ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 25, 2012 8:47 am

Εικόνα

“Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.
Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.
Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία”.
(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. ῾Έζησες θαυμαστά προηγουμένως στην άσκηση, πανεύφημε, και ύστερα κατακοσμήθηκες με το μαρτύριο᾽(῾Εθαυμαστώθης πρότερον εν ασκήσει, πανεύφημε, και μαρτυρικώς κατεκοσμήθης ύστερον᾽) (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. ῾Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε᾽(῾Μώμος εν σοι όλως ουκ έστι, πανεύφημε Φεβρωνία. Συ γαρ αμφοτέρωθεν τω λυτρωτή σου και εραστή, τω πεποθημένω, ευαρεστήσαι εσπούδασας, ασκήσεως εν πόνοις και μαρτύρων εν άθλοις κοσμουμένη, θεόφρον πανόλβιε᾽) (ωδή δ´).
Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν (῾Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους᾽:῾Εξ απαλών ονύχων επόθησας της αγάπης πηγήν την αέναον, την εφετήν πάσι λογικοίς᾽ - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της (῾Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά᾽: ῾Συ νυν εστερέωσας τη κραταιά χειρί, Δέσποτα, μαρτυρικώς αγωνιζομένην Φεβρωνίαν την ένδοξον᾽ - ωδή γ´. ῾Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού᾽(῾Κύκλω παρενέβαλε σου, Φεβρωνία πανεύφημε, ο ρυόμενος άγγελος᾽ - στιχηρό εσπερινού), αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του (῾Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό᾽: ῾Τέλους μακαριστού επιτυχείν κατηξίωσαι, νυν συμβασιλεύουσα τω Χριστώ᾽ -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. ῾Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα᾽(῾Μελέτη θανάτου διηνεκεί λαμπρύνασα, μάρτυς Φεβρωνία, σου την ψυχήν, έδραμες προς ύψος μαρτυρίου, διά βασάνων πολλών προσαχθείσα Χριστώ᾽) (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων. ῾Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα᾽: θυμίσου δηλαδή το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ, μας θυμίζει ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι ῾καθ᾽ ημέραν απέθνησκε᾽, κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας: παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Η νεομάρτυρας Αγία Φιλοθέη

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 26, 2012 12:01 pm

Εικόνα

Αν οι μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών χρόνων είναι ικανοί να παροτρύνουν ψυχές να αγωνιστούν για τον Χριστό, οι νεομάρτυρες αποδεικνύουν ότι οι άγιοι μπορούν να υπάρξουν σε κάθε εποχή και, επομένως, ο κατά Χριστόν αγώνας είναι συνεχής σε κάθε εποχή.

Μια τέτοια παραδειγματική νεομάρτυρας είναι η αγία Φιλοθέη. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1522 από στείρα μητέρα, τη Συρίγη, που προσευχήθηκε αμέτρητες φορές, για να της χαρίσει ο Θεός αυτή την κόρη. Ο δε πατέρας της ονομαζόταν Άγγελος Μπενιζέλος.

Όταν η οσία έγινε δώδεκα χρονών, οι γονείς της με τη βία την πάντρεψαν με έναν αρκετά πλούσιο άντρα των Αθηνών. Η ζωή της κοντά του ήταν μαρτυρική, διότι συνεχώς τη χτυπούσε και τη βασάνιζε. Μετά από τρία χρόνια το μαρτύριο της λαμβάνει προσωρινά τέλος με τον θάνατο του βίαιου συζύγου της.

Τότε η οσία, αν και δέχτηκε πιέσεις για δεύτερο γάμο, αποφασίζει και γίνεται μοναχή. Τη μεγάλη της περιουσία διέθεσε στους φτωχούς και για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων χριστιανών από τους Τούρκους.

Έτσι έγινε καρφί στο μάτι των Τούρκων, και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, εισέβαλλαν στο μοναστήρι της και την έσυραν έξω. Αφού τη χτύπησαν ανελέητα, προκάλεσαν το θάνατο της, στις 19 Φεβρουαρίου 1589.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, σε αυτό το σημείο ρωτά: «Δεν ήταν και αυτή φύση ασθενέστερη καθότι γυναίκα; Δε συνάντησε τόσους και τόσους πειρασμούς και εμπόδια στο δρόμο της ζωής της; Αλλά όμως, κανένα από αυτά δεν μπόρεσε να ψυχράνει την αγάπη της για το Θεό».

Η Αγία Φιλοθέη είναι πολιούχος της πόλης των Αθηνών και η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της στις 19 Φεβρουαρίου.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 27, 2012 8:35 am

Μία αμαρτωλή που έγινε Αγία...Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα

Εικόνα

Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).
Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.
Αυτή αντιλήφτηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από τους Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.
Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρει νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξανά διψάσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο - λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνάτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατά Πνεύμα και αλήθεια.
Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατά Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.
Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.
Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.
Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες προς το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.

H μνημη της εορταζεται στις 26 Φεβρουαριου
Δοξα τω σε δοξασαντι Χριστω...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Η αγία μάρτυς Χαριτίνη

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Σεπ 28, 2012 12:21 pm

Η αγία μάρτυς Χαριτίνη (5 Οκτωβρίου)

Εικόνα

Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Η αγία Χαριτίνη είναι από τις πολλές εκείνες νεαρές γυναίκες, που στον καιρό των αρχαίων διωγμών, αλλά και σε κάθε καιρό που διώκεται η πίστη και η Εκκλησία, προτίμησαν την αγάπη του Χριστού από την αγάπη του κόσμου. Αυτό είναι περισσότερο ανδρείο και γενναίο απ’ ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, που όλοι μας είμαστε παραδομένοι στην αγάπη του κόσμου και την απόλαυση του βίου. Μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να προτίμησει την ουράνια δόξα και να περιφρόνησει την απόλαυση των εγκοσμίων, αλλά και να αντέξει σε απάνθρωπα βασανιστήρια και σε σκληρό θάνατο, αξίζει να τη θαυμάσουμε και να την τιμήσουμε κι όσο μπορούμε να την μιμηθούμε.
Η αγία Χαριτίνη μαρτύρησε στα 290 μετά τη γέννηση του Χριστού στα χρόνια του βασιλιά στην Ανατολή Διοκλητιανού και του ηγεμόνα Δομετίου, στα χρόνια δηλαδή του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας. Ύστερ’ από το Διοκλητιανό, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε τα δυό διατάγματα του, που άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς, αν και μικρότεροι διωγμοί εδώ – εκεί συνεχίζονταν. Η Χαριτίνη ήταν σκλάβα σε κάποιον Κλαύδιο, που αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε και σεβότανε τη γυναίκα του σπιτιού του. Θα πρέπει να διαβάσουμε την προς Φιλήμονα επιστολή του αποστόλου Παύλου, για να δούμε ποιά ήταν η θέση των δούλων στα σπίτια όχι μόνο των χριστιανών, αν είχαν οι χριστιανοί δούλους, αλλά όλων των ανθρώπων, που φοβόντανε το Θεό.
Όταν ο Δομέτιος έμαθε για τη χριστιανή Χαριτίνη, έγραψε στον Κλαύδιο να του την στείλει για να την ανακρίνει. Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου και της σκλάβας του Χαριτίνης. Ο Κλαύδιος, υποχρεωμένος να υπακούσει στον ηγεμόνα Δομέτιο, άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, όχι για τη στέρηση της σκλάβας του, αλλά για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη τότε, με πολλή πίστη και θάρρος, άρχισε να τον καθησυχάζει. «Μη λυπείσαι, Κύριε μου, του είπε, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στο Θεό». Κι ο Κλαύδιος απάντησε «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα». Δεν ήταν ακόμα χριστιανός ο Κλαύδιος, μα αισθανότανε και ομιλούσε χριστιανικά.
Η αγία Χαριτίνη οδηγήθηκε δεμένη μπροστά στον ηγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα την έδεσαν; Δεν ήταν φόβος να φύγει, αλλά η κακία δεν είναι μόνο απάνθρωπη, αλλά και δειλή. Χωρίς δισταγμό, η αγία ομολόγησε την πίστη της και οι βασανιστές της, για να την εξευτελίσουν, της ξύρισαν την κεφαλή, την έβαλαν επάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι επάνω στις πληγές στης έχυσαν ξύδι και αλάτι. Έμπηξαν υστέρα στα στήθια της αιχμηρά σουβλιά κι έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και μετά ολ’ αυτά έδεσαν στο λαιμό της μια βαρεία πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Σε όλ’ αυτά την φύλαξε ο Θεός, κι όταν την ξανάπιασαν, την έσυραν επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και της ξερίζωσαν από τα χέρια και τα πόδια τα νύχια.
Έμενε όμως ακόμα κάτι, λιγότερο αλγεινό στο σώμα, αλλά περισσότερο οδυνηρό στη ψυχή. Αυτό θα την πονούσε περισσότερο απ’ όλα και θα ήταν όλο καταισχύνη στα μάτια των ανθρώπων. Όταν εξάντλησε όλα τα βασανιστήρια κι όταν σε όλα είδε πως ηττήθηκε, ο ηγεμόνας είπε να κλείσουν την αγία σε πορνοστάσιο. Η σκοτισμένη του σκέψη κι η πωρωμένη συνείδηση ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ήταν αυτό για μια χριστιανή γυναίκα. Για κάτι τέτοιο έχουνε να μας πουν πολλά παραδείγματα πολλών γυναικών, και στην αρχαία Αντιόχεια με την αγία Πελαγία και στο Ζάλογγο και την Αραπίτσα στα νεώτερα χρόνια.
Η αγία Χαριτίνη, όπως ήταν στα χέρια των δημίων της, δεν μπορούσε ούτε στο γκρεμό να πέσει ούτε στο ποτάμι, για νά μη ντροπιαστεί από τους ανθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπόν κι ο Θεός την πήρε «πριν τον της παρθενίας απολέση στέφανον». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ομιλία του στην αγία μάρτυρα Πελαγία την αρχίζει με αυτά τα λόγια, που ταιριάζουν καί στην αγία Χαριτίνη «Ευλογητός ο Θεός! Και γυναίκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, και κόραι καταγελώσι τελευτής… Ταύτα δη πάντα διά τον εκ παρθένου Χριστόν γέγονεν ημίν τα αγαθά». Ας έχει δόξα ο Θεός! Όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες περιφρονούν το θάνατο και κορίτσια τόχουν χαρά τους να πεθάνουν. Κι ολ’ αυτά για το Χριστό και με την χάρη του Χριστού, που γεννήθηκε από την αγνή παρθένο Θεοτόκο. Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Εικόνες Έμψυχοι, σ.273)


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΑ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Σεπ 29, 2012 8:33 am

Εικόνα

«Αυτός ο απόστολος του Κυρίου, αφού διέτρεξε σαν να είχε φτερά όλη την οικουμένη, ξερίζωσε εκ βάθρων κάθε πλάνη με το κήρυγμά του γιά τον Χριστό, έχοντας ακόλουθό του και την υπερθαύμαστη Ιουνία, η οποία είχε νεκρωθεί ήδη για τον κόσμο και ζούσε μόνο για τον Χριστό. Αποτέλεσμα της δράσης τους αυτής ήταν να ελκύσουν στη γνώση του Θεού πολλούς ανθρώπους, προκαλώντας έτσι την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Όπου πήγαν οικοδόμησαν θείες εκκλησίες, αποδίωξαν από τους ανθρώπους ακάθαρτα πνεύματα και θεράπευσαν ανίατα πάθη. Στο τέλος, ως άνθρωποι, έφυγαν από τη ζωή αυτή. Αυτούς τους αποστόλους τους θυμάται ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. ῾Χαιρετήστε – λέγει – τον Ανδρόνικο και την Ιουνία τους συγγενείς μου, οι οποίοι και πριν από εμένα έγιναν χριστιανοί’».

Η συγγένεια του αποστόλου Παύλου προς τους σήμερα εορταζομένους αποστόλους Ανδρόνικο και Ιουνία, όπως και η πριν από αυτόν ένταξή τους στην Εκκλησία ως μέλη Χριστού, είναι από τα σημεία που θίγει έντονα ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, διότι τα βλέπει να προβάλλονται από τον ίδιο τον Παύλο ως αποδεικτικά της σπουδαίας θέσης αυτών στην Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος δηλαδή μνημονεύοντας ιδιαιτέρως τους αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία στην προς Ρωμαίους επιστολή δείχνει ότι πρόκειται περί αποστόλων που κατέχουν επίσημη θέση στην Εκκλησία. ῾Ως επισήμους πράγματι μεταξύ των Αποστόλων ο μακάριος Παύλος σας ανακηρύττει στην Εκκλησία, μακάριοι᾽(῾Ως επισήμους όντως εν αποστόλοις υμάς ο μακάριος Παύλος ανακηρύττει εν τη Εκκλησία, μακάριοι᾽) (ωδή ε´). ῾Σε τιμάμε τώρα, μαζί με τον Παύλο, εμείς που μαζευτήκαμε με πίστη, Ανδρόνικε, ως συγγενή του Παύλου, που έγινες μαθητής του Χριστού και πριν από αυτόν᾽(῾Ως συγγενή σε Παύλου και προ αυτού μαθητήν χρηματίσαντα, συν αυτώ νυν τιμώμεν, πίστει συνελθόντες, Ανδρόνικε᾽) (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο: αν ένας μέγας άγιος και μέγας απόστολος σαν τον απόστολο Παύλο εκθειάζει κάποιους, σημαίνει ότι αυτοί οι κάποιοι δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος με οξυμμένα τα πνευματικά κριτήριά του μπορεί να βλέπει την πνευματική κατάσταση των άλλων, όπως εν προκειμένω ο Παύλος για τους Ανδρόνικο και Ιουνία. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος το έχει πει: ῾ο πνευματικός πάντα ανακρίνει, αυτός δε υπ᾽ ουδενός ανακρίνεται᾽. Ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να διακρίνει και να ελέγχει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οποιονδήποτε μη πνευματικό. Αυτό λοιπόν τονίζει και ο άγιος Ιωσήφ: ῾Ο θείος απόστολος Παύλος, εκθειάζοντάς σας λαμπρότατα με θεϊκούς επαίνους, προβάλλει στους πιστούς τη γενναιότητά σας, λέγοντας ότι αποδειχτήκατε μαθητές του Θεού Λόγου πριν από αυτόν και συγγενείς του ίδιου᾽(῾Παύλος ο θείος Απόστολος, θείοις επαίνοις υμάς εκθειάζων λαμπρότατα, τοις πιστοίς παρίστησι την υμών γενναιότητα, προ τούτου λέγων αποδειχθήναι υμάς Θεού του Λόγου μαθητάς᾽) (στιχηρό εσπερινού).

