O AΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

O AΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Πέμ Αύγ 23, 2012 10:58 am

Εικόνα

Τον λέγανε Ιωάννη και ήταν δώδεκα χρονών. Ζούσε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα. Ο πατέρας του Ευτρόπιος, που ήταν συγκλητικός, είχε παντρευτεί τη Θεοδώρα, κόρη γνωστής οικογένειας της Κωνσταντινουπόλεως. Κι οι δυό τους άνηκαν στους ευγενείς και ήσαν πλούσιοι.

Από την αφήγηση συμπεραίνουμε ότι ο Ιωάννης πρέπει να ήταν μοναχογιός. Οι γονείς του φρόντισαν να του προσφέρουν καλή μόρφωση, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρθηκαν να του δώσουν και σωστή αγωγή. Χαρακτηριστική ήταν η αρχή τους να μην έχει το παιδί χρήματα πέρα από τα αναγκαία και να αποφεύγει εξωσχολικές συντροφιές ακόμη και με τους συμμαθητές του.

Φαίνεται ότι η μέριμνα των γονιών για το παιδί τους περιοριζόταν σε μια κοσμική αγωγή σύμφωνη με το πνεύμα της τότε άρχουσα τάξης που κύριο μέλημα ήταν η κοινωνική αναγνώριση και προβολή.

Όμως το παιδί διακρινόταν για την ευαισθησία του και την ευγένειά του.

Προφανώς η τυπική κοσμική ηθική του περιβάλλοντός του δεν το γέμιζε.
Το κενό αυτό κάλυψε ξαφνικά η γνωριμία του με ένα μοναχό, άγνωστου σε μας ονόματος, που προερχόταν από τη γνωστή Μονή των Ακοιμήτων της Βιθυνίας. Η καινούργια του εμπειρία τον οδήγησε στην απόφαση να αφήσει τον κόσμο και να περάσει σε έναν άλλον τρόπο ζωής που ένιωθε ότι του ταίριαζε περισσότερο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχό και να περιβληθεί το τίμιο ένδυμα του ολοκληρωτικά δοσμένου στο Θεό.

Στην πρόταση του μονάχου να πραγματοποιήσει ο νέος την επιθυμία του αφού ανακοινώσει την πρόθεσή του στους γονείς του, ο Ιωάννης του είπε: «Κύριε μου, είμαι ο μόνος που ξέρω την καρδιά των γονιών μου και την αγάπη που έχουν για μένα, ιδιαίτερα μάλιστα της μητέρας μου. Αν μάθει το σκοπό μου, τα δάκρυα της θα αναστείλουν την πρόθεση μου. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε χωρίς να το μάθει». Ο μοναχός απάντησε: «Ας κάνουμε όπως θέλεις παιδί μου· γνωρίζω ότι ο Κύριος ευλογεί την επιθυμία σου»

Τότε ο Ιωάννης παίρνει το μοναχό και κατεβαίνει στο γιαλό, όπου βρίσκει πλοίο. Αναζήτα τον πλοίαρχο και του λέει: «Αδελφέ, σε παρακαλούμε να μας νοικιάσεις το πλοίο σου και να μας πας στα μέρη της Μονής των Ακοιμήτων». Κι ο πλοίαρχος του απάντησε: «Εγώ γι’ αυτή τη δουλειά βρίσκομαι εδώ, για να φορτώσω το πλοίο μου. Για το ταξίδι σας χρειάζομαι εκατό νομίσματα». Ο Ιωάννης του απάντησε: «Περίμενε, αδελφέ, τρεις μέρες και θα το νοικιάσω».

Μετά τη συμφωνία γύρισαν πίσω. Τότε ο Ιωάννης είπε κατ’ ιδίαν στο μοναχό: «Το κόστος του ταξιδιού είναι ακριβό, ωστόσο είναι καλύτερο να φύγω από τους γονείς μου πολύ νέος παρά να με κρατήσουν. Πάω να μιλήσω στους γονείς μου με τρόπο διπλωματικό για να μου δώσουν χρήματα ώστε να μπορέσουμε να πληρώσουμε τον καπετάνιο». Kι ο μοναχός του απάντησε: «Πήγαινε, παιδί μου, και ο Κύριος θα τα φέρει δεξιά».

Όταν ο Ιωάννης συνάντησε τη μητέρα του της είπε: «Μητέρα, που με ανέθρεψες από μικρό όπως λίγες μητέρες ανάθρεψαν τα παιδιά τους, επειδή με αγαπάς δίχως όρια και ικανοποίησες κάθε μου επιθυμία, μια ακόμα παράκληση έχω για σένα και τον πατέρα μου». Κι η μητέρα του λέει: «Ζήτησε ό,τι θέλεις». Κι ο γιός της τότε της άπαντα: «Όλα τα παιδιά του σχολείου με προσκαλούσαν να φάμε όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές. Κι εγώ μην μπορώντας να τους το ανταποδώσω δε θέλω πια ούτε στο σχολείο να πάω, επειδή ντρέπομαι».

Τότε η μητέρα του λέει: « Περίμενε σήμερα, παιδί μου, κι εγώ θα πείσω τον πατέρα σου να σου δώσει χρήματα και συ χρησιμοποίησε τα όπως θέλεις». Όταν η μητέρα συνάντησε τον άνδρα της του μετέφερε τα λόγια του παιδιού τους. Κι ο πατέρας χωρίς δισταγμό της απαντά: «θα του δώσω εκατό νομίσματα και συγχρόνως ένα φύλακα για να τον προσέχει, ώστε το παιδί να μην ξεκλίνει σε αισχρές και άκαιρες ανάγκες». Με την πρόταση του πατέρα έμεινε σύμφωνη και η μητέρα. Η ίδια στη συνέχεια φώναξε τον Ιωάννη και μπροστά στον πατέρα του έδωσαν τα χρήματα και τον υπηρέτη που θα τον φύλαγε.

Όταν ο Ιωάννης πήρε τα νομίσματα έτρεξε με μεγάλη χαρά στον αββά, μαζί με το φύλακά του. Λέει στο μοναχό: «Κύριε, ο άνθρωπος αυτός που με συνοδεύει είναι δικός μου και θα παραμείνει μαζί σου ώσπου να πάω να βρω τους συμμαθητές μου για να ορίσω σ’ αυτούς την ήμερα της υποδοχής».

Ο Ιωάννης φεύγει, κρατώντας τα χρήματα, και πάει να βρει τον καπετάνιο . Όταν τον συνάντησε του είπε: « Αδελφέ, θα μισθώσεις το πλοίο σου μόνο για το μοναχό και για μένα». Ο καπετάνιος απάντησε: «Σου είπα ότι η εκμίσθωση του πλοίου είναι ακριβή. Αν όμως θέλετε, μπορώ να σας πάρω μαζί με το φορτίο μου». Κι ο νέος του απαντά: «Πάρε το μισθό σου και φρόντισέ μας». Ταυτόχρονα του δίνει τα χρήματα και του λέει: «Σε παρακαλώ να ελέγξεις τον αέρα κι όταν δεις ότι ο άνεμος είναι κατάλληλος για ταξίδι ειδοποίησε με». Ο καπετάνιος πήρε τα χρήματα και του λέει: «Πήγαινε εν ειρήνη, κύριε μου, κι εγώ θα σας μεταφέρω». Όταν ο Ιωάννης επέστρεψε, διηγήθηκε στον αββά, κρυφά από το παιδί που τον φύλαγε, τα γεγονότα.

Η μέρα της αναχωρήσεως δε άργησε. Βρήκαν τρόπο να απαλλαγούν από το φύλακα, ανέβηκαν στο πλοίο και έβαλαν πλώρη για τον προορισμό τους. Όταν έφτασαν στη μονή των Ακοιμήτων δέχτηκαν τον Ιωάννη, παρά την ηλικία του. Αλλά δεν περιορίστηκαν μέχρις εδώ. Η επίμονη αίτησή του να λάβει το μοναχικό ένδυμα εκτιμήθηκε από τον ηγούμενο και του το παραχώρησε. Ο νέος μοναχός αποδείχτηκε άξιος σε όλα.

Ο αδόκιμος όμως τρόπος του ξεκινήματός του για το μοναχισμό φαίνεται ότι τον προβλημάτιζε. Έτσι, μετά από έξι χρόνια ασκήσεως στο μοναστήρι επέστρεψε, με την άδεια του ηγουμένου, στην οικογένεια του. Η επιστροφή όμως αυτή ήταν ιδιόμορφη. Χωρίς να τον γνωρίσουν οι γονείς του, τους ζήτησε την άδεια να φτιάξει μια καλύβα σε ένα μέρος της μεγάλης αυλής του αρχοντικού και να εγκαταβιώσει εκεί. Οι γονείς του έδωσαν τη συγκατάθεση, χωρίς ωστόσο να περάσει απ’ το μυαλό τους ούτε ίχνος απορίας για το ποιος ήταν ο μοναχός. Τον γνώρισαν όταν ο Ιωάννης διαισθάνθηκε την κοίμησή του και κάλεσε τη μητέρα του. Βεβαίωση ότι ήταν ο γιός της υπήρξε ένα πολύτιμο Ευαγγέλιο που του το είχαν χαρίσει όταν ήταν μικρός. Όταν εκδήμησε εις Κύριον τον έθαψαν στον τόπο της καλύβας του. Πάνω στο μνήμα του οικοδομήθηκε ναός.

(Ηλία Βουλγαράκη. «Καθημερινές ιστορίες Αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο». Εκδ. Μαΐστρος. Αθήνα, 2007)


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 4 και 0 επισκέπτες