Ο Άγης Ιουστίνος γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης στις αρχές του 2ου αιώνα μΧ. Οι ειδωλολάτρες γονείς του φρόνησαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική μόρφωση, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για να απαντήσει στα ερωτήματα που έθετε το οξύ και ανήσυχο πνεύμα του. Κάποια μέρα, ενώ περπατούσε σε παραλία της Εφέσου και συλλογιζόταν τα φιλοσοφικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, συνάντησε ένα γέροντα, ο οποίος και δίδαξε στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία, δίνοντας έτσι διέξοδο στις πνευματικές ανησυχίες του. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Αντωνίνος Πίος ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του χριστιανισμού και απεδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή και από τη λογική. Η θεάρεστη δράση του Ιουστίνου, που δεν έπαυε να κηρύττει το λόγο του θεού και να συγγράφει έργα χριστιανικού περιεχομένου, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει την οργή των ειδωλολατρών. Έτσι, ο βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας και ευσεβής χριστιανός συνελήφθη και, αφού υπέστη πολλά βασανιστήρια, αποκεφαλίσθη το 765 μ Χ.
Ο Άγιος Ιούστος καταγόταν από τη Ρώμη. Ήταν στρατιώτης και είχε καταταγεί στην επίλεκτη στρατιωτική μονάδα των Νουμερίων. Μέσα στο στράτευμα ξεχώρισε για την ψυχική του γενναιότητα και τη σπάνια ανδρεία του, στοιχεία που τον βοηθούσαν να θριαμβεύει στις μάχες και να τιμάται με πολλαπλά αξιώματα. Σε μια εκστρατεία το στράτευμα του κατά τη διάρκεια της μάχης βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο και σώθηκε λόγω της αυτοθυσίας των χριστιανών στρατιωτών. Ο Ιούστος τότε θαύμασε τη γενναιότητα τους και θέλησε να γνωρίσει και ο ίδιος το Χριστιανισμό. Από τη πρώτη στιγμή που άκουσε το θείο λόγο ρίζωσε μέσα του η αλήθεια και βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από τα δίχτυα της ειδωλολατρίας. Λέγεται μάλιστα ότι κάποια νύχτα είδε θείο σημάδι στον ουρανό, ένα φωτεινό σταυρό, γύρω από τον οποίο έλαμπε η λέξη «ακολουθεί». Τότε αποφάσισε να βαπτισθεί, γεγονός που εξόργισε τον ηγεμόνα Μαγνέντιο, ο οποίος και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον έδειραν βάναυσα, τον έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, για να τιμηθεί με το στέφανο του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. 'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Ο όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Ανατολή, αλλά έδρασε στο Βυζάντιο την εποχή του Ουάλεντος, που ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν οι Οστρογότθοι απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο Ουάλης αναγκάσθηκε να κινήσει πόλεμο εναντίον τους. Τότε ο Ισαάκιος, που διετέλει ηγούμενος, συνάντησε τον άρχοντα και τον συμβούλευσε με τα εξής λόγια: «Δώσε στα ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Ούτε συ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα». Ο άρχοντας όχι μόνο δεν πείσθηκε, αλλά διέταξε να οδηγηθεί ο Άγιος σε βασανιστήρια, από τα οποία με τη βοήθεια του θεού βγήκε χωρίς την παραμικρή βλάβη. Πράγματι, ο Ουάλης νικήθηκε στη μάχη που έδωσε κοντά στην Ανδριανούπολη και μάλιστα, μετά την αιχμαλωσία του από τους Γότθους, κάηκε ζωντανός. Ο όσιος Ισαάκιος, λόγω αυτής της πρόρρησής του, έλαμψε ανάμεσα στο πλήθος των χριστιανών και συνέχισε ήρεμος το έργο του στην Κωνσταντινούποολη. Εξεδήμησε εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.
Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης - Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 360 μ. Χ. και απεβίωσε το440 μ.Χ. Προερχόταν από ευσεβή και ενάρετο οικογένεια. Υπηρέτησε την εκκλησία μας ως κατηχητής και δάσκαλος Αλεξανδρείας. Εγκατέλειψε την περιουσία του και αποσύρθηκε σε μοναστήρι στο Πηλιούσιον Όρος. Ερμήνευσε και έγραψε πλήθος επιστολών -σώζονται 2.012- με τις οποίες νουθετούσε, έδινε παραινέσεις και συμβουλές και εξηγούσε θρησκευτικά θέματα.
Ο Άγιος Ισίδωρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου επί αυτοκρατορίας Δεκίου. Κατήγγειλαν στο Ναύαρχο ότι ο Ισίδωρος ήταν χριστιανός, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε και ο ίδιος και φυλακίσθηκε. Σε παροτρύνσεις του πατέρα του να αλλαξοπιστήσει αρνήθηκε και ο πατέρας του ζήτησε την θανατική του καταδίκη. Ύστερα από βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε και έλαβε από τον Κύριο το στέφανο του μαρτυρίου.
Το ευσεβές και ενάρετο ζεύγος Ιωακείμ και Άννα, η οποία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να τεκνοποιήσει. Καθημερινά ο Ιωακείμ και η Άννα προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια για να τους χαρίσει ο θεός ένα παιδί. Κι ο θεός όχι μόνο πραγματοποίησε το αίτημα τους, αλλά τους αξίωσε να φέρουν στον κόσμο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έμελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου.
Η Εκκλησία μας τιμά και τους όσιους ερημίτες Ιωάννη, Ηρακλαίμονα, Ανδρέα και Θεόφιλο. Οι τέσσερις αυτοί πατέρες μας κατάγονταν από ευσεβείς οικογένειες, γι' αυτό και από πολύ νωρίς γνώρισαν τη χριστιανική αλήθεια και επέλεξαν να αφιερωθούν στον ασκητικό βίο. Αποσύρθηκαν έτσι όλοι μαζί στην έρημο. Εκεί προσεύχονταν ξεχωριστά σε όρη και σπήλαια, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές μεταλάμβαναν τα άχραντα μυστήρια όλοι μαζί.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.) έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.