Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Οκτ 27, 2016 5:41 pm

«Σ’ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου, έστω γι’ αυτά τα φανάρια...»(Αληθινή ιστορία)

Εικόνα

Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.Αυτοκίνητα έρχονται και φεύγουν.
Μηχανάκια κάνουν μανούβρες μέσα στην κίνηση της πόλης προσπαθώντας να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους.
Τα λεωφορεία της πόλης γεμάτα κόσμο. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που δουλεύουν, που ψάχνουν για δουλειά, που πάνε για ψώνια, για καφέ, για σπουδές...
Και ο ήχος της πόλης συνθέτεται από κορναρίσματα, εξατμίσεις, ομιλίες ανθρώπων που συζητούν μεταξύ τους, από κινητά που χτυπούν σε ήχους περίεργους και επίμονους.
Το φανάρι είναι κόκκινο.
Το παράθυρο του αυτοκινήτου ενός νεαρού είναι ανοιχτό. Απολαμβάνει αυτήν την αρμονική βαβούρα της πόλης του. Το ραδιόφωνό του παίζει απαλά. Ακούει βυζαντινούς ψαλμούς. Λόγια που υμνούν τον Κύριο, που ζητούν έλεος, που δοξολογούν. Είναι και ο ίδιος ψάλτης σε ναό της πόλης.
Το φανάρι είναι κόκκινο.

Έρχεται δίπλα του ένα ταξί. Το παράθυρό του ανοιχτό. Δεν υπάρχει επιβάτης, μόνο ο ταξιτζής. Μεσήλικας. Πιάνει το τιμόνι απαλά. Το ένα του χέρι σαν να δείχνει προς τον ουρανό.
Τα μάτια του κοιτούν ψηλά. Όχι, δεν κοιτά το φανάρι.Το στόμα του κινείται. Κάτι λέει. Όχι δεν μιλά στο κινητό.Προσπαθεί ο νεαρός ν’αφουγκραστεί τα λόγια του.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Κορνάρουν οι από πίσω του.Πρέπει να φύγει.
Μα το επόμενο φανάρι τους ξαναβρίσκει δίπλα δίπλα.
Με ανοιχτά παράθυρα να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, να ακούν τους ίδιους ήχους.
Μα τί λέει αυτός ο ταξιτζής;
Τα μάτια του προσπαθούν να ακούσουν τα λόγια του. Κλείνει βιαστικά το ραδιόφωνο που έπαιζε τους ψαλμούς.
Τώρα μπορεί να τον ακούσει καθαρά.

Ο ταξιτζής με φωνή χωρίς ντροπή λέγει την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Ξανά και ξανά. Κάποιες φορές την λέγει μεγαλόφωνα, κάποιες σιγανά.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Φεύγουν. Μα και πάλι δίπλα στο επόμενο.
Ο ταξιτζής έχει χαθεί στην ευχή. Δεν κοιτά αριστερά ή δεξιά. Δεν ψάχνει πελάτες.
Το μόνο που κάνει είναι να λέγει την ευχή.Ένα μικρό κομποσχοίνι ξεπροβάλει στο χέρι του.
Και είναι σαν να έφυγε μέσα από την πόλη κι ας βρίσκεται στο κέντρο της.

Ο νεαρός τον παρατηρεί άφωνος, άπνους, σαν να βλέπει κάποιον ασκητή που η έρημος τον ξέβρασε στην πόλη.Τα παράθυρά τους ανοιχτά. Ακούς την ευχή να λέγεται καθαρά.
Ένα μηχανάκι πλευρίζει το ταξί. Το κράνος του αναβάτη δεν είναι εμπόδιο για να ακούσει και αυτός την προσευχή. Γυρνά και τον βλέπει. Τον κοιτά επίμονα.
Σαν να κοιτάς έναν τρελό μέσα στην τρέλα του. Ο μηχανόβιος σαν να τον κοροϊδεύει. Τον βρίζει και φεύγει.
Εκείνος κοιτά μόνο μπροστά. Κλείνει τα μάτια του. Ακούει τα πάντα, μα δεν τα ακούει.
Περιμένει το κορνάρισμα των αυτοκινήτων για ν’ ανοίξει τα βλέφαρά του. «Κύριε ελέησόν με...».
Το φανάρι ανάβει πράσινο.Τα αυτοκίνητα κορνάρουν.Το ταξί παραμένει ακίνητο.
Σαν παρεκκλήσι που δεν μετακινείται παρα μόνο μετακινεί τους προσκυνητές του στον ουρανό.
Και ο νεαρός δίπλα του και αυτός.Δεν φεύγει εάν δεν φύγει το ταξί.Οι δυο τους στο κέντρο της πόλης.Ο ένας να προσεύχεται αδιάλειπτα.Ο άλλος να γίνεται κοινωνός της Χάρης που δέχεται ο πρώτος, μόνο με την όραση του θεάματος.

