Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Θεολογικοί, φιλοσοφικοί και διάφοροι άλλοι προβληματισμοί, πάντοτε όμως με Ορθόδοξο υπόβαθρο.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Παρ Σεπ 09, 2016 12:10 am

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εικόνα

Ορισμός εκκλησίας.
Στη χριστιανική θρησκεία εκκλησία είναι το σύνολο των ανθρώπων που πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος σωτήρας και λυτρωτής τους, που εξαγιάζονται με τα Μυστήρια και το λόγο Του και καθοδηγούνται από τους ποιμένες που Εκείνος όρισε. Την εκκλησία ίδρυσε ο ίδιος ο Χριστός και την εξαγίασε με το αίμα του. Γενέθλια ημέρα της είναι η Πεντηκοστή, κατά την οποία έγινε η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους αποστόλους. Χωρίς όμως τη σταυρική θυσία δεν θα υπήρχε εκκλησία. Μέλη της εκκλησίας είναι οι πιστοί της. Όσα από τα μέλη της χειροτονήθηκαν για να υπηρετούν τελώντας τις διάφορες λατρευτικές τελετές λέγονται κληρικοί. Αυτοί συνεχίζουν το έργο της εκκλησίας από την ημέρα που την ίδρυσε ο χριστός μέχρι σήμερα.
Ιδιότητες της εκκλησίας:Όπως λέει το σύμβολο της πίστεως η εκκλησία είναι:μία, αγία, καθολική και αποστολική. Μία γιατί ένας είναι ο ιδρυτής της και μία η πίστη που διακηρύσσει. Αγία γιατί είναι η κεφαλή της και γιατί επιδιώκει τον εξαγνισμό των μελών της. Καθολική γιατί αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και θέλει τη σωτηρία τους. Και αποστολική γιατί δόθηκε με το κήρυγμα και τη θυσία των αποστόλων του Κυρίου.

Το έργο της εκκλησίας.
Η εκκλησία μας διδάσκει, μας αγιάζει, μας ποιμαίνει. Στη θεία λατρεία, ακούγεται ο λόγος του Θεού, ο οποίος αναλύεται στους πιστούς με το κήρυγμα.
Μια δεύτερη δωρεά της θείας λατρείας είναι ο αγιασμός, η θεία χάρη. Το λέει ο ιερέας απευθυνόμενος στο Θεό:< <Εσύ που δέχτηκες τα τίμια δώρα από μας, στείλε μας σε ανταπόδοση τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος>>.
Τέλος, η εκκλησία μας καθοδηγεί με τους πνευματικούς ,ποιμένες οι οποίοι φροντίζουν και για τις υλικές ανάγκες των ενοριτών. Ιδρύματα, στέγες ορφανών και γερόντων προσφέρουν θαλπωρή και παρηγοριά σε πολλές πονεμένες ψυχές.. Αυτά γίνονταν και στην αρχαία εκκλησία:η λατρευτική σύναξη ήταν συνδυασμένη με τη φιλανθρωπία.
Φεύγοντας από το ναό και έχοντας ζήσει αυτό που μας πρόσφερε η Θεία Ευχαριστία, ενωμένοι με όλους τους χριστιανούς με το σύνδεσμο της ειρήνης, και της αγάπης ,ξαναγυρίζουμε στον κόσμο, για να πούμε και σ’ άλλους τι προσφέρει στον άνθρωπο η Εκκλησία του Χριστού.

Κοινωνικά προβλήματα.
Μια άποψη γεννήθηκε από το λεγόμενο< <χριστιανικό κοινωνισμό>>,που θέλησε να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά προβλήματα με εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης και των αρχών του Ευαγγελίου. Ο χριστιανικός κοινωνισμός εκφράζεται ως κίνημα που ξεκινά από μικρές ομάδες πιστών ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου στη δομή και τη λειτουργία των κοινωνιών. Η προσπάθεια δεν επιδιώκει να προβάλει την Εκκλησία ως μια δεύτερη εξουσία, παράλληλη των κοσμικών. Επιθυμεί να διαφωτίσει τους καλής θελήσεως ανθρώπους πάνω στις δυνατότητες λύσεων, με βάση το πνεύμα του Χριστιανισμού. Με τις αφετηρίες αυτές δημιουργήθηκαν δύο πολύ γνωστά ρεύματα χριστιανικού κοινωνισμού ,το ρωμαιοκαθολικό του Frederic le Play και το προντεσταντικό των John Maurice και Charlew kingwley.
Τα δύο ρεύματα, παρότι δεν επέτυχαν να λύσουν σε παγκόσμια κλίμακα τα κοινωνικά προβλήματα, οργάνωσαν σοβαρές διεθνείς ενώσεις, που μέχρι σήμερα δίνουν το παρόν σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών και μάλιστα με θεαματικά αποτελέσματα και στις δυτικές κοινωνίες και στις περιοχές του Τρίτου Κόσμου. Απευθύνθηκαν κυρίως στη συμπάθεια και τον ανθρωπισμό, και ευαισθητοποίησαν τους ανθρώπους μπροστά στο γεγονός του πόνου, των στερήσεων και της ανέχειας του < <άλλου>>.Επιπλέον ,πίεσαν τους πολιτικούς η διεκδίκησαν θέσεις στα κοινοβούλια, με αποτέλεσμα και τη μεταφορά και μιας άλλης απόψεως στο χώρο λήψεων των πιο σημαντικών αποφάσεων για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων.
Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα κοινωνικά προβλήματα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν θετικά, όταν η συλλογική συνείδηση ευαισθητοποιείται μπροστά στα κοινωνικά αδιέξοδα των άλλων .Επίσης έγινε φανερό ότι είναι αδιανόητο η υπέρβαση και η αντιμετώπιση τους, όταν ο απανθρωπισμός αλλοτριώνει το ανθρώπινο πρόσωπο και το μεταβάλει σε ατομοκεντρική ύπαρξη, που αδυνατεί να δεί, στο σύνολό του, το ανθρώπινο δράμα και τον συλλογικό πόνο ή, στις λεπτομέρειες, την οδύνη των μικρών ομάδων από τις φοβερές συνέπειες των πολλών μορφών της κοινωνικής παθολογίας..

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ορθόδοξης εκκλησίας
Υποστηρίζεται συχνά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία περιορίζει το ενδιαφέρων της στην πνευματική ζωή και αδιαφορεί για την κοινωνική ζωή και τα προβλήματα της .Και, πραγματικά, μια επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο συμπέρασμα αυτό. Οι χριστιανικές ομολογίες της Δύσεως δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κοινωνικό έργο, όπως άλλωστε και για τη διατύπωση αρχών κοινωνικής διδασκαλίας και ηθικής. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται να περιορίζεται στην πνευματική ζωή και να μην προσέχει ιδιαίτερα το κοινωνικό έργο και τα κοινωνικά προβλήματα.
Τέλειος άνθρωπος κατά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία είναι ο Θεάνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος άνθρωπος, γιατί είναι και τέλειος Θεός. Και φανερώνει στον κόσμο τον αληθινό Θεό, φανερώνοντας ταυτόχρονα και τον αληθινό άνθρωπο. Η ύπαρξη του Θεού, η σχέση του με τον κόσμο, η πρόνοιά του για τον άνθρωπο δεν ήταν πράγματα εντελώς άγνωστα στην ανθρωπότητα. Η ενανθρώπηση όμως του Θεού και η άμεση συνέπειά της, η θέωση του ανθρώπου, είναι αλήθειες του Χριστιανισμού. Ακριβέστερα είναι αλήθειες της εκκλησίας που δεν περιορίζεται στην πίστη για την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά συμπεριλαμβάνει και την πίστη για τη θέωση του ανθρώπου.
Η εκκλησία είναι ο τόπος φανερώσεως της βασιλείας του Θεού .Και η μετοχή στη βασιλεία του Θεού πραγματοποιείται με τη μετοχή στην εκκλησία.
Μετέχοντας ο άνθρωπος στην εκκλησία μετέχει στη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ανακαινίζεται και καρποφορεί πνευματικά Η καρποφορία αυτή δεν αποτελεί ατομικό, αλλά εκκλησιολογικό φαινόμενο. Η δύναμη της καρποφορίας είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και ο καρπός είναι< <αγάπη,χαρά,ειρήνη,μακροθυμία,χρηστότης,αγαθωσύνη,πίστις,πραότης,εγκράτεια>>.
Η βασιλεία του Θεού δεν ενεργοποιείται με ρεμβασμούς η συλλογισμούς ,αλλά με αγάπη ,δικαιοσύνη ,άσκηση και ειρήνη .Η βασιλεία του Θεού φανερώνεται στις καρδιές των ανθρώπων ,όταν αδειάζουν από τη φιλαυτία και παραδίνονται στη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η βασιλεία του Θεού αρχίζει εδώ και τώρα. Στον παράδεισο ή την κόλαση μπαίνει κανείς από την παρούσα ζωή. Η πνευματική ζωή δεν βρίσκεται πέρα από την καθημερινή ζωή μας .Δεν είναι άσχετη με την κοινωνική ζωή .Κατεξοχήν κοινωνική είναι η πνευματική ζωή. Και η αληθινή κοινωνική ζωή δεν αυτονομείται ούτε υποτάσσεται σε ξεχωριστές αρχές αλλά αποτελεί αναπόσπαστη διάσταση της πνευματικής ζωής. Στην κοινωνική ζωή επαληθεύεται ή διαψεύδεται η πνευματική ζωή των πιστών .Η πνευματική ζωή εκδηλώνεται με τα υλικότερα πράγματα .Και δεν υπάρχουν υλικά πράγματα που να μην εντάσσονται στην πνευματική ζωή του ανθρώπου .Αυτήν την αρχή παρέλαβε και διατήρησε η ορθόδοξη εκκλησία .Σ `αυτή στήριξε τη διδασκαλία της για την ανακαίνιση και τη θέωση του ανθρώπου, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως το θρησκευτικό της ιδεώδες.
Το έργο του ανθρώπου σύμφωνα με την Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας παίρνει το νόημα του από την πίστη που εκφράζει. Αλλά και η πίστη βρίσκει την πληρότητά της στα έργα της αγάπης με τα οποία εκφράζεται .Η αγάπη κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν εξαντλείται στην κοινωνική δράση ,αλλά την υπερκαλύπτει. Η κοινωνική δράση είναι χρήσιμη ,όχι όμως και επαρκής. Στόχος της Εκκλησίας δεν είναι η βελτίωση του κόσμου, αλλά η βίωση της αγάπης του Χριστού και η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Στο μέτρο που συντελούνται αυτά βελτιώνεται και ο κόσμος. Όταν όμως η βελτίωση του κόσμου επιδιώκεται κάθε αυτήν , ανεξάρτητα από το Χριστό και την αγάπη του, γίνεται προβληματική.
Η άμεση σχέση της εκκλησίας με τον κόσμο χαρακτηρίζει γενικά ολόκληρη την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας .Μέσα στα πλαίσια αυτά η Εκκλησία δεν φρόντιζε να αναπτύξει αυτοτελές κοινωνικό έργο, αλλά να διακονίσει τον άνθρωπο στις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες του με τη συνεργασία όλων των προσφερόμενων κρατικών και κοινωνικών παραγόντων .Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και πρωτοποριακό ήταν το φιλανθρωπικό έργο της, που βρισκόταν υπό την εποπτεία και καθοδήγηση των επισκόπων.
Τέλος στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργούσε ως κριτική συνείδηση της πολιτείας . Η παρουσία της διαπότιζε την κοινωνική ζωή και το πνεύμα της επηρέαζε βαθύτατα τις δομές της. Ο χαρακτήρας και η οργάνωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν μπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα από την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά κάποια εύστοχη παρατήρηση το πολίτευμα του Βυζαντίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινωνιολογικά ως βασιλευόμενο δημοκρατικό κοινόβιο.

Το μυστήριο της Μετάνοιας και ο σύγχρονος άνθρωπος.
Είναι ανθρώπινο να αμαρτάνουμε. Μόνο ο Θεός είναι αναμάρτητος. Μερικά όμως από τα αμαρτήματά μας απωθούνται στο ασυνείδητο, γίνονται τραύματα που μας βασανίζουν και επηρεάζουν τόσο τη δική μας όσο και τη ζωή των άλλων. Το μυστήριο της Μετάνοιας μπορεί να μας απαλλάξει από τις συνέπειες της αμαρτίας, τύψεις, ενοχές, αντικοινωνικότητα. Πολλοί ψυχίατροι, όταν διαπιστώσουν ότι το πρόβλημα συνδέεται με τραύματα της ψυχής, συνιστούν στους ασθενείς τους να καταφεύγουν σε πνευματικό, διότι γνωρίζουν πως οι ψυχικές αναστομώσεις αυτού του είδους εκεί αποθεραπεύονται.
Ο ιερέας εξομολόγος, ο πνευματικός, είναι κάτι ξεχωριστό και η προσφορά του ιερέα του στους πιστούς είναι μεγάλη. Το έργο του δεν είναι έργο ψυχιάτρου ή ψυχολόγου. Διαθέτει, βέβαια, τις ψυχολογικές γνώσεις που απαιτούνται για το πνευματικό του έργο, αλλά πολύ περισσότερο είναι ο γιατρός των ψυχών από την πνευματική ασθένεια. Τέτοιους πνευματικούς χρειαζόμαστε, και στην Εκκλησία υπάρχουν τέτοιοι πνευματικοί καθοδηγητές. Είναι φωτισμένοι άνθρωποι, που η πολυχρόνια άσκηση και προσευχή τους χάρισε το φωτισμό και τη χάρη του Θεού. Διαθέτουν διορατικότητα, αγάπη, επιείκεια. Έτσι μπορούν να αναπαύουν κάθε πονεμένη ψυχή και να την κατευθύνουν σωστά στην πνευματική ζωή.

Η στάση της εκκλησίας στο σύγχρονο πλουραλιστικό κόσμο.
Η εκκλησία είναι πραγματικά πολυσυλλεκτική κοινότητα στην οποία καλούνται να συμμετάσχουν στην αναγκαία προσπάθεια της ανακαίνισης του κόσμου. Γι’ αυτό το λόγο η στάση της εκκλησίας στο σύγχρονο πλουραλιστικό κόσμο είναι διαλεκτική και κριτική. Αυτό σημαίνει ότι δε βρίσκεται στο περιθώριο των κοινωνικών εξελίξεων δεν τηρεί αρνητική στάση στ ιδεολογικά, κοινωνικοπολιτικά και φιλοσοφικά συστήματα, αλλά ούτε και ταυτίζεται με αυτά. Κι αυτό, γιατί η εκκλησία, ως θεανθρώπινη κοινωνία, δεν είναι ιδεολογία με στόχο την αναγκαστική επιβολή των άρθρων της πίστης της. Συνεργάζεται με κοινωνικά συστήματα τα οποία σέβονται την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Σε περιπτώσεις, όμως που κάποια συστήματα τηρούν εχθρική στάση απέναντι στην εκκλησία και την αποστολή της, τότε είναι υποχρεωμένη να αναλάβει το έργο της υπεράσπισης των αληθειών και του έργου της. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί τον μετά πειθούς λόγο, την έμπρακτη αγάπη, την προσευχή, το μαρτύριο. Δέχεται κάθε καλοπροαίρετη πρόσκληση για συνεργασία με διάφορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες έχουν ως στόχο τη βελτίωση των όρων της προσωπικής και κοινωνικής ζωής.

Σύγχρονα προβλήματα πολιτικής λειτουργίας.
Οι αντιρρησίες συνείδησης. Σε πολλά σύγχρονα κράτη η στράτευση δεν είναι υποχρεωτική σε όσους δηλώνουν ότι είναι αντίθετοι προς την ύπαρξη στρατού. Στην Ελλάδα το Σύνταγμα προβλέπει στράτευση υποχρεωτική για όλους τους άρρενες πολίτες. Όμως, το αίτημα για απαλλαγή από αυτήν την υποχρέωση έχει κατά καιρούς τεθεί κυρίως από θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και σε κάποιο βαθμό από διάφορες ιδεολογίες.
Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ο Χριστιανισμός είναι αντίθετος στη βία και στον πόλεμο, εξαιτίας του οποίου υπάρχει ο στρατός. Κανένας χριστιανός δεν είναι υπέρ της αφαίρεσης ζωής, έστω και στον πόλεμο, τον οποίο θεωρεί ως αναγκαίο κακό. Ωστόσο, η άρνηση στράτευσης και όταν ακόμη προέρχεται από ειλικρινείς προθέσεις είναι ένα αίτημα ουτοπικό: αν όλα τα κράτη δεν αποστρατιωτικοποιηθούν, δεν είναι δυνατό να διασφαλίσει κανείς τα αγαθά μιας κοινωνίας που απολαμβάνει σε μια χώρα ( παιδεία, υπηρεσίες, θεσμοί κ.τ.λ.) χωρίς στρατό. Την ύπαρξη του στρατού, άλλωστε, την υποστηρίζει ένας πολίτης μέσα από τη συνολικότερη κοινωνική του ένταξη, αφού πληρώνει φόρους ( μέρος των οποίων πηγαίνει στους εξοπλισμούς), εκλέγει κυβερνήσεις κ.τ.λ. Επομένως και χωρίς νόημα και ουτοπικό είναι να περιμένει κανείς με την άρνηση στράτευσης να απαλλαγεί από την ευθύνη για την ύπαρξη στρατού.
Παρά ταύτα, η πολιτεία ορθά διέγνωσε ότι υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι αντιρρήσεις σε προσφορά εργασίας, που τώρα γίνεται από το στρατό σε ειρηνικές περιόδους (δασοπυρόσβεση, κοινωνική προσφορά κ.τ.λ.) μέσα από κατάλληλη διαδικασία. Η Εκκλησία αποδέχεται την ελευθερία των προσωπικών επιλογών, όταν αυτές δεν αντιστρατεύονται την ελευθερία του συνόλου. Από την άλλη, έχει συναίσθηση ότι το ενδεχόμενο του πολέμου είναι μια τραγική πραγματικότητα που δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί, αν δεν επικρατήσει στον κόσμο η ειρήνη του Χριστού.
Λειτουργία των κομμάτων και Εκκλησία. Στη σύγχρονη κοινοβουλευ- τική δημοκρατία είναι απαραίτητος ο θεσμός των κομμάτων. Είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας, που επιβεβαιώνει τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής των πολιτών.
Η Εκκλησία ως ενοποιό στοιχείο σε μια κοινωνία αποδέχεται την ύπαρξη κομμάτων χωρίς να ταυτίζεται με ένα από αυτά, επειδή δεν πρέπει να δημιουργούνται αντιθέσεις και αντιπαλότητες μεταξύ των πιστών που ανήκουν σε διάφορα κόμματα. Είναι βέβαιο, ότι η Εκκλησία έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τις συνειδήσεις και δεν έχει την πολυτέλεια ούτε να αδιαφορεί για την πολιτική προκειμένου να εκπληρώσει το σκοπό της (τον εξαγιασμό του κόσμου και την προετοιμασία της Βασιλείας του Θεού), ούτε να δημιουργήσει με τη στάση της ρήξης στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Οφείλει να επιδοκιμάζει την υπεύθυνη ανάμειξη στα κοινά και την υγιή πολιτικοποίηση και να εκδηλώνει την έντονη αντίθεση της σε κάθε παρέκκλιση από τους προσδιορισμένους στόχους της. Κι αυτό γιατί έργο της Εκκλησίας είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση όλου του κόσμου, επομένως και της πολιτικής.

Ο χριστιανισμός απέναντι στο φανατισμό και τους αλλόδοξους.
Ο Χριστιανισμός ως θρησκεία της αγάπης και της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να αρνείται το φανατισμό. Αυτό φαίνεται στη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού που χαρακτηρίστηκε από την αγάπη και το σεβασμό στον άνθρωπο. Το ίδιο και στη συμπεριφορά των Αποστόλων, ενώ στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν αναφέρεται πουθενά εντολή για χρήση βίας στη διάδοση του Χριστιανισμού. Στην πορεία, βέβαια, της ιστορίας πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην ουσία του Χριστιανισμού και στα λάθη μερικών χριστιανών, που δεν αντιλήφθηκαν σωστά το χριστιανικό μήνυμα της ελευθερίας ή για αλλότριους προς την πίστη σκοπούς χρησιμοποίησαν βία στην αντιπαράθεση τους να επιβάλουν την άποψη τους. Βλέπουμε, όμως, μερικά βασικά σημεία που λειτουργούν ως κριτήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία:

- Η εκκλησία καταδίκασε το λεγόμενο < <εισπηδητικό μαρτύριο>>, την απρόκλητη δηλαδή επιδίωξη χριστιανών να μαρτυρήσουν μόνοι τους, χωρίς να υποχρεωθούν, καταδικάζοντας έτσι τον < <ού κατ’ επίγνωσιν>> ζήλο.

- Η Εκκλησία αρνήθηκε την έννοια του < <ιερού πολέμου>> σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της.

- Η στολή της ορθόδοξης Εκκλησίας, παρότι απευθύνεται σε αλλόθρησκους, διακρίνεται από σεβασμό προς τη θρησκεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται και προς τον πολιτισμό τους και προσπαθεί να τους προσελκύσει με έργα αγάπης και πραγματικού ενδιαφέροντος.

Με βάση τα παραπάνω η θέση του χριστιανού απέναντι στους αλλόθρησκους και αλλόδοξους πρέπει να χαρακτηρίζεται από σεβασμό και ανοχή των ιδεών τους, χωρίς να προδίδει τις δικές του αρχές και πεποιθήσεις .Η χριστιανική πίστη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την πιθανή αντιπαράθεση με την πίστη και τις ιδέες των άλλων , γιατί ο κάθε πιστός γνωρίζει ότι κατέχει την αλήθεια του χριστού και όχι μια οποιαδήποτε αλήθεια . Διαλέγεται και σέβεται τα πρόσωπα που πρεσβεύουν διαφορετικές πεποιθήσεις και δεν φοβάται να μαρτυρήσει την αλήθεια ,όταν προκληθεί.

Η ανεξιθρησκία στην Ελλάδα.
Η ανεξιθρησκία στην Ελλάδα διακηρύχθηκε ήδη από το 1827 στο σύνταγμα της Τροιζήνας .Στο σημερινό σύνταγμα προβλέπεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης .Εκει ,διακηρύσσεται η προστασία της θρησκευτικής συνείδησης και της θρησκευτικής λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας με τον όρο να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη και να μην ασκεί προσηλυτισμό .Βέβαια ,επειδή ορθόδοξη εκκλησία θεωρείται επικρατούσα θρησκεία ,αφού εκφράζει την συντριπτική πλειοψηφία του λαού προστατεύεται από κάθε είδος προσηλυτισμού και επιβάλλεται σεβασμό προς αυτήν και τα μέσα που χρησιμοποιεί .Επίσης η πολιτεία ακολουθεί τις αργίες και το εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας και πολιτειακοί παράγοντες εκπροσωπούν την πολιτεία στις εορταστικές και επετειακές της εκδηλώσεις .Αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση δεν σημαίνει ότι δεν προστατεύονται οι άλλες θρησκείες ή ομολογίες ,αφού στο άρθρο ορίζεται ότι λειτουργεί των γνωστών θρησκειών υφίστανται την ίδια εποπτεία της πολιτείας με εκείνη που υφίσταται οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας .Οι χριστιανοί πρέπει να διαφυλάξουν το καθεστώς ανεξιθρησκίας στην Ελλάδα και να συμβάλουν στην εμβάθυνση του ,αφού η ανεξιθρησκία είναι η θεσμική έκφραση του σεβασμό στον συνάνθρωπο.

Εκκλησια και κοινωνια
Οι έννοιες της εκκλησίας και της κοινωνίας στην ορθόδοξη παράδοση δεν είναι παράλληλες αλλά μάλλον συνώνυμες .Η εκκλησία είναι κοινωνία .Και η κοινωνία στην πλήρη και τέλεια μορφή της είναι εκκλησία.
Η εκκλησία είναι κοινωνία θεώσεως .Είναι η σχηματολογική κοινωνία που προσλαμβάνει τους ανθρώπους σε ένωση με τον τριαδικό θεό .Η φύση της εκκλησίας είναι θεανθρώπινη ,ο χαρακτήρας της δυνάμεως και η πορεία της πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε οριζόντιο και κατακόρυφο επίπεδο.
Η ανθρώπινη κοινωνία έξω από την εκκλησία είναι ατελής και συμβατική .Δεν έχει ουσιαστική βάση και συνοχή .Η διάσπαση της κοινωνίας με τον Θεό συντρίβει την βάση της ανθρώπινης κοινωνίας και διαλύει την συνοχή της .
Η αληθινή κοινωνία υπάρχει μόνο όταν το ίδιο πράγμα βρίσκεται ταυτόχρονα και στα δυο μέρη. Όταν δεν συμβαίνει αυτό αλλά η μετοχή στο ίδιο πράγμα γίνεται διαδοχικά δεν υπάρχει αληθινή κοινωνία, αλλά μάλλον χωρισμός .Δεν είναι συγκάτοικοι αυτοί που κατοικούν διαδοχικά στο ίδιο σπίτι ,η κοινωνοί στην εξουσία αυτοί που ασκούν διαδοχικά κάποια εξουσία .Για να είναι συγκάτοικοι η κοινωνοί στην εξουσία ,πρέπει να κατοικούν στο ίδιο σπίτι η να διαχειρίζονται την ίδια εξουσία κατά τον ίδιο χρόνο . Ούτε τα παιδιά έχουν αληθινή κοινωνία σάρκας και αίματος με τους γονείς ,γιατί δεν μετέχουν σε αυτά κατά τον ίδιο χρόνο .Έτσι κάθε ανθρώπινη κοινωνία είναι από την φύση της φαλκιδευμένη και ατελής.
Η αληθινή κοινωνία υπάρχει μόνο εν Χριστώ ,γιατί μόνο ο Χριστός έχει κατά τον αυτό χρόνο κοινά με τους πιστούς και το σώμα και το αίμα .Ο Χριστός ,στο σώμα του οποίου εντάσσονται οι πιστοί ,δεν χωρίζεται από αυτούς ,αλλά παραμένει διαρκώς ενωμένος μαζί τους .Ούτε η φθορά του χρόνου ούτε η απόσταση του χώρου ούτε η διάλυση του θανάτου είναι σε θέση να καταλύσουν το σώμα του Χριστού ,την Εκκλησία.
Η ζωή του ανθρώπου ως μέλους της Εκκλησίας ολοκληρώνεται όταν παύσει να ζει για τον εαυτό του και ζει για τον Θεό .Όταν ζει στον Χριστό και ο Χριστός σε αυτόν .
Έτσι συγχωρείται με όλους γιατί ο Χριστός είναι η χώρα όλων των ζώντων Είναι εκείνος που ανακαινίζει και ενοποιεί όλους ,χωρίς να καταργεί την προσωπική ετερότητα και ιδιαιτερότητα τους .Με αυτόν τον τρόπο διανοίγονται νέοι ορίζοντες που προσφέρουν την βάση για μια νέα θεώρηση της κοινωνικής ζωής και των προβλημάτων της.
Η Εκκλησία αποτελεί φανέρωση της βασιλείας του Θεου μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
Μετέχοντας ο άνθρωπος στην εκκλησία μετέχει στην χάρη του Αγίου Πνεύματος και μεταμορφώνεται «από δόξης εις δόξαν».Η μεταμόρφωση αυτή δεν πραγματοποιείται μηχανικά αλλά με την ανθρώπινη συνεργασία .Η συνεργασία αυτή δεν προσθέτει τίποτε στην χάρη του παντοδύναμου Θεού ,αλλά είναι απαραίτητη για την οικείωση της από τον άνθρωπο. ’λλωστε ή συνεργασία αυτή που πραγματοποιείτε με την καλλιέργεια των αρετών έχει ως τελικό σκοπό την ταπείνωση. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί την χάρη του Αγίου πνεύματος ούτε να αγαπήσει αληθινά τον θεό και τον πλησίον του.
Με την χάρη του Αγίου πνεύματος και την ανθρώπινη συνεργασία η ζωή του ανθρώπου γίνεται πνευματική.
Η πνευματική ζωή δεν είναι άσχετη με την κοινωνική ζωή. Κατεξοχήν κοινωνική είναι η πνευματική ζωή.
Η συμβολή της εκκλησίας στην κοινωνική ζωή βρίσκεται περισσότερο στα πρόσωπα που μεταμορφώνει παρά στα πράγματα που δημιουργεί .Ο εξαγιασμός ενός προσώπου είναι κατά πολύ ανώτερος από οποιοδήποτε κοινωνικό έργο. Αυτό όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για την παραμέληση της κοινωνικής προσφοράς ’λλωστε και η κοινωνική προσφορά συνδέεται στην εκκλησία οργανικά με το πρόσωπο και την εν Χριστώ ανακαίνιση του.
Η εκκλησία δεν δικαιώνεται με τα κοινωνικά έργα η με την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων αλλά με την μετάδοση της χάριτος του Θεού και την μεταμόρφωση του ανθρώπου. Όταν όμως ενεργει η χάρη του Θεού και μεταμορφώνεται ο άνθρωπος ,υπάρχει και αντίστοιχη καρποφορία σε κοινωνικά έργα .

Όταν η Εκκλησία δεν ζει την μεταμόρφωση που ευαγγελίζεται ,όταν στην ίδια δεν βρίσκουν, ως έναν τουλάχιστο βαθμό, την λύση τους τα προβλήματα που βασανίζουν τον κόσμο ,η ακόμη περισσότερο ,όταν σε αυτήν τα προβλήματα αυτά παρουσιάζονται εντονότερα είναι φυσικό να μην έχει θετική επίδραση στον κόσμο .Ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονείται ότι σκοπός της εκκλησίας ως θεανθρώπινης κοινωνίας δεν είναι να αποκαταστήσει τον παράδεισο στον κόσμο .Η αναζήτηση του παραδείσου μέσα στον εκπεσμένο κόσμο φανερώνει εμμονή στο προπατορικό αμάρτημα που οδηγεί πάντοτε στην διάψευση.
Η Θεια λειτουργία ολοκληρώνεται με την Θεία Κοινωνία: την συμμετοχή των πιστών στο σώμα και το αίμα του χριστού .Έτσι η ανθρώπινη κοινωνία γίνεται Θεια κοινωνία δηλαδή Εκκλησία .Σε αυτήν μετέχουν οι πιστοί προσωπικά ,συλλογικά και διαχρονικά. Η Εκκλησία δεν είναι κοινωνία βιολογικών μονάδων αλλά συγχώρηση προσώπων στην χώρα των ζώντων στον Χριστό. Είναι η εσχατολογική πρόληψη της καινής κτίσεως ,της βασιλείας του Θεού ,όπου βρίσκει την ολοκλήρωση και την καταξίωση της η ανθρώπινη κοινωνία.

Η θέση της εκκλησίας στην σύγχρονη κοινωνία.

Στην αλληλουχία των χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας που εκθέτουμε εδώ ,χαρακτηριστικών που έχουν μια άμεση η έμμεση αναφορά στο ποιμαντικό έργο της εκκλησίας περιλαμβάνουμε και την θέση της εκκλησίας στην σύγχρονη κοινωνία .Αυτό το στοιχείο περιέχει συνθετικά τις επιδράσεις της κοινωνίας με τα προηγούμενα χαρακτηριστικά που εκθέσαμε ,στην εκκλησία και συμβάλλει σημαντικά στην γνώση των χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας .Από την άλλη μεριά είναι πολύ εύγλωττο στην υπόδειξη του τύπου και των τρόπων του ποιμαντικού έργου της εκκλησίας.
Μολονότι νομοκανονικά η εκκλησία ως θρησκευτικό καθίδρυμα συνεχίζει να είναι συνδεδεμένο με την πολιτεία ως η επικρατούσα θρησκεία εντούτοις έχει παραμεριστεί ουσιαστικά από την δημόσια ζωή. Η αναπλαστική δύναμη της δεν γεμίζει τους κοινωνικούς θεσμούς με περιεχόμενο και πνεύμα δικό της ούτε γεννά πολύ περισσότερο νέους δικούς της θεσμούς .Βέβαια κατορθώνει η εκκλησία να διατηρεί μια θέση στην δημόσια ζωή με τον θεσμό του εκκλησιαστικού γάμου, που υφίσταται ως ισότιμος και ισοκυρος πλάι στον πολιτικό τον δικαστικό όρκο και τον όρκο στις δημόσιες υπηρεσίες ,την διατήρηση των θεολογικών σχολών στα πανεπιστήμια και του μαθήματος των θρησκευτικών στο αναλυτικό πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων ,την αναγνώριση των εκκλησιαστικών αρχών ,τα εκκλησιαστικά εγκαίνια στα δημόσια τεχνικά έργα ,την διατήρηση αγίων ως προστάτων των κλάδων των ένοπλων δυνάμεων ,αλλά η θέση αυτή είναι πολύ επισφαλής και επιφανειακή. Ίσως πρέπει να προσθέσουμε ότι με την προβολή από τον τύπο και το θέατρο στα τελευταία χρόνια αρνητικών πλευρών της ζωής επίσημων εκπροσωπών της η εκκλησία εξασφάλισε μια με σύγχρονη έννοια δημοσιότητα δηλαδή στην κοινή γνώμη αλλά το περιεχόμενο της δεν υπήρξε θετικό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πολλές φορές υπήρξε αρνητικό. Οι στήλες των εφημερίδων και οι σκηνές των θεάτρων που άλλοτε πρόβαλαν στην δημοσιότητα τις άξιες της Εκκλησίς άρχισαν τώρα να την διασύρουν ,προβάλλοντας δυσφημιστικά παραδείγματα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας είναι όπως είπαμε ο πλουραλισμός. Εδώ επιθυμούμε να μιλήσουμε για τις συνέπειες του γεγονότος αυτού στη θέση της εκκλησίας μέσα στην κοινωνία.
Οι κοινωνικοί θεσμοί ήταν κάποτε το κράτος και η εκκλησία .Σήμερα προστέθηκαν τα πολιτικά κόμματα ,το κοινοβούλιο ,η δημόσια διοίκηση ,τα εργατικά συνδικάτα οι εμπορικοί και γεωργικοί συνεταιρισμοί ,τα σωματεία καταναλωτών ,οι κοινωνικοί σύνδεσμοι. Προστέθηκε η παιδεία ο αθλητισμός ο τουρισμός και ακόμη ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος ,η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ανάμεσα σε όλα αυτά υπάρχει η Εκκλησία ,η λατρεία ,το κήρυγμα και η διακονία της .
Με τον τρόπο αυτό η εκκλησία δεν έχασε μόνο την μοναδική θέση που είχε στην παραδοσιακή κοινωνία αλλά και την πρώτη θέση που είχε στην ιεραρχία των σημερινών κοινωνικών θεσμών.
Στην πλουραλιστική δομή της κοινωνίας αντιστοιχεί ένας πλουραλισμός τάσεων και μια ποικιλία ομάδων στην εκκλησία .Ο πλουραλισμός αυτός δεν φθάνει στο σημείο της αιρέσεως και του σχίσματος .Πρόκειται για διάφορες εκκλησιαστικές τάσεις και ομάδες που ανταποκρίνονται σε ορισμένες ανάγκες .Έτσι βρίσκονται και εδώ διάφορες μορφές ευσέβειας όπως ο μοναχισμός του Αγίου Όρους και τα χριστιανικά σωματεία αυτοί που καλλιεργούν την ακαδημαϊκή θεολογία και αυτοί που έχουν μυστικές τάσεις.
Πληρέστερη όμως εικόνα της σχέσεως της λαϊκής εκκλησίας με την εκκλησία της ελεύθερης θελήσεως και έτσι της θέσεως της εκκλησίας μέσα στην κοινωνία παίρνουμε από εμπειρική-κοινωνιολογική έρευνα του συγγραφέα του βιβλίου αυτού που έγινε συστηματικά σε δυο κοινότητες μια παραδοσιακή και μια σύγχρονη. Σε αυτήν παρουσιάζεται μια τυπολογία του συνδέσμου των μελών της λαϊκής εκκλησίας με την εκκλησία της ελεύθερης θελήσεως που λαμβάνει υπόψη εκτός από την διάσταση της εκκλησιαστικής πράξεως και την διάσταση της ομολογίας της πίστεως στα δόγματα της εκκλησίας .Εκείνοι που πιστεύουν σε όλα τα δόγματα της έρευνας και ταυτόχρονα έχουν εκκλησιαστική πράξη δηλαδή εντάσσονται στην εκκλησία με κάποιο ποσοστό έργου και ελεύθερης θελήσεως αποτελούν σύμφωνα με την ορολογία της έρευνας κοινωνικό σύστημα .Εκείνοι που δεν πιστεύουν και ταυτόχρονα δεν έχουν εκκλησιαστική πράξη δηλαδή ανήκουν στην εκκλησία αυτόματα μόνο με τον νηπιοβαπτισμό αποτελούν κοινωνική κατηγορία .Εξάλλου εκείνοι που έχουν εκκλησιαστική πράξη αλλά δεν έχουν πίστη ,δηλαδή εκείνοι που υιοθετούν τα μέσα αλλά απορρίπτουν το σκοπό, αποτελούν την ομάδα των ριτουαλιστών. Τέλος λόγω μεγάλης ασυμφωνίας μεταξύ πίστεως και πράξεως και χαμηλών ποσοστών αριθμός των μελών της εκκλησίας δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία κατηγορία .

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1)«Ορθόδοξη Θεολογία και κοινωνική ζωή».
Εκδόσεις: Π.Πουρνάρα -θεσνικη 1996.
Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη.

2)«Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή».
Εκδόσεις :Π.Πουρνάρα
Βασιλείου Τ.Γιουλτζή

3)«Ποιμαντική στην σύγχρονη κοινωνία».
Εκδόσεις :Π.Πουρνάρα.
Αλεξάνδρου Γουσίδη Δ.Θ. Α.Ν. καθηγητή παναπιστημίου

4)«Χριστιανισμός και θρησκεύματα».
Δ.Λ. Δρίτσα -Δ.Ν. Μόσχου -Στυλ.Λ.Παπαλεξανδροπούλου

5)«Ορθόδοξη πίστη και λατρεία».
Χρήστος Γκότσης -Π.Γεώργιος Μεταληνός -Γεώργιος Φιλιάς

6)«Εκκλησία και κοινωνία».
Θεσνικη 1982
Γουσίδη Α. Hoffman L.

http://imlarisis.gr


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Παρ Δεκ 02, 2016 10:27 am

Ιερώνυμος: Η εκκλησία δεν διεκδικεί καμία εξουσία και δύναμη
Ισμήνη Χαραλαμποπούλου01/12/2016

Εικόνα

«Δύναμή της είναι η θυσιαστική της αγάπη και αυτό που ζητούμε και θέλουμε είναι ανεμπόδιστα και απρόσκοπτα να θυσιαζόμαστε και όχι να θυσιάζουμε», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος

«Η Εκκλησία δεν διεκδικεί καμία εξουσία και καμία δύναμη. Δύναμή της είναι η θυσιαστική της αγάπη και αυτό που ζητούμε και θέλουμε είναι ανεμπόδιστα και απρόσκοπτα να θυσιαζόμαστε και όχι να θυσιάζουμε, να διακονούμε και όχι να εξουσιάζουμε, να προσφέρουμε και όχι να παίρνουμε, να ξεκουράζουμε τον κάθε άνθρωπο, να αγαπάμε και να ενώνουμε» τόνισε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά την ομιλία του στο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΕ στην Θεσσαλονίκη.

Ο Αρχιεπίσκοπος έφτασε στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμο, τον Πρωτοσύγκελλο της Ι. Αρχιεπισκοπής, Αρχιμανδρίτη Συμεών Βολιώτη και τον Γενικό Διευθυντή της Αποστολής κ. Κωνσταντίνο Δήμτσα, ενώ παρέστησαν και οι Μητροπολίτες Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας και Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννης.

Τον Αρχιεπίσκοπο υποδέχθηκε ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ κ. Γιώργος Πατούλης και τα μέλη του Δ.Σ.

Στην ομιλία του στο Ετήσιο Τακτικό Συνέδριο της ΚΕΔΕ με τίτλο «Εξουσία και Διακονία. Συγκλίσεις και Αποκλίσεις» ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε πως η εποχή μας καθιστά αναγκαίο τον διάλογο και την διαβούλευση μεταξύ προσώπων και θεσμών, κυρίως όταν τα προβλήματα που ταλανίζουν τον σύγχρονο κόσμο χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη συνθετότητα και πολυμορφία.

«Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και υπό αυτό το πρίσμα ο λόγος της Εκκλησίας, ένας λόγος σαρκωμένος από δισχιλιετή και πλέον εμπειρία μέσα στην ιστορία της οικουμένης και συνάμα ένας λόγος έμπρακτος, διαρκώς δηλαδή φανερούμενος με έργα αγάπης και προσφοράς, μπορεί να αποτελέσει μία ουσιαστική συμβολή στις εργασίες ενός Συνεδρίου αιρετών εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης» υπογράμμισε ο Αρχιεπίσκοπος.

Αναφέρθηκε, επίσης, στον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης λέγοντας πως «κατά τον Θεμιστοκλή Τσάτσο ʺείναι ασφαλώς εκ των θεμελιωδεστέρων της Ελληνικής Δημοκρατίας και, ίσως, ο μάλλον εξυπηρετικός της δημοκρατικής υφής της ελληνικής πολιτείαςʺ. Ιδιαίτερα δε ο πρώτος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, τον οποίο εκπροσωπείτε, θεσμός με σημαντικό ιστορικό βάθος μέσα στον συνταγματικό μας πολιτισμό, αποτελεί τον πιο άμεσο φορέα δημόσιας εξουσίας, καθώς βρίσκεται στην πλέον αδιαμεσολάβητη σχέση με τον λαό μας. Κάθε πολίτης της χώρας μας είναι συγχρόνως και δημότης ενός δήμου η μιας κοινότητας».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε ότι «οι τρεις πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η τοπική αυτοδιοίκηση περιγράφονται ρητά από το Σύνταγμά μας, στο άρθρο 102, και είναι:
α) Η οργανική αυτοτέλεια,
β) Η προσωπική αυτοτέλεια,
και γ) Η οικονομική αυτοτέλεια.
Επίσης το Σύνταγμα καθορίζει και το γενικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης. Σκοπός όλων αυτών των διατάξεων είναι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων προς όφελος των πολιτών και της κοινωνίας».

Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι «αυτή η θεσμική εξουσία, όπως και κάθε άλλη συνταγματικά και δημοκρατικά αναγνωρισμένη και κατοχυρωμένη εξουσία μέσα στο πολιτειακό μας status, υπάρχει για να υπηρετεί τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, τα προβλήματά του και να διασφαλίζει ποιότητα ζωής και ομαλές συνθήκες για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και για την ομαλή λειτουργία της κοινωνικής συμβίωσης», ενώ σημείωσε ότι κάθε άλλη στόχευση μιας θεσμικής εξουσίας αποτελεί εκτροπή, δημοκρατικό εκτροχιασμό, άκρως επικίνδυνο για τους πολίτες και την κοινωνία. Στον άνθρωπο όμως απευθύνεται και η Εκκλησία. Στον κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως. Στις ανάγκες του, στις αναζητήσεις του, στον πόνο του, στις δυσκολίες του, στα μεγάλα η μικρά ζητήματα της ύπαρξής του. Σε αυτόν τον άνθρωπο απευθύνεται ο Χριστός μας δίνοντας τους όρους και τα όρια, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ζήσει την όντως ζωή, να αγαπήσει τον Θεό με όλη του τη δύναμη και τον πλησίον του σαν τον εαυτό του. Όλο το νόημα της ζωής, άρα και η φύση της Εκκλησίας, βρίσκεται σε αυτήν την προοπτική ζωής. Στην αγαπητική κοινωνικότητα και κινητικότητα τόσο στην κάθετη όσο και στην οριζόντια διάστασή της. Ένας κόσμος που μπορεί να στρέψει την ελευθερία του στην αγάπη προς τον Θεό και στην αγάπη προς τον άλλον άνθρωπο είναι η Εκκλησία» τονίζοντας ότι αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί ουσιωδώς την Εκκλησία από οποιοδήποτε άλλο θεσμό του κόσμου τούτου, γι᾽ αυτό και πολλές φορές είναι δύσκολο σε πολλούς να καταλάβουν και να κατανοήσουν την Εκκλησία, και συγχρόνως πολύ εύκολο να την παρεξηγήσουν, να την δουν με επιφυλακτικότητα, να την αντιμετωπίσουν με καχυποψία.

Ο Αρχιεπίσκοπος προσέθεσε ότι «το πλαίσιο και τα όρια του ρόλου μας μέσα στην ζωή του κόσμου, μας τα έθεσε ο ίδιος ο Κύριός μας» και επεσήμανε, ότι η πολυεπίπεδη κρίση που μαστίζει τα τελευταία ιδίως χρόνια την πατρίδα μας, με την βαθειά οικονομική ύφεση και τα παρεπόμενά της, φανέρωσε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο ότι «η Εκκλησία είναι στην κυριολεξία η τροφός αυτού του έθνους, η στοργική μάνα, η ανοικτή και ευσπλαγχνική αγκαλιά, το ʺπανδοχείονʺ της αγάπης, στο οποίο χωρούν οι πάντες και κυρίως οι πονεμένοι και αναγκεμένοι άνθρωποι, οι αναξιοπαθούντες, οι πτωχοί, οι άστεγοι, οι πρόσφυγες, όλοι οι ελάχιστοι αδελφοί του Κυρίου των οποίων πλήττεται η αξιοπρέπεια και διακυβεύεται πολλές φορές αυτό καθ’ εαυτό το δικαίωμα στην ζωή».

Μίλησε για τον φιλανθρωπικό οργανισμό της Αρχιεπισκοπής «ΑΠΟΣΤΟΛΗ», αλλά και τις επιμέρους δομές, όπως τα Γενικά Φιλόπτωχα Ταμεία των Ιερών Μητροπόλεων, τα χιλιάδες Ενοριακά Φιλόπτωχα Ταμεία, τα χιλιάδες Κέντρα Ενοριακής Αγάπης, τα ευαγή Ιδρύματα της Εκκλησίας που διακονούν με θυσιαστική αγάπη τον άνθρωπο.
Αυτή την στιγμή σε όλη τη χώρα λειτουργούν 3.738 μονάδες, ενώ το σύνολο των επωφελουμένων φθάνει τα 1.267.147 πρόσωπα. Το 2015 μόνο το ποσό που δαπανήθηκε από την Εκκλησία για το έργο της αγάπης έφθασε στα 126.041.801,73 Ευρώ. Μόνο στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, μέσα από τις ενορίες και τα προγράμματα της Αποστολής, έχουν διανεμηθεί τα τελευταία έξι (6) χρόνια 22.644.704 μερίδες φαγητού, οι οποίες προσφέρθηκαν σε ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας και εθνικότητας.

Στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η οποία καλύπτει μία εδαφική δικαιοδοσία δεκατεσσάρων συνολικά δήμων λειτουργούν από την Εκκλησία 13 γηροκομεία, 5 Στέγες φιλοξενίας αστέγων, 3 Βρεφονηπιακοί Σταθμοί, το Καρέλλειο Ίδρυμα της «Αποστολής» για το Alzheimer, το Ίδρυμα Κόκκορη με Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για παιδιά με σύνδρομο Down, το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η Εστία Ασυνοδεύτων Ανηλίκων Προσφύγων της «Αποστολής», το «Δημήτρειο» Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιού στο Μοσχάτο της «Αποστολής», δύο Κοινωνικά Φαρμακεία, Κοινωνικά Φροντιστήρια και πολλές ακόμη δομές και προγράμματα, όπως το μεγάλο πρόγραμμα διανομής πακέτων τροφίμων της «Αποστολής», τα προγράμματα για τις πολύτεκνες οικογένειες, τα προγράμματα διανομής ρουχισμού, τα προγράμματα της στήριξης των αστέγων και πολλά άλλα.
Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην συνεργασία με τους δήμους και στην λειτουργεία των Κοινωνικών Παντοπωλείων και Κοινωνικών Ιατρείων, ενώ μίλησε και για την άριστη συνεργασία με τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, όπου περισσότεροι από 400 εθελοντές ιατροί παρέχουν την διακονία τους στο Ιατρείο της Κοινωνικής Αποστολής.

Αναφέρθηκε, επίσης, στο πρόγραμμα της Αποστολής που αφορά στους ανήλικους πρόσφυγες και σημείωσε ότι «η Εκκλησία μας, βλέπει τον άνθρωπο. Με αυτό το βλέμμα απευθύνεται σε κάθε θεσμό, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, σε κάθε πρόσωπο, στον κάθε άνθρωπο καλής προαιρέσεως και προθέσεως, σε όλους ανεξαιρέτως, και ζητά σύγκλιση, συνεργασία, συνοδοιπορία, συναντίληψη και συναλληλία».

Μιλώντας για την ανάγκη και τα οφέλη της συνεργασίας τόνισε ότι «η ιστορία και η εμπειρία του καθενός από εμάς έχει αποδείξει ότι η συμπόρευση και η συνεργασία φέρνει ωφέλιμα αποτελέσματα, οικοδομεί κλίμα εμπιστοσύνης, ενότητας καί συμβάλλει στην πρόοδο» και έφερε παραδείγματα καλής συνεργασίας, αλλά προβλήματα που υπήρξαν από την έλλειψη αυτής.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπισκοπος υπογράμμισε ότι «πολλοί εσφαλμένα νομίζουν ότι η Εκκλησία διεκδικεί για τον εαυτό της μερίδιο εξουσίας. Νομοθετικής εννοούν; Εκτελεστικής εννοούν; Δικαστικής εννοούν; Δεν το διευκρινίζουν. Είναι και αυτό άλλωστε ένα ιδεολόγημα, όπως πολλά άλλα τα οποία ταλαιπώρησαν και στο παρελθόν και ταλαιπωρούν και σήμερα την πολύπαθη πατρίδα μας. Κι όμως η Εκκλησία μας δεν διεκδικεί καμία εξουσία και καμία δύναμη. Δύναμή της είναι η θυσιαστική της αγάπη και αυτό που ζητούμε και θέλουμε είναι ανεμπόδιστα και απρόσκοπτα να θυσιαζόμαστε και όχι να θυσιάζουμε, να διακονούμε και όχι να εξουσιάζουμε, να προσφέρουμε και όχι να παίρνουμε, να ξεκουράζουμε τον κάθε άνθρωπο, να αγαπάμε και να ενώνουμε».

Στην συνέχεια προβλήθηκε οπτικοακουστικό υλικό με το έργο και της δράσης της Αποστολής, ενώ αμέσως μετά υπεγράφη σύμφωνο για αμοιβαία συνεργασία και υποστήριξη στο σύνολο των δραστηριοτήτων για την παροχή κοινωνικής και ανθρωπιστικής βοήθειας και τον συντονισμό των δράσεων τους για την ανακούφιση χιλιάδων πολιτών, που λόγω της ανεργίας και της οικονομικής δυσχέρειας αντιμετωπίζουν πρόβλημα διαβίωσης. Ανασφάλιστοι, άστεγοι, αδύναμες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, θα βρουν την αναγκαία υποδομή, την εξειδικευμένη φροντίδα και την υπεύθυνη στήριξη μέσα από τη συνεργασία της ΚΕΔΕ με την ΑΠΟΣΤΟΛΗ.

Αντικείμενο του συμφώνου συνεργασίας είναι η θεσμοθέτηση και ο καθορισμός ενός πλαισίου συνεργασίας μεταξύ της ΚΕΔΕ και της ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών για την ανάπτυξη κοινής δράσης με στόχο όλοι όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα διαβίωσης να έχουν στέγη, τροφή, υγειονομική περίθαλψη, μέσα από την εξεύρεση πόρων και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Ο κ. Πατούλης ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο για τη μέριμνα της Ι. Αρχιεπισκοπής, αλλά και τον κ. Κ. Δήμτσα για την καλή συνεργασία που έχουν με κοινό στόχο και σκοπό την ανακούφιση όσων έχουν ανάγκη.

Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Παρ Νοέμ 17, 2017 9:13 am

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

Εικόνα

Του Πρωτ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

1. Οι σχέσεις εξουσίας κάθε μορφής είναι πάντα κεντρικό πρόβλημα της κοινωνίας, στο οποίο εμπλέκεται από τα ίδια τα πράγματα ο χώρος της Θρησκείας. Μολονότι ο Χριστιανισμός στην αυθεντική του έκφραση δεν είναι θρήσκευμα –απλή δηλαδή Ιστορική πραγμάτωση του φαινομένου της θρησκείας, αλλά «οδός» (Πραξ. 9, 20), τρόπος δηλαδή υπάρξεως, που οδηγεί στη «θέωση», όπως νοείται χριστιανικά η σωτηρία, η διαπλοκή του με τις δομές του κόσμου εισήγαγε στην οργάνωσή του και την έννοια της εξουσίας.

Στην Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, αναγνωρίζεται ο θεόσδοτος χαρακτήρας της εξουσίας, «ίνα μη ο κόσμος εις ακοσμίαν εμπέση» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αι. Ε.Π. 78, 657), ελέγχεται όμως συχνά η πτωτική κατανόηση και χρήση της. Γι᾽ αυτό υπογραμμίζεται η σχετικότητα και ο πνευματικός της χαραχτήρας για την Εκκλησία (πρβλ. Α Κορ. 9, 12. Β´ Κορ. 10, 8. Β´ Θεσ. 3, 9 κ.α.).

Στην Κ.Δ. φανερώνεται εξ άλλου η δαιμονικότητα της εξουσίας του κόσμου (πρβλ. το διάλογο του Χριστού με τον Πιλάτο (Ιωάν. 18, 28 ε.) και προβάλλεται ο διακονικός και απελευθερωτικός χαραχτήρας της «εξουσίας» του Χριστού (Ματθ. 10, 1 και παράλ., 28, 18 κ.α.). Παράλληλα, γίνεται δεκτός ο πρωτογενής χαραχτήρας της πολιτικής εξουσίας (Ρωμ. 13), ενώ δια του Χριστού καθορίζεται και η στάση απέναντί της με το γνωστό λόγιο «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21), που δείχνει την ιεράρχηση των δύο εξουσιών και τη διαφοροποίησή τους, αφού, αν το νόμιμο ανήκει στον καίσαρα, ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού ανήκει ολόκληρος στο Θεο, ως νόμισμα όχι αυτοκρατορικό, αλλά θείο. Η αποστολική πράξη –τέλος– εγκαινιάζει και τη δυνατότητα αντιστάσεως (η έστω αρνήσεως υποταγής) στη δαιμονοποιημένη εξουσία («πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις», Πραξ. 5, 29).


2. Η πατερική ποιμαντική αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εξουσίας, αλλ’ ως «ιατρείου πνευματικού» –θεραπευτηρίου δηλαδή της ανθρωπίνης υπάρξεως– για την υπέρβαση των θρησκευτικών σχέσεων και τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε «ναό Θεού».

Μονο πατερικά η Εκκλησία διασώζει το σκοπό της, που είναι η πρόσληψη σύνολης της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου για τη μεταμόρφωσή της σε ευχαριστία και κοινωνία. Η Εκκλησία ως «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) η «αγρός» (13, 20) προσλαμβάνει όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής (θεσμούς, οργάνωση της κοινωνίας, πολιτική, για να τα «εκκλησιοποιήσει», να τα νοηματοδοτήσει εν Χριστώ, εκκεντρίζοντάς τα στο κυριακό σώμα. Αυτό εκφράζει πανηγυρικά ο μεγάλος εκκλησιαστικός ποιητής Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αι.), μεταπλάθοντας το «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» του Ματθαίου (18,19) σε: «μαθητεύσατε έθνη και βασιλέας», που σημαίνει: «εκκλησιοποιήσατε» τα έθνη με όλη την πολιτειακή δομή τους.

Στο εκκλησιαστικό σώμα ενεργοποιείται μια ιδιότυπη εξουσία, διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής σύναξης και ασκούμενη μέσω του μυστηρίου της ιερωσύνης. Η «ιεραρχημένη πολλαπλότητα», της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος. (Γι’ αυτό απορρίπτεται ορθόδοξα ο παπικός θεσμός). Όπως επεσήμανε δε ήδη ο μεγάλος ιστορικός Henry Gregoire, η Ορθόδοξη Εκκλησία διετήρησε τον δημοκρατικότερο τρόπο υπάρξεως, επιτυγχάνοντας μέσω του επισκοπικού συστήματος τη μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση και μέσω της συνοδικότητας τη δυνατότητα συλλογικής εκφράσεως. Όταν σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική και αυτό εκφράζει ένας λόγος του ιερού Χρυσοστόμου (Ε.Π. 61, 527), για να ελέγξει ασφαλώς υπερβάσεις και καταχρήσεις, όχι ασυνήθεις στην πτωτικότητά μας: «Ουκ έστιν (στην Εκκλησία) αρχόντων τύφος, ουδέ αρχομένων δουλοπρέπεια, αλλ’ αρχή πνευματική, τούτω μάλιστα πλεονεκτούσα, τω το πλέον των πόνων, ου τω τας τιμάς πλείους επιζητείν». Και αυτό, διότι «...πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα» (Ε.Π. 52, 784). Όλο το σώμα δεν είμεθα παρά πρόβατα του μόνου αληθινού Ποιμένος, του Χριστού, και «σύνδουλοι» ενώπιόν Του (Ματθ. 18, 33).

Ο ρόλος της εκκλησιαστικής εξουσίας είναι όχι τιμωρητικός, αλλά θεραπευτικός (από τη νόσο της αμαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος και διακονητικός. Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η πολιτική εξουσία, στην αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση, έχει διακονικό–υπηρετικό χαρακτήρα (υπουργός=διάκονος). Η ενεργός, εξ άλλου, παρουσία της Εκκλησίας στον κοινωνικό χώρο, κατά την ορθόδοξη παράδοση, δεν συνιστά υπέρβαση ορίων, αφού η Εκκλησία δεν νοείται ως «ιερατείο», αλλά ως σώμα και πλήρωμα ζωής, ενώ η κοινωνία σύνολη είναι ο χώρος της μαρτυρίας του ευαγγελισμού της. Και σ᾽ αυτό ανταποκρίνεται, ήδη από τους πρώτους αιώνες, ο λαός, που αποδέχεται θετικά την εκκλησιαστική διακονία. Είναι σαφής εδώ η διαπίστωση του Στ. Ρανσιμαν, ότι στο Βυζάντιο και το Μεταβυζάντιο, ουδέποτε υπήρξε χάσμα ανάμεσα στο λαό και τον παπά του.

Δικαια, βέβαια, ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης έχει επισημάνει («Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και κοινωνία σήμερα») ότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος «από τάσεις προς αποκτήση υπερεξουσιών και από ψευδοπνευματικές φαντασιώσεις». Γι᾽ αυτό μαζί με την αυθεντικότητα συμπορεύεται και μια παθολογία της εκκλησιαστικής εξουσίας, που καταντά κακέκτυπη αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα της εκκοσμικεύσεως και θεσμοποιήσεως της Εκκλησίας, που συμπορεύονται ιστορικά. Σε κάποιες εκφράσεις και πραγματώσεις του ο Χριστιανισμός, στα πρόσωπα των φορέων του φυσικά, ιδεολογικοποιείται και θρησκειοποιείται. Με την επικράτηση της «μυστηριολογικής ευσεβείας» ο επίσκοπος γίνεται ένα είδος αρχιερέα της κρατικής θρησκείας (π.χ. από τον δ αι.), η συγκεντρούμενη δε στα χέρια των επισκόπων δύναμη γίνεται συχνά εξουσιαστική και ανταγωνιστική προς εκείνη της Πολιτείας.

Βεβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι το πρόβλημα εδώ δεν είναι η πολιτική θεσμοποίηση της Εκκλησίας, αλλ᾽ η απώλεια του σκοπού υπάρξεώς της. Τοτε η προτεραιότητα των επιλόγων μετατοπίζεται από το υπερβατικό στις ενδοκοσμικές σκοπιμότητες, για τις οποίες χρησιμοποιείται η κοσμική εξουσία. Η θεσμοποίηση της εκκοσμικεύσεως συνέβη καθολικά στη Δυση και μερικά στην Ανατολή, κυρίως από τον 19ο αιώνα. Στην «καθ᾽ ημάς ανατολή» οι ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεψαν ποτέ την κρατικοποίηση της Εκκλησίας, αλλ᾽ αντίθετα την πολιτειοκρατία προτεσταντικού τύπου δια των Βαυαρών και του πραξικοπηματικού αυτοκεφάλου του 1833. Όπου, μάλιστα, η Εκκλησία ως ιεραρχία, αποβαίνει εξουσιαστική δύναμη, όπως στον Παπισμό, βρίσκεται συνεχώς σε μίαν αντιπαλότητα προς την πολιτική εξουσία. Ορθά δε επισημαίνει ο καθηγ. Χρ. Γιανναράς (Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, 1977, σ. 137), ότι η επιδίωξη επιβολής των «χριστιανικών αρχών» για την ηθικοποίηση της κοινωνίας είναι η πρώτη ιστορικά έκφραση ολοκληρωτισμού, που οδηγεί νομοτελειακά στη δογματοποίηση (προσοχή: αυτό σημαίνει απόδοση σωτηριολογικού χαράχτηρα) της «Plenitudo Potestatis» και της αλάθητης ηγεσίας. Παρόμοιες τάσεις δεν λείπουν, βέβαια, και στην Ανατολή, αλλά έμειναν ευτυχώς «τάσεις», απορριπτόμενες ως πλάνη και αντιχριστιανικότητα. Ο μοναχισμός, μάλιστα, ήδη από τον 4° αιώνα, παραμένει ιδιαίτερα στην Ανατολή δυναμική έμπρακτη διαμαρτυρία στην εκκοσμίκευση και αγώνας μόνιμος για τη συνέχεια του εκκλησιαστικού τρόπου υπάρξεως, της διακονικής δηλαδή μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο. Οι κανόνες, επίσης, της συνοδικής παραδόσεως αναδιαγράφουν συνεχώς τα όρια και την ποιότητα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκβαση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική, δηλαδή αντιχριστιανική.


3. Οξύ όμως είναι και το πρόβλημα της αντιμετωπίσεως εκκλησιαστικά της δαιμονικής επάρσεως της κοσμικής εξουσίας, με τον απόλυτό της μάλιστα συχνά χαραχτήρα. Ο χριστιανός έχει συνείδηση, ότι δεν είναι απλά πολίτης του κόσμου, αλλά της ουράνιας βασιλείας. Το «πολίτευμά» του είναι «εν ουρανοίς» (Φιλιππ. 3, 20). Η διαχρονική επιβίωση αυτής της συνειδήσεως διακριβώνεται στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (18ος αι.) στην αναφορά του στην «διπλή πατρίδα» τη «γήϊνη και ματαία» εδώ στη γη και την αιώνια «εν ουρανοίς». Ήδη τον β´ αι. ομολογείται (Προς Διόγνητον 5, 10), ότι «οι χριστιανοί πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και (=αλλά) τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους». Η νομιμοφροσύνη, συνεπώς, του Χριστιανού δεν είναι καρπός της επιβολής της πολιτειακής εξουσίας, αλλά της ενοικούσης σ’ αυτόν χάριτος. Ως πολίτης της ουράνιας βασιλείας ο Χριστιανός είναι ελεύθερος από την κοσμική εξουσία, διότι η υποταγή του σ’ αυτήν, «εν οις εντολή Θεού μη εμποδίζηται» (Μ. Βασίλειος, Ε.Π. 31, 861), είναι σχετική και πρόσκαιρη, όπως αποδεικνύει διαιώνια το μαρτύριο, ως αντίσταση στην πολιτική τυραννία.

Ακόμη όμως σημαντικότερο είναι το πρόβλημα του εναγκαλισμού της Εκκλησίας με την πολιτειακή εξουσία, έστω και αν η τελευταία εμφανίζεται ως ορθόδοξη, όπως συνέβη σε μας από τον 19ο αιώνα. Είναι γνωστά τα προβλήματα, που προκάλεσε ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» (μεταφορά από τα Επτάνησα και μετάφραση των δυτικών Established Church, Chiesa Dominante). Η βαυαρική επιβολή του Staattskirchentum –όχι χωρίς αντίσταση φυσικά– οδηγεί στον εφοδιασμό της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας (ας θυμηθούμε τον εντελώς αντορθόδοξο θεσμό της «αριστίνδην συνόδου», που εμφανίζεται σε κάθε ανώμαλη περίοδο του πολιτικού μας βίου), με εξουσίες, απλώς για την εξυπηρέτηση της Πολιτείας, οπότε στην ουσία λειτουργεί ως δέσμιά της (πρβλ. τα Ευαγγελικά, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, την αποδοχή του νέου ημερολογίου κ.λπ.). Ακόμη και στην περίπτωση του «χωρισμού» Εκκλησίας–Πολιτείας, όπως επικράτησε κατά τη δυτική διατύπωση να λέγεται (το ορθόδοξο=Βασιλείας–Ιερωσύνης) η πολιτειοκρατία μπορεί να αποβεί ακόμη σκληρότερη και εξουθενωτικότερη, με τις ανοικτές πλέον πιέσεις της προς την ανίσχυρη πια Ορθοδοξία (βλ. «Παραπέτασμα»).


4. Μονο στην περίπτωση της ορθά (δηλαδή κατά τους ιερούς και τους πολιτειακούς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας η συμφωνίας (κατά το γράμμα και το πνεύμα του κρατούντος Συντάγματός μας) ο εκκλησιαστικός χώρος διακονεί το λαό και όχι το κράτος, συνεργαζόμενος όμως μαζί του (άρθρο 2 του Καταστ. Χαρτη της Εκκλησίας, 1975). Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνορθόδοξη πολιτισμική παράδοση διακονούν τον ίδιο λαο, κάθε πλευρά με τον δικό της τρόπο. Η συναλληλία ως το μόνο σύμφωνο με την παράδοσή μας σύστημα σχέσεων, η τυχόν ανατροπή του οποίου θα επιφέρει καταστροφικές ρήξεις, συνιστά αλληλοπεριχώρηση των δύο πλευρών «εν τοις ιδίοις αυτών όροις τε και λόγοις» (για να χρησιμοποιήσω μια χριστολογική έκφραση–Μαξιμος Ομολογητής). Μη λησμονούμε, εξ άλλου, ότι υπερβάσεις στη χρήση της εξουσίας στη δική μας παράδοση γίνονται κατά κανόνα από την πλευρά της Πολιτείας, που αυτονοηματοδοτείται μεταφυσικά. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως συντελείται καπήλευση της θρησκευτικής πίστεως για την επιβολή καισαροπαπισμού εν ονόματι του Θεού. Ο Εκκλησιαστικός χώρος στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζει μια διπλή στάση, που καθορίσθηκε προγραμματικά από τον Ευσέβιο Καισαρείας (Hofservil–αυλοκόλακα τον αποκαλούν οι Γερμανοί) και τον Μ. Αθανάσιο (δ αι.) και φθάνει ως σήμερα.

Η άρση της δυσλειτουργίας δεν επιτυγχάνεται με εισαγόμενες λύσεις, αλλά με την επανεκκλησιοποίηση (για τη δυτικίζουσα από τον 19ο αι. Πολιτεία μας: αναπαλαίωση) των νοοτροπιών. Στο πρόβλημα αυτό τι σημαίνει, αλήθεια–, «αναζήτηση βάσεων για μια ανανεωμένη ευρωπαϊκή σύνθεση»; Ποιοί καθορίζουν τη σύνθεση αυτή; Οι ευρωπαϊκές λαότητες η το κατά τον μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου αθέατο διευθυντήριο; Έχω την εντύπωση, ότι από τη «Μαδρίτη» (1991) επανήλθαμε στην «Ευρώπη των λαών και των πολιτισμών» και στο σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων. Μια επιβαλλόμενη ενιαιοποίηση θα ισοπεδώσει τις πολιτισμικές παραδόσεις των μικρών λαών (εθνών), όπως έλεγε ο δάσκαλός μου στην Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος). Μη λησμονούμε δε, ότι, αν «πολιτικά ανήκωμεν εις την Δυσιν», πνευματικά ανήκομεν στην Ορθόδοξη Ανατολή και κάθε αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ερήμην των άλλων Ορθοδόξων αδελφών μας και εις βάρος της Πανορθοδόξου ενότητας. Τη βούλησή του, άλλωστε, στο πρόβλημα αυτό έχει εκφράσει επανειλημμένα ο λαός μας με τις κατά καιρούς σφυγμομετρήσεις και κατ᾽ εξοχήν με τη στάση του στον «πολιτικό γάμο».

Η διατήρηση του συντάγματος, ως έχει, στα άρθρα 3 και 13, διακρατεί μεν την εθνική ταυτότητά μας, αλλά και λύει το πρόβλημα των αληθινών (και όχι κατασκευαζομένων) θρησκευτικών μειονοτήτων της Χωρας μας. Η παρουσία δε της ελληνορθόδοξης παραδόσεως στα όρια της Ενωμένης Ευρώπης, ως μόνιμη υπομνήση του ευρωπαϊκού παρελθόντος, θα βοηθεί την αξιολόγηση και αξιοποίηση των σχέσεων Εκκλησίας–Πολιτείας και στον ευρωπαϊκό χώρο, στα όρια της πλουραλιστικής αντιδόσεως και όχι μιας (επιδιωκόμενης από κάποιους) μονοδρομικής «μετακενώσεως».

Πηγή: ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Αποστολος0
Δημοσιεύσεις: 133
Εγγραφή: Τρί Σεπ 19, 2017 7:00 pm

Εκκλησία και κοσμική εξουσία

Δημοσίευσηαπό Αποστολος0 » Κυρ Φεβ 11, 2018 9:19 pm

Επιτρέπεται ανώτεροι ιεράρχες της Ορθοδόξου εκκλησίας να κατέχουν ανώτατα πολιτικά(κοσμικά) αξιώματα;Ας πούμε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ ήταν ταυτόχρονα και πρόεδρος της Κύπρου ενώ και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός αν δε κάνω λάθος υπήρξε αντιβασιλέας.Πόσο αποδεκτό είναι αυτό από την εκκλησία μας,τους κανόνες της και τους χριστιανους;



Άβαταρ μέλους
Θεόδωρος22
Δημοσιεύσεις: 308
Εγγραφή: Κυρ Οκτ 30, 2016 3:37 pm

Re: Εκκλησία και κοσμική εξουσία

Δημοσίευσηαπό Θεόδωρος22 » Κυρ Φεβ 11, 2018 11:40 pm

Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι θετικό γιατί διασφαλίζεται ο χριστιανικ τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους με νόμους την χριστιανικη διδασκαλία. Η εκκλησία και το κράτος δεν πρέπει να διαχωρίζονται,ο διαχωρισμός κράτους-εκλλησιας είναι αντιχριστιανική πρακτική.



Πέτρος
Δημοσιεύσεις: 1646
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 19, 2015 9:32 am

Re: Εκκλησία και κοσμική εξουσία

Δημοσίευσηαπό Πέτρος » Δευτ Φεβ 12, 2018 8:38 am

Πως θα γίνει ρε παιδιά!
Και πατριάρχης και πλανητάρχης!



Άβαταρ μέλους
heavenandearth
Δημοσιεύσεις: 303
Εγγραφή: Τρί Ιαν 02, 2018 1:19 pm
Τοποθεσία: Νεκταρία, Αθήνα

Re: Εκκλησία και κοσμική εξουσία

Δημοσίευσηαπό heavenandearth » Δευτ Φεβ 12, 2018 9:34 am

Εμένα πάλι δεν μου αρέσει να έχω κοσμικό αρχηγό τον πνευματικό ηγέτη, γιατί η εξουσία διαφθείρει και θέλω ο ιερέας να είναι ελεύθερος από κοσμικές ασχολίες, σκοτεινές επιλογές και μη πνευματικά διλήμματα. Επίσης θέλω κάποιος να έρθει κοντά στο Χριστό από μόνος του, όχι γιατί τον υποχρεώνει το κράτος ή ο νόμος. Από την άλλη μου αρέσει οι ιερείς μας να παίρνουν θέση, στο κάτω κάτω πολίτες είναι, πνευματικοί ηγέτες είναι, άνθρωποί σκεπτόμενοι είναι και ζητάμε την καθοδήγησή τους.

Ή παππάς παππάς, ή ζευγάς ζευγάς :D


Αγαπάτε αλλήλους.

Πέτρος
Δημοσιεύσεις: 1646
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 19, 2015 9:32 am

Re: Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Δημοσίευσηαπό Πέτρος » Δευτ Φεβ 12, 2018 10:04 am

Εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει.

Σε ένα κράτος υπάρχουν διάφορες και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα και
αντίστροφα μία θρησκεία ή ένα δόγμα έχει πιστούς σε διαφορετικά κράτη.



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 12, 2018 10:09 am

Τα έχουμε ήδη πει. Η Εκκλησία δεν είναι εξουσία. Η συμμετοχή των κληρικών στα πολιτικά κόμματα απαγορεύεται από τους Κανόνες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας σπάνια καταλαμβάνουν θέσεις κοσμικής εξουσίας και μόνο σε έκτακτες καταστάσεις, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Η θεοκρατικές πρακτικές δεν έχουν καμία σχέση με την Ορθοδοξία, αλλά με άλλα δόγματα ή θρησκείες. Η εμπειρία από τα θεοκρατικά καθεστώτα είναι πάντα αρνητική.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Θεόδωρος22
Δημοσιεύσεις: 308
Εγγραφή: Κυρ Οκτ 30, 2016 3:37 pm

Re: Είναι η Εκκλησία εξουσία;

Δημοσίευσηαπό Θεόδωρος22 » Δευτ Φεβ 12, 2018 11:10 am

Ο Μακάριος απέδειξε ότι συνδύασε άψογα τα δύο αξιώματα του αυτό του προέδρου και αυτό του αρχιεπισκόπου. Θεωρείται εθνάρχης στην Κύπρο, όσες φορές μίλησα με Κυπρίους νοσταλγούν τη διακυβέρνηση Μακάριου. Γιατί λοιπόν πιστεύεις Νίκο ότι η εμπειρία από τη διακυβέρνηση κληρικών Ορθοδόξων είναι κακή; Αποδεικνύεται από τη διακυβέρνηση Μακάριου το αντίθετο. Αν δε κάνω λάθος η εισβολή του 1974 έγινε μετά το πραξικόπημα το οποίο έφερε στην Κύπρο η Χούντα της Ελλάδας για να ανατρέψει τον Μακάριο. Πως λοιπόν λέγεται ότι η εμπειρία είναι αρνητική;




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 9 και 0 επισκέπτες