Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Μάιος 25, 2013 7:04 pm
ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΆΡΙ ΤΩΝ ΑΙΝΩΝ
Αστείρευτη πηγή οικτιρμών κι αγάπης!
Της γης θλιμμένος ταπεινός διαβάτης
στα πόδια σου ήρθα να σε προσκηνήσω,
και την καρδιά μου ελεύθερη θ’ αφήσω
να πη τον πόνο και τα κρίματά της.
Βοηθέ μου, λυτρωτή σε κάθε θλίψη!
Μιαν ώρα μόνο η χάρη Σου αν μου λείψη
τα φίδια του κακού θα με τυλίξουν,
των πόνων τα ερπετά, και θα με πνίξουν
μιαν ώρα μόνο η χάρη Σου αν μου λείψη.
Γυρίζω μεσ’ στη νύχτα, στο σκοτάδι
του νου μου ο λύχνος με το λίγο λάδι
τρεμόσβηστη μια φλόγα συγκρατεί•
και, ψηλαφώντας στ’ άγνωστο στρατί,
του θείου φωτός Σου λαχταρώ το χάδι.
Δίψα με καίει διψώ για φως, γι’ αλήθεια,
κι ο πόθος της χαράς μου τρώει τα στήθια.
Μα, όπου κι αν στρέψω, η συμφορά με ζώνει,
τη σκέψη η νύχτα, η πλάνη, μου θολώνει.
Στείλε μου, Πλάστη, γρήγορη βοήθεια!
Ελεύθερον Εσύ κι αν μ’ έχεις πλάσει,
μα εγώ την λευτεριά την έχω χάσει.
Στα πάθη η θέλησή μου σκλαβωμένη
τον άγγελο του ελέους περιμένει,
την τρίδιπλη αλυσίδα της να σπάση.
Ζητιάνος της αγάπης Σου, Πατέρα,
στην πόρτα Σου σταλιάζω νύχτα - μέρα.
Άνοιξε, Αφέντη, το ιερό παλάτι,
δέξου τον άστεγο, φτωχό διαβάτη
πριχού τον φτάση του θανάτου η εσπέρα.
Η χάρη Σου μεγάλη, Βασιλιά μου,
λυπήσου με και δος μου την υγεία μου.
Με λιώνει ο πόνος σαν το λαμπροκαίρι,
άπλωσε, Κύριε, το άχραντό Σου χέρι,
γιάνε το σώμα, γιάνε την καρδιά μου.
Θνητός, το ξέρω, δεν ήμουνα πλασμένος
μα τώρα, αλί μου, στη φθορά πεσμένος
στα νύχια του θανάτου σπαρταρώ.
Άμωμε Αμνέ, πούσαι για με σφαγμένος,
ζωήν ανάβλυσε μου απ’ το Σταυρό.
Ικέτης στου βωμού Σου τις βαθμίδες
που βάψανε οι πανάχραντες ρανίδες,
τα πόδια τα ματόβρεχτα φιλώ,
και δέομαι και θερμά παρακαλώ,
να μου αναστήσεις τις νεκρές ελπίδες.
Κρουνούς αθανασίας έχεις ανοίξει.
Όσα καρφιά στο σώμα Σου έχουν μπήξει,
τόσες πηγές ζωή για με αναβλύζουν
και λούζουν την ψυχή μου, και με αγνίζουν
του ελέους οι κρουνοί που έχεις ανοίξει.
Λαμπρόν αστέρι για την γέννησή Σου
τους μάγους φέρνει να Σε προσκυνήσουν.
Και, σύμβολα άσφαλτα της νέας αυγής
που δίνεις Λόγε, στους πιστούς της γης,
άγγελοι αστράφτουν στην Ανάστασή Σου.
Μονάδα τρισυπόστατη δοξάζω
και τ’ Όνομά Της πάνω απ’ όλα βάζω.
Δεν είμ’ εγώ το λούλουδο του κάμπου
κι ούτε σαν τ’ άστρα που στα αιθέρια λάμπουν.
Του Πλάστη εγώ ‘μαι εικόνα και του μοιάζω!
