Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 04, 2014 8:33 am
***
Αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύεται, ο 20ός αιώνας δεν ήταν καθόλου στεγνός από πλευράς αγιότητας, αλλά, και σ’ αυτόν, από τη σύγκρουση της κακίας του κόσμου και της καλοσύνης των χριστιανικών ψυχών (των αδύναμων χριστιανικών ψυχών, που πέφτουν και σηκώνονται πανικόβλητες σαν πουλιά με λασπωμένα φτερά), αναδείχτηκαν πλήθος άγιοι, από τους οποίους όμως, λόγω της μικρής χρονικής απόστασης από την «κοίμησή» τους, λίγοι έχουν αναγνωριστεί επίσημα και τιμώνται με ακολουθίες, εικόνες και ναούς, ενώ οι υπόλοιποι τιμώνται στη συνείδηση του λαού (από πολλούς ή λίγους, γενικά από εκείνους που τους γνώρισαν), πράγμα που είναι πάντα το πρώτο στάδιο για την επίσημη κατάταξή τους με πατριαρχική συνοδική απόφαση μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας.
Αυτό βέβαια έχει μικρή σημασία για τους ίδιους, που έχουν ήδη πάρει τη θέση τους κοντά στο Θεό, αλλά μεγάλη για μας, που χρειαζόμαστε τους αγίους είτε ως υποδείγματα είτε ως ουράνιους φίλους, αποδέκτες των προσευχών μας και άξιους όχι της λατρείας μας (λατρεία αποδίδουμε μόνο στο Θεό) αλλά της αγάπης και της τιμής μας. Είναι αδελφοί μας, άνθρωποι, που πραγμάτωσαν το ιδεώδες: ομοιώθηκαν με το Θεό! Αλλά παραμένουν άνθρωποι, παραμένουν αδελφοί μας, είναι υψηλοί φίλοι μας, ένσαρκοι άγγελοι, μέλη του τελευταίου αγγελικού τάγματος, που είναι η ανθρωπότητα.
Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε ελάχιστους, παραλείποντας άλλους εξίσου σημαντικούς, όπως η αγία Μεθοδία της Κιμώλου (1861 – 5.10.1908), ο άγ. Αρσένιος ο Καππαδόκης [1840-1924, γηραιός ιερέας στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, σεβαστός σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, θαυματουργός ήδη εν ζωή, που οδήγησε το λαό του (το «ποίμνιό του», τα «λογικά του πρόβατα»), καταδιωγμένο από τους Τούρκους το 1924, στην Ελλάδα και πέθανε από τις κακουχίες στην Κέρκυρα, όπου και βρίσκεται ο τάφος του ], οι νεομάρτυρες επίσκοποι, κληρικοί και λαϊκοί της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο άγ. Σάββας ο Νέος της Καλύμνου (1862-1948, πνευματικό παιδί, δηλ. μαθητής, του αγ. Νεκταρίου ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρουσίας του η μυστηριώδης ευωδία που τον ακολουθούσε, χωρίς φυσικά να χρησιμοποιεί αρώματα, η οποία εμφανίστηκε έντονη και κατά την εκταφή του), ο άγ. Άνθιμος της Χίου (1869 – 15.2.1960, «συμμαθητής» του αγίου Νεκταρίου στον ίδιο δάσκαλο, πνευματικός πατέρας και αναμορφωτής του Λεπροκομείου της Χίου και ιδρυτής την μονής Παναγίας της Βοηθείας στο ίδιο νησί, η ιστορική εικόνα της οποίας του αποκαλύφθηκε σε όραμα), νεότεροι Γέροντες και Γερόντισσες, όπως, ο π. Βαλεντίν Αμφιτεάτρωφ (1836-1908, διορατικός και θαυματουργός ιερέας στη Μόσχα, τον οποίο τιμούσε ως άγιο η μεγάλη σύγχρονη τυφλή αγία Ματρόνα της Μόσχας, για την οποία βλ. παρακάτω), η στάριτσα (πνευματική μητέρα) Παρασκευή Κορβίγινα , ο π. Τύχων Μπογγοσλάβιτς από τη Συμφερούπολη της Κριμαίας (1859 – 30.1.1950), η οσία Λιούμποβα η διά Χριστόν σαλή (θ. 1985), καθώς και σύγχρονοι Γέροντες, όπως οι Δομέτιος Μανωλάκε από τη Ρουμανία (1924-1975) , Νεκτάριος Βιτάλης στην Καμάριζα Λαυρίου, Εφραίμ Κατουνακιώτης, Ιωσήφ Σπηλιώτης, Κυπριανός Σταυροβουνιώτης, Τιμόθεος Τζανής , Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Ιωήλ Γιαννακόπουλος, Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (με ένα σαφές σημείο αγιότητας, ένα σταυρό σχηματισμένο σε όλο το μήκος του κορμού του πεύκου που είχε φυτέψει στον Προφήτη Ηλία Πατρών), οι λαϊκοί «Λυσιώτες παππούδες» Παναής και Βασίλης στην Κύπρο κ.π.ά. .
Την αυγή του 20ού αιώνα (ή μάλλον το σούρουπο του 19ου), το καλοκαίρι του 1900, ξεσπάει στην Κίνα η Επανάσταση των Μπόξερς, με σκοπό την εκθεμελίωση κάθε ευρωπαϊκής και ρωσικής επιρροής στη μεγάλη και βασανισμένη αυτή χώρα. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της επανάστασης το μίσος και η βία ξεχειλίζουν, με αποτέλεσμα τη θανάτωση 222 ορθόδοξων Κινέζων, που, με πνευματικό τους πατέρα τον ιερέα Μητροφάν Τσι Τσουνγκ, φόρεσαν το «χιτώνα του αίματος», προτιμώντας το θάνατο και τα βασανιστήρια από το να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη. Είναι οι άγιοι μάρτυρες οι εν Κίνα, ανάμεσά τους ηλικιωμένοι, γυναίκες και μικρά παιδιά, που θανατώθηκαν χωρίς έλεος, μιμούμενοι το παράδειγμα των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων και ανοίγοντας τον 20ό αιώνα με χριστιανικό αίμα (αργότερα θα ακολουθούσε κι άλλο, σε πολλές χώρες, αποδεικνύοντας ότι η Εκκλησία, όταν είναι γνήσια, είναι Εκκλησία μαρτύρων και όχι εξουσίας) και τιμώνται δίκαια, στις 11/24 Ιουνίου κάθε χρόνο , από την Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Χονγκ Κονγκ και Νοτιοανατολικής Ασίας, με ολονύκτια αγρυπνία και λειτουργία προς τιμήν τους . Αναφέρουμε ονομαστικά τους αγίους Κλήμη Κούυ Κιν, Ματθαίο και Βιτ Χάι Τσουάν, Ιβάν Τσι Τσουνγκ (7 ετών, τον ακρωτηρίασαν, και κατόπιν δήλωσε: «δεν είναι σκληρό να πονάς για το Χριστό» τελικά αποκεφαλίστηκε και το σώμα του κάηκε) και Ησαΐα Τσι Τσουνγκ (ο Ησαΐας και ο Ιβάν παιδιά του αγ. Μητροφάν Τσι Τσουνγκ), καθώς και τις αγίες Τατιάνα (σύζυγο του αγ. Μητροφάν), Μαρία (μνηστή του αγ. Ησαΐα Τσι Τσουνγκ), Άννα Τσούι, Ία Ουέν (δασκάλα, που βασανίστηκε δύο φορές, τη δεύτερη μέχρι θανάτου), ενώ είναι ακόμη καταγεγραμμένο πλήθος ονομάτων.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, στις 20.12.1908, «κοιμάται» δοξάζοντας το Θεό, παρά την τριετή ταλαιπωρία της υγείας του, ένας κορυφαίος σύγχρονος πνευματικός πατέρας της Ρωσίας, ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (1829-1908), έγγαμος πρωθιερέας, με κολοσσιαίο φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο, άνθρωπος που πολλές φορές έδινε ακόμη και τα παπούτσια του στους φτωχούς και γύριζε στο σπίτι του ξυπόλυτος! Προσέγγισε με τόλμη και αγάπη ιδίως τους περιθωριακούς, τους μέθυσους, τους αλήτες και τους απελπισμένους της Κρονστάνδης, με συνέπεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να βοηθήσει τη ζωή τους, αλλά και να προκαλέσει την κακόβουλη κατακραυγή της «καλής κοινωνίας» και την καχυποψία της επίσημης εκκλησιαστικής ηγεσίας, που τον θεώρησε τρελό και διέταξε την παρακολούθησή του! Η ψυχή του ήταν αθώα σαν παιδιού και είναι χαρακτηριστικό ότι έφερνε ο ίδιος λουλούδια για να στολίσει τα σπίτια των χριστιανών που τον καλούσαν να τους ευλογήσει.
Κάθε μέρα έπαιρνε πάνω από 6.000 επιστολές και τηλεγραφήματα απ’ όλη τη Ρωσία και το εξωτερικό, εκτός από τους χιλιάδες ανθρώπους που έβρισκαν κοντά του τον υποδειγματικό εξομολόγο, πνευματικό πατέρα και «γιατρό της ψυχής». Ο ίδιος εξομολογούσε με τις ώρες όρθιος κοντά στο Ιερό και πολλές φορές συγκλονιζόταν τόσο, που έμπαινε μέσα και προσευχόταν κλαίγοντας μπροστά στην αγία Τράπεζα. Τόνιζε συνεχώς την αξία της Θείας Μετάληψης, προσευχόταν για όλους και συμπαραστεκόταν χωρίς διακρίσεις σε χριστιανούς όλων των δογμάτων, εβραίους και μουσουλμάνους.
Το έργο του είναι μνημειώδες σε όλους τους τομείς (παιδεία, φιλοξενία αστέγων, καταπολέμηση της φτώχειας, του αλκοολισμού κ.λ.π.) και η αγιότητά του αναδείχθηκε με πλήθος θαυματουργικών θεραπειών ενώ ακόμα ζούσε, καθώς και με προορατικό χάρισμα θεωρείται θαυματουργός και ιαματικός. Στην κηδεία του, που μπορεί να συγκριθεί με την κηδεία του Μεγάλου Βασιλείου, συμμετείχαν περίπου 20.000 άνθρωποι. Ο τάφος του βρίσκεται στην Πετρούπολη. Αναγνωρίστηκε επίσημα ως άγιος από τη Ρωσική Εκκλησία το 1990 και η μνήμη του τιμάται στις 20 Δεκεμβρίου.
Έλεγε: «Ν’ αντιμετωπίζεις τον κάθε άνθρωπο σαν κάτι καινούργιο μέσα στη δημιουργία. Να τον βλέπεις σαν το μεγαλύτερο θαύμα της σοφίας και της αγαθότητας του Θεού. Έτσι, όλους θα τους εκτιμάς, όλους θα τους αγαπάς και δεν θα περιφρονείς κανέναν». – «Η σπατάλη είναι κλοπή της ιδιοκτησίας των φτωχών, διότι τα περισσεύματά μας ανήκουν σ’ αυτούς». – «Σήμερα σπανίζουν τα θαύματα της αναστάσεως νεκρών, δηλαδή της αναστάσεως από το θάνατο του σώματος. Επιτελούνται όμως διαρκώς θαύματα αναστάσεως ψυχών από τον πνευματικό θάνατο. Και αυτό είναι σπουδαιότερο από την ανάσταση σωμάτων». – «Η ζωή της καρδιάς είναι η αγάπη. Η αναπνοή της ψυχής είναι η προσευχή». – «Λάβετε, φάγετε. Πιείτε από την πηγή της αθανασίας. Ζήστε και μην πεθαίνετε με τον πνευματικό θάνατο».
Ο άγιος Νικόλαος Καζάτκιν, ο Ισαπόστολος και Φωτιστής των Ιαπώνων (1836 – 3.2.1912) , μετέφερε με αυταπάρνηση τη φλόγα της Ορθοδοξίας στη μακρινή Ανατολή ως ταπεινός ιερομόναχος σε ηλικία 24 ετών, το 1860. Το ταξίδι κράτησε δέκα μήνες μέσα από την παγωμένη και αχανή Σιβηρία, όπου έλαβε την ευλογία του αγίου Ιννοκέντιου Βενιαμίνωφ, ιεραποστόλου της Αλάσκας, και κατέληξε στο Χακοντάτε, ελπίζοντας να κατανοήσει την άγνωστη νοοτροπία και το χαρακτήρα του ιαπωνικού πολιτισμού, ενώ ο χριστιανισμός στη χώρα (λόγω των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών βλέψεων του 16ου και 17ου αιώνα) ήταν απαγορευμένος ήδη από το 1603. Μη έχοντας θεολογικά και λειτουργικά βιβλία στην ιαπωνική γλώσσα, δίδαξε με μόνο εφόδιο το παράδειγμα της αρετής του και προσπάθησε να ξεπεράσει τα εμπόδια που του παρουσίαζε η ισχυρή επική παράδοση του γιαπωνέζικου πολιτισμού, που δεν κατανοούσε εύκολα το κήρυγμα της αγάπης και μάλιστα της συγχώρεσης των εχθρών, που αντίβαινε στα ιαπωνικά έθιμα.
Το 1873 το αυτοκρατορικό ιαπωνικό κράτος ανέχτηκε την ιεραποστολή του π. Νικολάου, που μετέφερε την έδρα της στο Τόκυο και σύντομα είχε 10.000 ορθόδοξους χριστιανούς. Το 1885 ο π. Νικόλαος χειροτονήθηκε επίσκοπος της Ιαπωνίας και ύψωσε σ’ ένα μικρό λόγο τον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως, στα ιαπωνικά Νικολάι Ντο (=το σπίτι του Νικολάου), που είναι σήμερα διατηρητέο μνημείο και αξιοθέατο του Τόκυο. Σεβαστός πλέον από την ιαπωνική κοινωνία και κυβέρνηση λόγω του αδαμάντινου ήθους του, κοιμήθηκε το 1912 και κηδεύτηκε στα ιαπωνικά. Οι χριστιανοί Ιάπωνες τον τίμησαν αμέσως ως ισαπόστολο και φύλαξαν το λείψανό του στο ναό της Αναστάσεως. Το 1970 πέρασε επίσημα στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο πιο γνωστός και τιμημένος στην Ελλάδα από τους αγίους του 20ού αιώνα είναι φυσικά ο άγιος Νεκτάριος (επώνυμο Κεφαλάς, 1846 – 8.11.1920). Άνθρωπος με διαμαντένιο ήθος, θεωρήθηκε επικίνδυνος από φιλόδοξους αρχιερείς του πατριαρχείου Αλεξανδρείας (όπου ήταν επίσκοπος Πενταπόλεως) ως πιθανός διάδοχος του πατριαρχικού θρόνου, συκοφαντήθηκε και το 1890 εξορίστηκε στην Ελλάδα. Εργάστηκε ως ιεροκήρυκας στην ελληνική επαρχία, όπου υπέστη περιφρόνηση και διωγμούς λόγω της κακής φήμης που τον ακολουθούσε, και η ταπεινοφροσύνη του ήταν τόσο ακραία ώστε ούτε μια απαντητική επιστολή δεν έστειλε για να υπερασπιστεί την αθωότητά του! Περιφερόταν λοιδορούμενος όπου τον έστελναν ως πρόβατον επί σφαγή. Το 1894 διορίστηκε διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή (σχολή υποψηφίων ιερέων), στην Αθήνα, όπου το ήθος του έλαμψε πανηγυρικά και επιτέλους έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο γεμάτο από τα πιο ειλικρινή αισθήματα και προικισμένο με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το κυριότερο από τα οποία είναι η αγάπη (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 13). Το 1908 παραιτείται για λόγους υγείας και αποσύρεται στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που έχει ιδρύσει στην Αίγινα, ζει εκεί ως εφημέριος και πνευματικός της μονής και το 1920 πεθαίνει από οξεία προστατίτιδα στο Αρεταίειο Νοσοκομείο στην Αθήνα. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν τοποθέτησαν τα ρούχα του στο διπλανό κρεβάτι, για να τον ετοιμάσουν για την κηδεία, ένας παράλυτος που ήταν ξαπλωμένος εκεί θεραπεύτηκε.
Από το 1921 έως το 1927 γίνονται τρεις ανακομιδές του λειψάνου του (εκταφές), όπου το σώμα του βρίσκεται ανέπαφο και ευωδιάζει, όπως τα σώματα μεγάλων αγίων της παλιάς εποχής. Κλήρος και λαός της εποχής σοκάρεται από το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός αγίου στον υποτιμημένο και υποβαθμισμένο σύγχρονο κόσμο. Στην ανακομιδή του 1953 το σώμα του έχει διαλυθεί –βρίσκονται μόνο τα οστά σε όνειρο μοναχής του μοναστηριού, ο άγιος φέρεται να λέει ότι ο ίδιος παρακάλεσε το Θεό «να λυθεί το σώμα του», για να αξιοποιηθούν τα λείψανά του στην καθιέρωση ναών . Το 1961, με παλλαϊκή απαίτηση (λόγω των πολλών θαυμάτων και εμφανίσεών του), το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ανακηρύσσει άγιο. Πριν λίγα χρόνια, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας του ζήτησε συγγνώμη μετά θάνατον με επίσημο έγγραφο που βρίσκεται αναρτημένο στον τοίχο του φτωχικού κελλιού του, στο μοναστήρι της Αγ. Τριάδας, στην Αίγινα. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του, από τον οποίο ακούγεται συνεχώς ένας ανεξήγητος ανεπαίσθητος ήχος. Εορτάζει στις 9 Νοεμβρίου.
Εδώ θα ήθελα να πω ότι ο άγιος Νεκτάριος είναι ο προστάτης της οικογένειάς μου και η παρουσία του στη ζωή μας είναι διακριτική, αλλά διαρκής και εμφανής. Του οφείλουμε πολύ σημαντικά πράγματα, ζωτικής σημασίας. Ας μου επιτραπεί να μην πω περισσότερα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.