Ασκητές μέσα στον κόσμο

Η Ορθοδοξία απέναντι στις προκλήσεις της σημερινής εποχής.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Ασκητές μέσα στον κόσμο

Δημοσίευσηαπό gkou » Πέμ Μαρ 21, 2013 4:26 pm

α΄. Δημήτριος και Εύα Σαουλίδου

Μία ξυνωρίδα εκλεκτή, ένα ζεύγος ενάρετο ήταν ο Δημήτριος Σαουλίδης και η σύζυγός του Εύα, Πόντιοι στην καταγωγή, από την Τραπεζούντα.
Η Εύα, το γένος Λουκανίδου, γεννήθηκε στο Καρς της Ρωσσίας το 1900. Οι γονείς της ξερριζώθηκαν από τον Πόντο, γιατί δεν άντεχαν την τουρκική θηριωδία, και κατέφυγαν στο Καρς της Ρωσσίας μαζί με άλλους συμπατριώτες τους. Μεγάλωσε σε μία πολύτεκνη οικογένεια με αρχές παραδοσιακές και ευλάβεια στα θεία.
Όταν ήταν δώδεκα χρονών περίπου, φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους ένας οδοιπόρος. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκε , που θέλησε να ανταποδώση κάτι για την φιλοξενία, μαθαίνοντας στην Εύα την Σολωμονική. Αυτή δεν ήξερε τί είναι Σολωμονική. Της είπε: «Εγώ ό,τι λέω γίνεται». Και έκανε διάφορες επιδείξεις. Έκανε κάποια μικρά κοριτσάκια να κάνουν άσεμνες χειρονομίες και η Εύα του είπε: «Στάσου, είναι ντροπή». Ύστερα έκανε μία κατσίκα δεμένη να τρελλαθή, να αγριέψη, να κόψη το σχοινί της και να έρθη ήσυχη σαν γάτα στα πόδια του. Η Εύα που είδε όλα αυτά του είπε: «Τέτοια πράγματα δεν είναι καλά. Δεν τα θέλω». Και έτσι ο Θεός βλέποντας την αθωότητά της και την καλωσύνη της , την προφύλαξε από το να ασχοληθή με μαγείες.
Πέθανε η γιαγιά της και η Εύα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν δυνατή και θαρραλέα σαν άνδρας.
Όταν έγινε δεκατριών ετών , ήρθε στο σπίτι τους ένας νέος φτωχός, ο Δημήτριος Σαουλίδης. Ήταν καλός μάστορας. Όλη την ημέρα γύριζα στα αγροκτήματα , έκανε διάφορες επιδιορθώσεις και εργασίες, και έτσι ζούσε. Κάθησε πολύν καιρό στο σπίτι τους. Ο πατέρας της Εύας εκτίμησε πολύ τον καλό χαρακτήρα, την τιμιότητά του και τον έκανε γαμπρό στην Εύα.
Όταν έγινε ο ρωσσο-τουρκικός πόλεμος , η Εύα με τον πεθερό της και τα μωρά της Βέρα και Βασίλη ήταν στην Ρωσσία , και ο σύζυγός της Δημήτριος με την πεθερά της ήταν στην Τουρκία. Αρρώστησε τότε βαρειά ο πεθερός της και έμεινε κατάκοιτος. Αυτή τον περιποιείτο με πολλή αγάπη μέχρι που εκοιμήθη. Πήρε την ευχή του. «Εύα», της είπε πριν ξεψυχήση, «όπου πας και όπου σταθής να είσαι ευλογημένη».
Στην Ρωσσία σε μία από τις μετακινήσεις της καθώς περιπλανιόταν από το μέρος σε μέρος, πέθανε το ένα βρέφος της αβάπτιστο. Το έθαψε στα χιόνια και συνέχισε κλαίγοντας τον δρόμο της.
Έμελλε λόγω περιστάσεων να αφήση το σπίτι της στο Καρς, να ξερριζωθή και να έρθη στην Ελλάδα. Διηγείτο στον εγγονό της Δημήτριο: «Τρεις φορές, παιδί μου, άφησα το σπίτι μου και έφυγα με την ψυχή μου, με τις εικόνες και τα ρούχα που κουβαλούσα στα χέρια μου. Μας έβαλαν στο βαπόρι. Τότε πέθαιναν πολλοί και τα πτώματά τους τα έρριχναν στη θάλασσα. Με τις λίρες που είχα ραμμένες στη ζώνη μου αγόραζα ψωμί και τάιζα τα μωρά. Ένα ψωμί μία λίρα έκανε. Ήρθαμε στην Ελλάδα . Μείναμε ένα διάστημα στις λάσπες, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, και από κει καταλήξαμε στην Βέροια».
Επέτρεψε ο Θεός και έζησε δύσκολες και σκληρές καταστάσεις. Άντεξε όμως με την υπομονή και την πίστη στον Θεό. Αυτά ήταν προοίμια και προετοιμασία για τα πιο δύσκολα επερχόμενα που έμελλε να περάση.
