Τί είναι η Εκκλησία;

Η Ορθοδοξία απέναντι στις προκλήσεις της σημερινής εποχής.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Γαβριήλ
Δημοσιεύσεις: 110
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:36 pm

Τί είναι η Εκκλησία;

Δημοσίευσηαπό Γαβριήλ » Σάβ Σεπ 08, 2012 1:59 pm

Τί είναι η Εκκλησία; (του Γέροντα Ευσέβιου Βίττη)
16 Σεπτεμβρίου, 2011 — VatopaidiFriend

Λέω πως ξέρω τι είναι η Εκκλησία. Όσο φυσικά δεν συνειδητοποιώ το ζήτημα αυτό. Μόλις όμως καθίσω να το σκεφτώ στα σοβαρά, βλέπω πως δυσκολεύομαι να πω τι είναι η Εκκλησία. Μα πριν από λίγο ακριβώς έλεγα πως ήξερα! Τι να συμβαίνει άραγε;Γιατί τώρα δεν μπορώ να προβώ σε κάποια διατύπωση; Γιατί απλούστατα υπάρχουν κάποια αίτια που δεν με αφήνουν να έχω καθαρή εικόνα μέσα μου του τι είναι η Εκκλησία. Και ό,τι δεν είναι αποσαφηνισμένο μέσα μου, δε βρίσκω λέξεις να το διατυπώσω και να το εκφράσω με τρόπο σαφή και πειστικό. Είναι επόμενο αυτό.

Εικόνα

Και ποια μπορεί να είναι τα αίτια αυτά, που αν τα προσέξω, ασφαλώς μπορώ να τα εξουδετερώσω, να τα βγάλω από τη μέση, γιατί από μένα εξαρτάται αυτό; Ας επιχειρήσω να κάνω μια πρόχειρη έρευνα. Τι βρίσκω; Πολλά πράγματα. Να, κάτι που καταρχήν ανακαλύπτω.

Την άγνοια μου. Λέω πως ξέρω τι είναι η Εκκλησία. Ας φανώ όμως ειλικρινής τουλάχιστον έναντι του ίδιου του εαυτού μου. Πότε, αλήθεια, ασχολήθηκα στα σοβαρά για να μάθω τι είναι η Εκκλησία; Δεν εννοώ φυσικά, αν ξέρω ποιος είναι ο Μητροπολίτης της Μητροπόλεώς μας ή ο ιερέας της ενορίας μας ούτε φυσικά οι επίτροποί της και οι όποιοι άλλοι, που έχουν κάποιες ευθύνες, μικρές ή μεγάλες, μέσα στην ενορία. Πώς να ξέρω λοιπόν κάτι που μ’ αυτό δεν ασχολήθηκα ποτέ; Το περίεργο δε μ’ εμένα είναι ετούτο αν με ρωτήσουν π.χ. για ηλεκτρονικά ζητήματα, που έχουν τόση πέραση σήμερα, για θέματα σχετικά με δορυφόρους που στέλνονται στο διάστημα, για τα σχετικά με τους μικροϋπολογιστές κλπ κλπ, δεν θα δίσταζα να πω πως δεν έχω να πω τίποτα το σοβαρό ή το σημαντικό, αν δεν ασχολήθηκα ποτέ με τα θέματα αυτά. Ομολογώ την άγνοιά μου χωρίς περιστροφές. Προκειμένου όμως για την Εκκλησία δυσκολεύομαι να πω πως δεν ξέρω. Προτιμώ να φαίνομαι πως ξέρω, πως έχω γνώμη κι ας μην ξέρω, κι ας είναι η γνώμη μου γελοία, παρά να πω πως δεν ξέρω, πως έχω κυριολεκτικώς μεσάνυχτα για το ζήτημα αυτό. Δεν είμαι περίεργος; Και πολύ μάλιστα!

Βέβαια ως κοινωνικός άνθρωπος που είμαι κάτι έχω ακούσει, κάτι πήρε το μάτι μου σε κάποιο κείμενο για το θέμα αυτό. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με την τέχνη, με τις διάφορες επιστήμες, με τεχνικά ζητήματα, με οικονομικά θέματα, με διεθνή προβλήματα κλπ κλπ; μήπως και για ‘κείνες τις περιοχές δεν συνέβη κάτι να άκουσα, κάτι να έχω αντιληφθεί; Όμως για τις περιοχές εκείνες δεν φοβούμαι να ομολογήσω την άγνοιά μου ή, αν πω κάτι, να το πω με κάθε επιφύλαξη. Στο ζήτημα όμως που γι’ αυτό μιλάμε, για την Εκκλησία, δεν δυσκολεύομαι να έχω γνώμη για ό,τι σχετικό μ’ αυτό, να κόβω και να ράβω, να λέω ανεξέλεγκτα ό,τι μου καπνίσει, έστω κι αν αυτά που λέω είναι καθαρές αρλούμπες και ανοησίες, για να μην τα χαρακτηρίσω βαρύτερα. Πώς το κάνω αυτό; Ίσως για να μη φανώ ακατατόπιστος ή ίσως γιατί περί Εκκλησίας τα θεωρώ αμπέλι ξέφραγο, όπου μπορώ να μπαίνω και να βγαίνω ανεμπόδιστα και να λέω ό,τι μου καπνίσει και ό,τι μου έρθει στο κεφάλι; Δεν αποκλείω τίποτα.

Και σε ρωτώ εαυτέ μου, πότε κάθισες να ασχοληθείς στα σοβαρά με το θέμα αυτό; Πόσες φορές καταπιάστηκες με σοβαρές και υπεύθυνες μελέτες γύρω από το θέμα αυτό για απλό, έστω, κατατοπισμό, γιατί, όπως θα σου δείξει η σχετική ενασχόληση με το θέμα αυτό, άλλες είναι οι προϋποθέσεις για την προσέγγισή του; Πότε ζήτησες ταπεινά να σε κατατοπίσει κάποιος που γνωρίζει καλά το θέμα αυτό έχοντας ζήσει και βιώσει αυτό που λέγεται Εκκλησία; Ενώ για άλλα πράγματα χαλάς κυριολεκτικά τον κόσμο για να πληροφορηθείς γι’ αυτά με κάθε λεπτομέρεια και δεν ησυχάζεις προτού ενημερωθείς καλά, εδώ μου τα κάνεις κυριολεκτικά θάλασσα. Γιατί λοιπόν δεν το ομολογείς πώς δεν ξέρεις; Γιατί δε θέλεις να παραδεχτείς την άγνοιά σου;Βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή μπροστά στο τραπέζι του αυτοελέγχου και βλέπεις την εικόνα σου τέτοια που είναι. Μη ζητάς να κρυφτείς. Μην προσπαθείς να γελάσεις τον εαυτό σου, εμένα, γιατί δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Και πες και ομολόγησε πως για το ζήτημα της Εκκλησίας δεν ξέρεις απολύτως τίποτα. Ομολογώντας το αυτό ίσως παρακινηθείς κάποτε να το ερευνήσεις όπως του αξίζει.

Προχωρώντας παραπέρα στην έρευνά μου ανακαλύπτω και άλλον παράγοντα της άγνοιάς μου για το θέμα Εκκλησία. Και αυτός είναι η προκατάληψή μου. Πώς μπορώ να έχω σωστή αντίληψη για ένα ζήτημα, καλή και σωστή, αν γι’ αυτό έχω σχηματίσει εκ των προτέρων κάποιες αρνητικές αντιλήψεις χωρίς να έχω κάνει μια αντικειμενική έρευνα γι’ αυτό; Λέγονται σήμερα (αλλά και πότε, αλήθεια, δεν λέγονταν; ) πολλά και διάφορα για την Εκκλησία. Και λέγονται με τέτοιο τρόπο, που προκαλούν την όχι αγνή και καθαρή περιέργειά μου και το καθόλου γνήσιο ενδιαφέρον μου γι’ αυτήν, αλλά αντίθετα άγρια κριτική διάθεση, για να μην πω και εχθρότητα ακόμη, για την Εκκλησία. Και δεν βλέπω την Εκκλησία ως κάτι δικό μου, αλλά ως κάτι ξένο. Δεν την βλέπω ως ευρισκόμενος μέσα από αυτήν, ως ανήκοντας σ’ αυτήν, αλλά ως ξένος γι’ αυτήν και ως κάτι άσχετο με μένα. Δεν τη βλέπω ως υπόθεση που αφορά κι εμένα το ίδιο, αλλά μόνο κάποιους άλλους. Και επομένως δεν με πονάει ό,τι αρνητικό λέγεται γι’ αυτήν, ενώ συνήθως δεν λέγεται ούτε το ελάχιστο θετικό, γι’ αυτήν. Έτσι σχηματίζω μια αρνητική εικόνα για την Εκκλησία και την έχω μέσα χαμηλότερα από κάθε τι άλλο. Και έπειτα τολμώ να λέω πως ξέρω τι είναι Εκκλησία και εκφράζομαι περίπου σαν κάποιος μικρός, αλλά πολύ πιο αλάθητος από εκείνον, πάπας!…

Και όμως θίγομαι πολύ, αν κάποιος για κάποιο άλλο ζήτημα μού αποδώσει την κατηγορία, ότι είμαι προκατειλημμένος και καθόλου δίκαιος στην κρίση μου γι’ αυτό. Τώρα μου δίνεται η ευκαιρία να αναλογισθώ πόσο λανθασμένα και προκατειλημμένα σκεφτόμουν για την Εκκλησία και πόσο λίγο ενδιαφέρθηκα να αποκτήσω αντικειμενική γνώμη γι’ αυτήν. Βρισκόμουν σε αυταπάτη και δεν το είχα καθόλου αντιληφθεί!

Να είναι όμως μόνο η άγνοια και η προκατάληψή μου για τη μη σωστή αντίληψη που πρέπει να έχω για την Εκκλησία; Τι λέει κάποιος άλλος παράγοντας, αρνητικός κι αυτός; Ποιος;

Η ημιμάθειά μου. Μπορεί να διάβασα σε κάποια εφημερίδα ή περιοδικό ή και βιβλίο κάτι για την Εκκλησία. Ίσως έτυχε να πάω και σε καμιά ομιλία ή διάλεξη σχετική με το θέμα. Μπορώ όμως να πω πως όλα όσα άκουσα ή διάβασα τα συγκράτησα ασφαλώς μέσα μου; Τα θυμάμαι όλα; Ας παραδεχθώ όμως, ότι όλα τα διατηρώ σαν μαγνητόφωνο μέσα μου. Ήταν τόσο βαθιές και εμβριθείς οι μελέτες μου αυτές και τα ακούσματά μου εκείνα τόσο κατατοπιστικά, ώστε να μπορώ να διαβεβαιώσω πως είμαι τέλειος γνώστης και κάτοχος του θέματος αυτού; Αν βέβαια η γνώση του θέματος Εκκλησία είναι καρπός μόνο μελέτης και διαβάσματος κάποιων βιβλίων, έστω και αν αυτό έγινε με κάθε δυνατή εμβρίθεια και διείσδυση στο θέμα. Δύσκολο να με πείσεις, εαυτέ μου. Και θα σου πω γιατί, κάνοντας κάποιες ευκολονόητες συγκρίσεις.

Στο σχολείο που πήγες έκανες αριθμητική. Πηγαίνοντας στο Γυμνάσιο και ύστερα στο Λύκειο έμαθες πιο πολλά μαθηματικά από όσα είχες μάθει στο δημοτικό. Μπορείς να πεις πως γι’ αυτό έγινες και μαθηματικός; Θα ήταν υπερφίαλο αυτό. Στο σχολείο έκανες γεωγραφία και επειδή, όπως λες, σου άρεσε πολύ το μάθημα, έπαιρνες πάντοτε άριστα, όπως και σε κάποια άλλα, μπορείς να ισχυρισθείς πως είσαι γεωγράφος; Θα ήταν ανόητο αυτό. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για άλλα μαθήματα, ιστορία, ελληνικά, φυσική, κλπ. Τολμάς να πεις πως έγινες γι’ αυτό ιστορικός, φιλόλογος, λογοτέχνης, φυσικός κλπ; Ακόμα και «φωστήρας» να υπήρξες, θα ήταν καθαρή αλαζονεία και κούφιος ο ισχυρισμός σου αυτός. Και επειδή καταλαβαίνεις αρκετά καλά πόσο ηλίθιο θα ήταν κάτι τέτοιο εκ μέρους σου, το αποφεύγεις με κάθε τρόπο. Και καλά κάνεις. Να, όμως πως προκειμένου για την Εκκλησία δεν διστάζεις να κάνεις και να ενεργείς αντίθετα από ό,τι λέγεται πιο πάνω. Πιστεύεις, εαυτέ μου, πως δεν υπάρχει τίποτα που να μην το ξέρεις σχετικά με την Εκκλησία, μάλιστα αν τροφοδοτείσαι από τον κίτρινο τύπο και όλα τα κακόβουλα κουτσομπολιά που τόση προχειρότητα, επιπολαιότητα και προ πάντων κακότητα και κακεντρέχεια γίνονται. Και τα ρουφάς με τόσο παθολογικό ενδιαφέρον αυτά!