Η σεβαστική αυτή στάση του αποστόλου Παύλου προς τους συγγενείς του αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία, στάση που προεκτείνεται και σε όλο το πλήρωμα πια των πιστών, προφανώς οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι άγιοι αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι άγιοι ως ῾του Λόγου υπήκοοι᾽(στιχηρό εσπερινού), αφού ῾όλες τις κινήσεις του νου τους τις κατεύθυναν με χαρά στην εφαρμογή των θελημάτων του Θεού᾽(῾Ίθυνας του νοός σου πάσας τας κινήσεις, ιερώτατε, προς Θεού θελημάτων αποπλήρωσιν χαίρων, Ανδρόνικε᾽) (ωδή α´) – αυτός είναι ο άγιος: ο πιστός που ολόκληρο τον εαυτό του τον αναφέρει στον Θεό και στην τήρηση του αγίου θελήματός Του - αφετέρου στο γεγονός ότι ο Ανδρόνικος, αλλά και η Ιουνία ασφαλώς ῾αξιώθηκε να δει, με τον αγώνα του να νεκρώσει τα αμαρτωλά φρονήματά του, τη ζωή των ζώντων, δηλαδή τον Χριστό τον Θεό μας ως άνθρωπο επί της γης᾽(῾Νεκρώσας τα μέλη σου αγωνίσμασι, την ζωήν κατηξίωσαι των ζώντων θεάσασθαι επί γης σαρκοφόρον, Χριστόν τον Θεόν ημών᾽) (ωδή γ´), όπως και υπήρξαν μέτοχοι της φωτιάς του αγίου Πνεύματος που έπνευσε και σ᾽αυτούς κατά την Πεντηκοστή, φωτιά που περιέφεραν έπειτα στην άσκηση της ιεραποστολικής διακονίας τους. ῾Έγινες πυρίπνοος του θείου Πνεύματος με την καθαρή διάνοιά σου, απόστολε, περιφέροντας τη θέρμη της φωτιάς αυτής και φλέγοντας το αγκάθι της πλάνης᾽(῾Πυρίπνοος γέγονας θείου Πνεύματος, καθαρά διανοία σου, την θέρμην, απόστολε, περιφέρων και φλέγων της πλάνης την άκανθαν᾽) (ωδή γ´).

Οι εκτιμήσεις του αγίου Ιωσήφ ότι οι άγιοι ῾νέκρωσαν τα αμαρτωλά φρονήματά τους για να δουν τον Χριστό᾽ και ότι ῾περιέφεραν τη θέρμη της φλόγας του Παρακλήτου᾽ έχουν ιδιαίτερη σημασία και για τη δική μας ζωή. Κανείς δηλαδή δεν μπορεί να δει τον Χριστό, όχι βεβαίως ῾σαρκοφόρον επί γης᾽, αλλά εν Πνεύματι αισθητά στην καρδιά του, αν δεν κάνει έναν αγώνα, ασφαλώς με τη χάρη του Χριστού και μέσα στην Εκκλησία, για νέκρωση του αμαρτωλού φρονήματός του, διότι ῾ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν᾽, όπως και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πράγματι έλαβε αυτόν τον Χριστό μέσα του, αν δεν βρίσκεται σε θερμότητα η καρδιά του, ως προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Παγωμένη καρδιά, δηλαδή καρδιά που δεν έχει αγάπη, συνεπώς θέρμη αγίου Πνεύματος, έστω κι αν υπάρχει ομολογία πίστεως, δεν έχει και Χριστό. Ο Χριστός βρίσκεται πάντοτε και μόνον εκεί που περιφέρεται η θέρμη της φλόγας του Πνεύματος του Θεού, η ζωντανή αγάπη.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες τῆς Κολὰ ἐν Γεωργίᾳ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Σεπ 30, 2012 10:55 am

Εικόνα

Τὸ μαρτύριο τῶν ἐννέα παιδομαρτύρων ἔγινε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία.
Σὲ ἕνα μεγάλο χωριὸ τῆς νοτιοδυτικῆς Γεωργίας, στὴν πεδιάδα Κολά, ὅπου βρίσκονται οἱ πηγὲς τοῦ ποταμοῦ Κύρου, ζοῦσαν ἐλάχιστοι Χριστιανοί. Οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Τὰ παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν ἔπαιζαν μὲ τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ μόλις ὁ ἱερεὺς κτυποῦσε τὴν καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό, ἄφηναν τὸ παιχνίδι καὶ ἔτρεχαν στὴν Ἐκκλησία.
Τὰ ἀκολουθοῦσαν ὅμως πάντοτε ἐννέα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν: ὁ Γουαράμ, ὁ Μπακάρ, ὁ Βάτσε, ὁ Μπατζίμι, ὁ Τάτσι, ὁ Τζουανσέρι, ὁ Ραμάζι καὶ ὁ Παρσμᾶν. Μὰ σὰν ἔφθασαν στὴν πύλη τοῦ ναοῦ, οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐπέτρεπαν σὲ αὐτὰ νὰ εἰσέλθουν στὸ ναό. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορές. Τὰ παιδιὰ ἐπέμεναν καὶ ἀποφάσισαν νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοί.
Ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ, ἕνας σεβάσμιος καὶ ἅγιος λευΐτης, τὰ κατήχησε καὶ τὰ δίδαξε τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Δὲν τολμοῦσε ὅμως νὰ τὰ βαπτίσει τὴν ἡμέρα, διότι φοβόταν τοὺς εἰδωλολάτρες. Μία νύχτα, λοιπόν, τὰ πῆρε μαζί του καὶ τὰ ὁδήγησε στὸν ποταμό. Πολλοὶ Χριστιανοὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ ποτάμι ἦταν παγωμένο. Μὰ μόλις τὰ παιδιὰ μπῆκαν μέσα, γιὰ νὰ βαπτισθοῦν, τὸ νερό, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ζεστό. Τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ θαῦμα τὸ ἀκολούθησε ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονός: Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκαν καὶ νὰ ἔνδυσαν μὲ λευκοὺς χιτῶνες.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ εἰδωλολάτρες γονεῖς ἀναζήτησαν τὰ παιδιά τους. Τὰ βρῆκαν στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν καὶ πληροφορήθηκαν τί εἶχε συμβεῖ. Ἔγιναν ἔξαλλοι καὶ ὀργίσθηκαν. Ἄρχισαν νὰ τὰ κτυποῦν καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ τὰ πείσουν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνα ὅμως ὁμολογοῦσαν μὲ ἀθῳότητα καὶ ἀνδρεία τὴν πίστη τους στὸν Κύριο.
Ἔτσι ἀποφάσισαν νὰ τὰ φονεύσουν, πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τῶν ὑπολοίπων συγχωριανῶν τους. Μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡγεμόνα πῆγαν κοντὰ στὸν ποταμὸ καὶ ἔσκαψαν ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου ἔριξαν μέσα τους μικροὺς Ἁγίους. Ἤσαν ὅλοι ἀπὸ ἑπτὰ μέχρι ἐννέα χρόνων.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Ιωακείμ και Άννα, ευδόκιμοι στην αρετή

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Οκτ 01, 2012 9:57 am

Εικόνα

Η εκκλησιαστική φιλολογία και η υμνολογία έχουν αφιερώσει εξαιρετικά κείμενα στους προπάτορες Ιωακείμ και Άννα, όπου αποτυπώνονται η τιμή και ο σεβασμός των πιστών προς αυτούς που διακόνησαν στο έργο της θείας ενανθρωπήσεως. Στα κείμενα αυτά υπενθυμίζεται και η μεγάλη σημασία του ρόλου των γονέων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας της Παρθένου Μαρίας.
Ο Ιωακείμ, μια εξέχουσα φυσιογνωμία από τη βασιλική φυλή του Ιούδα και η σύζυγός του Άννα υπερείχαν, όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, στην αρετή από όλους εκείνους που οφείλουν την ευγένεια του γένους και του ήθους στην καταγωγή τους από τον Δαυίδ. Η Παρθένος Μαρία, θυγατέρα σωφρόνων και πολυάρετων γονέων πού τελειώθηκαν στην προσευχή και την άσκηση, ήταν εύλογο να είναι πάναγνος, πανάρετος και γεννήτρια παρθενίας. Η αγιότητά της προετοιμαζόταν από τους ευσεβείς γονείς της σε όλη τη διάρκεια του επίγειου βίου τους. Ζούσαν μέσα στη χάρη του Θεού και την ευλογία της αγιότητας που τους κληροδότησαν οι μεγάλοι προφήτες και πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης. Η νέκρωση του προσωπικού τους θελήματος και η απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού αύξησε την επίδοσή τους στην αρετή. Γι’ αυτό και ξεχώρισαν από τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης και έγιναν πολύ αγαπητοί στον Θεό.
Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, όταν αναφέρονται στον Ιωακείμ και την Άννα, μιλούν για τη μεγάλη δικαιοσύνη τους και για τον πλούτο των αρετών τους που αντανακλούν την ευγενή ωραιότητα της ψυχής. Αυτή η υπερβάλλουσα αρετή τους κατέστησε, περισσότερο από όλους, γνώριμους στον Θεό που εισάκουσε την επιθυμία τους. Η γέννηση της Μαρίας ήταν ο καρπός των προσευχών και της αφοσιώσεως των θεοπατόρων στον Θεό. Η αγιότητα τους, η πίστη και η απόλυτη αποδοχή του νόμου του Θεού απέδωσε τον τελειότερο καρπό. Έτσι πρόσφεραν στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά που είναι η δυνατότητα της εν Χριστώ σωτηρίας μέσω της Θεοτόκου. Αυτός είναι και ο λόγος που η εκλογή των θεοπατόρων χαρακτηρίζεται «μακαρία», αφού και οι δύο ήσαν ευδόκιμοι στην αρετή.
Ο Ιωακείμ, που έθεσε τον εαυτό του κάτω από την καθοδήγηση του Θεού δεν υπελείπετο σε τίποτα ως προς τα άριστα, δηλαδή τα αγαθά που επιθυμούν και επιζητούν οι σώφρονες άνθρωποι. Κράτησε για την επιβίωσή του ό,τι ήταν απολύτως αναγκαίο και όχι τα ευχάριστα αυτής της ζωής. Γιατί τα πρώτα, τα απαραίτητα, ως έκφραση ασκήσεως, επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, ευαρεστούν τον Θεό και αποφέρουν καρπούς, τις αρετές, που θα αποδώσουν αργότερα αιώνια ζωή σε αυτούς που κοπίασαν. Για το ρόλο και τη συμβολή του στην πραγμάτωση του σχεδίου της θείας οικονομίας ο Ιωακείμ χαρακτηρίζεται υπέρτερος και μείζων μεταξύ των γεννητόρων.
Το ίδιο θεοσεβής ήταν και η αγία Άννα. Το όνομά της σημαίνει «χάρις». Με τον άγιο βίο της είλκυσε τη χάρη του Θεού. Παρότι στείρα, απέκτησε τέκνο υστέρα από δεήσεις, ικεσίες και συνεχή προσευχή που έκαναν από κοινού με τον ευσεβή σύζυγο της, τον Ιωακείμ: «Γυνή εν ομονοία ψυχής και σωφροσύνης σώματος το μονότροπον αεί της γνώσεως μετά του ανδρός κτησαμένη». Η Άννα εκπληρώνοντας πιστά τα καθήκοντά της προς τον Θεό απείχε από κάθε αμαρτία. Όχι μόνο δεν προκάλεσε κάποιο κακό στον άνδρα της, όπως η Εύα, αλλά ταυτίστηκε μαζί του και προήχθησαν από κοινού στην αρετή• «ου γαρ βλαπτικώς, ως η Εύα, μετεποιήθη, αλλά βοηθός τω ανδρί συνηρμόσθη επί τε τοις των αρετών πολιτεύμασιν επί τε ταις διά την προς Θεόν ικεσίαις» .
Ο Ιωακείμ και η Άννα, το σεβάσμιο ζεύγος των θεοπατόρων, στην προσωπική τους πορεία προς την τελείωση, έζησαν μέσα στη σύνεση, την ευγένεια και την πνευματική ετοιμότητα. Η γνώση του νόμου και των θείων εντολών, μαζί με την ευλάβεια και την άσκηση σε κάθε αρετή, συμπορεύτηκαν ταπεινά με την ολοκληρωτική αγάπη και αφοσίωση στον Θεό. Με τη θεία μελέτη και την αέναη προσευχή προσέγγισαν τόσο πολύ τον Θεό που αξιώθηκαν να δεχθούν την αποκάλυψη του αρρήτου μυστηρίου και να φέρουν στον κόσμο εκείνην που γέννησε τον ποιητή του ουρανού και της γης. Γι’ αυτό και υπερέχουν όλων των γενεών.
Η Παρθένος Μαρία, που επρόκειτο να διακονήσει ως Μητέρα Θεού στο ύψιστο έργο τής σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, υπερέβαλε όλων των ανθρώπων ως προς την καθαρότητα, αφού και οι γεννήτορές της υπήρξαν πρότυπα ενάρετου βίου. Αυτό αποτέλεσε προϋπόθεση μιμήσεως και δείκτη πορείας και για τη μικρή κόρη της Ναζαρέτ. Πράγματι, ο Ιωακείμ και η Άννα ήσαν πιστοί τηρητές του μωσαϊκού νόμου, δίκαιοι, φιλεύσπλαχνοι, ελεήμονες και γεμάτοι ένθερμο ζήλο για κάθε αγαθό. Ο διηνεκής αίνος, η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό, αλλά και η πίστη στην προνοιακή του παρουσία τους κατέστησε θεοφιλείς. Για το θεάρεστο βίο τους εισακούστηκαν και τιμήθηκαν με την πιο αξιοθαύμαστη τιμή, αυτή των θεοπατόρων.
(Ευτυχίας Γιούλτση, «Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νἰκη, σ. 68-72)