Τα μάτια του ταξιτζή ανοίγουν. Βάζει πρώτη ταχύτητα μα πριν πατήσει το γκάζι γυρίζει το κεφάλι του προς τον νεαρό που τον κοιτά συγκινημένος.
Τα μάτια τους επιτέλους συναντιούνται.Τα παράθυρά τους ανοιχτά.Οι καρδιές τους ανοιχτές.
Μέσα στην βουή της πόλης.
Μέσα στις βρισιές για την καθυστέρηση, τα κορναρίσματα των βιαστικών, τις εξατμίσεις των μηχανών, τον ήχο των κινητών, τους χλευασμούς των διπλανών· σταματά να λέγει την ευχή.
Σταμάτησε για να πει κάτι στον νεαρό πριν τον χάσει για πάντα.
«Σ’ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου, έστω γι’ αυτά τα φανάρια...».
Του χαμογελά σαν να τον αγκαλιάζει.Το γκάζι πατήθηκε. Ο δρόμος πλέον είναι χωρίς κίνηση.
Το ταξί χάθηκε.Ο νεαρός όμως έμεινε εκεί.
Το φανάρι ξανακοκκίνησε.
Πλέον είναι μόνος του. Με ανοιχτό παράθυρο.
Δίπλα του ήρθε ένα άλλο αυτοκίνητο. Δύο κοπέλες ακούν δυνατά λαϊκή μουσική. Τις είδε. Τον είδαν. Μα καμία κοινωνία. Γύρισε το βλέμμα του μπροστά. Έκλεισε τα μάτια του.
Μα τί άνθρωποι υπάρχουν; αναρωτήθηκε.
Άνθρωποι του μεροκάματου που προσεύχονται ως ασκητές. Άνθρωποι των πόλεων που ζούνε ως ερημίτες.
Άνθρωποι καθημερινοί που ζούνε υπερκόσμιες καταστάσεις μέσα στο ταξί τους, μέσα στο μαγαζί τους, στην εργασία τους, στο σπίτι τους...
Πλέον η πόλη στα μάτια του πήρε άλλη μορφή.
Πλέον μοιάζει σαν ένα κρησφύγετο αγίων, σαν μια πνευματική παλαίστρα.
Πλέον αναπνέει άλλον αέρα. Είναι γεμάτο οξυγόνο Θείο.
«Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό», άρχισε να λέγει και αυτός.
Και το φανάρι έγινε πράσινο...

αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος
[Στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός που μου διηγήθηκαν σήμερα το πρωί].


https://proskynitis.blogspot.gr/2016/10/blog-post_9.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Οκτ 28, 2016 12:09 pm

ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ...

Εικόνα

Ο Ιάκωβος έριξε μία ματιά στο κοντέρ του αυτοκινήτου του πριν κόψει ταχύτητα: πήγαινε με 100 σε περιοχή με όριο ταχύτητας 50. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, αλλά όχι εντελώς έξω από το ρεύμα κυκλοφορίας.
Άσε τον αστυνομικό να ανησυχεί για την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας σκέφτηκε.
Ο αστυνομικός βγήκε από το περιπολικό. Ο Ιάκωβος δεν πίστευε στα μάτια του: ήταν ο Στέφανος από την εκκλησία! Ο Ιάκωβος βούλιαξε στο κάθισμά του. Αυτό ήταν χειρότερο από πρόστιμο: ένας πιστός αστυνομικός να πιάνει έναν
αδελφό από την εκκλησία και μάλιστα για υπερβολική ταχύτητα.
Βγήκε από το αμάξι του και πλησίασε ενώ αυτό δεν επιτρέπεται, τον άνθρωπο που έβλεπε κάθε Κυριακή και που δεν τον είχε δει ποτέ με στολή.
-Γεια σου, Στέφανε
-Γεια σου, Ιάκωβε.
-Μάλλον με έπιασες στα πράσα, βιαζόμουν, ξέρεις να πάω στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
-Μάλλον απάντησε μονολεκτικά ο αστυνομικός.
-Άστα βρε παιδί μου τελευταία καθόμουν μέχρι αργά στο γραφείο. Φοβάμαι πως έτρεχα λίγο στο δρόμο.
-Καταλαβαίνω ότι γενικά το πατάς το γκάζι του είπε ο αστυνομικός.
Ωχ. Αυτό δεν ήταν και τόσο καλό. Ώρα να αλλάξουμε σκέφτηκε ο Ιάκωβος και άλλαξε τακτική.
-Δηλαδή με πόσο λες ότι πήγαινα;
-Με 90. Κάθισε πάλι στο αυτοκίνητό σου, παρακαλώ, είπε σοβαρά ο αστυνομικός.
-Να σου πω Στέφανε, περίμενε λίγο. Το κοίταξα ακριβώς πριν με σταματήσεις. Σχεδόν άγγιζα τα 65.
-Σε παρακαλώ, Ιάκωβε μπες μέσα.
Θυμωμένος ο Ιάκωβος μπήκε απότομα στο αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη, έμεινε έτσι κοιτάζοντας εκνευρισμένος μπροστά.
Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του. Είδε τον Στέφανο με ένα διπλωμένο χαρτί στο χέρι.
Ο Ιάκωβος άνοιξε ελάχιστα το παράθυρο ίσα-ίσα για να χωρέσει η κλήση.
-Ευχαριστώ πολύ! Δεν μπόρεσε να μην το πει με ειρωνεία.
Ο Στέφανος γύρισε στο περιπολικό χωρίς άλλη κουβέντα, καθώς ο Ιάκωβος ξεδίπλωνε το χαρτί που του είχε δώσει για να δει πόσο θα του κόστιζε η κλήση που πήρε. Άρχισε να διαβάζει:
"Αγαπητέ μου Ιάκωβε, κάποτε είχα μία κόρη. Ήταν έξι χρονών όταν σκοτώθηκε από ένα αυτοκίνητο. Καλά το μάντεψες, κάποιος που έτρεχε. Ο οδηγός πλήρωσε το πρόστιμο, έκανε τρεις μήνες στη φυλακή, και μετά ήταν ελεύθερος. Ελεύθερος να αγκαλιάσει τις κόρες του και τις τρεις.
Εγώ είχα μόνο μία και θα πρέπει να περιμένω να πάω στον ουρανό για να την αγκαλιάσω. Προσπάθησα χίλιες φορές να συγχωρέσω αυτόν τον άνθρωπο που σκότωσε την κόρη μου. Χίλιες φορές νόμιζα ότι τα κατάφερα.
Ίσως να τα κατάφερα, αλλά το χρειάζομαι ξανά. Ακόμη και τώρα. Προσευχήσου για μένα. Και πρόσεχε. Ο γιός μου είναι το μόνο που μου έχει μείνει Στέφανος."

Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του μόλις που πρόλαβε να δει το περιπολικό που απομακρυνόταν.
Το κοιτούσε μέχρι που εξαφανίστηκε.
Ένα ολόκληρο τέταρτο μετά έφυγε και εκείνος, οδηγώντας πολύ αργά και ζητώντας από τον Θεό να τον συγχωρέσει.

http://poimenikos-avlos.blogspot.gr/2016/10/blog-post_20.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Νοέμ 02, 2016 9:53 pm

Η απόφαση του γέρο-κότσυφα

Εικόνα

Κάποτε ένας γέρο-κότσυφας βρήκε ένα ξεροκόμματο το άρπαξε και πέταξε μακριά.

Όταν το αντιλήφθηκαν τα νεότερα κοτσύφια, τον καταδίωξαν για να του το πάρουν.