Τι να πω τώρα για την αδιαφορία μου; Δεν γνωρίζω την Εκκλησία και ό,τι την αφορά, γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα γι’ αυτήν. Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ τουλάχιστον όσο ενδιαφέρθηκα για τον τάδε ποδοσφαιρικό ή καλαθοσφαιρικό σύλλογο ή ομάδα, για τον δείνα καλλιτεχνικό όμιλο, για την τάδε συμφωνική ορχήστρα, για τον δείνα πολιτιστικό σύλλογο κλπ κλπ. Και ξέρω πως για τις περιπτώσεις αυτές διατίθενται και χρόνος και χρήμα και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως πχ για την παράσταση σε αθλητικές εκδηλώσεις, μπορεί να διακινδυνεύεις και τη σωματική σου ακεραιότητα ή και την ίδια τη ζωή σου. Και σε ρωτώ έκανες το ίδιο για την Εκκλησία; Ας πω τη μαύρη αλήθεια δεν νοιάστηκες ποτέ, και ελάχιστα ακόμη, για την Εκκλησία. Και είναι μαθηματικώς βέβαιο πως κάτι που δεν με ενδιαφέρει δεν θα το μάθω ποτέ. Αλλά και να εξαναγκασθώ να το μάθω, γρήγορα θα το ξεχάσω. Δεν πιάνει μέσα μου ρίζες. Και χιλιάδες χρόνια να ζήσω, πάντα στην ίδια άγνοια θα βρίσκομαι εφόσον αδιαφορώ. Έτσι εξηγείται πως, ενώ ξέρω χίλια δυο πράγματα για ένα σωρό ζητήματα, αγνοώ και τα στοιχειώδη ακόμα για την Εκκλησία. Και δεν είναι απίθανο να φωραθώ να μην ξέρω πράγματα που ίσως και ένα παιδάκι του δημοτικού να ξέρει μια χαρά. Και ενώ δεν είναι απίθανο να ξέρω πλήθος πραγμάτων για μια χώρα μακρινή και τα ζητήματά της, εσωτερικά και εξωτερικά, που και οι ίδιοι οι πολίτες της χώρας μπορεί να αγνοούν, για την Εκκλησία, που υποτίθεται, ότι μεγάλωσα στο χώρο της και βρέθηκα έτσι ή αλλιώς στην πνευματική της επικράτεια, δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να πληροφορηθώ και το ελάχιστο γι’ αυτήν, λες και ήμουν ο πιο φανατικός άπιστος ή σύγχρονος ειδωλολάτρης ή αλλόθρησκος…

Το πιο μεγάλο και το πιο αρνητικό στοιχείο που διακρίνω μέσα μου ως εμπόδιο για να γνωρίσω σωστά την Εκκλησία είναι η αμαρτωλή ζωή μου. Κι αν υποθέσω πως ασχολούμαι από το πρωί ως το βράδυ πρακτικά η θεωρητικά και κάνω συστηματικές θεολογικές σπουδές και διαβάζω αναρίθμητα βιβλία ή και πιθανόν γράφω τέτοια επάνω στο θέμα Εκκλησία, πάλι δεν ξέρω τι είναι Εκκλησία, αν η ζωή μου είναι εντελώς ξένη προς το θέμα αυτό και δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι η Εκκλησία διδάσκει και απαιτεί ως τρόπο ζωής από εκείνους που λένε πως ανήκουν σ’ αυτήν ή θέλουν να ασχοληθούν με αυτήν. Γιατί άραγε; Γιατί η αμαρτία σκοτίζει το νου μου, μολύνει την καρδιά μου και δηλητηριάζει ολόκληρο το εσωτερικό μου. Και πως είναι δυνατόν να πλησιάσεις, εαυτέ μου, να γνωρίσεις και να κατανοήσεις κάτι που ίσα ίσα η καθαρότητα της καρδιάς και ο εξαγιασμός της βοηθούν στο να νιώσει κανένας ένα τέτοιο θέμα; Η προσέγγιση και η κατανόηση του τι είναι Εκκλησία δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, σοφίας κοσμικής ή της λεγόμενης «επιστημονικής θεολογίας», ευστροφίας του πνεύματος και διπλωματικότητος ή ό,τι αντίστοιχο και ομόλογό τους για να αντιληφθώ και να κατανοήσω τι εστί Εκκλησία.

- Μα τι λες, εαυτέ μου; Φοβούμαι πως παραλογίζεσαι.

- Δεν παραλογίζομαι καθόλου. Το ζήτημα αυτό, το ξαναλέω, δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, πληθωρικής σοφίας και πολυγνωσίας κοσμικής, ώστε με εφόδια αυτά να εισδύσω στο μυστικό βάθος της. Και αυτό πρέπει να το χωνέψεις καλά μια για πάντα. Το καταλαβαίνεις;

- Και με ποιον τρόπο μπορεί κανένας να προσεγγίσει το θέμα αυτό κατά τα λεγόμενά σου;

- Αυτό ακριβώς πρέπει να με απασχολήσει σοβαρά και αυτό έχω πρόθεση να επιχειρήσω με τις μικρές δυνάμεις που διαθέτω. Θέλεις να με ακολουθήσεις;

- Ευχαρίστως στο βαθμό που θα μπορώ κι εγώ, εαυτέ μου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Εκκλησία μου κι εγώ» Ιερομ. Ευσέβιου Βίττη, Εκδ Ορθόδοξος Κυψέλη

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com



Άβαταρ μέλους
Domna
Δημοσιεύσεις: 340
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:36 pm

Re: Τί είναι η Εκκλησία;

Δημοσίευσηαπό Domna » Σάβ Σεπ 08, 2012 2:00 pm

Κοντά στην Ενορία

Εικόνα

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοί, πού προσπαθούν στη ζωή τους να τηρούν τις εντολές, συχνά καταφεύγουν σε φημισμένους κληρικούς με την ελπίδα ότι θα βρουν κάτι διαφορετικό από εκείνο πού έχουν οι γνωστοί τους εφημέριοι, θα συναντήσουν τον άγιο, για να τούς λύσει τα προβλήματα και με τη θαυματουργική του δύναμη να κάνει τα αδύνατα δυνατά, νικώντας της φύσεως την τάξη. Ή αναζήτηση αύτη των χριστιανών αποκαλύπτει μερικά ανησυχητικά συμπτώματα, για τα οποία απαιτείται ενημέρωση, προκειμένου οι πιστοί να οδηγούνται εν γνώσει στην πνευματική ζωή, χωρίς τον κίνδυνο της προσωπολατρίας.

Οι χριστιανοί πρέπει να είναι συνδεδεμένοι πνευματικά με την ενορία τους,. Να εκκλησιάζονται τακτικά, να γνωρίζουν καλά τον ιερέα και να είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν -όχι μόνο οικονομικά- το ποιμαντικό έργο, πού αναπτύσσει. Με χαρά να αναλαμβάνουν καθήκοντα επιτρόπου και με ζήλο να ασχολούνται για την ευπρέπεια του κεντρικού ναού, άλλα και των εξωκκλησιών, εάν υπάρχουν. Εάν όλοι οι πιστοί βοηθούν στους διάφορους τομείς και δεν τα περιμένουν από τούς άλλους, τότε πολλά μπορούν να γίνουν.

Δυστυχώς, ή πλειονότητα των πιστών ακολουθεί το κοσμικό ρεύμα και δεν έχει στενές σχέσεις με την ενορία. Θέλουν να είναι ελεύθεροι, να ταξιδεύουν τα Σαββατοκύριακα, να συνδυάζουν το τερπνόν μετά του πνευματικού, αδιαφορώντας για το τί συμβαίνει στην ενορία τους. Καλλιεργήθηκε σιγά-σιγά ή εντύπωση ότι για την ενορία πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο ό ιερέας και οι επίτροποι και όχι οι άλλοι. Από εκείνους έχουν απαιτήσεις- και εις βάρος τους διατυπώνουν διάφορες κρίσεις, χωρίς οι ίδιοι να συμβάλλουν στο παραμικρό.

Μακριά από την ενορία του ό χριστιανός πρέπει να αισθάνεται άστεγος και φιλοξενούμενος, για αυτό πρέπει να περιορίζει τις κυριακάτικες μετακινήσεις του. Ή παρουσία του στην ενορία είναι πολλαπλώς ωφέλιμη για τον ίδιο, αλλά και για τούς άλλους. Μέσα στον ί. ναό παίρνει και δίνει. Τροφοδοτείται πνευματικά και επικοινωνεί με τούς αδελφούς.

Ίσως κάποιος διατυπώσει το παράπονο του και θελήσει να δικαιολογηθεί, γιατί απουσιάζει από την ενορία του. Το παράπονο του είναι ότι ό εφημέριος δεν είναι αυτός πού πρέπει. Είναι επαγγελματίας και αδιαφορεί για τα πνευματικά. Πολλές φορές είναι και πρωταγωνιστής σκανδάλων. Του είναι αδύνατο να τον δεχτεί ως πνευματικό πατέρα, για αυτό και αναζητεί άλλου τον άξιο κληρικό. Πράγματι πολλοί ιερείς υστερούν και είναι απρόθυμοι να επικοινωνήσουν με τούς ενορίτες τους. Είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Κανένας δεν πρέπει να πιστεύει ότι μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη ό αδιάφορος και επαγγελματίας ιερέας πρόθυμος και ενάρετος.

Έχει πολύ δρόμο η υπόθεση. Πολλοί παράγοντες πρέπει να συγκλίνουν, για να επιτευχθεί κάποια βελτίωση. Ή πραγματικότητα αυτή με αναγκάζει να περιορίσω την θεωρία και να δώ τις δυσκολίες, χωρίς να αγνοήσω τα όσα καλοπροαίρετα λένε οι πιστοί. Στο θέμα αυτό μεγάλη είναι η ευθύνη των Μητροπολιτών, οι όποιοι χειροτονούν ακατάλληλα πρόσωπα. Χρειάζεται προσοχή προ της χειροτονίας, γιατί μετά είναι αργά. Το ράσο εύκολα δίνεται σε κάποιον και πολύ δύσκολα αφαιρείται. Ό ισχυρισμός των Μητροπολιτών πώς τάχα σταδιακά όλα θα διορθωθούν και οι μέχρι χθες ανάξιοι σήμερα η αύριο θα γίνουν άξιοι, είναι επιπόλαιος. Τέτοιες μεταβολές δεν γίνονται. Ή αλλοίωση των ψυχών είναι έργο της δεξιάς του Υψίστου, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι υπάρχει καλή προαίρεση και ιερατικός ζήλος.

Ή απομάκρυνση των χριστιανών από τις ενορίες, προκειμένου να προσευχηθούν σε κατανυκτικούς ναούς και να επικοινωνήσουν με φημισμένους ιερομόναχους, όταν γίνεται πάγια τακτικής φανερώνει έμμεση περιφρόνηση του εφημερίου, τον όποιο αναζητούν μόνο στις κηδείες, τα μνημόσυνα, τους γάμους, τις βαπτίσεις, τούς αγιασμούς και τα ευχέλαια. Εδώ πρέπει να διαβεβαιώσω τούς αδελφούς ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, πού έχουν φόβο Θεού και προσπαθούν να ανταποκριθούν στο υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης, πού φέρουν, εργαζόμενοι με αξιοθαύμαστο τρόπο. Αυτούς τούς άξιους ιερείς δεν πρέπει να αγνοούν οι καλοπροαίρετοι χριστιανοί.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ



Άβαταρ μέλους
Captain Yiannis
Δημοσιεύσεις: 250
Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 28, 2012 4:51 pm

Ζητάμε τις απόψεις σας για την Εκκλησία.