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Οκτ 02, 2012 10:01 am

Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι των Σλάβων

Εικόνα

Ως τις αρχές του θ’ (ένατου) αιώνα είχαν περάσει ήδη περισσότερα από χίλια εκατό χρόνια, αφ’ ότου ιδρύθηκε η πόλη της Θεσσαλονίκης (315 π.Χ.)• κατά το χρονικό αυτό διάστημα η πόλη είχε δει μέρες λαμπρής δόξας και δεινών συμφορών, αλλά έμενε πάντοτε φημισμένη και υπερήφανη.
Ως πρωτεύουσα του Ιλλυρικού κατά τη βυζαντινή εποχή χρειάστηκε να κάνει μεγαλειώδεις αγώνες για να προφυλάξει τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό από τους βαρβάρους που έρχονταν αδιάκοπα από τον βορρά• τους Γότθους, τους Ούννους, τους Αβάρους, τους Σλάβους.
Προστάτης σε αυτούς τους αγώνες τους υπήρξε ο πανένδοξος μάρτυρας Δημήτριος, ο οποίος εμφανιζόταν πάνω στα τείχη της πόλεως με λευκή χλαμύδα και ενίσχυε τους αμυνόμενους κάθε φορά που οι επιδρομείς στένευαν την πολιορκία. Γι’ αυτό οι Θεσσαλονικείς δεν παρέλειπαν ευκαιρία να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον λυτρωτή Άγιο, όπως βλέπουμε και στην επιγραφή που βρέθηκε στο ναό του.
Κτίστας θεωρείς τον πανενδόξου δόμου
εκείθεν Ένθεν μάρτυρος Δημητρίου,
του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων
μετατρέποντος και πάλιν λυτρωμένου.
Στα τέλη του Ζ’ (έβδομου) αιώνα οι επιδρομές έληξαν και η Θεσσαλονίκη εισήλθε σε περίοδο νέας ακμής. Ως τότε ο Άγιος Δημήτριος προφύλασσε την πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων με δύναμη, αλλά έκτοτε την ενισχύει στο έργο της εξημέρωσης των βαρβάρων με το λόγο και το πνεύμα. Δεν ήταν άγνωστο το έργο αυτό στη χριστιανική παράδοση της πόλης, η οποία κατά τους αποστολικούς χρόνους αποτελεί κέντρο μετάδοσης του Ευαγγελίου στον Ελληνικό χώρο.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος έγραψε προς τους Θεσσαλονικείς τους εγκωμιαστικούς αυτούς λόγους: «ώστε γενέσθαι υμάς τύπους πάσι τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα αφ’ υμών γάρ εξήχηται ο λόγος του Κυρίου ου μόνον εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα, αλλά και εν παντί τόπω η πίστις υμων η προς τον Θεόν εξελήλυθεν, ώστε μη χρείαν ημάς έχειν λαλείν τι».
Οι λόγοι αυτοί επρόκειτο να επαληθεύσουν και πάλι κατά τους χρόνους των μεγάλων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Ο λόγιος ιερέας Ιωάννης Καμενιάτης στις αρχές του Γ’ (τρίτου) αιώνα περιγράφει την πόλη και τα περίχωρά της με ζωηρά χρώματα. Πλούσιες πεδιάδες, λέει, ανοίγονται προς τις δύο πλευρές του όρους Χορτιάτη.
Η περιοχή προς το βορρά καταλαμβάνεται σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό από δύο λίμνες που έχουν αφθονία ψαριών και το υπόλοιπο μέρος καλλιεργείται ή βόσκεται από τα χρήσιμα ζώα. Η πεδιάδα που εκτείνεται στο νότιο μέρος του βουνού και ανατολικά της πόλης χαρακτηρίζεται από απερίγραπτη ομορφιά, με χωράφια, αμπέλια, κήπους, πυκνά δάση, άφθονα νερά.
Πολυάριθμα μοναστήρια στους πρόποδες του βουνού και την πεδιάδα ομορφαίνουν τα μάτια των περαστικών και των επισκεπτών. Άλλη, όμως, πεδιάδα εξίσου καρποφόρα εκτείνεται στα δυτικά της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μεγάλη και πολυάνθρωπη. Περιβαλλόταν από τείχη ισχυρά και προπύργια. Πλήθη λαού κατέκλυζαν την αγορά και τη μεγάλη λεωφόρο που διαχώριζε σε δύο τμήματα την πόλη. Η οικονομική της άνθηση την είχε καταστήσει κέντρο έλξεως του ενδιαφέροντος των εμπόρων και της αρπακτικής διάθεσης των πειρατών από τα πέρατα της γης.
Μεγαλοπρεπείς ναοί και επιβλητικά δημόσια κτίρια διακοσμούσαν τις πλατείες της και δέχονταν τα πλήθη για ικανοποίηση των θρησκευτικών και των κοινωνικών αναγκών τους. Τον αρχιεπισκοπικό της θρόνο τίμησαν τότε δύο διάσημοι άνδρες από ξένες επαρχίες, Ιωσήφ ο Υμνογράφος και Λέων ο Μαθηματικός, ο μετέπειτα πρύτανης του πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
Αλλά το φωτεινό στεφάνι της δόξας της έπλεξαν τα δύο δικά της τέκνα, Κύριλλος και Μεθόδιος.
Μεθόδιος και Κωνσταντίνος
Οι γονείς των δύο αδελφών ήταν ευγενικής καταγωγής. Ο πατέρας τους Λέων υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως δρουγγάριος, δηλαδή ως χιλίαρχος, και έπειτα προβιβάστηκε σε στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στα χέρια του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία της Μακεδονίας. Είχαν εφτά παιδιά, εκ των όποιων το τελευταίο, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 827. Ο Μεθόδιος ίσως να είχε γεννηθεί το 820.
Η ατμόσφαιρα ευσέβειας που επικρατούσε στο σπίτι του Λέοντα έδωσε στους δύο αδελφούς την πρώτη ώθηση προς τις πνευματικές ενασχολήσεις. Τα βήματά τους οδηγούνταν συχνά στους περίφημους ναούς της πόλης, στην Αχειροποίητο και την Αγία Σοφία, και πολύ συχνότερα στο ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, του οποίου τη λιτανεία παρακολουθούσαν κάθε χρόνο στη μεγάλη λεωφόρο.
Άλλοτε πάλι έβγαιναν έξω από τα τείχη για να επισκεφτούν τα πολυάριθμα μοναστήρια που ήταν διασκορπισμένα στην ύπαιθρο. Η συμμετοχή τους στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας καλλιέργησε και εξευγένισε το χαρακτήρα τους.
Όταν πέθανε ο πατέρας τους, ο Μεθόδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του. Είχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων που προορίζονταν για αυτούς που είχαν εκπαιδευτεί για να καταλάβουν θέση στην ανώτερη κρατική υπαλληλία. Από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητής «σκλαβηνίας», δηλαδή επαρχίας της ελληνικής αυτοκρατορίας που κατοικούταν κατά πλειονότητα από σλαβικούς πληθυσμούς, που είχαν εισβάλει ειρηνικά και είχαν καταλάβει αραιοκατοικημένες περιοχές.
Εκεί επιδόθηκε συστηματικότερα στην εκμάθηση της σλαβικής γλώσσας, της οποίας στοιχεία γνώριζε ήδη από τους σλαβικής καταγωγής υπηρέτες της οικογένειάς του.
Έπειτα από μερικά χρόνια εγκατέλειψε αυτό το αξίωμα, για να αποσυρθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Το όρος αυτό ήταν τότε ό,τι αργότερα έγινε ο Άθως: όρος των μοναχών. Εγκαταστάθηκε λοιπόν σε ένα από τα μοναστήρια του και επιδόθηκε με ζήλο στην άσκηση, την προσευχή και τη μελέτη της θεολογίας.
Ο Κωνσταντίνος, που μετονομάστηκε σε Κύριλλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του, επέδειξε από μικρή ηλικία αξιόλογη ικανότητα στη μάθηση. Σε ηλικία 14 ετών, όσο ήταν όταν πέθανε ο πατέρας του, γνώριζε από μνήμης τα συγγράμματα του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί πανεπιστήμιο, το οποίο μόλις τότε είχε επανιδρυθεί και λειτουργούσε υπό τη διοίκηση του διακεκριμένου επιστήμονα Λέοντα του Μαθηματικού, πρώην αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Φιλοξενούταν στην πρωτεύουσα και είχε ως κηδεμόνα τον λογοθέτη του δρόμου, δηλαδή πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, που ήταν συγγενής του. Κοντά στον Λέοντα και τον Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτική και φιλοσοφία. Ιδιαίτερη επίδοση είχε στη γλωσσομάθεια.
Υπήρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, όχι μόνο για εκείνη την εποχή, κατά την οποία ήταν άγνωστες οι μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσών, αλλά και για όλες τις εποχές• διότι εκτός από την ελληνική γνώριζε τη σλαβική, τη συριακή, την εβραϊκή, τη σαμαρειτική, την αραβική, τη χαζαρική (τουρκική), τη λατινική, πιθανώς όμως και άλλες γλώσσες.
Αντίθετα από τον αδελφό του ο Κωνσταντίνος δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμή σκέφτηκε να τον μιμηθεί πηγαίνοντας σε ασκητήριο του Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ιερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του πατριαρχείου και τέλος αναδείχτηκε σε καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Από τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος. Ζούσε όμως και αυτός ασκητικά.
Οι δύο αδελφοί προετοιμάζονταν για τις μεγάλες αποστολές, στις οποίες επρόκειτο να κληθούν. Κατείχαν αξιόλογη ικανότητα για δράση και είχαν αποκτήσει αξιοζήλευτη επιστημονική κατάρτιση. Αναζητούσαν και κάτι άλλο, την πνευματική τελειότητα.
Στα μοναχικά τους κελιά κατόρθωναν να ανεβαίνουν προς τον Θεό με την προσευχή και η άνοδος ήταν γι’ αυτούς μία διαρκής εμπειρία. Ήταν άνθρωποι κατά το σώμα και άγγελοι κατά την ψυχή.
Η Ανασύνταξη του Βυζαντίου
Το ελληνικό Βυζάντιο βρισκόταν εδώ και διακόσια χρόνια σε κατάσταση συμπτύξεως (μείωσης της εδαφικής του έκτασης) που οφειλόταν σε τρία αίτια: πρώτα στις αδιάκοπες επιδρομές βαρβαρικών λαών, ιδίως από το Βορρά και το Νότο, που προκαλούσαν πληγές συνεχούς αφαίμαξης• δεύτερον, στην αποστροφή προς τις κατακτήσεις ξένων εδαφών που προερχόταν από την επιθυμία του να συντηρεί την προγονική κληρονομιά και να τη μεταδίδει προς τα έξω• και τρίτο, στην εκατονταετή εμφύλια έριδα για τις εικόνες.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλευόμενοι αφ’ ενός οι Άραβες με μία απροσδόκητη αφύπνιση, αφ’ ετέρου οι Σλάβοι με μία μακροχρόνια και μεθοδική διείσδυση, κατόρθωσαν να στερήσουν από το Βυζάντιο πολλές από τις πλουσιότερές του επαρχίες, όπως είναι η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Συρία και μεγάλα τμήματα της Θράκης και της Ιλλυρίας.
Κάτω από συνεχή πίεση βρισκόταν επίσης και ο Χριστιανισμός κατά την ίδια περίοδο. Ενώ από την εποχή της κατάπαυσης των διωγμών μέχρι την εμφάνιση των παραπάνω λαών στα σύνορα της αυτοκρατορίας η Χριστιανική θρησκεία είχε κατορθώσει να επεκταθεί στα βάθη της Αφρικής και στα απώτερα σημεία της
Ασίας, έκτοτε υποχωρεί ραγδαίως και χάνει τη μία μετά την άλλη όλες σχεδόν τις θέσεις της στις ηπείρους αυτές, μέχρι και στις βόρειες περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου.
Στα μέσα του ένατου (θ’) αιώνα παρατηρείται ριζική μεταβολή των πραγμάτων, που συνέπεσε με την κατάπαυση της εικονομαχίας. Κάτω από την ηγεσία τριών ανδρών, του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, του πρωθυπουργού Βάρδα και του πατριάρχη Φωτίου, ο βυζαντινός ελληνισμός στο εσωτερικό ανασυντάσσεται, στρατιωτικά αναδιοργανώνεται και πνευματικά αναγεννιέται. Αυτή η πνευματική αναγέννηση είναι η κύρια δύναμη που κίνησε ολόκληρη την ανοδική πορεία του κράτους.
Αποστολή στους Σαρακηνούς
Στο πρόγραμμα περιλαμβανόταν και η αντιμετώπιση των Μουσουλμάνων, οι οποίοι, αφού άρπαξαν τις πλούσιες εκείνες περιοχές της αυτοκρατορίας, δεν έπαυσαν ποτέ να ενεργούν επιδρομές στις ανατολικές της επαρχίες με κύριο σκοπό τη λεηλασία.
Υπό την κυριαρχία των μουσουλμάνων Αράβων ζούσαν ακόμη πολλά εκατομμύρια χριστιανοί. Έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί να πάρουν θάρρος και οι κατακτητές να αναγκαστούν να τους συμπεριφέρονται ηπιότερα. Αλλά τα βυζαντινά όπλα δεν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την κατάσταση.
Το 856 στάλθηκε στο χαλιφάτο της Βαγδάτης ο Φώτιος για πολιτικές διαπραγματεύσεις. Έπειτα από λίγα χρόνια, ίσως το 860, ανατέθηκε άλλη αποστολή στον Κωνσταντίνο, η οποία απέβλεπε στη βελτίωση της θέσης των εκεί χριστιανών με τις συζητήσεις που θα γίνονταν με τον Χαλίφη Μουταβακκήλ.
Υπήρχε ελπίδα ότι θα ήταν δυνατή η κάμψη του φανατισμού και της ορμής των Αράβων με το λόγο, αλλά περισσότερο υπήρχε ελπίδα ότι το φρόνημα των υπόδουλων χριστιανών θα αναπτερωνόταν με την είδηση ότι κάποιος δυναμικός ομόθρησκός τους επισκέφτηκε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου και ντρόπιασε τους μουσουλμάνους θεολόγους.
Έφτασε στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου μαζί με ένα γραμματέα σε εποχή έξαρσης των πιέσεων και διώξεων κατά των χριστιανών. Μεταξύ των άλλων οι δυνάστες είχαν υποχρεώσει τους χριστιανούς να ζωγραφίσουν στις πόρτες των σπιτιών τους τη μορφή του διαβόλου.
Κατά την επίσκεψή του ο Κωνσταντίνος ρωτήθηκε ειρωνικά από μουσουλμάνους τι σήμαινε η απεικόνιση αυτή. Απάντησε με χαρακτηριστική ευστροφία: «Βλέπω παραστάσεις διαβόλων και συμπεραίνω ότι στο εσωτερικό αυτών των σπιτιών κατοικούν χριστιανοί• επειδή, δηλαδή, οι διάβολοι δεν μπορούν να συμβιώσουν με αυτούς, βγήκαν έξω από τα σπίτια. Όπου δε βλέπω τις παραστάσεις αυτές, εκεί προφανώς οι διάβολοι κατοικούν μέσα».
Σε συζήτηση με μουσουλμάνους θεολόγους κατά τη διάρκεια συμποσίου ο Κωνσταντίνος έθιξε ένα από τα σπουδαιότερα σημεία διαφορών μεταξύ των δύο θρησκειών.
Οι Χριστιανοί, είπε, βαδίζουν προς την απόκτηση της τελειότητας με ηθικούς αγώνες και δοκιμάζουν μεταπτώσεις στο δρόμο τους, αλλά τα επιτεύγματά τους είναι πιο πνευματικά.
Οι Μουσουλμάνοι δεν αγωνίζονται ηθικά, διότι ο θρησκευτικός νόμος τους δεν έχει απαγορεύσεις, γι’ αυτό δεν μπορούν να προκόψουν σε ήθος.
Η αποστολή του Κωνσταντίνου στο αραβικό κράτος έφερε κάποια ανακούφιση στους εκεί χριστιανούς. Κατά την επιστροφή του αυτός πέρασε από το ασκητήριο του αδελφού του Μεθοδίου, στον Όλυμπο, και έμεινε λίγο χρόνο μαζί του για ανάπαυση.
Αποστολή στη Ρωσία
Η προηγούμενη αποστολή του Κωνσταντίνου δεν υπήρξε τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός. Εδώ και δύο αιώνες και ο Χριστιανισμός και η ελληνική αυτοκρατορία μίκραινε λόγω της αραβικής επίθεσης. Τώρα ήταν καιρός ν’ αφυπνιστούν και από τη μακραίωνη σύμπτυξη να έρθουν σε απότομη ανάπτυξη. Δυστυχώς η απόπειρα επέκτασης προς την Ανατολή δεν έφερε αποτελέσματα. Αλλά αν ο Χριστιανισμός έχασε έδαφος στο Νότο και στην Ανατολή εξαιτίας της αιματηρής βίας των Μουσουλμάνων, υπήρχε χώρος δράσης στο Βορρά.
Ο πατριάρχης Φώτιος αντιλήφτηκε εγκαίρως ότι οι Σλάβοι και οι Τούρκοι του Βορρά, οι Χαζάροι, έχοντας έρθει σε επαφή με τους Έλληνες από παλιά, ήταν πλέον ώριμοι να κερδηθούν και να μπουν στην ομάδα των χριστιανικών λαών και συγχρόνως στον κύκλο της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
Για την ασφαλή θεμελίωση κάθε προσπάθειας προς την κατεύθυνση αυτή έπρεπε να προηγηθεί προσεκτική μελέτη των θεσμών των σλαβικών ιδίως λαών, λογοτεχνική διαμόρφωση της σλαβικής γλώσσας και μετάφραση των απαραίτητων βιβλίων σε αυτήν.
Για την προετοιμασία αυτού του έργου ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ειδικό κέντρο σλαβικών μελετών, στο οποίο εκπαιδεύτηκαν ιεραπόστολοι και εκπολιτιστές. Προϊστάμενος του κέντρου ορίστηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και τον Φώτιο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος στο εξής ανέλαβε τη διοργάνωση κάθε διαφωτιστικής αποστολής
Τον Ιούνιο του 860 πολυάριθμα ρωσικά στρατεύματα ενήργησαν εισβολή απίθανης αγριότητας στην Κωνσταντινούπολη με μονόξυλα. Ο Φώτιος τη χαρακτηρίζει ως εξής σε ομιλία του: «το παράλογο της επίθεσης, το απροσδόκητο της ταχύτητας, η απανθρωπιά της βαρβαρικής φυλής, η σκληρότητα της συμπεριφοράς και η επιθετική σκέψη παρουσιάζουν τη συμφορά σαν κεραυνό που στάλθηκε από τους ουρανούς». Ευτυχώς η εισβολή αποκρούστηκε τόσο απροσδόκητα όσο είχε ενεργηθεί.
Οι Ρώσοι ήταν σλαβικό έθνος υποταγμένο τότε στη μικρή σκανδιναβική φυλή, τους Βαράγγους, που είχαν κατέβει από τη λίμνη Λάδογα. Αν και οι Ρώσοι ήταν υπόδουλοι, η γλώσσα τους επικράτησε και τελικά οι Βαράγγοι αφομοιώθηκαν με αυτούς.
Κατείχαν τότε το χώρο μεταξύ των μεγάλων ποταμών Δνείπερου και Δον. Κατά την εισβολή τους στην πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας, τη πολυθρύλητη Τσάργραδ, είδαν όλη τη λάμψη της και κατά την απόκρουσή τους έμαθαν εκ πείρας όλη τη δύναμή της.
Αντιλήφτηκαν, λοιπόν, ότι ήταν προτιμότερο να έχουν τη φιλία παρά την έχθρα των Ελλήνων. Και το Βυζάντιο τους διευκόλυνε σε αυτό. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να σταλεί αντιπροσωπεία ικανή να θέσει τις βάσεις για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων του Βορρά, αλλά και των Χαζάρων που βρίσκονταν στα ανατολικά τους.
Αυτό θα ήταν επίσης ωφέλιμο και από πολιτικής πλευράς• διότι ο Χριστιανισμός έφερε πάντοτε εξημέρωση ηθών και μέχρι ενός σημείου κατεύνασε τις επιθετικές διαθέσεις των βαρβάρων που δέχονταν.
Ο αυτοκράτορας και ο Φώτιος δεν μπορούσαν να βρουν άλλον πιο κατάλληλο από τον Κωνσταντίνο. Αυτός, αν και είχε επιστρέψει από την αποστολή του στους Άραβες μόλις πριν από μικρό χρονικό διάστημα, δέχτηκε χωρίς δισταγμό την εντολή, και πήρε μαζί του τον Μεθόδιο, ο οποίος φαίνεται ότι τον είχε ακολουθήσει από τον Όλυμπο στην πρωτεύουσα.
Ο Μεθόδιος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Κωνσταντίνο, αλλά υποτάχθηκε σε εκείνον, επειδή ήταν πιο αρμόδιος για την ιεραποστολή. Αυτός εργαζόταν περισσότερο με την προσευχή, εκείνος με το λόγο. Αλλά αργότερα έγινε και αυτός πολύ ικανός οργανωτής.
Οι δύο αδελφοί πήγαν με πλοίο στη Χερσώνα της Κριμαίας. Το καθεστώς της Κριμαίας ήταν πολύ ρευστό: ανατολικά τους κυριαρχούσαν οι Χαζάροι, βόρεια οι Ρώσοι και δυτικά οι Ούγγροι, ενώ ομάδες αυτών των φύλων κατοικούσαν και μέσα στη Χερσόνησο. Είχαν απομείνει εκεί επίσης αρκετοί Έλληνες κάτοικοι και μερικοί μοναχοί.
Μία ημέρα, κατά την οποία οι ιεραπόστολοι βρίσκονταν σε ένα ελληνικό μοναστήρι και τελούσαν λειτουργία, επιτέθηκε πλήθος Ούγγρων, έτοιμο να τους κατασπαράξει. Οι αδελφοί δεν ταράχτηκαν καθόλου. Είπαν μόνο το «Κύριε ελέησον» και συνέχισαν τη λειτουργία. Όταν οι επιδρομείς είδαν ότι δε φοβούνται, έμειναν έκπληκτοι και δεν τους πείραξαν.
Στην Κριμαία ο Κωνσταντίνος έδωσε δείγματα της επίδοσής του σε γλωσσικά και μεταφραστικά έργα. Συνάντησε μορφωμένους ραββίνους και κοντά τους είχε την ευκαιρία να βελτιώσει τις γνώσεις του στην εβραϊκή γλώσσα.
Εκεί μετέφρασε και την εβραϊκή γραμματική, η οποία τώρα για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή της. Συνάντησε, επίσης, γέροντα Σαμαρείτη, που του έδειξε τη βίβλο της κοινότητάς του, δηλαδή τη σαμαρειτική Πεντάτευχο, την οποία αυτός κατόρθωσε να διαβάσει.
Μεταξύ των Ρώσων βρήκε περικοπές των Ευαγγελίων και των Ψαλμών μεταφρασμένες στη σλαβική γλώσσα με συριακούς χαρακτήρες. Τότε για ακόμη μία φορά κατάλαβαν ότι χρειαζόταν καινούριο αλφάβητο, ικανό να αποδώσει όλους τους φθόγγους της σλαβικής γλώσσας.
Πριν προχωρήσουν ανατολικά, ανέσυραν από τη θάλασσα το λείψανο του Αγίου Κλήμη, επισκόπου Ρώμης. Σύμφωνα με παλιά παράδοση, ο Κλήμης είχε εξοριστεί στη Χερσώνα το 100 μ.Χ. και οι δεσμώτες του τον είχαν ρίξει στη θάλασσα δένοντας στο λαιμό του μία πέτρα.
Οι αδελφοί πήγαν τα λείψανα στο ναό της Χερσώνας και πήραν μαζί τους μέρος από αυτά, το οποίο μετέφεραν αργότερα στη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος έγραψε προς τιμή του Κλήμη Βίο, Λόγο Πανηγυρικό και Ύμνους.
Τα αποτελέσματα αυτής της αποστολής υπήρξαν σπουδαία. Δεν προχώρησαν στο εσωτερικό της χώρας των Ρώσων, αλλά ήρθαν σε επαφή με εκπροσώπους τους στην Κριμαία και σε περιοχές βόρεια της πόλης.
Οι Ρώσοι επέτρεπαν πλέον ελεύθερα στους ιεραποστόλους να εισέρχονται στη χώρα τους και δέχτηκαν επίσκοπο. Έτσι, τέθηκαν γερές βάσεις για τον ολοκληρωτικό εκχριστιανισμό της αχανούς χώρας τους κατά τον επόμενο αιώνα.
Αποστολή στη Χαζαρία
Μετά από πολύμηνη διαμονή στην Κριμαία οι ιεραπόστολοι πήγαν στη Χαζαρία. Εκείνη ακριβώς την εποχή ο ηγεμόνας των Χαζάρων ζήτησε με αντιπροσωπεία την αποστολή στη χώρα του, για να αποδείξει την υπεροχή του Χριστιανισμού έναντι της ιουδαϊκής και της μωαμεθανικής θρησκείας, ώστε να τον δεχτεί ο λαός του.
Οι δύο αδελφοί είχαν πάρει εντολή να επισκεφτούν και τη χώρα του. Οι Χαζάροι, φύλο της τουρκικής οικογένειας, κατείχαν τότε την περιοχή από την Κριμαία μέχρι τον Κάτω Βόλγα και από τον Εύξεινο μέχρι την Κασπία. Είχαν εκπολιτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τα άλλα τουρκικά φύλα και η χώρα τους ήταν πόλος έλξης για Έλληνες, Άραβες και Ιουδαίους εμπόρους.
Διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με του Βυζαντινούς από τον έβδομο (Ζ’) αιώνα. Ο Ιουστινιανός ο Β’ κατέφυγε εκεί και παντρεύτηκε μία από τις κόρες του ηγεμόνα τους, του Χαγάνου. Μετά από λίγες δεκαετίες η κόρη άλλου Χαγάνου, η Ειρήνη, έγινε σύζυγος του Κωνσταντίνου του Ε’.
Τώρα οι ηγεμόνες τους αισθάνονταν την ανάγκη να συνδεθούν στενότερα με αυτούς. Ένα μέσο ήταν να δεχτούν τη χριστιανική θρησκεία.
Πίστευαν σε ένα Θεό, προφανώς ως έμμεση επίδραση από τον Χριστιανισμό. Ήδη όμως μεταξύ του λαού είχε αρχίσει η διάδοση του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού. Ό,τι έχανε η ειδωλολατρία το κέρδιζαν αυτοί. Ήταν, λοιπόν, επείγουσα η ανάγκη της αντίδρασης.
Ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος έφυγαν από τη Χερσώνα με πλοίο και αποβιβάστηκαν στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου. Πρωτεύουσα της Χαζαρίας ήταν η Ίτιλ, αλλά ο Χαγάνος έμενε άλλοτε και στη Σάρκελ, πόλη κοντά στον Εύξεινο, την οποία είχαν κτίσει βυζαντινοί αρχιτέκτονες.
Στο τραπέζι του Χαγάνου έγιναν διαδοχικές συζητήσεις με εκπροσώπους πρώτα του Ιουδαϊσμού, έπειτα και του Μωαμεθανισμού, τους οποίους και κατατρόπωσαν. Προκλήθηκε μεγάλη εντύπωση. Διακόσιοι επίσημοι άντρες βαπτίστηκαν αμέσως από τους ιεραποστόλους και άλλοι δήλωσαν ότι θα τους μιμηθούν αργότερα. Το ίδιο δήλωσε και ο Χαγάνος με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα.
Οι ιεραπόστολοι επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη πάλι δια μέσου της Χερσώνας.
Ο κόσμος των Σλάβων
Οι Σλάβοι εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία τα τέλη του πρώτου (Α’) μ.Χ. αιώνα. Ζούσαν τότε ανατολικά από τους Γερμανούς, στην περιοχή του Βιστούλα. Τον έκτο (ΣΤ’) αιώνα υπήρχαν τρεις φυλές, των Σλάβων, των Βένδων και των Αντών. Χωρίζονταν σε μικρότερες ομάδες, αλλά οι ξένοι έδιναν σε αυτούς και το κοινό όνομα Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι.
Μετά από συνεχείς κινήσεις που άρχισαν από τον τρίτο (Γ’) αιώνα και διήρκεσαν μέχρι τον ένατο (Θ’) αιώνα απλώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, από το Δον μέχρι τις Άλπεις και από τη Βαλτική μέχρι τον Αίμο.
Οι κινήσεις τους, τουλάχιστον κατά τις παλιότερες εποχές, ήταν συνήθως ειρηνικές. Η μεγάλη τους αύξηση και επέκταση εξηγείται ακριβώς από το λόγο ότι δεν πολεμούσαν και έτσι δεν είχαν απώλειες εξαιτίας πολεμικών συγκρούσεων. Όταν εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις περιοχές που κατέλαβαν οργανώθηκαν και στρατιωτικά.
Τον ένατο (θ’) αιώνα είχαν σταθεροποιήσει τις θέσεις τους στις σημερινές περίπου περιοχές τους με λίγες μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις. Οι Ρώσοι κατείχαν τότε, όπως είδαμε, τη χώρα μεταξύ Δνειπέρου και Δον, ενώ γύρω τους ζούσαν άλλα σλαβικά φύλα, τα οποία αφομοιώθηκαν από αυτούς αργότερα.
Οι Πολωνοί ζούσαν γύρω από τον ποταμό Βιστούλα. Στον Έλβα κατοικούσαν Βελέτες, Αβοδρίτες και Σοραβοί, που αργότερα συγχωνεύτηκαν με τις γειτονικές τους φυλές. Οι Μοραβοί, οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι κατείχαν επίσης τη σημερινή τους περιοχή και μέρος της Παννονίας.
Στην υπόλοιπη περιοχή της Παννονίας είχαν εγκατασταθεί οι Σλοβένοι. Τη βόρια Ιλλυρία τη μοιράστηκαν οι Κροάτες και οι Σέρβοι, ενώ τη βόρια Θράκη κατέλαβαν οι Βούλγαροι. Διάφορα φύλα που κατοικούσαν στις ελληνικές περιοχές απωθήθηκαν αργότερα ή συγχωνεύτηκαν.
Οι Σλάβοι ζούσαν νομαδικά σε καλύβες που κατασκεύαζαν πρόχειρα. Σιγά-σιγά συγκρότησαν αγροτικούς και ποιμενικούς οικισμούς. Για την ασφάλειά τους κατασκεύασαν οχυρά , γραδ, τα οποία εξελίχτηκαν σε πόλεις• όμως η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε μόλις τον ένατο (Θ’) αιώνα. Το δίκαιο καθοριζόταν από τους φυλάρχους και από τα έθιμα. Δεν είχαν γραφή και παιδεία.
Δεν ήταν δυνατό ως τότε να έχουν ναούς• αντί για ιερείς είχαν μάγους, από τους οποίους ζητούσαν βοήθεια σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Τις λατρευτικές τελετές τις τελούσαν οι αρχηγοί οικογενειών και πατριών, οι οποίοι φύλαγαν και τα ιερά σύμβολα. Αρχική θεότητα των Σλάβων φαίνεται να ήταν η θεά της γονιμότητας.
Από αυτό εξηγείται και η ανήθικη ερωτική τους ζωή. Έπειτα επικράτησε ο θεός του ήλιου ή της φωτιάς, ο οποίος είχε διαφορετικές ονομασίες σε κάθε σλαβικό φύλο. Κοντά σε αυτόν δέχονταν πλήθος νυμφών και πνευμάτων, των οποίων οι κατοικίες θεωρούνταν η φωτιά, το νερό, τα δέντρα, τα σπίτια.
Λάτρευαν τους προγόνους, αλλά δεν είχαν παραστάσεις σχετικά με τον άδη• πίστευαν ότι η ψυχή είναι υλική και περιφέρεται στη γη μετά το θάνατο. Οι χήρες τους συχνά αυτοκτονούσαν για να ταφούν με τους νεκρούς συζύγους τους, ενώ τα παιδιά και οι γέροι φονεύονταν σε περιόδους πείνας. Σε σύγκριση με άλλους λαούς άργησαν να εκχριστιανιστούν.
Αυτό οφείλεται στο ότι για πολλούς αιώνες ήταν νομάδες και, όπου εγκαθίσταντο, υποχρέωναν τους ντόπιους ή να εγκαταλείψουν την περιοχή τους ή να αφομοιωθούν. Όπου συνάντησαν τον Χριστιανισμό, όπως στη Θράκη, την Ιλλυρία και την Παννονία, τον κατέστρεψαν.
Τα πρώτα στοιχεία του Χριστιανισμού πήραν οι Σλάβοι από τους κατοίκους των παραπάνω περιοχών, οι οποίοι παρέμειναν σε αυτές. Αυτοί, αν και έχασαν τη θρησκευτική οργάνωση, κατόρθωσαν να διατηρήσουν βασικά στοιχεία της θρησκευτικής πίστης, τα οποία μετέδιδαν και στους εισβολείς χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι νότιοι Σλάβοι πλησίασαν πρώτοι την ιδέα του ενός Θεού. Αλλά η χριστιανική πίστη διαδόθηκε επίσης από τους αιχμάλωτους πολέμου, τους εμπόρους και τους ιεραποστόλους. Έλληνες ιεραπόστολοι εργάστηκαν σε όλα τα σλαβικά έθνη, ενώ Ιταλοί και Γερμανοί περιορίστηκαν στους δυτικούς Σλάβους.
Ο Χριστιανισμός βοήθησε τα σλαβικά έθνη να ισχυροποιήσουν την κρατική εξουσία, να οργανωθούν κοινωνικά και να εισέλθουν στην ομάδα των πολιτισμένων λαών.
Εν αναμονή της μεγάλης Αποστολής
Κατά την επιστροφή των δύο ιεραποστόλων στην Κωνσταντινούπολη από τη Χαζαρία, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ’ και ο πατριάρχης Φώτιος έδειξαν μεγάλη ικανοποίηση. Με την ευκαιρία προσπάθησαν να πείσουν τον Μεθόδιο να μην πάει στον Όλυμπο, γιατί τον θεωρούσαν απαραίτητο στην υπηρεσία της Εκκλησίας.
Του πρότειναν να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, προορίζοντάς τον μάλλον για τη Ρωσία, αλλά αρνήθηκε και έτσι αναγκάστηκαν να στείλουν άλλον. Τους έκανε όμως τη χάρη να μην πάει στον Όλυμπο, αλλά να γίνει ηγούμενος στη μονή Πολυχρονίου, που βρίσκεται στην Προποντίδα, ανατολικά της Κυζίκου. Έτσι, ήταν πιο κοντά στην πρωτεύουσα.
Ο Κωνσταντίνος τοποθετήθηκε ως καθηγητής της πατριαρχικής θεολογικής σχολής, που στεγαζόταν σε συγκεκριμένα κτίρια των Αγίων Αποστόλων. Δίδασκε, μελετούσε και προετοιμαζόταν για κάτι το μεγαλειώδες, το οποίο τον περίμενε.
Το 862 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ροστισλάβος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία και ζήτησε άνθρωπο για να διδάξει τον χριστιανισμό στους υπηκόους του. Το Βυζάντιο και το οικουμενικό πατριαρχείο είχαν διευθετήσει τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ίδιοι οι ηγεμόνες των απολίτιστων λαών να ζητούν ιεραποστολή.
Το γράμμα που έφεραν οι απεσταλμένοι έλεγε: «Είμαστε Σλάβοι, άνθρωποι απλοϊκοί. Ο λαός μας αρνήθηκε την ειδωλολατρία και τιμά το χριστιανικό νόμο, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο ικανό να μας διδάξει την αληθινή πίστη στη γλώσσα μας. Άλλοι λαοί θα ακολουθήσουν προφανώς το παράδειγμά μας. Στείλε μας, λοιπόν, Κύριε, τέτοιον επίσκοπο και δάσκαλο. Από εσάς, πράγματι, μεταδίδεται ο καλός νόμος προς όλες τις χώρες».
Αμέσως έγινε συμβούλιο με πρόεδρο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ’, στο οποίο συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Βάρδας, ο πατριάρχης Φώτιος και άλλες προσωπικότητες. Όλοι ήθελαν τον Κωνσταντίνο, τον οποίο κάλεσε ο αυτοκράτορας και του είπε: «Γνωρίζω, φιλόσοφε, ότι αισθάνεσαι κουρασμένος, αλλά πρέπει εσύ να πας εκεί, διότι κανείς άλλος δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτήν την αποστολή».
Ο φιλόσοφος απάντησε ότι, είτε είναι κουρασμένος είτε είναι άρρωστος, θα πάει εκεί με χαρά• αρκεί να έχουν εκεί αλφάβητο κατάλληλο για τη γλώσσα τους. Βέβαια είχε ο ίδιος μεταφράσει κείμενα στη σλαβική με ελληνικούς χαρακτήρες και παρατήρησε ότι δεν αποδίδονται όλοι οι φθόγγοι. Ο αυτοκράτορας τότε είπε: «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι έχουν ψάξει αλφάβητο, αλλά δε βρήκαν. Πώς θα το κατόρθωνα εγώ;»
Ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε αδύναμος, αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε: «Εάν θέλεις, ο Θεός μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις, γιατί αυτός δίνει σε αυτούς που ζητούν και ανοίγει σε αυτούς που χτυπούν».
Ο φιλόσοφος αποχώρησε από τη συνεδρίαση και κατά τη συνήθειά του άρχισε να προσεύχεται μαζί με μερικούς συνεργάτες του. Η βοήθεια του Θεού δεν άργησε να φανερωθεί. Ο Κωνσταντίνος, αφού του δόθηκε φώτιση από τον Θεό, δημιούργησε το πρώτο σλαβικό αλφάβητο και έπειτα ασχολήθηκε με τη μετάφραση του ευαγγελικού κειμένου του Ιωάννη: «Εν αρχή ην ο Λόγος».
Η γραφή που επινόησε ο Κύριλλος λέγεται γλαγολιτική. Ενώ στηρίζεται κατ’ αρχήν στη μικρογράμματη ελληνική γραφή, στρογγυλοποιεί, περιπλέκει και αλλάζει τους χαρακτήρες. Για τους φθόγγους που απουσιάζουν από την ελληνική χρησιμοποιεί παραλλαγμένους εβραϊκούς χαρακτήρες ή άλλους που επινόησε ο ίδιος. Ο Κύριλλος ήθελε με τη δύσκολη αυτή γραφή να τονίσει την εθνική και γλωσσική ιδιομορφία των Σλάβων. Αργότερα, η γραφή άλλαξε, δηλαδή είχε ως βάση τη μεγαλογράμματη ελληνική και απλουστεύτηκε• έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».
Η γλώσσα στην οποία οι δύο αδελφοί μετέφρασαν τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα ήταν αυτή που μιλούσαν τότε τα νοτιοσλαβικά φύλα τα οποία είχαν εισχωρήσει σε εδάφη της ελληνικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Δραγοβίτες και Σαγουδάτες έρχονταν για εμπορικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη και ακόμη περισσότεροι εργάζονταν ως υπηρέτες σε οικογένειες Θεσσαλονικέων ευγενών.
Τα μέλη αυτών των οικογενειών, όπως και οι έμποροι, μάθαιναν πολλές λέξεις της ακατέργαστης εκείνης διαλέκτου αναγκαστικά, διότι οι μη πολιτισμικά αναπτυγμένοι αυτοί μέτοικοι δεν ήταν σε θέση να μάθουν την εκλεπτυσμένη και πολύπλοκη ελληνική, και διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η συνεννόηση.
Φυσικά άνθρωποι της επίδοσης του Κωνσταντίνου και του Μεθοδίου με ευχέρεια καταλάβαιναν όλο το μηχανισμό της γλώσσας αυτής.
Επειδή τα σλαβικά φύλα είχαν χωριστεί το ένα από το άλλο μόλις πριν από τετρακόσια περίπου χρόνια, δεν υπήρχαν ακόμη μεταξύ τους μεγάλες διαλεκτικές διαφορές. Επομένως η γλώσσα των νότιων Σλάβων ήταν κατανοητή από τους δυτικούς και τους βόρειους Σλάβους.
Αλλά η γλωσσική μορφή την οποία χρησιμοποίησαν οι δύο αδελφοί δεν ήταν τελείως όμοια με την ομιλούμενη εκείνη διάλεκτο, καθώς είχε αλλάξει με τη γραφίδα τους. Απέκτησε σύνθετες λέξεις, νέους γλωσσικούς τύπους και ιεροπρεπή χαρακτήρα.
Αν και ήταν μέχρι ένα σημείο γλώσσα τεχνητή και ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε αυτούσια στον προφορικό λόγο, αποτέλεσε τη βάση της ανάπτυξης όλων των εθνικών σλαβικών γλωσσών και έγινε μέσο ενότητας των σλαβικών λαών από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα.
Ο Κωνσταντίνος, πριν ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι, μετέφρασε τα τέσσερα ευαγγέλια, τις επιστολές της Καινής Διαθήκης και συλλογή πατερικών κειμένων. Συνέγραψε επίσης γραμματική και ομιλίες. Στη μετάφραση των Ευαγγελίων έβαλε ως πρόλογο ένα ποίημά του, το οποίο φανερώνει τις επιδιώξεις των ιεραποστόλων:
Στόμα μη γενόμενον γλυκύτητος
μεταβάλλει τον άνθρωπον εις λίθον•
πολύ περισσότερον ψυχή εστερημένη γραμμάτων
αποναρκούται μέσα εις την ανθρώπινην ύπαρξιν.
Λαβόντες λοιπόν αυτά ύπ’ όψιν, αδελφοί,
σας φέρομεν κατάλληλον συμβουλήν,
η οποία ελευθερώνει όλην την οικουμένην
από την κτηνώδη ζωήν και τα πάθη.
Αποστολή στη Μοραβία
Οι Μοραβοί τον ένατο (θ’) αιώνα είχαν μοναρχικό καθεστώς αγροτικής μορφής. Εγκατεστημένοι στην περιοχή στην οποία άλλοτε κατοικούσαν οι Λογγοβάρδοι, ήταν τότε υποτελείς στο γερμανικό κράτος, αλλά βρίσκονταν σε συνεχή σχεδόν επαναστατική κίνηση και κατά περιόδους απολάμβαναν πλήρη ανεξαρτησία.
Κάτω από την εξουσία των ηγεμόνων τους-εκτός από τους Μοραβούς- ήταν και οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι, ομάδες Πολωνών και τα σλαβικά φύλα του Έλβα. Βρίσκονταν σε στάδιο ανάπτυξης, το οποίο έπειτα από μερικές δεκαετίες σταμάτησε εξαιτίας της ουγγρικής κατάκτησης.
Ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στους Μοραβούς από Έλληνες, Ιταλούς και Γερμανούς ιεραποστόλους. Ο ηγεμόνας και αρκετοί ευγενείς είχαν βαφτιστεί, αλλά ο λαός έμενε ακόμη στην ειδωλολατρία.
Όταν ο Ροστισλάβος έλεγε ότι ο λαός δέχτηκε τη χριστιανική πίστη, προλάβαινε μία εξέλιξη η οποία, όπως ήλπιζε, δεν επρόκειτο να αργήσει. Στράφηκε προς το Βυζάντιο για να πάρει κάποιον επίσκοπο με σκοπό την ολοκλήρωση της διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας και την οργάνωση της Εκκλησίας στη χώρα του.
Η στροφή προς το Βυζάντιο οφείλεται σε δύο λόγους• πρώτα στο ότι γνώριζε ότι εκεί γινόταν προεργασία μετάφρασης εκκλησιαστικών βιβλίων στη σλαβική γλώσσα και δεύτερον στο ότι δε φοβόταν πολιτικές από εκεί επεμβάσεις, όπως φοβόταν από το γερμανικό κράτος.
Το Βυζάντιο δεν έστειλε επίσκοπο, διότι κατά την ορθόδοξη ελληνική άποψη ο επίσκοπος κυβερνά καθορισμένη επαρχία και δεν μπορεί να κάνει ιεραποστολικές περιοδείες. Γι’ αυτό, αντί για επίσκοπο έστειλε μία ομάδα ιεραποστόλων.
Η ομάδα αυτή, με αρχηγούς τον Κωνσταντίνο και τον Μεθόδιο, ξεκίνησε για τη Μοραβία την άνοιξη του 863. Στην ομάδα ήταν και ο Κλήμης, ο Ναούμ, ο Αγγελάριος, ο Σάββας και μερικοί άλλοι συνεργάτες, οι οποίοι αργότερα διακρίθηκαν στο αποστολικό έργο.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ’ εφοδίασε τον αρχηγό της ιεραποστολής με γράμμα στο οποίο έλεγε: «Να, σου στέλνω εκείνον στον οποίο ο Θεός αποκάλυψε αυτό το αλφάβητο. Είναι άνδρας ευσεβής και ορθόδοξος, μεγάλος σοφός και φιλόσοφος».
Κατά πάσα πιθανότητα ακολούθησαν το δρόμο μέσω της Τραϊανουπόλεως, Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Σκοπίων, Ναϊσσού, Σιγγιδόνος (Βελιγραδίου), Σιρμίου μέχρι τα σύνορα της Μοραβίας, όπου τους περίμεναν εκπρόσωποι του ηγεμόνα.
Οι κάτοικοι της Μοραβίας επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στους Έλληνες ιεραποστόλους. Άλλωστε δεν ήταν μικρή η τιμή που γινόταν σε έναν υπερήφανο, αλλά αμόρφωτο λαό με την επίσκεψη και παραμονή τόσων μορφωμένων βυζαντινών μοναχών, οι οποίοι του έφεραν ως δώρο αλφάβητο και βιβλία μεταφρασμένα στη γλώσσα τους.
Ο πρώτος σταθμός των ιεραποστόλων ήταν το ανάκτορο του Ροστισλάβου στην περιοχή της σημερινής Μικουλτσίτσα. Έπειτα εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσία της περιοχής του σημερινού Στάρε Νέστο, όπου ήταν από παλιότερα εγκατεστημένοι οι πρώτοι βυζαντινοί ιεραπόστολοι και πολλοί Έλληνες έμποροι. Τότε ονομαζόταν Βέλεχραδ.
Οι Μοραβοί ζούσαν στους αγροτικούς συνοικισμούς τους κατά οικογένειες. Σε κάθε περιφέρεια υπήρχε και ένα ή περισσότερα οχυρά, χράδ (γράδ), όπου έμεναν οι φύλαρχοι με το στρατό τους. Τα οχυρά αυτά αργότερα εξελίχθηκαν σε πόλεις. Το Βέλεχραδ είναι ίσως το μόνο οχυρό της Μοραβίας που είχε ήδη εξελιχθεί σε πόλη.
Ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος επιδόθηκαν στο έργο τους με σύστημα και αποτελεσματικότητα. Πρώρα ίδρυσαν μία σχολή στην οποία φοίτησαν νέοι ευγενών οικογενειών οι οποίοι μάθαιναν το αλφάβητο, τη γραμματική, την Αγία Γραφή και τις ακολουθίες.
Συγχρόνως επέκτειναν τη διδαχή στο λαό και βάφτιζαν αυτούς που ασπάζονταν τον χριστιανισμό. Μέσω αυτής της διδαχής έστειλαν τους συνεργάτες τους στους διασκορπισμένους συνοικισμούς της χώρας.
Έτσι ο χριστιανισμός, που είχε διαδοθεί έως τότε σε λίγα οχυρά, τα οποία είχαν αποκτήσει και ξύλινους ναούς, διαδόθηκε πλέον από το ένα ως το άλλο άκρο της χώρας μεταξύ όχι μόνο των Μοραβών, αλλά και των Τσέχων, των Σλοβάκων και των Πολωνών.
Οι ιεραπόστολοι μετέφραζαν τις ακολουθίες για να χρησιμοποιηθούν σιγά-σιγά στη λατρεία σύμφωνα με την πορεία του ημερολογίου. Μέριμνά τους ήταν επίσης και η ανέγερση λίθινων ναών, πολλοί από τους οποίους έχουν ανιχνευθεί σήμερα με την αρχαιολογική σκαπάνη.
Το έργο των Ελλήνων αυτών ιεραποστόλων ήταν πολύ πιο επιτυχημένο σε σχέση με αυτό των Ιταλών και των Γερμανών. Πάντως οι Έλληνες τους ανέχτηκαν, παρόλο που έβλεπαν ότι όχι απλώς επέτρεπαν μερικές ατασθαλίες, αλλά είχαν εισάγει και ορισμένες δεισιδαιμονίες από τους ειδωλολάτρες Μοραβούς.
Εκείνοι όμως επιτέθηκαν εναντίον τους. Έδραξαν την ευκαιρία της υποταγής του Ροστισλάβου στον Λουδοβίκο τον Γερμανικό το 864, λίγο μετά την άφιξη των Ελλήνων ιεραποστόλων, για να τους αποθαρρύνουν και να τους κατηγορήσουν.
Ισχυρίζονταν ότι ο Θεός μπορεί να λατρεύεται σε τρεις μόνο γλώσσες, την εβραϊκή, την ελληνική και τη λατινική (δηλαδή τις γλώσσες της επιγραφής που έβαλε ο Πιλάτος στον Σταυρό του Κυρίου), όχι όμως και στη σλαβική. Ο Κωνσταντίνος ανέτρεψε εύκολα τους ισχυρισμούς τους και τους χαρακτήρισε τριγλωσσικούς και πιλατικούς.
Βέβαια τα αίτια της επίθεσης ήταν άλλα. Οι Γερμανοί είχαν εξοργιστεί από την επίσημη πρόσκληση Ελλήνων ιεραποστόλων, γιατί αντιπαθούσαν τους Βυζαντινούς. Από την πλευρά τους και οι Έλληνες περιφρονούσαν τους Γερμανούς ως βάρβαρους και διεκδικητές του αυτοκρατορικού τίτλου.
Και οι Σλάβοι άλλωστε τους χαρακτήριζαν με το όνομα νέμετς, δηλαδή βάρβαροι. Αρχηγός των Γερμανών κληρικών της Μοραβίας ήταν ο Βίχιγκ, ενώ των Ιταλών ο Ιωάννης.
Ο Ροστισλάβος πιεζόμενος από τις εξελίξεις των πολιτικών πραγμάτων, θέλησε να συμβιβάσει τα πράγματα. Συγκάλεσε όλες τις ομάδες για να εκθέσουν τις απόψεις τους, αλλά τελικά δε συμφώνησαν.
Οι ιεραπόστολοι έμειναν κατά την πρώτη αυτή περίοδο στη Μοραβία για τρία χρόνια και τέσσερεις μήνες, δηλαδή από το φθινόπωρο του 863 μέχρι τις αρχές του 867. Είχαν εκπαιδεύσει ήδη πολλούς μαθητές, μεταξύ των οποίων 100 περίπου θεολόγους.
Δεν είχαν όμως αρκετούς ιερείς για την τέλεση της λατρείας. Είναι γνωστό ότι από αυτούς ιερέας ήταν μόνο ο Κωνσταντίνος, αλλά είναι φανερό ότι είχαν χειροτονηθεί και μερικοί ακόμη από τους συνεργάτες τους, καθώς και από τους παλιούς Έλληνες ιεραποστόλους που είχαν προστεθεί σε αυτούς.
Πάντως δεν ήταν αρκετοί για να καλύψουν όλες τις ανάγκες του ποιμνίου που συνεχώς αυξανόταν. Έπρεπε να ζητήσουν να χειροτονηθούν ένας ή δύο επίσκοποι για τη μετάδοση ιεροσύνης σε άλλους.
Στη Ρώμη
Οι δύο αδελφοί αναχώρησαν από τη Μοραβία, αφού άφησαν εκεί μερικούς συνεργάτες τους. Καταρχάς πήγαν στο Βλάτινσκι Κοστέλ, πρωτεύουσα της Παννονίας. Η χώρα αυτή, που άλλοτε ανήκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είχε καταληφθεί ήδη από τους Σλοβένους.
Ο χριστιανισμός καταστράφηκε και τώρα επανερχόταν σε αυτήν την περιοχή. Ο ηγεμόνας Κότσελ, που ήταν χριστιανός, ζήλευε την τύχη των Μοραβών διότι είχαν βρει τέτοιους δασκάλους. Είχε έρθει σε επαφή με τους ιεραποστόλους και νωρίτερα.
Τώρα έρχονταν στη χώρα του, για να ικανοποιήσουν και το δικό του αίτημα, να διδάξουν τους Σλοβένους. Ο ηγεμόνας τους υποδέχτηκε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό, έμαθε ο ίδιος τη σλαβική γραφή και διάβασε τα βιβλία τους. Έμειναν στην Παννονία έξι μήνες και εκπαίδευσαν 50 μαθητές.
Έπειτα οι ιεραπόστολοι συνέχισαν το δρόμο τους. Ποιος ήταν ο προορισμός τους; Ασφαλώς η Κωνσταντινούπολη. Είχαν αναλάβει μία μεγάλη αποστολή από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ’ και τον πατριάρχη Φώτιο.
Είχαν ακολουθήσει κάθε εντολή τους και τώρα που έβλεπαν ότι οι Εκκλησίες της Μοραβίας και της Σλοβενίας μπορούσαν να οργανωθούν σε μητροπόλεις, πήγαιναν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για να δεχτούν τη χειροτονία.
Αλλά όταν βρίσκονταν ακόμη στην Παννονία (Σλοβενία), έμαθαν δυσάρεστα νέα. Ο Βόρης της Βουλγαρίας είχε αποσπάσει τη βουλγαρική Εκκλησία από την επιρροή του πατριαρχείου και στράφηκε προς τη Δύση. Δεν ήταν λοιπόν φρόνιμο να περάσουν από το βουλγαρικό έδαφος για να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά έπρεπε να ακολουθήσουν τη θαλάσσια οδό.
Γι’ αυτό κατέβηκαν στη Βενετία. Σε αυτήν την πόλη τους υποδέχτηκαν με άγριες διαθέσεις δυτικοί επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, κατηγορώντας τους ότι χρησιμοποιούν στη λατρεία τη σλαβική γλώσσα. Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να διαβάζουν το Ευαγγέλιο και να υμνούν τον Θεό στη γλώσσα τους.
Οι Βενετοί έθεσαν σε περιορισμό τους ιεραποστόλους, ενώ ο πάπας Νικόλαος ο Α’, ο οποίος βρισκόταν σε οξεία αντίθεση με τον Φώτιο, τους κάλεσε στη Ρώμη για εξέταση. Έφτασαν εκεί το Δεκέμβριο του 867. Αλλά ήδη είχε αλλάξει εκεί η κατάσταση.
Ο Νικόλαος είχε πεθάνει, ενώ ο νέος πάπας ο Αδριανός ο Β’, ο κλήρος και ο λαός της Ρώμης δέχτηκαν τους ιεραποστόλους με ενθουσιασμό, γιατί-όπως πληροφορήθηκαν αργότερα-τους έφεραν δώρο πολύτιμο, λείψανα του Αγίου Κλήμεντος.
Γι’ αυτόν το λόγο και εξαιτίας της επιθυμίας του πάπα να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη δεν παρουσιάστηκαν εμπόδια στις επιδιώξεις των δύο αδελφών. Ο πάπας αποδέχτηκε τα σλαβικά βιβλία και τα έβαλε σε κεντρικό ναό της πόλης.
Έπειτα, με παραγγελία του πάπα οι επίσκοποι Φορμώζος-μετέπειτα πάπας-και Γαυδέριχος χειροτόνησαν τον Μεθόδιο και τρεις μαθητές τους σε ιερείς, ενώ δύο άλλους σε αναγνώστες. Η λειτουργία μετά τη χειροτονία τελέστηκε στα σλαβικά.
Οι δύο αδελφοί μαζί με τους μαθητές τους έμειναν στα ελληνικά μοναστήρια της Ρώμης και περίμεναν την ώρα της χειροτονίας τους σε επισκόπους. Ο χρόνος όμως περνούσε και οι χειροτονίες καθυστερούσαν. Ο πάπας δίσταζε, γιατί φοβόταν επέκταση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή, την οποία θεωρούσε δική του.
Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος, έχοντας πάντα ασθενικό οργανισμό, αρρώστησε. Μόλις κατάλαβε ότι ερχόταν το τέλος του, φόρεσε άμφια και έμεινε ντυμένος όλη την ημέρα, ενώ είπε χαρούμενος: «Δεν είμαι πλέον υπηρέτης του αυτοκράτορα ούτε κανενός άλλου στη γη, αλλά μόνο του παντοδύναμου Θεού. Δεν υπήρχα, υπήρξα και θα υπάρχω αιώνια. Αμήν».
Την επομένη φόρεσε το μοναχικό ένδυμα και ονομάστηκε Κύριλλος. Έμεινε 50 μέρες με αυτό το ένδυμα, όταν όμως κατάλαβε την ώρα του θανάτου του, προσευχήθηκε: «Κύριε Θεέ μου, συ όστις εδημιούργησες όλα τα αγγελικά τάγματα και τας ουρανίους δυνάμεις• συ όστις έτεινες τους ουρανούς, εθεμελίωσες την γήν και έφερες πάντα τα εκ του μηδενός εις το είναι• συ ο ακούων πάντοτε τους ποιούντας το θέλημά σου, τους φοβούμενους σε και τηρούντας τας εντολάς σου, άκουσον την προσευχήν μου και φύλαξον το πιστόν ποίμνιον επικεφαλής του οποίου ετοποθέτησες εμέ τον δούλον σου, τον ανίκανον και ανάξιον.
Σώσον αυτό από την ασεβή και ειδωλολατρικήν κακότητα των βλασφημούντων σε. Κατέστρεψον την αίρεσιν των τριών γλωσσών».
Πέθανε σε ηλικία 42 ετών το 869. Ο πάπας παράγγειλε να γίνει μεγαλοπρεπής κηδεία, αλλά ο Μεθόδιος δε συμφώνησε. Σκέφτηκε να μεταφέρει το σκήνωμα στην Κωνσταντινούπολη, οι Ρωμαίοι όμως τον απέτρεψαν. Έτσι ο Κύριλλος θάφτηκε στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, δεξιά από την αγία Τράπεζα.
Στη Σλοβενία
Οι Μοραβοί και οι Σλοβένοι περίμεναν με ανυπομονησία τους αδελφούς, αλλά αυτοί δε φαίνονταν. Ο Κότσελ της Σλοβενίας ζήτησε με επιστολή τον Μεθόδιο και ο πάπας τον έστειλε την άνοιξη του 869, λίγο μετά το θάνατό του Κυρίλλου.
Ο πάπας σε επιστολή του προς τον Κότσελ και τον Ροστισλάβο επαινούσε το ορθόδοξο φρόνημα του Μεθοδίου, όριζε να τελούνται οι ακολουθίες στη σλαβική γλώσσα και χαρακτήριζε ως λύκους αυτούς που περιφρονούσαν τα βιβλία που είναι γραμμένα στη γλώσσα αυτή.
Η δυσαρέσκεια όμως στη Σλοβενία ήταν μεγάλη, γιατί οι Σλοβένοι ζητούσαν επίσκοπο και ο πάπας είχε διστάσει να χειροτονήσει τον Μεθόδιο σε επίσκοπο. Φοβόταν μήπως τυχόν ο Μεθόδιος ανακηρύξει ανεξάρτητη την Εκκλησία της Σλοβενίας και της Μοραβίας, όπως πραγματικά επεδίωκε. Ο Κότσελ έδρασε τότε αποφασιστικά. Έστειλε πάλι τον Μεθόδιο στη Ρώμη με συνοδεία 20 Σλοβένων επισήμων και απαίτησε τη χειροτονία του σε επίσκοπο, διαμηνύοντας ότι διαφορετικά θα ζητούσε τη χειροτονία από το Βυζάντιο. Και η αποφασιστικότητα του ηγεμόνα νίκησε.
Ο πάπας χειροτόνησε τον Μεθόδιο σε επίσκοπο και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του σλοβενικού κράτους, έχοντας τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Σιρμίου, της παλιάς πρωτεύουσας του Ιλλυρικού που βρισκόταν λίγο πιο νότια από τον Δούναβη.
Ο εκκλησιαστικός οργανισμός που δημιουργήθηκε κατόπιν της δράσης των δύο αδελφών ήταν αυτοκέφαλος, σύμφωνα με τις βυζαντινές αντιλήψεις. Τα δύο μεγάλα τμήματα της ενωμένης τότε Εκκλησίας διακρίνονταν ως προς αυτό λόγω της διαφοράς στην παράδοση και στη νοοτροπία. Στη Δύση το ιδεώδες της απόλυτης συγκέντρωσης και ενότητας, που κληρονομήθηκε από την αρχαία Ρώμη, απαιτούσε στις εκχριστιανιζόμενες περιοχές να οργανώνονται μονάδες της μιας και αδιάσπαστης Δυτικής Εκκλησίας με γλώσσα τη λατινική και-για αυτήν την περίοδο-κάτω από την εξουσία του γερμανικού κράτους.
Στην Ανατολή το ιδεώδες της ομόσπονδης σύνδεσης, που κληρονομήθηκε από την ελληνική και τη χριστιανική αρχαιότητα, συντελούσε ώστε στις περιοχές που εκχριστιανίζονται να οργανώνονται αυτοκέφαλες εκκλησίες με όργανο τη ντόπια γλώσσα και κάτω από την πολιτική εξουσία ανεξάρτητων κρατών.
Έτσι η Εκκλησία εκείνη δεν εξαρτιόταν διοικητικά ούτε από την Κωνσταντινούπολη ούτε από τη Ρώμη, αλλά βρισκόταν σε επικοινωνία και με τις δύο. Είχε ιδρυθεί σύμφωνα με τις οδηγίες της Κωνσταντινούπολης και με το ελληνικό πνεύμα της αυτοτέλειας. Μάλιστα αποτέλεσε πρότυπο βάσει του οποίου οργανώθηκαν και οι άλλες σλαβικές Εκκλησίες, με τη διαφορά ότι αυτές υπήρξαν πιο τυχερές από άποψη παρέμβασης ξένων παραγόντων.
Η δραστηριότητα του Μεθοδίου υπήρξε μεγαλύτερη τώρα που κατείχε πιο υπεύθυνη θέση. Χειροτόνησε πλήθος μαθητών του, Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων, στους οποίους εκτεινόταν η δικαιοδοσία του.
Οι Κροάτες και οι Σέρβοι είχαν δεχτεί τους πρώτους ιεραποστόλους από τις βυζαντινές κτήσεις της Αδριατικής με φροντίδα της κυβέρνησης του Βυζαντίου. Τώρα ο Χριστιανισμός προχωρεί σε αυτούς σε έκταση και βάθος.
Οι τρεις Εκκλησίες είχαν σλαβικό χαρακτήρα, αλλά η κροατική στράφηκε αργότερα προς τη Ρώμη με τον ηγεμόνα Βρανίμιρο, ο οποίος το 879 δολοφόνησε τον Ζδεσλάβ. Στη Σλοβενία ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε εν μέρει μέχρι την εποχή μας παρά το γεγονός ότι εκεί επικράτησε ο Ρωμαιοκαθολικισμός μεταγενέστερα. Μάλιστα εκεί διατηρήθηκε και η πρώτη σλαβική γραφή, η γλαγολιτική.
Την ίδια εποχή ο Μεθόδιος χειροτόνησε και πλήθος μαθητών του από τη Μοραβία, τους οποίους έστειλε στη χώρα τους για να συνεχίσουν το έργο του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γοράσδος.
Αλλά το έργο αυτό σταμάτησε νωρίς. Οι Γερμανοί εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες δυσαρεστήθηκαν από τα αποτελέσματα της δραστηριότητας του Μεθοδίου. Αυτή έδινε στις σλαβικές Εκκλησίες όχι μόνο σλαβικό αλλά και ελληνικό χαρακτήρα, προς μεγάλη απογοήτευση του λατινικού κλήρου, και έκλεινε το δρόμο νέας στροφής προς τη Γερμανία.
Την εποχή αυτή ακριβώς ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός είχε εισβάλλει με τρεις στρατιές στη Μοραβία και την υπόταξε και πάλι. Ο Ροστισλάβος, ο οποίος είχε καλέσει σε εκείνη τη χώρα τους Έλληνες ιεραποστόλους, είχε εκθρονιστεί και τυφλωθεί. Ο Κότσελ άρχισε να φοβάται το ίδιο και για τον εαυτό του. Γι’ αυτό, όταν οι Γερμανοί κληρικοί της Σλοβενίας συνέλαβαν τον Μεθόδιο και τον οδήγησαν στη Γερμανία, δεν αντέδρασε.
Το Νοέμβριο του 870 ο Μεθόδιος δικάστηκε από βαυαρούς επισκόπους στο Ρέγενσουργ, διότι είχε δήθεν καταλάβει περιοχή που ανήκε στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσβουργ.
Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη τάση απόσχισης της Εκκλησίας της Γερμανίας από τη Ρώμη, την οποία βλέπουμε και στην παρούσα περίπτωση. Ο Μεθόδιος ονόμασε τους διώκτες του «βάρβαρους» μπροστά στον Λουδοβίκο.
Αφού καταδικάστηκε, φυλακίστηκε στη μονή Ελλβάγγεν της Σουαβίας. Δεν του επέτρεψαν καμιά επικοινωνία με τον πάπα και σκότωσαν τον αγγελιοφόρο του μοναχό Λάζαρο. Από τους μαθητές του άλλοι διέφυγαν στη Μοραβία, την Κροατία και τη Σερβία, ενώ άλλοι παρέμειναν κρυφά στη Σλοβενία.
Ο πάπας Αδριανός δεν πληροφορήθηκε ποτέ για τις περιπέτειές του και ο νέος πάπας Ιωάννης Η’ έμαθε γι’ αυτές κάπως αργά. Έγραψε τότε ο πάπας στο βασιλιά Λουδοβίκο και του παραπονέθηκε, γιατί ένας αρχιεπίσκοπος, κατέχοντας έδρα που-κατά τη γνώμη του-υπαγόταν από πάντα στη Ρώμη και πάντως όχι στη Γερμανία, εκδιώχθηκε. Έγραψε επίσης και στον αρχιεπίσκοπο του Σάλσβουργ Αδαλβίνο και σε διάφορους Γερμανούς επισκόπους.
Μετά από αυτήν την επέμβαση ο Μεθόδιος ελευθερώθηκε, ενώ οι διώκτες του τον είχαν καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη.
Και πάλι στη Μοραβία
Η επέμβαση του πάπα δεν ήταν ο μόνος λόγος της απελευθέρωσης του Μεθοδίου. Σε αυτή συντέλεσε και η μεσολάβηση του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα, την οποία διαμήνυσε πρεσβεία προς τον Λουδοβίκο το 872, και η αλλαγή της κατάστασης στη Μοραβία.
Ο νέος εκεί ηγεμόνας Σβιατοπλούκ, ανεψιός του Ροστισλάβου, απέκτησε ανεξαρτησία μετά από νέα επανάσταση, μεταξύ των ηγετών της οποίας ήταν και ο ιερέας Σλαβομίρ. Οι κληρικοί της σλαβικής Εκκλησίας της Μοραβίας εργαζόταν πάντα υπέρ της πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας τους.
Μετά από δυόμιση χρόνια φυλάκισης ο Μεθόδιος αφέθηκε ελεύθερος. Τώρα πλέον δεν επέστρεψε στη Σλοβενία, αλλά στη Μοραβία, διατηρώντας τον τίτλο του αρχιεπισκόπου του Σιρμίου. Οι πολυάριθμοι μαθητές του τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το καλοκαίρι του 873 μετά από εξαετή αναμονή.
Από τότε αρχίζει περίοδος ακμής για τη νεοπαγή Εκκλησία της Μοραβίας. Ο μεγάλος ιεραπόστολος ανέλαβε διπλό έργο. Αφενός συνέχισε την κατάρτιση θεολόγων, κληρικών και δασκάλων, αφετέρου επέκτεινε το κήρυγμά του και σε ευρείες λαϊκές μάζες. Τοποθέτησε κληρικούς σε όλους τους συνοικισμούς, ενώ όλοι οι κάτοικοι, αφού εγκατέλειψαν τις ειδωλολατρικές πλάνες, πίστεψαν στον αληθινό Θεό.
Επισκέφτηκε όλες τις περιοχές που περιλαμβάνονταν τότε στο κράτος του Σβιατοπλούκ και κατοικούνταν από Σλάβους, Βοημία, Σαξωνία, Σιλεσία, Νότια Πολωνία. Βάφτισε μόνος του τον πρώτο Τσέχο χριστιανό ηγεμόνα Μποριβάι. Έφτασε μέχρι την περιοχή του Κιέβου, όπου κήρυξε στους Ρώσους.
Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες στη Μοραβία, διότι ο Σβιατοπλούκ το 874 αναγκάστηκε μετά από νέο σκληρό αγώνα να υποκύψει στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί κληρικοί πήραν θάρρος και πάλι, ενώ ο ηγεμόνας, για να μην τους ερεθίσει, βρήκε την εξής συμβιβαστική μέθοδο ισορροπίας: ο ίδιος ακολούθησε τη λατινική λατρεία, άφηνε όμως το λαό να ακολουθεί τη σλαβική.
Έτσι ο Μεθόδιος σιγά-σιγά αποξενώθηκε από τον ηγεμόνα και μάλιστα όταν αυτός μετέφερε την πρωτεύουσά του στην απομακρυσμένη Νίτρα. Μεσολάβησαν και κάποιες δυσαρέσκειες που προέρχονταν από τις παρατηρήσεις του Μεθοδίου σχετικά με τις ηθικές παρεκτροπές του Σβιατοπλούκ.
Για αυτούς τους λόγους και γενικότερα γιατί ο ηγεμόνας και πολλοί από τους ευγενείς που ήταν γύρω του ήθελαν να αποφύγουν κάθε αφορμή νέας σύγκρουσης με τους Γερμανούς, η ελληνική ιεραποστολή βρέθηκε σε δυσμενή θέση.
Ο Σβιατοπλούκ πιεζόμενος από δύο ιερείς, τον Γερμανό Βίχιγκ και τον Ιταλό Ιωάννη, απευθύνθηκε στον πάπα Ιωάννη τον Η’, διότι επεδίωκε να μεταθέσει σε άλλον το βάρος οποιασδήποτε ενέργειας. Ο πάπας τότε έγραψε στον Μεθόδιο: «Ακούσαμε ότι δε διδάσκεις όσα η ρωμαϊκή Εκκλησία έχει διδαχτεί από τον ίδιο τον Πέτρο, τον κορυφαίο των αποστόλων, και όσα κηρύττει καθημερινά και ότι οδηγείς το λαό σε πλάνη.
Γι’ αυτό με αυτήν την επιστολή σε διατάζουμε να παρουσιαστείς μπροστά μας χωρίς καθυστέρηση, για να σε ακούσουμε και να γνωρίσουμε ακριβώς τη διδασκαλία σου. Έχουμε επίσης πληροφορηθεί ότι τελείς τη λειτουργία σε βάρβαρη γλώσσα, δηλαδή στη σλαβική, ενώ με επιστολή που μετέφερε ο επίσκοπος της Αγκώνας, ο Παύλος, σου απαγορεύσαμε να τελείς την ιερή ακολουθία της λειτουργίας σε αυτήν τη γλώσσα.
Δεν μπορείς να την τελείς παρά μόνο στη λατινική και στην ελληνική γλώσσα, όπως κάνει η Εκκλησία του Θεού που είναι διασκορπισμένη σε όλη τη γη, ανάμεσα σε όλα τα έθνη. Φυσικά μπορείς να κηρύττεις και να μιλάς στο λαό σε αυτήν τη γλώσσα».
Την πρόσκληση στη Ρώμη δικαιολογούσε επίσης και η ανάγκη του πάπα να δει εάν τηρεί ο Μεθόδιος όσα προφορικά και γραπτά είχε υποσχεθεί στην αγία ρωμαϊκή Έδρα.
Ο Μεθόδιος πιέστηκε να μεταβεί το 879 στη Ρώμη, όπου θα δικαζόταν. Συγχρόνως στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Μοραβού ηγεμόνα και ο Βίχιγκ, τον οποίο ο Σβιατοπλούκ προόριζε ως αντικαταστάτη του Μεθοδίου σε περίπτωση καθαίρεσής του.
Εκεί όμως άλλαξαν τα πράγματα. Ήταν τόσο ισχυρή η προσωπικότητα του Μεθοδίου, ώστε μόνο με την παρουσία του επηρέαζε τις καταστάσεις. Εξάλλου είναι φανερό ότι στη σκέψη των παπών της εποχής εκείνης υπήρχε μεγάλη σύγχυση.
Άλλα έλεγε ο προηγούμενος και άλλα ο επόμενος, συχνά όμως και του ίδιου προσώπου η πολιτική ήταν αλλοπρόσαλλη. Στη μεταβολή της στάσης του Ιωάννη συντέλεσε πιθανώς ο φόβος μήπως και οι δυτικοί Σλάβοι διαφύγουν από τη ρωμαϊκή επιρροή, όπως είχε συμβεί στο μεταξύ με τους Βούλγαρους.
Έτσι ο Ιωάννης ο Η’ με νέο γράμμα παραγγέλνει ακριβώς τα αντίθετα από όσα ζητούσε με το προηγούμενο. Λέει ότι εξέτασε τον Μεθόδιο συνοπτικά και διαπίστωσε ότι αυτός έχει την πίστη του συμβόλου της ρωμαϊκής Εκκλησίας, το οποίο βέβαια τότε ήταν το ίδιο με αυτό της ελληνικής.
Η προσθήκη του filioque, του ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, δεν είχε ακόμη εισαχθεί στο σύμβολο αλλά υπήρχε ως διδασκαλία, κυρίως μεταξύ των Γερμανών θεολόγων.
Επίσης, ζήτησε τα έργα του Κυρίου να διακηρύσσονται και στη σλαβική γλώσσα, διότι η Αγία Γραφή δίνει εντολή να δοξολογούμε τον Κύριο, όχι μόνο σε τρεις, αλλά σε όλες τις γλώσσες.
Ο Μεθόδιος για να αποδείξει το αδιάφορο του πράγματος μετέφρασε στη σλαβική και τη λατινική λειτουργία που βρισκόταν τότε σε ισχύ, ώστε στην Εκκλησία του να είναι δυνατή η τέλεση είτε της ανατολικής είτε της δυτική λειτουργίας.
Έτσι επέστρεψε δικαιωμένος ως αρχιεπίσκοπος στη Μοραβία. Ο πάπας όμως, για να ικανοποιήσει και τον ηγεμόνα, έδωσε εντολή στον Μεθόδιο να χειροτονήσει τον Βίχιγκ επίσκοπο Νίτρας και ζήτησε και ένα ακόμη πρόσωπο, ώστε να γίνουν τρεις οι επίσκοποι της περιοχής και να αποτελέσουν μητρόπολη.
Στη Κωνσταντινούπολη
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που τα δύο αδέλφια εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη το 863. Η πρόθεσή τους να την επισκεφτούν το 867 δεν πραγματοποιήθηκε, όπως είδαμε. Το επόμενο έτος ο Κύριλλος πέθανε, ενώ ο Μεθόδιος, εργαζόμενος ακατάπαυστα μέσα σε χιλιάδες εμπόδια, δε βρήκε την ευκαιρία για αυτήν την επίσκεψη.
Αλλά πάντα σκεφτόταν ότι έπρεπε να επιχειρήσει το μακρινό αυτό ταξίδι για πολλούς λόγους. Πρώτα, γιατί ήθελε να δει για μια ακόμη φορά τους τόπους στους οποίους γεννήθηκε, ανατράφηκε, σπούδασε και έζησε κατά τη νεανική του ηλικία• δεύτερο, γιατί ήταν ανάγκη να ανταλλάξει σκέψεις με τους άρχοντες του Βυζαντίου για την πορεία του έργου του• και τρίτο, γιατί οι Γερμανοί κληρικοί διέδιδαν ότι ο Μεθόδιος είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έλληνα αυτοκράτορα. Εξάλλου και ο πατριάρχης Φώτιος και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α’ του ζήτησαν να μπει στον κόπο και να έρθει στην πρωτεύουσα.
Το 881 ο πάπας Ιωάννης τον κάλεσε στη Ρώμη και πάλι, γιατί οι κατηγορίες του Βίχιγκ συνεχίζονταν. Αλλά τώρα πλέον αρνήθηκε την πρόσκληση, διότι ήταν πολύ να συνεχίζονται επ’ άπειρον οι προκλήσεις και οι ανακρίσεις. Αυτό αποτέλεσε έναν ακόμη λόγο να επισπεύσει τη μετάβασή του στην Κωνσταντινούπολη.
Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε το 881. Στην πρωτεύουσα άρχοντες, κλήρος και λαός τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Ήταν ενήμεροι για τα θαυμαστά του επιτεύγματα στις μακρινές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και η χαρά τους που έβλεπαν κοντά τους τον μεγάλο ιεραπόστολο ήταν απερίγραπτη. Οι Βυζαντινοί ενέκριναν τις ενέργειές του σε εκείνες τις χώρες και συζήτησαν το μέλλον της Εκκλησίας των Σλάβων της Δύσης. Δυστυχώς, η Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να του παρέχει καμιά δυναμική βοήθεια, γιατί μεταξύ του Βυζαντίου και της Μοραβίας παρεμβάλλονταν οι Βούλγαροι. Όμως του συστήθηκε να διατηρήσει το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας του και να μη δέχεται παρεμβάσεις από πουθενά.
Με αυτήν την ευκαιρία ο Μεθόδιος κατατόπισε τον Φώτιο για τη διάδοση της διδασκαλίας που αφορούσε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Τότε λοιπόν έγραψε ο πατριάρχης το γνωστό σύγγραμμα στο οποίο καταπολεμάει αυτήν τη διδασκαλία. Ο Μεθόδιος άφησε στην Κωνσταντινούπολη έναν ιερέα και έναν διάκονο ως πρεσβευτές του, αλλά και για να εργάζονται στο κέντρο σλαβικών σπουδών.
Κατά την επιστροφή του πέρασε από τη Βουλγαρία και συναντήθηκε με το βασιλιά Βόρη στην πρωτεύουσά του Πρεσλάβαν και του έδωσε συμβουλές για την οργάνωση της βουλγαρικής Εκκλησίας. Του υποσχέθηκε να του στείλει μαθητές του για το έργο αυτό, οι οποίοι πράγματι πήγαν εκεί, αλλά μετά το θάνατό του.
Τα τελευταία χρόνια
Μετά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη ο Μεθόδιος επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μετάφραση κειμένων που ήταν απαραίτητα για την Εκκλησία του. Φαίνεται ότι στην πρωτεύουσα του τόνισαν να προσέξει αυτό το σημείο.
Οι περιπέτειές του και τα πολλαπλά καθήκοντά του τον είχαν αναγκάσει να παραμελήσει το έργο αυτό. Το 883 μετέφρασε όλη την Παλαιά Διαθήκη, εκτός από τους ψαλμούς που ήταν ήδη μεταφρασμένοι από τον Κύριλλο και τα βιβλία των Μακκαβαίων. Άρχισε τη μετάφραση το Μάρτιο και την τελείωσε μέσα σε εφτά μήνες, την παραμονή της εορτής του προστάτη του Αγίου Δημητρίου.
Μετέφρασε επίσης ορισμένα πατερικά κείμενα και τον Νομοκάνονα. Έτσι χάρισε στους Μοραβούς και στους υπόλοιπους σλαβικούς λαούς τους πρώτους γραπτούς νόμους, οι οποίοι επέτρεψαν την οργάνωση του κοινωνικού βίου με βάση τις αντικειμενικές και απρόσωπες εκφράσεις και ανεξάρτητα από τη θέληση των φυλάρχων.
Στο έργο της μετάφρασης κειμένων επιδόθηκαν επίσης και μερικοί από τους μαθητές του.
Το 884 σημειώθηκε νέα σύγκρουση στη Μοραβία, αυτή τη φορά δογματική. Φαίνεται ότι αφορμή ήταν η γνωστοποίηση του συγγράμματος του Φωτίου σχετικά με το Άγιο Πνεύμα στη Δύση. Όπως ο Φώτιος, έτσι και ο Μεθόδιος ονόμαζε αιρετικούς αυτούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο filioque και δέχονταν την εκπόρευση του Πνεύματος και από τον Υιό. Ο Βίχιγκ αντέδρασε έντονα και προκάλεσε προβλήματα στον Μεθόδιο. Τότε πλέον ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να καταφύγει στο έσχατο μέσο του αναθεματισμού, τον οποίο εξέφρασε μαζί με τη συνέλευση των ιερέων.
Ο Σβιατοπλούκ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε από τότε έγινε φίλος του Μεθοδίου. Έτσι επιτεύχθηκε η ενότητα της μοραβικής Εκκλησίας, αλλά δυστυχώς για λίγο χρόνο.
Ο Μεθόδιος ήταν 65 περίπου ετών όταν αισθάνθηκε το τέλος του να πλησιάζει. Οι μαθητές του συγκινημένοι και ανήσυχοι τον ρώτησαν: «Σεβάσμιε πατέρα και δάσκαλε, ποιος από τους μαθητές σου πρέπει να σε διαδεχτεί στη διδασκαλία σου;» Ο ίδιος όρισε έναν πάρα πολύ γνωστό μαθητή του, τον Γοράσδο, λέγοντας: «Είναι άνδρας ελεύθερος και από τη χώρα σας, καλά εκπαιδευμένος στα βιβλία, λατινικά και ορθόδοξα. Ας γίνει το θέλημα του Θεού και ας αρέσει αυτό σε σας, όπως και σε μένα».
Το ότι όρισε διάδοχό του δεν είναι παράδοξο. Αυτό αποτελεί απλή ευχή του ιεραποστόλου, την οποία αποδέχτηκε το σύνολο των ιερέων και ο λαός της Μοραβίας. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Γοράσδος ήταν ήδη επίσκοπος• είχε δηλαδή εκλεγεί και χειροτονηθεί νωρίτερα ως επίσκοπος της Νίτρας στη θέση του αναθεματισμένου Βίχιγκ. Τώρα όμως δεν ήταν επισκοπική εκλογή, αλλά ανάθεση σε αυτόν του αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Την Κυριακή των Βαΐων του 885 ο Μεθόδιος πήγε στον καθεδρικό ναό του Βέλεχραδ, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο λαός. Ήταν πολύ άρρωστος. Ευχαρίστησε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον ηγεμόνα της Μοραβίας, τον κλήρο και το λαό του. Τέλος είπε: «Παιδιά μου, περιμένετέ με μέχρι την Τρίτη μέρα». Και έτσι έκαναν.
Την αυγή της τρίτης μέρας πρόφερε τις τελευταίες του λέξεις: «Κύριε, εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου», και πέθανε στους βραχίονες των ιερέων του, την 6η Απριλίου, Ινδικτίωνος 3, έτους 6393 από κτίσεως, δηλαδή την 6η Απριλίου του 885.
Οι μαθητές του τέλεσαν τη νεκρώσιμο ακολουθία στην ελληνική, τη λατινική και τη σλαβική γλώσσα συγχρόνως, ενώ αμέσως μετά τοποθέτησαν τη σορό του στον καθεδρικό ναό. Έτσι προστέθηκε ο Μεθόδιος στους πατέρες και στους πατριάρχες και στους προφήτες και στους αποστόλους και στους δασκάλους και στους μάρτυρες. Αναρίθμητος λαός ακολούθησε την κηδεία. Όλοι έκλαιγαν τον καλό δάσκαλο, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροντες, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, περαστικοί και χωρικοί, ασθενείς και υγιείς.
Οι μαθητές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου
Ο Γοράσδος ανέλαβε με ζήλο τη διακυβέρνηση της Εκκλησίας του. Αλλά οι εχθροί δεν τον άφησαν για πολύ. Ο Βίχιγκ, από τη στιγμή που φάνηκε να πλησιάζει το τέλος του Μεθοδίου, είχε πάει στη Ρώμη, για να εξασφαλίσει τη διαδοχή. Έπεισε τον πάπα Στέφανο τον Ε’ να εναντιωθεί και πάλι στην ελληνοσλαβική Εκκλησία της Μοραβίας.
Σε επιστολή του απαίτησε αποδοχή της διδασκαλίας σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Συγχρόνως αναγνώριζε τον Βίχιγκ ως αρχηγό στη διακυβέρνηση της Εκκλησίας εκείνης και απαγόρευε στον Γοράσδο να αναλάβει επισκοπικά καθήκοντα, πριν έρθει στη Ρώμη και αναγνωριστεί από τον ίδιο τον πάπα.
Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι καταρχήν θα δεχόταν τον Γοράσδο ως επίσκοπο, αλλά όχι ως αρχηγό της μοραβικής Εκκλησίας. Επίσης απαγόρευε τη χρήση της σλαβικής γλώσσας την οποία δήθεν είχε εισαγάγει ο Μεθόδιος παρά την απαγόρευση του Ιωάννη του Η’. Ο Στέφανος αγνοούσε τελείως τα πράγματα• διότι ο Ιωάννης είχε τελικά επιτρέψει τη χρήση της.
Ο Σβιατοπλούκ, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή του Στεφάνου, θυμήθηκε την παλιά του συμπάθεια προς τη λατινική λατρεία. Λησμόνησε το ανάθεμα του Βίχιγκ και πήρε θάρρος. Με την ανοχή του οι Γερμανοί κληρικοί έθεσαν πάλι δογματικό ζήτημα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Ο Γοράσδος και ο Κλήμης τους αντέκρουσαν, αλλά εκείνοι δε σταματούσαν να επιτίθενται.
Τότε πλέον ο Σβιατοπλούκ υποκρινόμενος ότι επιθυμούσε συμβιβασμό, συγκάλεσε τους ηγέτες των αντίθετων ομάδων στη Νίτρα και τους δήλωσε: «Εγώ είμαι σχεδόν αγράμματος και δε γνωρίζω τα δογματικά. Λοιπόν, θα παραδώσω την Εκκλησία σε εκείνον ο οποίος θα ορκιστεί πρώτος ότι κατέχει την ορθόδοξη πίστη». Πριν τελειώσει το λόγο του, οι Γερμανοί-προφανώς συνεννοημένοι-ορκίστηκαν, ενώ οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να δώσουν τέτοιο όρκο, διότι τον θεωρούσαν ειδωλολατρικό.
Ο Σβιατοπλούκ παρέδωσε τους ηγέτες και τους κληρικούς της ελληνοσλαβικής Εκκλησίας στη διάθεση των Γερμανών. Ήταν στο σύνολο 200. Επρόκειτο βεβαίως για εκείνους οι οποίοι βρίσκονταν τότε στη Νίτρα, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν στο Βέλεχραδ και σε άλλα παρόμοια μεγάλα κέντρα. Αυτοί που εργάζονταν σε μικρούς συνοικισμούς και αυτοί που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες επαρχίες δε θίχτηκαν, τουλάχιστον αμέσως.
Οι ατυχείς αυτοί κληρικοί αρχικά βασανίστηκαν, έπειτα οι νεότεροι πουλήθηκαν ως δούλοι στους Εβραίους, ενώ οι ηλικιωμένοι-μεταξύ των οποίων ήταν και οι αρχηγοί τους-φυλακίστηκαν. Και αυτοί που πουλήθηκαν ελευθερώθηκαν μετά από λίγους μήνες στη Βενετία από αντιπροσώπους του αυτοκράτορα καταβάλλοντας λύτρα.
Από εκεί ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη και διασκορπίστηκαν στις σλαβικές χώρες. Οι φυλακισμένοι, αφού παραδόθηκαν σε άγριους στρατιώτες, εγκαταλείφθηκαν κοντά στις όχθες του Δούναβη σε εποχή ψύχους. Μερικοί από αυτούς πέθαναν.
Οι επιζήσαντες ακολούθησαν διάφορους δρόμους. Αυτοί που ήταν ελληνικής καταγωγής βάδισαν κατά μήκος του Δούναβη, μέχρι που έφτασαν στο Βελιγράδι. Μεταξύ αυτών ήταν ο Κλήμης, ο Ναούμ και ο Αγγελάριος, οι οποίοι διακρίθηκαν αργότερα στην οργάνωση της βουλγαρικής Εκκλησίας με κέντρο την Αχρίδα.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι...

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Οκτ 03, 2012 1:07 pm

Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και οι συν αυτών Αθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία Μάρτυρες

Εικόνα
Εικόνα

Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.
Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.
Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα.

Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη.
Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.
Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. Ως Αθλοφόροι ευκλεείς του Σωτήρος, και ιατήρες των ψυχών και σωμάτων, Ανάργυροι εκλάμπετε εν πάση τη γη, νόσων μεν ιώμενοι, ανωδύνως τα βάρη, χάριν δε πορίζαντες, τοις βοώαιν απαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεών, Κύρε θεόφρον, και Ιωάννη ένδοξε.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον
Εκ της θείας χάριτος, την δωρεάν των θαυμάτων, ειληφότες Άγιοι, θαυματουργείτε απαύστως, άπαντα ημών τα πάθη, τη χειρουργία, τέμνοντες τη αοράτω, Κύρε θεόφρον, συν τω θείω Ιωάννη, υμείς γάρ θείοι ιατροί υπάρχετε.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Άγιοι Μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρεία

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Οκτ 04, 2012 10:30 am

Εικόνα

Ο Άγιος Χρύσανθος καί η Αγία Δαρεία έζησαν τόν 3ο αιώνα μ. Χ. στα χρόνια του βασιλιά Νουμεριανού (243 – 384μ.Χ.). Ο Χρύσανθος ήταν γιος του άρχοντα συγκλητικού κι επιφανούς ειδωλολάτρη Πολέμονα. Ο πατέρας του ήθελε να δει το γιο του να καταλαμβάνει ψηλές θέσεις, όμως ο Χρύσανθος ποθούσε μια ανώτερη ζωή.
Ο Κύριος οδηγεί τα βήματα του νεαρού σε μία σπηλιά που βρίσκεται ένας χριστιανός Επίσκοπος κι εκεί κατηχήθηκε στην Χριστιανική πίστη. Πιστεύει με πάθος, βαφτίζεται και διακηρύττει τον Χριστό.
Ο πατέρας του όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα, εξαγριώθηκε και ντροπιασμένος, αποφάσισε να φυλακίσει τον γιο του για να τον συνετίσει. Η φλόγα όμως που καίει στα στήθη του Χρύσανθου, τον κράτησε αμετακίνητο στην πίστη. Τότε ο πατέρας του για να καταφέρει να τον αποσπάσει από την Χριστιανική πίστη, σκέφτηκε να του δώσει για γυναίκα του την όμορφη, Αθηναία ειδωλολάτρισσα, τη Δαρεία.
Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν. Αντί όμως να προσελκύσει η Δαρεία τον Χρύσανθο στην ειδωλολατρία, συνέβη το αντίθετο. Ο Χρύσανθος στέκεται κοντά της σαν άγγελος καλοσύνης και αγάπης, ακτινοβολώντας το φως του Κυρίου. Η Δαρεία συγκλονισμένη πιστεύει στον Χριστιανισμό, βαπτίζεται και οι δύο μαζί γίνονται ιεραπόστολοι.
Όταν πληροφορείται το γεγονός ο Έπαρχος Κελερίνος, δίνει διαταγή στον αξιωματούχο Κλαύδιο να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Ξεκινούν πολύ σκληρά βασανιστήρια, αλλά οι νέοι παραμένουν ακλόνητοι, με προσευχές στον Κύριο, όπου αμέσως θεραπεύει της πληγές τους.
Το γεγονός αυτό, αλλά και η επιμονή και η καρτερία του ζευγαριού συγκλονίζουν τον Κλαύδιο, όπου πιστεύει στον Χριστό. Μαζί με αυτόν ασπάζονται την Χριστιανική πίστη η γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, καθώς και οι στρατιώτες του.
Ο βασιλιάς όταν έμαθε τα συμβάντα δίνει διαταγή να ρίξουν στην θάλασσα τον Κλαύδιο και τους δικούς του να τους αποκεφαλίσουν. Το ευλογημένο ζευγάρι, Άγιο Χρύσανθο και Δαρεία, τους έριξαν σε λάκκο και τους ενταφίασαν ζωντανούς. Ήταν το έτος 283μ.Χ. Η μνήμη τους τιμάται από την Εκκλησία μας στις 19 Μαρτίου!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες