Δημοσίευσηαπό Νίκος » Δευτ Φεβ 03, 2020 5:53 pm
(4η Συνέχεια)
Αποσπάσματα από το βιβλίο: "Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"
Β ́Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
(Γεν. 1,26-28. 2,4-7. 21-24)
1. Ὁ ἄνθρωπος «κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος
α. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί αὐτός κτίσμα Θεοῦ, εἶναι ὅμως τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα κτίσματα. Καί ὑποδηλώνεται αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη, πρῶτον μέν μέ τό ὅτι παρουσιάζεται νά δημιουργεῖται τελευταῖος, σάν κορύφωμα ὅλης τῆς δημιουργίας, δεύτερον δέ μέ τό ὅτι δημιουργεῖται κατά ἀνώτερο τρόπο. Γιά τά ἄλλα ὄντα ὁ Θεός «εἶπε καί ἐγενήθησαν»(Ψαλμ.32,9)· γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος στά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Θεότητος, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, λέγει «ποιήσωμεν». Καί ἀκόμη περισσότερο, ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. «Καί εἶπεν ὁ Θεός· “Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ ̓εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ ̓ ὁμοίωσιν”» (Γεν. 381,26).
Αὐτό εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν καθιστᾶ τό ἀνώτερο δημιούργημα: Τό ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· τό ὅτι πλάστηκε μέ τήν δυνατότητα νά θεωθεῖ, νά μετάσχει στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά ὄντα, καί ὁ ἄνθρωπος μαζί, ἔγιναν ἀπό τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· καί ὅλα λοιπόν, καί τά ζῶα καί τά φυτά, μετέχουν στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως καί οἱ ἄγγελοι, ἐπειδή δημιουργήθηκαν «κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ», μετέχουν καί στήν σοφοποιό καί στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ξαναλέγομε εἶναι τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, τό ὅτι εἶναι πλασμένος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει γι ̓ αὐτό τήν δυνατότητα νά γίνει ἅγιος.
Ἄς ποῦμε ὅμως ἐδῶ ὅτι ἡ Βίβλος καί ἡ Ἐκκλησία βλέπει συνολικά ὅλο τόν ἄνθρωπο, ὅπως βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, καί ὡς ψυχή καί ὡς σῶμα. Ἔτσι τό «κατ ̓ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» στόν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία τό βλέπει καί στό σῶμα του. «Οὐ γάρ ἄνευ τοῦ σώματος ἡ ψυχή “εἰκών” εἴρηται» (Προκόπιος, MPG 87A,120). Καί ὁ ἅγιος Γρη-γόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: «Ἰσχυρισαίμην γάρ ἐκ τῆς γραφικῆς ἀνθρώπου φυσιολογίας ὁρμώμενον, μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον, ὅν δή κατ ̓ εἰκόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται» (MPG150,1361BC).
Μία ἀπορία ὅμως μπορεῖ νά ἐκφράσει ἐδῶ κάποιος: Πῶς μπορεῖ νά λέγομε ὅτι τό «κατ ̓ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» στόν ἄνθρωπο ἀναφέρεται καί στό σῶμα του, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Δέν εἶναι «ἀνθρωπόμορφον» τό θεῖον. (15) Ὥστε, λοιπόν, πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα, γιά νά νοήσουμε ὅτι καί κατά τό σῶμα του ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ! Στήν συνέχεια τοῦ παραπάνω λόγου τῆς Γενέσεως πού μελετήσαμε, διαβάζουμε ἕνα ὡραῖο ὅσο καί περίεργο στίχο, πού λέγει: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν»(στίχ. 27). Τό περίεργο τοῦ στίχου εἶναι ὅτι εἰσάγει δεύτερο Θεό, γιατί, κατ ̓εἰκόνα ποίου Θεοῦ ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ! Κατά τήν ἑρμηνεία λοιἄνθρωπος ἔγινε κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄς τόλέγομε ποιό εἰδικά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατάτήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπή-σαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ! (16)
___________________________________________________________________________________________
15. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, MPG. 53,72.
