29 ΜΑΪΟΥ 1453 562 ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ
Η 29η Μαΐου είναι μια σημαδιακή μέρα. Η ημερομηνία αυτή αποτελεί ορόσημο για την ιστορία της Ελλάδος για έναν πολύ ειδικό λόγο. Η 29 Μαΐου αποτελεί την μέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Β'. Αυτή είναι η και η ημερομηνία θανάτου ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες του Βυζαντινού μέρους της Ιστορίας μας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' του Παλαιολόγου, του Μαρμαρωμένου Βασιλιά.
Σαν σήμερα τα στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β' κατέλαβαν την Πόλη μετά από πολιορκία δύο μηνών.
Πέρασαν 562 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453. Την ημέρα που ακούστηκε το "Εάλω η Πόλις" και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Από τότε αναφερόμαστε σε αυτήν την ημερομηνία με θρήνο και οδυρμό. Η άλωση της Πόλης κατέλαβε στη συνείδηση όλως των Ελλήνων την πιο κεντρική θέση σαν η μεγαλύτερη εθνική απώλεια.
Η Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453 είναι αποφράς ημέρα και όταν σήμερα επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη, την Πόλη όπως την αποκαλούμε εμείς οι Έλληνες, με αβάσταχτη μελαγχολία θυμόμαστε ότι «κάποτε ήταν δικά μας».
Στις 28 Μαΐου 1453, μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα... Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας…
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων…
Η Βασιλεύουσα θρηνούσε βλέποντας το τέλος να έρχεται.
«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. «Συγχώρεσέ με …και δώσε μου ανδρείο τέλος».
Πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, μεταλάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χρηστού, ζητώντας συγχώρεση.
«Σαν να μην ήθελε να ξημερώσει η μέρα»
Εκείνο το πρωί, σαν να μην ήθελε ο ήλιος να φανεί, σαν να φοβόταν ακόμα και η μέρα.
Κρήτες, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου
Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης. Χίλια παλικάρια απ’ όλη την Κρήτη με 5 πλοία αναχωρούν από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453, αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Θάνατος ή νίκη είναι γι’ αυτά ζήτημα τιμής. Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απ’ αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου. Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία. Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά: “... Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν... αλλ’ όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ’ επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τον?Σουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν...”
Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.
Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Τα πλοία που έφθασαν στην Κρήτη στις 29 Ιουνίου, ένα μήνα μετά την Άλωση, φέρνοντας το μαύρο μαντάτο και βυθίζοντας όλο το νησί στο πένθος.
Από τότε χρονολογείται το μαύρο κεφαλομάντηλο που φορούν οι κρητικοί. Η ιστορία διασώζει και τα ονόματα των τριών πλοιάρχων. Σγουρός, Υαλλινας και Φιλομήτης.
«Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ»
Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.
Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ»
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ’ Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος. Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε!
- Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο.
Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο.
-Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες!
Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν!
Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ - ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ - ΠΑΠΑΡΟΚΑΔΕΣ
Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια
σημαίνει κι η αγιά Σοφιά
Tο μέγα Mοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς
κάθε παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο Bασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ΄ την πολλή την ψαλμουδιά εσειώνταν οι κολώνες
Nα μπούνε στο Xερουβικό και νάβγει ο Bασιλέας
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ΄ Aρχαγγέλου στόμα.
Πάψατε το Xερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ΄ άγια
παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Mόν΄ στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ρθούν τρία καράβια
το ΄να να πάρει το σταυρό και τ΄ άλλο το Bαγγέλιο
το τρίτο το καλύτερο την άγια Tράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν...
Η Δέσποινα ταράχτηκε ,κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις,
γιατί πάλι με χρόνια με καιρούς
πάλι δικά μας θάναι.
ETHNIC - ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΚΙΝΤΖΗΣ
Ένα απ’ο τα ωραιότερα video clip κατά τη γνώμη μου.
Οπότε βλέπω τη σκηνή με το ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ που γονατίζει
και κάνει το σταυρό και ανοίγει η πύλη πραγματικά ανατριχίαζω.