Αντιμέτωπος ο κότσυφας με την επικείμενη σκληρή μάχη, πέταξε το ξεροκόμματο στο στόμα μιας οχιάς. Σαν να μιλούσε στον εαυτό του μουρμούρισε:

«Γέρος πια αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα διαφορετικά. Έχασα την τροφή μου, είναι αλήθεια, αλλά θα βρω αύριο ένα άλλο ξεροκόμματο. Αν όμως είχα γραπωθεί απ’ αυτό, θα ξεσήκωνα έναν πόλεμο στους αιθέρες∙ ο νικητής θα γινόταν αντικείμενο φθόνου, οι άλλοι θα χιμούσαν πάνω του και το μίσος θα φώλιαζε στις καρδιές των πουλιών και η διαμάχη θα συνεχιζόταν για χρόνια.»

Η σοφία των γηρατειών ξέρει να ανταλλάσσει εφήμερες νίκες με διαρκείς κατακτήσεις.

Επιμέλεια: Αθανάσιος Γκάτζιος

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Νοέμ 09, 2016 12:35 pm

Ὁ κύρ-Μανώλης ὁ νεωκόρος

Ὁ κυρ Μανώλης ἦταν ἤσυχος ἄνθρωπος. ἀγαθός καί λιγάκι ἀφελής. Εἶχε δέκα τέσσερα χρόνια νεωκόρος στούς Ἁγίους Ταξιάρχες. Πρίν ἦταν σέ ἄλλη ἐπαρχία κι ἦταν κι ἐκεῖ νεωκόρος, ἔτσι εἶχε πεῖ. Ὄχι πώς ἔνοιαζε καί κανένα… Ἦταν κι ὁ ἐφημέριος πού τόν προσέλαβε, ὁ παπα-Θεοδόσης, ἄνθρωπος ἄδολος. Κάποια Κυριακή, ξεκίνησε ὁ νεωκόρος πρωί-πρωί γιά τόν ναό. Θά εἶχαν μουσαφιραίους παπάδες ἀπό ἄλλη Μητρόπολη. Ὁ Δεσπότης εἶχε ζητήσει ἀπό τόν παπα-Θεοδόση νά τούς φιλοξενήσει συλλειτουργούς στόν ναό του.
Ὁ ἀγαθός νεωκόρος ἔφτασε ἀξημέρωτα στόν ναό. Τό κρύο τσουχτερό. Καθώς ἔκανε νά βάλει τό κλειδί στήν εἴσοδο, διέκρινε λίγο ἀπόμερα στό σκοτάδι κάτι νά κινεῖται. Τόν πλησίασε ἕνα παλληκάρι στό μπόι του. Ἦταν διπλωμένος ἀπό τή στέρηση καί μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Φοροῦσε μονάχα τά ἐσώρουχά του! Κύριος οἶδε σέ τί εἶχε μπλεχτεῖ ἤ ἀπό τί εἶχε ξεμπλέξει…
Ὁ κύρ Μανώλης τρόμαξε ἀρχικά, ἀλλά μετά σάστισε.
«Τί συνέβη ρέ παιδί; Γιατί εἶσαι ἔτσι;».
«Ἄστα μπάρμπα… Ἔχεις τίποτα νά μοῦ δώσεις νά φορέσω;».
«Ποῦ νά βρῶ ρέ παιδί;… Κάτσε, στάσου. Ἔλα μέσα…».
Μπῆκαν στόν πρόναο. Ὁ κύρ Μανώλης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, βγάζει πανωφόρι, πουλόβερ, πουκάμισο, παντελόνι καί τοῦ τά δίνει. Σάστισε τώρα ὁ νεαρός.
«Τί κάνεις ἐκεῖ ρέ μπάρμπα;».
«Μή σέ νοιάζει… Ἐγώ φοράω τό ρασάκι μου πάνω ἀπό τά ροῦχα κι εἶναι μακρύ, δέν θά φαίνεται… Κι ὕστερα ἐδῶ μέσα θά ἔχει ζέστη σέ λίγο… Μή σέ νοιάζει… Δέν κάθεσαι κι ἐσύ; Θά ζεσταθεῖς…».
Ὁ νεαρός εἶχε ἤδη γυρίσει τήν πλάτη του καί κατέβαινε τά σκαλιά μέ τά ξένα ροῦχα φορεμένα.
Ἡ Λειτουργία προχωροῦσε. Ὁ παπα-Θεοδόσης καί ἄλλοι τρεῖς ἱερεῖς, μέ τά ἄμφιά τους, συλλειτουργοῦσαν ὄρθιοι γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή, ἐκεῖ γύρω ἀπό τό «πρόσχωμεν τά ἅγια τοῖς ἁγίοις…», ὁ παπα-Θεοδόσης σήκωσε τό κεφάλι καί πρόσεξε σέ μιά γωνιά τοῦ ἱεροῦ τόν κύρ Μανώλη, πού μόλις εἶχε μπεῖ, ἐμπερίστατος καί ἀγχωμένος ὅπως πάντα, γιά νά τά προλάβει ὅλα.
