Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Παρ Αύγ 24, 2012 12:17 pm

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Αυτή τη φορά θα ξεκινήσουμε το αφιέρωμά μας στον Άγιο με μια σειρά από video αφιερωμένα στο Μοναστήρι του στην Αίγινα και στο βίο του:













Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Γαβριήλ
Δημοσιεύσεις: 110
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:36 pm

Re: Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Δημοσίευσηαπό Γαβριήλ » Παρ Αύγ 24, 2012 12:18 pm

Διδαχές τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου
9 Νοεμβρίου, 2011 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Πρόλογος

Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο θαυματουργός, αποτελεί ένα δώρο του Θεού στον κόσμο, στις πενιχρές μέρες του εικοστού αιώνα. Στο πρόσωπό του ανακαλύπτει κανείς ένα μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, όπου η αγιότητα του βίου συνδυάζεται με τη χάρη της θαυματουργίας και την ορθόδοξη διδασκαλία.

Γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης το 1846. Παρακολουθώντας την ιστορική διαδρομή του βίου του, τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη, δεκατετράχρονο παιδί, να εργάζεται και να σπουδάζει στη Νέα Μονή της Χίου, να κείρεται μοναχός (1876) και να χειροτονείται διάκονος (1877)· στην Αθήνα, να ολοκληρώνει τις θεολογικές του σπουδές (1885)· στην Αίγυπτο, να διακονεί επί μία πενταετία στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Εκεί χειροτονείται πρεσβύτερος (1886) και επίσκοπος Πενταπόλεως (1889).

Εξαιτίας του φθόνου που προκαλεί το πολυδιάστατο έργο του, συκοφαντείται και απομακρύνεται από το Πατριαρχείο. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1890, όπου περιφέρεται ως απλός ιεροκήρυκας μέχρι το 1894, που αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής. Το 1908 για λόγους υγείας παραιτείται και αποσύρεται στην Αίγινα, στη γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος, που ο ίδιος έχει ιδρύσει από το 1904. Εκεί παραμένει, ως πνευματικός της Μονής, μέχρι το τέλος της ζωής του (1920).

Μία ιερή πορεία εβδομηντατεσσάρων χρόνων, κατάφορτη από καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται. Ταυτίζει το θέλημά του με τη θεία θέληση και γίνεται ο άνθρωπος του Θεού, ο “παθών και μαθών τα θεία”. Λειτουργεί σαν άγγελος, προσεύχεται χωρίς να πατάει στη γη. Αναδεικνύεται ένθερμος εραστής της Αγίας Τριάδος και εγκάρδιος υμνητής της Υπεραγίας Θεοτόκου. Θεολόγος θεόπνευστος και συγγραφέας ακούραστος. Κηρύττει, εξομολογεί, νουθετεί, θυσιάζεται για τον πλησίον. Οι ελεημοσύνες του άπειρες. Οι θαυματουργίες του ανεξάντλητες. Η παρουσία του γαληνεύει, ειρηνεύει, εμπνέει τους πάντες. Είναι αληθινά μεγάλος, γι’ αυτό και βαθιά ταπεινός. Είναι αρχιερέας του Υψίστου, αλλά γίνεται και καθαριστής, κηπουρός, τσαγκάρης και χτίστης, μέχρι τα γεράματά του. Συκοφαντείται βαριά κι εκείνος ειρηνικά υπομένει, προσεύχεται, συγχωρεί, ευχαριστεί για όλα. Ένας πιστός μιμητής του πράου και ταπεινού Ιησού, που η Εκκλησία μας ανακηρύσσει επίσημα ως Άγιο το 1961.

Απαύγασμα αυτής της αγίας του ζωής αποτελούν τα γραπτά του κείμενα. Παρουσιάζουμε ένα μικρό απάνθισμα των επιστολών του, διασκευασμένο στη σημερινή μας γλωσσική μορφή. Μια συλλογή από σύντομες και περιεκτικές διδαχές του Αγίου, που αναφέρονται στην πνευματική ζωή και τον αγώνα του χριστιανού.

Ας είναι τούτο το τεύχος μία προσφορά αγάπης προς τους φιλοσίους αδελφούς μας και συγχρόνως ένα κερί ευγνωμοσύνης στον Άγιο του αιώνα μας, με αφορμή τη φετινή επέτειο των 150χρονων από τη γέννησή του.

Ωρωπός, 1 Οκτωβρίου 1996 150η επέτειος γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Διδαχές

Ο δρόμος της ευτυχίας


Τίποτε δεν είναι μεγαλύτερο απ’ την καθαρή καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιά γίνεται θρόνος του Θεού. Και τι είναι ενδοξότερο από το θρόνο του Θεού; Ασφαλώς τίποτε. Λέει ο Θεός γι’ αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά:

«Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» (Β’ Κορ. 6,16).

Ποιοί λοιπόν είναι ευτυχέστεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους; Και από ποιό αγαθό μπορεί να μείνουν στερημένοι; Δεν βρίσκονται όλα τ’ αγαθά και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις μακάριες ψυχές τους;

Τι περισσότερο χρειάζονται; Τίποτε, στ’ αλήθεια, τίποτε! Γιατί έχουν στην καρδιά τους το μεγαλύτερο αγαθό: τον ίδιο το Θεό!

Πόσο πλανιούνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία μακριά από τον εαυτό τους, στις ξένες χώρες και τα ταξίδια, στον πλούτο και στη δόξα, στις μεγάλες περιουσίες και στις απολαύσεις, στις ηδονές και σ’ όλες τις χλιδές και ματαιότητες που κατάληξή τους έχουν την πίκρα! Η ανέγερση του πύργου της ευτυχίας έξω από την καρδιά μας, μοιάζει με οικοδομή που χτίζεται σε έδαφος που σαλεύεται από συνεχείς σεισμούς. Σύντομα ένα τέτοιο οικοδόμημα θα σωριαστεί στη γη…

Αδελφοί μου! Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό, και μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση. Μήπως έχασε την παρρησία της προς το Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των εντολών Του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς το Θεό και τον πλησίον;

Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους…

Δυστυχώς, εκείνος που παραμέλησε την καρδιά του, στερήθηκε όλα τ’ αγαθά και έπεσε σε πλήθος κακών. Έδιωξε τη χαρά και γέμισε με πίκρα, θλίψη και στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και απόκτησε άγχος, ταραχή και τρόμο. Έδιωξε την αγάπη και δέχθηκε το μίσος. Έδιωξε, τέλος, όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος που δέχθηκε με το βάπτισμα, και οικειώθηκε όλες τις κακίες εκείνες, που κάνουν τον άνθρωπο ελεεινό και τρισάθλιο.

Αδελφοί μου! Ο Πολυέλεος Θεός θέλει την ευτυχία όλων μας και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό ίδρυσε και την αγία Του Εκκλησία. Για να μας καθαρίζει αυτή από την αμαρτία, να μας αγιάζει, να μας συμφιλιώνει μαζί Του, να μας χαρίζει τις ευλογίες του ουρανού.

Η Εκκλησία έχει ανοιχτή την αγκαλιά της για να μας υποδεχθεί. Ας τρέξουμε γρήγορα όσοι έχουμε βαρειά τη συνείδηση. Ας τρέξουμε, και η Εκκλησία είναι έτοιμη να σηκώσει το βαρύ φορτίο μας, να μας χαρίσει την παρρησία προς το Θεό, να γεμίσει την καρδιά μας με ευτυχία και μακαριότητα…

Το άγιο βάπτισμα

«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27).

Πόσο μεγάλη αλήθεια μας επισημαίνει μ’ αυτά τα λόγια ο απόστολος Παύλος!

Οι βαπτισμένοι χριστιανοί δεν φορούν τον παλαιό άνθρωπο με τα πάθη και τις αμαρτωλές επιθυμίες του, αλλά είναι ντυμένοι τον καινούργιο άνθρωπο, ντύθηκαν τον ίδιο το Χριστό που ζει τώρα μέσα στις καρδιές τους. Και η λέξη “ντύθηκαν” δεν αναφέρεται σε κάποια απλή και εξωτερική στολή, αλλά σε κάτι βαθύτερο, σε κάτι ουσιαστικό και αναφαίρετο.

Με την πίστη μας στο Χριστό και με τη βάπτισή μας ντυνόμαστε τον ίδιο το Χριστό και γινόμαστε παιδιά του Θεού, οικητήρια του Παναγίου Πνεύματος, ναοί του Θεού, άγιοι και τέλειοι, Θεοί κατά χάριν.

Ώστε, λοιπόν, ρίξαμε από πάνω μας τη φθορά και ντυθήκαμε την αφθαρσία. Ξεντυθήκαμε τον άνθρωπο της αμαρτίας και ντυθήκαμε τον άνθρωπο της δικαιοσύνης και της χάριτος. Διώξαμε το θάνατο και ντυθήκαμε την αθανασία…

Συλλογισθήκαμε όμως και τις μεγάλες υποχρεώσεις, που, με το βάπτισμά μας, αναλάβαμε ενώπιον του Θεού; Συνειδητοποιήσαμε ότι οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά του Θεού και σαν αδελφοί του Κυρίου μας; Ότι έχουμε χρέος να συνταυτίσουμε το δικό μας θέλημα με το θέλημα του Θεού; Ότι πρέπει, σαν παιδιά δικά Του, να μένουμε ελεύθεροι από την αμαρτία; Ότι οφείλουμε να Τον αγαπάμε μ’ όλη μας τη δύναμη, απ’ τα βάθη της ψυχής και της καρδιάς μας; Ότι οφείλουμε να Τον λατρεύουμε και να λαχταρούμε να ενωθούμε μαζί Του για πάντα; Σκεφτήκαμε, άραγε, ότι η καρδιά μας πρέπει να ’ναι πλημμυρισμένη από την αγάπη, ώστε αυτή να ξεχύνεται και στον πλησίον μας; Έχουμε τη συναίσθηση ότι οφείλουμε να γίνουμε άγιοι και τέλειοι και εικόνες του Θεού και παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών;

Για όλ’ αυτά έχουμε χρέος ν’ αγωνιστούμε, ώστε να μη φανούμε ανάξιοι στο κάλεσμα που μας έκανε ο Θεός και αποδοκιμαστούμε… Ναι, αδελφοί μου, ας παλέψουμε με ζήλο και αυταπάρνηση για να νικήσουμε.

Κανείς μας ας μη χάσει το θάρρος, ας μην αμελήσει, ας μη δειλιάσει, ας μην πτοηθεί μπροστά στα σκάμματα του πνευματικού αγώνα. Γιατί έχουμε βοηθό το Θεό, που μας δυναμώνει στο δύσκολο δρόμο της αρετής.

Πνευματικός αγώνας

Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα. Μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.

Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας· αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό.

Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν’ αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος· για να σας πλημμυρίσει το Άγιο Πνεύμα με τις θείες Του δωρεές.

Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ’ αυτά να είναι. Αυτά ν’ αποτελούν σκοπό και πόθο ασταμάτητο. Γι’ αυτά όλη σας η προσευχή προς το Θεό.

Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο· αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω απ’ αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού.

Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά. Γι’ αυτό και λέει: “και επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον, και τρέμοντα τους λόγους μου;” (Ησ. 66, 2).

Αγωνίζου τον αγώνα τον καλό και ο Θεός θα σε ενισχύει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.

Προσέχετε και τα μικρά ακόμη παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπίζεστε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα, προσπέστε στο θεό που έχει τη δύναμη να σας ανορθώσει. Η μεγάλη λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια.

Οι υπερβολικές λύπες και απελπισίες είναι βλαβερές και επικίνδυνες, και πολλές φορές παροξύνονται από το διάβολο για ν’ ανακόψουν την πορεία του αγωνιστή.

Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα: πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μία σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή.

Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεσθε στο Θεό να σας δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα.

Αγρυπνείτε και προσεύχεστε για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ’ αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου όμως και με την επιμέλεια νικούνται. Τίποτε να μη σας απελπίζει.

Πειρασμοί

Οι πειρασμοί παραχωρούνται για να φανερωθούν τα κρυμμένα πάθη, να καταπολεμηθούν κι έτσι να θεραπευθεί η ψυχή. Είναι και αυτοί δείγμα του θείου ελέους. Γι’ αυτό εμπιστεύσου στο Θεό και ζήτησε τη βοήθειά Του, ώστε να σε δυναμώσει στον αγώνα σου. Η ελπίδα στο Θεό δεν οδηγεί ποτέ στην απελπισία. Οι πειρασμοί φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ο Θεός ξέρει την αντοχή του καθενός μας και παραχωρεί τους πειρασμούς κατά το μέτρο των δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε όμως κι εμείς να είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί, για να μη βάλουμε μόνοι μας τον εαυτό μας σε πειρασμό.

Εμπιστευθείτε στο Θεό τον Αγαθό, τον Ισχυρό, τον Ζώντα, και Αυτός θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Μετά από τις δοκιμασίες ακολουθεί η πνευματική χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεί όσους υπομένουν τις δοκιμασίες και τις θλίψεις για τη δική Του αγάπη. Μη λιποψυχείτε λοιπόν και μη δειλιάζετε.

Δεν θέλω να θλίβεστε και να συγχύζεστε για όσα συμβαίνουν αντίθετα με τη θέλησή σας: όσο δίκαιη και αν είναι αυτή. Μια τέτοια θλίψη μαρτυρεί την ύπαρξη εγωισμού. Προσέχετε τον εγωισμό που κρύβεται κάτω από τη μορφή του δικαιώματος. Προσέχετε και την άκαιρη λύπη που δημιουργείται μετά από ένα δίκαιο έλεγχο. Η υπερβολική θλίψη για όλα αυτά είναι του πειρασμού. Μία είναι η αληθινή θλίψη. Αυτή που δημιουργείται, όταν γνωρίσουμε καλά την άθλια κατάσταση που βρίσκεται η ψυχή μας. Όλες οι άλλες θλίψεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη χάρη του Θεού.

Φροντίζετε να περιφρουρείτε στην καρδιά σας τη χαρά του Αγίου Πνεύματος και να μην επιτρέπετε στον πονηρό να χύνει την πίκρα του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ο Παράδεισος που υπάρχει μέσα σας μετατραπεί σε κόλαση.

Προσευχή

Το κύριο έργο του ανθρώπου είναι η προσευχή. Ο άνθρωπος πλάστηκε για να υμνεί το Θεό. Αυτό είναι το έργο που του αρμόζει. Αυτό μόνο εξηγεί την πνευματική του υπόσταση. Αυτό μόνο δικαιώνει την εξέχουσα θέση του μέσα στη δημιουργία. Ο άνθρωπος πλάστηκε για να λατρεύει το Θεό και να μετέχει στη θεία Του αγαθότητα και μακαριότητα.

Ως εικόνα του Θεού που είναι, λαχταράει για το Θεό και τρέχει με πόθο να ανυψωθεί προς Αυτόν. Με την προσευχή και την υμνωδία ευφραίνεται. Το πνεύμα του αγάλλεται και η καρδιά του σκιρτάει. Όσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο η ψυχή του απογυμνώνεται από τις κοσμικές επιθυμίες και γεμίζει από τα ουράνια αγαθά. Και όσο αποχωρίζεται τα γήινα και τις ηδονές του βίου, τόσο περισσότερο απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη. Η δοκιμή και η πείρα μας επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή.

Ο Θεός ευαρεστείται στις προσευχές εκείνες που προσφέρονται με τον πρέποντα τρόπο- δηλαδή με συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητάς μας. Για να υπάρξει όμως τέτοια συναίσθηση, απαιτείται τέλεια απάρνηση του κακού μας εαυτού και υποταγή στις εντολές του Θεού- απαιτείται ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.

Αναθέστε όλες τις φροντίδες σας στο Θεό. Εκείνος προνοεί για σας. Μη γίνεστε ολιγόψυχοι και μην ταράζεστε. Αυτός που εξετάζει τα απόκρυφα βάθη της ψυχής των ανθρώπων, γνωρίζει και τις δικές σας επιθυμίες και έχει τη δύναμη να τις εκπληρώσει όπως Αυτός γνωρίζει. Εσείς να ζητάτε από το Θεό και να μη χάνετε το θάρρος σας. Μη νομίζετε ότι, επειδή ο πόθος σας είναι άγιος, έχετε δικαίωμα να παραπονείστε όταν οι προσευχές σας δεν εισακούονται. Ο Θεός εκπληρώνει τους πόθους σας με τρόπο που εσείς δεν γνωρίζετε. Να ειρηνεύετε λοιπόν και να επικαλείσθε το Θεό.

Οι προσευχές και οι δεήσεις από μόνες τους δεν μας οδηγούν στην τελειότητα. Στην τελείωση οδηγεί ο Κύριος που έρχεται και κατοικεί μέσα μας, όταν εμείς εκτελούμε τις εντολές Του. Και μια από τις πρώτες εντολές είναι να γίνεται στη ζωή μας το θέλημα όχι το δικό μας, αλλά του Θεού. Και να γίνεται με την ακρίβεια που γίνεται στον ουρανό από τους αγγέλους. Για να μπορούμε κι εμείς να λέμε: «Κύριε, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ’ όπως Εσύ· “γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης”». Χωρίς λοιπόν το Χριστό μέσα μας, οι προσευχές και οι δεήσεις οδηγούν στην πλάνη.

Ειρήνη

Η ειρήνη είναι θείο δώρο που χορηγείται πλουσιοπάροχα σ’ όσους συμφιλιώνονται με το Θεό και εκτελούν τα θεία Του προστάγματα.

Η ειρήνη είναι φως και φεύγει από την αμαρτία που είναι σκοτάδι. Ένας αμαρτωλός ποτέ δεν ειρηνεύει.

Να αγωνίζεστε κατά της αμαρτίας και να μη σας ταράζει η εξέγερση των παθών μέσα σας.

Αν στην πάλη μαζί τους νικήσεις, το ξεσήκωμα των παθών έγινε για σένα αφορμή νέας χαράς και ειρήνης. Αν νικηθείς – ο μη γένοιτο – τότε γεννιέται θλίψη και ταραχή. Αν πάλι, μετά από σκληρή μάχη, επικρατήσει προς στιγμήν η αμαρτία, αλλά εσύ επιμείνεις στον αγώνα, τότε νικάς και η ειρήνη ξανάρχεται.

«Ειρήνην διώκετε μετά πάντων, και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14).

Η ειρήνη και ο αγιασμός είναι δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για εκείνον που ζητάει με πόθο να δει το πρόσωπο του Θεού. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται ο αγιασμός.

Ο αγιασμός δεν παραμένει σε ταραγμένη και οργισμένη καρδιά. Η οργή όταν χρονίζει στην ψυχή μας, δημιουργεί την έχθρα και το μίσος κατά του πλησίον. Γι’ αυτό επιβάλλεται η γρήγορη συμφιλίωση με τον αδελφό μας, ώστε να μη στερηθούμε τη χάρη του Θεού που αγιάζει την καρδιά μας.

Εκείνος που ειρηνεύει με τον εαυτό του, ειρηνεύει και με τον πλησίον του, ειρηνεύει και με το Θεό. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι γεμάτος με αγιασμό γιατί ο ίδιος ο Θεός κατοικεί μέσα του.

Αγάπη

Επιδιώκετε την αγάπη. Ζητάτε καθημερινά από το Θεό την αγάπη. Μαζί με την αγάπη έρχεται και όλο το πλήθος των αγαθών και των αρετών. Αγαπάτε για ν’ αγαπάστε και σεις από τους άλλους. Δώστε στο Θεό όλη σας την καρδιά, ώστε να μένετε στην αγάπη. «Ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ μένει» (Α’ Ιωάν. 4,16).

Οφείλετε να έχετε πολλή προσοχή στις μεταξύ σας σχέσεις και να ευλαβείστε ο ένας τον άλλον ως πρόσωπα ιερά, ως εικόνες του Θεού. Να μην αποβλέπετε ποτέ στο σώμα η στην ομορφιά του, αλλά στην ψυχή.

Προσέχετε το αίσθημα της αγάπης, γιατί όταν η καρδιά δεν θερμαίνεται από την καθαρή προσευχή, η αγάπη κινδυνεύει να γίνει σαρκική και αφύσικη- κινδυνεύει να σκοτίσει το νου και να κατακάψει την καρδιά.

Πρέπει να εξετάζουμε καθημερινά μήπως η αγάπη μας δεν απορρέει από το σύνδεσμο της κοινής μας αγάπης προς το Χριστό· μήπως δεν πηγάζει από το πλήρωμα της αγάπης μας προς τον Κύριο. Αυτός που αγρυπνεί να διατηρήσει αγνή την αγάπη, θα φυλαχθεί από τις παγίδες του πονηρού που προσπαθεί σιγά -σιγά να μετατρέψει την χριστιανική αγάπη σε αγάπη κοινή και συναισθηματική.

Διάκριση

Σας συνιστώ να έχετε σε όλα διάκριση και φρόνηση. Να αποφεύγετε τα άκρα. Οι αυστηρότητες συμβαδίζουν με τα μέτρα της αρετής. Αυτός που δεν έχει μεγάλες αρετές και συναγωνίζεται με τους τέλειους, θέλοντας να ζει με αυστηρότητα, όπως οι άγιοι ασκητές, αυτός κινδυνεύει να υπερηφανευθεί και να πέσει. Γι’ αυτό να πορεύεσθε με διάκριση και να μην εξαντλείτε το σώμα με υπέρμετρους κόπους. Να θυμάστε ότι η άσκηση του σώματος απλώς βοηθάει την ψυχή να φτάσει στην τελειότητα· η τελειότητα κατορθώνεται κυρίως με τον αγώνα της ψυχής.

Μην τεντώνετε περισσότερο από το μέτρο τη χορδή. Να ξέρετε ότι ο Θεός δεν εκβιάζεται στις δωρεές Του. Δίνει, όταν αυτός θέλει. Ο,τι παίρνουμε, το παίρνουμε δωρεάν από το θείο έλεος.

Μη ζητάτε να φτάσετε ψηλά με μεγάλες ασκήσεις χωρίς να έχετε αρετές, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε σε πλάνη για την έπαρση και την τόλμη. Όποιος επιζητεί θεία χαρίσματα και υψηλές θεωρίες ενώ είναι ακόμα φορτωμένος με πάθη, αυτός σαν ανόητος και υπερήφανος πλανιέται. Πρώτα απ’ όλα οφείλει ν’ αγωνιστεί για την κάθαρσή του. Η θεία χάρη στέλνει τα χαρίσματα σαν αμοιβή σ’ όσους έχουν καθαριστεί από τα πάθη. Κατέρχεται σ’ αυτούς χωρίς θόρυβο και σε ώρα που δεν γνωρίζουν.

Υπερηφάνεια

Η υπερηφάνεια του νου είναι η σατανική υπερηφάνεια, η οποία αρνείται το Θεό και βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και πολύ δύσκολα θεραπεύεται. Είναι ένα βαθύ σκοτάδι, το οποίο εμποδίζει τα μάτια της ψυχής να δουν το φως που υπάρχει μέσα της και που οδηγεί στο Θεό, στην ταπείνωση, στην επιθυμία του αγαθού.

Αντίθετα, η υπερηφάνεια της καρδιάς δεν είναι γέννημα της σατανικής υπερηφάνειας, αλλά δημιουργείται από διάφορες καταστάσεις και γεγονότα: πλούτο, δόξα, τιμές, πνευματικά η σωματικά χαρίσματα (ευφυΐα, ομορφιά, δύναμη, δεξιοτεχνία κ.λπ.). Όλα αυτά σηκώνουν ψηλά τα μυαλά των ανόητων ανθρώπων και γίνονται έτσι ματαιόφρονες, χωρίς όμως να είναι και άθεοι… Αυτοί πολλές φορές ελεούνται από το Θεό, παιδεύονται από τη θεία παιδεία και σωφρονίζονται. Η καρδιά τους συντρίβεται, παύει να επιζητεί δόξες και ματαιότητες, και έτσι θεραπεύονται.

Η πνευματική σας εργασία να είναι η εξέταση της καρδιάς σας. Μήπως φωλιάζει σ’ αυτήν σαν φαρμακερό φίδι η υπερηφάνεια, το πάθος που γεννάει πολλά κακά, που απονεκρώνει κάθε αρετή, που δηλητηριάζει τα πάντα. Σ’ αυτήν την εωσφορική κακία πρέπει να στραφεί όλη σας η φροντίδα. Μέρα και νύχτα να σας γίνει έργο αδιάλειπτο η έρευνά της.

Νομίζω ότι θα είναι αλήθεια αν πω ότι όλη η πνευματική μας φροντίδα συνίσταται στην αναζήτηση και εξόντωση της υπερηφάνειας και των παιδιών της. Αν απαλλαχτούμε απ’ αυτήν και θρονιάσουμε στην καρδιά μας την ταπεινοφροσύνη, τότε έχουμε το παν. Γιατί όπου βρίσκεται η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, εκεί βρίσκονται μαζεμένες και όλες οι άλλες αρετές που μας υψώνουν προς το Θεό.

Χριστιανική ευγένεια

Οι χριστιανοί έχουν χρέος, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, να γίνουν άγιοι και τέλειοι. Η τελειότητα και η αγιότητα χαράσσεται πρώτα βαθιά στην ψυχή του χριστιανού, και από εκεί τυπώνεται και στις σκέψεις του, στις επιθυμίες του, στα λόγια του, στις πράξεις του. Έτσι, η χάρη του Θεού που υπάρχει στην ψυχή ξεχύνεται και σ’ όλο τον εξωτερικό χαρακτήρα.

Ο χριστιανός οφείλει να είναι ευγενής προς όλους. Τα λόγια και τα έργα του να αποπνέουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί στην ψυχή του, ώστε να μαρτυρείται η χριστιανική του πολιτεία και να δοξάζεται το όνομα του Θεού.

Αυτός που είναι μετρημένος στα λόγια, είναι μετρημένος και στα έργα. Αυτός που εξετάζει τα λόγια που πρόκειται να πει, εξετάζει και τις πράξεις που πρόκειται να εκτελέσει, και ποτέ του δεν θα υπερβεί τα όρια της καλής και ενάρετης συμπεριφοράς.

Τα χαριτωμένα λόγια του χριστιανού χαρακτηρίζονται από λεπτότητα και ευγένεια. Αυτά είναι που γεννούν την αγάπη, φέρνουν την ειρήνη και τη χαρά. Αντίθετα, η αργολογία γεννάει μίση, έχθρες, θλίψεις, φιλονικίες, ταραχές και πολέμους.

Ας είμαστε λοιπόν πάντοτε ευγενείς. Ποτέ απ’ τα χείλη μας να μη βγει λόγος κακός, λόγος που δεν είναι αλατισμένος με τη χάρη του Θεού, αλλά πάντοτε λόγοι χαριτωμένοι, λόγοι αγαθοί, λόγοι που μαρτυρούν την κατά Χριστό ευγένεια και την ψυχική μας καλλιέργεια.

Δοξολογία

Ο χριστιανός οφείλει να δοξάζει το Θεό και με το σώμα του και με το πνεύμα του. Άλλωστε, και τα δύο ανήκουν στο Θεό και, επομένως, δεν έχει εξουσία να τα ατιμάζει η να τα διαφθείρει, αλλά ως άγια και Ιερά πρέπει να τα χρησιμοποιεί με πολλή ευχαριστία.

Όποιος θυμάται ότι το σώμα του και το πνεύμα του ανήκουν στο Θεό, έχει μία ευλάβεια κι ένα μυστικό φόβο γι’ αυτά, και τούτο συντελεί στο να τα διατηρεί αγνά και καθαρά από κάθε ρύπο, σε αδιάλειπτη επικοινωνία μ’ Εκείνον από τον οποίο αγιάζονται και ενισχύονται.

Ο άνθρωπος δοξάζει το Θεό με το σώμα του και με το πνεύμα του, πρώτα, όταν θυμάται ότι αγιάστηκε από το Θεό και ενώθηκε μαζί του, και ύστερα, όταν ενώνει τη θέλησή του με τη θέληση του Θεού ώστε να εκτελεί πάντοτε το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο θέλημά Του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ζει για τον εαυτό του, αλλά για το Θεό. Εργάζεται για τη βασιλεία του Θεού στη γη. Δοξάζει σε όλα το Θεό, με λόγια και με έργα. Οι πράξεις του, που γίνονται για το καλό των συνανθρώπων του, δίνουν αφορμή δοξολογίας του θείου ονόματος. Η ζωή του, καταυγαζαμένη από το θείο φως, λάμπει σαν φως δυνατό. Έτσι η πολιτεία του γίνεται οδηγός προς το Θεό για όσους ακόμη δεν Τον γνώρισαν.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Πηγή: Αγία Ζώνη
(αναδημοσίευση: http://vatopaidi.wordpress.com)



Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Πέμ Νοέμ 08, 2012 10:28 pm

Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου (1846 - 1920)

Ημερομηνία εορτής: 09/11/2012

Εικόνα

Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι' ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ' ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ' ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι' οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι' οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι' οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι' οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.



Πηγή: http://www.saint.gr/2960/saint.aspx


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Re: Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Παρ Νοέμ 08, 2013 9:27 am

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου

Εικόνα


Ημ. Εορτής: 9 Νοεμβρίου
Ημ. Γέννησης: 1 / 10 / 1846 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως: 8 / 11 / 1920
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων: 3 / 9 / 1953
Εορταζόμενο όνομα: Νεκτάριος, Νεκταρία

Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.

Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.

Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.

Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).

Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.

Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ· ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον

Καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα

Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.

Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος

Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Ιαν 30, 2014 9:31 pm

Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΚΑΙ ΑΙ ΜΗΤΕΡΕΣ
January 29, 2014
του Αγίου Νεκταρίου
Η των παίδων αγωγή από της βρεφικής ηλικίας ανάγκη να άρχηται, όπως αι ψυχικαί του παιδός δυνάμεις απ’ αυτής της εκδηλώσεως αυτών διευθύνονται ευθύς εξ αρχής προς το καλόν, το αγαθόν, το αληθές, και απομακρύνονται του κακού, του αισχρού και του ψευδούς. Η ηλικία αυτή δύναται να θεωρηθή η ασφαλεστέρα βάσις, εφ’ ης μέλλει να οικοδομηθή η ηθική και διανοητική του παιδός μόρφωσις. Διό ο μεν Φωκυλίδης λέγει: «Χρή παίδ’ ετ εόντα καλά διδασκέμεν έργα», διότι από τις παιδικής ηλικίας, ως από αφετηρίας, ορμάται ο άνθρωπος προς το στάδιον, όπερ μέλλει να διατρέξη εν τω βίω του. Ο δε Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «εύπλαστον έτι ούσαν και απαλήν την ψυχήν και ως κηρόν εύτηκτον ταις των επιβαλλομένων μορφαίς ραδίως εκτυπουμένην προς πάσαν αγαθών άσκησιν ευθύς και εξ αρχής ενάγεσθαι χρή. Ώστε του λόγου προσγενομένου και της διακριτικής έξεως προσελθούσης, δρόμον υπάρχειν εκ των εξ αρχής στοιχείων και των παραδοθέντων της ευσέβειας τύπων, του μεν λόγου το χρήσιμον υποβάλλοντος, του δε ήθους ευμάρειαν προς το κατορθούν εμποιούντος».

Και τις τω όντι δεν ομολογεί ότι αι πρώται εντυπώσεις αι κατά την παιδικήν ηλικίαν γενόμεναι δεν αποβαίνουσιν ανεξάλειπτοι; Τις αμφιβάλλει ότι κατά την μικράν ηλικίαν τοσούτον ισχυρώς εκτυπούνται επί της απαλής ψυχής του παιδός αι επιδράσεις, ώστε καθ’ όλον τον βίον να παραμένωσι ζωηραί;

Προς την ηλικίαν ταύτην η φύσις έταξε παιδαγωγούς τους γονείς και ιδίως τα μητέρας, ταύτας άρα αναγκαίον δια το υψηλόν τούτο καθήκον του παιδαγωγού προσηκόντως να εκπαιδεύωμεν και επιμελώς να ανατρέφωμεν, διότι αύται θέλουσι χρησιμεύει τοις εαυτών τέκνοις εικόνες και υποδείγματα, ων εκμαγεία έσονται τα τέκνα. Ο παις τοσούτον απομιμείται τας αρετάς ή τα ελαττώματα της μητρός, έτι δε και την φωνήν και τους τρόπους, και το ήθος και την συμπεριφοράν, ώστε λίαν καταλλήλως δύναται τις να παρομοίωση τα τέκνα προς τας ορειχάλκινους πλάκας του φωνογράφου, τας δεχομένας πρώτον τα ίχνη της φωνής και εκπεμπούσας το δεύτερον την φωνήν μετά του αυτού τόνου, του αυτού ύφους, και του αυτού χρωματισμού, μεθ’ ου εξεφωνήθη.

Πάν νεύμα, πάσα λέξις, παν κίνημα και πάσα πράξις της μητρός, γίνεται νεύμα και λέξις, και έκφρασις, και κίνημα και πράξις του παιδός, διό λέγει και ο Αστέριος (όμιλ. ε’ εις τον Ματθαίον): «ο μεν γαρ των παίδων της μητρικής φωνής την ομοιότητα σώζει, άλλος το πολύ του χαρακτήρος εφέλκεται, έτερος την του ήθους κατάστασιν εμορφώθη προς την τεκούσαν»*. Η μήτηρ δια της ενδελεχούς μετά του παιδός συνδιατριβής και της συνεχούς υποδείξεως των αυτών παραστάσεων επιδρά επί της ψυχής και του ήθους του παιδός και δίδωσι αυτή πρώτη την πρώτην ώθησιν προς το αγαθόν.

Η μήτηρ δι’ ενός βλέμματος, δι’ ενός φιλήματος, δια της μειλιχίου αυτής φωνής και των αβρών αυτής θωπευμάτων, δύναται να διεγείρη ευθύς εις την καρδίαν του παιδός την προς το αγαθόν ροπήν και κλίσιν, ομοίως η αύτη δι’ ενός δυσμενούς βλέμματος, δι’ ενός δακρύου κυλιομένου επί των παρειών της, δια μιας εκφράσεως της δηλωτικής της θλίψεως της καρδίας της δύναται να απομακρύνη τον παίδα από του ολεθριωτάτου της καρδίας κινδύνου. Ο παις εν τω μητρικώ κόλπω ανατρεφόμενος, και εν τη μητρική αγκάλη θερμαινόμενος αρχίζει να αγαπά πριν ή καταμάθη την έννοιαν της αγάπης και αρχίζει να υποτάσση την εαυτού θέλησιν εις τον ηθικόν νόμον, πριν ή καταμάθη την έννοιαν του ηθικού νόμου, και την πρώτην δε περί Θεού έννοιαν μόνον η μήτηρ είναι καταλληλότατη να διεγείρη εν τη παιδική καρδία.

Τούτου ένεκα ο μεν μέγας Βασίλειος λέγει (επιστολ. σκγ’) «ην εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαριάς μητρός μου, ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ, ου γαρ άλλα εξ άλλων μετέβαλλον εν τη του λόγου συμπληρώσει, αλλά τας παραδοθείσας μοι παρ’ αυτής αρχάς ετελείωσα»**• ο δε μέγιστος των σημερινών παιδαγωγών Πεσταλότσης αναθέτων άπασαν την θρησκευτικήν του παιδός αγωγήν εις τας μητέρας ανακράζει, «επίστευσα εις την μητέρα μου, η καρδία αυτής κατέδειξεν εις εμέ τον Θεόν, Θεός μου είναι ο Θεός της μητρός μου. Θεός της καρδίας μου είναι ο Θεός της καρδίας της, μήτερ, μήτερ! συ κατέδειξάς μοι τον Θεόν εν τοις προστάγμασί σου και εγώ εύρον αυτόν εν τη υπακοή μου, μήτερ, μήτερ! Εάν λησμονήσω τον Θεόν, λησμονήσω σε αυτήν».

Αλλ’ όπως πάσα καλή πράξις, πάσα καλή λέξις, και πάσα καλή διάθεσις της μητρός αποτελούσιν τον ακρογωνιαίον λίθον των μετά ταύτα καλών πράξεων, λόγων και διαθέσεων του παιδός, ούτω και πάσα κακή πράξις, λόγος και διάθεσις της μητρός εγκλείουσι τα φθοροποιά σπέρματα των μετά ταύτα κακών πράξεων, λόγων και διαθέσεων του παιδός, διό τοιούτος αποβαίνει ο παις, οία είναι η μήτηρ αυτού. Εάν λοιπόν η της μητρός ψυχή είναι δυσειδής και μοχθηρά, ή μέλαινα, ή διεφθαρμένη, ή σκληρά και τραχεία, αι δε κλίσεις κακαί, και οι τρόποι σκανδαλώδεις, και ουχί σεμνοί, ή αν αύτη εις ασέβειαν ρέπη, ή εις οργήν, ή εις πάθη παράφορα και μίση, ταχέως μέλλουσι να βλαστήσωσι και παρά τω παιδί των μοχθηρών τούτων κακιών τα βλαστήματα. Αν δε τουναντίον της μητρός η ψυχή είναι θεοειδής, καθαρά, ιλαρά, αθώα και πλήρης φόβου Θεού, αι δε κλίσεις ευγενείς και άγιαι, και αι διαθέσεις ειρηνικαί, φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, τότε και η του παιδός ψυχή εις τοιούτον κάτοπτρον κατοπτριζομένη και ανεπαισθήτως ταύτην απομιμουμένη αποβαίνει αυτή ομοία και συν τω χρόνω προϊόντι αποφαίνει των αγαθών σπερμάτων την βλάστησιν.

Δια τούτο όταν ο Μέγας Ναπολέων ηρώτησε διάσημόν τίνα παιδαγωγόν (την Campan), τίνος δέεται η Γαλλία όπως αποκτήση καλούς καγαθούς άνδρας; Μητέρων, απήντησε προς τον μονάρχην η περίφρων γυνή. Τότε κατάστησον λοιπόν ικανάς τοιαύτας δια τον μέγαν τούτον εθνικόν σκοπόν, είπεν ο μέγας ανήρ.

Αι μητέρες δύνανται δια την επιρροήν, ην επί τα τέκνα εαυτών κέκτηνται, να διαπλάσωσιν αυτά κατά ίδιον χαρακτήρα, ως ο κεραμεύς την κέραμον κατά το ίδιον σχέδιον. Περί του εύπλαστου της παιδικής ηλικίας έλεγεν ο Διογένης τα εξής: «Την των παίδων αγωγήν εοικέναι τοις των κεραμέων πλάσμασίν, ως γαρ εκείνοι απαλόν μεν τον πηλόν όντα, όπη θέλουσι σχηματίζουσι και ρυθμίζουσιν, οπτηθέντα δε ουκέτι δύνανται πλάσσειν, ούτω και τους νέους μη δια πόνου παιδευθέντας, τελείους γενομένους αμετάπλαστους γίνεσθαι».

Ο δε Πλούταρχος (εν τω περί παίδων αγωγής) αποφαίνεται: «εύπλαστον και υγρόν η νεότης και ταις τούτων ψυχαίς απαλαίς έτι τα μαθήματα εντήκεται». Κατά την αβράν άρα του παιδός ηλικίαν αι μητέρες δύνανται αποτελεσματικώτερον και εντονώτερον να επιδράσωσιν επί της ψυχής του παιδός και επί του φρονήματος και επί του αισθήματος και επί του νου και επί της φαντασίας και επί του ήθους, διότι κατά την μετά ταύτα ηλικίαν αποσκληρουμένης της παιδικής καρδίας, καθίσταται, αν όχι αδύνατος, λίαν δυσχερής η διαπαιδαγώγησις, ως ορθώς ο θείος Χρυσόστομος αποφαίνεται: «εξ αρχής έδει ταύτα (τα ελαττώματα) προορώντας, ότε ευήνιος ην και κομιδή νέος χαλινούν μετ’ ακριβείας, εθίζειν προς τα δέοντα, ρυθμίζειν, κολάζειν αυτού τα νοσήματα της ψυχής. Οτε ευκολωτέρα η εργασία, τότε τας ακάνθας εκτέμνειν έδει, ότε απαλωτέρας ούσης της ηλικίας ευκολώτερον ανεσπώντο, και ουκ αμελούμενα τα πάθη και αυξανόμενα δυσκατέργαστα γέγονε. Δια τούτο, φησί, «κάμψον εκ νεότητος του τράχηλον αυτού» ότι ευκολωτέρα γένοιτ’ αν η παιδαγωγία» (Χρυσ. Έρμ. εις α’ Τιμόθ. 5, τόμ. 3,378).

Κατά ταύτα αι μητέρες δια τε τον υψηλόν αυτών προορισμόν και δια την ασχέτως προς την ιδιότητα ταύτην υποκειμενικήν αυτών αξίαν ανάγκη εκ βρεφικής ηλικίας να λαμβάνωσι την πρέπουσαν αυταίς ανατροφήν, είναι δε πρέπουσα εις αυτάς ανατροφή η αντικείμενον μορφώσεως έχουσα τον νουν και την καρδίαν, διότι τα δύο ταύτα είσι τα δύο κέντρα, περί ά περιστρέφεται η τε διανοητική και ηθική μόρφωσις του ανθρώπου. Εάν θάτερον αμεληθή, η μόρφωσις αποβαίνει ατελής και χωλή. Ο νους και η καρδία, καίτοι όργανα μιας ψυχής, ούχ ήττον ανομοίων μέσων και τρόπων μορφώσεως δέονται, διότι η μεν καρδία δια το συναίσθημά της ανήκει εις τον μεταφυσικόν κόσμον, ο δε νους δια την διάνοιαν εις τον φυσικόν, διό και εκάτερον ταις οικείαις αληθείαις ανάγκη να εκδιδάσκηται.

Είναι δε οικείαι αλήθειαι, του μεν νου η παιδεία, της δε καρδίας η θρησκεία, παιδείαν άρα και θρησκείαν ανάγκη να παρέχωμεν εις τα κοράσια ημών, όπως δυνηθώσι και ταύτα να μεταδώσωσιν αυτά εις τα εαυτών τέκνα. Η παιδεία και η θρησκεία εισί δύο φαεινοί φάροι οι τον ποντοπόρον οδηγούντες άνθρωπον κατά το πολυκύμαντον του βίου αυτού στάδιον και προφυλάσσοντες αυτόν από παντός ναυαγίου και απομακρύνοντες παντός κινδυνώδους σκοπέλου. Εισίν οι δύο της ψυχής οφθαλμοί, δι’ ων τα περί αυτήν σκοπούσα βαδίζει απροσκόπτως εις την ευδαιμονίαν και σωτηρίαν, εισί τα δύο πνευματικά όργανα, τα τελειούντα τον άνθρωπον και αναδεικνύοντα αυτόν άξιον της υψηλής αυτού καταγωγής και της εν τω κόσμω υψηλής αυτού περιωπής. Μόνον ούτω μορφωθείσαι μητέρες δύνανται να αναδείξωσι τέκνα χρηστά, καλούς πολίτας και γενναιόφρονας άνδρας. Παραδείγματα λαμπρά πρόκεινται ημίν αι μητέρες όλων των μεγάλων και ενάρετων ανδρών.

Παραδείγματα λαμπρά πρόκεινται αι των αγίων τριών ιεραρχών μητέρες, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Αύται επιθυμούσαι να εκπαιδεύσωσιν, όσον ένεστι τελειότερον, τα εαυτών τέκνα και δια της ελληνικής σοφίας και επιστήμης τον νουν αυτών να λαμπρύνωσιν, ουδόλως ώκνησαν να παραδώσωσιν αυτά εις διδασκάλους εθνικούς, όπως διανοητικώς προσηκόντως αναπτυχθώσιν, εις ουδέν λογιζόμενοι την των διδασκάλων ετεροδοξίαν, διότι είχον πεποίθησιν εις εαυτάς, είχον πεποίθησιν, ότι τον εαυτών έρωτα προς την αληθή παιδείαν, και τον θερμόν ζήλον προς την θρησκείαν, όλως διωχέτευσαν δια του ιδίου παραδείγματος εν ταις καρδίαις των ιδίων τέκνων, εγνώριζον ότι ουδέν θα ισχύση να κλονίση τας θρησκευτικάς αρχάς και πεποιθήσεις των υιών των, διότι αύται μετ’ επιμελείας είχον οικοδομηθή επί πέτρας!

Συνακολούθως λοιπόν προς εαυτάς η μεν Νόννα και Εμμέλεια, αι καλαί καγαθαί μητέρες Βασιλείου και Γρηγορίου, αποστέλλουσιν αυτούς εις Αθήνας, εις την εστίαν μεν της παιδείας και των φώτων, αλλά και εις το κέντρον της ειδωλολατρείας, όπου η εθνική θρησκεία ην εντεθρονισμένη μεθ’ όλης της μεγαλοπρέπειας αυτής, δεν διεψεύσθησαν και αι πεποιθήσεις αυτών διότι οι δύο νέοι σπουδασταί ζωηρόν έχοντες εν τη εστία της καρδίας των το πυρ της εις τον Χριστόν πίστεως, διετέλεσαν ανεπηρέαστοι καθ’ όλον το διάστημα των σπουδών των, διότι ούτε εκ της διδασκαλίας των συστηματικώς πολεμούντων τον Χριστιανισμόν σοφιστών κλονισθέντες ούτε εκ των μεγαλοπρεπών τελετών της εθνικής λατρείας δελεασθέντες, ακμαίοι δε και ζωηροί κατά τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις διατελούντες επανήλθαν εις τας εαυτών μητέρας αμοιβήν αυταίς εαυτούς παρέχοντες επί τω παιδαγωγικώ πόνω, τη μητρική φροντίδι και τη εαυτών αρετή. Ην δε πράγματι πλουσία η αμοιβή, διότι απελάμβανον τους υιούς αυτών μέλη Χριστού, ήτοι μέλη εαυτών, διότι ο μη ων μέλος Χριστού ουδέ μέλος εστί χριστιανής μητρός, διότι η χριστιανή μήτηρ ούσα μέλος Χριστού αδυνατεί να έχη μέλος αλλότριον, μέλος σεσηπός, μέλος διεφθαρμένον. Η αποπλάνησις λοιπών των υιών ήθελεν είναι απώλεια! Πρέποντος άρα δυνάμεθα να καλέσωμεν αμοιβήν προς αυτάς την τήρησιν της εις Χριστόν πίστεως των υιών αυτών, όπερ ουδέποτε θα συνέβαινεν, εάν μη αι μητέρες ήσαν χριστιανικώς μεμορφωμέναι.

Η δε μήτηρ του Ιωάννου η καλή καγαθή Ανθούσα, εικοσαέτις χηρεύσασα, και ένα μόνον υιόν έχουσα, επεδόθη όλη εις την ανατροφήν αυτού εν μείζονι μοίρα τιθείσα την επιμέλειαν της ανατροφής του υιού αυτής, ή τον δεύτερον γάμον, ωσαύτως δέ και αύτη τον προσφιλέστατον αυτή μονογενή υιόν της εις ακμήν ελθόντα, και μείζονος δεόμενον εκπαιδεύσεως, δεν εδίστασε να παραδώση εις χείρας εθνικού διδασκάλου προς ανάπτυξιν των πνευματικών αυτού δυνάμεων. Η πεποίθησις εις την εαυτής πίστιν ην πεποίθησις εις το εαυτής τέκνον, διότι εγίνωσκεν, ότι πάσαν ενεκένωσεν εις τον αγαπητόν της υιόν, και δεν διεψεύσθη, διότι ο Ιωάννης αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του επί μικρόν το του ρήτορος μετελθών έργον, παρεδόθη εις την λειτουργίαν της Εκκλησίας.

Ο Λιβάνιος, διδάσκαλος του Ιωάννου, επί τη αποτυχία της προσηλυτίσεως του Ιωάννου εις την εαυτού θρησκείαν αλγήσας μεγάλως. Οίμοι! ανέκραξεν, οιαί είσι παρά τοις χριστιανοίς γυναίκες! σημαίνων την αφορμήν της αποτυχίας.

Πόσον τη αλήθεια ωραία! Πόσον λαμπρά παραδείγματα πρόκεινται ημίν αι ευσεβείς αύται μητέρες! Πόσον θαυμασταί εικόνες! Πόσον θαυμαστά πρότυπα! Τις δύναται να αρνηθή ότι αι μητέρες αναδεικνύουσι τους μεγάλους και ενάρετους άνδρας; Διό λέγει ο Ρουσσώ εν τω Αιμιλίω αυτού· «Οι άνδρες θέλουσιν είναι πάντοτε τοιούτοι, οίους αν θέλωσιν αι γυναίκες, αν θέλετε να γίνωσι μεγάλοι και ενάρετοι, διδάξατε τας γυναίκας τι είναι μεγαλείον και αρετή». Τας μητέρας λοιπόν, κατά τα προκείμενα ημίν παραδείγματα, ανάγκη να μορφώσωμεν, αρχόμενοι της φροντίδας από της παιδικής αυτών ηλικίας, όπως ασφαλείς ώμεν περί της μελλούσης καρποφορίας και των αποτελεσμάτων.

Ανάγκη, λοιπόν, θρησκευτικώς και διανοητικώς να μορφώσωμεν τας θυγατέρας ημών, όπως αναδείξωμεν αυτάς αξίας του προορισμού αυτών. Παιδεία λοιπόν ευσεβής και θρησκεία μουσοτραφής, ανάγκη να συνυπάρχωσι, διότι τα δύο ταύτα είναι τα μόνα ασφαλή εν τω βίω εφόδια τα δυνάμενα ποικίλως να βοηθήσωσι τον άνθρωπον.

Η μονομερής ανατροφή ως επιλήψιμος άγει εις τα εξής δύο άτοπα, ή εις την δεισιδεμονίαν, ή εις την περιφρόνησιν των θείων, διότι το κατάντημα τούτο είναι φυσική ακολουθία και το άμεσον αποτέλεσμα του είδους της ανατροφής.

Η διανοητική και θρησκευτική μόρφωσις είναι δυο ετερογενή δένδρα επί του αυτού πεδίου πεφυτευμένα, άτινα δέον να τυγχάνωσιν ίσης επιμελείας και φροντίδας προς παράλληλον ανάπτυξιν. Διότι η άνισος καλλιέργεια θέλει επιφέρει την δυσανάλογον ανάπτυξιν, ήτις έξει ως αποτέλεσμα την αύξησιν μεν του ενός και επικράτησιν, τον μαρασμόν δε του ετέρου και ταπείνωσιν, διότι εάν η επιμέλεια στραφή περί τον νουν μόνον, η καχεξία του θρησκευτικού του ανθρώπου συναισθήματος είναι αναπόδραστος. Εάν δε περί την θρησκείαν μόνην ουχί την μουσοτραφή στραφή η φροντίς ημών, αι διανοητικαί δυνάμεις θέλουσι μαρανθή και εξαμβλυνθή. Συνέπεια δε της μεν πρώτης περιπτώσεως έσται η αθρησκεία και αθεΐα, αις παρακολουθούσιν άπειρα δεινά! της δε δευτέρας η δεισιδαιμονία, η εριννύς αύτη της ανθρωπότητος, ήτις πυρ και μάχαιραν κρατούσα ταις χερσίν απειλεί θάνατον προς πάντα ετεροδοξούντα.

Τοιαύτα τα αποτελέσματα της μονομερούς εκπαιδεύσεως και της ατελούς των μητέρων αγωγής.

Ο ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

[1895]

*Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, Ομιλία Ε’ εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου εις το «Ει έξεστιν άνθρώπω απολύσαι την γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν», Migne Ρ. G. 40, 236C.

Ο Αστέριος, Επίσκοπος Αμασείας της εν Πόντω της Καππαδοκίας, υπήρξε σύγχρονος των μεγάλων Καππαδοκών Πατερών της Εκκλησίας του Δ’ αιώνος και είναι, γνωστός εις την εκκλησιαστική γραμματεία δια την πηγαίαν ευσέβεια και την ρητορικήν αυτού δεινότητα. Δεν πρέπει να συγχέεται μετά του αρειανόφρονος Αστερίου του σοφιστού.

** Εις την έκδοσιν του Migne το κείμενον έχει ούτως: «ην εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου και της μάμμης Μακρίνης, ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ, ου γαρ άλλα εξ άλλων μετέβαλον εν τη του λόγου συμπληρώσει, άλλα τας παραδοθείσας μοι παρ’ αυτών αρχάς ετελείωσα». (Βασιλείου Μεγάλου, Επιστολή ΣΚΓ, 3, Ρ.G. 32, 825C


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου)

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Κυρ Σεπ 21, 2014 11:13 am

Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως - Περί της αληθούς ελευθερίας

September 20, 2014
Εικόνα
«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

Ο άνθρωπος, πλασμένος για να εικονίζει μικρογραφικώς επί της γης την απειρομεγέθη εικόνα του Θείου Δημιουργού, ήταν απαραίτητο να είναι προικισμένος με τις ιδιότητες του Θεού, ώστε να έχει την αναφορά του σ’ Αυτόν. Ως εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος έπρεπε να είναι oν αυτοσυνείδητον, ελεύθερον και αυτεξούσιον, διότι oν χωρίς συνείδηση της υπάρξεώς του, χωρίς ελευθερία, χωρίς εξουσίαν επί του εαυτού του, είναι ανάξιο της υψηλής αυτής κλήσεως, του υψηλού αυτού προορισμού που του επεφύλαξε η μεγάλη βουλή του Θείου Δημιουργού. Η ελευθερία άρα του ανθρώπου είναι αναγκαία συνέπεια της μεγάλης αποστολής του, της διαπλάσεώς του και της παρουσίας του μέσα στον κόσμο, και επομένως προσόν αναγκαίον και σεβαστόν. Χωρίς την ελευθερίαν ο άνθρωπος θα ήταν ισότιμος με τα λοιπά ζώα, η δουλεία θα υπέτασσε τις ενέργειές του, και θα οδηγούσε τις σκέψεις του μέσα σε έναν περιορισμένον κύκλον, όπου θα περιεστρέφετο. Οι ιδέες του καλού και του αγαθού θα ήσαν άγνωστοι σ’ αυτόν, θα αγνοούσε τι είναι αισχρόν, τι κακόν, τι ψευδές, και δεν θα είχε εξουσίαν αυτενεργείας, δυνατότητα να εξέλθει από τον περιορισμένον κύκλο των εμφύτων ορμών. Η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθινού θα καθιστούσε τον άνθρωπον ένα oν ανήθικον, θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην νοήματος, αφού οι πράξεις του θα ήσαν ηθικώς αδιάφοροι, και γι’ αυτό, αχαρακτήριστοι. Η αδιαφορία αυτή και ομοιότης του χαρακτήρος των πράξεων δεν θα διήγειρε καμμίαν αίσθησιν ή εντύπωσι στον νου και στην καρδία του ανθρώπου· η έλλειψις αυτή θα καθι­στούσε την μεν καρδίαν ασυνείδητον, τον δε νου νωθρό και αδρανή· η ασυνειδησία και η νωθρότης θα επέπιπταν ως σκιερά νέφη και θα εκάλυπταν την θαυμαστήν εικόνα του θείου Δημιουργού, που τόσο λαμπρώς και θαυμασίως εκαλλιτεχνήθη από το δημιουργικόν του χέρι, στην οποία διαλάμπει η αγαθότης, η σοφία και η δύναμίς του και θα τον ημπόδιζαν να ιδή και να γνωρίση τον Πλάστην του και Δημιουργόν του σύμπαντος. Θα αγνοούσε τον Θεόν και τα θεία ιδιώματά του και έτσι η δημιουργία ουδέποτε θα εδόξαζε, θα υμνούσε, θα έψαλλε και θα ευχαριστούσε με επίγνωσι και συνείδησι τον Θεόν.

Ο άνθρωπος επλάσθη για να εικονίζει τον Θεόν επί της γης. Ο Θεός τον έκαμεν oν νοερόν και αυτεξούσιον για να πράττει το θέλημα Αυτού, το οποίον έγραψε μέσα στην καρδίαν του, και το κατέστησε και ιδικόν του θέλημα. Σκοπός της διαπλάσεώς του ήταν να γνωρίσει η δημιουργία τον Θεόν. Επλάσθη λοιπόν για να γνωρίσει τον Πλάστην και Δημιουργόν του, επλάσθη για να υψούται προς τον Θεόν, για να δοξάζει τον Θεόν· επλάσθη με σκοπόν η δημιουργηθείσα κτίσις να αινή ενσυνειδήτως τον θείον Δημιουργόν της. Το αυτεξούσιόν του λοιπόν, το νοερόν και το ηθικώς ελεύθερον, του εδόθησαν για να εκπληρώνει τον μέγα προορισμόν του, την μεγάλην αποστολή του, να συνδέει την γη με τον Ουρανό και να μην αποκλίνει δεξιά ή αριστερά, αλλά να βαδίζει την ευθείαν οδό, πράττοντας μόνο το αγαθόν, το εγγεγραμμένον στην καρδία του, το οποίον και αυτός ορμεμφύτως αγαπά. Διότι αλλιώς, εάν αποκλίνει από τον προορισμό του, γίνεται ανελεύθερος και «εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» (Ψαλμ. μη’ 12, 20). Ο άνθρωπος είναι αληθώς ελεύθερος πριν απομακρυνθεί από το αγαθόν, και ενόσω συνταυτίζει την θέλησή του προς το θέλημα του Θεού. Όμως ευθύς ως αποκλίνει από την ευθείαν, αποβαίνει όντως ανελεύθερος, η ελευθερία του πλέον είναι ψευδής επίδειξις ψευδούς ελευθερίας.

Η ελευθερία του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται στον νόμο του Θεού, δεν περιορίζεται, διότι Αυτός, ως θείος, είναι άπειρος, το δε άπειρον όχι μόνον δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά την συνεκτείνει και την συναυξάνει, όταν ο άνθρωπος τον ακολουθεί. Αιτιολογώντας το καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ακολουθεί το θέλημα του Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μας συμβουλεύει: «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε, με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρίσει πάλιν ο Θεός διά φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούσει σ’ Αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούσει στο θέλημα του Θεού, ημπορεί να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μας έδωσε εντολές άγιες, τις οποίες όποιος τηρήσει ημπορεί να σωθεί, και επιτυγχάνοντας την ανάσταση, να κληρονομήσει την αφθαρσίαν». Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττει με ευλάβεια τον νόμο του Θεού, και να πράττει το θέλημα Αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τον σκοπόν της επί γης αποστολής του. Αλλιώς μέλλει να κατακριθεί ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολήν του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου, και παρεδόθη στα πάθη και τις επιθυμίες.

Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είναι βεβαίως ανεπηρέαστον· ο βαθμός της ελευθερίας αυτού καταδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίον ο Κύριος τον προσκαλεί: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν...». Ο Σωτήρ καλεί τον άνθρωπον οπίσω του και τον αφήνει ελεύθερον να αποφασίση περί του σπουδαιότατου τούτου ζητήματος, να τον ακολουθήση ή να πάρη τον ιδικόν του δρόμο. Ήλθε για να σώση τον άνθρωπο και όμως δεν παραβιάζει το αυτεξούσιον αυτού. Τον προσκαλεί να λάβη ενεργόν μέρος στην σωτηρίαν του και όμως δεν επηρεάζει καθόλου το αυτεξούσιον αυτού.

Από την μελέτη της ιστορίας της απολυτρώσεως βλέπουμε τον Υιόν του Θεού γινόμενον άνθρωπον υπέρ της σωτηρίας του ανθρώ­που, πορευόμενον προς το εκούσιον Πάθος με σκοπόν να «άρη την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α', 29), να βαστάση τους μώλωπες τους ιδικούς μας, να εκπληρώση το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώση τον άνθρωπον με τον Θεόν, και εν τούτοις δεν παραβιάζει καθό­λου το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Ιδού η κεκλεισμένη πύλη του Παραδείσου ανοίγεται και η πυρίνη ρομφαία, η οποία φυλάττει την είσοδον αυτού, απομακρύνεται και η φωνή του Δεσπότου προσκα­λεί τον άνθρωπο, που ήταν πριν αποκλεισμένος, να εισέλθη δια μέ­σου αυτής στον τόπο της καταπαύσεως· αυτός όμως αφήνεται ελεύθερος, αν θέλη να εισέλθη ή όχι.

Η επίσημος αναγνώρισις της ελευθερίας μας εκ μέρους του Σωτήρος, μας διδάσκει ότι η σωτηρία μας δεν πραγματούται μόνον από την απόλυτον ενέργεια της χάριτος του Θεού, αλλά και από την συγκατάθεση και την σύγχρονον ενέργεια του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος αυτής ιδού τι λέγουν οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας· ο θείος Χρυσόστομος λέγει: «η χάρις, μολονότι είναι χάρις, σώζει όσους το θέλουν», και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Η σωτηρία πρέπει να προέλθει από την συνεργασία την ιδική μας με τον Θεόν». Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει: «Όταν οι ψυχές το θέλουν, αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψει η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Ιουστίνος λέγει: «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώσει τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θελήσει». Αρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο: πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου, και δεύτερον η χάρις του Θεού.

Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι ον υλοπνευματικόν, μέσα του εμφανίζονται δύο θελήσεις με την ιδίαν μορφήν, ως ενδόμυχος έκφρασις του ενιαίου προσώπου, το οποίον θέλει να απολαύσει κάποιο πράγμα. Και μολονότι ως προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν όμως πολύ εξ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες λαμβάνουν την αρχή. Διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σάρξ τα της σαρκός. Γι’ αυτό η μία θέλησις εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεσις των φρονημάτων γεννά αμοιβαίαν αντίσταση και σφοδράν διαπάλη, κατά την οποίαν η κάθε μία ζητεί να υπερισχύσει και να επιβάλει την ιδικήν της εξουσία. Στον αγώνα αυτόν, ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, ο δε έξω την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η', 6). Όθεν σαρξ και πνεύμα πολεμούν μεταξύ τους· γι' αυτό και ο Παύλος λέγει «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός» (Γαλ., ε', 17)· και «το μεν φρόνημα της σαρκός» είναι «έχθρα προς τον Θεόν τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται... το δε φρόνημα του Πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων (μεσιτεύει υπέρ των χριστιανών)» (Ρωμ. η', 7 και 27).

Για την συνύπαρξιν αυτή των δύο φρονημάτων και την φυσικήν συμπάθεια του ανθρώπου προς το φρόνημα του πνεύματος, ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος· «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον (με ευχαριστεί πάρα πολύ)· βλέπω δε έτε­ρον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέ­λεσί μου» (Ρωμ. ζ' 22-23). Αρα ο άνθρωπος εκ φύσεως δέχεται τον νόμο του Θεού, διότι με αυτόν τον νόμον ευχαριστείται ο έσω άνθρωπος, επειδή είναι ο νόμος ο ιδικός του, ο νόμος του νοός του· η δε θέλησις που εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, είναι η αληθής θέλησις του ανθρώπου, επειδή αυτή είναι σύμφωνος με τον νόμο του νοός του, τον σύμμορφον προς τον νόμο του Θεού, ο οποίος ευχαριστεί τον έσω άνθρωπον. Γι' αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν, φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε. Κακόν δε είναι η παρά φύσιν επιθυμία, όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικόν από το εκ φύσεως επιθυμητόν».

Αλλά μολονότι η αληθής θέλησις είναι η θέλησις του πνεύματος, η επιθυμία δηλαδή του αγαθού, που είναι το φύσει επιθυμητόν, παραταύτα πολλές φορές αδυνατεί να υπερισχύση της αντιστάσεως της θελήσεως της σαρκός για τον λόγο που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος· δια «τον νόμον της σαρκός, τον αιχμαλωτίζοντα τω νόμω της αμαρτίας». Για την επίδρασιν αυτήν του νόμου της σαρκός ο Απόστολος λέγει· «το θέλειν παράκειταί μοι (είναι στο χέρι μου), το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω· ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ', 20). Διότι ο έσω άνθρωπος θέλει μεν και επιθυμεί το αγαθόν ως οικείον, επιθυμητόν, ως συμφυές αγαθόν, ως ιδικόν του νόμον, αλλ' ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της αμαρτίας αντιστρατεύεται προς τις ενέργειες της αληθούς ελευθε­ρίας μας και παρεμποδίζει την εμφάνισι του αγαθού και μας υπαγο­ρεύει την εργασία του κακού· γι' αυτό στην συνέχεια λέγει ο Από­στολος· «ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία». Ώστε όντως το μεν αγαθόν είναι νόμος συμφυής και αληθής θέλησις του ανθρώπου, το δε κακόν είναι νόμος ετεροφυής, είναι κάτι το οποίον δεν έχει δημιουργηθή και είναι αντίθετο προς την αληθή θέλησι του ανθρώπου. Επομένως όταν ο άνθρωπος εργάζεται το αγαθόν, εργάζεται ελευθέρως και συμφώνως προς την θέλησι του έσω ανθρώπου και είναι αληθώς ελεύθερος· όταν όμως εργάζεται το κακόν, εργάζεται ανελευθέρως, διότι έχει υποταγή στον νόμο της αμαρτίας και είναι ανελεύθερος και δούλος της αμαρτίας. Συμφώνως προς τα ανωτέρω ελεύθερος είναι όποιος πράττει το αγαθόν, δούλος δε όποιος πράττει το κακόν· και αληθής μεν ελευθερία είναι η κυριαρχία του φρονήματος του πνεύματος η εργαζομένη το αγαθόν, ψευδής δε ελευθερία είναι η επικράτησις του φρονήματος της σαρκός, της κατεργαζομένης τα πονηρά.

Χαρακτηριστικόν της αληθούς ελευθερίας, δηλαδή της αληθούς ελευθέρας θελήσεώς μας, είναι η αγάπη του αγαθού, του καλού, του αληθούς, και η επίμονος παραμονή σ’ αυτήν την αγάπη. Ο έρως προς το αγαθόν είναι η έκφρασις του έσω ανθρώπου, του πνευματικού ανθρώπου, και η εξωτερίκευσις του αισθήματος που τον πλημμυρίζει. Ο έρως αυτός γεννάται από την ταυτότητα των υπαγορεύσεων της καρδίας, με τις υπαγορεύσεις του Θείου νόμου, ο οποίος έχει εγγραφεί μέσα στις καρδιές μας. Αυτό υπαινίσσεται και η Αγία Γραφή, όταν λέγει ότι ο Θείος νόμος εδόθη γραπτός μέσα στην καρδία του ανθρώπου (Ρωμ. β’ 14-15). Διότι ο Θεός διέπλασσε την καρδίαν ως έδραν της αγάπης του αγαθού· γι' αυτό και εκ φύσεως αγαπά, ποθεί και ζητεί το αγαθόν και πώς ήταν δυνατόν να γίνη διαφορετικά, αφού η πρώτη εντύπωσις την οποίαν έλαβεν, ήταν η όψις του αγαθού, του άκρου αγαθού; Ναι· ήταν αδύνατον να γίνη διαφορετικά, διότι το αγαθόν άφησε στην καρδία τις πρώτες εντυπώσεις, τις οποίες εχάραξε βαθύτατα μέσα της και γι' αυτό θα είναι αιώνιοι. Η αγάπη αυτή, η επιπόθησις και η επιζήτησις του θείου νόμου είναι που κά­νει τον Απόστολο Παύλο να ονομάζη τον νόμο που είναι γραμμένος μέσα στην καρδία νόμο του νοός του και να τον ταυτίζη με τον νόμο του Θεού.

Η γνώσις αυτή του χαρακτήρος της αληθούς μας θελήσεως μας καθιστά ικανούς να διαφυλάξωμε ανεπηρέαστον την εσωτερικήν μας ελευθερία και να ζήσωμε αληθώς ελεύθεροι· και αληθώς ελεύθε­ρος είναι όποιος διανοείται, θέλει και πράττει ελευθέρως. Χαρακτη­ριστικά της εσωτερικής ελευθερίας είναι η ηθική ανεξαρτησία, η αγαθότης, η αγνεία, η σεμνοπρέπεια, η ανδρεία, η ισχύς, το αήττητον, το ανένδοτον, το αυτοκρατορικόν και το αυτεξούσιον. Ο εσωτε­ρικώς ελεύθερος άνθρωπος κοσμείται με όλες τις αρετές· η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η σύνεσις τον καταστέφουν με στεφά­νους πλεγμένους με άνθη αμάραντα· ζώντας επάνω στην γην εικονί­ζει την εικόνα του θείου Δημιουργού του, το κάλλος της οποίας φέ­ρει μέσα του· η πορεία του είναι ευθεία, το πολίτευμά του στον ου­ρανό· ανυψώνεται από τα γήινα και γίνεται αιθέριος και ουρανοβάμων· και, συνενούμενος με τον χορόν των αγγέλων υμνεί τον Θεόν, τον ποιητήν και πλάστην του. Ο εσωτερικώς ανελεύθερος όμως άνθρωπος είναι πράγματι ανελεύθερος· διότι εάν η ηθική εξάρτησις είναι ηθική δουλεία, η δε ηθική δουλεία είναι ανελευθερία, έπεται ότι ο ηθικά, ο εσωτερικά δηλαδή ανελεύθερος άνθρωπος είναι πράγματι ανελεύθερος και δούλος του νόμου της αμαρτίας, αδύνα­τος να δραστηριοποιηθή προς κάποιο αγαθόν, υπαγορευόμενον από την αληθή εσωτερικήν του θέλησι. Αυτό που πράττει είναι σύμφωνο με την θέλησι και το φρόνημα της σαρκός και όχι προς την αληθή, εσωτερικήν του θέλησι. Η ψευδής αυτή ελευθέρα θέλησις ημπορεί να εξαπατήση και να παραπλανήση πολλούς επιπόλαιους ερευνητάς και να τους φέρη στην απώλεια. Τους πείθει πολλές φορές να δέχωνται τις προσταγές της, οι οποίες απορρέουν από τα ποικίλα πάθη και τις επιθυμίες της, ως υπαγορεύσεις της αληθούς ελευθέρας θελή­σεώς των και ως εκφράσεις του έσω ανθρώπου, της πνευματικής δη­λαδή φύσεως. Ο ανελεύθερος εσωτερικά άνθρωπος μολύνει την εικόνα του Θεού και «άνθρωπος ων εν τιμή, εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» (Ψαλμ. μη' 12, 20), ατιμάζεται, ταπεινώνεται και διαφθείρεται.

Χαρακτηριστικόν της ψευδούς ελευθερίας είναι η αγάπη του νό­μου της αμαρτίας, η ηθική εξάρτησις, η ηθική αιχμαλωσία, η κακία, η ενοχή, η υπερηφάνεια, η αλαζονεία, η αναίδεια, η δειλία, το θρά­σος, η ανανδρία, η ήττα, η εξαχρείωσις, η ασέβεια, η αδικία, το ψεύδος, η ασυνεσία και οι λοιπές κακίες οι οποίες κατακηλιδώνουν και εξευτελίζουν τον άνθρωπον.

Τον τρόπο με τον οποίον ημπορούμε να διατηρήσωμε τους εαυτούς μας αληθώς ελευθέρους, μας τον υπέδειξεν ο ίδιος ο Σωτήρ ημών, όταν είπε: «ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ος δ’ αν απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν». Δηλαδή εδίδαξε ότι μόνο με την αυταπάρνησιν ημπορούμε να σωθούμε. Και αληθώς, για να γίνωμε αληθώς ελεύθεροι, είναι ανάγκη να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας, και να σηκώσωμε στους ώμους τον σταυρόν και να ακολουθήσωμε τον Υιόν του Θεού, ο οποίος μας καλεί για να μας ελευθερώσει. «Εάν ουν ο Υιός ελευθερώσει υμάς, όντως ελεύθεροι έσεσθε» λέγει ο Σωτήρ και ελευθερωτής μας. Και πάλιν: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ, και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η' 36 και 31-32). Αρα αποβαίνουμε ελεύθεροι όταν ακούμε με προσοχήν το κήρυγμα του Σωτήρος, μένουμε σ’ αυτό, σηκώνουμε στους ώμους τον σταυρόν και τον ακολουθούμε. Και απαρνούμεθα τους εαυτούς μας, όταν αποτασσόμεθα τον νόμο της σαρκός μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, και σηκώνουμε τον σταυρόν, υπομένοντας κάθε κακοπάθεια υπέρ του νόμου του Θεού. Ο τρόπος, δηλαδή, να διαμείνωμε ελεύθεροι είναι: κατάπαυσις του θελήματος της σαρκός, ενέργεια του θελήματος του πνεύματος, και υποταγή του κατωτέρου στο ανώτερον.

Κατά ταύτα οφείλει ο άνθρωπος να φροντίση και να εργασθή για την σωτηρία του· διότι διαφορετικά διατρέχει τον έσχατον κίνδυνον της απωλείας· επειδή τίποτε κοινόν δεν υπάρχει μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ αγαθού και κακού. Η αμαρτία, η οποία έχει διαφθείρει τον άνθρωπον, είναι σκότος και κακόν μέγιστον, ως αντιστρατευομένη προς το θέλημα του Θεού. Η εσωτερική ελευθερία του καταλογίζει κάθε παρεκτροπήν ως αμαρτία, η δε αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Η ελευθερία όσο μέγα αγα­θόν είναι, τόσο μεγάλες επιβάλλει και τις ευθύνες. Ο εσωτερικώς ε­λεύθερος οφείλει να αποβή άγιος· γι' αυτό ο Θεός και στην Παλαιά και στην Νέα Διαθήκη εντέλλεται λέγοντας: «Αγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Λευιτ. ια', 14 και Α' Πέτρ. α' 16)· διότι πώς ημπορεί ο ανόσιος να κοινωνήση προς το Θείον; Και ο Σωτήρ επίσης εντέλλεται λέγοντας: «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε', 48)· διό­τι όπως είναι ο Πατήρ, τον οποίον επικαλούμεθα, τοιαύτα κατ' ανά­γκην πρέπει να είναι και τα τέκνα. Αγίους λοιπόν και τελείους μας θέλει ο Θεός, διότι μόνον οι άγιοι και τέλειοι είναι υιοί του Πατρός του εν ουρανοίς, και μόνον αυτοί δικαιούνται να επικαλούνται με υιϊκήν στοργή τις χάριτες αυτού και αυτοί μόνοι κληρονομούν την ουράνιον Βασιλείαν. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους· «ή ουκ οίδατε (δεν γνωρίζετε) ότι άδικοι βα­σιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ούτε λοίδοροι, ούχ άρπαγες, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α' Κορ. στ', 9-11). Γι' αυτό ο Σωτήρ μας προ­σκαλεί να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας και να σηκώσωμε στον ώμο τον σταυρόν και να τον ακολουθήσωμε· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι»· αναγνωρίζει μεν την ελευθερία μας και το αυτεξούσιον, αλλά και αφήνει σ' αυτά την σωτηρία μας. Ώστε, όποιος θέλει την σωτηρία του, οφείλει να εργασθή προς απόκτησιν αυτής, αλλιώς και αυτήν θα στερηθή και την απώλεια της αιωνίου ζωής δια της αμελείας και της ακηδίας θα παρασκευάση για τον εαυτόν του και την αιώνιον κόλασι θα κληρονομήση, από την οποίαν εύχο­μαι ο Θεός να μας λυτρώση όλους.

Είναι άρα αναπόδραστος ανάγκη να ακολουθήσωμε τον Κύριον. Διότι αν ο Υιός του Θεού μας ελευθερώσει, τότε θα είμεθα αληθώς ελεύθεροι. Ναι, αληθώς, μόνον ο Υιός του Θεού ημπορεί να μας ελευθερώσει, διότι αυτός είναι η ελευθερία. «Ο δε Κύριος το Πνεύμά εστιν ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. γ’, 17)· μόνον εάν ακολουθούμε τον Σω­τήρα ημπορούμε να μείνωμε ελεύθεροι και να απαλ­λαγούμε από την δουλεία της αμαρτίας· «πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας» (Ιω. η’, 34). Εάν λοιπόν θέλωμε να είμεθα ελεύθεροι, οφεί­λουμε να ακολουθούμε τον Σωτήρα Χριστόν.

(20ος αιών – Από τις ομιλίες του Αγίου Νεκταρίου «Περί επιμελείας ψυχής». Επειδή ο όρος «ηθική ελευθερία» που χρησιμοποιεί ο άγιος έχει σήμερα διαφορετική έννοια, τον μεταφέρουμε εδώ ως εσωτερική ελευθερία ή απλώς ελευθερία - Από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», σελ. 585-594)


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 9 και 0 επισκέπτες