Με τον σύζυγό της εγκαταστάθηκαν στην Βέροια και εργάσθηκαν σκληρά για να ζήσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Μαζί με όλες τις δυσκολίες ήρθε αργότερα και ο θάνατος του Δημήτρη. Η ζωή της Εύας έγινε πολύ δύσκολη. Έμεινε χήρα με τέσσερα παιδιά σε ηλικία 38 ετών, αλλά πάλεψε και τα κατάφερε. Δεν θέλησε να ξαναπαντρευτή και αφιερώθηκε στα παιδιά της. Ήταν απλή και αγράμματη, αλλά αυθόρμητη και δυναμική. Η πίστη της στον Θεό και η εμπιστοσύνη στην Παναγία ήταν βαθειά και πηγαία. Στην Κατοχή πέθανε και η κόρη της Ευμορφία. Έπαθε δηλητηρίαση από μπακιρένιο αγάνωτο σκεύος.
Κάποια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, ο κόσμος κατέβαινε στον κάμπο και μάζευε όσα σπυριά από αραβόσιτο εύρισκε στα θερισμένα χωράφια. Ήταν χρόνια δύσκολα και παντού υπήρχε πείνα και δυστυχία . Η Εύα πήγε κι αυτή να μαζέψη για να ταΐση τα πεινασμένα παιδάκια της. Το σούρουπο γύρισε με μισή οκά καλαμπόκι. Βράδιασε όταν έφτασε στην ανηφοριά της Βέροιας. Την έπιασε το παράπονο. Κοίταξε τον ουρανό και είπε στην Παναγία: «Είσαι και συ μητέρα. Για πες μου, τί θα ταΐσω τα παιδιά μου;». Κλαίγοντας συνέχισε τον δρόμο της και βλέπει στα πόδια της ένα αρνί σφαγμένο δέκα με δώδεκα κιλά. Πριν από την Εύα πέρασαν πολλοί άνθρωποι ,αλλά κανείς δεν το είδε . Φαίνεται πέρασε το κάρο της Νομαρχίας και έπεσε το σφαγμένο αρνί. Αλλά το θαυμαστό είναι ότι κανείς άλλος δεν το είδε. Η Παναγία έτσι οικονόμησε για να παρηγορήση την θλιμμένη χήρα Εύα και να ταΐση τα ορφανά της.
Είχαν φέρει μαζί τους από τον Πόντο μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Κάποια μέρα θύμωσε κάποιος στο σπίτι και έκλεισε την εικόνα στο ντουλάπι. Στο σπίτι ήταν η κόρη της Βέρα που ήταν μικρή , και η θεία της Δέσποινα. Άκουγε η Βέρα χτυπήματα, έβλεπε την ντουλάπα να κουνιέται και να πέφτουν πιάτα , και την φωνή της Παναγίας να λέη «άνοιξέ με». Η Βέρα από τον φόβο της έμεινε άλαλη. Όταν γύρισαν οι δικοί της και βρήκαν την μικρή άλαλη, δεν ήξεραν τί να κάνουν. Ο πατέρας της Δημήτριος ρώτησε τον Δεσπότη και του είπε να κάνουν Παρακλήσεις για ημέρες. Την τεσσαρακοστή ημέρα η Βέρα μίλησε.
Όταν ο γυιός της Γεώργιος σε ηλικία 50 χρονών έπαθε οξύ έμφραγμα και εισήχθη στο Νοσοκομείο , ενημερώθηκε η Εύα και κατανοώντας την κρισιμότητα της καταστάσεως του γυιού της πήγε στην εικόνα της Παναγίας και με πόνο της είπε: «Αν δεν φέρης το παιδί μου υγιές, άλλη φορά δε θα σε προσκυνήσω». Δύσκολη κουβέντα. Μίλησε η μητρική της πονεμένη καρδιά με απλότητα και η Παναγία την άκουσε. Ο γυιός της γύρισε υγιέστατος.
Άλλη φορά που αρρώστησε ο ίδιος από καρκίνο στον πνεύμονα, η Εύα προσευχήθηκε λέγοντας στην Παναγία: «Ό,τι ξέρεις, κάνε». Φαινόταν αλλοιωμένη. Ο γυιός της εγχειρίστηκε στο εξωτερικό , πήγε καλά η εγχείριση , αλλά σε μία εβδομάδα πέθανε από πνευμονικό οίδημα στο άλλο πνευμόνι. Δεν είπε τίποτε. Υπέμεινε αγόγγυστα , όπως είχε μάθει να υπομένη. Αλλά από τότε δεν ήθελε να ζήση άλλο για να μη δη τον θάνατο και άλλων παιδιών της.
Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό. Της είπε ο εγγονός της κάποτε ότι μπορεί να γίνει πόλεμος , και απάντησε: «Ας γίνη». Εκείνος απόρησε για την απάντησή της . «Θα μας πάρουν τα σπίτια», της είπε. «Ας τα πάρουν», απάντησε. «Βρε γιαγιά, θα μας σκοτώσουν». «Ας μας σκοτώσουν. Την ψυχή μας δεν μπορούν να μας την πάρουν, παιδί μου», απάντησε. Άλλη φιλοσοφία, άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως από την γιαγιά Εύα…
(συνεχίζεται)