Δημοσίευσηαπό Captain Yiannis » Σάβ Σεπ 08, 2012 4:01 pm

Ζητάμε τις απόψεις σας για την Εκκλησία.Τι σας προβληματίζει ; Γιατί δεν εκκλησιάζεστε ; Τι θα θέλατε από την Εκκλησία ;
Το μπλογκ της Ορθόδοξης Ιεραποστολής θέλει να ακούσει τη δική σας φωνή.Είτε πιστεύετε, είτε όχι. Θέλουμε να μάθουμε τους προβληματισμούς σου απέναντι στην Εκκλησία, στα πιστεύω της, στους Επισκόπους και ιερείς της. Θέλουμε να μάθουμε τι είναι εκείνο που σε κάνει είτε να μην συμμετέχεις σε κάποια Μυστήρια είτε να μην εκκλησιάζεσαι είτε να εκφράζεσαι με αρνητικό τρόπο για την Εκκλησία ή γενικότερα τα της Εκκλησίας. Απλά ζητάμε να εκφραστείς με τρόπο κόσμιο ( ώστε να είναι τα σχόλια δημοσιεύσιμα ) , χωρίς προσωπικές αναφορές σε πρόσωπα ( μόνο σε καταστάσεις ), ελπίζοντας ότι όλοι εμείς, Ιερείς ή λαϊκοί, θα μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.

Στα σχόλια σου που ακολουθούν μπορείς, εκτός από παρατηρήσεις ή κρίσεις, να θέσεις και ερωτήματα και προβληματισμούς και απορίες, που – στο μέτρο του δυνατού- θα προσπαθήσουμε να τις επιλύσουμε. Σήμερα και αυτές τις μέρες θέλουμε να ακούσουμε ΕΣΕΝΑ. Το βήμα είναι ελεύθερο και θα σε παρακαλούσαμε να εκφραστείς αυθόρμητα, πηγαία, χωρίς- όμως- ειρωνείες, ύβρεις, προσωπικές αναφορές. Σε ακούμε, λοιπόν, ελπίζοντας ότι και η Εκκλησία θα ωφεληθεί από τη δική σου άποψη και εσύ μπορείς να βρεις κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα ή σκέψεις που σε ενοχλούν, σε απομακρύνουν, σε προβληματίζουν, σε κάνουν να οργίζεσαι ή να απέχεις ή να συμμετέχεις τυπικά σε κάποιες Ακολουθίες της Εκκλησίας. Θέλουμε και προτάσεις : τι θα ήθελες να κάνει η Εκκλησία για σένα, σε τι θα συμμετείχες, σε τι δραστηριότητες σε ενοριακό ή Μητροπολιτικό επίπεδο ( πέρα από τη Λατρευτική της ζωή ) θα ήθελες να συμμετάσχεις.

http://ierapostoli.wordpress.com/2012/0 ... #more-8037



Μπορούμε να το συζητήσουμε και εδώ...

Νομίζω λοιπόν ότι ανάμεσα μας και μέσα μας, .. δεν υπάρχει άδολη εν Χριστώ αγάπη ...
προς τον συνάνθρωπό μας ...

Όλοι λοιπόν , κάπου στο βάθος μας (και πρώτος εγώ), έχουμε μία (αρκετή) δόση εγωισμού , φιλαυτίας, ροπή προς τον υλισμό και άλλα,
τα οποία γίνοντε αντιληπτα από τον συνάνθρωπο μας και συνομιλητή μας (τα πιάνει με τις κεραίες της ψυχής του)
... είναι εκ του πονηρού και εντέλει .... χαλάνε την συνταγή

Χρειάζεται νομίζω να βγάλουμε τις όποιες φοβίες (γιά τον πλησίον μας) από μέσα μας .

Ένας τρόπος είναι ,... να πιούμε ένα καφεδάκι μετά την εκκλησία (στην εκκλησία κατα προτίμηση) ή και κάπου αλλού, ώστε να αποκτήσουμε κάποια επαφή ο ένας με τον άλλο, και εντέλει όλοι μαζί κάποια στιγμή, κλήρος και λαός.... να ακουμπήσουμε απάνω Του.

Χρειάζεται βέβαια αγώνας .....

Τι λέτε, ποιός θα βγάλει τα κάρβουνα από την φωτιά.... :)



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Ζητάμε τις απόψεις σας για την Εκκλησία.

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Κυρ Σεπ 30, 2012 3:29 pm

Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσει κάποιος σ΄αυτό το θέμα και να μην πέσει στην παγίδα της κατάκρισης και μάλιστα της ιεροκατάκρισης.

Νομίζω όμως, ότι πρέπει να βάλουμε αυτό τον όρο για να μπορέσουμε να συζητήσουμε σαν Χριστιανοί και όχι σαν κουτσομπόλες τις γειτονιάς. Ας πούμε μόνο τι θα θέλαμε από την Εκκλησία, τι είναι αυτό που μας λείπει, ανεξάρτητα απ΄το ποιος φταίει γι αυτό.

Προσωπικά, τώρα που τέθηκε το θέμα, μου ήρθε μια σκέψη, οπότε τη βάζω στο τραπέζι:

Θα ήθελα μια πιο όρθια, "υπερήφανη" Εκκλησία. Ξέρω, η υπερηφάνεια είναι αμαρτία. Όμως το ίδιο και η κακομοιριά. Ο Χριστός μας θέλει ορθούς, αγωνιστές, όχι κακόμοιρους και μονίμως αμυνόμενους. Η Εκκλησία μας δίνει τα όπλα για ν' αγωνιστούμε κόντρα στις επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, που έχουν γεμίσει τη σημερινή κοινωνία.

Εμείς όμως δεν μπορεί να περιμένουμε σκυφτοί τις επιθέσεις, πάντα σε θέση άμυνας.

"10 Τό λοιπόν, αδελφοί μου, ενδυναμούσθε εν Κυρίω και εν τώ κράτει της ισχύος αυτού. 11 ενδύσασθε την πανοπλίαν τού Θεού προς το δύνασθαι υμάς στήναι προς τας μεθοδείας τού διαβόλου· 12 ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοίς επουρανίοις. 13 διά τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν τού Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τή ημέρα τή πονηρά και άπαντα κατεργασάμενοι στήναι. 14 στήτε ούν περιζωσάμενοι την οσφύν υμών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, 15 και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία τού ευαγγελίου της ειρήνης, 16 εν πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τα βέλη τού πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι· 17 και την περικεφαλαίαν τού σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν τού Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού, 18 διά πάσης προσευχής και δεήσεως, προσευχόμενοι εν παντί καιρώ εν Πνεύματι, και εις αυτό τούτο αγρυπνούντες εν πάση προσκαρτερήσει και δεήσει περί πάντων των αγίων, " (Εφεσ. 6, 10-18)

Με αυτά τα όπλα, μπορούμε ν΄αντιμετωπίσουμε κάθε "εχθρό" και να περάσουμε στην επίθεση, να κερδίσουμε ξανά τους αδελφούς μας, που χάθηκαν στο δρόμο, που υπέκυψαν στις επιθέσεις του εχθρού και τώρα μένουν σκυφτοί ή τον υπηρετούν.

Μια επίθεση αγάπης, σαν αυτή που επιχειρεί σήμερα η Εκκλησία με την ενδυνάμωση του κοινωνικού της έργου. Αλλά μαζί με τα αναγκαία για το σώμα, ας προσπαθήσουμε να δώσουμε και κάτι από τα αναγκαία της ψυχής.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
johnge
Δημοσιεύσεις: 220
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:43 pm
Τοποθεσία: π.Πρόδρομος, Κύμη

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ...

Δημοσίευσηαπό johnge » Τετ Δεκ 19, 2012 6:40 pm

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ...

Εικόνα

Δεν είναι η Εκκλησία αυτό που νομίζουμε. Μας πήραν μωρά παιδιά από τον μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου.

Ποιοι; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι... μέχρι σήμερα. Μαζί μ΄ αυτούς, όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι, στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το καθετί απ΄ αυτούς, σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική...).
Και βασανίζεται το είναι μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα-ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται, και φανερώνεται με την προσωπική του συμπεριφορά ποιος είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.

Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς» που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ότι σε Δύση και Ανατολή όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.

Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία, και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της.

Το θέμα το μεγάλο είναι να γνωρίσουμε την Εκκλησία την Ορθόδοξη, που αγνοούμε. Τη μία, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη καρδιά της. Αυτήν που αποτελεί το βαθύτατο και πιο αληθινό είναι μας. Αυτή με την οποία έχομε πολύ μεγαλύτερη σχέση απ΄ ότι νομίζουμε. Αυτή που ξέρομε βαθύτερα, χωρίς να το καταλαβαίνωμε. Αυτή που πάμε ασυνείδητα να βρούμε αρνούμενοί την, γιατί αγνοούμε την αλήθεια της, τη θεανθρωπία της, τη δόξα της ταπεινώσεώς της.

Ότι πολύτιμο ζητούν όλοι οι αληθινοί αναζητητές βρίσκεται μέσα εδώ. Όχι αποσπασματικά, επί μέρους ή φανταστικά, αλλά εν όλω έργω και αληθεία.

Αυτή είναι κατάλληλη για τα μικρά παιδιά, τις απλές γριούλες και τους πιο απαιτητικούς αναζητητές, που θέλουν να δουν τον Θεό όχι όσο μπορούν, αλλ΄ όπως ο Θεός είναι.

Υπάρχει μια θεολογία που φτάνει στην απόφαση (αποφατικότητα), την άρνηση, που δεν πάει παραπέρα, που άνθρωπος στη γη δεν μπορεί να ξεπεράσει. Και μια χάρη άκτιστη, αόρατη, ακατάληπτη, που έρχεται στον άνθρωπο, στην κτίση. Και νεουργεί και θεουργεί το ανθρώπινο.

Δεν είναι η θεολογία σχολαστικισμός, ούτε η πνευματική ζωή πουριτανισμός.

Γνωρίζοντας την Ορθοδοξία, αυτή που είναι, ισορροπούμε· μπορούμε όλους να δούμε με στοργή. Από όλους να βοηθηθούμε. Και όλους με τη χάρη του Θεού να βοηθήσωμε.

Το να γίνωμε Ορθόδοξοι δεν σημαίνει κάπου να κλειστούμε, αλλά κάπου να αναχθούμε: να βγούμε στο ύψος του σταυρού της αγάπης.

Αν ήταν η θεολογία της Εκκλησίας μας αυτή που νομίζει ο πολύς κόσμος, αυτή που διδάχτηκε στα κρατικά πανεπιστήμια· ή αν ήταν η ευσέβειά της ο έξωθεν εισαχθείς στείρος πιετισμός, σας ομολογούμε ότι δεν θα σας λέγαμε τίποτε. (Δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα· ίσως ούτε ευθύνη.)

Τώρα μπορούμε να σας πούμε λόγο παρήγορο και σκληρό (λέγεται μόνος του):

Η θέση μας είναι προνομιακή και επικίνδυνη. Έχει καθοριστεί απ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και δεν μπορούμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.

Δεν μπορούμε ατιμωρητί οι Ορθόδοξοι Έλληνες να παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ΄ οποιαδήποτε δικαιολογία ή, περισσότερο, να αυθαδιάζωμε.

Αν αυτοί που προηγήθηκαν ημών και έζησαν και τάφηκαν σε τούτα τα χώματα, αυτοσχεδίαζαν κάνοντας το κέφι τους, τότε θα μπορούσαμε και εμείς να συνεχίσωμε αυτοσχεδιάζοντας.

Αν όμως έζησαν διαφορετικά· αν αποφάσισαν να πεθάνουν, και έτσι έζησαν· αν ο τρόπος της ζωής τους ήταν απόφαση θανάτου· αν όλη τους η δημιουργία, το ήθος, ο λόγος, τα έργα, η μορφή, η χειρονομία, το ορατό και αόρατο εξ αυτών είναι γεννημένο εκ του θανάτου, από τη θυσία όλων, για να γεννηθεί κάτι καλύτερο, άλλης φύσεως, άλλης υφής, για τους άλλους, για μας όλους· τότε δεν μπορούμε ατιμωρητί να αυτοσχεδιάζωμε, να κάνωμε πρόβες, να παίζωμεν εν ου παικτοίς.