Ντυμένος την αιμόφυρτη πορφύρα,
λουσμένος στα επιτάφιά σου μύρα,
έλα, Νυμφίε, με τα χλωμά Σου κάλλη.
Ποθεί η ψυχή μου απόψε να σου ψάλη
το ιδού ο Νυμφίος στη φτωχή της λύρα.
Ξημέρωμα ανοιξιάτικο χαράζει,
στο μίσχο του το ρόδο ανατριχιάζει
γλυκιά πνοή δροσιάς έχει περάσει
τα πέλαγα, τους κάμπους, κι όλ’ η πλάση
απ’ άκρη σ’ άκρη Ανάσταση γιορτάζει.
Ολάνθιστες βράγιες μοσχομυρίζουν,
και βάλσαμο τα στήθη μας γεμίζουν.
Οι κρίνου ασπρίζουν σαν χιονοπλασμένοι
σε μιαν αυγούλα μυριοπλουμισμένη,
κι όλα ένα γύρω Ανάσταση θυμίζουν.
Πρωτάνθισμα του μου η προσευχή μου
μυρίπνοη φέρνει μπρος Σου η ψυχή μου.
Καρπός χειλέων η ταπεινή μου λέξη,
ύμνο Σου πλάθει η ταπεινή μου σκέψη,
Ελπίδα μου χρυσή κι απαντοχή μου.
Ροδίζει η αυγή κι ασπρογαλιάζει,
και φρέσκο, σαν πρωτόπλαστο το ατλάζι
γυαλίζει του πελάου και τ’ ουρανού
μιαν καινή κτίση μόρχεται στο νου,
κι ολόβαθα η ψυχή μου αναγαλλιάζει.
Σκυφτός και μοναχός φέρνω το βήμα
στην έρμη ακρογιαλιά που σπάει το κύμα.
να λείψουν όλα, κι όλα να σιγήσουν
μόνος μου θέλω να βρεθώ μαζί Σου
στην έρμη ακρογιαλιά που σπάει το κύμα.
Τετράδιπλες φτερούγες θε ν’ απλώσω,
σε κόσμους γαλανούς, να Σ’ ανταμώσω
ψηλότερα απ’ τον κόσμο της απάτης,
και, βρίσκοντάς Σε, Ωραίε μου, της αγάπης
το φίλημα να πάρω και να δώσω.
Υπάρχεις! Κι αν δε Σ΄ έβρισκεν ο νους
στους έμπυρους που μένεις ουρανούς,
κι αδύνατη αν δε Σ’ έφτανεν η σκέψη
που ζήτησε να δη για να πιστέψη,
μα πάλι από καιρούς αλαργινούς.
Φερμένη, κι από την πρώτη αυγή του κόσμου,
θεϊκή λαχτάρα που αγρυπνεί κι εντός μου
θ’ αρκούσε την καρδιά μου να ικανώση,
τη λατρευτή Σου παρουσία να νιώση,
να κράξη: ο Κύριος μου κι ο Θεός μου!
Χαρίτωσε με, Τριχαριτωμένε,
χαράς ψαλμούς τα χείλη μου να λένε,
πορείες αγνές τα πόδια τα πόδια ν’ ακλουθάνε,
κι όπου τον νου μου οι λογισμοί κι αν πάνε
Σου πάντα νάναι, Αγαπημένε.
Ψυχές αγνίζεις και ψυχές λυτρώνεις,
μ’ ανθούς και κρίνα τη ζωή μας στρώνεις.
Ως και τη φύση τη φθαρτή αφθαρτίζεις
και, παίρνοντας μας μεσ’ στο φως που ορίζεις,
στη δόξα και στη θέωση μας υψώνεις.
Ωραίος κάλλει, Εσύ, και διαλεχτός μου,
ωχρές μπροστά Σου οι ομορφιές του κόσμου!
Σωπάτε αηδόνια κι αύρες μεσ’ στα δάση,
άνθρωποι, δέντρα, βρύσες, όλη η πλάση:
Απόψε θάρθη να με βρη ο Χριστός μου!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.