Εικόνα

Από το βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
Β ΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2012
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
Μεταμόρφωση Χαλκιδικής



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ασκητές μέσα στον κόσμο

Δημοσίευσηαπό gkou » Παρ Μαρ 22, 2013 5:30 pm

Με τις νύφες και τα εγγόνια της , με όλους ήταν αγαπημένη. Πάντα συμβίβαζε και ειρήνευε τους παρεξηγημένους. Έγινε κάποτε ένας μεγάλος πειρασμός και κάποιος συγγενής της θύμωσε, φώναζε και ήθελε να σκοτώση αυτούς που τον αδίκησαν. Πήρε το όπλο στα χέρια του και τότε εμφανίστηκε η γιαγιά Εύα. Έπεσε στα πόδια του, τα φιλούσε κλαίγοντας και με λόγια στοργικά τον ηρέμησε και του πήρε το όπλο.
Εφέρετο ταπεινά σε όλους. Όταν την επισκέπτετο ο εγγονός της αυτή καθόταν στα πόδια του και τον νουθετούσε. Οι πρακτικές συμβουλές της έγιναν κανόνας ζωής και πολύ τον βοήθησαν. Έβγαιναν από την πείρα και τα παθήματά της και έχουν βάθος πνευματικό. Έλεγε:
- «Τον γέρο και το ανήμπορο μωρό να λυπάσαι».
- «Κι αν έχης νερό όσο η θάλασσα, να το χρησιμοποιής , όχι να το σπαταλάς».
- «Θάρθη μια μέρα που θα μαζεύετε τα ψίχουλα από το τραπέζι και δεν θα αρκούν για να χορτάσετε». Γι’ αυτό, συμβούλευε, όταν τρώνε , να σκουπίζουν με το ψωμί το πιάτο.
- «Κύριε Ιησού Χριστέ μου, στο όνομά Σου να μη ζω και βλέπω αυτήν την ημέρα. Και σεις να μη βλέπετε αυτή την ημέρα», έλεγε στα εγγόνια της.
- «Έναν κουβά αλάτι, ένα δοχείο λάδι και ένα τσουβάλι αλεύρι πάντα να έχετε στην άκρη».
- «Μη γεμίζης πολύ το πιάτο και ύστερα πετάς το φαγητό. Φάε λίγο και άμα πεινάς ακόμη, φάε ξανά».
- «Η πολυφαγία είναι κοπροφαγία».
- «Πρόσεξε, παιδί μου, τί θα σου πω, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου και θα θυμάσαι την γιαγιά σου: “Τα χρήματα και η ομορφιά είναι μουσαφίρηδες”(παροδικά).
- «Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην ξεστομίσης».
- «Μην περιγελάς κανέναν γιατί θάρθη στο κεφάλι σου, θα το πάθης».
- «Δεν είναι καλό να αναστενάζη ο άνθρωπος».
(Ο γογγυσμός είναι αμαρτία. )
- «Όπου πας να χτίζης σπίτια». ( Να κάνης δηλαδή καλές σχέσεις με τους ανθρώπους. )
- «Κακόν λόγον να μη λες σε άνθρωπο , ούτε μυστικό. Και τα δύο άνοιξε μία τρύπα στο χώμα, πες τα εκεί και θάψε τα».
- «Παιδί μου», έλεγε σε μία εγγονή της, «θα παντρευτής. Από τον πρόστυχον άντρα κάτι περισσεύει, απ’ τον χαρτοπαίκτη και τον μεθύστακα κάνεις υπομονή, από τον τεμπέλη δεν θα μείνη τίποτε για το σπίτι»
- «Να είσαι πάντα συγγενόπιστος» ( δηλαδή να αγαπάς και να τιμάς τους συγγενείς) .
Μέχρι την κοίμησή της βοηθούσε τα παιδιά και τα εγγόνια της. Όλη την ημέρα ήταν στο σπίτι του εγγονού της Δημητρίου. Μεγάλωσε τα παιδιά του. Αγαπούσε πολύ την γυναίκα του Σοφία και την συμβούλευε. Ταίριαζαν πολύ και μιλούσαν επί ώρες. Αλλά τη νύχτα πήγαινε στο δωμάτιό της , λέγοντας: «Ο γέρος και η γριά θέλουν τον τόπο τους, την ησυχία τους». Επειδή πέρασε στερήσεις ήταν πολύ οικονόμα. Παλαιά ρούχα δεν πετούσε. Αν δεν τα θεωρούσε κατάλληλα για να τα δώση για να φορεθούν , τα έκοβε λωρίδες και τα έκανε πατάκια-κουρελούδες. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.
Μια φορά ήρθε ο εγγονός της πεινασμένος και αυτή του έβαλε να φάη φακές. Δεν του άρεσε το φαγητό και η γιαγιά τα έβαλε στο φανάρι. Ζήτησε αργότερα πάλι φαγητό και του έβγαλε πάλι το πιάτο με τις φακές, αλλά δεν θέλησε και πάλι να τις φάη. Την Τρίτη φορά που ζήτησε , το έφαγε και η γιαγιά είπε την παροιμία: «Ο λύκος, παιδί μου, απ’ την πείνα του κρεμμύδια τρώει».
Η γιαγιά Εύα παρακαλούσε να πεθάνη χωρίς να κουράση κανέναν. Φοβόταν μην χάση τα λογικά της . Ρωτούσε τη νύφη της αν τα έχασε κι εκείνη την διαβεβαίωνε ότι είναι καλά.
Εκοιμήθη ήσυχα και ειρηνικά το έτος 1988 χωρίς να ταλαιπωρήση κανέναν. Ο Θεός κατά την δικαιοσύνη Του ας της ανταποδώση τον στέφανο της υπομονής και της καρτερίας για όσα υπέμεινε στην πολυβασανισμένη ζωή της. Αμήν.
Ο Δημήτρης, ο σύζυγός της , ήταν διαφορετικός χαρακτήρας και σε ανώτερη πνευματική κατάσταση από την Εύα. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα καταπιάστηκε με τα πάντα. Ήταν εργατικός και επιτήδειος σε όλα, «χρυσοχέρης». Έκανε μεταλλικές σόμπες χτιστές με πυρότουβλα. Επιδιώρθωνε διάφορες μηχανές . Απέκτησε επτά δικές του θεριζοαλωνιστικές . Έβγαζε πολλά χρήματα , αλλά το βράδυ που γύριζε στο σπίτι γύριζε με άδεια χέρια. Αμειβόταν πλουσιοπάροχα αλλά πλούσιος δεν έγινε ποτέ , λόγω των πολλών ελεημοσυνών που έκανε. Έλεγε με κάποιο παράπονο η Εύα ότι οι τσέπες του ήταν τρύπιες. Έδινε ελεημοσύνη σε όποιον του ζητούσε βοήθεια και όπου μάθαινε ότι υπήρχε ανάγκη. Πήγαινε τη νύχτα σε οικογένειες που είχαν χρέη , άφηνε έξω από την πόρτα τους τα χρήματα και έφευγε χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Έκανε πολλές δωρεές σε Εκκλησίες, πάντα κρυφά και αθόρυβα. Η καμπάνα στο Κωστοχώρι Βεροίας είναι δική του δωρεά. Έγραψαν επάνω της το όνομα του. Και η παλαιά Μητρόπολη Βεροίας είναι δικό του έργο.
Ως εργολάβος προτιμούσε να παίρνη φτωχούς , ανέργους, πολύτεκνους, στις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που ήταν πολλοί τέτοιοι την εποχή εκείνη.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ ευλαβής και αγαπούσε την προσευχή. Μαρτυρεί η Εύα: «Το βράδυ που γύριζε σπίτι, όταν οι άλλοι ξάπλωναν να κοιμηθούν, αυτός πήγαινε στο εικονοστάσι και μιλούσε με τις εικόνες. Τα μεσάνυχτα ξυπνούσε και προσευχόταν. Το πρωί πάλι προσευχόταν, πριν πάη στη δουλειά του». Έκανε φαίνεται τις ακολουθίες Εσπερινού, Αποδείπνου, Μεσονυκτικού και Όρθρου, γιατί ήξερε γράμματα. Μάλιστα του είχε δώσει ευλογία ο οικείος Επίσκοπος να εξηγή το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής σε αρρώστους και κατάκοιτους που τους επισκέπτετο αμέσως μετά την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε αρρώστησε. Δεν φυλάχθηκε και έπαθε υποτροπή. Το κρυολόγημα έφερε πνευμονία, χειροτέρεψε και έμεινε στο κρεββάτι. Απεφάσισε τότε να παντρέψη την κόρη του Βέρα, γιατί κατάλαβε ότι μάλλον θα πεθάνει. Για να παρευρίσκεται και αυτός στην χαρά της κόρης του πήρε ευλογία και έγινε ο γάμος στο σπίτι.
Κατάκοιτος όπως ήταν, πήρε τα στέφανα, τα ασπάστηκε, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, όπως μου είπες, έδινα σε όλους τους ανθρώπους. Σήμερα παντρεύω το παιδί μου και δεν έχω τίποτε να του δώσω». Αλλά αμέσως μετανόησε για αυτό που είπε, ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό και έκλαψε. Ύστερα είπε στην κόρη του: «Δεν έχω να σου δώσω τίποτε. Όμως ευχή σου δίνω, όπου και να πας ,το σπίτι σου να ξεχειλίζη από τα αγαθά του Θεού».
Και πράγματι, όπως βεβαιώνει η κόρη του, «ενώ περάσαμε Κατοχή, πείνα, εμφύλιο πόλεμο, εμάς δεν μας άγγιξε τίποτε. Η ευχή του πατέρα μου μας προστάτεψε. Ξεχείλιζε το σπίτι μου από τρόφιμα. Έδινα και πάλι περίσσευαν , ακόμη μέχρι και σήμερα».
Ο Δημήτρης με καθαρή, αναπαυμένη συνείδηση και προετοιμασμένος εκοιμήθη ειρηνικά το έτος 1938 σε ηλικία 43 ετών. Ύστερα από χρόνια όταν έγινε η ανακομιδή, τα οστά του είχαν το χρώμα του καθαρού κεριού και ευωδίαζαν, περισσότερο το δεξί του χέρι. Ακόμη και το χώμα του τάφου ευωδίαζε. Η ευωδία των λειψάνων του είναι σημείον ότι όχι μόνο σώθηκε ,αλλά ότι είναι κοντά στην αγιότητα.
Είχαν ευωδιάσει και τα οστά της μητέρας του Δημήτρη, της Ελένης. Ήταν μικρόσωμη, ταπεινή , ευλαβέστατη, αγράμματη τελείως, αλλά ποτέ δεν αντιμίλησε και δεν ψυχράνθηκε με τη νύφη της. Ό,τι της έλεγαν έκανε υπακοή.
Αιωνία τους η μνήμη. Αμήν.


Από το βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
Β ΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2012
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
Μεταμόρφωση Χαλκιδικής



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ασκητές μέσα στον κόσμο

Δημοσίευσηαπό gkou » Παρ Μάιος 10, 2013 11:27 am

ζ΄. Απόστολος Τσαλαπάτας

Ο Απόστολος Τσαλαπάτας του Ιωάννου και της Μαρίας γεννήθηκε το 1885 στο χωριό Αγναντερή Λαρίσης. Οι γονείς του απέκτησαν και μία κόρη, την Βασιλική. Ήταν φτωχοί και απλοί άνθρωποι, αλλά τίμιοι και πιστοί. Αυτήν την πίστη κληρονόμησαν και τα παιδιά τους, ιδιαίτερα ο Απόστολος. Έμεινε αγράμματος λόγω της ανέχειας των γονέων του, και ακολούθησε το επάγγελμά τους. Από μικρός έγινε βοσκός προβάτων. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε στην πνευματική του προκοπή. Ήταν απλός στους τρόπους, αθώος, αγνός και καθαρός στην ψυχή. Βόσκοντας τα πρόβατά του στην ησυχία, προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, νυμφεύθηκε την Ασημούλα από το χωριό Αρμένιο και απέκτησαν ένα γυιό και δύο θυγατέρες. Ζούσαν φτωχικά αλλά με αγάπη και ειρηνικά. Ο γυιός του εκοιμήθη σε ηλικία 10 ετών και υιοθέτησε άλλο αγοράκι, με την επιθυμία να αφήση διάδοχο για να μη χαθή το όνομά του, αλλά και αυτό πέθανε. Δεν ήταν θέλημα Θεού να αφήση διάδοχο για να διαιωνίση το όνομά του, αλλά άφησε ο ίδιος όνομα καλό συνοδευόμενο από οσμή ευωδίας πνευματικής. Εκοιμήθη και η σύζυγός του και ο Απόστολος έμεινε μόνος με τις δύο θυγατέρες του.
Μαρτυρεί ο Σαράντης Αξούγκας: «Ήμουν βοηθός του μπαρμπα-Αποστόλη Τσαλαπάτα στα πρόβατα. Ένα μεσημέρι που κοιμώμασταν μαζί με τα πρόβατα έξω από το προσκύνημα της Παναγίας στο Αρμένιο, ο Αποστόλης σηκώθηκε ξαφνικά, μάζεψε τα πρόβατα και έφυγε, ενώ εμένα με άφησε να κοιμάμαι. Ύστερα μου είπε ότι του εμφανίστηκε στον ύπνο η Παναγία. Του είπε να μαζέψη τα πρόβατα , να μην τα ξαναφέρη εκεί στο προσκύνημα, γιατί γεμίζουν κοπριές που τις πατάει ο κόσμος και έπειτα λερώνουν την Εκκλησία».
Ο Απόστολος με την μεγάλη του απλότητα και την ζωντανή πίστη του είδε και άλλη φορά την Παναγία η οποία του είπε να πάη να υπηρετή το προσκύνημά της , την Εκκλησία στο Αρμένιο. Μετά από επανειλημμένες εμφανίσεις της Παναγίας το ανακοίνωσε στις κόρες του, οι οποίες αντέδρασαν. Η μία που αντιδρούσε περισσότερο και ίσως δεν μιλούσε με τον απαιτούμενο σεβασμό για τον πατέρα της, είδε στον ύπνο της την Παναγία , η οποία την μάλωσε και της είπε να μην εμποδίση τον πατέρα της.
Έτσι, το έτος 1953 ανεχώρησε από το σπίτι του και αφιερώθηκε στο προσκύνημα της Παναγίας, στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής στο Αρμένιο, διακονώντας με αυταπάρνηση και ζώντας με κρυφή άσκηση. Φορούσε ράσα και σκούφο, είχε τα γένεια του και τα μαλλιά , αλλά δεν ήταν μοναχός. Περπατούσε χειμώνα-καλοκαίρι ξυπόλυτος, ακόμη και στα χιόνια, χωρίς να αρρωσταίνη. Τα μαλλιά του ήταν μακρυά και τα έδενε με σύρμα. Στους προσκυνητές κερνούσε νερό και καφέ, τους εφέρετο ταπεινά, με καλωσύνη και τους έδινε πνευματικές συμβουλές. Ανέφερε τις εμφανίσεις της Παναγίας στον ίδιο και έλεγε στα παιδιά του Γυμνασίου ότι η Παναγία του είπε ότι θα πεθάνη όταν ξεραθή η κορυφή από το κυπαρίσσι που ήταν εκεί στο προσκύνημα. Συνέχιζε να βλέπη κατά καιρούς την Παναγία και μερικές φορές τον άκουγαν να συνομιλή μαζί της μέσα στο ναό. Επειδή αδυνάτισε η όρασή του και δεν έβλεπε καλά, συχνά ρωτούσε άλλους να του πουν αν ξεράθηκε η κορυφή του κυπαρισσιού. Όταν του είπαν ότι άρχισε ξηραίνεται, πήγε και παρήγγειλε το φέρετρό του. Στην ερώτηση για ποιόν ήθελε το φέρετρο, απάντησε με φυσικότητα: «Για μένα. Σε λίγες μέρες θα πεθάνω».
Πράγματι σε λίγες μέρες ο Απόστολος αρρώστησε. Ο ανεψιός του Γιώργος Τσαλαπάτας από την Αγναντερή έμαθε από μία καλόγρια ότι ο Απόστολος πεθαίνει, και έτρεξε για να τον προλάβη. Ο Απόστολος μόλις είδε τον ανιψιό του του είπε: «Σου είπε η καλόγρια να ‘ρθης γιατί πεθαίνω; Η Παναγία μου είπε ότι αύριο στις 3 η ώρα θα μου δώσει το εισιτήριο».
Ήδη το φέρετρό του ήταν έτοιμο. Την άλλη ημέρα όταν πλησίαζε η ώρα 3μ.μ. χτύπησε πένθιμα την καμπάνα ο ίδιος, ύστερα πήγε στο ναό, γονάτισε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, σταύρωσε τα χέρια του και εκεί προσευχόμενος εκοιμήθη τον ύπνο των δικαίων. Η καθαρή του ψυχή πέταξε στα ουράνια.
Ετάφη δίπλα στο ναό της Παναγίας που αγαπούσε και με εντολή Της διακόνησε πιστά επί εικοσαετία, μέχρι το 1973. Οι προσκυνητές που τον γνώρισαν τον είχαν σε ευλάβεια και ήθελαν ο τάφος του να είναι εκεί στην Παναγία , όπως και έγινε, παρά τις αντιδράσεις από επίσημους φορείς.
Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.


Από το βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»
Β ΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2012
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
Μεταμόρφωση Χαλκιδικής



Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ασκητές μέσα στον κόσμο

Δημοσίευσηαπό gkou » Κυρ Σεπ 01, 2013 5:01 pm

Ο ευλογημένος Συμεών

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Νίκαια. Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλη το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο , έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, είμαι ο Συμεών. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου». Το βράδυ που τελείωνε την δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών.
Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα την δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζη και να καλησπερίζη τον Χριστό, ζητώντας την βοήθειά Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γήρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:
- Παππού, τόσες μέρες εδώ δεν ήρθε κανείς να σε δη. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο;
- Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί.
- Και τί σου λέει, παππού;
- «Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».
Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθη να δη τον Συμεών, μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
- Μήπως είναι φαντασία σου;
- Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
- Ήρθε και σήμερα;
- Ήρθε.
- Και τί σου είπε;
- Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωί -πρωί.
Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί πολύ ευλογημένου ανθρώπου. Την Τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δη τον Συμεών και να διαπιστώση αν θα πραγματοποιηθή η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι, εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου.
Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.


Πηγή: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Α΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2011
Ιερόν Ησυχαστήριον
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 22 και 0 επισκέπτες

cron