Αν δεν έχτιζαν την Αγια-Σοφιά όπως την έχτισαν, να χωρά τον κάθε άνθρωπο και την οικουμένη.

Αν δεν είχαν φτιάξει το Άγιον Όρος όπως το έφτιαξαν, για να σώζεται όλος ο άνθρωπος και να αδελφώνονται οι λαοί.

Αν δεν είχε θεολογήσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όπως θεολόγησε, ανακεφαλαιώνοντας την πείρα και τη ζωή της Ορθοδοξίας, σβήνοντας τη δίψα του σημερινού βασανισμένου νέου ανθρώπου.

Αν δεν είχαν αγωνιστεί, κλάψει, υπομείνει, προσευχηθεί, θυσιαστεί τόσοι άγνωστοι στα βουνά, στα νησιά και στις πόλεις. Αν δεν είχαν στα τραγούδια, στη ζωή και στα ήθη τους αυτή την ανθρωπιά που σε σφάζει.

Αν δεν ήσαν γενάρχες του νέου Ελληνισμού ένας άγιος Κοσμάς και ένας Μακρυγιάννης.

Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά στο αίμα μας, τότε θα μπορούσαμε να κάνωμε ότι μας κατέβει. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα βρισκόμαστε εν τόπω και χρόνω αγίω. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας. Ανήκομε σ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και σ΄ όλο τον κόσμο. Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολείο, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανέναν, να απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσωμε το χρέος μας. Δεν μπορούμε να στοιχειοθετήσωμε κανένα άλλοθι.

Θα έχωμε να αντιμετωπίσωμε αυτούς που προηγήθηκαν και αυτούς που έρχονται.

Τα ψεύτικά μας καμώματα θα μας πετάξουν κατά πρόσωπο. Γιατί κάποτε θα ξυπνήσουν αυτοί οι μικροί, που θα πούνε όχι στο ψέμα, στην επιπολαιότητα, στην παραχάραξη, στην πλαστογραφία, στην προδοσία, που χαλκεύεται εγκληματικά και θρασύδειλα με εκπαιδευτικά προγράμματα, αναγνωστικά βοηθήματα, οπτικοακουστικές εκπομπές.

Και αυτοί που θα πουν όχι θα έχουν απροσδιόριστες δυνάμεις που ξεπερνούν αυτούς τους ίδιους. Θα είναι μαζί τους τα πνεύματα των περασμένων και τα διψασμένα παιδιά όλου του κόσμου.

Αυτό που εδώ υπάρχει ανήκει σε όλους. Αυτό που κληροδοτήθηκε καθορίζει τη συμπεριφορά μας.

Η Αλήθεια, που εσαρκώθει δια της παναχράντου και αειπαρθένου Μαρίας, που απέθανε και ανέστη και συνανέστησε την οικουμένη και συνέστησε την Εκκλησία σώμα Χριστού. Η Χάρις που αγιάζει όλο το είναι του ανθρώπου. Η Εκκλησία που βαφτίζει όλο τον άνθρωπο εις τα απύθμενα βάθη του μυστηρίου της ζωής του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που αγιάζει όλες τις αισθήσεις.

Αυτή η Χάρις, που μπήκε μέχρι μυελού στα οστά του πιστού λαού μας, που υφαίνει τη ζωή μας και την κάνει άνωθεν υφαντή με τα στοιχεία της ύλης...

Όλο το πνευματικό σώμα της ζωής μας έχει μηνύματα που ανήκουν σ΄ όλους, που τα περιμένουν όλοι, μέχρις εσχάτου της γης. Και είμαστε χρεώστες προς όλους. Και μας έχουν κατ΄ ανάγκη βάλει αυτοί που μας γέννησαν κατά σάρκα και κατά πνεύμα σ΄ ένα ορισμένο επίπεδο. Και δεν μπορούμε να υποστείλωμε τη σημαία, να μετριάσωμε το χρέος, να ξεκουραστούμε σε άλλο χώρο, με άλλο τρόπο, παρά μόνο πάνω σε σταυρό θυσίας.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας»)
(Πηγή: Ι.Μ. ΣΑΜΟΥ, ΙΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΣΕΩΝ)

http://www.agioritikovima.gr/eipan/13392-archim-baileio



Άβαταρ μέλους
Γαβριήλ
Δημοσιεύσεις: 110
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:36 pm

Re: Τί είναι η Εκκλησία;

Δημοσίευσηαπό Γαβριήλ » Τρί Οκτ 01, 2013 7:43 pm

Η Εκκλησία είναι η μάνα που μας τρέφει
Τρίτη, 01 Οκτώβριος 2013 15:00 - Agioritikovima.gr

Εικόνα

Ρώτησαν κάποτε ένα μοναχό: τι κάνετε τόσες ώρες μέσα στην Εκκλησία, δε βαριέστε; Κι εκείνος απάντησε: εσύ τι έκανες εννιά μήνες στη μήτρα της μάννας σου; Τίποτα. Ήσουν εκεί και τρεφόσουν με το μητρικό αίμα. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Είμαστε εδώ και τρεφόμαστε από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Από το σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γιατί η Εκκλησία είναι η Μάννα που μας τρέφει. Η φιλόστοργη Μάννα.Η πνευματική καρδιά απ’ την οποία διαχέεται το αίμα και κρατιούνται ζωντανά τα παιδιά της.

Η Εκκλησία είναι σώμα. Δεν είναι κόμμα. Είμαστε μέλη. Δεν είμαστε οπαδοί. Σώμα ένα με κεφαλή το Χριστό. Πονάει ένα μέλος και πονάμε όλοι. Δοξάζεται ένα μέλος και δοξαζόμαστε όλοι. Οικογένεια μία είναι η Εκκλησία: Οι Ζώντες, – όσοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία και όσοι βογγάνε έξω απ’ αυτήν… - Αυτοί που έφυγαν…, οι αδελφοί μας οι Κεκοιμημένοι. Κι αυτοί που ακόμα δεν ήρθαν… Οι αγέννητοι.., τα παιδιά των παιδιών μας, τα δισέγγονα και τα τρισέγγονα, όσοι θα μπουν στην Εκκλησία και όσοι θα βογγάνε έξω απ’ αυτήν. Οικογένεια μία. Γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν εορτάζουμε αλλά συνεορτάζουμε. Δεν νηστεύουμε αλλά συννηστεύουμε. Δε στενάζουμε αλλά συστενάζουμε. Δεν προσευχόμαστε αλλά συμπροσευχόμαστε. Συλλειτουργούμε και συλλειτουργούμαστε. Σώμα ένα είμαστε. Οι γιαγιάδες μας το ήξεραν καλά αυτό. Ήξεραν ότι πρώτα ανήκουμε στην Εκκλησία και μετά στον εαυτό τους. Πρώτα στην Εκκλησία και μετά στο σπίτι τους. Γι’ αυτό συμμετείχαν στις ανάγκες της. Στο χτίσιμο της Εκκλησίας, στο στρώσιμο, στον έρανο, στις νηστείες, στους εσπερινούς, στα Μυστήρια, στη Λειτουργία.

Οι παλιοί άνθρωποι ήξεραν πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί άλλος δρόμος βγάζει σε άλλο τέρμα. Γνώριζαν ότι η σωτηρία είναι μόνο μέσα στο Καράβι του Χριστού που όσα κύματα και όσες θύελλες κι αν το χτυπούν , δεν καταποντίζεται. - Γέροντα, τα παιδιά μας κοιμούνται στην Εκκλησία, μήπως να μη τα φέρνουμε; - Στο Καράβι να είναι κι ας κοιμούνται, επέμενε ο Γέροντας Πορφύριος. Η Εκκλησία, το Σκάφος του Χριστού! Το Σώμα του Χριστού! Το Στόμα του Χριστού! Η Κιβωτός που μπαίνεις μέσα και σώζεσαι! Αλήθεια, έχουμε βαθιά και ορθή γνώση του τι είναι η Εκκλησία; Είναι μόνο για τις Κυριακές και τις γιορτές ή μπολιάζει όλο το βίο μας; Είναι μόνο για ορισμένες ηλικίες ή αγκαλιάζει όλο τον άνθρωπο από τα πρώτα μέχρι τα έσχατα; Τι περιμένουμε απ’ Αυτήν; Τι θέλουμε να μας δώσει και τι της χρωστάμε; Αναρωτηθήκαμε ποτέ τι είναι η Εκκλησία και τι της οφείλουμε;

Οι Πατέρες λένε πως η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο Νοσοκομείο που εφημερεύει σε εικοσιτετράωρη βάση, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Ένα Νοσοκομείο που εφημερεύει για όλους. Για ασφαλισμένους και για ανασφάλιστους. Για πλούσιους και για άπορους. Για επώνυμους και για ανώνυμους και περιθωριακούς ανθρώπους. Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο αντιμετωπίζεται κάθε νόσημα όσο βαθύ, όσο λοιμώδες και όσο θανατηφόρο κι αν είναι. Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο μπαίνεις άρρωστος και βγαίνεις υγιής, όπως η αιμορροούσα. Μπαίνεις διώκτης και βγαίνεις Απόστολος, όπως ο Παύλος. Μπαίνεις αμαρτωλός και βγαίνεις άγιος, όπως η αγία Μαρία η Αιγυπτία. Μπαίνεις λύκος και βγαίνεις αρνί, όπως ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας. Μπαίνεις πτώμα εν αποσυνθέσει και ανίστασαι τετραήμερος, όπως ο Λάζαρος! Γιατί στην Εκκλησία δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχουν νεκροί. Η Εκκλησία είναι η χώρα των Ζώντων όπου υπάρχει Ζωή και περίσσεια Ζωής, δηλαδή ο Χριστός!

Από το βιβλίο: ''Αντίδωρο''

Πηγή: http://www.agioritikovima.gr/diafora/theologikos-log/diafora/29501-i-ekkliia-eina



Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Re: Τί είναι η Εκκλησία;

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Σάβ Νοέμ 23, 2013 3:10 pm

Εξουσία και Διακονία στη Ζωή και τις Δομές της Εκκλησίας

Εικόνα



Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου

Η χριστιανική Εκκλησία εμφανίστηκε ιστορικά ως βίωση μιας νέας, καινούργιας ζωής, ως μια «οδός»[1], ως ένας καινός τρόπος του βίου των μελών μιας κοινότητας που πίστεψαν μέσω προσωπικής επαφής ή μέσω του κηρύγματος των Αποστόλων στο πρόσωπο, τη ζωή και την αποστολή του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Είναι ιδιαίτερης σημασίας, όμως, το γεγονός ότι ο χριστιανισμός δεν εμφανίστηκε ως μια νέα πολιτική ή θρησκευτική ιδεολογία, ως ένα φιλοσοφικό ή ηθικό δόγμα ή ακόμη και ως μια νέα θρησκεία. Μάλιστα, σύγχρονοι θεολόγοι ομιλούν για το «τέλος της θρησκείας»[2] με τον Χριστιανισμό. Αν οι ιδεολογίες, φιλοσοφίες και θρησκείες αναζητούν την αλήθεια, η κάθε μια με τον τρόπο της, η Εκκλησία είναι το Σώμα της ενυπόστατης Αλήθειας, του Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της: «εγώ ειμί η οδός η αλήθεια και η ζωή»[3].

Η οδός, η αλήθεια και η ζωή της Εκκλησίας δεν βιώνονται ως κάτι θεωρητικό, διανοητικό απλώς και αφηρημένο γεγονός, αλλά με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ως μια «πράξη τροφής»[4]. Η Εκκλησία είναι «βρώσις» και «πόσις». Η Αλήθεια της Εκκλησίας, ο Χριστός, «τρώγεται» και «πίνεται». «Η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» μας λέει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, όπου ο πληθυντικός «τοις μυστηρίοις» αναφέρεται στην ενική και ενοποιό πραγματικότητα της Θείας Ευχαριστίας.

Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι μια ευχαριστιακή σύναξη και μια τράπεζα-δείπνος των πιστευόντων στον Χριστό. Πλην όμως, δεν είναι κάτι το στατικό, κλειστή στον εαυτό της και προσανατολισμένη στο παρελθόν πραγματικότητα. Είναι και «κοινωνία εσχάτων»[5]. Είναι δηλαδή μια κοινότητα που προγεύεται, αλλά και προσδοκά[6] τη μελλοντική Βασιλεία του τριαδικού Θεού, στο όνομα του οποίου άλλωστε βαπτίστηκαν τα μέλη της.

Όσα εισαγωγικά αναφέρθηκαν παραπάνω για την Εκκλησία είναι θεμελιακής σημασίας για την προσέγγιση οποιουδήποτε θέματος την αφορά και σαφώς και του θέματος των σχέσεων εξουσίας – διακονίας.

Η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, έχει αποκαλύψει στην «οικογένειά» του, στα μέλη του Σώματός Του, τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το πρότυπο των σχέσεων της θεϊκής καταγωγής του, της ζωής της Αγίας Τριάδας, ο Χριστός έδωσε ως κληρονομιά στα υιοθετημένα παιδιά του. Την Αγία Τριάδα χαρακτηρίζει ιεραρχική τάξις, η οποία όμως έχει λειτουργικό και όχι εξουσιαστικό και καταπιεστικό περιεχόμενο. Η Εκκλησία με τους Πατέρες της και με τις Οικουμενικές Συνόδους αγωνίστηκε για να διακηρύξει την ομοτιμία και όχι την «υποταγή» (Subordinatio) του ενός προσώπου στο άλλο. Για τους Πατέρες, άλλωστε, δεν υπάρχει «υπαρίθμησις» στην Τριάδα, το ένα δηλαδή είναι ανώτερο του δύο και του τρία, αλλά και «προαρίθμησις», για να δηλωθεί ακριβώς το «ομοφυές» και «ομόδοξον»[7]. Τα τρία πρόσωπα αλληλοπεριχωρούνται, έχουν ομογνωμία και ομοτροπία, υπάρχει κοινότητα φυσικών γνωρισμάτων (ομοούσιον), αλλά και διάκριση προσωπικών ετεροτήτων (τριαδικόν). Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχουν για τον εαυτό τους, αλλά υπάρχουν ως αντιμετάδοση ελεύθερης αγάπης του ενός προς τα άλλα. Την τριαδική ζωή τη χαρακτηρίζει αγαπητική κοινωνικότητα, εκστατική κινητικότητα και ερωτικός δυναμισμός.

Καμιά εξουσία, όπως τη γνωρίζουμε από τις ανθρώπινες κοινωνίες ή από άλλες θρησκείες, όπου οι θεοί κατοχυρώνουν την κυριαρχία τους μέσα από πάλη, αντιπαλότητες και διαμάχες (βλ. τις αρχαιοελληνικές και μεσανατολικές θεογονίες), δεν χαρακτηρίζει τη ζωή της Αγίας Τριάδας.

Ο τριαδικός Θεός αποδεικνύει την κοινωνικότητά του με το γεγονός της Δημιουργίας. Στο βιβλίο της Γενέσεως περιγράφεται η έναρξη αυτού που ονομάζουμε στην Εκκλησία «Οικονομία του Θεού», η ίδρυση εκ μέρους του Θεού μιας σχέσης με τον κόσμο και ιδιαίτερα με τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργηθέντα άνθρωπο. Η σχέση αυτή, όπως περιγράφεται στις απαρχές της, στον Παράδεισο, δεν είναι μια σχέση υποτέλειας αλλά μια σχέση κοινωνίας και αγάπης. Ο Θεός «περπατά» μαζί με τους πρωτοπλάστους, συνομιλεί μαζί τους και αυτοί έχουν παρρησία στην επαφή τους με το Θεό.

Η επιβουλή του Διαβόλου (διά + βάλλω = χωρίζω, διαιρώ) και η κακή χρήση του αυτεξουσίου, της ελευθερίας που δώρισε ο Θεός στον άνθρωπο, οδηγούν στην Πτώση, στην ανατροπή των παραδείσιων σχέσεων και την εισβολή στη ζωή του ανθρώπου του κακού και της αμαρτίας. Οι συνέπειες της Πτώσης περιγράφονται πάλι στο βιβλίο της Γενέσεως (φόνος του Κάιν από τον Άβελ, σύγχυση γλωσσών στον Πύργο της Βαβέλ, πόνος και δυστυχία) και βιώνονται από εμάς ως σήμερα. Η εξουσία ως αναιρετική της κοινωνικότητας και της ισοτιμίας των ανθρώπων εισβάλλει κι αυτή με την Πτώση στην ανθρώπινη ιστορία.

Η Πτώση, όμως, δεν διακόπτει και την προσφορά της αγάπης του Θεού στο κτίσμα του, δεν διακόπτει την Οικονομία του Θεού. Ο Θεός εκλέγει τον Αβραάμ, από τον οποίο θα προέλθει ο Ισραήλ, ο «περιούσιος λαός», η περιουσία του Θεού για τη διαφύλαξη του θελήματός του, όπου θέλημα του Θεού είναι η σωτηρία και η τελείωση του ανθρώπου.

Τα πρόσωπα που εκλέγονται από το Θεό ως ηγέτες του Ισραήλ, οι Πατριάρχες, οι Κριτές, οι Ιερείς, έχουν ως αποστολή να διακονούν το λαό, να τον οδηγήσουν στην Γη της Επαγγελίας-Υπόσχεσης, μακριά από την υποτέλεια και τη δουλεία, που στη γλώσσα της Γραφής σημαίνει Αίγυπτος και Φαραώ. Αποστολή, λοιπόν, της ηγεσίας στον Ισραήλ είναι το «Πάσχα», η διάβαση, το πέρασμα, η έξοδος από την εξουσιαστική καταπίεση στην ελευθερία. Ο Γιαχβέ, στη συνεργασία του με τους Πατριάρχες του Ισραήλ, φανερώνεται ως ένας «Θεός ελευθερωτής».

Ο λαός του Θεού, όμως, κάποια στιγμή «ζηλεύει» τους ειδωλολατρικούς λαούς και το θεσμό της Βασιλείας. Ζητάει από τον προφήτη Σαμουήλ να χρίσει και γι’ αυτόν βασιλιά. Ο Θεός μέσω του προφήτη τους προειδοποιεί για τις συνέπειες της υιοθέτησης του εξουσιαστικού αυτού θεσμού: ο βασιλιάς «θα πάρει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του στις άμαξές του, … θα παίρνει τα χωράφια σας … και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του … και εσείς θα είσθε δούλοι του» (Α΄ Βασ. 8, 11-19). Το μήνυμα είναι σαφές, οι ανθρώπινες εξουσίες μοιραία δημιουργούν δουλεία και υποτέλεια.

Σημαντική για το θέμα μας είναι και η κριτική προς την εξουσία εκ μέρους των προφητών του Ισραήλ. Κανείς δεν ξεφεύγει από τον έλεγχό τους, όσο ψηλά ή χαμηλά και να βρίσκεται. Τα «στόματα του Θεού», οι προφήτες, εξαπολύουν μύδρους κατά των βασιλέων που εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν το λαό, των ιερέων που τελούν τυπικά τις θυσίες αλλά αγνοούν την αγάπη και τη δικαιοσύνη, των δικαστών που υπηρετούν την αδικία αντί το δίκαιο, των εμπόρων που κλέβουν στο ζύγι, αλλά και του λαού που αμαρτάνει και συντηρεί την αδικία. Οι αληθινοί προφήτες δεν «χαϊδεύουν» αυτιά όπως οι «ψευδοπροφήτες», δεν είναι κόλακες των ισχυρών ούτε όμως και λαϊκιστές που επιζητούν την εύνοια του λαού, είναι διάκονοι του λαού στο όνομα της αλήθειας και της δικαιοσύνης[8]. Η πραγματικότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης – και αυτό είναι το δεύτερο μέρος του προφητικού κηρύγματος – θα φανερωθεί εσχατολογικά, στο πρόσωπο του Μεσσία.

Μια σημαντική στιγμή της Θείας Οικονομίας είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Όσο και αν δεν τονίζεται συχνά αυτή η πλευρά, ο Ευαγγελισμός είναι η κορύφωση της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Θεός πάντα ζητάει την ελεύθερη συνεργασία και ανταπόκριση του ανθρώπου στο θέλημα Του. Ποτέ δεν το επιβάλλει εξουσιαστικά, πολύ περισσότερο στο θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου. Το «γένοιτο» της Παναγίας είναι η ανθρώπινη, ελεύθερη ανταπόκριση στο κάλεσμα της σωτηρίας εν Χριστώ. Η Παναγία γίνεται η νέα Εύα που διακονεί το έργο της αναίρεσης των συνεπειών της Πτώσης από το νέο Αδάμ, τον Ιησού Χριστό.

Είδαμε, λοιπόν, προοδευτικά, στο πλαίσιο των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, να φανερώνεται μια διαφορετική κοινωνικότητα απ’ αυτή των σχέσεων κυρίου-δούλου, εξανδραποδισμού και υποτέλειας, όπως αυτά φανερώνονται και με μια φευγαλέα και επιπόλαιη ματιά στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η ιστορία, όμως, της Θείας Οικονομίας, κορυφώνεται στην Επιφάνεια του Λόγου του Θεού στην Ιστορία. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, εκφράζοντας την υπέρτατη αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού, την διακονία Του προς τον άνθρωπο, ενανθρωπίζει, «κενώνει» εαυτόν από τη θεία παντοδυναμία Του και αναλαμβάνει στο πρόσωπό Του όλη την ανθρωπότητα, όλη την ανθρώπινη φύση.

Παρότι δεν απουσιάζει από τις ευαγγελικές διηγήσεις η όψη της θείας εξουσίας του Χριστού, η κυρίαρχη εικόνα που αποκομίζουμε για το Χριστό από τα Ευαγγέλια είναι αυτή του «διακονούντος», η θεία εξουσία μάλλον είναι ακριβώς η διακονία του ανθρώπου. Το λέει, άλλωστε, ο ίδιος προς τους μαθητές Του: «εγώ δέ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών», όπως αναφέρει η ευαγγελική διήγηση του Λουκά[9]. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει τους ανθρώπους, αυτό είναι το έργο του «Υιού του Ανθρώπου»[10]. Αυτά λέγονται μάλιστα στο τέλος της γνωστής ευαγγελικής διήγησης του Ματθαίου, όπου ο Ιησούς ανατρέπει την ανθρώπινη κατανόηση της ιεραρχίας ως εξουσίας και προβάλλει την ιεραρχία ως διακονία. Όταν η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου του ζήτησε προνομιακή θέση και εξουσία για τα παιδιά της στη Βασιλεία Του, αυτός της απάντησε: «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», και συνδέοντας την εξουσία με το Πάθος και τη Διακονία[11], κηρύττει προς όλους τους μαθητές τη νέα εσχατολογική πραγματικότητα: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ. 20,20-27).

Αυτό το «ουχ ούτως έσται εν υμίν» φανερώνει την αντιστροφή στο περιεχόμενο των ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στην κοινότητα των εις Χριστόν πιστευόντων, στην Εκκλησία, σε σχέση με τον εκφυλισμό των ανθρωπίνων σχέσεων σε σχέσεις εξουσιαστικές, σχέσεις υποτέλειας, εξάρτησης και αλλοτρίωσης στις μεταπτωτικές ανθρώπινες κοινωνίες.

Η διακονική στάση του Χριστού προς τον άνθρωπο δεν σταματά στο κήρυγμα και τη διδασκαλία Του, στη διακονία του λόγου, αλλά συμπληρώνεται με την έμπρακτη προσφορά της αγάπης του, μέσω της θαυματουργικής άρσης των συνεπειών της αμαρτίας: του πόνου, της αρρώστιας και του θανάτου, της δουλείας στην τραγική μοίρα της φθαρτότητας. Ο Ιησούς, μας πληροφορεί ο Λουκάς στις Πράξεις, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος»[12]. Κορύφωση, όμως, της διακονίας του Χριστού προς τον άνθρωπο υπήρξε το Πάθος του Σταυρού, η προσφορά της ίδιας της ζωής του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ύψιστη, λοιπόν, έκφραση της θείας εξουσίας του Χριστού, που πραγματώνεται ως διακονία, είναι η θυσία.

Ο Χριστός συγκρούστηκε επίσης κατά την επίγεια παρουσία του με όλες τις θρησκευτικές και πολιτικές εξουσίες, όχι όμως με τους γνωστούς τρόπους πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά με το θείο λόγο Του και κατεξοχήν με τη θυσία Του στο Σταυρό.

Ο κύκλος τώρα των αποστόλων του Χριστού, ο στενός των 12 και ο ευρύτερος, «μαθήτευσε» από την κλήση του ως τις εμφανίσεις του Σωτήρος μετά την Ανάσταση σ’ αυτό τον «καινό», μεταμορφωμένο από το φως του μέλλοντος αιώνος τρόπο ζωής και έγινε η μικρή ζύμη για το μεγάλο φύραμα της Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή.

Όψεις της ανατροπής των εξουσιαστικών σχέσεων στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία μας δίνουν τα βιβλία της Κ.Δ. Οι διακρίσεις και οι αποκλεισμοί για λόγους θρησκευτικής ή εθνικής καταγωγής ή εξαιτίας φύλου και κοινωνικής τάξεως αίρονται και υπερβαίνονται, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» μας πληροφορεί ο απ. Παύλος στην Προς Γαλάτας επιστολή[13]. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που περιγράφεται σε άλλη επιστολή του απ. Παύλου Προς Φιλήμονα, όπου ο Φιλήμονας καλείται να υποδεχθεί ως «αδελφόν αγαπητόν» τον δραπέτη δούλο του Ονήσιμο[14].

Ο πλούτος, η άλλη όψη του νομίσματος της εξουσίας, ως διαιρετικός παράγοντας ξεπερνιέται και υπηρετεί πλέον την κοινότητα. Ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων μας πληροφορεί ότι στην εκκλησία των Ιεροσολύμων «πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά»[15]. Η εμπειρία του αναστημένου Χριστού στη Θεία Ευχαριστία μεταμορφώνει τη ζωή των πιστών και οδηγεί στην πώληση των υπαρχόντων τους προς διακονία των ενδεών αδελφών: «και τα κτήματα και τις υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε»[16]. Την ίδια διάθεση προσφοράς βλέπουμε και στο πρόγραμμα της «λογείας» του Αποστόλου Παύλου, της συλλογής βοήθειας για την εκκλησία των Ιεροσολύμων [17].

Τα ειδικότερα «διακονήματα» στην πρωτοχριστιανική κοινότητα, των τραπεζών, των χηρών, των ορφανών, κ.α., αντλούν τη υπόστασή τους από την ευχαριστιακή πρόγευση των εσχάτων και αυτή συνεχίζουν και φανερώνουν ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία», ως ιεραποστολή, ως το μυστήριο της ανθρώπινης συνεργασίας και συμμετοχής στην ανακαίνιση του κόσμου εν Χριστώ.

Σε πολλά σημεία της Κ.Δ. επίσης, βλέπουμε και την έσχατη διάσταση της διακονίας, που δεν είναι άλλη από το μαρτύριο. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε στο αίμα του Χριστού στο Σταυρό, αλλά οικοδομήθηκε στη συνέχεια από το αίμα των μαρτύρων και από το ασυμβίβαστο με τις «αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου» φρόνημα.

Όσον αφορά τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, αυτοί δεν λειτουργούν – ή δεν θα έπρεπε να λειτουργούν – στην Εκκλησία, ως θέσεις εξουσίας, ως αξιώματα υπεράνω του Σώματος, αλλά αντίθετα ως λειτουργική διακονία και υπηρεσία εντός και χάριν αυτού του Σώματος, μέλη του οποίου είναι και οι επίσκοποι και οι ιερείς. Το κατεξοχήν και πρώτιστο λειτούργημά τους, από το οποίο και «νομιμοποιούν» τη θέση τους, είναι η τέλεση – μαζί με το «λαό» και όχι βέβαια αντί του λαού[18] - της Θείας Λειτουργίας. Η κοινωνία με την «κεφαλή» της Εκκλησίας, τον Χριστό, και τους αδελφούς πιστούς που πραγματώνεται στην ευχαριστιακή τράπεζα γίνεται πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα της ποιμαντικής εκκλησιαστικής δραστηριότητας. «Εις τύπον και τόπον Θεού»[19] ο Ιερέας διακονεί το Σώμα της Εκκλησίας, παραπέμποντας όχι στον εαυτό του, αλλά στον Χριστό ως Σωτήρα[20]. Δεν είναι αντιπρόσωπος (vicarius) και τοποτηρητής του Χριστού επί γης, αλλά «εικόνα» του Χριστού, προεστώς εν αγάπη της ευχαριστιακής κοινότητας, «διακονών», όπως ο Χριστός. Η ιεροσύνη δεν είναι, λοιπόν, προνόμιο αλλά ευθύνη.

Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε πως εκτός της ειδικής-μυστηριακής λεγομένης ιεροσύνης, με το ιδιαίτερο περιεχόμενο, υπάρχει και η γενική-βασιλική ιεροσύνη, της οποίας όλοι μετέχουμε με το βάπτισμα, γινόμενοι «βασίλειον ιεράτευμα»[21]. Άρα η διακονική προσφορά ως περιεχόμενο της εκκλησιαστικής ύπαρξης αφορά όλους μας μέσα στην Εκκλησία.

Από τις εκκλησιαστικές ιστορίες της εποχής αντλούμε πληροφορίες για το σθεναρό αντιεξουσιαστικό ήθος των Πατέρων της Εκκλησίας, για τη στάση του Μ. Βασιλείου απέναντι στον αυτοκράτορα Ουάλη και τον έπαρχο Μόδεστο, για την κριτική του Χρυσοστόμου στις αυθαιρεσίες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Αλλά ακόμη και για τη συμπαράσταση του Χρυσοστόμου στην αγωνία του λαού της Αντιόχειας, που γκρεμίζοντας τους ανδριάντες κινδύνευε με ομαδική τιμωρία από τον αυτοκράτορα.

Ο Μοναχισμός, εξάλλου, αποτέλεσε ανέκαθεν στη ζωή της Εκκλησίας την πιο ριζοσπαστική άρνηση των «αρχών και των εξουσιών» του κόσμου, εμβιώνοντας στην κοινοβιακή αδελφοσύνη την αναίρεση της κτητικής και εξουσιαστικής θέλησης, φανερώνοντας προληπτικά την ερχόμενη Βασιλεία.



***



Η περιδιάβαση που προηγήθηκε, σε αναφορές και παραδείγματα των σχέσεων εξουσίας-διακονίας από όλη την ιστορία της Θ. Οικονομίας, κρίθηκε απαραίτητη, καθώς η αλήθεια της Εκκλησίας είναι σαρκωμένη και ιστορική και όχι άχρονα «πρέπει» μεταφυσικής αξιολογίας. Η αλήθεια και η πράξη της Εκκλησίας έχει ρίζες που απλώνουν ως τη Δημιουργία και καρπούς που εκβάλλουν στα Έσχατα. Το παρελθόν της συνεργασίας του Θεού με τον άνθρωπο – με σκοπό τη σωτηρία, την τελείωση, την θέωση, την αγιότητα – γονιμοποιεί το παρόν της Εκκλησίας, διανοίγοντάς την προς τη μέλλουσα Βασιλεία.

Τα κριτήρια που αντλήσαμε από την ιστορία της Θ. Οικονομίας για την υπέρβαση της εξουσίας μέσω της διακονίας θα μας βοηθήσουν να διαυγάσουμε με συντομία την παρούσα εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία είναι μεν συνέχεια της Θ. Οικονομίας, αλλά πολλές φορές αμαυρώνεται από τις ανθρώπινες αποτυχίες. Αυτή είναι η συνθήκη της κτιστής μας υπάρξεως, και το τίμημα και η περιπέτεια του δώρου της ελευθερίας!

Μπορεί, βέβαια, με το σωτήριο έργο του Χριστού να νικήθηκε η αμαρτία, το κακό και ο θάνατος, μπορεί στη Θεία Ευχαριστία οι πιστοί να παίρνουν τη δύναμη να συμμετέχουν προσωπικά στη νίκη αυτή του Χριστού, δεν σημαίνει όμως αυτό ότι ήλθε αυτόματα και μαγικά το τέλος των εξουσιαστικών σχέσεων στην Ιστορία εντός της οποίας πορεύεται το εκκλησιαστικό Σώμα. Η Εκκλησία δεν έχει φθάσει στη Βασιλεία του Θεού, δεν είναι η Βασιλεία, αλλά ο εικονισμός της και η προληπτική της φανέρωση μέσα στην Ιστορία. Προγευόμενη η Εκκλησία τη Βασιλεία του Θεού, την προσδοκά και αγωνίζεται να αναδείξει, «στα ίχνη του Χριστού»[22], όψεις και σημεία-σημάδια της. Η Εκκλησία ανοίγει «παράθυρα» για να μπει το φως της Βασιλείας μέσα στο σκοτάδι του κακού της Ιστορίας.

Ενώ, λοιπόν, είδαμε ότι ο Θεός δεν ενεργεί εξουσιαστικά στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά πάντοτε απευθύνεται στην ελεύθερη, αυτεξούσια ανταπόκριση και συνεργασία του, πολλές φορές σήμερα η λαϊκή ευσέβεια, με ευθύνη ημών των ποιμένων, που οφείλουμε να τη διδάσκουμε και να την οικοδομούμε, η λαϊκή ευσέβεια λοιπόν, φτάνει να αντιλαμβάνεται τη σχέση με το Θεό και το αίτημα της σωτηρίας με όρους μαγείας[23], περιοριζόμενη έτσι σε μια τυπική θρησκευτικότητα, όπου κυριαρχεί ο φόβος και όχι η ελεύθερη αντιπροσφορά της αγάπης που λαμβάνουμε ως χάρη και δωρεά από τον Τριαδικό Θεό. Εδώ θα πρέπει να εντοπίσουμε και την ολίσθηση πολλές φορές σε μια ατομικιστική κατανόηση της σωτηρίας, στον αντίποδα βέβαια της ευχαριστιακής κοινωνικότητας και συναδέλφωσης.

Επίσης, ενώ η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα της τριαδικής ζωής, στην οποία είδαμε ότι η ιεραρχία είναι λειτουργική και φανερώνει σχέσεις ομότιμης αγαπητικής κοινωνικότητας, η εικόνα αυτή ακυρώνεται όταν παραθεωρείται η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη ζωή και τις δομές της Εκκλησίας και επικρατεί αυτό που ονομάζουμε «κληρικαλισμός» και βατικάνεια εκδοχή της Εκκλησίας, όταν διαιρούμε δηλαδή το αδιαίρετο Σώμα του Χριστού σε τάξεις ανώτερες και κατώτερες, μετατρέποντας τα λειτουργήματα-διακονήματα σε εξουσίες και αξιώματα.

Παλινδρόμηση σε προ Χριστού εξουσιαστικές και μη διακονικές καταστάσεις έχουμε επίσης, όταν στο χαρισματικό λειτούργημα της πνευματικής πατρότητας εισβάλλουν αντιλήψεις που οδηγούν στην εκρίζωση της ελευθερίας, με το πρόσχημα της «εκκοπής του ιδίου θελήματος», ενώ η «εκκοπή» αυτή έχει ως στόχο ακριβώς την ανάδειξη της αμαυρωμένης από την αμαρτία ανθρώπινης ελευθερίας. Όταν ακόμη στους ιερούς κανόνες προσδίδουμε, αντί για θεραπευτική, νομικιστική και άρα εξουσιαστική χροιά ή όταν υποβαθμίζουμε τη χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας προς όφελος της θεσμικής. Σ’ αυτές και σε άλλες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μια «διόρθωση του έργου του Χριστού και μια θεμελίωσή του στην εξουσία», όπως δηλώνει διά στόματος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή ο Ντοστογιέφσκυ στους «Αδελφούς Καραμαζώφ»[24].

