Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38)
Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27).
Ὁ τυφλὸς ἐπαίτης γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του. Πρὸ μὲν τῆς θεραπείας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.
Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθαρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.
Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος.
Εἶσαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔχεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.
Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18).
Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;…
Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει·
–Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου.
–Ἄ, ὡραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σαλόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καραμπογιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐσὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου;
–Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παντί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι. Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰσθήματα.
Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στερεῖται ἕνα πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μάτι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή.
Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶμαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔχασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμπαθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας.
Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25).
Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου.
Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀθλιότητες.