Ορθοδοξία και γυναίκα

Η Ορθοδοξία απέναντι στις προκλήσεις της σημερινής εποχής.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ORTHODOXIA
Δημοσιεύσεις: 355
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:09 pm
Τοποθεσία: Ομάδα Διαχείρισης

Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό ORTHODOXIA » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:48 am

Ένα θέμα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, επειδή η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία κινείται μεταξύ των δύο άκρων της εκμετάλλευσης των γυναικών από τους άνδρες (το "ισχυρό" φύλο) και της εκμετάλλευσης των ανδρών από τις γυναίκες, χωρίς να μπορεί να βρει ισορροπία, αφού οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έγιναν από σχέσεις αγάπης σχέσεις αντιπαράθεσης. Μόνο η Ορθόδοξη θεώρηση της θέσης της γυναίκας στην Εκκλησία και της σχέσης μεταξύ των δύο φύλων εν Χριστώ, μπορεί ν΄αποκαταστήσει αυτή την ισορροπία.

Ας δούμε τι λέει για το θέμα αυτό μια γυναίκα, η πρεσβυτέρα Βαρβάρα Μεταλληνού:

Η Εκκλησία «κοντά» στην Γυναίκα
1 Ιουνίου 2011

Με το πέρασμα των αιώνων, ο ισχυρός άνδρας κατεξουσίαζε την αδύναμη γυναίκα, η θέση της οποίας παρέμενε υποδεέστερη, όπως και αυτή του παιδιού. Ο Χριστιανισμός όμως ήρθε να διακηρύξει την ισονομία και ισοτιμία των δύο φύλων, υπερασπιζόμενος την θέση της γυναίκας, και η Εκκλησία -ως κοινωνία αγίων- βρίσκεται πραγματικά και ουσιαστικά δίπλα στην γυναίκα και την βοηθεί να βρει το αληθινό νόημα της ζωής και την αποστολή της.

Εικόνα

Μιλώντας για «Εκκλησία», εμείς οι Ορθόδοξοι κύρια και πρωταρχικά εννοούμε τον Χριστό μέσα στον οπoίο τελεσιουργείται (άγιο) πνευματικά η ένωσή μας. Η Εκκλησία, κατά την ωραία εικόνα του Απ. Παύλου, είναι «σώμα Χριστού», κεφαλή του οποίου είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος το κατευθύνει και ενεργοποιεί, ενώ οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, είναι τα κύτταρα αυτού του σώματος.

Σκοπός της Εκκλησίας είναι να προσεγγίσει τον άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του και να τον διακονήσει, όπως ο Χριστός, ώστε να πραγματοποιήσει την σωτηρία του. Γι’ αυτό από την γέννηση και την αναγέννηση δια του Βαπτίσματος, ως την τελευταία στιγμή της παρουσίας του πιστού στην ζωή «του παρόντος αιώνος», αλλά ακόμη και μετά την εκδημία του εις την Άνω Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία, ως μάνα, προσφέρει συνεχώς την βοήθεια, συμπαράσταση και ανακούφιση στα τέκνα της, τόσο για τις καυτές καθημερινές ανάγκες, όσο και προπάντων για τον αγιασμό και την σωτηρία σύνολης της ανθρώπινης ύπαρξης. Προπάντων προσφέρει σωτήρια «πορεία ζωής» μέσα στον κυκεώνα των αλληλοσυγκρουόμενων και πολλές φορές απάνθρωπων προτάσεων ζωής του σύγχρονου κόσμου μας.

Η Εκκλησία επομένως, ως «ο Ιησούς παρατεινόμενος εις τους αιώνας» και «κοινωνία αγίων», δεν είναι δυνατόν να μην βρίσκεται κοντά και στην γυναίκα. Ιδιαίτερα μάλιστα βρίσκεται κoντά σ’ αυτήν, γιατί για αιώνες ανήκει -και ακόμη εκατομμύρια γυναικών ανήκουν- σε εκείνους που προσκαλεί με περισσότερη αγάπη και φροντίδα ο Χριστός, άρα και η Εκκλησία Του, δηλαδή στους ταλαιπωρημένους και βασανισμένους της ζωής: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,22).

Η πρόσκληση-υπόσχεση αυτή του Χριστού και στην συνέχεια της Εκκλησίας έγινε εξ αρχής αποδεκτή από τον γυναικείο κόσμο με ικανοποίηση και χαρά, επειδή είχε συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Και είναι γνωστό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων Χριστιανών ήταν γυναίκες, γεγονός που διαπιστώνεται και από τα υποστηριζόμενα από τον κατήγορο του Χριστιανισμού και των Χριστιανών Κέλσο (2ο αι.), ο oπoίoς χαρακτήριζε τον Χριστιανισμό, υποτιμώντας τον, θρησκεία των γυναικών. Αυτή η ανταπόκριση στο εκκλησιαστικό κάλεσμα εκ μέρους των γυναικών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Απόδειξη, το πολύ υψηλότερο ποσοστό των εκκλησιαζομένων και δραστηριοποιημένων στην ενοριακή ζωή γυναικών έναντι των ανδρών.

Είναι γνωστό επίσης ότι επί αιώνες για την γυναίκα δεν υπήρχε κανένας άλλος χώρος, που να της πρόσφερε τόσες δυνατότητες έκφρασης των βαθύτερων αναζητήσεών της, αλλά και από πουθενά αλλού δεν αντλούσε αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για να προχωρήσει στην ζωή, που τόση σκληρότητα έδειχνε, ιδιαίτερα γι’ αυτήν, απ’ ο,τι ο εκκλησιαστικός χώρος. Μέσα στον ναό, ατεvίζovτας π.χ. την εικόνα της Δέησης η της Ανάστασης, διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση του μυστηρίου της σωτηρίας δεν είναι μονόπλευρα ανδρική, αλλά καλείται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, άνδρες και γυναίκες, ισότιμα. Η μoρφή της Θεοτόκου, ιδιαίτερα, ο ρόλος της στο απολυτρωτικό έργο, οι δοξολογικοί ύμνοι στο πρόσωπό της, την διαβεβαίωναν -και την διαβεβαιώνουν- ότι η Εκκλησία διακηρύσσει και αναγνωρίζει την αξία και του γυναικείου προσώπου. Οι μορφές μαρτύρων και οσίων γυναικών, αγιογραφημένες στους τοίχους των ναών, η οι γιορτές τους, την έπειθαν -και την πείθουν- ότι υπάρχει δυνατότητα εκδίπλωσης των χαρισμάτων της, γιατί υπάρχει «μία αρετή (αγιότητα) ανδρός και γυναικός, επεί και η κτίσις αμφοτέροις ομότιμος, ώστε και ο μισθός ο αυτός αμφοτέροις», όπως διακηρύσσει ο Μέγας Βασίλειος. Αυτή μάλιστα την βασικότατη αρχή την διαπιστώνει συνεχώς, μια και η Θεολογία, η Λατρεία και η εν γένει εκκλησιαστική ζωή, αναγνωρίζουν, εξαγιάζουν και ανοίγουν ορίζοντες έκφρασης και ολοκλήρωσης κατά Χριστόν και της γυναίκας.

Ισοτιμία άνδρα – γυναίκας

Η Θεολογία της Εκκλησίας μας κηρύσσει την ισοτιμία, ομοουσιότητα και ισονομία του άνδρα και της γυναίκας. Στο βιβλίο της «Γενέσεως», διακηρύσσεται από τον θεόπτη Μωϋσή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Η κοινή φύση και αποστολή του άνδρα και της γυναίκας τους οδηγεί στην ισόνομη συζυγία και ένωση: «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δυό εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24). Η τελευταία μάλιστα φράση ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, γιατί δεν αναφέρεται μόνο στην συμφωνία και αμοιβαιότητα, που αναπτύσσεται ανάμεσα στους συζύγους, αλλά υποκρύπτεται και η ισότιμη βιολογική συνεργασία και συμμετοχή των συζύγων στην δημιουργία της νέας προέκτασής τους, δηλ. των παιδιών. Και είναι γνωστό πλέον από την επιστήμη ότι οι σύζυγοι, προσφέροντας εξ ίσου το γενετικό υλικό, ως «ισοδύναμοι δότες», δημιουργούν «την σάρκα μία», το παιδί. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά στην υποδήλωση της θαυμάσιας λειτουργίας του διαχωρισμού των χρωμοσωμάτων με μιτωτικές και μειωτικές διαδικασίες, για την δημιουργία του νέου ανθρώπου, ο οποίος έχει ισότιμες καταβολές και από τον άνδρα και από την γυναίκα. Άρα και σ’ αυτήν την παιδοποιία υπάρχει αμοιβαιότητα και ισοδύναμη συνεισφορά.

Η περιθωριοποίηση, υποτίμηση και υποδούλωση της γυναίκας στον άνδρα, αν και δημιουργήθηκαν ισότιμοι και ισόνομοι, οφείλεται -και κατά την διδασκαλία της Π. Διαθήκης- στην είσοδο της αμαρτίας στην ζωή των ανθρώπων. Μετά δηλ. το προπατορικό αμάρτημα, που ρίζα του είναι ο εγωισμός, οι άνθρωποι, ζώντας την ψευδαίσθηση της πανσοφίας και παντοδυναμίας τους, εγκλωβίστηκαν -και εγκλωβίζονται- στην εγωπάθειά τους, και μετέτρεψαν την παραδείσια αγαπητική κοινωνία σε ζωώδη συναγελασμό, όπου ο ισχυρότερος επιβάλλει εγωιστικά και εξουθενωτικά την θέλησή του στον ασθενέστερο. Έτσι, ο ισχυρότερος μυϊκά άνδρας επιβλήθηκε στην ασθενέστερη γυναίκα, καθορίζοντας μάλιστα συνήθειες και νόμους προς το ανδρικό συμφέρον. Με ειλικρίνεια και ρεαλισμό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα διακηρύξει: «Άνδρες ήσαν οι νομοθετήσαντες, κατά γυναικών ενομοθέτησαν». Η ανισότητα, αδικία, εκμετάλλευση ήταν -και είναι- τόση, ώστε «ο βίος έγινε αβίωτος».

Ο ερχομός του Θεού στην γη είχε ως σκοπό να επαναφέρει και την γνησιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και να αποκαταστήσει την αξία «άνθρωπος», είτε Ιουδαίος είναι αυτός, είτε Έλληνας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, είτε άνδρας, είτε γυναίκα» (Γαλ. 3,28 ). Γι’ αυτό ο Χριστός, μεταξύ πολλών άλλων, στηλιτεύει και αρνείται τις παραμορφωμένες αντιλήψεις, που το πέρασμα των αιώνων δημιούργησε για την γυναίκα. Στέκει με στοργή κοντά της, επαινεί και προβάλλει τα χαρίσματά της, την υπερασπίζεται απέναντι στην ανδρική αυθαιρεσία, όπως την μοιχαλίδα, διακηρύσσοντας συγχρόνως ότι η γνησιότητα της ζωής έχει τις ίδιες απαιτήσεις και από την γυναίκα και από τον άνδρα. Ακόμη, σε γυναίκες αποκαλύπτει τα μυστήρια της Θεολογίας και, επιβραβεύοντας την πιστότητα και θυσιαστική αγάπη τους, σ’ αυτές πρωτοεμφανίζεται μετά την ανάστασή του. Ο Χριστός επομένως, με την διδασκαλία και το παράδειγμά Του, έδωσε και πάλι στην γυναίκα την δυνατότητα να ξαναβρεί «το αρχαίον και πρωτόκτιστον κάλλος» της.

Φυσικά η Εκκλησία συνεχίζει το παράδειγμα Εκείνου, που όλως ιδιαιτέρως τίμησε την γυναίκα. Την τίμησε μάλιστα και την εξύψωσε τόσο, ώστε την έκαμε μητέρα Του, και ως πρωταρχικό και βασικό μέσον για να επικοινωνήσει με την ανθρωπότητα επέλεξε το κύριο γυναικείο λειτούργημα, την μητρότητα.

Δειγματοληπτικά αναφερόμεθα σε κάποιες θέσεις και πρακτικές της Εκκλησίας μας, στις οποίες διαπιστώνεται η εκ μέρους της υπεράσπιση και συμπαράστασή της στον γυναικείο κόσμο έναντι της ανδρικής αυθαιρεσίας, καθώς και η διακήρυξή της ως προς την ισότιμη ιδιαιτερότητα των δύο φύλων, η οποία όμως δεν οδηγεί στην ισοπεδωτική ομοιομορφία, η οποία κυρίως καταστρέφει την ομορφιά του γυναικείου φύλου.

Έτσι η κατάργηση της ιερής πορνείας εκ μέρους της Εκκλησίας και προπάντων η εξύψωση του θεσμού του γάμου από απλό κοινωνικό η βιολογικό γεγονός σε «μυστήριο μέγα» και «μυστήριο αγάπης», ενισχύει κατ’ εξοχήν την θέση της γυναίκας και αποκαλύπτει ότι η ετερότητα άνδρας – γυναίκα στην χριστιανική ζωή δεν οδηγεί στην εκμετάλλευση και υποτίμηση, αλλά στην γνήσια αγάπη, η οποία, κατά τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, «ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία (Α’ Κορ. 13, 5-6). Η γνήσια αγάπη επίσης «πάντα στέγει… (όλα τα σκεπάζει) και ουδέποτε εκπίπτει» (ποτέ δεν μειώνεται).

Αυτή η ποιότητα αγάπης απαιτείται φυσικά να αναπτύσσεται μεταξύ όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως όμως μεταξύ των συζύγων. Στην αποστολική περικοπή, που διαβάζεται κατά την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ακούγονται και τα εξής: «Οι άνδρες οφείλουν να αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπά την γυναίκα του, τον εαυτό του αγαπά. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το σώμα του, αλλά -αντίθετα- το τρέφει και το φροντίζει» (Εφ. 5,28-29). Και ολοκληρώνοντας ο Απ. Παύλος τις προτροπές του προς τους συζύγους, τους καλεί να αρθούν των αλλοτριωτικών τους καταστάσεων και συμπεριφορών και να φθάσουν στο ύψος της γνήσιας συζυγίας, δηλ. στην θυσιαστική αγάπη: «Ο άνδρας να αγαπά την γυναίκα του όπως αγαπά τον εαυτό του και η γυναίκα να σέβεται τον άνδρα της» (Εφ. 5,33).

Ακόμη και σ’ αυτές τις στενότερες συζυγικές οχέσεις, μέσα από τα ιερά κείμενα, η κάθε γυναίκα διαπιστώνει ότι η Εκκλησία υπεραμύνεται του αλληλοσεβασμού, της αλληλοκατανόησης και ισοτιμίας μεταξύ των συζύγων, αρνούμενη την εκ μέρους του άνδρα θεώρηση της γυναίκας ως «παιδιοποιητικής μηχανής» και «σκεύους ηδονής». Παρατηρεί ακόμη ότι ο εκκλησιαστικός λόγος την καθιστά πραγματική συ-ζυγο και συν-τροφο, όταν διακηρύσσει: «Για να απαγορεύεται η πορνεία, κάθε άνδρας πρέπει να έχει την γυναίκα του και κάθε γυναίκα πρέπει να έχει τον άνδρα της. Στην γυναίκα του πρέπει να αποδίδει ο άνδρας το συζυγικό του χρέος. Το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της η ίδια, αλλά ο άνδρας της, παρόμοια και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του. Μη στερείτε ο ένας τον άλλο, παρά μόνο πρόσκαιρα και έπειτα από κοινή συμφωνία για να αφοσιωθείτε στην νηστεία και την προσευχή» (Α’ Koρ. 7,2-5).

Η ισότιμη αντιμετώπιση του άνδρα και της γυναίκας συνεχίζεται και στις δυσκολίες της συμβίωσης η τις αιτίες διαζυγίου: «Στους εγγάμους δίνω εντολή, όχι εγώ, αλλά ο Κύριος, η γυναίκα να μην χωρίζει από τον άνδρα της… Και ο άνδρας να μη διώχνει την γυναίκα του…». Και συνεχίζει ο Απ. Παύλος: «Αν ένας αδελφός έχει σύζυγο μη χριστιανή και αυτή συγκατατίθεται να μένει μαζί του, να μην χωρίσει, κι αν μία γυναίκα έχει σύζυγο μη χριστιανό, που συγκατατίθεται να μένει μαζί της, να μην τον χωρίσει… Που ξέρεις εσύ γυναίκα; Ίσως σώσεις τον άνδρα σου. Η που ξέρεις εσύ, άνδρα; Ίσως σώσεις την γυναίκα σου» (Α’ Κορ. 7,10-16). Τα κείμενα αυτά δεν είναι διακηρύξεις κάποιου σύγχρονου φιλοσόφου η κοινωνιολόγου, αλλά προτροπές χριστιανού πνευματικού πατέρα, του Αποστόλου Παύλου, γραμμένες πριν από δύο χιλιάδες χρόνια περίπου.

Η γυναίκα στην λατρεία

Τα ακούσματα αυτά, που έρχονται να βγάλουν την γυναίκα από την εκμεταλλευτική διάθεση του άνδρα, ενισχύονται με την παραμυθία και συμπαράσταση, που η ίδια βιώνει μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες, που γι’ αυτήν ξεχωριστά έχει δημιουργήσει η Εκκλησία.

Και κατ’ αρχάς ας μείνουμε στο προστατευτικό αγκάλιασμα, που δέχεται εκ μέρους της Εκκλησίας αμέσως μετά τον τοκετό. Ο ιερέας σπεύδει στο προσκέφαλο της λεχώνας και, επικαλούμενος «τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων» Χριστό, εύχεται για την σωματική και ψυχική υγεία της μητέρας και του νεογέννητου βρέφους. Στην συνέχεια θα την δεχθεί στον ναό έπειτα από σαράντα ημέρες, και θα απευθύνει προσευχή στον τριαδικό Θεό γι’ αυτήν και το νήπιο: «Σου δεόμεθα …, ην τω σω θελήματι διέσωσας δούλην σου, καθάρισον από πάσης αμαρτίας και από παντός ρύπου, προσερχομένην τη αγία σου Εκκλησία… ίνα ακατακρίτως αξιωθή μετασχείν των αγίων σου μυστηρίων…»). Έτσι η Μάνα-Εκκλησία ευλογεί την μητέρα και το παιδί, μετά τις ταπαιπωρίες του τοκετού και της λοχείας, καθαγιάζovτας και αποδεχομένη τον τοκετό, την γέννηση του «νέου πλάσματος του Θεού», συναγιάζοντας επίσης και το κατ’ εξοχήν γυναικείο λειτούργημα, την Μητρότητα.

Δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν ως υποτίμηση και διάκριση εις βάρος της γυναίκας όλες εκείνες οι τελετουργίες, συνήθειες και απαγορεύσεις, όπως π.χ. η θεώρηση της γυναίκας ως ακάθαρτης κατά την περίοδο του βιολογικού της κύκλου η κατά την περίοδο της λοχείας, αλλά -αντίθετα- ως προστατευτικά μέσα υπέρ αυτής. Και αυτό καταδεικνύεται αν κανείς πρoσεκτικότερα διαβάσει τα ιερά κείμενα και προσεγγίσει αγιοπνευματικά την ορθόδοξη Θεολογία.

Είναι φυσικά γνωστό ότι η ορθόδοξη Θεολογία δεν αποδέχεται την διάκριση «καθαρό» – «ακάθαρτο». Είναι όμως και μια πραγματικότητα ότι η σωματική ακαθαρσία, και μάλιστα όπως βιωνόταν σε παλαιότερους χρόνους, υπενθυμίζει την πνευματική ακαθαρσία. Ο χαρακτηρισμός της γυναίκας ως «ακάθαρτης» στις σχετικές ευχές δεν αναφέρεται στο γεγονός της γέννησης, το οποίο είναι ευλογία Θεού, που συνιστά εκπλήρωση θείας εντολής («αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», Γεν. 1,28 ) και αγιασμό της μητέρας, «η δε γυνή σωθήσεται δια της τεκvoγoνίας», Α Τιμ. 2,15), αλλά υπαινίσσεται την εγγενή ροπή και κλίση του ανθρώπου προς την αμαρτία, γεγονός που συνοδεύει τον άνθρωπο και στις συζυγικές σχέσεις. Ήδη ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, συνειδητοποιώντας την αμαρτητική αυτή ροπή, ακόμη και στην εκπλήρωση της ευλογίας για τεκνοποιία, διεκήρυσσε: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τον δαβιτικό λόγο, λοιπόν, υπαινίσσονται οι ευχές, όταν χαρακτηρίζουν ως «ακάθαρτη την λεχώ και τους αψαμένους αυτής…», γι’ αυτό και συμπληρώνει η ευχή: «εν ανομίαις συνελήφθημεν και δια ρύπου πάντες εσμέν ενώπιόν σου…». Αυτή την ερμηνεία δίνουν και οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Ου τοίνυν του γάμου κατηγορεί και την γαμικήν κοινωνίαν παρανομίαν καλεί, αλλά την έμφυτη ροπή προς το κακόν», που αμαυρώνει κάθε ανθρώπινη πράξη.

Μένοντας λίγο περισσότερο στο τόσο αρνητικά προβαλλόμενο αυτό θέμα (της «ακαθαρσίας»), πιστεύουμε ότι και λόγοι καθαρώς ιατρικοί οδήγησαν την Μάνα-Εκκλησία να συνεχίσει τις εβραϊκές περί «ακαθάρτου» διατάξεις, ώστε -«ντύνοντας» με θεϊκή εντολή την ιατρική δεοντολογία- να προστατεύει την γυναίκα στις «δύσκολες» αυτές «μέρες». Και είναι ιατρικό δεδομένο ότι χρειάζονται έξι εβδομάδες (δηλ. περίπου σαράντα μέρες) μετά τον τοκετό για την σωματική αποκατάσταση της εγκύου, διάστημα κατά το οποίο χρειάζεται η μητέρα ξεκούραση, φροντίδα, περιποίηση, ώστε ψυχικά και σωματικά να αποκατασταθεί. Ανάλογη προσοχή και ευαισθησία απαιτείται για την γυναίκα και κατά την σύντομη διάρκεια του βιολογικού της κύκλου.

Η Εκκλησία επίσης, ως «κοινωνία αγίων» και ζωντας την κοινοχρησία υλικών και πνευματικών αγαθών, προσφέροντας την ανιδιοτελή αγάπη, στέκεται με κατανόηση απέναντι και στο θέμα της μη απόκτησης παιδιών στα ανδρόγυνα. Δίνει έτσι την δυνατότητα της πνευματικής μητρότητας και πατρότητας (αναδοχή μέσω του βαπτίσματος η και υιοθεσία), ενώ συγχρόνως διακηρύσσει ότι «ου το τεκνοποιείν αλλά το τεκνοτροφείν ποιεί τους γονέας» (ιερός Χρυσόστομος). Την πνευματική μάλιστα μητρότητα η πατρότητα ο ιερός Χρυσόστομος την θεωρεί ανώτερη από την παιδοποιία, διότι το «τεκνοποιείν» είναι καρπός της φύσεως, ενώ το «τεκνοτροφείν» της προαιρέσεως. Και εδώ ακριβώς ταιριάζει απόλυτα το ακόλουθο σχόλιο δημοσιογράφου σχετικό με την χρήση της τεχνητής γονιμοποίησης: «Αντί για νωπά και κατεψυγμένα σπέρματα εγωϊσμού, δεν υιοθετούμε κανένα ορφανό; Στοιχίζει λιγότερα λεφτά, θέλει περισσότερη αγάπη».

Η Εκκλησία επίσης προσφέρει την στοργή, παρηγοριά και ανακούφιση στα μέλη της, όταν, ιδιαιτέρως μέσω της λατρείας, προσεγγίζεται και το θέμα του θανάτου, το οποίο κατ’ εξοχήν ταλανίζει την γυναίκα. Και κατ’ αρχάς η διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι στην γήινη πατρίδα είμαστε «οδίτες» και όχι «πολίτες», ότι δηλαδή η μόνιμη πατρίδα μας δεν είναι η παρούσα, αλλά η μέλλουσα, δεν την εγκλωβίζει στην προσωρινότητα και φθαρτότητα του παρόντος κόσμου, αλλά την προσανατολίζει σε μία στάση ζωής, όπου αξιολογεί πράγματα και καταστάσεις υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Έτσι, δεν κλείνεται στην προσωρινότητα, ούτε απολυτοποιεί τα παρόντα. Γι’ αυτό και οι δυσκολίες και τα τραγικά της ζωής, όπως ο βιολογικός θάνατος, χάνουν την φρικαλεότητά τους και αντιμετωπίζονται με την αγωνιστικότητα και την ήρεμη απαντοχή, που βιώνει εκείνος, ο οποίος ελπίζει, πιστεύει και προσδοκά την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό η γνήσια ορθόδοξη γυναίκα, μέσα απ’ αυτή την θεώρηση του θανάτου και της ζωής, αντλεί την δύναμη, ώστε ακόμη και όταν κατευοδώνει το μοναχοπαίδι της στο τελευταίο γήινο ταξίδι του, να έχει την δύναμη να το αποχαιρετά με την ευχή: «Καλή αντάμωση, παιδί μου»!

Επίσης η χριστιανή γυναίκα, όπως και κάθε πιστός, προετοιμάζεται και ασκείται, κυρίως μέσα στην λατρεία, για την χριστιανική αντιμετώπιση του βιολογικού της θανάτου, όταν π.χ. με ιδιαίτερη συγκίνηση ψιθυρίζει το αίτημα: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά… και καλήν απολογίαν…». Μετέχοντας μάλιστα συχνά στο «δείπνο της ζωής», δέχεται «το φάρμακο της αθανασίας», δηλ. το σώμα και αίμα του Κυρίου μας, ως «αντίδοτο του μη αποθανείν», δηλαδή του να μην δοκιμάσει τον αποτρόπαιο πνευματικό θάνατο. Η λατρεύουσα δε τον τριαδικό Θεό εκκλησιαστική σύναξη, ως ύστατη ανακούφιση του πιστού, προσφέρει την προσευχή της για λύση της επιθανάτιας αγωνίας. Έτσι πραγματώνεται ο αληθινά ευχάριστος θάνατος, η γνήσια «ευθανασία». Τέλος, η Μάνα Εκκλησία κηδεύει το «άπνουν σώμα» και «προπέμπει την ψυχήν» στο στερνό της ταξίδι, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρήσει τα αμαρτήματά της και να την κατατάξει… «μετά των αγίων Του».

Η γυναίκα στο εκκλησιαστικό έργο

Η χριστιανή γυναίκα επίσης, γνωρίζοντας την Θεολογία της Εκκλησίας και συμμετέχοντας στην λατρεία της, προχωρεί βαθιά πεπεισμένη ότι είναι «συνεργός» Θεού. Γίνεται μάλιστα βίωμά της ότι αυτή η ανακαίνισή της δεν απωθείται στην μέλλουσα ζωή, αλλά αρχίζει από το «εδώ και τώρα». Η ένταξή της στην Βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, δεν αποτελεί αναμονή του μέλλοντος, αλλά ενεργοποίηση του παρόντος, και η επιδίωξη της σωτηρίας δεν σημαίνει αδιαφορία για τα προβλήματα και τις ανάγκες της καθημερινότητας. Γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Εκκλησίας για ενεργοποίηση των χαρισμάτων της, ώστε να γίνει και εκείνη «συνεργός εις παν έργον αγαθόν».

Είναι γνωστό ότι η ενορία στην αυθεντικότητά της δεν είναι μία απλή λειτουργική σύναξη, αλλά εστία πνευματικής ζωής, τόπος σύναξης δημιουργών, καταφύγιο υποδοχής των μοναχικών, εμπερίστατων και απόκληρων της ζωής. Σ’ αυτή την «σύναξη» η γυναίκα ενθαρρύνεται να ασκήσει τις κλίσεις και τα χαρίσματά της σε ένα ευρύτατο φάσμα διακονημάτων στον λειτουργικό, ποιμαντικό, κατηχητικό, ιεραποστολικό και κοινωνικό τομέα. Στην εποχή μάλιστα, που ο επιστημονικός και ιδιαίτερα ο θεολογικός λόγος δεν είναι πλέον μονοπώλιο των ανδρών, η Εκκλησία καλεί και την γυναίκα να είναι παρούσα, συμμετέχοντας και στους χώρους εκείνους όπου αναπτύσσεται η θεολογική-εκκλησιαστική σκέψη για την αντιμετώπιση των πνευματικών και ηθικών προβλημάτων, που αναδύονται στην κοινωνία. Η παιδεία και χριστιανική αγωγή, εξάλλου, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, της κρατικής και της εκκλησιαστικής, πραγματώνεται στην συντριπτική πλειοψηφία της από γυναίκες. Η προετοιμασία για τον γάμο, η πνευματική καθοδήγηση οικογενειών, η κατήχηση ενηλίκων και ανηλίκων, μέσω της ενορίας, είναι καρπός κυρίως των άοκνων προσπαθειών του γυναικείου κόσμου. Τα τελευταία επίσης χρόνια ανατίθεται και στις γυναίκες η εκπροσώπηση της Εκκλησίας και η μετάγγιση του πνεύματός της στις διορθόδοξες, διομολογιακές και διαχριστιανικές συζητήσεις και πρακτικές. Η έκφραση επίσης της χριστιανικής πίστης και του θεολογικού προβληματισμού όλο και περισσότερο καταγράφεται και δημοσιεύεται από τις χριστιανές γυναίκες.

Αλλά εκεί που κυρίως κάθε γυναίκα βρίσκει απεριόριστες δυνατότητες δράσης είναι στην φιλανθρωπία που ασκούν ο εκκλησιαστικός χώρος, αλλά και άλλοι κοινωνικοί φορείς. Συνυφασμένη η γυναικεία φύση κυρίως με την «λογική της καρδιάς», που οδηγεί στην θυσιαστική αγάπη, και σήμερα ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων αγίων μορφών της παράδοσής της, η χριστιανή γυναίκα αναλώνεται στο πυράκτωμα της αγάπης. Και είναι μία πραγματικότητα ότι το φιλανθρωπικό ενοριακό έργο βρίσκεται κατ’ εξοχήν στα γυναικεία χέρια.

Χρειάζεται φυσικά ακόμη πολύς δρόμος μέχρις ότου φθάσουμε στην δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων, όπου η ανάπτυξη όλων των χαρισμάτων, και των ανδρών και των γυναικών, θα επιφέρει την συναύξηση του όλου σώματος. Οι ποιμένες ιδιαίτερα οφείλουν να μην αρνηθούν τον υγιή φεμινισμό, γιατί τότε θα αρνούνταν την ίδια την γυναίκα και την θεϊκή καταγωγή της, αλλά οφείλουν να τον αναβαπτίσουν, αποκαθάρουν και φωτίσουν.

Είναι πλέον πραγματικότητα ότι στην μεταβαλλόμενη κοινωνία μας μεταβάλλονται τα γνωστά στερεότυπα των θεσμών και σχέσεων. Για την γυναίκα π.χ. η μητρότητα δεν είναι πια η μοναδική αποστολή της. Υπάρχει το επάγγελμα ως βιοπορισμός, η ως εξασφάλιση υλικής ανεξαρτησίας, αλλά συγχρόνως και η πρόκληση της προσωπικής ανέλιξης (καριέρας).

Ο αυστηρός επίσης καταμερισμός των ρόλων μεταξύ του πατέρα και της μητέρας παρουσιάζεται πολύ πιο υποτονικός και ο καθένας αναλαμβάνει εργασίες και ευθύνες, που παραδοσιακά ανήκαν στον άλλο. Η μητρότητα, επομένως, τείνει να αντικατασταθεί από την γονικότητα.

Αυτές τις νέες εμπειρίες των γυναικών, μαζί με την αυξημένη ελευθερία, που διαθέτουν, οφείλει ο εκκλησιαστικός χώρος, για να βρεθεί και πάλι ουσιαστικά κοντά στην γυναίκα, να τις διοχετεύσει ευεργετικά, ώστε να μην εκφυλισθούν σε αναρχία και σύγκρουση εγωισμών, κυρίως ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα. Αντίθετα, η υπόδειξη για συνεπή και συνεχή βίωση της συμπληρωματικότητας των δύο φύλων, μέσα στην ποικιλία των σχέσεων, που δημιουργούνται στον εργασιακό και οικογενειακό χώρο, πρέπει να είναι το κύριο εκκλησιαστικό μέλημα, όσον αφορά την διακονία του γυναικείου κόσμου.

Σήμερα το ειλικρινές πλησίασμα της Εκκλησίας θα βρει μεγαλύτερη απήχηση απ’ ο,τι πριν από λίγα χρόνια. Απογοητευμένη η γυναίκα από άλλους χώρους, που της υποσχέθηκαν πολλά, και τελικά την άφησαν μετέωρη, θα αποδεχθεί με ανακούφιση τις καλοπροοαίρετες εκκλησιαστικές προτάσεις και το ειλικρινές κάλεσμα για ουσιαστική δραστηριοποίηση. Τα προβλήματα ιδιαιτέρως που αφορούν τις διαφυλικές σχέσεις -όπως αντισύλληψη, άμβλωση, διαζύγιο- ας μη λύνονται μόνον από τους άνδρες. Ιδίως σ’ αυτά η άποψη της γυναίκας είναι σχεδόν κυριαρχική, γιατί αυτή σηκώνει και τις ανάλογες συνέπειες. Γι’ αυτό και πρέπει κατάλληλα να κατατοπιστεί, ώστε οι θέσεις-απόψεις της να ταυτίζονται με την αλήθεια.

Απαραίτητη είναι και η προσέγγιση του θέματος της διαθρυλούμενης «σεξουαλικής απελευθέρωσης». Η υπεύθυνη και ουσιαστική ενημέρωσή της θα την οδηγήσει με ωριμότητα στις επιλογές της για να μην καταντά σωματικό και ψυχικό ερείπιο. Η υπόδειξη προπάντων ότι το έμβρυο που μεγαλώνει στα σπλάχνα της είναι η πρώτη και πιο δυναμική φάση της ανθρώπινης ζωής, θα την απομακρύνει από τις οδυνηρότατες εμπειρίες και συνέπειες της άμβλωσης.

Και εδώ η Εκκλησία, όπως η παράδοσή της το απαιτεί -παράδειγμα η αγία Φιλοθέη- οφείλει ηθικά και υλικά να συμπαρασταθεί στον συγκλονιστικό προβληματισμό της γυναίκας, ιδιαίτερα της άγαμης, ώστε να κρατήσει το παιδί της, παρά τον φαρισαϊσμό -πολλές φορές- της κοινωνίας.

Αποδεικνύεται, νομίζω, ότι η Εκκλησία ως κοινωνία αγίων βρίσκεται πραγματικά και ουσιαστικά δίπλα στην γυναίκα και την βοηθά να βρει το αληθινό νόημα της ζωής και την αποστολή της. Αυτή η προσπάθεια, φυσικά, οφείλει να εντατικοποιηθεί. Και αυτό αφορά και την Πολιτεία και την επιστήμη. Πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί από όλους ότι οι γυναίκες δεν αποτελούν μόνο τον μισό πληθυσμό της γης, αλλά είναι και αυτές που κυοφορούν την ζωή και μυσταγωγούν την ποιότητά της. Ολοκληρωμένες γυναίκες εγγυώνται ευτυχισμένο παρόν και δυναμικό μέλλον. «Μέσα όμως στην οικονομία του Θεού θα διακηρύξει ο Απ. Παύλος, «ούτε ο άνδρας νοείται ανεξάρτητα από την γυναίκα, ούτε η γυναίκα ανεξάρτητα από τον άνδρα». (Α Κορ. ll, ll). Η ανάγκη της εποχής μας είναι άνδρες και γυναίκες να ζήσουν την συμπληρωματικότητά τους και βοηθούμενοι από τους παραπάνω φορείς, προπάντων από την Εκκλησία, να κτίσουν ένα γνήσιο «σήμερα», το οποίο θα προοιωνίζεται για τα παιδιά τους, για τις γενιές που έρχονται, μια ζωή με ποιότητα και πληρότητα. Για τα παιδιά -το δεχόμαστε όλοι- αξίζει κάθε θυσία.

Άνδρες και γυναίκες, θυσιάζοντας τους εγωϊσμούς τους στον βωμό της Αγάπης, ας προχωρήσουν οραματιζόμενοι την γνήσια ανθρώπινη ζωή και για τις επόμενες γενεές, στο στέριωμα της οποίας οπωσδήποτε θα έχει συμβάλει δυναμικά και η γυναικεία δημιουργική παρουσία.

Πηγή: pemptousia.com



Κρότων
Δημοσιεύσεις: 104
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 12:59 pm
Τοποθεσία: Μάνος, Αθήνα
Επικοινωνία:

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Κρότων » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:48 am

Η γυναίκα και η μητέρα
3 Ιουνίου 2011

Εικόνα
Παναγία η Βρεφοκρατούσα
Ψηφιδωτό 9ου αιώνα, Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολη.


Η Παναγία μας η στοργική και τρυφερή μητέρα των Χριστιανών και όχι μόνο , αφού προστρέχει και σε βοήθεια ακόμα και αλλοθρήσκων που προστρέχουν με πίστη και συντριβή σε Αυτήν.

Η γυναίκα γερνά, η μητέρα δεν γερνά.
Η γυναίκα σαν γυναίκα αλλάζει και γερνά, η μητέρα σαν μητέρα δεν αλλάζει και δεν γερνά.
Η γυναίκα εκπροσωπεί την πτώση του ανθρώπου στη φύση, η μητέρα εκπροσωπεί την ύψωση του ανθρώπου προς τον ουρανό.
Η μητέρα , η οποία δεν υπήρξε γυναίκα, έλαβε δόξα και τιμή πάνω από τους αγγέλους, ενώ η γυναίκα υπήρξε και παρέμεινε σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
Με τον δικό της ρόλο ως γυναίκας.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Πηγή: http://istologio.org/?p=384[



Theodosis79
Δημοσιεύσεις: 14
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:46 pm

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Theodosis79 » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:49 am

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ... "θεωρητικά" , πολύ ουτοπικά πολύ αναχρονιστικά και δεν ξέρω τι άλλο τέλος πάντων στην σύγχρονη και μοντέρνα εποχή μας όπου η γυναίκα πρέπει να αγωνίζεται (σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων) για να αποδείξει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά ίσως και καλλίτερα σε σχέση με τον άνδρα σε θέματα εργασίας, καριέρας, διοικήσεως, και ότι υποβαθμίζεται και χαραμίζεται με το να κάθεται να θρησκεύεται και να ασχολείται με παπάδες και εκκλησίες αντί να δραστηριοποιήται σε άλλα πράγματα υποτίθεται πιο ουσιώδη(?). Απο προσωπική εμπειρία θα πω όμως πως όποιος έχει γνωρίσει γυναίκα που αγαπάει το Χριστό και την Εκκλησία και ζει κατά Θεόν, είναι ότι πιο ωραίο έχει δει στην ζωή του. Πραγματικά μια γυναίκα που ζει εν Χριστό (ουσιαστικά και όχι τυπικά) είναι μεγάλη υπόθεση όχι μόνο για τους γύρω της αλλά και για την κτίση όλη. Μια γυναίκα που ζει πνευματική ζωή είναι αληθινός φάρος και ζεστή γωνιά στις ψυχές όσων τις πλησιάζουν.



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:49 am

Theodosis79 έγραψε:Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ... "θεωρητικά" , πολύ ουτοπικά πολύ αναχρονιστικά και δεν ξέρω τι άλλο τέλος πάντων στην σύγχρονη και μοντέρνα εποχή μας όπου η γυναίκα πρέπει να αγωνίζεται (σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων) για να αποδείξει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά ίσως και καλλίτερα σε σχέση με τον άνδρα σε θέματα εργασίας, καριέρας, διοικήσεως, και ότι υποβαθμίζεται και χαραμίζεται με το να κάθεται να θρησκεύεται και να ασχολείται με παπάδες και εκκλησίες αντί να δραστηριοποιήται σε άλλα πράγματα υποτίθεται πιο ουσιώδη(?).


Θεοδόση, η γυναίκα δεν έχει να αποδείξει τίποτε, επειδή είχε και έχει ρόλο πολύ δύσκολο και πολύ σοβαρό, τουλάχιστον εξ ίσου δύσκολο και σοβαρό με αυτό του άνδρα, αλλά όμως διαφορετικό από αυτόν του άνδρα. Στην εποχή μας οι ρόλοι συγχέονται και η γυναίκα προσπαθεί ν΄αποδείξει ότι τα καταφέρνει εξ ίσου καλά στο ρόλο του άνδρα. Αυτό οδηγεί και σε τραγικές και σε κωμικές καταστάσεις, σε κάθε περίπτωση όμως δεν βοηθά καθόλου στην ομαλή συνεργασία μεταξύ των δύο φύλων και στην κοινή προσπάθεια για τη σωτηρία των ψυχών τους.

Η λύση φυσικά είναι αυτή που αναφέρεις στο δεύτερο μέρος της δημοσίευσής σου με την οποία συμφωνώ απόλυτα.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
aposal
Δημοσιεύσεις: 7219
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 1:12 pm
Τοποθεσία: Απόστολος, Άγιος Δημήτριος Αττικής

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό aposal » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:50 am

Έτσι είναι. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια! Ο άνδρας και η γυναίκα αντί να ζουν συμπληρωματικά, ζουν ανταγωνιστικά! Σ' αυτήν την πολλαπλά παρεκκλίνουσα ζωή που κάνουμε, όλα τα κάνουμε ανάποδα! Η γυναίκα εργάζεται και τα παιδιά (αν υπάρχουν) τα μεγαλώνουν οι Φιλιππινέζες, ισοπεδώνοντας έτσι τον σημαντικότερο ρόλο της γυναίκας, που είναι η ανατροφή των παιδιών!


Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων (απόσπασμα από τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου).

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:50 am

Γέροντας Σωφρόνιος Αγιορείτης: "Πάλη για «εξουσία» στην οικογένεια. Γιατί;"
Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2011

Εικόνα

Αν η γυναίκα εργάζεται εξίσου με τον άνδρα, τότε πάλι καταργείται η δικαιοσύνη, επειδή η γυναίκα στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία, βαστάζει και άλλα βάρη, επιπρόσθετα καθήκοντα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η μητέρα των παιδιών. Θα νόμιζε κάποιος ότι, επειδή η γυναίκα βαρύνεται από μεγαλύτερες ευθύνες και ασκεί πολυπλοκότερο ρόλο, σε αυτήν πρέπει να ανήκει το προνόμιο να «κατευθύνει» την οικογένεια. Ασφαλώς κάποιος πρέπει να κατευθύνει την οικογένεια, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο καθίδρυμα. Έτσι, σε πολλές οικογένειες ανακύπτει η πάλη για εξουσία, που πολύ συχνά γίνεται καταστροφική για την οικογένεια. Συνεπώς, όπου και αν στρέψουμε τήν προσοχή μας, παντού βλέπουμε υπερβολικά πολύπλοκα προβλήματα, και δεν πλησιάσαμε ακόμη στην επίλυσή τους.

Έκανα τις λίγες αυτές παρατηρήσεις, για να δω τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπει η πλειονότητα των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι εμείς ως χριστιανοί βλέπουμε ακόμη και εκείνα που οι άλλοι δεν προσέχουν. Θεωρούμε ότι το σπουδαιότερο θέμα γενικά για κάθε άνθρωπο είναι το ερώτημα: Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιός είναι ο προορισμός του; Γιατί και για ποιό λόγο εμφανίστηκε στον κόσμο; Ποιός σκοπός υπάρχει μπροστά του; Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του; Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ούτε σε ένα επίπεδο. Είναι αδύνατον για παράδειγμα να επιτύχουμε αληθινά δίκαια δομή της κοινωνίας χωρίς τη γνώση αυτή. Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρατικής οργανώσεως, αν δεν έχουμε απάντηση στο κύριο αυτό ερώτημα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας γράφεται με άσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, άδικη καταπίεση του ισχυρού επάνω στον ασθενή, όπως βλέπουμε στο ζωικό κόσμο. Συνεπώς, τί είναι ο άνθρωπος; Τήν απάντηση στο ερώτημα αυτό την παίρνουμε από την Άγια Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ' εικόνα Θεού ... άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γέν. 1,27). Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7).

Αν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα ως ενιαία ανθρωπότητα, τότε είναι φυσικό ότι το θέμα της σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός ήταν και θα είναι πάντοτε ένα από τα σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Αν στρέψουμε την προσοχή μας στα φυσικά χαρίσματα της γυναίκας και τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα τους στον άνδρα, θα δούμε από την μακρόχρονη πείρα ότι τα χαρίσματα αυτά είναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ενώ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Γνωρίζουμε επίσης από την ιστορία και από την Αγία Γραφή ότι στην Ανατολή, όπου γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες θρησκείες, η κυριότητα του άνδρα επάνω στη γυναίκα ήταν υπερβολικά ισχυρή. Η γυναίκα στη συνείδηση της Ανατολής ήταν κατά κάποιο τρόπο κατώτερο ον. Ακόμη και στο Ευαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, όπως για παράδειγμα: «ΟΙ δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ελάμβαναν οπ' όψιν μόνο τους άνδρες, ενώ τις γυναίκες ούτε καν τις μετρούσαν. Αλλά αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στην Ανατολή.

Έτυχε να διαβάσω, όταν ήμουν νέος, κάποιες στατιστικές που έκαναν μερικοί Γερμανοί μορφωμένοι άνθρωποι για τον ρόλο του άνδρα και τον ρόλο της γυναίκας στην ιστορία του πολιτισμού. Οι πολυμαθείς αυτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τα κατορθώματα του άνδρα ως άκρως σημαντικά (παρομοιάζοντας τα ως όρη υψηλά), ενώ από τα κατορθώματα της γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά που ούτως ή άλλως γράφτηκαν στην ιστορία του πολιτισμού.

Μου φαίνεται ότι η παρεξήγηση αυτή εμφανίστηκε ως συνέπεια της απώλειας της συνειδήσεως εκείνης, που περιέχεται στη Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ' εικόνα Θεού ... άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27).

Αυτό το ξεχνούν όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και οι ίδιες οι γυναίκες. Για να διορθώσουμε λοιπόν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδά της, αρχίζοντας από την οικογένεια, οφείλουν οι γυναίκες να ανυψωθούν με το πνεύμα και να φανερώσουν στον κόσμο την αυθεντική αξία τους, τον υψηλό ρόλο τους. Για την χριστιανική Εκκλησία το θέμα του ρόλου της γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκώς οξύτερο.

Βλέπουμε ότι στις χώρες όπου ο άθεος κομμουνισμός διεξάγει ανοικτή πάλη εναντίον της Εκκλησίας με την εφαρμογή κάθε είδους εκβιασμών, διασώζει την Εκκλησία η ανδρεία των γυναικών, η αυτοθυσία τους, η ετοιμότητά τους για κάθε είδους παθήματα. Παντού παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις Εκκλησίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι στις Εκκλησίες κατά τις ακολουθίες οι γυναίκες συνιστούν την πλειονότητα, κάποτε τα τρία τέταρτα, κάποτε όμως και περισσότερο. Αν τώρα όλες οι γυναίκες αποχωρούσαν από την Εκκλησία, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί οι άνδρες που εκπληρώνουν υψηλή ποιμαντική διακονία, κατέχοντας υψηλές ιεραρχικές θέσεις, θα έμεναν ολιγάριθμοι και, με απλά λόγια, θα ήταν γι' αυτούς από υλικής πλευράς αδύνατον να διατηρήσουν την Εκκλησία.

