8.Όγδοη δεκάδα (71-80)
οα΄. Ἡ τελεία ἀγάπη οὐ συνδιασχίζει τήν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ταῖς διαφόροις αὐτῶν γνώμαις· ἀλλ᾿ εἰς αὐτήν ἀεί ἀποβλεπομένη, πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾷ· τούς μέν σπουδαίους, ὡς φίλους· τούς δέ φαύλους, ὡς ἐχθρούς ἀγαπᾷ, εὐεργετοῦσα καί μακροθυμοῦσα, καί ὑπομένουσα τά παρ᾿ αὐτῶν ἐπαγόμενα· τό κακόν τό συνόλως μή λογιζομένη, ἀλλά καί πάσχουσα ὑπέρ αὐτῶν, εἰ καιρός καλέσειεν, ἵνα καί αὐτούς ποιήσῃ φίλους εἰ οἷόν τε· εἰ δέ μή, τῆς γε ἰδίας διαθέσεως οὐκ ἐκπίπτει, τούς τῆς ἀγάπης καρπούς ἀεί ἐξ ἴσου πρός πάντας ἀνθρώπους ἐνδεικνυμένη. Διό καί ὁ Κύριος ἡμῶν καί Θεός Ἰησοῦς, Χριστός, τήν αὐτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ἐνδειξάμενος, ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἔπαθεν, καί πᾶσιν ἐξ ἴσου τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἐχαρίσατο· εἰ καί ἕκαστος ἑαυτόν, εἴτε δόξης, εἴτε κολάσεως καθίστησιν ἄξιον.
οβ΄. Ὁ μή καταφρονῶν δόξης καί ἀτιμίας, πλούτου καί πενίας, ἡδονῆς τε καί λύπης, τελείαν ἀγάπην οὔπω ἐκτήσατο. Ἡ γάρ τελεία ἀγάπη οὐ μόνον τούτων καταφρονεῖ, ἀλλά καί αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς τε καί τοῦ θανάτου.
ογ΄. Ἄκουε τῶν καταξιωθέντων τῆς τελείας ἀγάπης, ποῖα λέγουσι· Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις; ἤ στενοχωρία; ἤ διωγμός; ἤ λιμός; ἤ γυμνότης; ἤ κίνδυνος; ἤ μάχαιρα; καθώς γέγραπται· Ὅτι ἕνεκα σοῦ θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν, διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γάρ, ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις (977) ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
οδ΄. Περί δέ τῆς εἰς τόν πλησίον ἀγάπης, ἄκουε πάλιν οἷα λέγουσιν· Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι καί τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· ὅτι λύπη μοί ἐστι πολλή, καί ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γάρ ἀνάθεμα εἶναι αὐτός ἐγώ ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατά σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, καί τά ἑξῆς. Ὡσαύτως καί ὁ Μωϋσῆς, καί οἱ λοιποί ἅγιοι [unus Reg. καί πάντες οἱ ἅγιοι].
οε΄. Ὁ μή καταφρονῶν δόξης καί ἡδονῆς, καί τῆς τούτων αὐξητικῆς, καί δι᾿ αὐτάς συνισταμένης, φιλαργυρίας, τάς τοῦ θυμοῦ προφάσεις ἐκκόπτειν οὐ δύναται. Ὁ δέ ταύτας μή ἐκόπτων, τῆς τελείας ἀγάπης τυχεῖν οὐ δύναται.
οστ΄. Ταπείνωσις καί κακοπάθεια, πάσης ἁμαρτίας ἐλευθεροῦσι τόν ἄνθρωπον· ἡ μέν, τά τῆς ψυχῆς· ἡ δέ, τά τοῦ σώματος περικόπτουσα πάθη. Τοῦτο γάρ ποιῶν καί ὁ μακάριος φαίνεται Δαβίδ, ἐν οἷς εὔχεται πρός τόν Θεόν, λέγων· Ἰδέ τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου, καί ἄφες πάσας τάς ἁμαρτίας μου.
οζ΄. Διά μέν τῶν ἐντολῶν ὁ Κύριος, ἀπαθεῖς τούς ἐργαζομένους αὐτάς ἀποτελεῖ· διά δέ τῶν θείων δογμάτων, τόν φωτισμόν τῆς γνώσεως αὐτοῖς χαρίζεται.
οη΄. Πάντα τά δόγματα, ἤ περί Θεοῦ εἰσιν, ἤ περί ὁρατῶν καί ἀοράτων, ἤ περί τῆς ἐν αὐτοῖς προνοίας καί κρίσεως.
οθ΄. Ἡ μέν ἐλεημοσύνη, τό θυμικόν μέρος τῆς ψυχῆς θεραπεύει· ἡ δέ νηστεία, τήν μέν ἐπιθυμίαν μαραίνει· ἡ δέ προσευχή, τόν νοῦν καθαίρει, καί πρός τήν τῶν ὄντων θεωρίαν παρασκευάζει. Πρός γάρ τάς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καί τάς ἐντολάς ὁ Κύριος ἡμῖν ἐχαρίσατο.
π΄. Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, φησίν, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί τά ἑξῆς. Ἡ μέν πραότης, ἀτάραχον τόν θυμόν διαφυλάττει· ἡ δέ ταπείνωσις, τύφου καί κενοδοξίας τόν νοῦν ἐλευθεροῖ.
71. Η τέλεια αγάπη δεν συγχέει τη μία φύση των ανθρώπων (την ανθρώπινη φύση), με τις αλλαγές στη συμπεριφορά τους, αλλ’ αποβλέποντας πάντα σ’ αυτή, αγαπά όλους τους ανθρώπους εξ ίσου, εκείνους που ενεργούν σωστά σαν φίλους κι εκείνους που κάνουν σφάλματα σαν εχθρούς τους αγαπά, και αντιμετωπίζει με ευεργεσίες και μακροθυμία και υπομονή όσα πράττουν, χωρίς να σκέπτεται άσχημα γι αυτούς, αλλά πονά γι αυτούς, ελπίζοντας να έρθει ο καιρός, για να τους κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δε συμβεί δεν ξεφεύγει απ’ τη διάθεση αυτή, αλλά πάντοτε προσφέρει σ’ όλους τους ανθρώπους τους καρπούς της αγάπης. Γι αυτό και ο Κύριος μας και Θεός, Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη του σε μας, έπαθε για όλη την ανθρωπότητα και σ΄ όλους εξ ίσου χάρισε την ελπίδα της αναστάσεως, ακόμα κι αν ο καθένας τον εαυτό του τον καταστήσει άξιο είτε της δόξας του Θεού, είτε της αιώνιας καταδίκης.
72. Όποιος δεν περιφρονήσει, την δόξα και την ατίμωση, τον πλούτο και τη φτώχια, την απόλαυση και τη στενοχώρια, δεν έχει αποκτήσει την τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν περιφρονεί μόνο αυτά, αλλ’ ακόμη και την πρόσκαιρη αυτή ζωή και τον θάνατο.
73. Άκουσε τι λένε όσοι καταξιώθηκαν με την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας απομακρύνει από την αγάπη του Χριστού; Η Θλίψη; Η στενοχώρια; Οι διώξεις; Η πείνα; Η γύμνια; Ο κίνδυνος; Το μαχαίρι;» Όπως είναι γραμμένο: Για χάρη σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα, λογιστήκαμε σαν τα πρόβατα για τη σφαγή. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά εμείς όλα τα υπερνικούμε, με τη βοήθεια Αυτού που μας αγάπησε. Γιατί έχω πεισθεί ότι ούτε ο θάνατος, ούτε η ζωή, ούτε οι άγγελοι, ούτε οι αρχές, ούτε οι δυνάμεις, ούτε αυτά που υπάρχουν, ούτε τα μέλλοντα, ούτε τα πάνω, ούτε τα κάτω, ούτε κάποια άλλη κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, μέσω του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας».
74. Και για την αγάπη προς τον πλησίον άκουσε πάλι τι λένε: «Σας λέω την αλήθεια μπροστά στο Χριστό, δεν σας λέω ψέματα, και σ’ αυτό συμμαρτυρεί και η συνείδησή μου με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ότι η λύπη μου είναι μεγάλη και συνεχής ο πόνος μέσα στην καρδιά μου. Γιατί προσευχόμουν να καταδικαστώ εγώ από το Χριστό αντί για τους αδελφούς μου και τους συγγενείς μου κατά σάρκα, που είναι Ισραηλίτες», κ.λ.π.. Το ίδιο έλεγαν και ο Μωυσής και όλοι οι άγιοι.
75. Όποιος δεν περιφρονήσει τη δόξα και τις απολαύσεις και τη δίψα ν’ αποκτήσει περισσότερα χρήματα, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους, δεν μπορεί ν΄ αποφύγει τις προφάσεις για ν’ ανησυχεί. Επομένως, όποιος δεν μπορεί να ξεκόψει απ΄ αυτές, (τη δόξα και τις απολαύσεις) δεν μπορεί ν΄ αποκτήσει την τέλεια αγάπη.
76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια απελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, κόβοντας η πρώτη της ψυχής και η δεύτερη του σώματος τα πάθη. Γιατί με τον τρόπο αυτό αγωνίζεται και ο μακάριος Δαβίδ, ώστε να μπορεί να προσεύχεται στο Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και την κακοπάθειά μου και συγχώρησέ μου όλες τις αμαρτίες μου».
77. Με τις εντολές του ο Κύριος χορηγεί την απαλλαγή από τα πάθη σ’ αυτούς που τις εφαρμόζουν και με τα θεία δόγματα χαρίζει σ’ αυτούς το φωτισμό της γνώσεως.
78. Όλα τα δόγματα είναι ή για το Θεό ή για τα ορατά και τα αόρατα ή για τη μέριμνα και την κρίση (του Θεού) μέσω αυτών.
79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής, η νηστεία μαραίνει την επιθυμία και η προσευχή καθαρίζει τον νου και τον προετοιμάζει για τη θεωρία των όντων (τον τρόπο και το σκοπό της δημιουργίας των πάντων). Γιατί για την ενδυνάμωση των χαρισμάτων της ψυχής μας χάρισε και τις εντολές ο Κύριος.
80. «Μάθετε από μένα», λέγει, «γιατί εγώ είμαι πράος και ταπεινός στην καρδία», κ.λ.π.. Η πραότητα προφυλάσσει από την ταραχή, που προκαλεί η οργή, και η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την έπαρση και τη ματαιοδοξία.