16. Καί εἰς Γεν. 9,6 ὁ Θεός λέγει: «Ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποί-ησα τόν ἄνθρωπον». Ὁ Σέργιος Bulgakoff στό ἔργο του Du Verbe incarne (Agnus Dei) 1943, σελ. 61 λέγει: «Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ. Τοῦτο σημαίνει ἀκριβῶς, ὅτι ἐπλάσθη κατ ̓ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι διά τόν ἄνθρωπονὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀποκάλυψις καί ἡ πραγματοποίησις τῆς εἰκόνος ταύτης. Ἡ εἰκών τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐρχομένου, περιλαμβάνεται ἐν τῷ πρώτῳ ἀνθρώπῳ οὐ μόνον ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ... καί οὐχί μόνον ἐν τῷ πνεύματι αὐτοῦ... ἀλλ ̓ ἐν τῇ ἑνώσει τῶν δύο φύσεων εἰς μίαν ὑπόστασιν» (Ἡ παράθεση ἀπό τήν σπουδαιοτάτη μελέτη τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ μας Π. Μπρατσιώτου, Τό Γενέσεως Α ́26 ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ θεολογίᾳ, 1953, σελ.13).
____________________________________________________________________________________________
β. Σέ τί συνίσταται τό «κατ ̓ εἰκόνα» καί «καθ ̓ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο; Συνήθως ἑρμηνεύεται ὅτι τό «κατ ̓ εἰκόνα» ἀναφέρεται στήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου, στό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, στήν κυριαρχία του ἐπί τῆς κτίσεως καί στήν ἀθανασία του, μέ τήν δυνατότητα τῆς ὁποίας αὐτός ἐπλάσθη (Βλ.Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου πίστεως Β ́12). Καί μέ αὐτά τά χαρίσματα τοῦ «κατ ̓εἰκόνα» ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά ἀναπτυχθεῖ πνευματικά καί νά ἀποβεῖ «καθ ̓ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, νά πετύχει δηλαδή τήν θέωση. Ὥστε μέ αὐτή τήν ἑρμηνεία διαχωρίζονται οἱ δύο ἐκφράσεις. Τό «καθ ̓ ὁμοίωσιν» εἶναι τό τέλος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει τό «κατ ̓ εἰκόνα». Τήν ἑρμηνεία αὐτή ἐκφράζουν καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Λόγου χάριν ὁ ἅγιος Ἰωάννηςὁ Δαμασκηνός λέγει: «Τό μέν γάρ κατ ̓ εἰκόνα τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον· τό δέ καθ ̓ὁμοίωσιν, τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν» (MPG 94,920). (17)
____________________________________________________________________________________________
17. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Τό μέν “κατ ̓ εἰκόνα”φύσει δέδοται ἡμῖν καί ἀμετάβλητον ἐξ ἀρχῆς· τό δέ “καθ ̓ ὁμοίωσιν” ἐκ προαιρέσεως καί οἴκοθεν κατορθοῦμεν ὕστερον».«Ὥστε τό μέν “κατ ̓ εἰκόνα” Θεοῦ, ἀρχή ἐστι καί ρίζα τοῦἀγαθοῦ, ἥν εὐθύς ἐν τῷ κτίζεσθαι συγκαταβεβλημένην τῇφύσει μου ἔσχηκα· τό δέ “καθ ̓ ὁμοίωσιν” Θεοῦ, ἔσχατον ἐκτῶν ἔργων μου καί τῶν περί τά καλά πόνων καί τῆς πρός ὅλην ζωήν ἐναρέτου διαγωγῆς περιγίνεταί μοι» (MPG30,29.32).
____________________________________________________________________________________________
Ὅμως ἄλλοι Πατέρες(λόγου χάριν ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (MPG 78,804.Πρβλ. Μ. Βασιλείου MPG30,32) έ-χονται τίς ἐκφράσεις «κατ ̓ εἰκόνα» καί «καθ ̓ὁμοίωσιν» ὡς παράλληλες καί ταυτόσημες.
Καλύτερα, νομίζω, εἶναι νά ποῦμε ὅτι τό«κατ ̓ εἰκόνα»τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἀναφέ-ρεται ὄχι στό νοερό καί στό αὐτεξούσιό του,στήν κυριαρχία του ἐπί τῆς κτίσεως κ.λπ., γιατίαὐτά τά ἔχει καί τά ἀναπτύσσει κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ὁ ἄπιστος στόν Θεό· ἀλλά καλύτερα εἶναι νά ποῦμε ὅτι τό «κατ ̓ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἔμφυτη σ ̓ αὐτόν τάση του καί ὁρμή του πρός τόν Θεό. Ἤ, ὅπως τό λέγει ὡραῖα ὁ Ἀνδροῦτσος, «ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ θεία εἰκών ἀνήκει εἰς τό πνευματικόν αὐτοῦ μέρος,καθ ̓ ὅσον τοῦτο φέρεται πρός τόν Θεόν» (Δογ-ματική σελ. 137). Ἀκόμα σαφέστερα λέγει τήν ἰδέα αὐτή ὁ Καθηγητής Βασίλειος Βέλλας:«Ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνυπάρχουσα εἰκών τοῦ Θεοῦ δέν ἔγκειται μόνον εἰς τήν πνευματικήν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν καί ἀθανασίαν, ὡς συνήθως τονίζεται, ἀλλ ̓ ἐπειδή ὁ Ἰσραηλίτης τόν Θεόν προσεπάθησε νά κατανοήσῃ καί πλησιάσῃ οὐχί διά τῆς θεωρητικῆς σκέψεως, ἀλλά κυρίως διά τῶν ἠθικῶν δυνάμεων, παραστήσας τοῦτον ὡς τό Ὕψιστον ἠθικόν ὄν, τό ἀπολύτως ἅγιον, διά τοῦτο καί τό θεῖον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ στοιχεῖον ἔγκειται καί εἰς τήν συνείδησιν καί γνῶσιν τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν ἀφ ̓ ἑνός καί εἰς τήν δυνατότητα καί προσπάθειαν ἀφ ̓ ἑτέρου τῆς ἀναπτύξεως τῶν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τεθειμένων ἠθικῶν ἀξιῶν» (Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Παλαιάν Διαθήκην,2σελ. 8-9). Καί πιό συγκεκριμένα ὁ Καθηγητής Π. Μπρατσιώτης λέγει ὡραῖα: «Ὡς κύριον καί οὐσιῶδες στοιχεῖον τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐκδεχόμεθα τήν ἀγάπην, στηριζόμενοι ἀφ ̓ ἑνός μέν ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Ματθ. ε ́45-48, Λουκ. ς 35-36, Ἰω. ιζ ́ 11-21, Α ́ Ἰω.δ ́ 7-12.16), ἀφ ̓ ἑτέρου δ ̓ ἐπί τῶν Πατέρων. Ἄξιον δέ παρατηρήσεως ὅτι πρός τήν ὑψηλήν ταύτην ἀλήθειαν δέν παρέμεινεν ὅλως ξένη, ὑπό τήν ἐπίδρασιν τοῦ σπερματικοῦ λόγου, οὐδέ ἡ ἑλληνική διανόησις τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς, ὡς βλέπομεν π.χ. ἐν τῇ βαρυσημάντῳ ρήτρᾳ τῆς Ἀντιγόνης ἐν τῇ φερωνύμῳ τραγωδίᾳ τοῦ Σοφοκλέους (D523: “οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν”)» (Στήν σπουδαιοτάτη μελέτη του Τό Γενέσεως Α ́ 26 ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ θεολογίᾳ, 1953, σελ. 16. Στήν αὐτήν μελέτη παρα-τίθεται καί τό ἑξῆς ὡραῖο χωρίο τοῦΧρυσοστόμου: «Ἡ ἀγάπη μάλιστα ἐγγύς εἶναιποιεῖ Θεοῦ... Τό φιλεῖν τοῦτο κοινόν ἡμῖν καί τοῦ Θεοῦ»).
(Συνεχίζεται)
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.