Ένας από τους σκοπούς του Γάμου είναι και η ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και η ηδονή.του Νίκου ΜπουγάτσουΟ ΓΑΜΟΣΕάν ο άνθρωπος είναι το σύνθετο ον στον κόσμο, ως διφυής, αποτελούμενος δηλαδή από σώμα (υλικό) θνητό και από ψυχή (πνευματική) αθάνατη, τότε ο γάμος1 είναι η πιο σύνθετη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων διαφορετικού φύλου2. Αφού ο άνθρωπος αποτελείται από υλικό σώμα, με τη μελέτη του οποίου ασχολείται η φυσιολογία3, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν την επιστήμη, γιατί η φυσιολογία μελετά κάποια μορφή των συζυγικών σχέσεων. Κατ' αναλογία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ψυχολογία4. Γιατί η πλήρης εξέταση ενός θέματος της Ηθικής (όπως ο γάμος) προϋποθέτει την τέλεια γνώση της φυσιολογίας και της ψυχολογίας πάνω σ' αυτό το θέμα. Για να γνωρίσουμε δηλαδή τέλεια, κατά το ανθρωπίνως δυνατό, το θέλημα του Θεού, θα πρέπει να εξετάσουμε και τη θέλησή Του διά μέσου των νόμων της φύσης, που Αυτός ο ίδιος όρισε· της φύσης δηλαδή της υλικής που εξετάζει η φυσιολογία, και της πνευματικής που εξετάζει η ψυχολογία5. Ο γάμος επομένως για να είναι κατά Χριστόν θα πρέπει να είναι 1) κατά φύση καί 2) κατά την αποκεκαλυμμένη διδασκαλία του Θεού.
1) Έννοια του γάμουΜε τη λέξη γάμος εννοούμε μια ένωση άνδρα και γυναίκας. Αλλά ποιας φύσης ένωση; Σωματική (υλική), ψυχική (συναισθηματική), ηθική, θρησκευτική, ή νομική και περιουσιακή; Μια απ' αυτές, περισσότερες από μια, ή όλες ταυτόχρονα; Από τη χρήση ή τον τονισμό μιας μορφής της ένωσης των συζύγων προέκυψαν διάφορες αντιλήψεις για την έννοια του γάμου. Η λέξη βεβαίως «γάμος» χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως (ανάλογα και το ρήμα γαμέω-ώ6). Γάμος ονομάζεται: 1) Η τελετή της ένωσης των συζύγων: προετοιμασία, πολιτική ή θρησκευτική τελετή (Μυστήριο του γάμου) και το συμπόσιο και η διασκέδαση που επακολουθεί. - 2) Η κατάσταση του εγγάμου βίου ή η οικογενειακή ή «κοσμική ζωή». -3) Ο νομικός ή κοινωνικός δεσμός της συζυγίας. - 4) Η πράξη της συνουσίας (η φυσική-σωματική ένωση άνδρα και γυναίκας) και μερικές φορές καταχρηστικώς ή κατά συνεκδοχή, η παιδεραστία (ή η συνουσία των ομοφύλων).
Φρονώ όμως ότι η πλήρης έννοια του γάμου περιλαμβάνει το σύνολο των ατομικών και κοινωνικών ψυχοσωματικών σχέσεων των ετεροφύλων συζύγων, που δημιουργούνται, αναπτύσσονται και εξυπηρετούνται με την από το Θεό ευλογημένη ισόβια επικοινωνία του άνδρα και της γυναίκας7.
Ορισμό του γάμου δίνουν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας8 περιστασιακά και με διάφορες εκφράσεις. Ο Μ. Βασίλειος π.χ. δίνει αρνητικό και ατελή ορισμό9 και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός θετικό και ατελή10. Ο Χρυσόστομος δίνει ορισμό του γάμου πληρέστερο, αλλά ορίζει, νομίζω, κυρίως τη σύσταση του θεσμού του γάμου11. Οι θεολόγοι δίνουν ποικίλους ορισμούς του γάμου12.Οι νομικοί τονίζουν κυρίως τη σύσταση του γάμου13. Κλασσικός όμως για τους νομικούς είναι ο ορισμός του γάμου που διετύπωσε ο Μοδεστίνος: «Γάμος καλείται ένωσις ανδρός και γυναικός, συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία»14. Ο Μοδεστίνος, Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος του 3ου μ.Χ. αιώνα, μαθητής του Ουλπιανού, επηρεάσθηκε από το χριστιανικό πνεύμα και διετύπωσε τον ορισμό του. Συγκεκριμένα: Γνώριζε τα συγγράμματα του Κλήμεντος του Αλεξανδρινού και χρησιμοποίησε μάλιστα την έκφρασή του «εις βοήθειαν του βίου παντός», αντικατέστησε το «εις βοήθειαν» με το νομικό όρο των Ρωμαίων cοnsοrtium (κοινωνία μεταξύ συζύγων- συγκλήρωση). Τον ορισμό αυτό του γάμου τον χρησιμοποίησαν και Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι και κοινωνιολόγοι, γιατί υποστηρίζουν πως εκφράζει και τη χριστιανική περί γάμου γενικά αντίληψη. Για τον Ορθόδοξο όμως θεολόγο14α ο ορισμός του γάμου δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί πριν ευρεθεί ο σκοπός του γάμου. Γιατί 1) ο «σκοπός» πάντοτε είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο για κάθε ορισμό, επομένως και για τον ορισμό του γάμου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, καθώς είδαμε στον Πρόλογο, προϋποθέτει τη γνώση του σκοπού κάθε θεσμού για την πλήρη κατανόηση κι αυτής της Αγ. Γραφής15. - 2) Ο ορισμός του Μοδεστίνου έχει κυρίως κοσμική χροιά, γι' αυτό και ικανοποιεί ή είναι αποδεκτός μόνο απ' τους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους με τη νομικιστική τους νοοτροπία.
....
4) Γενετήσια ορμή και ηδονήΗ γενετήσια ορμή51 αποτελεί προϋπόθεση της έγγαμης ζωής. Ορμή είναι τάση της ψυχής του ανθρώπου προς ενέργεια και δράση που κατευθύνεται προς στόχο ασαφώς καθορισμένο (δηλ. μη σαφώς συνειδητό) και συνοδεύεται από ισχυρά συναισθήματα. Η ορμή εκδηλώνεται αρνητικά μεν σαν τάση προς απομάκρυνση από κάθε κατάσταση που εμποδiζει τη δράση της θετικά δε σαν τάση προς καλλιέργεια και προαγωγή κάθε κατάστασης που ευνοεί τη δράση της. «Η ορμή άρχεται διά λύπης, πληρούται δι' ηδονής και παύεται επί πολύ ή ολίγον διάστημα, ίνα πάλιν επαναλάβη τον δρόμον της»52. Η ηδονή είναι ευάρεστο συναίσθημα που το προκαλεί μια ευχάριστη απόλαυση. Οι ηδονές προέρχονται από υλικές απολαύσεις, είναι δηλαδή κυρίως σωματικές-σαρκικές. H λέξη ηδονή χρησιμοποιείται για να εκφράσει και τις πνευματικές απολαύσεις έχουμε δηλαδή κατ' επέκταση της εννοίας και ψυχικές και πνευματικές ηδονές53. «Παρά τοις ανθρώποις υποχωρεί η ορμή προϊούσης της ηλικίας και επικρατούντος του λογικού, αλλά δεν εκλείπει τελείως»54. «Διαφέρει δε εν μέρει εις τα φύλα»55, αλλά και στα άτομα κατά την ένταση. Δύο είναι οι κύριες βιολογικές ορμές, η προς συντήρηση και η γενετήσια.
Γενετήσια ορμή είναι η ορμή «η επιζητούσα την σύζευξιν μετά του άλλου φύλου»56, που εμφανίζεται για πρώτη φορά κυρίως κατά την εφηβική ηλικία57. Η πλήρωση της γενετήσιας ορμής δίνει κατά τη φυσιολογία «τον μέγιστον βαθμόν ηδονής»58. Η γενετήσια ορμή δεν είναι απλώς μέσο υλικής απόλαυσης, αλλά και «μέσον εκδηλώσεως του ψυχικού άμα και πνευματικού εκείνου δεσμού, ο οποίος καλείται αγάπη»59. Και έτσι ο αληθινός έρωτας ωθεί τον άνθρωπο προς ηθική πρόοδο και πνευματική καλλιέργεια60.
Από ηθική έποψη η απόλαυση της υλικής φύσης γενικά επιτρέπεται, γιατί «παν κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον· αγιάζεται γαρ διά λόγου Θεού και εντεύξεως»61). Kαι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως «ο Θεός φύτεψε μέσα στις λύπες την ηδονή και τη χαρά»62). Η άμετρη βέβαια χρήση των ηδονών υποδουλώνει τον άνθρωπο στην ύλη. Αυτήν αποκρούει όχι μόνο η Χριστιανική Ηθική (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά και ο εισηγητής της ηδονιστικής ηθικής θεωρίας, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αρίστιππος ο Κυρηναίος, που δίδαξε πως «το κρατείν και μη ηττάσθαι ηδονών άριστον, ου το μή χρήσθαι»63.
Η Χριστιανική Ηθική όχι μόνο δεν αγνοεί όσα διδάσκει η φυσιολογία και η ψυχολογία, που παραπάνω εκθέσαμε, σχετικά με τη γενετήσια ορμή και τις συνέπειές της, αλλά μερικές φορές διδάσκει τα ίδια ως θέλημα Θεού. Η μεν Aγία Γραφή ρητά αναφέρει ότι ο Θεός «ήγαγεν αυτήν (τη γυναίκα) προς τον Αδάμ»64 και συνιστά: «Συνευφραίνου μετά της γυναικός σου»65. (Πρβλ. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως Άδης ζήλος»66 και «παν κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον»67).
Οι δε Πατέρες αναπτύσσοντας το θέλημα του Θεού περιγράφουν τη γενετήσια ορμή, που δόθηκε απ' το Θεό, και τις συνέπειές της. Ο Βασίλειος Αγκύρας, που ήταν και γιατρός, μιλώντας προς τις παρθένες (μοναχές) συστηματικά εκθέτει τα περί της γενετήσιας ορμής και λέει: «Ας εξετάσουμε αν θές, απ' την αρχή, τι διαφορές έχουν από φυσικού τους τ' αρσενικό και το θηλυκό, για να καταλάβουμε και ξεχωρίσουμε τέλεια το σκοπό της παρθενίας, που παρουσιάστηκε... Κόβοντας (ο Θεός) σε δυο, αρσενικό και θηλυκό, απ' το λογικό ζώο (τον άνθρωπο) μέχρι όλα τα είδη των αλόγων ζώων, τα κατεργάστηκε έτσι ώστε το θηλυκό να είναι ένα κομμάτι απ' το αρσενικό. Έβαλε λοιπόν έναν απερίγραπτο «οίστρο» (μανιώδες πάθος) για να περιπλέξει (συμπλέξει) το καθένα απ' τα δυο μέρη προς το άλλο... Δεν έβαλε (ο Θεός) μόνο αυτή την περιπλοκή μεταξύ τους, με τον τρόπο που είπαμε, κάνοντάς την ευχάριστη (γλυκειά) σωματικά, αλλά και για τη δημιουργία απογόνων με τη συμπλοκή (αυτή των σωμάτων), όπου ο έρωτας (στο μυστήριο αυτό) είναι δαδούχος, πολύ φίλτρο βαθειά και πυκνά φύτεψε (και στους δυο)... Θέλοντας (όμως) ο Δημιουργός να βοηθήσει το αδύνατο μέρος (το θηλυκό) να αμυνθεί προς το αρσενικό, μαγεύει τ' αρσενικό για να ενωθεί μαζί του, όχι μόνο για ν' αποκτήσει παιδιά, αλλά και γι' αυτόν, το μανιώδη πόθο (οίστρο) της σωματικής επικοινωνίας (μείξεως)». («Άνωθεν ως έχει φύσεως το θήλυ προς το άρρεν, ει βούλει, επισκεψώμεθα, ίνα και τον της παρθενίας σκοπόν ευκρινώς αναφανέντα κατίδωμεν... Εις άρρεν τε και θήλυ, από του λογικού ζώου έως παν είδος αλόγου, τεμών, και το θήλυ τμήμα του άρρενος εργασάμενος, οίστρον μεν εκάστω τμήματι της προς άλληλα συμπλοκής άρρητον τη φύσει ενέθηκε... Ου την προς άλληλα συμπλοκήν μόνον, διά των προειρημένων τρόπων, ηδείαν τοις σώμασιν αυτών εργασάμενος, αλλά και προς το εκ της συμπλοκής ταις του έρωτος λαμπάσι δαδουχούμενον γένος, πολύ το φίλτρον εγκατασπείρας... Tω ασθενεστέρω ζώω (τω θήλει) του Δημιουργού βοηθήσαι θελήσαντος, ίνα τη ενούση αυτώ ηδονή μαγγανεύον το άρρεν, ου διά την παιδοποιΐαν μόνον, αλλά δι' αυτόν τον της μείξεως οίστρον, υπερμαχούν αυτώ έχη το άρρεν...»68). Ο Μεθόδιος αναφέρει, όπως και η ψυχολογία, ότι υπάρχουν σωματικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων ως προς την άσκηση της γενετήσιας ζωής69. Kαι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Για τη γυναίκα δεν υπάρχει πολυτιμότερο απ' τον άνδρα της, ούτε για τον άνδρα πιο περιπόθητος άνθρωπος απ' τη γυναίκα του. Η συμφωνία της γυναίκας με τον άνδρα, αυτό είναι που οργανώνει (συγκροτεί, γυμνάζει) τη ζωή όλων μας. Τούτο συγκροτεί όλο τον κόσμο». Kαι «δεν υπάρχει τόση οικειότητα μεταξύ δύο ανδρών, όση οικειότητα υπάρχει μεταξύ της γυναίκας με τον άνδρα, αν είναι (βέβαια) όπως πρέπει παντρεμένοι... Πραγματικά η αγάπη αυτή (η συζυγική) έχει απόλυτη εξουσία, απολυτότερη από κάθε άλλη. Γιατί οι μεν άλλες (αγάπες, επιδράσεις, σύνδεσμοι) έχουν κάποια δύναμη επιβολής, ενώ αυτή (η συζυγική αγάπη) είναι και (απόλυτα) δυνατή και αμετάβλητη (αμάραντη). Γιατί υπάρχει μέσα μας και φωλιάζει στην ψυχή μας και ασυναίσθητα (λανθανόντως, υποσυνείδητα) συμπλέκει αυτά τα σώματά μας (του άνδρα και της γυναίκας)... Τίποτ' άλλο δεν οργανώνει (συγκροτεί, επηρεάζει) η ζωή μας, όσον ο έρωτας του άνδρα προς τη γυναίκa». («Μηδέν έστω γυναικί ανδρός τιμιώτερον, μηδέν ανδρί γυναικός ποθεινότερον. Τούτο πάντων ημών συγκροτεί την ζωήν, το ομονοείν γυναίκα προς άνδρα. Τούτο συνέχει τον κόσμον άπαντα». Και «ουκ έστιν ανδρός προς άνδρα τοσαύτη οικειότης, όση γυναικός προς άνδρα, αν η τις, ως χρη, συνεζευγμένος... Όντως πάσης τυραννίδος αύτη η αγάπη τυραννικωτέρα. Αι μεν γαρ άλλαι σφοδραί, αύτη δε η επιθυμία έχει και το σφοδρόν και το αμάραντον. Ένεστι γαρ τις έρως εμφωλεύων τη φύσει, και λανθάνων ημάς συμπλέκει ταύτα τα σώματα... Ουδέν ούτως ημών συγκροτεί τον βίον ως έρως ανδρός και γυναικός»70). Ο Μ. Αθανάσιος λέγει πως επιτρέπεται η χρήση των γενετησίων οργάνων, αφού δόθηκαν από το Θεό71.
Με την ηδονή ασχολούνται οι Πατέρες της Εκκλησίας και διδάσκουν τα ακόλουθα: Ο Βασίλειος Αγκύρας εκτός από όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, λέει ότι «επακολούθημα του κατά τον γάμον αναγκαίου, η εκ της μείξεως ηδονή»72. Kαι ο Αμφιλόχιος Ικονίου λέει πως ο Θεός «τω μεν ανθρώπω (άνδρα) ηδονήν ενέσπειρε· το δε θήλυ θωπευτικόν εποίησεν»73. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σε ειδικό κεφάλαιο περί ηδονών κατατάσσει αυτές σε διάφορες ομάδες: 1) Ψυχικές ηδονές, 2) Σωματικές ηδονές: α) φυσικές (αναγκαίες ή μη αναγκαίες) και β) μήτε φυσικές (και μήτε αναγκαίες). Την ηδονή της αυτοσυντήρησης τη χαρακτηρίζει ως φυσική και αναγκαία, τη γενετήσια ορμή, ως φυσική αλλά μη αναγκαία, τη «λαγνεία» ούτε φυσική ούτε αναγκαία. Και προσθέτει: «Αυτός που ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρέπει να επιδιώκει τις αναγκαίες συνάμα και φυσικές ηδονές, να βάλει σε δεύτερη μοίρα τις φυσικές και μη αναγκαίες, γινόμενες στον καιρό και με τον τρόπο που αρμόζουν, ενώ τις άλλες είναι ανάγκη οπωσδήποτε να τις αποφεύγει...»74. Ο Μ. Βασίλειος στα «Ασκητικά» του δίνει ως ορισμό της ηδονής τα εξής: «Η ηδονή εστί το μέγα του κακού δέλεαρ, δι'ην ευέμπτωτοι (εύκολα πέφτουν) μάλιστα προς αμαρτίαν εσμέν οι άνθρωποι· υφ' ης πάσα ψυχή ως υπ' αγκίστρου προς τον θάνατον έλκεται»75. Για τη χρήση της ηδονής οι μεν «Διδαχές των Αποστόλων» κατακρίνουν την άμετρη ηδονή76, ο δε Βασίλειος Αγκύρας λέγει πως «μη πάθος ηδονής προκαταλάβη (να μη επιβληθεί) του νόμου της χρείας (της φυσικής ορμής)»77). Kαι ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός σαφέστερα εκφράζεται λέγοντας πως ο αληθινός Χριστιανός «εσθίει και πίνει και γαμεί ου προηγουμένως (απ' τη φυσική ορμή), αλλά αναγκαίως (όταν δεν μπορεί ν' ανθέξει άλλο)»78. Χαρακτηριστικό θεωρώ το ρεαλισμό της χριστιανικής σκέψης του Ιγνατίου Αντιοχείας, που μιλώντας για ένα ζευγάρι Χριστιανών λέγει: ο οίκος τους «εύχομαι ηδράσθαι (να βασισθεί πάνω σε) πίστει και αγάπη σαρκική τε και πνευματική»79. Θεωρώ ότι η έκφραση αυτή του Ιγνατίου, αριστοτεχνική στην μορφή της, δίνει το γενικό διάγραμμα των σχέσεων των Χριστιανών συζύγων. Πάντως με το Μυστήριο του γάμου δεν ευλογείται ειδικά η σεξουαλική σχέση των συζύγων79α, αλλά ολόκληρος ο βίος, που βέβαια ένα σημείο των συζυγικών σχέσεων είναι η ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής τους.
....
Πηγή: Νίκος Μπουγάτσος :
"Η Ορθόδοξη Θεολογία για το σκοπό του Γάμου", Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 1989.