Συνεπώς ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι μεγάλος, και όλοι μας πρέπει να σκεφτούμε το φαινόμενο αυτό. Στη χριστιανική μας διδασκαλία για τον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, η γυναίκα παρουσιάζεται στο ίδιο ακριβώς μέτρο ως άνθρωπος, όπως και ο άνδρας. Οι δυνατότητες της διακονίας της μέσα στην ιστορία είναι απεριόριστες. Το γεγονός ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε από γυναίκα καταδεικνύει ότι η γυναίκα δεν είναι καθόλου μειωμένη ενώπιον του Θεού.

αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, 2010

Πηγή: pemptousia.com


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Domna
Δημοσιεύσεις: 340
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:36 pm

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Domna » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:51 am

Η Εκκλησιαστική αντίληψη για την γυναίκα στην Αγία Γραφή
21 Οκτωβρίου 2011 - Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Δρ. Θεολογίας Πλάτων Κρικρής

Εικόνα

Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος για την γυναίκα στις δύο γνωστές διηγήσεις που έχουν ως θέμα την δημιουργία του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις διηγήσεις (παρά τους διαφορετικούς προσανατολισμούς που έχει κάθε μία) εκφράζονται μέγιστες αλήθειες. Οι ιεροί συγγραφείς, φωτισμένοι από το Πνεύμα του Θεού, δεν έχουν πρόθεση να μας δώσουν μέσα από τα μοναδικά αυτά κείμενα κάποια οντολογική ερμηνεία της γυναίκας, ούτε να εκθέσουν κάποια θεολογία σχετικά με την δημιουργία της και το πρόσωπό της. Οπωσδήποτε διακατέχονται κι αυτοί από το γενικότερο ανδροκρατούμενο πνεύμα της εποχής τους – πως μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά. Όμως παρόλα αυτά τονίζουν, (μέσα από εικόνες, σύμβολα και άλλα πολιτιστικά στοιχεία του καιρού τους) ότι τόσο ο άντρας, όσο και η γυναίκα είναι δημιουργήματα ενός αγαθοποιού Θεού. Έχουν κι οι δύο την ίδια ανθρώπινη φύση (το αρχικό ανθρώπινο κύτταρο) ως εικόνες του Θεού. Αποτελούν ως «άρσεν και θήλυ», όντα αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοβοήθειας. Ο καθένας βλέπει στον άλλον τον εαυτό του και ταυτόχρονα ο,τι τον διακρίνει. Επωμίζονται και οι δύο το ίδιο έργο, και έχουν από κοινού την ευθύνη για τον κόσμο γύρω τους. Αυτά τα δύο μοναδικά όντα ο Θεός τα αγαπά, τα φροντίζει, τα ευλογεί.

Αλλά ενώ αυτές οι αλήθειες αποκαλύπτουν στο βάθος το αρχικό σχέδιο της θείας Σοφίας, έρχεται η πτώση των Πρωτοπλάστων, που, εκτός από όλα τα άλλα, δημιουργεί μια ρήξη ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Η γυναίκα στρέφεται προς τον άνδρα με μια επιθυμία κτητική, κι αυτός λειτουργεί έναντι της ως κυρίαρχος και εξουσιαστής. Αυτή ακριβώς η μεταπτωτική κατάσταση διαπερνά και όλα τα βιβλία της Π.Δ. Κατά τις ραββινικές παραδόσεις και τις διάφορες ερμηνείες του Νόμου, η γυναίκα θεωρείται κατώτερη από τον άντρα στην εξυπνάδα και στην ωριμότητα – κάτι σαν ισόβια «ανήλικη». Στην ερωτική ζωή λειτουργεί ως πηγή επιθυμίας. Στον χώρο της ηθικής ως απειλή. Στην θρησκευτική και λατρευτική ζωή λογίζεται ως ον ανάξιο και ακάθαρτο. Κατά την ίδια νομοθεσία μία γυναίκα αποτελεί κτήμα του συζύγου, (μαζί με τα παιδιά, τους δούλους και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία), αφού μετά τον γάμο περνά από την κυριαρχία του πατέρα στην εξουσία του άνδρα. Εύκολα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, χωρισμένη από τον άντρα. Ενώ αυτή δεν μπορεί να χωρίσει τον σύζυγό της, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Όταν κάποια αποδεικνύεται άπιστη προς τον άνδρα κατά την περίοδο του αρραβώνα, τιμωρείται με λιθοβολισμό. Και όταν η απιστία γίνεται κατά τον γάμο, με στραγγαλισμό. Ενώ για τον άνδρα υπάρχει ατιμωρησία σε ανάλογα παραπτώματα. Η πολυγαμία θεωρείται δικαιολογημένη, όπως και το δικαίωμα του άνδρα να χωρίσει την γυναίκα, αν αυτή δεν του έχει γεννήσει παιδί στα πρώτα δέκα χρόνια του γάμου. Οι ίδιοι νόμοι επιβάλλουν σ’ αυτήν «καθαρμούς» σαράντα ημερών στην περίπτωση που γεννήσει αγόρι, και ογδόντα ημερών, όταν γεννήσει κορίτσι. Απαγορεύουν σ’ αυτήν να ασκεί το ιερατικό λειτούργημα, όπως επίσης και να συμμετέχει στην λατρεία κατά τις περιόδους των γυναικείων κύκλων. Δεν της επιτρέπουν τέλος, όταν πηγαίνει στον Ναό, να στέκεται προς την πλευρά που βρίσκονται οι άνδρες.

Όμως παρόλα αυτά, στα ίδια βιβλία της Π. Δ. λάμπουν με την παρουσία τους σεβαστές γυναίκες, όπως ήταν η Σάρα, η Ρεβέκκα, η Λεία, η Ραχήλ, κατά τους εωθινούς χρόνους της ιερής ιστορίας, οι προφήτισσες Μυριάμ (αδελφή του Μωυσή) Δεββώρα, Ιαήλ, Άννα (μητέρα του Σαμουήλ), οι ελευθερώτριες Εσθήρ, Ιουδίθ. Ούτε λείπουν απ’ αυτά τα βιβλία οι έπαινοι για την γυναικεία γονιμότητα (κύριο στοιχείο καταξίωσης της γυναίκας), για την γυναικεία αξιοσύνη, την πιστότητα και αφοσίωση προς τον άνδρα, την καθαρότητα στις συζυγικές σχέσεις, την τρυφερότητα του άνδρα προς την γυναίκα. Αισθήματα που κορυφώνονται με την γυναικεία προσωποποίηση της Σοφίας και κατ’ εξοχήν με το «Άσμα Ασμάτων», αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο της ανδρόγυνης αγάπης. Όμως η πραγματικότητα δεν έπαυε να είναι πικρή για την γυναίκα. Και απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να εκτιμήσουμε την όλη στάση του Ιησού, όντως επαναστατική, προς τις γυναίκες.

Πράγματι, ο Ιησούς, σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, δεν αποκλείει από την αγάπη Του την γυναίκα – το αντίθετο μάλιστα. Γι’ Αυτόν εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το φύλο, αλλά το ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι καλεί τις γυναίκες αδελφές Του, γιατί κι αυτές ανήκουν στην κοινότητα της Εκκλησίας. Ευσπλαχνίζεται την χήρα μητέρα της Ναΐν και ανασταίνει τον γιο της. Γιατρεύει την συγκύπτουσα της συναγωγής, γιατί είναι κόρη του Αβραάμ και ίση μπροστά στον Θεό. Εμπιστεύεται μέγιστες αλήθειες σε μια γυναίκα, την Σαμαρείτισσα (Ιω. 4, 14 εξ.), παρά τις αντίθετες αντιλήψεις της εποχής, όπου αποτελούσε πρόβλημα ακόμα και η συζήτηση με μια γυναίκα. Επιτρέπει σε γυναίκες (όπως ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Σουζάνα κ. α.) όχι μόνο να Τον διακονούν (Λουκ. 8, 1) αλλά να βγαίνουν έξω από το σπίτι τους και να Τον ακολουθούν στο κηρυκτικό έργο, πράγμα αδιανόητο για ένα ραββίνο αυτής της εποχής. Και προπάντων δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη Του σε γυναίκες του περιθωρίου, απορριμένες κοινωνικά και εξουθενωμένες, γιατί θέλει ν’ αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά τους και ν’αποκαλύψει σ’ αυτές ότι είναι άξιες εκτίμησης εκ μέρους Του και εκ μέρους του Θεού.

Μετά απ’ αυτή την στάση του Ιησού, οι γυναίκες είναι παρούσες στην Σταύρωση και στον Ενταφιασμό˙ γίνονται αγγελιοφόροι της Ανάστασης˙ μετέχουν στο γεγονός της Πεντηκοστής, όπως η Εκκλησιαστική κοινότητα είναι συγκεντρωμένη «ομοθυμαδόν επί το αυτό» και δέχεται την φωτιά του Αγίου Πνεύματος˙ αναδεικνύονται σε προφήτισσες (οι τέσσερις κόρες του Φιλίππου), σε διδασκάλισσες (Πρίσκιλλα, Φοίβη), σε διακόνισσες, σε γυναίκες φιλανθρωπίας και αγάπης (Ταβιθά), σε μάρτυρες, μοναχές και μητέρες.

Αλλά κι ο Απ. Παύλος διακηρύττει κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή του. Ότι στον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού καταργείται κάθε διάκριση – εθνική, θρησκευτική, κοινωνική – όπως κι αυτή που έχει σχέση με την γυναίκα. Όμως ο ίδιος ο Απόστολος βλέπει ότι τόσο ο κόσμος, όσο και η τότε κοινότητα της Εκκλησίας, δεν μπορούν να αντέξουν μια τέτοια ριζοσπαστική αλήθεια, κατ’ ουσία εσχατολογική. Γι’ αυτό και προσφεύγει στην οικογενειακή «ιεραρχία» της εποχής εκείνης, που ήθελε τον ανδρα « κεφαλή της γυναικός». Και στη συνέχεια περνά σ’ ένα θαυμάσιο εικονισμό άνδρα Χριστού – Εκκλησίας, άντρα – γυναίκας. Έτσι, μέσα απ’ αυτόν τον εικονισμό προβάλλεται ένα ανώτερο επίπεδο σχέσεων άντρα – γυναίκας, που ξεπερνά όλες τις σχετικές ιδεολογίες αυτής της εποχής και χτυπάει στην ρίζα κάθε μορφή αυταρχισμού, ανδρικού η γυναικείου.

Όμως παρά την ρωμαλέα στάση του Αποστόλου Παύλου, δεν αλλάζουν πολλά σχετικά με την ισοτιμία του άνδρα και της γυναίκας. Ο μύθος της ανδρικής κυριαρχίας, στο κοινωνικό υπερ – εγώ, παραμένει και μέσα στις χριστιανικές κοινότητες. Η υπερβολική «καθαρολογία» του Ιουδαϊσμού, σχετικά με τους γυναικείους βιολογικούς κύκλους, περνάει και μέσα στην Εκκλησία. Οι «γνωστικίζουσες» αντιλήψεις για τον κόσμο, το σώμα, την ηδονή (ως δημιουργήματα κατωτέρων θεϊκών δυνάμεων) όπως και κάποιες εκτροπές του ασκητισμού, καλλιεργούν ένα πνεύμα υποψίας και περιφρόνησης, εχθρότητας και φόβου προς την γυναίκα. Έτσι ορισμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν βλέπουν την γυναίκα ως πηγή της ζωής, όπως την θέλει το θείο Σχέδιο της δημιουργίας, αλλά ως πηγή ρύπου και μολυσμού (Αποκ. 14, 4). Ως ένα δηλ. καταραμένο ον, που υπάρχει, είτε για την αποφυγή της πορνείας, είτε ως μέσο παιδοποιίας, και που η σχέση μ’ αυτό (η ερωτική – συζυγική) καθιστά τον άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο, ακάθαρτο.

Αυτού του είδους τις αντιλήψεις, που τραυμάτιζαν την γυναικεία αξιοπρέπεια και αμφισβητούσαν την σοφία του Θεού, χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας – όσο φυσικά η εποχή τους το επέτρεπε.. Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν παύουν να στηλιτεύουν την τότε νομοθεσία που εξαντλούσε όλη την αυστηρότητα για τις ηθικές παρεκτροπές της γυναίκας, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τις απιστίες του άντρα. Να συμβουλεύουν τους άνδρες να συμπεριφέρονται με τρυφερότητα στις γυναίκες τους. Να τονίζουν με όλες τους τις δυνάμεις το «ομότιμον ανδρός και γυναικός». Ότι δηλ. ο άντρας και η γυναίκα έχουν την ίδια τιμή, αξία και δόξα, με βάση την δημιουργική πράξη του Θεού˙ το ίδιο θεϊκό αρχέτυπο, ως μία και ενιαία ανθρώπινη φύση˙ την ίδια οντολογική ταυτότητα του «κατ’ εικόνα». Και επιπλέον, ότι και τους δύο αφορά η λυτρωτική πράξη του Χριστού˙ η αναδημιουργία μέσα στην Εκκλησία˙ η από κοινού πορεία προς την ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση.

Βέβαια, παρά τις καταπληκτικές αυτές τοποθετήσεις των Πατέρων, η ισότητα άντρα – γυναίκας σε όλα τα επίπεδα παρέμενε για τον ιστορικό Χριστιανισμό κάτι το ανέφικτο. Με αποτέλεσμα το ανθρώπινο ον να ταυτίζεται σχεδόν με τον άντρα, και η γυναικεία ύπαρξη να θεωρείται υποτιμημένη και προβληματική. Οι χριστιανοί δεν έπαυαν να τονίζουν την πνευματική ισοτιμία ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Όμως δεν μπόρεσαν να βγάλουν απ’ αυτή την χαρισματική ισοτιμία τα αναγκαία συμπεράσματα για την θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Έτσι δεν κατόρθωσαν να κάνουν πράξη (είτε γιατί παρεξέκλιναν προς κάποιο «αγγελισμό», είτε γιατί η εποχή δεν ήταν ώριμη), αυτά που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε διακηρύξει, από τον δεύτερο αιώνα, ως συνέπειες της πνευματικής ισότητας: «η τροφή κοινή, γάμος συζύγιος, αναπνοή, οψις, ακοή, γνώσις, ελπίς, υπακοή, όμοια πάντα» (P. G 8, 260C).

Επιπλέον εκείνο που δεν μπόρεσε να δει ο ιστορικός Χριστιανισμός μέσα στους αιώνες είναι, τι ακριβώς διαφοροποιεί τον άνδρα και την γυναίκα ως ετερότητα. Ενώ δηλ. τα δύο αυτά όντα αποτελούν στον πυρήνα τους μία ενότητα (Γεν. 1,26˙ 27˙), τι είναι εκείνο το μυστηριώδες, που κάνει τον άνδρα να είναι αυτό που είναι, και την γυναίκα να στέκεται έναντί του ως ένα «άλλο πρόσωπο», πολύ κοντινό ταυτόχρονα ομως «καθαρά διαφορετικό». Οι Πατέρες της Εκκλησίας πέρασαν παράπλευρα από το υπερφυσικό μυστήριο των φύλων και το πρόβλημα της γυναικείας οντότητας. Γι’ αυτό είδαν την γυναίκα περισσότερο από ηθική η ψυχολογική άποψη, και με μέτρο πάντα τον άντρα. Όμως αυτή η άγνοια είχε ως αποτέλεσμα να ταυτισθεί ο άντρας με την δύναμη και την εξουσία (ο σοφός, ο πολεμιστής, ο κυβερνήτης) και η γυναίκα με την παιδοποιία και τους υπηρετικούς ρόλους – αυτή που φροντίζει το σπίτι, αυτή που ξεκουράζει ερωτικά τον άνδρα, αυτή που του γεννάει παιδιά.

Αλλά στην Εκκλησία υπάρχει και η Γυναίκα «η περιβεβλημένη τον ήλιον» (Απ. 12, 1). Η Εύα της Χάρης και της Σωτηρίας, η Υπεραγία Θεοτόκος. Οι Πατέρες κι οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας έγραψαν καταπληκτικά κείμενα για το τίμιο πρόσωπό της. Γι’ αυτούς η Θεοτόκος (Γυναίκα – Μητέρα – Παρθένος) αποτελεί δόξα και τιμή για το ανθρώπινο γένος, την πιο χαριτωμένη ύπαρξη της εκκλησιαστικης ιστορίας. Όλο αυτό το μεγαλείο της Θεοτόκου δεν βρίσκεται στην βιολογική γονιμότητα, αλλά στο γεγονός ότι έγινε η Μητέρα του Θεού. Και αυτό το μέγα γεγονός και θαύμα, ότι ο Υιός του Θεού «γεννήθηκε από μία γυναίκα» (Γαλ. 4, 4) καταξιώνει στο έπακρο την γυναικεία ύπαρξη. Πρόκειται για μια μητρότητα άλλης τάξεως, που αποκαλύπτεται ως μυστική ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού. Απ’ αυτή την άποψη, εκείνο που διακρίνει την γυναίκα, αυτό που χαρακτηρίζει την γυναικεία πνευματικότητα, είναι η δυνατότητα αποδοχής του Άλλου – του Θεού, του άντρα, του παιδιού, του συνανθρώπου. Είναι η ανέκφραστη τρυφερότητα που αγκαλιάζει και σώζει την ζωή, μ’ ένα τρόπο μυστικό, ενδόμυχο και πολύμορφο. Μια «μητρότητα» που επωάζει και «γεννά» ο,τι πιο ωραίο υπάρχει στον κόσμο ως ζωή, αμοιβαιότητα και χάρη. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην χαρισματική μητρότητα της Θεοτόκου (στην μυστική αποδοχή της αγάπης του Θεού) το μυστήριο της Εκκλησίας.

Βέβαια μία τέτοια «στάση» έναντι του κόσμου υπάρχει και στον άντρα, αλλά στην γυναίκα είναι κάτι το μοναδικό. Και απ’ αυτή την άποψη οι άγιοι άντρες και άγιες γυναίκες της Εκκλησίας δεν είναι όντα που περικλείονται μέσα στην βιολογικότητά τους, ούτε εξαντλούνται στους κοινωνικούς ρόλους. Είναι πρόσωπα που από την μια φανερώνουν τον εσώτατο εαυτό τους ως μυστηριακή «ετερότητα» (χαρισματικός πλούτος των δώρων του Θεού) και από την άλλη αποκαλύπτουν «την ταυτότητα δια της χάριτος» (Αγ. Μάξιμος), όταν συγκλίνουν προς το κοινό Αρχέτυπο, και γίνονται «εις εν Χριστω Ιησου»(Γαλ.3,28 ).Μέσα απ’ αυτή την αφατη σχέση (ταύτιση και διάκριση, κοινότητα και ετερότητα, αμοιβαιότητα και μοναδικότητα) ο άντρας και η γυναίκα αποτελούν την πιο λαμπρή και ακτινοβόλα εικόνα του Ενός και Τριαδικού Θεού.

Πηγή: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ



Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:51 am

Τί λέει η Αγία Γραφή για τις γυναίκες

Εικόνα


Η Ρουθ στο χωράφι με τον Βοόζ. (Η ιστορία της βρίσκεται στο βιβλίο της Ρουθ στην Παλαιά Διαθήκη).

«Αι γυναίκες να υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, σαν να υποτάσσεσθε εις τον Κύριον. Διότι ο άνδρας είναι κεφαλή (ο αρχηγός) της γυναικός, όπως και ο Χριστός είναι κεφαλή της εκκλησίας, ο οποίος όμως Χριστός είναι σωτήρ του σώματος της Εκκλησίας (όλων δηλαδή ανεξαιρέτως των πιστών). Αλλ’ όπως η Εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν, έτσι και αι γυναίκες πρέπει να υποτάσσωνται εις τους άνδρας των εις κάθε τι. Οι άνδρες να αγαπάτε τας γυναίκας σας, όπως και ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν και εθυσίασεν τον εαυτόν του υπέρ αυτής , διά να την αγιάση, καθαρίσας αυτήν με το λουτρόν του ύδατος διά του λόγου. Και τούτο, διά να την καταστήση και την παραστήση εις το πλευρόν του ένδοξον, χωρίς αυτή πλέον να έχη καμμίαν κηλίδα ή ρυτίδα ή τίποτε άλλο από τα τοιαύτα, άλλα να είναι αγία και άμεμπτος. Έτσι και οι άνδρες οφείλουν να αγαπούν τας γυναίκας των, όπως αγαπούν τα ιδικά των σώματα. Εκείνος που αγαπά την γυναίκα του, τον εαυτόν του αγαπά. Διότι ποτέ κανείς δεν εμίσησε το σώμα του, αλλά το τρέφει με πολύ ενδιαφέρον και το περιθάλπει, όπως και ο Κύριος τρέφει και περιθάλπει την εκκλησίαν του, που είναι σώμα του. Διότι είμεθα μέλη από την σάρκα του και από τα οστά του. «Ένεκα τούτου θα αφήση ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού και θα προσκολληθή προς την γυναίκα αυτού και θα είναι οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γένεσις β΄ 24). Το μυστήριον τούτο (που ευρίσκεται εις τα λόγια αυτά του Αδάμ) είναι μέγα, και μάλιστα εγώ σας λέγω ότι αναφέρεται εις τον Χριστόν και εις την Εκκλησίαν. Παρ’ όλα αυτά, ο καθένας από σάς ας αγαπά την γυναίκα του, έτσι ακριβώς, όπως αγαπά τον εαυτόν του. Η δέ γυναίκα να σέβεται και να τιμά τον άνδρα.» (Προς Εφεσίους ε΄ 22-33)

«Αι γυναίκες να υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, σαν να υποτάσσεσθε εις τον Κύριον. Οι άνδρες να αγαπάτε τας γυναίκας σας και να μή φέρεσθε με πικρίαν και αποτομίαν προς αυτάς.» (Προς Κολασσαείς γ΄18-19)

«Ομοίως και αι γυναίκες πρέπει να υποτάσσωνται εις τους άνδρας των, ώστε, και εάν μερικοί από αυτούς δεν υπακούουν εις τον λόγον του Ευαγγελίου, να κερδηθούν χωρίς λόγια, αλλά με την συμπεριφοράν των γυναικών, όταν θα ίδουν και θα εννοήσουν καλά την αγνήν συμπεριφοράν σας. Ας μή είναι ο εξωτερικός στολισμός, το εξεζητημένον πλέξιμον των μαλλιών της κεφαλής και τα χρυσά περιδέραια ή το ντύσιμο με πολυτελή φορέματα ο στολισμός τους, αλλά ο κρυμμένος από τα μάτια των ανθρώπων εσωτερικός άνθρωπος της καρδίας, που έχει τον άφθαρτον και ανεκτίμητον στολισμόν του πράου και ειρηνικού και ησύχου πνεύματος, που έχει ενώπιον του Θεού μεγάλην αξίαν και πολυτέλειαν. Διότι έτσι και άλλοτε αι άγιαι γυναίκες (της Παλαιάς Διαθήκης), που είχαν την ελπίδα των εις τον Θεόν, εστόλιζαν τον εαυτόν τους, υποτασσόμεναι εις τους άνδρας των. Όπως και η Σάρρα έδειξεν υπακοήν εις τον Αβραάμ, καλούσα αυτόν (με σεβασμόν και ταπείνωσιν) «κύριον». Αυτής εγίνατε και σείς τέκνα, (πνευματικαί θυγατέρες,) με το να πράττετε το αγαθόν χωρίς να φοβήσθε τίποτε που θα ημπορούσε να σας πτοήση. Οι άνδρες, ομοίως, να συνοικήτε και να συζήτε με τας συζύγους σας δεικνύοντες φρόνησιν και σύνεσιν, αποδίδοντες εις αυτάς την πρέπουσαν τιμήν, καθώς η γυναίκα είναι σκεύος ασθενέστερον (και άρα χρειάζεται ιδιαιτέραν φροντίδα). Άλλωστε είστε και συγκληρονόμοι της ιδίας χάριτος της ζωής. Έτσι δέ, δεν θα παρεμποδίζωνται αι προσευχαί σας.» (Α΄ Πέτρου γ΄ 1-7)

«Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη την εύνοιαν που της οφείλεται. Ομοίως δέ και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά εις τον άνδρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άνδρας της· ομοίως δέ και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του.» (Α΄ Προς Κορινθίους ζ΄ 3-4)

Επιμέλεια: VatopaidiFriend. Οι μεταφράσεις των χωρίων της Αγίας Γραφής είναι, κατά βάση, του Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα (εκδ. Ζωής).


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό gkou » Σάβ Σεπ 08, 2012 10:51 am

Theodosis79 έγραψε:Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ... "θεωρητικά" , πολύ ουτοπικά πολύ αναχρονιστικά και δεν ξέρω τι άλλο τέλος πάντων στην σύγχρονη και μοντέρνα εποχή μας όπου η γυναίκα πρέπει να αγωνίζεται (σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων) για να αποδείξει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά ίσως και καλλίτερα σε σχέση με τον άνδρα σε θέματα εργασίας, καριέρας, διοικήσεως, και ότι υποβαθμίζεται και χαραμίζεται με το να κάθεται να θρησκεύεται και να ασχολείται με παπάδες και εκκλησίες αντί να δραστηριοποιήται σε άλλα πράγματα υποτίθεται πιο ουσιώδη(?). Απο προσωπική εμπειρία θα πω όμως πως όποιος έχει γνωρίσει γυναίκα που αγαπάει το Χριστό και την Εκκλησία και ζει κατά Θεόν, είναι ότι πιο ωραίο έχει δει στην ζωή του. Πραγματικά μια γυναίκα που ζει εν Χριστό (ουσιαστικά και όχι τυπικά) είναι μεγάλη υπόθεση όχι μόνο για τους γύρω της αλλά και για την κτίση όλη. Μια γυναίκα που ζει πνευματική ζωή είναι αληθινός φάρος και ζεστή γωνιά στις ψυχές όσων τις πλησιάζουν.


Συμφωνώ και επαυξάνω!!! :wink:



Άβαταρ μέλους
Γαβριήλ
Δημοσιεύσεις: 110
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:36 pm

Re: Ορθοδοξία και γυναίκα

Δημοσίευσηαπό Γαβριήλ » Σάβ Σεπ 08, 2012 10:52 am

Οι γυναίκες της εποχής μας… (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)
13 Ιουλίου 2011

Εικόνα

- Τά παιδιά μας ἔγιναν ἀνίκανα γιά τήν πίστη ἐξ αἰτίας τῶν γονέων

- Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

[...]Επειδή οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη. Συχνά αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού. Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ήμερες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση. Ο θάνατος του ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει να θεωρείται ως στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, σε ολόκληρο πλέον το πλήρωμα της ζωής που ανήκει στο Θεό. Αλήθεια, το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε να αναφέρουμε πολλές.Συχνά ακούω από τους ανθρώπους: Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων έχασε την ικανότητα να πιστεύει; Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;

Η πίστη, η ικανότητα για την πίστη, δεν εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό μορφώσεως του ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στην εποχή μας, κατά την οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θα έπρεπε ουσιαστικά να συμβαίνει το αντίθετο όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις του ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει για να αναγνωρίζει τη μεγάλη σοφία της δημιουργίας του κόσμου. Σε τί λοιπόν συνίσταται η ρίζα της απιστίας;

Πριν απ’ όλα οφείλουμε να πούμε ότι το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων, των πατέρων και των μητέρων. Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεννήσεως του νέου άνθρωπου με σοβαρότητα, με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός άνθρωπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό. Να ένα υπέροχο παράδειγμα ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ προσεύχονταν για πολύ καιρό να τους χαρισθεί τέκνο… Και τί συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δε αιτώ (τω Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος μη φοβού, Ζαχαρία διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην και έσται χαρά σοι και αγγαλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. Έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου… και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει έπι Κύριον τον Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στη συνέχεια ότι ο Ιωάννης, ευρισκόμενος ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, αναγνώρισε την επίσκεψη της μητέρας του Χριστού, σκίρτησε από χαρά και η χαρά του μεταδόθηκε στη μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε με προφητικό πνεύμα. Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα.

Έτσι και τώρα αν οι πατέρες και οι μητέρες θα γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν». Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός. Και η απιστία των πολυμαθών ή των αμαθών στα μάτια των τέκνων αυτών του Θεού θα είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, και ακριβώς εξαιτίας του γεγονό¬τος αυτού δεν πιστεύουν στον Θεό, διότι είναι εξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.

Εκείνο όμως που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την Εκκλησία, τον προορισμό της, είναι το πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα και θυγατέρες του αιωνίου Πατρός πώς να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, ή τη ζωή των προφητών και των αγίων. Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.

αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, 2010

Πηγή: http://www.pemptousia.gr




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 26 και 0 επισκέπτες

cron