Η προφητική κριτική των ανθρωπίνων αποτυχιών δε πρέπει να μας εμποδίσει να δούμε και τη συνεχιζόμενη διακονία της Εκκλησίας προς τον άνθρωπο σήμερα: το πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, την πολύπλευρη ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, την ολοκληρωτική διάθεση του εαυτού των μελών και των λειτουργών της Εκκλησίας στην ολόπλευρη διακονία του «άλλου-πλησίον», καθώς, βέβαια, με τα πρόσωπα των άλλων, των «αδελφών των ελαχίστων» έχει ταυτίσει το πρόσωπό Του ο ίδιος ο Χριστός[25].

Συζητώντας, όμως, την προσέγγιση του φαινομένου της εξουσίας από μια ορθόδοξη οπτική, προκύπτει επιτακτικά και η ανάγκη αντιμετώπισης – το αγκάθι θα έλεγα – των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτικής[26]. Υπενθυμίζοντάς σας όσα ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου για την Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα-κοινωνία, ως ένα «καινό»-νέο τρόπο ζωής υπό το φως της πρόγευσης των εσχάτων, πρέπει ρητά και κατηγορηματικά να ξεπεράσουμε την αντίληψη για την Εκκλησία ως ατομική-ιδιωτική υπόθεση.

Η ορθόδοξη ανθρωπολογία και το εκκλησιαστικό ήθος, που έχουν ως ρίζα τους την ευχαριστιακή εμπειρία, έχουν σαφώς κοινωνικό και δημόσιο χαρακτήρα, άρα μπορούν και πρέπει να επηρεάζουν σύνολη τη ζωή του ανθρώπου, την κοινωνική, την πολιτική και την οικονομική. Πρέπει να απορρίψουμε την εσφαλμένη, μανιχαϊκή κατά βάσιν, αντίληψη, ότι η Εκκλησία ασχολείται μόνο με τα «θρησκευτικά»-πνευματικά ζητήματα, αφήνοντας κατά μέρος τα λεγόμενα «υλικά». Η σωτηρία, ως στόχος του εκκλησιαστικού ανθρώπου, αφορά σύνολη την ανθρώπινη ζωή – μας το λέει η ίδια η λέξη που προέρχεται από το επίθετο σώος και σημαίνει να είσαι ολόκληρος, ακέραιος, αδιάσπαστος, μη κατακερματισμένος.

Στη συνάφεια αυτή δεν είναι τυχαίος ο δογματικός αγώνας και η αγωνία των Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας με τις Οικουμενικές συνόδους της, που στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος επέμειναν στην «πλήρη και τελεία» πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού. Το «απρόσληπτον και αθεράπευτον», ο όλος άνθρωπος προσλαμβάνεται, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως», ο όλος άνθρωπος αγιάζεται, άρα και ο άνθρωπος ως πολιτικό (και κοινωνικό και οικονομικό) ον.

Πολιτική κατ’ αρχήν, θα λέγαμε, είναι η ίδια η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, επειδή μέσω αυτής εισβάλλει στην ιστορία το εσχατολογικό όραμα της ανακαίνισης, μεταμόρφωσης και αλλαγής του κόσμου, της υπέρβασης του κακού, της αμαρτίας, της φθοράς, της αδικίας, του πόνου και του θανάτου. Θα μιλούσαμε, λοιπόν, για μια «εσχατολογική» πολιτική παρουσία της Εκκλησίας.

Το πρόβλημα, όμως, βρίσκεται στον τρόπο και τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία, στη διακονούσα πλευρά της αλλά και στη ζωή κάθε μέλους της, εκφράζει την πολιτική της διάσταση. Και βέβαια, ο τρόπος και τα μέσα δεν μπορεί να ομοιάζουν με αυτά της κρατικής και κομματικής, κοσμικής εξουσίας. Τα κόμματα, και ως σημεία στίξης και ως πολιτικοί θεσμοί, χωρίζουν, διαιρούν! Αντίθετα, «το γαρ της εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα…», όπως πολύ ωραία το τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος[27]. Ο τρόπος και τα μέσα της πολιτικής παρέμβασης της Εκκλησίας εξάπαντος δεν είναι η επαναστατική βία, ούτε και η βίαιη επιβολή των «θέσεών» της στον κρατικο-πολιτικό στίβο. Μ’ άλλα λόγια η Εκκλησία μιμούμενη το παράδειγμα του ιδρυτή της, οφείλει να αποκρούσει τον πειρασμό να γίνει η ίδια εξουσία ή να θελήσει να εμπλακεί στην πολιτική με εξουσιαστικό τρόπο. Η Εκκλησία δεν μπορεί να προδώσει την ουσία της και την αποστολή της επιβάλλοντας τις απόψεις της ή την παρουσία της. Εξάλλου, ανάμεσα σ’ αυτήν και στην κοσμική-κρατική πολιτική υπάρχει – ή οφείλει να υπάρχει – ριζική διαφορά πεδίου δράσης και μεθόδων εφαρμογής…

Η πολιτική υπόσταση της Εκκλησίας φανερώνεται στη «μαρτυρία» ενός «άλλου», μεταμορφωμένου τρόπου ζωής, ζωντανών ευχαριστιακών κοινοτήτων, όπου κυριαρχεί η εν αγάπη ελευθερία, όπου η «χάρις» υπερβαίνει το «νόμο»[28], όπου οι «πρώτοι» δρουν ως «έσχατοι», όπου στο πρόσωπο των «ελαχίστων αδελφών» βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό[29]. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε συστράτευση στο πλευρό των θυμάτων της κοινωνίας και της ιστορίας. Και τότε βέβαια ο λόγος της Εκκλησίας πρέπει να γίνεται «σκληρός»[30] ως η πνοή του Πνεύματος στην ιστορία, η παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία πρωτοποριακή και προφητική, καταγγέλλουσα τις κατεστημένες δομές της αδικίας και της εκμετάλλευσης και διακονούσα τα πρόσωπα και τις ομάδες των αδικημένων και εκμεταλλευομένων. Αυτός είναι ένας «επικίνδυνος» Χριστιανισμός και μια «επικίνδυνη» Εκκλησία – για τις δυνάμεις της αδικίας εννοείται. Και όλα αυτά βέβαια υπό την απαράβατη συνθήκη της «μετάνοιας» (που σημαίνει μεταστροφή του νοός, σύνολης της υπάρξεως), της «καλής αλλοιώσεως», η οποία θα μας προστατέψει από μια έκπτωση στον κοινωνισμό, ακτιβισμό και ηθικισμό.

Η Εκκλησία πρέπει να μεταμορφώνει την πολιτική με το εσχατολογικό της νεύρο. Με την επίγνωση ότι «Κύριος» της ιστορίας είναι ο Χριστός. αυτός θα νικήσει, ερχόμενος εν δόξη, το κακό και την αδικία, αλλά εμείς είμαστε τα «χέρια» του στο μεσοδιάστημα αυτό της έντασης. Η Εκκλησία μπορεί να συμβάλει στην «ανάσταση της πολιτικής», αλλά αυτό θα γίνει όταν είναι μια «Εκκλησία του Σταυρού», της θυσίας και της διακονίας.

Κλείνοντας την ομιλία μας, σημειώνουμε ότι η υπέρβαση της εξουσίας μέσω της διακονίας τότε μόνον επικρατεί, όταν βιώνουμε τη μετοχή μας στην Εκκλησία ως χαρισματικό σώμα κοινωνίας και όχι ως νομικό καθίδρυμα και γραφειοκρατικό θεσμό θρησκευτικών εξυπηρετήσεων. όταν δεν επιτρέπουμε να «σβήνει» το Πνεύμα, και να «εξουθενώνεται» η Προφητεία[31]. όταν επικρατεί η μετάνοια και η «τελεία αγάπη», η οποία «έξω βάλλει τον φόβον»[32], όταν αισθανόμαστε την παρουσία του Χριστού να μας λέει: «Εγώ ειμι. μη φοβείσθε»[33]. όταν δεν κατανοούμε εσφαλμένα την σωτηριολογία και την εκκλησιολογία, οικειωνόμενοι άκοπα, άνευ προσωπικής συμβολής, τη νίκη του Χριστού κατά των «αρχών και των εξουσιών του κόσμου τούτου», αλλά αντίθετα γινόμαστε «συνεργοί τη αληθεία»[34].

[1] Πράξ. 19,23 «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού». πρβλ. Πράξ. 9,2. 18,25-26. 24,22, και Ware Κάλλιστος (επίσκοπος Διοκλείας), Ο Ορθόδοξος Δρόμος. Ο Θεός ως Μυστήριο, Τριάς, Δημιουργός, Άνθρωπος, Πνεύμα, Προσευχή, Αιωνιότητα, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα, 1983, σ. 9 κ.εξ.

[2] Schmemann Alexander, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1987, σ. 27-28.

[3] Ιω. 14,6.

[4] Schmemann, οπ.π.

Πηγή: http://www.mistagogia.com


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Η μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τρί Ιαν 08, 2019 11:45 am

Η μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας
07-01-2019

Εικόνα

γράφει ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Μύρου

Η αυθεντική ιστορική Εκκλησία του Χριστού αποτελεί την πιο απτή πραγματικότητα στον κόσμο μας για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, ο οποίος ενδιαφέρεται ειλικρινά να γνωρίση την αποκεκαλυμμένη αλήθεια και να εκφράση την λατρευτική του αγάπη προς τον Θεόν.

Αυτή η Εκκλησία έχει ως ένα από τα κύρια γνωρίσματά της την μοναδικότητα. Πρόκειται για αυτό που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, «Πιστεύω… εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Η αυθεντική, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι στη φύση της και στη δομή της μία και μοναδική. Δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες. Ούτε καν δύο ή τρεις, αλλά μόνον μία. Λέγοντας αυτά δεν εννοούμε τις τοπικές εκκλησίες, που αποτελούν ολοκληρωμένες εκφάνσεις της μιάς Εκκλησίας. Η καλά μαρτυρημένη αποκάλυψη του Θεού είναι σαφέστατη. Δείχνει ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι μία και μοναδική, είτε με τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, είτε με τις εικόνες της Καινής Διαθήκης, που αναφέρονται σ’ αυτήν, είτε με την εμπειρία των αγίων.

Στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ότι ένας είναι ο περιούσιος λαός του Θεού, ως τύπος του εκκλησιαστικού Σώματος· ένας είναι ο Ναός και μία η Κιβωτός, ως τύποι της Εκκλησίας. Είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική η άναφορά του αγίου Επιφανίου Κύπρου στο παλαιοδιαθηκικό χωρίο, «εξήκοντά εισι βασίλισσαι και οδγοήκοντα παλλακαί· και νεάνιδες ων ουκ έστιν αριθμός· μία εστί περιστερά μου, τελεία μου» (Άσμα Ασμάτων 6,7-8), για να αντιπαραβάλη την μοναδική αληθινή Εκκλησία με τις ογδόντα μέχρι τότε αναφυείσες αιρέσεις[1].

Όλες, επίσης, οι αποστολικές εικόνες στην Καινή Διαθήκη τονίζουν με ενάργεια αυτήν την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Δεν γίνεται λόγος από τον απόστολο Παύλο, όταν ομιλή για την Εκκλησία, για πολλές οικοδομές, αλλά για μία. Ούτε για πολλά σώματα, αλλά για ένα. Και ούτε για πολλές νύμφες του Νυμφίου Χριστού, αλλά για μία.
Η μοναδικότητα της αληθινής Εκκλησίας θεμελιώνεται στην μοναδικότητα της θεανδρικής Υποστάσεως του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Η Εκκλησία είναι μία, επειδή ένας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Εφ’ όσον ο Χριστός είναι ένας ως μοναδικός θεμέλιος, τότε και η Εκκλησία ως οικοδομή, που χτίζεται επάνω στον Χριστό, είναι μία και μοναδική. Εφ’ όσον ο Χριστος είναι η Κεφαλή και η Κεφαλή συνδέεται μόνον με ένα σώμα, δεν μπορεί παρά να είναι μόνον μία η Εκκλησία. Εφ’ όσον ο Χριστος είναι ο Νυμφίος και μία η νύμφη, τότε αναμβφίβολα μία και μόνον μία είναι και η Εκκλησία του Χριστού.

Ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, στηριζόμενος στην βιβλική και αγιοπατερική θεολογία, υπογραμμίζει ιδιαίτερα την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Γράφει: «Όπως η υπόστασις του Θεανθρώπου Χριστού είναι μία και μοναδική, ούτω και η Εκκλησία, δι’ Αυτού, εν αυτώ και επ’ αυτού θεμελιωθείσα είναι μία και μοναδική»[2].
Το γνώρισμα αυτό της μοναδικότητας της Εκκλησίας αποτελεί το θεμέλιο για την ενότητα σ’ Αυτήν. Η ενότητα, που είναι σχεδόν ταυτόσημη με τον όρο εκκλησία, ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να επιτευχθή χωρίς την αδαμάντινη βάση της πίστεως στην μία Εκκλησία. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην εικόνα του σώματος, όπου η ενότητα και η συνεργασία των μελών του είναι οργανική και όχι τεχνητή.

Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα. Είναι θείο δώρο, που προσφέρεται από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο, ο οποίος αποτελεί και το μοναδικό και ανεπανάληπτο θεμέλιό της. «Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ταυτότητα της αποστολικής πίστεως, στην κοινωνία των Ορθοδόξων επισκόπων εν τη αυτή Ευχαριστία, στην ταυτότητα του ήθους και στην κοινή εμπειρία της χάριτος συν πάσι τοις αγίοις. …Την ενότητα μεταξύ μας και με τον Τριαδικό Θεό πραγματοποιεί η χάρις του αγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος δε ενότητος είναι η δόξα, την οποία έδωκεν ο Κύριος στους δικούς του· ΄καγώ την δόξαν, ην δέδωκά μοι, δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι΄ (Ιω. 17,22-23) »[3].

Χρέος δικό μας, των μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαικών, δεν είναι να επιτύχουμε μία ανθρώπινη ενότητα στην Εκκλησία, αλλά να διατηρήσουμε την δεδομένη από τον Χριστό εν αγίω Πνεύματι ενότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στους Εφεσίους, «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης»[4].
Ως ανθρώπινο κατόρθωμα αντιλαμβάνονται την ενότητα της Εκκλησίας οι αιρετικοί. Παραβλέποντας την μοναδικότητα της αληθινής Εκκλησίας, αγνοώντας την δεδομένη από τον Θεό ενότητα και εκκινώντας από τον πολυδιεσπασμένο Προτεσταντισμό, επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα θεωρητικά και πρακτικά με καθαρά ανθρώπινους και κοσμικούς τρόπους. Ομιλούν για παγχριστιανική ενότητα με πολυμορφία αιρετικών διδασκαλιών και ηθών. Επιχειρούν να στηρίξουν την κοσμική ενότητα των πολλών διαφοροποιημένων «εκκλησιών» στο δόγμα της Αγίας Τριάδος για το ομοούσιον του Θεού και συγχρόνως για την ετερότητα των θείων Υποστάσεων. Όμως, όλες αυτές οι θεωρίες δεν έχουν καμμία ορθή θεολογική και αγιοπνευματική κατοχύρωση.

Πρωτίστως, πρόβλημα διαιρέσεως της Εκκλησίας δεν υπάρχει στους χριστιανούς όσο αναγνωρίζουν την Εκκλησία ως μία, ως το ένα και μοναδικό Σώμα του Χριστού. Και πάλι είναι βαθιά θεολογικός και ρηξικέλευθος ο λόγος του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς: «Η Εκκλησία ούσα καθολικώς εις και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της… Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την εκκλησίαν»[5]. Για τις αιρέσεις ισχύει αυτό που όλοι οι άγιοι πατέρες πρεσβεύουν και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου εκφράζει με ακρίβεια: «εξεκλάσθησαν ώσπερ κλάδοι αι αφορισθείσαι αιρέσεις, εις όνομα Χριστού κληθείσαι, μη ούσαι δε αυτού, αλλ’ αι μεν από μήκοθεν αυτού πολύ διεστώσαι, αι δε διά τι ελάχιστον αποκληρονόμους και ξένας αυτού εαυτάς καταστήσασαι και τα αυτών τέκνα των ουκ ουσών ενθέσμων, έξω δε βεβηκυιών, μόνον δε το όνομα επικεκλημένων Χριστού· περιλειφθήσεται ημίν η περί αληθείας απόδειξις, αυτής τε της περιστεράς της μονωτάτης υπό του νυμφίου επαινουμένης»[6].

Το πρόβλημα της διαιρέσεως αρχίζει από τότε που οι χριστιανοί βλέπουν την Εκκλησία όχι ως Σώμα Χριστού, αλλά ως Σωματείο ωρισμένων ανθρώπων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έχουν κοινή πίστη, όπως συμβαίνει με τους διαφόρους αιρετικούς.
Εάν η αληθινή, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως βασικό της γνώρισμα ότι αυτή είναι η μία και μοναδική, από όπου απορρέει και η οργανική της ενότητα, η αίρεση έχει ως ένα από τα κύρια γνωρίσματά της την πολλαπλότητα και την πολυδιάσπαση. Αποδέχεται την ύπαρξη πολλών «εκκλησιών», οι οποίες προήλθαν από την διάσπαση της πρώτης Εκκλησίας και η κάθε μία από αυτές κατέχει ένα μέρος της αληθείας.

Αυτό φαίνεται καθαρά σε εκείνον που μελετά την ιστορία της πιο γνωστής αιρέσεως, του Προτεσταντισμού. Ο Προτεσταντισμός διαιρέθηκε από αυτή την γέννησή του στα δύο, στην λεγόμενη Λουθηρανική εκκλησία και στην λεγόμενη Μεταρρυθμισμένη εκκλησία. Πολύ σύντομα σχηματίστηκαν νέες αιρετικές ομάδες. Οκτώ χρόνια μόλις μετά το ξεκίνημα της Μεταρρύθμισης οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες είχαν ξεπεράσει τις 200. Σήμερα υπάρχουν και δρούν ανεξάρτητα χιλιάδες προτεσταντικές «εκκλησίες»[7]. Νομίζω πως δεν υπάρχει χαρακτηριστικώτερο και εκφραστικώτερο παράδειγμα, που να δείχνη το χάος, στο οποίο οδηγεί η απομάκρυνση από τις δοκιμασμένες θεανθρώπινες δομές, που μας κληροδότησε η Ιερά Παράδοση, από την παραδοχή της μοναδικότητας της Εκκλησίας.
Τι συμβαίνει όμως με τις αιρέσεις εκείνες, που φαίνονται ότι διατηρούνται αδιάσπαστες; Μπορεί να θεωρηθή αδιάσπαστη η αίρεση του Παπισμού; Όχι βέβαια, διότι διασπάσθηκε με τη Μεταρρύθμιση. Κι αν σ’ ένα μεγάλο βαθμό κατορθώνει να διατηρή μία εξωτερική ενότητα, αυτό οφείλεται στην υιοθέτηση κοσμικών μεθόδων αυταρχισμού. Η επιμονή του Παπισμού στο πρωτείο και στο αλάθητο του πάπα φανερώνει την αγωνιώδη προσπάθεια του να βρη λύση στο επιτακτικό πρόβλημα της ενότητος. Κι επειδή απορρίπτει την λύση που αποκάλυψε ο Θεός, δηλαδή την ταπείνωση και την υπακοή μέσα στην συνοδικότητα και στην ευθυγράμμιση με όλους τους αγίους, εφευρίσκει αυταρχικά μορφώματα, όπως το πρωτείο και το αλάθητο, τα οποία υποβαθμίζουν και τέλικά απορρίπτουν την καθοδηγητική παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Εδώ προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα για εμάς τους Ορθοδόξους, εάν στην επικοινωνία μας με τους αιρετικούς μπορούμε να χρησιμοποιούμε γι’ αυτούς κατ’ οικονομίαν τον όρο ΄εκκλησία΄. Υπήρξαν μάλιστα και Ορθόδοξοι, οι οποίοι ατυχώς επεχείρησαν να στηρίξουν τη θέση αυτή και αγιογραφικά με την χρήση του όρου ΄πατήρ΄ για τον Θεό και τους ανθρώπους. Η οικονομία όμως, όπως την γνωρίζουμε από τις θεόπνευστες Γραφές και τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται περιορισμένα σε ειδικές περιπτώσεις, ποτέ δεν μετατρέπεται σε κανόνα, και κυρίως έχει ως στόχο να βοηθήση τους πεπλανημένους να αναγνωρίσουν την αλήθεια, και να θεραπευθούν από την βαρύτατη ασθένεια της πλάνης. Το ότι δεν ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις για την συζητούμενη ΄οικονομία΄, το αποδεικνύουν περίτρανα τα μέχρι τώρα αποτελέσματα στην πρακτική που ακολουθήθηκε όλες τις τλευταίες δεκαετίες. Δεν καταγράφονται παραδείγματα αιρετικών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία, επειδή οι Ορθόδοξοι θεωρούσαν την αίρεσή τους, έστω κατ’ οικονομίαν, ως εκκλησία. Αντίθετα έχουμε παμπολλα παραδείγματα πρώην αιρετικών, οι οποίοι μεταστράφηκαν, επειδή ανακάλυψαν στην Ορθοδοξία την μοναδικότητα της Εκκλησίας.

Θα σφραγίσω τον γραπτό τούτό μου λόγο με τις σκέψεις ενός ταλαντούχου αμερικανού συγγραφέα και σκηνοθέτη, πρώην προτεστάντη, ο οποίος ύστερα από επίμονη αναζήτηση της αλήθειας και μελέτη δεκατεσσάρων ετών έγινε Ορθόδοξος, και κατέθεσε την μαρτυρία του σ’ ένα αξιολογώτατο βιβλίο, που μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκοφορεί με τον τίτλο, Αναζητώντας την Ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών ή Χορεύοντας Μόνος. Στο τέλος του βιβλίου του γράφει: «Καθώς ο άθεος κόσμος που καταρρέει, ζητεί ελπίδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να κρατήση μία διακεκριμένη θέση, όχι με τον ‘μοντερνισμό’ και τον ‘οικουμενισμό’ ή τον ‘εκσυγχρονισμό’, αλλά με την σταθερότητά της, την καθαρότητα και το πνευματικό φως… Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε το τίμημα, ακόμη και να περιπαιχθούμε, να διωχθούμε και να απορριφθούμε, επειδή αντιπροσωπεύουμε την αγάπη, την ομορφιά και το έλεος σ’ ένα αιώνα χωρίς αληθινή αγάπη, ομορφιά και έλεος… Εκείνοι οι περιπλανώμενοι μέσα στη σύγχυση κοσμικοί, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι (αιρετικοί), οι οποίοι αναζητούν κάτι υπερβατικό, άγιο και σταθερό μέσα σ’ ένα συγκεχυμένο και βέβηλο κόσμο, πρέπει να προσκληθούν στην Εκκλησία, την μία, αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία των αιώνων. Η αληθινή και μόνιμη οικουμενική ενότητα θα επιτευχθή, όταν όλοι οι ετερόδοξοι χριστιανοί επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι (στην Ορθοδοξία)… Πιστεύω ότι το πρόγραμμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι (ένα), να παραμείνη Ορθόδοξη»[8].
Και το δικό μας το χρέος, το χρέος των συγχρόνων Ορθοδόξων Χριστιανών, ποιο είναι; Να γεμίσουμε από την Ορθόδοξη εμπειρία, τη γνήσια και αυθεντική, ώστε να έχουμε την δύναμη να κρατήσουμε την ιερή Παρακαταθήκη των πατέρων μας, την πολυτιμότερη κληρονομιά μας και τον ακριβώτερο πλούτο μας, την μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, και να την παραδώσουμε ακέραια και ανόθευτη στις μέλλουσες γενεές.

[1] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατά Μασσαλιανών Ι΄, PG 42,772
[2] Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και οικουμενισμός, σ. 80
[3] Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου αγίου Όρους, Σχόλια και Προτάσεις επί των σχεδίων κειμένων της αγίας και Μεγάλης Συνόδου, σ. 5
[4] Εφεσ. 4,3
[5] Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και οικουμενισμός, σ. 80-82
[6] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατά Μασσαλιανών Ι΄, PG 42,772
[7] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, κεφ. Η Μεταρρύθμιση, σσ. 152 κ. ε.
[8] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 517-518

Πηγή: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες