Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Ιαν 03, 2017 8:49 pm

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

π. Δημητρίου Μπόκου
«....καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός,

καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ,
καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται,
καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς»
(Ἡσ. 11, 6-7)


Εικόνα

Ἡ χρυσὴ πύλη ἔκλεισε πίσω τους καὶ τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἀντίκρυσε γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ χώρα διαφορετικὴ ποὺ ἁπλωνόταν ἀπέραντη μπροστά τους.
- Δὲν εἶναι καὶ τόσο τραγικά! εἶπε ἡ γυναίκα προσπαθώντας νὰ δώσει ἕναν τόνο αἰσιοδοξίας στὴ φωνή της.
Μὰ δὲν ἀπόσωσε τὰ λόγια της ὅταν ἕνας φοβερὸς βρυχηθμὸς ἔσπασε τὴ σιγαλιὰ τῆς καταπράσινης κοιλάδας. Ἡ εἰδυλλιακὴ εἰκόνα τοῦ ὄμορφου δειλινοῦ θρυμματίστηκε βίαια. Ἡ εὐκίνητη στικτὴ λεοπάρδαλη κοντοστάθηκε. Τὸ πυρόξανθο ἐρίφιο τοῦ αἴγαγρου, ποὺ ἀεικίνητο στριφογύριζε γύρω της παίζοντας μὲ τὴν οὐρά της, στύλωσε τὰ λεπτὰ πόδια του μὲ ἀπορία. Ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ χόρτα ἡ ἀντιλόπη ἀναπήδησε ξαφνιασμένη. Τὸ μεγάλο ἐλάφι, ὑψώνοντας τὰ κλαδωτά του κέρατα, σάρωσε βιαστικὰ μὲ ἀνήσυχη ματιὰ τὸν περίγυρο. Ὁ μικρὸς σκίουρος μὲ ἔκδηλη περιέργεια πρόβαλε ἀπ’ τὴν κουφάλα τοῦ δέντρου. Ἡ τεράστια ἀρκούδα ὑψώθηκε στὰ πίσω της πόδια γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα, ἐνῶ τὸ μοσχάρι ἀπορημένο σταμάτησε νὰ μασουλάει τὸ χορτάρι του.
Ὅλων τὰ βλέμματα στράφηκαν στὸν ψηλὸ βράχο ποὺ δέσποζε στὸ μεγάλο πλάτωμα στὴ μέση τοῦ δάσους. Στὴν κορφή του διαγραφόταν ἐπιβλητική, μεγαλόπρεπη μέσα στὸ φόντο τοῦ οὐρανοῦ ἡ σιλουέτα τοῦ μεγάλου λιονταριοῦ. Ἡ πλούσια χαίτη του ἀνέμιζε στὸν σιγανὸ ἄνεμο. Ἀνοιγοκλείνοντας ἀργὰ τὰ τρομερά του σαγόνια, βρυχήθηκε ξανὰ δυνατά.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι μεταξύ τους.
- Τί ἦταν αὐτό; ἀναρωτήθηκαν οἱ ματιές τους.
Ἡ γυναίκα στρέφοντας παραξενεμένη τὸ κεφάλι της κοίταξε μὲ ἀπορία τὸν βασιλιὰ τῶν ζώων, σὰν νά ’θελε νὰ πεῖ:
- Τί σοῦ συμβαίνει;
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ ἦχος τῆς τρομερῆς του κραυγῆς ἀντιλαλοῦσε στὴ μεγάλη κοιλάδα. Καὶ ξαφνικὰ φάνηκαν τὰ πάντα ν’ ἀλλάζουν. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων τρεμούλιασαν. Ἕνα ρίγος ἀνησυχίας διαπέρασε τὸ δάσος ὁλόκληρο. Ἀνήσυχος ὁ ἄντρας ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεαρῆς γυναίκας, καθὼς ἐκείνη ἔκανε νὰ κινηθεῖ πρὸς τὸ λιοντάρι.
- Στάσου! τῆς εἶπε ἐπιτακτικά. Κάτι τρέχει ἐδῶ. Μὴν πλησιάζεις. Δὲν εἶναι τὸ λιοντάρι ποὺ ξέραμε. Πρώτη φορὰ τὸ βλέπω ἀγριεμένο.
- Πράγματι, ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Κάτι ἔχει ἀλλάξει. Τί ὅμως καὶ γιατί; Ἐκεῖνο δὲν ἀγρίευε ποτέ.
Εἶχε παίξει μὲ τὸ λιοντάρι πολλὲς φορές. Εἶχε χώσει τὸ πρόσωπό της μέσα στὴν πλούσια χαίτη του καὶ τὸ εἶχε χαϊδέψει ἁπαλά, ἐνῶ ἐκεῖνο ἀναπαυόταν ξαπλωμένο σὰν χαδιάρικη γάτα στὰ πόδια της.
Μὰ τώρα;
Τὸ λιοντάρι χαμήλωσε τὸ κεφάλι καί, παρὰ τὸν τεράστιο ὄγκο του, πήδησε ἀνάλαφρα κάτω ἀπ’ τὸν βράχο, στὸ χῶμα. Περπάτησε γρήγορα μέσα στὸ ξέφωτο. Γιὰ πρώτη φορά, κανένα ζῶο δὲν τόλμησε νὰ τὸ πλησιάσει. Ἡ γυναίκα ὅμως ξέφυγε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ἄντρα της καὶ ἔκανε νὰ τρέξει πρὸς τὸ μέρος του. Ἀτενίζοντάς την τὸ λιοντάρι στάθηκε πρὸς στιγμὴν ἀμήχανο. Θυμόταν κάτι ἀπὸ τὰ τρυφερὰ χάδια της; Μὰ γρήγορα τίναξε ψηλὰ τὴν ἀτίθαση χαίτη του καὶ κινήθηκε ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος της. Μετὰ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἀμφιβολίας, ἡ γυναίκα πισωπάτησε φοβισμένη. Ὄχι, δὲν ἦταν τὸ λιοντάρι ποὺ ἤξερε αὐτό. Κάτι ἄλλαξε μεταξύ τους.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο στράφηκε πρὸς τὴν πύλη. Μὰ ἦταν ἤδη κλειστή. Ἕνας φύλακας μὲ πολὺ παράξενη ἐμφάνιση στεκόταν κιόλας μπροστά της. Ἡ μεγαλόπρεπη κορμοστασιά του ἄστραφτε. Ἡ ὄψη του, πολυόμματη, σάρωνε τὰ πάντα καὶ «φλογίνη ρομφαία στρεφομένη» παλλόταν στὸ χέρι του. Κατάλαβαν πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουν ξανὰ στὸν παλιό τους γνώριμο κόσμο. Ἡ θέα τοῦ πύρινου σπαθιοῦ τοὺς καθήλωνε. Μὰ καθηλώθηκε μπροστά του καὶ τὸ λιοντάρι. Ἔκοψε ἀπότομα τὴ φόρα του καὶ στάθηκε ἀκίνητο.
- Ὣς ἐδῶ! τὸ πρόσταξε αὐστηρὰ ὁ αἰθέριος φρουρός. Μάθε τὰ ὅριά σου. Καὶ σεῖς προσέχετε στὸ ἑξῆς, ἀγαπητοί μου! προειδοποίησε τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο. Οἱ ὅροι τοῦ παιχνιδιοῦ ἔχουν ἤδη ἀλλάξει. Δυστυχῶς γιὰ σᾶς, ἡ χάρη ἔφυγε ἀπὸ πάνω σας. Τὴν ἀπορρίψατε. Μαζὶ μὲ σᾶς ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὴ φύση. Ἀπὸ τώρα «συστενάζει καὶ συνωδίνει» κι αὐτὴ μαζί σας. Τὴ φέρατε στὴ δική σας κατάσταση. Δὲν σᾶς ἀναγνωρίζει πιά. Δὲν θὰ σᾶς ὑπακούει. Τὴν κάνατε ἀνταγωνιστή σας. Θὰ χρειαστεῖτε πολὺν κόπο γιὰ νὰ τὴν ὑποτάξετε. Ὁ καιρὸς τῆς εἰρήνης πέρασε.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο κατάλαβε. Ὁ παραμυθένιος κόσμος ποὺ ἤξεραν μέχρι τότε, ἔκλεισε ὁριστικὰ πίσω τους. Τὰ ὑπέροχα χρόνια τῆς χρυσῆς τους νιότης εἶχαν περάσει. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐδεμικῆς ἀθωότητας ἔσβησε. Ἕνας κόσμος διαφορετικός, ἐχθρικός, ἀφιλόξενος, ἀνταγωνιστικός, ἀναδυόταν μπροστά τους. Κι αὐτοὶ τὸν ὑποδέχονταν γυμνοί, χωρὶς τὸν παραδεισένιο πλοῦτο ποὺ τοὺς ἕντυνε. Ἰοβόλο φίδι, ἡ ἀφόρητη θλίψη δάγκωσε ὕπουλα τὴν καρδιά τους, καθὼς ἦλθαν «εἰς ἐπίγνωσιν» τῆς νέας ζοφερῆς τους κατάστασης.
Τὸ λιοντάρι γύρισε καὶ ἀπομακρύνθηκε γρήγορα. Ρίχτηκε μὲ ὁρμὴ στὴ ζωηρὴ ἀντιλόπη. Βλέποντας τὴ φονικὴ λάμψη στὸ βλέμμα του ἐκείνη, ἔνοιωσε ἀμέσως τὴν ἀπειλή. Ἡ καρδιά της γιὰ πρώτη φορὰ χτύπησε δυνατά. Τὸ ἔνστικτό της σήμανε συναγερμό. Ὁ φόβος, ἄγνωστο μέχρι τότε αἴσθημα, τρύπωσε μέσα της γιὰ νὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἡ στικτὴ λεοπάρδαλη ἔδειξε τὰ κοφτερὰ δόντια της καὶ γρυλίζοντας ἀπειλητικὰ στράφηκε πρὸς τὸ ἐρίφιο. Θὰ ἦταν στὸ ἑξῆς πάν(των) θηρ(ευτής), ὁ φοβερὸς πάνθηρας. Ἡ μεγάλη ἀρκούδα βρυχήθηκε δυνατὰ καὶ τὸ βλέμμα της καρφώθηκε στὸ τρυφερὸ μοσχάρι ποὺ ἔβοσκε παραπέρα. Ὁ λύκος στράφηκε μὲ ἄγριες διαθέσεις στὸν τροφαντὸ ἀμνό, ποὺ ἔπαιζε στὸ πράσινο λιβάδι.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἔστρεψε τὰ μάτια πίσω ξανά. Μὰ ἡ χρυσὴ πύλη εἶχε τώρα χαθεῖ. Μαζὶ καὶ ὁ παράξενος φρουρός της. Κάθε πρόσβαση πρὸς τὸν πρωτινὸ παραδεισένιο κόσμο τους εἶχε πλέον χαθεῖ.
Ὁ σκίουρος, σχετικὰ ἀσφαλὴς στὴν κουφάλα τοῦ δέντρου, τὰ εἶδε ὅλα ἀπὸ ψηλά. Κούνησε μὲ βαθειὰ στενοχώρια τὴ φουντωτὴ οὐρά του. Ἦταν γεγονός. Ἕνας πόλεμος εἶχε ἀρχίσει. Σκληρός, ἐξοντωτικός, ἀδυσώπητος καὶ προπαντὸς μακρύς, ἀτελείωτα μακρύς.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα χιλιάδες ἀπὸ τότε. Ἀπέραντοι αἰῶνες ποτισμένοι στὸ αἷμα, στὸ δάκρυ καὶ στὸν πόνο. Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο δοκιμάστηκε σκληρὰ στὴν κοιλάδα τοῦ μόχθου, ἀφήνοντας πίσω του «υἱοὺς καὶ θυγατέρας» νὰ παλεύουν σὲ μιὰ θανατερή, ἀξημέρωτη, ζοφερὴ κι ἀσέληνη νύχτα.
Ὥσπου μιὰ νύχτα κάποτε…
Τὸ μεγάλο λιοντάρι βρισκόταν ἀποβραδὶς καθισμένο στὴν κορφὴ τοῦ βράχου μὲ τὰ μάτια του στυλωμένα στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Κάτι ἀσυνήθιστο συνέβαινε ἐκεῖ. Τὰ οὐράνια λαμπύριζαν μὲ μιὰ γλυκειὰ ἀστροφεγγιὰ ποὺ ἔριχνε τὴν ἁπαλὴ φεγγοβολή της ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὴ γῆ. Μὰ δὲν ἦταν λάμψη ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἄστρα ποὺ σπίθιζαν στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ ἀπείρου αὐτή. Ἕνας μοναδικὸς καινούργιος ἀστέρας φαινόταν νὰ ἀνατέλλει στὸ στερέωμα. Τὸ πρωτόγνωρο φέγγος του ἁπλωνόταν σβήνοντας κάθε ἄλλη μαρμαρυγή.
Τὸ μεγάλο δάσος βρισκόταν ὁλόκληρο σὲ ἀναταραχή. Ὁ στικτὸς πάνθηρας ἦρθε καὶ στάθηκε ἀντικρυστά, ἀπέναντι στὸ μεγάλο λιοντάρι. Ὅλα τὰ ζῶα ἦταν ἀνήσυχα. Τὸ ἀλάνθαστο ἔνστικτό τους εἶχε ἀφυπνισθεῖ. Σιγανὰ γρυλίσματα συνόδευαν τὴν ἀνησυχία τους. Ὁ ἀγέρας χωνόταν ἀνάμεσα στ’ ἀσημένια φύλλα ἠχώντας παράξενα. Κάτι μυστήριο ἔκρυβε ἡ νύχτα αὐτή.
Χαμηλὰ στὸ βάθος, ἀρκετὰ μακριά, φάνηκε τότε μιὰ μικρὴ συντροφιά. Ἕνα ταπεινὸ ὀνάριο ἀνηφόριζε ἀργὰ πρὸς τὸ ξέφωτο. Καθισμένη στὴ ράχη του μιὰ νεαρὴ γυναίκα, τρυφερὴ κόρη ἀκόμα, ἕσφιγγε ἀπαλὰ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο βρέφος της. Δίπλα τους πεζοποροῦσε ἕνας λευκὸς γέροντας. Βάδιζαν μὲς στὴ νύχτα μὲ τὸ φῶς τοῦ παράξενου ἄστρου, ποὺ ξάνοιγε στὸ σκοτάδι τὸν δρόμο τους.
Τὸ μεγάλο λιοντάρι πήδησε ἀνάλαφρα στὰ ριζὰ τοῦ βράχου. Ὁ πάνθηρας ἦρθε καὶ μισοξάπλωσε δίπλα του. Πλησίασαν σιγά-σιγὰ ἡ ἀρκούδα καὶ ὁ λύκος. Μὰ σὲ λίγο ἦρθαν δίπλα τους ἡ ἀντιλόπη, τὸ ἐλάφι, τὸ ἐρίφιο, ὁ ἀμνός, ὁ ταῦρος, τὸ μοσχάρι. Ἡ ἔχθρα τόσων αἰώνων φαινόταν νὰ ἔχει ξεχαστεῖ. Ἡ ἀντιλόπη ἔτριψε τὴ λεπτὴ μούρη της στὴ χαίτη τοῦ λιονταριοῦ, τὸ πεταχτὸ ἐρίφιο τύλιξε παιχνιδιάρικα στὸ λαιμό του τὴν οὐρὰ τοῦ πάνθηρα, ὁ ἀμνὸς καὶ τὸ μοσχάρι κάθησαν ἀνάμεσα στὸν λύκο καὶ τὴν ἀρκούδα.
Ἔβλεπαν τὴ μικρὴ συνοδία ἀπορημένα. Γιατὶ ὅπου περνοῦσε ἡ παράξενη ἐκείνη συντροφιά, ὁ τόπος γέμιζε μὲ μιὰ πρωτόγνωρη μοσχοβολιά. Λουλούδια ἄνθιζαν δίπλα στὰ βήματα τοῦ ὀναρίου. Λὲς καὶ μὲς στὸ καταχείμωνο εἶχε ἀνοίξει ξαφνικὰ ἕνα παράθυρο τῆς ἄνοιξης. Τὰ δέντρα ἀναρριγοῦσαν καὶ βεργολυγίζονταν στὸ νυχτερινὸ παγωμένο ἀγέρι. Καθὼς ἡ μυστηριώδης συνοδία πλησίαζε, οἱ κορφές τους λύγιζαν γέρνοντας μέχρι τὸ χῶμα, σὰν νὰ προσκυνοῦσαν εὐλαβικὰ τοὺς ἄγνωστους ταξιδευτές. Καθισμένα πλάι-πλάι σὲ ἡμικύκλιο θηρία καὶ κτήνη μαζὶ παρακολουθοῦσαν σὰν μαγεμένα. Ἀνοιγόκλειναν τὰ ρουθούνια τους, ὀσμίζονταν τὴν ὑπερκόσμια μυρωδιά, τὸ μυστήριο τὰ εἶχε καθηλώσει.
Μὰ πρὶν ἀκόμα οἱ νυχτερινοὶ ταξιδιῶτες φτάσουν στὸ μικρὸ ξέφωτο, ἕνα δυνατὸ ἀχολόγημα γέμισε τὸν ἀέρα ὣς πέρα, κουρελιάζοντας τὴ σιγαλιὰ τῆς νυχτιᾶς. Ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς τὴ βουή. Μιὰ μικρὴ στρατιωτικὴ ἔφιππη φάλαγγα φάνηκε νὰ καλπάζει πρὸς τὸ ξέφωτο. Ὁ ἐπικεφαλῆς πρόσταξε νὰ κυκλώσουν ἀμέσως τὴ συνοδία.
- Εἶμαι σίγουρος πὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε! φώναξε θριαμβευτικά.
Οἱ στρατιῶτες ξιφούλκησαν καί, καθὼς ἡ φάλαγγα ὁρμοῦσε ἀπειλητικὴ μπροστά, ἡ κλαγγὴ τῶν σπαθιῶν ἔσμιξε μὲ τὸ παγερὸ βούισμα τοῦ ἀγέρα. Μὰ τότε ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο. Ἀπ’ τὰ ριζὰ τοῦ βράχου ἕνας τρομερὸς βρυχηθμὸς τράνταξε τὴν κοιμισμένη κοιλάδα. Τὸ μεγάλο λιοντάρι μ’ ἕνα τεράστιο πήδημα βρέθηκε ἀνάμεσα στὴ μικρὴ συντροφιὰ καὶ τοὺς ἔφιππους στρατιῶτες, δείχνοντάς τους τὰ τρομερὰ δόντια του καὶ γρυλίζοντας δυνατά. Ἡ ὁμήγυρη τῶν ζώων ἀκολούθησε πάραυτα τὸν βασιλιά της. Τὰ ἄλογα ξαφνιασμένα πισωπάτησαν. Ὁ ἐπικεφαλῆς φρύαξε.
- Τοξότες! οὔρλιαξε ἀλλόφρονα.
Τέσσερις ἱππεῖς αὐτοστιγμεί, ἐλαφρὰ ὁπλισμένοι μὲ τόξα, ἔριξαν τὰ βέλη τους πάνω στ’ ἀγρίμια. Οἱ σαΐτες ἔσκισαν σφυρίζοντας τὸν παγωμένο ἀέρα, μὰ ὅταν ἄγγιξαν τὰ ἀγριεμένα θηρία, ἔπεσαν στὴ γῆ σὰν νὰ χτύπησαν ἀτσάλι. Πεισματωμένοι οἱ τοξότες ἔριξαν καὶ ξανάριξαν, μὰ δὲν ἄλλαξε τίποτε. Μόλις ἄγγιζαν τὸ σῶμα τῶν ζώων τὰ βέλη τους, ἔπεφταν ἀμέσως στὸ χῶμα. Ὁ ἀρχηγὸς φρένιασε.
- Ἐπάνω τους! κραύγασε δυνατά. Δὲν θὰ μᾶς ξεφύγουν τώρα!
Μὰ τὰ ἄλογα δὲν σάλεψαν καθόλου. Οἱ ἀναβάτες τὰ σπιρούνισαν, μὰ ὅσο κι ἂν τὰ παρότρυναν, δὲν κινήθηκαν οὔτε βῆμα μπροστά. Ὁ ἐπικεφαλῆς ξεπέζεψε μανιασμένος. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί συνέβαινε. Τυφλὸς μὲς στὴν παραφορά του ἀγνόησε τὴν ἀπειλὴ τῶν ἀγριμιῶν καὶ μ΄ ἕνα παράτολμο σάλτο ὅρμησε πρὸς τὸ βρέφος ποὺ ἀναπαυόταν στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς νεαρῆς μητέρας. Ὕψωσε ἀπειλητικὰ τὸ σπαθί του γιὰ νὰ τὸ σφάξει, μὰ τὰ μάτια του παρευθὺς ἀλλοιθώρησαν ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Μπροστά του δὲν ἔβλεπε πιὰ τὴ νεαρὴ κόρη μὲ τὸ βρέφος της. Τὸ γλυκὸ πονεμένο πρόσωπο τῆς δικῆς του γυναίκας, μὲ τὸ δικό τους παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, πρόβαλε ἄξαφνα στὰ μάτια του. Ὁ ἀγαπημένος του γιὸς ἅπλωνε πρὸς τὴν ψυχρὴ λεπίδα τὰ χεράκια του καὶ τοῦ χαμογελοῦσε γλυκά, σὰν νὰ ἔλεγε:
- Δὲν θὰ μὲ σκότωνες, μπαμπά μου, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν θέλεις στ’ ἀλήθεια νὰ τὸ κάνεις αὐτό!
Ὁ σκληροτράχηλος πολεμιστὴς πέτρωσε ἀπ’ τὴ σαστιμάρα του. Τὰ ἀτσάλινα δάχτυλά του παρέλυσαν, τὸ ψυχρὸ φονικὸ μέταλλο ἔπεσε στὴ γῆ. Μὰ τί γινόταν ἐπιτέλους ἐδῶ; Ποιὸς ἔπαιζε παιχνίδια μπρὸς στὰ μάτια του; Ποιὸ ἀνεξήγητο βαθὺ μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του; Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὸ κορμί του ἔγειρε, ἔπεσε στὴ γῆ. Θολὸ τὸ βλέμμα του ὑψώθηκε ξανά, ἐναγώνια ἔψαξε τὸ μονάκριβο παιδί του καὶ τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Μὰ δὲν εἶδε μπρός του παρὰ τὴν ἄγνωστη νεαρὴ μητέρα, μὲ τὸ βρέφος της νὰ ἀναπαύεται μακάριο στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της.
Καθισμένη στὸ ταπεινὸ ὀνάριο τὸν κοίταζε μὲ ἀνέκφραστη συμπόνια. Τὸ βλέμμα της ἀκτινοβολοῦσε γλυκειὰ ζεστασιά. Κι ὅπως ξεχυνόταν ἀπὸ ψηλὰ τὸ λαμπερὸ φέγγος τοῦ παράξενου ἄστρου, ἕνα φωτεινὸ ὑπερκόσμιο τόξο ἰρίδιζε ἀκτινωτὰ γύρω της, τρεμοπαίζοντας καὶ σκορπίζοντας ἀπαλὰ χίλια χρώματα στὴν ψυχρὴ σκοτεινιά. Μιὰ παρθενική, ἀνέγγιχτη, δροσερὴ ὀμορφιὰ φαινόταν νὰ ξεπηδάει ἀπὸ τὸ φωτεινό της πρόσωπο. Μὰ κι ἐκεῖνο τὸ θεόμορφο βρέφος της! Ἔδειχνε μοναδικό. Σὰν νὰ μὴν εἶχε ὅμοιό του πάνω στὴ γῆ. Σὰν νὰ κατέβηκε τὸ δίχως ἄλλο ἀπ’ τὸν οὐρανό!
Ὁ τραχὺς στρατιώτης ἔβλεπε ἐκστατικός. Μιὰ δραστικὴ ἀλλοίωση εἶχε συμβεῖ μέσα του. Ἔνοιωθε πιὰ πὼς τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ ὑψώσει τὸ χέρι του φονικὸ πάνω στὸ βρέφος αὐτό. Δὲν ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸν ἐχθρὸ ποὺ τόσο ἐπιδίωκε νὰ ἐξοντώσει, μὰ τὸ μονάκριβο δικό του ἀγαπημένο παιδί. Καὶ - πράγμα παράξενο! - ἔνοιωθε τὸ ἄγνωστο βρέφος πιὸ δικό του κι ἀπ’ τὸ δικό του παιδί. Κι αὐτὸς βρισκόταν ἐδῶ ὄχι γιὰ νὰ σκοτώσει, μὰ γιὰ νὰ προστατέψει τὸ βρέφος καὶ τὴ μητέρα του ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ὄπως θὰ ἔκανε γιὰ τὸ δικό του βρέφος καὶ τὴ λατρευτή του γυναίκα, ἂν χρειαζόταν. Ἡ ἀποστολή του ἄλλαξε πιά. Πέρασε στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἄλλου βασιλιᾶ, κι ἂς μὴν τὸν γνώριζε κάν. Ἡ καρδιά του εἶχε σαγηνευτεῖ ἀπ’ τὴν οὐράνια ὀμορφιὰ ποὺ πλανιόταν γύρω του. Μιὰ πρωτόγνωρη γαλήνη ἁπλώθηκε μέσα του. Κατάλαβε πὼς ὅ,τι συνέβαινε τὸν ξεπερνοῦσε. Αἰσθάνθηκε μικρός, ἐλάχιστος, μπρὸς στὸ μικρὸ ἐκεῖνο βρέφος. Φάνταζε τόσο ἀδύναμο στὰ χέρια μιᾶς εὔθραυστης κόρης. Μὰ τὰ πάντα φαινόντουσαν νὰ ὑποκλίνονται μπρός του.
Καὶ νά, ποὺ τώρα τὸ τρομερὸ λιοντάρι καὶ ὁ στικτὸς πάνθηρας πλησίασαν. Κάθησαν χάμω, δίπλα στὸ ταπεινὸ ὀνάριο, σιγανὰ γουργουρίζοντας σὰν γατοῦλες ἀκίνδυνες. Ὁ ἄγριος λύκος ἔτριψε τὴ μουσούδα του σὰν ἥμερο κουτάβι στὰ πόδια τοῦ γέροντα. Ὅλα τὰ ζῶα περιτριγύρισαν φιλικὰ τὴ μικρὴ συντροφιά. Τὸ νεῦμα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἀόρατο μὰ παντοδύναμο, ὁδηγοῦσε λιοντάρι καὶ μοσχάρι μαζί, ταῦρο καὶ ἀρκούδα, λύκο καὶ ἀρνί, πάρδαλη καὶ ἐρίφιο. Κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἀλλόκοσμη ὀμορφιὰ τοῦ ἀπροσδόκητου μυστηρίου οἱ στρατιῶτες, ξεπέζεψαν ἀμήχανοι, πλησίασαν διστακτικά, γονάτισαν δίπλα στὰ θηρία κι αὐτοί.
Ὁ χρόνος ἔδειχνε νὰ ἔχει σταματήσει. Στὴ σκοτεινιὰ τῆς παγερῆς κοιλάδας τοῦ θανάτου φαινόταν ἀνοιχτὸ ἕνα παράθυρο μιᾶς ἄλλης κτίσης φωτεινῆς. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, ἡ ἐπίγεια πλάση ὁλόκληρη, θύματα καὶ θύτες, παραδομένοι στὴν ἀδυσώπητη μανία τῆς ἔχθρας καὶ τοῦ πολέμου γιὰ χιλιάδες χρόνια, ξαναβρισκόντουσαν τώρα σ΄ ἕνα ἀντάμωμα πρωτόφαντης ἀρχαίας ὀμορφιᾶς. Τὸ ὅραμα τοῦ χαμένου βασιλείου τῆς Ἐδὲμ ἔλαμπε μπρός τους ὁλοζώντανο. Ἡ χρυσὴ πύλη του ἦταν ξανὰ ἀνοιχτή. «Οὐκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ». Τὸ βρέφος προσκαλοῦσε τοὺς πάντες μυστικά: «Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον». Μιὰ παλιὰ προφητεία ἔπαιρνε σάρκα καὶ ὀστᾶ. Έβλεπαν ὅτι «ἤγγικεν», ἦταν ὄντως κοντὰ ἡ ἐποχή, ὅπου «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς».
Μιὰ μεγάλη συνοδία βάδιζε τώρα ἀντάμα. Ἔφτασαν μέχρι τὰ ὅρια τῆς χώρας ἐκείνης. Ἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸ βρέφος ὕψωσε τὸ χέρι του, ἕνα μικρὸ χεράκι βρεφικό, μὰ ἱκανὸ νὰ κυβερνάει τὰ σύμπαντα. Τοὺς εὐλόγησε σταυροειδῶς. Τὸ μεγάλο λιοντάρι, ὁ πάνθηρας, ἡ ἄρκτος, τὰ θηρία, τὰ κτήνη, οἱ ἄνθρωποι, ἔσκυψαν καὶ πάλι ταπεινὰ μπρὸς στὸ ὀνάριο, ποὺ κουβαλοῦσε «παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Τὸ μικρὸ παιδὶ ἔφερε τὰ πάντα «εἰς ἑνότητα».
Προσκύνησαν εὐλαβικὰ καὶ πῆραν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἐδεμικὴ μαγεία τοὺς εἶχε μεταμορφώσει. Εἶχαν εἰσέλθει γιὰ λίγο στὸν ἄχρονο καὶ ἀδιάστατο χωροχρόνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τὴν ἀνατολὴ τῆς πολυπόθητης καινῆς κτίσης. Ὁ Ἄρχοντας τῆς εἰρήνης ἦταν πλέον ἀνάμεσά τους. Ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη εἶχαν θέση ξανὰ πάνω στὴ γῆ.
Ἐπιτέλους, γιὰ πρώτη φορὰ διαφαινόταν στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ τὸ τέλος τοῦ πολέμου.

http://orthodoxhparea.blogspot.gr/search/label/%CE%94%CE%99%CE%94%CE%91%CE%9A%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%95%CE%A3%20%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A1%CE%99%CE%95%CE%A3


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Ιαν 05, 2017 10:23 pm



Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Ιαν 16, 2017 1:12 pm

Ο λογισμός του περαστικού

Εικόνα

Κάποια μέρα, κατά το σούρουπο, ένας αγρότης, καθήμενος στο κατώφλι του ταπεινού σπιτιού του απολάμβανε το δροσερό αεράκι.

Πολύ κοντά ένας δρόμος οδηγούσε στην πλατεία του χωριού. Ένας άνδρας, καθώς περνούσε, είδε τον αγρότη και σκέφθηκε:

«Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι τεμπέλης. Δεν εργάζεται κι όλη τη μέρα την περνά ρεμβάζοντας στο κατώφλι του σπιτιού του!»

Λίγο αργότερα, φάνηκε στην άκρη του δρόμου ένας άλλος περαστικός. Είδε τον γεωργό και σκέφθηκε:

«Να ένας γυναικάς! Την άραξε παρατηρώντας τα κορίτσια και τις γυναίκες που περνούν. Δεν είναι απίθανο να τα παρενοχλεί κιόλας!»

Πριν σκοτεινιάσει πέρασε κι ένας ξένος. Είδε το γεωργό και σκέφθηκε:

«Ο άνθρωπος αυτός σίγουρα εργάσθηκε σκληρά όλη μέρα. Τώρα μπορεί να χαρεί και να ξεκουραστεί. Το αξίζει!»

Γεγονός είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πολλά για το γεωργό που καθόταν στο πλατύσκαλο. Αντιθέτως μπορούμε να πούμε πολλά για τους τρεις περαστικούς!
BrunoFerrero (απόδοση Α. Γκάτζιος)

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42/2210-%CE%BF-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Ιαν 17, 2017 7:28 pm

Πώς αναδημιουργείται ο κόσμος;

Εικόνα

GabrielGarciaMarquez

Ένας επιστήμονας, που τον απασχολούσαν τα προβλήματα της ανθρωπότητας ήταν αποφασισμένος να βρει τρόπους για να τα μειώσει. Περνούσε τις ημέρες του στο εργαστήριο ψάχνοντας απαντήσεις στα ερωτήματά του και λύσεις στα προβλήματα.

Μια μέρα ο επτάχρονος γιος του μπήκε στο εργαστήριό του θέλοντας να τον βοηθήσει στην εργασία. Ο επιστήμονας, εκνευρισμένος από τη διακοπή, ζήτησε από το αγόρι να πάει να παίξει κάπου αλλού. Βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να το πετύχει, ο πατέρας σκέφτηκε κάτι άλλο που θα μπορούσε να διασκεδάσει τον γιο του. Βρήκε τυχαία ένα περιοδικό, το οποίο είχε ένα χάρτη του κόσμου∙ ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Με ένα ψαλίδι έκοψε τον χάρτη σε πολλά κομμάτια και τα έδωσε στον γιο του λέγοντας:

«Καθώς σου αρέσει να παίζεις με τα παζλ, θα σου δώσω τον κόσμο όλο χωρισμένο σε κομμάτια για να τον συναρμολογήσεις, χωρίς τη βοήθεια κανενός.»

Υπολόγιζε ότι ο μικρός θα χρειαζόταν δέκα ημέρες για να συνθέσει το χάρτη αλλά δεν έγινε έτσι. Είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες , όταν άκουσε τη φωνή του γιου του να τον φωνάζει ήρεμα:

«Μπαμπά, μπαμπά, έκανα τα πάντα, κατάφερα να το τελειώσω.» Στην αρχή ο πατέρας δεν πίστεψε στο παιδί. Σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατο στην ηλικία του να έχει καταφέρει να συνθέσει ένα χάρτη που δεν είχε δει ποτέ του. Δύσπιστος ο επιστήμονας σήκωσε το βλέμμα του από τις σημειώσεις του με τη βεβαιότητα ότι θα έβλεπε μια εργασία κατάλληλη στα μέτρα ενός παιδιού. Προς έκπληξή του, ο χάρτης ήταν ολοκληρωμένος. Όλα τα κομμάτια είχαν τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση .

Πώς ήταν δυνατό; Πώς το παιδί τα κατάφερε;

-Παιδί μου, δεν ήξερες πώς ήταν ο κόσμος, πώς τα κατάφερες;

-Μπαμπά, δεν ήξερα πώς ήταν ο κόσμος αλλά όταν έβγαλες το χάρτη του περιοδικού για να τον κόψεις, είδα στην πίσω σελίδα τη μορφή του ανθρώπου. Έτσι γύρισα τα κομμάτια και άρχισα να συνθέτω τη μορφή του ανθρώπου, που ήξερα πως είναι. Όταν κατάφερα να ανασυνθέσω τον άνθρωπο, γύρισα τη σελίδα και είδα ότι είχα ανασυνθέσει τον κόσμο.

Μετάφραση από τα Ισπανικά.Αθαν. Αστ. Γκάτζιος.

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Ιαν 19, 2017 9:38 pm

Η ασθένεια μέσω σωτηρίας

Εικόνα

Από τα θαύματα του αγίου Παïσίου του Αγιορείτου

Ένα νεαρό παιδί έπασχε για τριάντα χρόνια από χρόνιο νευρολογικό σύνδρομο με παράλυση και αταξία και ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Το 1981 επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Εκεί τον πλησίασε κάποιος προσκυνητής Έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας και του είπε ότι θα αναλάβει τα έξοδά του για να τον πάρει στην Αμερική για μεταμόσχευση νευρικών κυττάρων. Η επιθυμία του να ξανασταθεί στα πόδια του και να περπατήσει άναψε μέσα του.

Πριν να πάρει όμως την απόφαση θέλησε να ρωτήσει τον γέροντα Παΐσιο. Στις πέντε το πρωί στον χώρο του παλαιού ιατρείου των Καρυών, αφού ενημέρωσαν τον γέροντα, έγινε η συνάντησή τους. Ο γέροντας άκουσε τον λογισμό του και τον σταύρωσε στο κεφάλι με το λείψανο του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου που είχε μαζί του. Κατόπιν έπιασε τα παράλυτα και ατροφικά πόδια του και τα ασπαζόταν λέγοντας:

- Ποδαράκια, ποδαράκια, αυτά θα σε πάνε στον παράδεισο και εσύ δεν το καταλαβαίνεις.

Χωρίς να του πει τίποτα, αναφέρει το παιδί, ο γέροντας του λέει:

- Στην Αμερική να μην πας, θα σε κάνουν πειραματόζωο.

Έπειτα τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:

- Σήκω να περπατήσουμε.

Νόμιζα πως ο γέροντας αστειευόταν. Μου ξαναλέει.

- Άντε θα σηκωθείς καμιά φορά;

- Γέροντα του λέω δεν μπορώ, ούτε ξέρω πως περπατάει κανείς.

Με αρπάζει στην αγκαλιά του και αρχίσαμε να περπατούμε, ενώ προσευχόταν με δάκρυα. Έπειτα με έβαλε να καθίσω στο καροτσάκι, κάθησε δίπλα μου σε μια καρέκλα και μου λέει:

-Άκουσε παιδί μου, δεν θα γίνεις καλά. Χειρότερα θα πηγαίνεις καλύτερα όχι. Αλλά να γνωρίζεις ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μαζεύονται γύρω σου και σε διακονούν, σώζονται. Και εσύ γίνεσαι ένα μέσο σωτηρίας ψυχών. Ο Θεός αυτό ζητάει από σένα.

«Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης» - Ι. Μητρόπολις Λεμεσού

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42/2238-%CE%B7-%CE%B1%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CF%89-%CF%83%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Ιαν 24, 2017 2:07 pm

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Εικόνα

Σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής, ένας οικογενειάρχης χριστιανός, συνεργεία του διαβόλου, εγκατέλειψε τον εκκλησιασμό και την μετοχή στην χάρι των μυστηρίων, και ακολούθως, από περιέργεια στην αρχή, ασχολήθηκε με τούς μάγους και την μαγεία, έως ότου κατάντησε και ό ίδιος μάγος αργότερα, ασχοληθείς συστηματικώς με την «Σολομωνική», το ομώνυμο σατανοβιβλίο της οποίας του έγινε σύμβουλος και αχώριστος φίλος.

Παραχωρήσει Θεού και προς σωτηρίαν του, τον βρήκαν μεγάλες συμφορές. Η ευλαβέστατη σύζυγος του δυσφορούσε και υπέφερε πολύ γι” αυτήν του την επίδοση στην μαγεία∙ τον παρακαλούσε να μετανοήσει, να παύση ασχολούμενος με τα μάγια και να επιστρέψει στην χάρι του Χριστού- εκείνος όμως δεν την ήκουε. Τότε εκείνη του δήλωσε ότι οι κακοτυχίες και τα βάσανα, πού τούς βρήκαν, ήταν τιμωρία από τον Θεό∙ ότι αυτή, ως πιστή χριστιανή, δεν μπορούσε πλέον να συζεί με έναν δαιμονολάτρη μάγο, και ότι ήταν διατεθειμένη να πάρει διαζύγιο.

Αυτή ή απειλή τον προβλημάτισε πολύ. Ήταν επιτυχημένος οικογενειάρχης, και τον ενδεχόμενο διαλύσεως τής οικογενείας και του διασυρμού του τον κατατρόμαξε.
Τότε προσέτρεξαν συγγενείς και φίλοι για να αποσοβήσουν το κακό∙ τον συμβούλεψαν όμως, ότι θα έπρεπε να παύση οριστικώς ασχολούμενος με την μαγεία, και ότι ή γαλήνη στην οικογένεια και ή λύτρωσης του από την επήρεια του διαβόλου θα μπορούσε να συντελεσθεί με την εξομολόγηση του σε έμπειρο πνευματικό, στις οδηγίες του όποιου θα έπρεπε να υπακούσει- και ως τοιούτον υπέδειξαν τον παπά Σάββα της Μικράς Αγίας Άννης, η φήμη του οποίου ήταν διαδεδομένη και στην Χαλκιδική.

Ήκουσε τις προσευχές της ευλαβεστάτης συζύγου ό Θεός, και τον λυπήθηκε και τον φώτισε να δεχθή καλόγνωμα τις συμβουλές των φίλων. Έτσι αναχώρησε για τον Άγιον όρος και για την καλύβα του παπά- Σάββα.
Τον δέχθηκε πατρικότατα εκείνος, και τον αποτέλεσμα προέκυψε θεοχαρίτωτο και σωτήριο∙ γιατί ειλικρινεστάτη υπήρξε ή εν μετανοίας και συντριβή καρδίας εξομολόγησις του και ή εκζήτησης συγχωρήσεως και θείου ελέους. Παρά ταύτα ό σοφός και άγιος πνευματικός τον κράτησε επί μία εβδομάδα, προς περαιτέρω νουθεσία, οικοδομή και εμπέδωση στην νέα πνευματική κατάσταση και εν Χριστώ ζωή.

Όταν ό πνευματικός έκρινε ότι ήταν πλέον καιρός να επανακάμψει στον κόσμο και την οικογένεια του, εκείνος ξέσπασε σε δάκρυα ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την λύτρωσή του από τον κράτος του διαβόλου, για την συγχώρηση, για την πνευματική οικοδομή και για την επανένταξη του στην Εκκλησία και στον βασίλειο τής χάριτος του Χριστού. Κατ” εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι είχε μεταφέρει προς επίδοση στον Γέροντα τον βιβλίο τής Σολομωνικής.
Το έβγαλε από τον τουρβά του και έκανε να το δώση, λέγοντας: «Πάρε το, Γέροντα∙ αυτό τον βιβλίο υπήρξε τον μέσον συνεργασίας μου με τον διάβολο και ή αιτία της ψυχικής μου καταστροφής. Εδώ πρέπει να μείνει περιφρονημένο και ανενέργητο∙ κάνε το ότι θέλεις».
Και ό πνευματικός: «Τί να τον κάνω αυτό τον βιβλίο, παιδί μου, στον καλύβι μου; Τώρα πού φεύγεις, κάψε το προσεκτικά σε κάποιο μέρος του δρόμου».

Πήρε τον μονοπάτι ό Χαλκιδικιώτης και, όταν σε κάμποση απόσταση βρέθηκε στην «Σπηλιά» -τοποθεσία πού έτσι είναι γνωστή από το αυτοκατασκεύαστο αρκετά μεγάλο βαθούλωμά της στην απότομη βραχοπλαγιά- κρίνοντας ότι ήταν κατάλληλο τον μέρος, έκανε υπακοή στην εντολή του πνευματικού, και στο κοίλο τής αγκάλης της άναψε φωτιά από φρύγανα και ξερόκλαδα και απόθεσε επάνω της τον σατανικό βιβλίο.
Το είδε να λαμπαδιάζει, και καταχάρηκε η ψυχή του, πού την είχε δέσμια στου διαβόλου την διάθεση και δράσι. Ανάδευσε μ” ένα κλαδί τα αποκαΐδια και τη στάχτη, έκανε τον σταυρό του και ξαναπήρε τον μονοπάτι, δοξάζοντας τον Θεό και για το απ’ αυτό ξεφόρτωμά του.

Λίγο παραπέρα συνάντησε τον πατέρα Ιλαρίωνα, υποτακτικό του πνευματικού, πού τον είχε στείλει για κάποια υπηρεσία στην Άγια Άννα. Τον ευχαρίστησε κι” αυτόν για την αγάπη πού του έδειξε, την φιλοξενία και τις περιποιήσεις, και τον παρακάλεσε να “πει στον Γέροντα ότι, κατά την υπόδειξί του, έκαψε στην Σπηλιά τον σατανικό βιβλίο. Αποχαιρέτισαν ό ένας τον άλλον και ό καθένας πήρε τον δρόμο του.

Όταν όμως ό πατήρ Ιλαρίωνα έφθασε στην Σπηλιά, άκουσε σπάνιους θορύβους και ακολούθως δέχθηκε σφοδρό λιθοβολισμό. Φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά, κατανοήσας την αιτία του πράγματος, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και έσπευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν απ’” εκεί. Περίτρομος διηγήθηκε τον συμβάν συνεπεία τής καύσεως του σατανικού βιβλίου.
Οι λιθοβολισμοί αυτοί εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται επ” αρκετό χρονικό διάστημα εναντίον των διερχομένων, ώστε να σκέπτονται οι μοναχοί πολύ, αν έπρεπε να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το μονοπάτι. Τούς ήταν όμως αδύνατο να ανοίξουν άλλο ή να κατασκευάσουν παράκαμψη σ” εκείνο τον σημείο, λόγω τού βραχώδους και τελείως αποκρήμνου του.

Τότε έκαναν κοινή σύναξη οι Αγιαννανίτες και οι Μικραγιαννανίτες ασκηταί, και εξ ομοφώνου αποφάσεως προσκόμισαν τον Τίμιο Σταυρό και άγια λείψανα και αφού τέλεσαν αγιασμό και αγίασαν την Σπηλιά και τον πέριξ χώρο, έκτισαν ένα μικρό προσκυνητάρι και τοποθέτησαν την Ιερή εικόνα τής Παναγίας Θεοτόκου.

Έτσι απελάθηκαν οι εμφωλεύοντας εκεί δαίμονες, πού, ώργισμένοι για την κατάκαυσι της βίβλου των, έξεδήλωναν κατ” αυτόν τον τρόπο τον μίσος των κατά των διερχομένων.

Έκτοτε και μέχρι σήμερον, όλοι σταθμεύουν για λίγο στην Σπηλιά, εν ευλαβεία προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, επικαλούνται την χάρι και την προστασία της, και άναμιμνήσκονται της άγιότητος και διακρίσεως τού αειμνήστου πνευματικού, της λυτρώσεως και σωτηρίας του Χαλκιδικιώτου χωρικού και της καύσεως της δαιμονοσολομωνικής του.

(Επί τη βάσει των σημειώσεων του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, τις οποίες έθεσαν ευγενώς στη διάθεση μου οι υποτακτικοί του).

Πηγή: Πόθος και Χάρις στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου σελ. 360-363

agioritikesmnimes.blogspot.gr

http://orthodoxhparea.blogspot.gr/2017/01/blog-post_212.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Ιαν 25, 2017 7:28 pm

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΕΠΟΥΔΙΤΣΑ

Εικόνα

Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:

«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα».

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα.
Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του. Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα.

Το είπαν και το έκαναν:

τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη.

Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!».
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του.

Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε:

«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του».

Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ

http://orthodoxhparea.blogspot.gr/2017/01/blog-post_142.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Ιαν 27, 2017 6:19 pm

H ηρεμία μετά τον κουρνιαχτό

Εικόνα

– Δάσκαλε, έχω ζαλιστεί από τις τόσες πολλές συζητήσεις που ακούω καθημερινά γύρω μου να γίνονται για το αν υπάρχει Θεός. Ποια είναι η γνώμη σου; Ρώτησε κάποια στιγμή ο νεοφερμένος μαθητής τον Μέντορά του.

– ­Έχεις δει ποτέ μέλισσα; απάντησε εκείνος. Αισθάνθηκες ποτέ το βουητό της ; Μόλις βρει το νέκταρ των λουλουδιών το ρουφά με όλη της τη δύναμη και σταματά αυτοστιγμεί το βουητό της.

Βλέπεις αυτόν τον αμφορέα που έχω μπροστά μου; Θα αρχίσω να τον γεμίζω νερό. Άκου τον ήχο που κάνει το νερό καθώς γεμίζει. Θα σταματήσει να ακούγεται όταν πληρωθεί μέχρι το χείλος του και αρχίσει να ξεχειλίζει.

Έχεις δει πόσο ανήσυχο είναι το βρέφος, πώς κλαίει όταν πεινάει και αναζητά τον μαστό της μητέρας του; Πώς μόλις τον βρει γαληνεύει, αναπαύεται κι όταν χορτάσει τέλος γέρνει επάνω της και κοιμάται;

Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όσο εντονότερη είναι η αναζήτησή Του, τόσο μεγαλύτερο είναι και το βουητό που κάνουν. Όμως όταν Τον βρουν Τον λατρεύουν εν άκρα σιωπή.

Αθαν.Αστ.Γκατζιος

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Ιαν 31, 2017 7:13 pm

ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

Εικόνα

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας δέχτηκε επιθετικά λόγια από κάποιους νεαρούς:

- Και πως εσύ τολμάς και λες πως ο Χριστιανισμός κατέχει την μοναδική αλήθεια; Διάβασες ινδική φιλοσοφία, διάβασες θρησκείες της ανατολής να συγκρίνεις και να πεις ποια είναι η Αλήθεια;

Το επιχείρημα φάνηκε σωστό. Μα, ο ιεροκήρυκας δεν τα έχασε. Αφού χαμογέλασε τους είπε:

- Ακούστε, κάποτε βρέθηκα μπροστά σε μια κλειδωμένη πόρτα. Μου έδωσαν ένα σωρό κλειδιά... Τότε αρχίζω και δοκιμάζω ένα ένα τα κλειδιά. Βλέπω ότι δεν ανοίγουν. Μα ξαφνικά ένα κλειδί ανοίγει την πόρτα και μπαίνω μέσα. Έπρεπε να κοιτάζω σε όλη μου τη ζωή, όλα τα κλειδιά που υπάρχουν, αν ανοίγουν την πόρτα; Το κλειδί που με οδηγεί στην Αλήθεια, στην Χαρά, στην αιώνια Ζωή, είναι ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ!
Ο Ίδιος εξάλλου είπε για τον εαυτό Του:
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Η ΟΔΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ! (Ιωάν. ιδ, 6).


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Φεβ 06, 2017 7:20 pm

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Εικόνα

Όταν ήμουν στον Άγιο Βασίλειο στην περίοδο 1970-80 είχα γνωρίσει μια οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν και η υπέργηρη κυρία Κατερίνα, την οποία περιποιείτο η κόρη της Καλλιρρόη. Ο σύζυγος της κυρίας Καλλιρρόης ήταν δικηγόρος και λεγόταν Χριστόφορος Σταμάτουζας.
Η κυρία Κατερίνα, λόγω της ηλικίας της, ήταν συνεχώς σε μια καρέκλα, όπου καθόταν με πολλή δυσκολία. Δεν βάδιζε. Άρχισε να μη βλέπει κιόλας. Ήταν όμως χριστιανή που έκανε τα θρησκευτικά της καθήκοντα: το πρωί την προσευχή της, το βράδυ το Απόδειπνο, τους Χαιρετισμούς… Όταν άρχισε να μη βλέπει, μου έλεγε:

–Στενοχωρούμαι, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς να περάσω όλη την ήμερα, πώς να διαβάσω τις προσευχές μου.
Της είπα λοιπόν:
-Να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Της έδωσα κι ένα κομποσχοινάκι κι όπως καθόταν σε μια πολυθρόνα απ’ αυτές τις πάνινες, που έχουν και χερούλια, έλεγε την ευχή. Κι αυτό την είχε γλυκάνει και πολύ ευχαριστιόταν.
–Α, όλη την ήμερα, ούτε καταλαβαίνω πώς περνάει λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με»! Ευχαριστιέμαι μ’ αυτό, ευχαριστιέμαι πολύ, γλυκαίνεται το στόμα μου. Όλο έτσι έλεγε.
Κάποτε με ρώτησε:
–Θα με βοηθήσει αυτό, όταν θα έρθει ή ώρα να φύγω απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;
–Βεβαίως, της λέω, και να μη στενοχωριέσαι. Αν λες συνεχώς την ευχούλα να μην ανήσυχεις καθόλου! Θα έρθω εγώ και θα σου δώσω το κλειδί για ν’ άνοιξεις την πόρτα του Παραδείσου.
(Εγώ αυτό το είπα για να της δώσω ελπίδα και να της αφαιρέσω τον φόβο του θανάτου).

Αρρώστησε και βάρυνε πολύ. Πήγαινα και την κοινωνούσα σχεδόν κάθε εβδομάδα για να παίρνει δύναμη. Ένα βράδυ κατά τις 2.00 ή ώρα, ξυπνάει την κόρη της και λέει:
–Ετοιμάσου. Όπου να ναι έρχεται ο πατήρ Στέφανος να με κοινωνήσει.
–Ο πατήρ Στέφανος θα κοιμάται τώρα στο σπίτι του, της απάντησε ή κόρη της.
–Όχι, όχι, θα ΄ρθει, θα έρθει τώρα! Σε παρακαλώ, ετοίμασε το τραπεζάκι. Βάλε το θυμιατό, βάλε και το κερί.
(Έτσι έκαμαν πάντοτε. Ετοίμαζαν ένα τραπεζάκι στρογγυλό, με άσπρη πετσέτα και επάνω το καντήλι, το κηροπήγιο και το θυμιατό δίπλα, αναμμένα όλα. Άπλωνα το “μάκτρο”, ακουμπούσα πάνω τα τίμια Δώρα, έκανα την ένωση και την κοινωνούσα.)
–Τα ετοίμασες; ρώτησε την κόρη της.
–Τα ετοίμασα.
–Χτυπάει ή πόρτα. Πήγαινε να ανοίξεις.

Έκανε ή κόρη της ότι πήγαινε να ανοίξει. Αυτή περίμενε. Έκανε το σταυρό της, πήρε το “μάκτρο”, (υποθετικά), το έβαλε κάτω από το σαγόνι της, άνοιξε το στόμα της, κατάπιε, σκουπίστηκε, έδωσε πίσω το “μάκτρο”, έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε να φύγω. Ποιος ξέρει; Προφανώς Άγγελος την κοινώνησε στο πρόσωπο το δικό μου. Αποκλείεται να ήταν παραίσθησις. Ήταν ένα γεγονός πραγματικό, όπου κοινώνησε των άχραντων Μυστηρίων αλλά σε πνευματική μορφή.

Εικόνα

Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν, πήγα, και μου είπαν ιδιαιτέρως τι συνέβη. Πλησίασα την άρρωστη και μου είπε:
— Σ’ ευχαριστώ πού ήρθες τη νύχτα… Το κλειδί που είναι;…
–Μη στενοχωριέσαι κυρία Κατερίνα και το κλειδί θα πάρεις! Την επομένη το βράδυ με ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη. Πήγα στο σπίτι και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ήρθε η στιγμή να φύγει και έλεγε:
Πάτερ Στέφανε, φεύγω! Ήρθαν οι Άγγελοι! Που είσαι; που είσαι; Έλα… ήδη με έφεραν μπροστά στην πόρτα του Παραδείσου και είναι κλειστή… Θέλω το κλειδί, το κλειδί, πού μου υποσχέθηκες, το κλειδί, το κλειδί… Α, ευχαριστώ…
Άπλωσε το χέρι της και φάνηκε σαν να πήρε ένα μεγάλο παλαιό κλειδί, γύρισε το χέρι της, όπως κάνουμε όταν ανοίγουμε με κλειδί μια πόρτα, κατέβασε το χέρι της, έκανε το σημείο του σταυρού, “σ’ ευχαριστώ…” είπε και εκοιμήθη. Έτσι έφυγε ή κυρία-Κατερίνα με το κλειδί του Παραδείσου στο χέρι!

Διασκευασμένο Απόσπασμα από:
“ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ”
του Πρωτ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

http://orthodoxhparea.blogspot.gr/2017/02/blog-post_1.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 3 και 0 επισκέπτες