«Βρέ σέ καλό του… », εἶπε ἀπό μέσα του ὁ καλόβουλος ἱερέας, «σήμερα βρῆκε ὁ εὐλογημένος νά κάνει τίς κορδέλες του; Σήμερα πού ἔχουμε κόσμο;… Ἀντί νά βάλει τό κλασικό του μαῦρο ρασάκι, πῆγε κι ἔβαλε αὐτή τή λευκή κελεμπία; Σήμερα βρῆκε;… Ἴσα δηλαδή νά τόν δοῦν οἱ ξένοι καί νά βροῦμε κάνα μπελά μέ τέτοια καμώματα… Θές νά φτάσει καί στ’ αὐτιά τοῦ Δεσπότη κάνα τέτοιο: “Στούς Ταξιάρχες τό ρίξανε στά παρδαλά…”».
Μέχρι τό τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὁ παπα-Θεοδόσης δέν μποροῦσε νά ἠρεμήσει. «Ρέ πειρασμός πού μᾶς βρῆκε Κυριακάτικα… Κι ἀπό κεῖ πού δέν τό περιμέναμε…».
Κήρυξε ἕνας ἀπό τούς φιλοξενούμενους ἱερεῖς. Κοινώνησαν τόν κόσμο. Ἔβαλαν ἀπόλυση.
Ὁ παπα-Θεοδόσης πήγαινε νά σκάσει. Κάθε πού ἔβλεπε τόν κύρ Μανώλη νά πηγαινοέρχεται μπροστά στούς ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οἱ ἱερεῖς ἔβγαλαν τά ἄμφιά τους, ἑτοιμάστηκαν.
«Πατέρες, θέλετε νά κατεβεῖτε στό ὑπόγειο; Θά ᾽χουμε καφέδες καί κέρασμα. Θά χαροῦμε νά μείνετε… Νά, κύρ Μανώλη», ἔκανε νά φωνάξει τόν νεωκόρο, «ἤ μᾶλλον ἄσε», μουρμούρισε μέσα ἀπό τά δόντια του. «Ἀντώνη, Ἀντώνη», φώναξε τόν ψάλτη, «πάρε τούς πατέρες κάτω, μέχρι νά τελειώσω κι ἐγώ ἐδῶ… Πατέρες, τελειώνω κι ἔρχομαι… ».
Οἱ ἱερεῖς φύγανε. Ἔμεινε στό ἱερό μονάχος του. Καί νά σου κι ὁ κύρ Μανώλης, φουριόζος, μέ χέρια φορτωμένα.
«Ἔλα δῶ, βρέ Μανώλη, ἔλα δῶ… Τί σοῦ ᾽ρθε βρέ εὐλογημένε καί μοῦ σημαιοστολίστηκες σήμερα;».
«Πῶς;», ἔκανε ὁ κύρ Μανώλης μέ τό χαρακτηριστικό βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου πού σέ κοιτάει ἀπό τό βάθος τῆς ἀφέλειας.
«Ποῦ πῆγες καί τό βρῆκες βρέ ἄνθρωπέ μου αὐτό τό ράσο; Μά ρεζίλι θέλεις νά μᾶς κάνεις;».
«Πάτερ μου ἐσεῖς μοῦ τό δώσατε… Εἶναι λίγο ἄπλυτο βέβαια… ἀλλά κεριά εἶναι, μή νομίζετε ὅτι φεύγουν καί εὔκολα…».
«Ἐγώ σοῦ τό ᾽δωσα; Πότε μωρέ σοῦ τό ᾽δωσα ἐγώ;».
«Ὅταν πρωτοῆρθα βρέ πάτερ μου, πρίν δεκατέσσερα χρόνια… Μπάααα, τί πάθατε σήμερα;».
Θόλωσε ὁ παπα-Θεοδόσης. «Θά μέ τρελάνεις μωρέ; Δέν σοῦ μιλάω γιά τό μαῦρο σου τό ράσο… Γιά τοῦτο ᾽δῶ σοῦ μιλάω… », καί κάνει μιά μέ θυμό καί ἁρπάζει τό ράσο τοῦ κύρ Μανώλη…
Σάν λέπι ἔπεσε ἀπ’ τά μάτια του ἡ ἀστραφτερή λευκάδα κι εἶδε στά χέρια του ἕνα μαῦρο τριμμένο ρασάκι, θαμπό ἀπό τή χρήση καί τά κεριά. Κι ἔτσι ὅπως τό ἀνασήκωσε, βλέπει γυμνά τά πόδια τοῦ κύρ Μανώλη, σάν νά φοροῦσε ἀπό μέσα κοντό παντελονάκι.
«Τί ἔγινε βρέ Μανώλη;», ρώτησε μέ φωνή ξεψυχισμένη, σάν νά τοῦ ᾽χε ἔρθει ζαλάδα.
Ὁ ἀφελής νεωκόρος τοῦ τά εἶπε ὅλα μέ ἁπλότητα.
Ὁ παπα-Θεοδόσης εἶχε καταπιεῖ τή γλώσσα του. Ἔνιωθε μέσα του κάτι σάν ταπείνωση πού ἐντούτοις τόν γλύκαινε…​

http://agiameteora.net/index.php/istories/8160-%E1%BD%81-%CE%BA%CF%8D%CF%81-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%8E%CE%BB%CE%B7%CF%82-%E1%BD%81-%CE%BD%CE%B5%CF%89%CE%BA%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%82.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Πέμ Νοέμ 10, 2016 6:35 pm

Ένα κομμάτι σοκολάτα

Εικόνα

Την ιστορία αυτή την αφηγήθηκε η μητέρα μιας Μοναχής και αφορούσε την δική της οικογένεια.
«Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής υποφέραμε πολύ.
Έφθασε ημέρα που στο σπίτι μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από νερό!
Τότε ο πατέρας μου μας πήρε από το χέρι και ανεβήκαμε ψηλά στο βουνό, που δέσποζε πάνω από το χωριό που μέναμε, και μαζέψαμε λούπινα.
Τα χιλιοέβρασε η καημένη η μητέρα μου, αλλά δεν λέγανε να ξεπικρίσουν.
Με αυτά ξεγελούσαμε την πείνα μας, αλλά τα μάτια μας έκαιγαν από την πίκρα.
Και να φανταστεί κανείς ότι είχαμε και σοβαρά άρρωστη την μεγαλύτερη αδελφούλα μου.
Αλλά και τα δύο αδέλφια μου αγόρια που εργάζονταν κι ήταν πάνω στην ανάπτυξή τους τί να φάνε;
Κάποτε η μητέρα εξοικονόμησε ένα κομματάκι σοκολάτα!
Κανένας Άγγλος στρατιώτης της την έδωσε; από καμμιά φιλανθρωπική οργάνωση την πήρε;
Δεν γνωρίζω.
Η καλή μας μητέρα ούτε που την άγγιξε.
Την έφερε και κρυφά την έδωσε στην άρρωστη αδελφούλα μου, με την ελπίδα πως θα δυνάμωνε. Μάταια όμως.
Σε λίγο καιρό πέθανε, την πήρε ο Θεός κοντά Του.
Ούτε όμως και η άρρωστη την έφαγε.
Επειδή άκουσε πως την άλλη μέρα η μητέρα κι εγώ θα κατεβαίναμε στην πόλη με το γαϊδουράκι για κάποια αναγκαία εργασία και θα περπατούσαμε τουλάχιστον οκτώ με δέκα ώρες, με φώναξε κρυφά κοντά της και δίνοντάς μου το κομματάκι της σοκολάτας, μου είπε:
- Πάρε το, να το φας εσύ, αδελφούλα μου, γιατί έχεις να περπατήσεις πολύ αύριο και πρέπει να δυναμώσεις.
Την πήρα και την φύλαξα για την αυριανή οδοιπορία. ¨
Όμως η καλή μου μητέρα έβαλε εμένα στο γαϊδουράκι κι εκείνη περπατούσε δίπλα με τα πόδια.
Την παρακαλούσα ν΄ ανέβει κι εκείνη, αλλά δεν θέλησε.
Με λυπόταν γιατί ήμουν μικρό.
Τότε έβγαλα από την τσεπούλα μου την σοκολάτα και της την έδωσα λέγοντας:
- Πάρε, μαμά, φάε εσύ σοκολάτα να δυναμώσεις που περπατάς τόσες ώρες, αφού εμένα με πάει το γαϊδουράκι!
Πριν προλάβει να αρνηθεί, την έβαλα στα χέρια της.
Τότε κοντοστάθηκε και την κοίταξε δακρυσμένη.
Είχε ξαναγυρίσει στα χέρια της!»
Μια ελληνική οικογένεια βασανισμένη από την φτώχεια και την αρρώστια είχε τέτοιο ήθος, τέτοια αγάπη, τέτοια αυταπάρνηση!

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Νοέμ 11, 2016 6:56 pm

ΟΝΟΣ ΓΕΡΟΝ ΠΕΡΙΓΕΛΑΣΕΝ

Εικόνα

Ενας γέροντας χωρικός έθαβε κάποτε στην άκρη του περιβολιού του το γαιδουράκι του, που του είχε ψοφήσει... Κάποιος όμως νεαρός άπιστος που περνούσε εκείνη την ώρα από τον δρόμο, θέλησε να τον πειράξει.

-Μπράβο, μπάρμπα-Θωμά, του είπε. 'Ανθρωπος του Θεού εσύ, ποτέ δεν το περίμενα να θάβεις το γαιδούρι σου, χωρίς να το πας στην Εκκλησία, για να σου το διαβάσουν οι παπάδες.
Κι ο γεροθυμόσοφος του απάντησε:
- Μα, το γαιδούρι μου το θάβω χωρίς παπά, διότι, βρε, παιδί μου, δεν πίστευε στον Θεό σαν και σένα καλή ώρα...

https://proskynitis.blogspot.gr/search/label/%CE%B4%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82%20%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B5%CF%82


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Νοέμ 15, 2016 10:08 pm

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ

Εικόνα

http://orthodoxhparea.blogspot.gr/2016/11/blog-post_83.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Νοέμ 16, 2016 9:59 pm



Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Νοέμ 19, 2016 9:26 pm

Η σιωπή…

Εικόνα

Κάποτε ένας νεαρός επισκέφθηκε έναν ερημίτη. Ήθελε να μάθει και να ρωτήσει πολλά… Τον ξάφνιασε, όμως, η σιωπή του ερημίτη και η απροθυμία του να συνεχίσει τη φλύαρη συζήτηση.

Ο νεαρός ενοχλημένος τον ρώτησε μάλλον πειρακτικά:

«Γέροντα, αλήθεια, τι έχετε μάθει από τη ζωή σας στα τόσα χρόνια σιωπής;»

Ο γέροντας χωρίς να δώσει απάντηση, έριξε τον κουβά στο παρακείμενο πηγάδι και τον ανέσυρε γεμάτο όσο πιο βίαια μπορούσε.

«Κοίταξε μέσα στο πηγάδι, είπε στο νεαρό, και πες μου τι βλέπεις.»

Ο νεαρός κοίταξε με προσοχή και είπε:

«Δυστυχώς δεν μπορώ να δω τίποτα!»

Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής ο ερημίτης του ξανάπε:

«Ξανακοίταξε και πες τώρα τι βλέπεις.»

Ο νεαρός απρόθυμα ξανακοίταξε αλλά εκστατικός είπε:

«Βλέπω τώρα το πρόσωπό μου να καθρεφτίζεται στο νερό σαν να ‘χω μπροστά μου τον καθρέφτη του σπιτιού μου!»

Ο ερημίτης χωρίς να σταματήσει το κομποσκοίνι του είπε:

«Είδες, όταν έριξα τον κουβά στο πηγάδι για να αντλήσω νερό, εκείνο θόλωσε. Τώρα που ηρέμησε μπόρεσες να δεις καλά το πρόσωπό σου! Αυτή είναι η εμπειρία της σιωπής: ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του!»

Ο νεαρός , αφού πήρε ταπεινά την ευχή του ερημίτη, επέστρεψε στον πολύβουο κόσμο της καθημερινότητας σοβαρά προβληματισμένος…

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Νοέμ 21, 2016 6:29 pm



Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 17 και 0 επισκέπτες

cron