Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τρί Αύγ 28, 2012 7:35 pm
Μάνο, διαβάζεις αποσπασματικά τις απαντήσεις μου και αγνοείς την ουσία τους. Αφού, λοιπόν, δεν μπορώ έτσι να σε πείσω, διάβασε την παρακάτω ιστορία μήπως σε βοηθήσει να καταλάβεις.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ» του Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου
Ένας ασκητής, βλέποντας την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, προσευχόταν στον Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που οι δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται. Ενώ προσευχόταν ο ασκητής, άκουσε μια φωνή που του έλεγε :
-Μη ζητάς εκείνα που δεν φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ' ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο Γέροντας όταν τα άκουσε όλα αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο και έφτασε σε ένα λιβάδι, που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν και μια βρύση κι ένα γέρικο δένδρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος, πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους, αλλά χωρίς να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα. Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο και έφυγε, χωρίς να αντιληφθεί τίποτε για τα φλουριά. Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσα από τα χωράφια. Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει. Την ώρα που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο πρόσωπο από οργή και όρμησε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτε και έφυγε λυπημένος.
Ο Γέροντας εκείνος, τα έβλεπε όλα αυτά μέσα από την κουφάλα. Λυπόταν πολύ και έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο έλεγε :
-Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισέ μου σε παρακαλώ πώς υπομένει η αγαθότητά Σου τέτοια αδικία! Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε και άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε :
-Μη λυπάσαι γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά από αυτά που συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση και άλλα κατ’ οικονομία. Άκουσε λοιπόν : αυτός που έχασε τα φλουριά, είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε τον Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι' αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του έδωσε τα διπλά. Εκείνος πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτε και όμως φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του έκανε έργα χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρέσει και συνήθιζε να λέει :
-Θεέ μου, τέτοιον θάνατο που έδωσα, ίδιον να μου δώσεις!
Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή που εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, που όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι και επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο, όπως Του το είχε ζητήσει, και τον πήρε κοντά Του, χαρίζοντάς του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι' αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά και έκανε τον φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία του και τη φιλαργυρία του. Τον άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση βλέπεις να ήταν άδικος, ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι' αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες. Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού, για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας : «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου» (Ψαλμ ΡΙΗ, 137).
________________
Επιμένεις να ερμηνεύεις εντελώς επιφανειακά την Αγία Γραφή, απομονώνοντας, μόνο αυτό που εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία σου και αγνοώντας την ουσία του Ευαγγελίου.
Ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε από τον πλούσιο νέο για το πως μπορεί κάποιος να σωθεί, ήξερε ως καρδιογνώστης, ότι το μόνο πρόβλημα που εμπόδιζε τον συγκεκριμένο άνθρωπο να σωθεί ήταν η υπερβολική αγάπη του για το χρήμα. Τόσο πολύ αγαπούσε το χρήμα, ώστε το έβαζε πάνω από την αγάπη του για τους συνανθρώπους του, αλλά ακόμη και πάνω από την αγάπη του στο Θεό και την επιθυμία του να ζήσει μαζί Του στον Παράδεισο. Έτσι αφού του επανέλαβε τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου, που ήξερε ότι ήδη τις τηρούσε, χτύπησε την ευαίσθητη χορδή του, δηλαδή την αιτία, που τον εμπόδιζε να πλησιάσει το Θεό. Η προτροπή αυτή, να μοιράσει τα πλούτη του για να μπορέσει να Τον ακολουθήσει, αφορούσε τον συγκεκριμένο άνθρωπο και δεν είναι γενική. Την είπε στο συγκεκριμένο άνθρωπο επειδή ακριβώς τα πλούτη του τον εμπόδιζαν να Τον ακολουθήσει. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δηλαδή αν ο νεανίας διαχειριζόταν τα πλούτη του σωστά, δε θα χρειαζόταν να του δώσει τη συγκεκριμένη λύση.
Ο Θεός κάθε φορά βλέπει στον κάθε άνθρωπο, τι είναι αυτό που δεσμεύει και τον εμποδίζει να Τον πλησιάσει, κι εκείνο ακριβώς του ζητά να βάλει στην άκρη. Όχι επειδή σε γενικές γραμμές είναι αμαρτία, αλλά επειδή η διαστροφή του το έχει κάνει αμαρτία.
Παράδειγμα, η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς δεν είναι αμαρτία, αντίθετα είναι μέσα στα πλαίσια της γενικότερης εντολής της αγάπης κι αναφέρεται ρητά στις 10 εντολές. Η υπερβολική αγάπη όμως προς τους γονείς, η έμμεση ειδωλοποίηση τους, είναι αμαρτία κι εμποδίζει τον άνθρωπο να πλησιάσει στο Θεό. Πιθανότατα, αυτό συνέβαινε μ' εκείνο τον άνθρωπο, που ο Χριστός του είπε να μην πάει να θάψει τον πατέρα του, και δεν είχε σχέση με τα κληρονομικά.
Ο Χριστός δεν μας ζητά ν' απαρνηθούμε τα εγκόσμια, αλλά να κάνουμε σωστή χρήση τους. Δεν μας ζητά ν' αρνηθούμε τις απολαύσεις, αλλά να τις αναφέρουμε σ' Εκείνον που μας τις χάρισε. Δε μας ζητά να πάψουμε να είμαστε άνθρωποι, αλλά να είμαστε εικόνες Θεού, όπως μας έπλασε, κι όχι χώμα, όπως καταντήσαμε.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.