηκες. Και θέλεις ν' αγωνιστείς τώρα, πού κλείστηκαν όλες οι πύλες και πέρασε ο καιρός του αγώνα; δεν άκουσες τι είπε ο Κύριος; «Γρηγορείτε, ότι ουκ οιδατε την ήμέραν ουδέ την ωραν...» (Ματθ. 25:13)".

Γνωρίζοντας από τώρα, αγαπητέ, αυτά και τα παρόμοια, ν' αγωνίζεσαι όσο έχεις ακόμα καιρό. Και να διατηρείς άσβεστη πάντα τη λαμπάδα της ψυχής σου με την καλλιέργεια των αρετών. 'Έτσι, όταν έρθει ο Νυμφίος, θα βρεθείς έτοιμος και θα μπεις μαζί Του στον νυφικό θάλαμο, όπως και οι άλλες παρθένες ψυχές, πού έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).

του άββα Ησαΐα

Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος - Και είναι αυτά πού συντηρούν όλες τις αρετές: το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και ή θύμηση του θανάτου του. Γιατί όποιος καθημερινά συλλογίζεται το θάνατο Και λέει στον εαυτό του, "Μόνο τη σημερινή μέρα έχω να ζήσω σ' αυτόν Τον κόσμο", αυτός ποτέ δεν θ' αμαρτήσει ενώπιον του Θεού. "Οποίος, αντίθετα, ελπίζει πώς θα ζήσει πολλά χρόνια, αυτός θα πέσει Σε πολλές αμαρτίες.

0 Θεός φροντίζει να διατηρεί καθαρό από την αμαρτία το δρόμο της ζωής εκείνου, πού ετοιμάζεται να δώσει λόγο για όλες του τις πράξεις στο Θεό. 'Εκείνος όμως πού αδιαφορεί λέγοντας, "'Έχω καιρό ως τότε", βρίσκεται δίπλα στους δαίμονες.

Κάθε μέρα, πριν πιάσεις δουλειά, να θυμάσαι πού βρίσκεσαι και πού πρόκειται να πας όταν χωριστείς από το σώμα. Και μην παραμελήσεις ούτε μία μέρα την ψυχή σου. να παρακολουθείς προσεκτικά Τον εαυτό σου, ώστε πάντα να θυμάται, πάντα να έχει μπροστά στα μάτια του το θάνατο Και τα αιώνια κολαστήρια Και όσους βασανίζονται και υποφέρουν εκεί. Και να θεωρείς Τον εαυτό σου σαν έναν από εκείνους μάλλον παρά από τούς ζωντανούς. Αλίμονο μας! 'Ενώ πρόκειται να φύγουμε από τη γη, όπου προσωρινά κατοικούμε, καταπιανόμαστε με πολύχρονες φροντίδες για γήινα Και φθαρτά πράγματα. Και στον καιρό της αναπόφευκτης αναχωρήσεως μας από δω, δεν είμαστε ικανοί να κρατήσουμε τίποτα δικό μας.

Αλίμονο μας! για κάθε πράξη της επίγειας ζωής, για κάθε αργό λόγο, για κάθε πονηρό Και ακάθαρτο λογισμό, για κάθε αναθύμηση της ψυχής θα λογοδοτήσουμε στον φοβερό Δικαστή.

Ωστόσο, λες και είμαστε ανεύθυνοι, μίαν ολόκληρη ζωή αδιαφορούμε για τις ψυχές μας.

Γι' αυτό μας περιμένει εκεί ή άσβεστη φωτιά της γέεννας και το μακρινό σκοτάδι και το ακοίμητο σκουλήκι και ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών. Και το αιώνιο ντρόπιασμα μπροστά Σε όλα τα ουράνια και επίγεια δημιουργήματα(Ματθ. 5:22. 8:12. Μαρκ. 9:43-48. Β' Θεσ. 1:8-10). 'Αλίμονό μας! τα κεντρίσματα και τα δαγκώματα των ψύλλων και των κοριών και των Ψειρών και των μυγών και των κουνουπιών και των μελισσών δεν τα υποφέρουμε. δεν φροντίζουμε όμως - ούτε Και θέλουμε! - να ξεφύγουμε από τον νοητό δράκοντα, πού καθημερινά μας δαγκώνει Και μας ρουφάει Και μας καταπληγώνει από παντού με τα φαρμακερά κεντριά του θανάτου. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να υποφέρουμε τις φοβερές και αιώνιες τιμωρίες;

http://hristospanagia3.blogspot.de/2013 ... _1595.html



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Πρέπει πάντα νά θυμόμαστε τόν θάνατο καί τήν μέλλουσα κρ

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τρί Μαρ 12, 2013 7:01 pm

Που πηγαίνει η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατό του;
Τρίτη, 12 Μάρτιος 2013 - από briefingnews.gr

Εικόνα

Η εξέταση που δέχεται από τα πονηρά πνεύματα.

Διηγήθηκε ο αββάς Μακάριος ότι, περπατώντας κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ’ αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ;

Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ’ αυτόν τον τόπο.

Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.

Ποία είναι ή παρηγοριά και ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας.

Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά.

Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε:

Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός.

Καλύτερα θα ήταν να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον ‘Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24).
Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο:

- Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – και ποιοι βρίσκονται εκεί;
- Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε.

Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.

Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε – συνειδητά ή από άγνοια – από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα.

Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.

Αντιμέτωπες σ’ αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ’ αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ’ ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος να διηγηθεί ή νούς να συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου να τελειώσει ή δίκη και να βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή. Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και η ψυχή αρπάζεται απ’ αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ’ ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι’ αυτήν η ημέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται στό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που η κενοδοξία και η καλοπέραση και η απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που η σπουδαία καταγωγή; που ο πατέρας ή η μητέρα ή οι αδελφοί ή οι φίλοι;
Ποιος απ’ αυτούς θα μπορέσει να γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;

Από το βίο του αγίου Αντωνίου

Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά. Και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα. Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του. Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. Και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του αγίου Αντώνιου τους εμπόδιζαν, λέγοντας:

Ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του.
Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό. Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. Και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει, κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα. Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό). Και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί η εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.

Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε:
- Σήκω, Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει να υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, να στέκεται όρθιος και να φτάνει μέχρι τα σύννεφα. Και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τους εμπόδιζε να περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή να λέει στον Αντώνιο:
- Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.

Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε να περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε να τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.

Του αββά Ισαάκ

Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. Ιω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ’ εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. Με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. Και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ’ ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως να μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ’ έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας.

Του αγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου

Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε στό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ’ εκείνους πού έμεναν μακριά. Στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα. Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε να του ανοίξουν το μνήμα. Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. Την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του να τον μεταφέρουν στο ναό. Εκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του. Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.

Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.

Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.

Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες

cron