Η άλλη Πελαγία γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από επιφανή και ένδοξη οικογένεια. Όταν ο άρχοντας της Αντιόχειας έμαθε ότι η Πελαγία ήταν χριστιανή διέταξε τους στρατιώτες του να πάνε στο σπίτι της και να τη συλλάβουν. Εκείνη όταν είδε τους στρατιώτες, τους ζήτησε να της επιτρέψουν να απομονωθεί για λίγο. Αυτοί δέχθηκαν και η Αγία αποσύρθηκε σε ένα δωμάτιο, όπου προσευχήθηκε στον θεό να τη βοηθήσει να μη χάσει την αγνότητα της. Αφού τελείωσε την προσευχή της, άνοιξε το παράθυρο και έπεσε στο κενό. Με τον τρόπο αυτό η Αγία Πελαγία παρέδωσε το πνεύμα της.
Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλικίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αλλά ζητούσε να μάθει για τη χριστιανική πίστη. Όταν ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο επίσκοπος Ρώμης. Συγκλονισθείσα από το όραμα η Αγία Πελαγία πήρε την απόφαση να βαπτισθεί χριστιανή, θέλοντας να αποφύγει την οργή της μητέρας της ισχυρίστηκε ότι θα πήγαινε να επισκεφθεί την τροφό της, η οποία ζούσσε σε άλλη πόλη. Όμως η Αγία μετέβη στη Ρώμη, όπου ο επίσκοπος, φωτισθείς από τον θεό, δέχθηκε να τη βαπτίσει. Στη συνέχεια η Πελαγία παρέδωσε τα πλούσια και πολυτελή ενδύματα της για να μοιραστούν στους φτωχούς. Όταν ο γιος του αυτοκράτορα και μνηστήρας της Πελαγίας έμαθε ότι η αγαπημένη του έγινε χριστιανή, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τότε ο πατέρας του Διοκλητιανός κάλεσε την Πελαγία και της ζήτησε να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί ξανά τα είδωλα. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση η νεοφώτιστη •χριστιανή, που είχε πλέον γνωρίσει το δρόμο της αλήθειας, να απαρνηθεί την πίστη της. Έτσι ο Διοκλητιανός διέταξε να πυρακτώσουν ένα χάλκινο βόδι και να τη βάλουν μέσα. Με το μαρτυρικό της θάνατο η Πελαγία έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Απόστολος Πέτρος ήταν αδελφός του Απόστολου Ανδρέα και καταγόταν από την πόλη Βηθσαΐδα της Γαλιλαίος, όπου ζούσε με την οικογένεια του και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Όπως μαθαίνουμε από το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς πήγε στη λίμνη Γεννησαρέτ συνάντησε τα αδέλφια Πέτρο και Ανδρέα, που έριχναν τα δίχτυα τους. Μόλις ο Ιησούς Χριστός τους κάλεσε κοντά Του, εκείνοι άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολούθησαν. Ο Απόστολος Πέτρος, αφού κήρυξε το λόγο του Ευαγγελίου και έγραψε δυο Καθολικές Επιστολές, σταυρώθηκε στη Ρώμη.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
________________________________________
Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.
Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Ο Άγιος Πλάτων γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μΧ. στην Άγκυρα της Μικρός Ασίας. Διακρινόταν για τη χριστιανική πίστη του και για τη φιλανθρωπική του δράση. Πράγματι, κήρυττε με ζήλο τη χριστιανική πίστη, ενώ παράλληλα μοίραζε στους φτωχούς την περιουσία του. Όταν πληροφορήθηκε τη δράση του ο ηγεμόνας Αγριππίνος διέταξε να συλλάβουν τον Πλάτωνα και να τον οδηγήσουν μπροστά του ώστε να τον ανακρίνει ο ίδιος. Ο Άγιος με παρρησία ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγριππίνος, αφού συνειδητοποίησε πως ούτε οι απειλές του, αλλά ούτε και οι κολακείες του μπορούσαν να κλονίσουν την πίστη του Πλάτωνα, διέταξε να τον βασανίσουν. Πράγματι, οι δήμιοι, αφού χτύπησαν με, μαστίγιο τον Άγιο, τον έδεσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι και στη συνέχεια του καταξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις σάρκες. 'Έπειτα από πολλά βασανιστήρια οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Πλάτωνα, ο οποίος ανήλθε στεφανηφόρος στην ουράνια βασιλεία.
Οι Άγιοι Αγάπιος, Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, οι δύο Αλέξανδροι και οι δύο Διονύσιοι έζησαν κατά την περίοδο που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αγάπιος καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τον Εύξεινο Πόντο, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης και ο Ρωμύλος από τη Διόσπολη, όπου ήταν υποδιάκονος. Ήτταν όλοι χριστιανοί και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και για τη δύναμη της πίστης τους. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των χριστιανών, οι οκτώ Άγιοι συνελήφθησανν και οδηγήθηκαν στον Ουρβανό, ηγεμόνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Ουρβανό οι Άγιοι δε λιγοψύχησαν μπροστά στις απειλές του ειδωλολάτρη ηγεμόνα ούτε δελεάστηκαν από τις κολακείες του, αλλά με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Όταν ο Ουρβανός διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πείσει τους οκτώ Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.
Ο όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαζί με τους αδελφούς του συνέστησαν μια μικρή μοναχική αδελφότητα σε ένα ερημικό μέρος της Αιγύπτου, όπου μόναζαν αφοσιωμένοι στην υπηρεσία του Κυρίου. Αφού διακρίθηκε σε κάθε αρετή, ο όσιος Ποιμήν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ο ιερομάρτυρας Πολύκαρπος υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και διετέλεσε επίσκοπος Σμύρνης, αξίωμα που ανέλαβε με τρόπο θαυμαστό: Ο προηγούμενος επίσκοπος, ο μακαριστός Βουκόλος, προαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε να αναλάβει το αξίωμα του ο Πολύκαρπος. Προτού ιερωθεί και λόγω της υποδειγματικής ζωής του είχε λάβει το χάρισμα να τελεί θαύματα. Σταμάτησε την ορμή φωτιάς που κατάκαιγε τα πάντα και έθρεψε κόσμο πεινασμένο με καρπούς που πολλααπλασίασε. Επίσης, με τη δύναμη της προσευχής του έστειλε βροχή που αναζωογόνησε την άγονη γη. Επί αυτοκρατορίας Αντωνίνουυ Πίου (138-161 μΧ.) άρχισε σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών. Ο ανθύπατος Μικράς Ασίας Στάτιος Κοδράτος συνέλαβε τον Πολύκαρπο και του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του και να βλασφημήσει τον Χριστό. Όμως ο Άγιος του απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή υπηρετούσε τον Κύριο του χωρίς ποτέ αυτός να τον αδικήσει και ότι δεν μπορούσε να βλασφημήσει το Σωτήρα του. Ο Κοδράτος διέταξε τότε να τον ρίξουν στη φωτιά, από την οποία ο Πολύκαρπος βγήκε ανέγγιχτος. Στο τέλος οι διώκτες του τον αποκεφάλισαν και ο Πολύκαρπος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 156 μΧ.