Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Οκτ 04, 2016 6:53 pm

Ο ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΟΛΩΝ....

Εικόνα

Ρώτησε ένας άνθρωπος με το"πνεύμα του κόσμου" ένα νεαρό παλικάρι:
- Καλά, βρε παιδί μου!
Συ το πιστεύεις, ότι με τη θεία Κοινωνία έρχεται μέσα σου ο Χριστός;
Σε πόσους πια...Αφού είναι ένας!
Ο νεαρός έμεινε για λίγο συλλογισμένος.
Και μετά τον ρώτησε:
- Εδώ μένεις;
- Ναι!
- Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μας;
- Δεν τα μέτρησα.
Αλλά πολλά.
Εκατοντάδες χιλιάδες.
Εκατομμύρια!
- Από τα παράθυρα αυτά, δεν μπαίνει στα σπίτια μας ο ήλιος;
- Ναι, βέβαια!
- Μα πόσους ήλιους έχουμε;
- Ένα. Μόνον ένα!...
Τον ρώτησε το έξυπνο παλικάρι:
- Και πώς γίνεται και ο ένας ήλιος μπαίνει σε τόσες χιλιάδες σπίτια, από τόσα παράθυρα;
Κάτι πήγε να ψελλίσει.
Αλλά ο νεαρός πρόσθεσε:
- Κοίταξε.
Το λάθος είναι δικό σου.
Ο Θεός είναι πολύ πιο μεγάλος από τον ήλιο.
Και πιο σοφός.
Και πιο δυνατός.
Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Και δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό κάτι που το θεωρείς τόσο φυσικό για τον ήλιο, να το βρίσκεις αδύνατο και απαράδεκτο για το Θεό.
Ο Θεός είναι ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον ήλιο.

http://agiameteora.net/index.php/istories/8133-%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%83-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%BF%CE%BB%CF%89%CE%BD.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Οκτ 07, 2016 6:53 pm

Η δίψα της καλοσύνης

Εικόνα

Σήμερα το πρωί αντίκρισα μια πολύ γλυκιά σκηνή. Έπινα με κάποιον φίλο μου καφέ σε μια καφετέρια. Σε κάποια στιγμή γλίστρησε από τα χέρια μιας κυρίας ένα ποτήρι με χυμό, που μόλις είχε παραγγείλει.

Ενώ προσπαθούσε να καθαρίσει το πουκάμισό της, ένα κοριτσάκι γύρω στα τέσσερα, την πλησίασε προσφέροντάς της το πλαστικό κυπελάκι του και της είπε:

«Γεια σας. Ήπια λίγο και δεν διψώ πια. Δεν μπορείτε να πιείτε, αφού σας έπεσε το ποτήρι. Πάρτε το δικό μου».

Δεν είναι μια χειρονομία τρυφερής καλοσύνης; Η αθώα χειρονομία του μικρού κοριτσιού έκαμε να ξεπηδήσει από όλους μας, που βρισκόμασταν εκεί, ένα χαμόγελο, επειδή είχε προκαλέσει μια σειρά όμορφων συναισθημάτων… Φαντάζεστε μια πράξη καλοσύνης μας πώς μπορεί να βελτιώσει τη μέρα αυτών που μας περιβάλλουν;

Antonio Quaglietta

(Απόδοση από τα Ιταλικά, Αθαν. Αστ. Γκάτζιος

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Οκτ 08, 2016 7:17 pm

Να πως θα βρούμε τη Γαλήνη στη Ζωή μας

Εικόνα

«Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; «ρώτησε ο σοφός ερημίτης τον οδοιπόρο που ζητούσε απεγνωσμένα να τον συναντήσει.
«Εγώ θέλω γαλήνη» απάντησε μελαγχολικά εκείνος. Ο ερημίτης πήρε ένα ξύλο κι έγραψε στο χώμα :
Εγώ θέλω γαλήνη…
«Κοίταξε τώρα πόσο απλό είναι», είπε στον οδοιπόρο και διέγραψε με μια κίνηση το «Εγώ».

«Σβήνεις πρώτα το «εγώ». Είναι αδύνατον να βρει γαλήνη αυτός που έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και νομίζει πως μπορεί να την βρει μόνος του, μακριά από τον Θεό.
Το εγώ πάντα θα νιώθει ότι απειλείται από όλους γύρω του κι έτσι πάντα θα φοβάται. Θα μετατρέπεται σε εγωισμός για να επικρατεί, και θα διώχνει τον Θεό και την γαλήνη Του.»
Με μια δεύτερη κίνηση διέγραψε το «θέλω».
«Πρέπει να σβήσεις τη λέξη «θέλω». Το θέλω δηλώνει επιθυμία, ανάγκη και προσκόλληση.

Όταν τρέχεις πίσω από τις μάταιες επιθυμίες σου, ποτέ δεν θα βρεις χρόνο να γαληνέψεις και να γίνεις ευτυχισμένος.
Είναι η γνωστή «επίδραση του κουνουπιού».

Αν σε ένα δωμάτιο υπάρχουν δέκα κουνούπια κι εσύ σκοτώσεις τα εννιά, το δέκατο κουνούπι δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς.
Έτσι είναι και οι επιθυμίες. Όσες και να ικανοποιήσεις πάντα θα υπάρχει κάποια που δε θα σε αφήνει να κοιμηθείς.»
Ο οδοιπόρος τότε κοιταξε τις διαγραμμένες λέξεις στο χώμα και λένε πως τότε βίωσε την πρώτη του αφύπνιση.
Είχαν σβηστεί το «Εγώ» και το «θέλω» και είχε μείνει η … Γαλήνη…

http://churchofagianapa.blogspot.gr/2016/09/blog-post_10.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Οκτ 11, 2016 6:14 pm

Θεραπεία μέσῳ αὐστηρότητας

Εικόνα

Ἀπό τόν Εὐεργετινό

Ὁ μέγας Γρηγόριος ἐπέστρεψε κάποτε στήν πόλη του ἀπό τή γειτονική πόλη Κόμανα. Καί ἐπειδή σέ ὅλους ἦταν γνωστό ὅτι πάνω ἀπό ὅλα φρόντιζε γιά τήν ἀνακούφιση ἐκείνων πού εἶχαν ἀνάγκη, δυό Ἑβραῖοι, εἴτε ἀποβλέποντας σέ κάποιο κέρδος εἴτε ἐπιδιώκοντας τόν ἐμπαιγμό του, ὡς δῆθεν εὐκολόπιστου, παραφύλαξαν στό δρόμο, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε. Καί ὁ ἕνας ξάπλωσε ἀνάσκελα στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καί ἔκανε τόν πεθαμένο. Ὁ ἄλλος πάλι, θρηνώντας τάχα τό νεκρό, μοιρολογοῦσε ὑποκριτικά καί φώναξε στόν ἅγιο, πού περνοῦσε μπροστά τους:

Αὐτός ὁ δύστυχος πέθανε ξαφνικά, καί κείτεται γυμνός, ἀπροετοίμαστος γιά τήν ταφή! Σέ παρακαλῶ, ἄνθρωπέ μου, μήν παραβλέψεις τό ἱερό χρέος, ἀλλά νά λυπηθεῖς τή φτώχειά του καί νά προσφέρεις κάτι, ὅ,τι ἔχεις, γιά νά μπεῖ τελευταῖο στολίδι στό σῶμα του.

Αὐτά ἔλεγε καί ἔτσι ἱκέτευε τόν ἅγιο ὁ Ἑβραῖος. Κι ἐκεῖνος, χωρίς καθόλου νά ἐξετάσει τήν ὑπόθεση, ἔβγαλε τόν μανδύα του, τόν ἔριξε πάνω στόν ξαπλωμένο καί συνέχισε τό δρόμο του.

Μόλις προσπέρασε κι ἔμειναν μόνοι τους οἱ ἐμπαῖκτες, ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας ἄλλαξε τόν ψεύτικο θρῆνο σέ γέλιο. Καγχάζοντας ἀπό εὐχαρίστηση γιά τό κέρδος, πού ἀποκόμισαν μέ τήν ἀπάτη, προκαλοῦσε τόν ξαπλωμένο σύντροφό του νά σηκωθεῖ. Ὁ ἄλλος ὅμως ἔμενε στήν ἴδια θέση, χωρίς ν’ ἀκούει τίποτε ἀπ’ ὅσα τοῦ ἔλεγε!

Φώναξε πιό δυνατά. Τόν σκούντησε καί μέ τό πόδι του. Αὐτός ὅμως οὔτε τή φωνή ἄκουσε οὔτε τό χτύπημα ἔνιωσε. Ἦταν πάντα ξαπλωμένος στήν ἴδια στάση. Ἦταν νεκρός! Μόλις ἔπεσε πάνω του ὁ μανδύας, τόν βρῆκε στ’ ἀλήθεια ὁ θάνατος, πού ὑποκρινόταν γιά νά ἐξαπατήσει τόν ἅγιο. Ἔτσι δέν ἔπεσε ἔξω ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά τό σκοπό πού ἔδωσε τό μανδύα του, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς χρησιμοποιήθηκε ἀπό ἐκείνους πού τόν πῆραν.

Ἄν τώρα τό ἀποτέλεσμα τοῦτο, πού ἔφεραν ἡ πίστη καί ἡ δύναμη τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, φαίνεται σκληρό καί θλιβερό, ἄς μήν παραξευνεύεται κανείς. Ἄς θυμηθεῖ τόν ἀπόστολο Πέτρο. Γιατί κι ἐκεῖνος φανέρωνε τή δύναμη πού εἶχε ὄχι μόνο μέ εὐεργεσίες, θεραπεύοντας τίς ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων καί μέ τή σκιά τοῦ σώματός του μονάχα, ἀλλά καί μέ τήν καταδίκη σέ θάνατο τοῦ Ἀνανία, πού καταφρόνησε τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐνοικοῦσε στόν ἀπόστολο. Καί τοῦτο, νομίζω, γιά νά συνετισθοῦν μέ τό φόβο ὅσοι ἀπό τό λαό εἶχαν τάσεις καταφρονήσεως καί νά παιδαγωγηθοῦν ἀπό τό φοβερό ἐκείνο παράδειγμα, ὥστε νά μήν πέσουν σέ ὅμοια σφάλματα.

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Οκτ 12, 2016 6:09 pm

ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Εικόνα

Μία αληθινή ι­στορία από το Άγιον Όρος


Ο Γέροντας Χατζηγιώργης ο Αθωνίτης (1886), για να υπομένει με χαρά τους κόπους και τους πόνους τής ασκήσεως, έφερνε πάντα στο νου του την ακόλουθη διήγηση τού Γέροντά του Παπα-Nεόφυτου:
«Ένας μοναχός ήταν ασθενής και παράλυτος επί πολλά χρόνια. Έχασε όμως την υπομονή του και παρακαλούσε τον Θεό να του συντομεύσει τη ζωή για να μη βασανίζεται άλλο από την ασθένειά του.
Τότε ο Πανάγαθος Θεός του έστειλε έναν άγγελο, ο οποίος του είπε:
- «Πάτερ, ο Κύριος των οικτιρμών άκουσε την προσευχή σου. Σου συντομεύει τον επί γης χρόνο της
ζωής σου αλλά με μία προϋπόθεση: ή θα υποφέρεις ακόμη ένα χρόνο ως ασθενής ή θα πας στον άδη για τρεις ώρες;
Τότε ο μο­ναχός του είπε:
- «Να παραμείνω ακόμη στη γη επί ένα χρόνο είναι πολύς χρόνος. Καλλίτερα επιθυμώ να υποφέρω στον άδη για τρεις ώρες.
Μετά απ' αυτά τα λόγια του, ο άγγελος πήρε τη ψυχή του και την οδήγησε στον άδη. Τον άφησε εκεί και του είπε πως θα επιστρέψει έπειτα από τρεις ώρες.
Μετά την αναχώρηση του αγγέλου κυριεύθηκε η ψυ­χή τού μοναχού από πηκτό σκοτάδι.
Οι φοβερές μορφές των δαιμόνων, το άσβεστο πυρ, ο ακοίμητος σκώληξ, τα απερίγραπτα βάσανα τον είχαν περικυκλώσει από παντού. Ζητούσε βοήθεια, αλλά στις φωνές του κανείς δεν του απαντούσε.
Νόμιζε ότι είχαν περάσει τριακόσια χρόνια και κανείς δεν τον άκουγε, διότι καθέ­νας από τους εκεί κολασμένους ήταν φορτωμένος με τα δικά του βάσανα.
Μέσα στα βάσανά του λοιπόν και την απελπισία του, ξαφνικά φως έλαμψε στη φυλακή του και άγγελος Κυρίου τον πλησίασε και του είπε:
-«Πώς εί­σαι εδώ, αδελφέ, είναι καλά;»
Και ο μοναχός του απάντησε:
- «Ουδέποτε θα μπορούσα να πιστέψω ότι ένας άγγε­λος λέει ψέμματα».
Τότε ο άγγελος τον ρώτησε:
-«Τί θέ­λεις να πεις με αυτό»;
-«Δεν μου υποσχέθηκες, του λέει ο μοναχός, ότι θα με βγάλεις από εδώ μετά από τρεις ώρες; Μέχρι τώρα πέρασαν εκατοντάδες χρόνια μέσα στα βάσανα!»
-«Τί λες αδελφέ, για εκατοντάδες χρόνια! Μία ώρα μόνο πέρασε από τη στιγμή που σε άφησα και έ­χεις ακόμη άλλες δύο» του απάντησε ο άγγελος.
-«Δύο ώ­ρες!! φώναξε ο μοναχός με απορία, δύο ώρες ακόμη!! Δεν είναι άραγε δυνατόν να βγω από εδώ; Δεν έχω άλλη δύναμη να υποφέρω αυτά τα βάσανα. Προτιμώ να υποφέρω στη γη από αρρώστιες εκατοντάδες χρόνια ακόμη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αρκεί να με βγάλεις από εδώ μέσα».
Τότε ο άγγελος του είπε:
-«Ο Πολυέλεος και Φιλάνθρωπος Θεός σου δείχνει τώρα την άπειρη αγαθότητά Του, αλλά εσύ μη ξεχνάς από εδώ και στο εξής να διηγείσαι στους άλλους τα σκληρά βάσανα του άδου».


Πηγή: Διακόνημα

http://poimenikos-avlos.blogspot.gr/2016/10/blog-post_4.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Οκτ 15, 2016 4:50 pm

Πάτερ, πώς μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν από τις πονηρίες των δαιμόνων; Πώς ενώ η ψυχή είναι άβατη από τους δαίμονες αιχμαλωτίζεται από αυτούς;

Εικόνα

" - Γιατί δεν ήρθες στην ώρα σου να φας, τον ρώτησε ο Αρσένιος;

- Μου είπες να ΄ρθω, όταν τελειώσω τα κλωνάρια. Τώρα τελείωσα και ήρθα είπε ο Αλέξανδρος.

-Τρώγε στην ώρα σου, πίνε το νερό σου κανονικά, γιατί γρήγορα το σώμα σου θα εξασθενήσει.-Όταν το σώμα εξασθενήσει δεν καρποφορεί περισσότερο η ψυχή, ρώτησε ο ΑΛέξανδρος;


-Το σώμα να είναι υγιές και να ησυχάζει.
Η ψυχή να προσεύχεται επίμονα.
Ο νους να μην βλέπει τα πταίσματα των άλλων.
Να ασχολείσαι μόνο με τα δικά σου πταίσματα.
Αν ο άνθρωπος επιμένει σε αυτά τα τέσσερα τότε δεν θα αργήσει να καρποφορήσει η ψυχή του.

- Πώς θα φτάσουμε στον Θεό, ρώτησε ο άλλος υποτακτικός του ο Ζωίλος;
- Αναζήτησε τον Θεό και θα σου φανερωθεί. Συγκράτησέ τον μέσα σου και θα παραμείνει.

- Διώχνουν μέσα από την ψυχή μας τον Θεό οι δαίμονες, ρώτησε ο Ζωίλος;

- Μόνο ο Θεός ως ασώματος τελείως διαπερνά την ψυχή μας. Γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας μας. Διέρχεται τα βάθη της ψυχής μας. Τα πονηρά πνεύματα δεν μπορούν να αντιληφθούν τίποτα από αυτά.

_Πώς τίμιε πάτερ μας πολεμούν οι δαίμονες, αν δεν εισχωρούν στα βάθη της ψυχής μας;

-Σπέρνουν στην ψυχή μας πονηρούς λογισμούς οι δαίμονες. Δεν ξέρουν όμως αν τους δεχτήκαμε. Συμπεραίνουν μόνο από τις εκδηλώσεις του σώματος πόσο συγκατατεθήκαμε στους λογισμούς τους.

Θα σας πω μερικά παραδείγματα.

Σπέρνουν λογισμό γαστριμαργίας σε έναν άνθρωπο. Αν τον βλέπουν να τρώγει άμετρα, να έχει τον νου του μόνο στο φαγητό, να έχει υποδουλωθεί στην τροφή, χειροκροτούν οι δαίμονες. Η προσβολή τους έγινε δεκτή.

Σε άλλον σπέρνουν λογισμό πορνείας. Αν δουν τον άνθρωπο αυτό να περιφέρει τα μάτια του φιλήδονα, να κάνει σαρκικές κινήσεις και να πέφτει σε σαρκικά πάθη βεβαιώνονται ότι τραυματίστηκε η ψυχή του.

Ρίχνουν τα βέλη της λύπης ή της οργής στην ψυχή άλλου και περιμένουν. Αν αγριεύουν τα μάτια του ανθρώπου αν το πρόσωπό του γίνεται κάτωχρο ή κατακόκκινο από τον θυμό αντιλαμβάνονται ότι η επιχείρηση πέτυχε.

Με αυτόν τον τρόπο παιδιά μου κατασκοπεύουν οι δαίμονες τους ανθρώπους. Ερευνούν από ποιο πάθος κυριεύεται ευκολότερα η ψυχή. Αυτό το πάθος τροφοδοτούν με τις προσβολές τους.

Με την καθαρή ψυχή ενώνεται μόνο ο Θεός.

Με την παχιά και την υλική σάρκα αναμειγνύεται μόνο το ακάθαρτο πνεύμα. Επειδή δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει την ψυχή ο δαίμονας απευθείας παίρνει συνέταιρό του τη σωματική αδυναμία.

-Εξήγησέ το αυτό, πάτερ. Πώς ενώ η ψυχή είναι άβατη από τους δαίμονες, αιχμαλωτίζεται από αυτούς;

-Συμβαίνει ό,τι με τη μέθη παιδιά μου. Πίνει κάποιος πολύ κρασί, μεθάει και παραλύουν τα μέλη του σώματός του. Μήπως όμως η ψυχή του παραμένει νηφάλια; Επηρεάζεται και η ψυχή από τη σωματική μέθη. Θολώνει παραλύει.

Όταν το σώμα καίγεται στον πυρετό, μένει ανεπηρέαστη η ψυχή. Επηρεάζεται χάνει την επαφή με το περιβάλλον, παραμιλάει.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με τις προσβολές των δαιμόνων. Ενεργούν τα σωματικά πάθη, το σώμα πληγώνεται, πάσχει. Στη συνέχεια συμπαρασύρει και την ψυχή σε ασθένεια.

Ο στόχος του εχθρού δεν είναι το σώμα αλλά η αθάνατη ψυχή.

Επειδή δεν μπορεί να σημαδέψει απευθείας την ψυχή, καταβάλλει το σώμα που του είναι προσβάσιμο.

-Αυτό το καταλαβαίνω, πάτερ. Γιατί όμως ο Θεός είπε στον πονηρό για τον Ιώβ: "Σου παραδίνω τον Ιώβ, μόνο την ψυχή του μην αγγίξεις. Μπορούσε ο πονηρός να πειράξει και την ψυχή του Ιώβ;

Δεν μπορούσε ο πονηρός να αγγίξει την ψυχή του Ιώβ. Του λέει ο Θεός με απλά λόγια να προσέξει να μην παραφορτώσει τον Ιώβ με υπερβολικό βάρος καταθλίβοντάς τον. Να μην τρελάνει τον Ιώβ με θλίψεις. "Πρόσεξε μην σκεπάσεις τη σύνεση, τη σοφία και τον ηγεμονικό νου του Ιώβ με τις δοκιμασίες και δεν μπορεί να αντιστέκεται στην πολλή σου κακία...

Συμπερασματικά σας λέγω πρώτον ότι ο διάβολος δεν έχει πρόσβαση στην ψυχή.

Αλλά αντιλαμβάνεται την κατάστασή της από τις σωματικές εκδηλώσεις.

Και μη σου φαίνεται αυτό παράξενο αφού και έμπειροι άνθρωποι εξακριβώνουν την ψυχική κατάσταση των συνανθρώπων τους από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους.

Δεύτερον ο πονηρός επιτίθεται με σφοδρότητα στο σώμα, το αρρωσταίνει. Φορτώνει τα μέλη του που είναι όργανα του πάθους με ασκήκωτο βάρος. Έτσι παρασύρει και την ψυχή στην παραλυσία στη συσκότιση και στην ασθένεια.

-Πώς μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν από τις πονηρίες των δαιμόνων, πάτερ;

***- ΗΣΥΧΙΑ, ΣΙΩΠΗ, ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΑ, ΝΗΣΤΕΙΑ, ΑΓΡΥΠΝΙΑ***

για να είναι το σώμα φρόνιμο, για να διατηρηθεί σεμνή, νηφάλια και καθαρή η ψυχή.

Για την αγρύπνια και τον ύπνο είχε πολύ αυστηρές απόψεις ο Άγιος Αρσένιος.

Ο αββάς Δανιήλ γράφει:

Ο Αρσένιος περνούσε όλη τη νύχτα αγρυπνώντας. Στην αυγή τον έπιανε η νύστα και έλεγε στον ύπνο.

-΄Ελα δούλε κακέ.

Κοιμόταν για λίγο στο σκαμνάκι του.

-Πόσος ύπνος μας χρειάζεται, τον ρώτησαν; Για τον προχωρημένο μοναχό και τον αγωνιστή αρκεί να κοιμάται μία ώρα.

Ο ίδιος το Σάββατο βράδυ άπλωνε τα χέρια του προς τον ουρανό σε προσευχή έχοντας πίσω του τον ήλιο. Έμενε έτσι, ώσπου ο ήλιος χτυπούσε από μπροστά το πρόσωπό του. Δηλαδή προσευχόταν από τη Δύση μέχρι την Ανατολή του ήλιου."!

http://paterikos.blogspot.gr/2016/10/blog-post_43.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τρί Οκτ 18, 2016 10:07 pm

«Έκαιγε το χέρι μου…» (Διδακτική ιστορία)

Εικόνα

Ροδοκόκκινος από χαρά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του ο κυρ-Γιώργης και ξέσπασε με ενθουσιασμό:


— Δεν ξανάνιωσα ποτέ μου τέτοια χαρά, Αγλαΐα! Αυτό το Πάσχα θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή!…

—Μα τι έπαθες, παιδάκι μου; ρώτησε η γυναίκα του. Ηρέμησε! Κάτσε. Τι συνέβη; Έφερες τα λεφτά; Σε περιμένω για να πάμε το δώρο που είπαμε. Πρέπει να βγούμε σύντομα στην αγορά. Μέγα Σάββατο σήμερα. Δεν μπορώ να γυρίζω στους δρόμους.

—Καλά, καλά! Όλα θα γίνουν. Μη βιάζεσαι!

—Δηλαδή, τι μη βιάζεσαι; Άλλαξες πάλι; Δεν θα πάμε για το δώρο; Έτσι θ’ αφήσουμε τα παιδιά τέτοια μέρα;

—Το ‘κανα το δώρο μου!

—Το έκανες; Δεν σε καταλαβαίνω! Μόνος σου; Χωρίς εμένα; Και τι πήρες; Και που το πήγες; Δεν συμφωνήσαμε να πάμε να το διαλέξουμε μαζί;

—Νόμισα ότι δεν θα είχες αντίρρηση και διαφορετική γνώμη.

—Μοιάζεις με αίνιγμα! Τι έγινε λοιπόν; Για μίλα καθαρότερα, Χριστιανέ μου, για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας πασχαλιάτικα!

—Καλά. Έλα. Κάτσε εδώ στον καναπέ και θα σου τα πω με τη σειρά. Φέρε μου ένα νερό.

Και αφού τακτοποιήθηκαν, άρχισε ο κυρ-Γιώργης:

—Όπως είπαμε το πρωί, ξεκίνησα για το συνοικισμό, για να πάρω το νοίκι από τους Ρωσοπόντιους, που βάλαμε στο σπίτι μας εδώ και δυο χρόνια, όταν έφτασαν σαν κυνηγημένα πουλιά στην Ελλάδα.


Πήγα λοιπόν, χτύπησα το κουδούνι και βγήκε η ψηλόλιγνη χαροκαμένη μάνα και μου ‘πε κλαμένη:


— Συγγνώμη, κύριε! Μας συγχωρείτε που αργήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά. Μας βρήκε συμφορά τους έρμους! Που να σας τα λέω! Αχ! Αχ! Αρρώστησε το μικρό μου κοριτσάκι. Έχει λευχαιμία, λένε οι γιατροί. Μέρες τώρα τρέχουμε στα Νοσοκομεία. Οι γιατροί της Κατερίνης μας συμβούλεψαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη για καλύτερα, και το πήγαμε. Είχαμε τρεξίματα, γι’ αυτό καθυστερήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά. Περιμένετε μια στιγμή να σας τα φέρω.

Και πήγε που λες, Αγλαΐα μου, στο διπλανό δωμάτιο και μου ‘φερε το μηνιάτικο. Το πήρα, είπα «ευχαριστώ», ευχήθηκα «περαστικά» για την κόρη τους και «καλό Πάσχα» και βγήκα στο δρόμο.

Καθώς όμως προχωρούσα, θέλω να με πιστέψεις, Αγλαΐα, ένιωθα σαν να έκαιγε το χέρι μου! Δεν μπορούσα να ησυχάσω. Μια δυνατή φωνή αντηχούσε μέσα μου: «Έχουν άρρωστο μικρό παιδί, και μάλιστα με λευχαιμία. Τρέχουν σε γιατρούς. Δεν έχουν δικό τους σπίτι. Εσύ έχεις δύο. Γυρίζουν στα πεζοδρόμια και στις λαϊκές αγορές, για να βγάλουν κανένα μεροκάματο. Τι Πάσχα θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Εσύ τα έχεις όλα άφθονα και σκέφτεσαι να πάρεις κι άλλα δώρα για τα παιδιά σου, που τα ‘χεις μάλιστα καλοπαντρεμένα. Ρωτάς αν ψώνισαν τίποτε ιδιαίτερο για αύριο αυτοί; Η μήπως θα περάσουν όπως-όπως κι αυτή τη μέρα;…»

Ήταν τόσο δυνατή αυτή η φωνή μέσα μου, Αγλαΐα, που δεν άντεξα. Ενώ είχα φτάσει στη στάση του αστικού, έκανα μεταβολή και ξαναγύρισα στο σπίτι. Χτύπησα πάλι το κουδούνι και ξαναβγήκε στην εξώπορτα η Πόντια.

— Ορίστε, κυρ-Γιώργη! Μήπως έγινε κανένα λάθος στο μέτρημα; με ρώτησε.

—Όχι! Όχι! “Ήταν πολύ σωστά! της είπα. Μα, μια και είναι βαριά άρρωστο το παιδάκι σας, να σας δώσω πίσω το νοίκι. Δεν πειράζει. Είναι πληρωμένος ο μήνας. Εσείς έχετε ανάγκες τώρα. Πηγαινοέρχεσθε στη Θεσσαλονίκη. Ναύλα, φάρμακα, έξοδα. Κρατήστε τα! Καλή Ανάσταση!

Τα πήρε, που λες, γυναίκα, κι έσκυψε να φιλήσει το χέρι μου. Με χιλιοευχαρίστησε και με γέμισε ευχές για το σπίτι μας. Και, πίστεψέ με, το χέρι μου, που έκαιγε πρωτύτερα, τώρα ήταν δροσερό. Το είχε δροσίσει με τα καυτά της δάκρυα… Μα τι έχεις, Αγλαΐα; Γιατί κλαις; Δεν χάθηκε ο κόσμος που δεν θα κάνουμε δώρο στα παιδιά! Μήπως τους λείπει τίποτε; Θα τους κάνουμε δώρο στη γιορτή τους. Στο υπόσχομαι!

—Δεν κλαίω γι’ αυτό, άντρα μου. Καλά έκανες, αλίμονο! Τι αξία έχει ένα νοίκι. Μακάρι να ‘δίνες και πιο πολλά. Κλαίω, γιατί, καθώς τα ‘λεγες, θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου. Σου τα ‘χω ειπωμένα άλλωστε. Τι τράβηξαν κι εκείνοι, όταν είχαν έρθει πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή! Μου τα ‘λεγε πότε-πότε, όταν ήμουν παιδούλα, και κλαίγαμε μαζί. Αχ! Καταραμένη προσφυγιά! Καλά έκανες! Χαλάλι τους! Εγώ μάλιστα λέω να βρούμε κι άλλον τρόπο να τους βοηθήσουμε. Να, ας τους αφήσουμε, λέω, δυο-τρεις μήνες ακόμη στο σπίτι μας χωρίς να πληρώνουν και βλέπουμε… Η Παναγία σε φώτισε!

—Δεν σου το ‘πα πως δεν θα είχες αντίρρηση για το δώρο μου, γυναίκα; Δεν ξέρω μήπως εγώ την καρδιά σου;…

http://agiameteora.net/index.php/istories/8147-%C2%AB%CE%AD%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%AD%CF%81%CE%B9-%CE%BC%CE%BF%CF%85%E2%80%A6%C2%BB-%CE%B4%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Οκτ 19, 2016 4:18 pm

Ο Αντωνάκης

Εικόνα

Ο δρόμος ήταν γεμάτος παιχνιδάδικα. Το παιδί που κρατούσε ο πατέρας από το χέρι τσίριζε αδιάκοπα, παρ’ όλο που μόλις πριν λίγο του είχε αγοράσει παιχνίδι. Φαίνεται πως ήθελε και κάτι άλλο. Κι έκλαιγε και τσίριζε και τράβαγε τον πατέρα του προς τα κει που ήθελε αυτό. Εκείνος, διατηρώντας την ψυχραιμία του, ψιθύριζε σιγανά και ευγενικά:

-Ήρεμα, Αντωνάκη. Μη θυμώνεις, Αντωνάκη. Συγκρατήσου, Αντωνάκη.

Η κυρία που ερχόταν πίσω τους σχεδόν αγανάκτησε με το κακομαθημένο παιδί. Και θαύμασε τον πατέρα για την αυτοσυγκράτησή του. Θέλησε μάλιστα να τον ενθαρρύνει:

-Κύριέ μου, του λέει κάποια στιγμή. Οφείλω να σας συγχαρώ για την ηρεμία σας. Εγώ, αν το παιδί ήταν δικό μου, δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ. Θα του ’δινα δυο τρεις στον ποπό να τις θυμάται.

Ύστερα στράφηκε προς το παιδί:

-Δεν κάνουν έτσι τα καλά παιδιά, Αντωνάκη. Ούτε κλαίνε μεσ’ στον δρόμο ούτε στενοχωρούν τον μπαμπά τους.

Εκείνο σταμάτησε για λίγο να τσιρίζει. Κοίταξε την περαστική γυναίκα, κι ύστερα της είπε:

-Δεν με λένε Αντωνάκη, όμως, Γιάννη με λένε. Ο μπαμπάς μου είναι ο Αντωνάκης…

Μαρία Γουμενοπούλου, Ο Κόσμος της Ελληνίδος, Μάρτιος – Απρίλιος 2013, Αρ.596

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Σάβ Οκτ 22, 2016 11:37 am

Αγιορείτικο διήγημα: «Το λεκιασμένο μαντήλι»

Ιερομόναχος Ονούφριος Μαρουδάς (†1957),Γέροντας του Ιερού Χιλιανδαρινού Κελλιού Γέννησης της Θεοτόκου (Μαρουδά)από το 1925 έως το 1957

Εικόνα

Αφιερωμένο στον Πνευματικό μου Ονούφριο Ιερομόναχο «Μαρουδά»
Ιερώνυμος Μοναχός

Μακρυά απ’ την ταραχή του κόσμου, και μέσα σ’ ένα ολόδροσο καταπράσινο γραφικό δασάκι, με άφθονα κρυσταλλένια νερά, είναι χτισμένο το σπίτι του Γερω Πνευματικού ολόλευκο και καθαρό, με το μικρό εκκλησάκι του.

Γύρω στις όμορφες πλαγιές, χιλιάδες μυριόχρωμα λουλουδάκια σπαρμένα απ’ το ευλογημένο χέρι του Θεού, χύνουν τη μυρωδιά των και τη σκορπίζουν στη γύρω φύσι με το σιγανό τ’ αγεράκι π’ ανάμεσά τους διαβαίνει, και τη μοσχομυρίζουν, ενώ κάτω στες λαγκαδιές, και μεσ’ τα φουντωμένα δένδρα, μύρια πουλάκια κελαϊδούν ολόγλυκα. Είναι ένας σωστός παράδεισος εδώ στον κάτω κόσμο!...

Εκεί πέρα σ' αυτό το όμορφο το μέρος, τρέχουν κάθε λίγο και λιγάκι σαν τα διψασμένα τα’ αλαφάκια στο γάργαρο νερό, ψυχές βασανισμένες, και φλογισμένες απ’ την αμαρτία για να δροσισθούν, και πληγωμένες καρδούλες, για να ζητήσουν παρηγοριά και βάλσαμο για τις πληγές τους, απ’ το γιατρό που ο Χριστός έχει βάλει εδώ κάτω, να γιατρεύη τα πάθη, να βαλσαμώνη τον πόνο, κ,έχει δώση στο χέρι του το κλειδί ν’ ανοιγοκλείνη τη πόρτα του παραδείσου. «Όσα αν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα αν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ».


Μέσα στην εκκλησούλα του σπητιού του που λάμπει ολοκάθαρη και μοσχοβολά και μπροστά στην εικόνα του Χριστού μας, που τα’ ασημένιο καντηλάκι της χύνει αδιάκοπα μέρα και νύχτα το λιγοστούτσικο πρασινωπό του φως, ο Γέρων πνευματικό έχει στήση το ιατρείο του και δέχεται καλόκαρδα τους αρρώστους του. Σκυμμένος εκεί μπροστά επάνω τους, εξετάζει τον καθένα χωριστά. Κυττάζει το σφυγμό του, ψυχολογεί την κλήσι του, θερμομετρελι την κράσι του, χτυπά τις χορδές του, ακούει το καρδιοχτύπι του, βρίσκει το πάθος, ανακαλύπτει το αίτιον. Ανοίγει κατόπιν με προσοχή την καρδιά του, πιάνει και ξεριζώνει τα πάθη, καθαρίζει τες πληγές, δίνει τα φάρμακα, δροσίζει την φλόγα, γλυκαίνει τον πόνο, παύει τον στεναγμό, σκουπίζει το δάκρυ, δίνει παρηγοριά, δίνει ελπίδα, χαρίζει γαλήνη, σκορπά τη χαρά. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που τρέχουν εκεί πέρα. Είναι πολλοί, είναι άπειροι.


.......Απ’ τους πολλούς αυτούς μια μέρα του καλοκαιριού, να και φθάνει ένα παλληκάρι. Ξεκίνησε το δόλιο απ’ το μέρος που βρισκότανε και σέρνοντας αργά τα βήματά του, έφθασε στο σπητάκι του πνευματικού και χτύπησε την πόρτα του. Ήλθε κι αυτό σαν τους άλλους με τον ίδιο τον σκοπό. Ν’ ανοίξη την καρδούλα του, να δείξη την πληγή του, να πάρη τη γιατρειά του και να ξελαφρώση. Τ’ άνοιξε ο ίδιος ο Πνευματικός και το δέχθηκε με το χαμόγελο στο στόμα. Το πήρε μέσα, το έβαλε στ’ αρχονταρήκι για να καθήση και να ξεκουρασθή, το κέρασε γλυκό και καθαρό κρύο νεράκι, ετοίμασε και τούδωσε καφέ, του πρόσφερε δροσερά και μεστωμένα κεράσια απ’ τα δικά του δένδρα, και έπειτα το ωδήγησε στο εκκλησάκι. Ευλόγησε και φόρεσε το πετραχήλι του, και πήγε και στάθηκε στο στασίδι του και περίμενε. Το παιδί μπήκε κι αυτό μέσα έκαμε το σταυρό του, προσκύνησε τες εικόνες, γύρισε έβαλε μετάνοια του Πνευματικού, και πήγε και σταμάτησε, με κάποια μικρή ταραχή μέσα του, δίπλα στο στασίδι που τούδειξε ο Πνευματικός.


Τώρα να σ’ ερωτήσω παιδί μου ένα πράγμα. Πήγες άλλη φορά σε πνευματικό, ή πρώτη φορά εξομολογείσαι; Μόνος ήλθες, ή άλλοι σε παρακίνησαν; Δηλαδή μονάχος σου το σκέφθηκες ότι πρέπει να εξομολογηθής, ή άλλοι σε συμβούλευσαν;

- Όχι Γέροντα. Στα 24 χρόνια μου πρώτη φορά πατώ το πόδι μου σε πνευματικό. Δεν με παρακίνησε κανείς, μόνος μου ήλθα, γιατί κατάλαβα ότι έχω ανάγκη να εξομολογηθώ και να ελαφρώσω. Θέλω να πω τον πόνο μου σ’ ένα μέρος που να με καταλάβουν καλά και να ξανασάνω. Είμαι νέος, μα έχω πολύ βασανισθή στη ζωή. Ανεμοδέρνοντας από μικρό παιδάκι (γιατί έμεινα πεντάρφανο τριών χρονών) μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγος της ζωής, με χτύπησαν πολύ σκληρά τα κύματά του. Γιατί είναι μεγάλη η τρικυμία του Γέροντα, και αλοί και τρις αλοί, σε κείνο το φτωχό το καράβι που θα βρεθή στ’ ανοιχτά του, με καπετάνιο άπρακτο σαν και μένα∙ θα συντριβή το δύστυχο όπως συντρίφθηκα κι’ εγώ. Έρχομαι πρώτη φορά, βαρυφορτωμένος με ταραγμένη την ψυχή για να ξεφορτωθώ και ναύρω ησυχία. Όπου κι αν πήγα και γύρισα δεν βρήκα αλλού καταφυγή ούτε λιμάνι για να σταθώ.


Το κύτταζε μ’ αληθινή συμπόνια. Ήταν τόσο συμπαθητικό, φαινόταν τόσο κουρασμένο, και μιλούσε τόσο πονεμένα. Το χάϊδευσε μ’ ένα του βλέμμα στοργικό. Και έπειτα.

- Ναι καλά τα λες παιδάκι μου, κι έφερες και μόνος σου το παράδειγμα. Δεν βρίσκεις αλήθεια αλλού λιμάνι για να σταθής παρά το μέρος τούτο, γιατ’ είναι επίτηδες επί ταυτού χτισμένο να δέχεται στο κόρφο του όλα τα θαλασσοδαρμένα καράβια που τυραννίστηκαν στο πέλαγος της ζωής τους, σαν και σένα. Τα ξεφορτώνει και τα’ αναπαύει.
Ας είναι σπασμένα τα ξάρτια τους, ας ξεσχισθήκαν τα πανιά τους στο πάλεμα με τον καιρό, ας έσπασε η άγκυρά τους∙ ας μη νοιαστούν διόλου, όταν φθάσουν εδώ μέσα θα βρουν απ’ όλα, και θα τα πάρουν ολοκαίνουργα. Πανιά, και άγκυρα και ξάρτια.
Θ’ απλώσουν έπειτα χαρούμενα το πανάκι τους και με τα’ αγέρι της ελπίδας θα βγούνε ξελαφρωμένα με καινούργια δύναμι να μετρηθούνε με το κύμα. Μοιάζει πολύ ο άνθρωπος παιδάκι μου με το ταλαίπωρο καράβι. Έτσι κι αυτός σαν και κείνο. Παλεύει με τη φουρτούνα της ζωής του και τυραννιέται στο βίο του. Μια βυθίζεται, την άλλη σηκώνεται, τώρα πέφτει, σε λίγο αναστένεται∙ και αυτή η αγωνία βαστά ως το τέλο της ζωής του.

Εικόνα

Δεν πρέπει όμως ποτέ να απελπίζεται μα να προχωρή με θάρρος και νάχη το τιμόνι του στραμμένο σε τούτο δω το λιμάνι πάντοτε. Όταν δω μέσα μπη, ας μη φοβήται τίποτε. Λοιπόν λέγε μου τώρα παιδάκι μου πως τα πέρασες στη ζωή σου. Πριν όμως ανοίξεις το στόμα σου για να μου πης, πρέπει να ξέρης ένα πράγμα. Ότι, ότι κι άν μου πης, μη λάβης υπ’ όψιν σου ότι ευρίσκομαι εγώ εδώ. Λάβε κατά νουν ότι είσαι μόνος με μόνο το Χριστό όπου στέκεται εδώ αυτή τη στιγμή και περιμένει να του πης τες αμαρτίες σου, για να σε συγχωρήση. Είναι ένα παράδοξο κριτήριο τούτο δω που δεν μοιάζει καθόλου με τα κριτήρια τα κοσμικά.

Εκεί όσα περισσότερα κρύψεις, τόσο ελαφρύνεις τη θέσι σου. Εδώ απεναντίας, όσα περισσότερα ομολογήσης, όσο περισσότερο ταπεινωθής και κατηγορήσης τον εαυτό σου μόνον, τόσο ταχύτερα παίρνεις τη συγχώρησι. «Ότι την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω» έλεγε ο Δαυΐδ. Μη ντραπής εμένα. Είμαι κι’ εγώ άνθρωπος σαν και σένα, με τα ίδια τα πάθη με τες ίδιες αδυναμίες. Για να φθάσω σ’ αυτή την ηλικία, πέρασα πρώτα τα χρόνια τα δικά σου, και ξέρω πολύ καλά το τι θα πη άνθρωπος νέος να ζη στην κοινωνία. Το δε σπουδαιότερο που πρέπει να ξέρης είναι ότι, όσα κι αν μου πης, από το στόμα το δικό μου δεν θα βγη ποτέ, ούτε θα σε κατηγορήσω όσο μεγάλο, όσο τραγικό, όσο αισχρό κι αν είναι αυτό που θα μου εξομολογηθής.

Μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι σου επαναλαμβάνω, γιατί δεν είσαι μόνος όπως είπαμε με αδυναμίες και πάθη. «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην». Το στόμα του πνευματικού παιδάκι μου είναι τάφος που σκεπάζει πάντα. Δεν βγάζει ποτέ λέξι αν πρόκειται να τον κρεμάσου.

Το παιδί πήρε θάρρος και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να εξομολογείται τακτικά όλα του τα αμαρτήματα.

- Έκανα τούτο Γέροντα, έπραξα κείνο, είπα αυτό, πήγα εκεί, έχω κείνο, εκατηγόρησα, κατάκρινα, συκοφάντησα, εγέλασα, εμάλωσα κ.τ.λ.π., τέλος του λέγει. Αυτά είναι όλα μου τα αμαρτήματα, Γέροντα, δεν έχω άλλο τίποτε.

Μα ο πνευματικός που παρακολουθούσε και άκουγε με προσοχή την εξομολόγησι του παιδιού, και ψάχνοντας την καρδιά του, είχε βρη από την πρώτη στιγμή το πάθος που φώλιαζε μέσα, και το ρώτησε.

- Μήπως παιδί μου έχεις τίποτε άλλο και ντρέπεσαι να μου το πής; Ή μήπως έχεις κανένα κρυφό πάθος που δεν το λογαριάζεις που αυτό και μόνο μπορεί να είναι η ρίζα, και η πηγή όλων των κακών που μου ανέφερες; Αυτού παιδάκι μου ας στρέψωμεν τη προσοχή μας. Για άκουσέ με. Μήπως θυμώνεις και υβρίζεις; Μήπως βλασφημά; Μήπως κρατείς μνησικακία και κάνεις εκδίκηση; Μήπως έχεις ξένα πράγματα και τα κρατείς;
- Όχι Γέροντα, εκείνα που σου είπα πρωτήτερα, δεν έχω τίποτε άλλο.

- Καλά παιδί μου ένα ακόμη θα σε ρωτήσω και θα τελειώνομε. Μήπως παιδάκι μου αισχρολογείς, ή δίδεις εις άλλους αιτία να αισχρολογούν;

Ξαφνιάστηκε!...

- Και είναι κακό η αισχρολογία Γέροντα; Έκαμε τρομαγμένο και κοκκινίζοντας. Μα εγώ δεν κάνω άλλη δουλειά, όχι μόνο εγώ να αισχρολογώ, αλλά να διηγούμαι και σ’ άλλους διάφορα ιστορικά αυτού του είδους για να γελούμε. Αλλά δεν το έχω και σε κακό, ούτε καν το σκέπτομαι ότι βλάπτει ποτέ, κι αν τώρα δεν μου το έλεγες, ούτε θα το πρόσεχα ποτέ.

Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λ.π.

- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!

- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος;

Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λ.π.

- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!
- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος; Είμαι νέος άνθρωπος, θα πάμε παρέα με συνομηλίκους μου, θ’ αστειευθούμε επάνω κει στ’ αστεία, θα αισχρολογήσωμε δεν γίνεται. Ο κόσμος ο σημερινός, η κοινωνία αυτό ζητεί. Ναι μεν θέλει και λίγη προσοχή και αναλόγως με το μέρος που βρίσκεται κανείς, αλλά δεν βλέπω τι κακό μπορεί να κάμη μια λέξι που όταν βγη από το στόμα σου χάνεται στο κενό και ξεχνιέται. Τέλος αφού το λέτε σεις, μπορεί νάναι και κακό.

Ο πνευματικός τραβώντας το μαύρο του κομβοσχοίνι, άλλαξε για μια στιγμή την κουβέντα, και σε λίγα λεπτά ρώτησε το νέο.

- Δεν μου λες αλήθεια παιδί μου, τι δουλειά κάνεις;
- Είμαι βαφέας Γέροντα. Δηλαδή μπογιατζής, βάφω ρούχα, υφάσματα, νήματα σε διάφορα χρώματα.
- Και τι παίρνεις;
- Αναλόγως το ύφασμα, το χρωματισμό και της εργασίας. Όχι όμως και μεγάλα πράγματα.

Ο πνευματικός σκέφτηκε λίγο και έπειτα

- Έχω κ’ εγώ παιδάκι μου ένα άσπρο μανδήλι μεγάλο λινομέταξο και θέλω να το δώσω να μου το βάψουν γιατί το έχω να δένω τα ιερά μου όταν πηγαίνω να λειτουργήσω στα εξωκκλήσια, και επειδή είναι άσπρο, φοβούμαι ότι θα λερώνεται και θα θέλη κάθε μέρα πλύσιμο. Γι’ αυτό θα το χρωματίσω να σκουρίνη να μη φαίνεται η λέρα του. Τώρα δε με την ευκαιρία αυτή θα σου το δώσω εσένα να μου το βάψης. Μα θέλω όμως να βαφή μ’ ένα τρόπο δικό μου ιδιότροπο (βλέπεις όταν γεράση ο άνθρωπος αποκτά ιδιοτροπίες). Θα το πάρης, και αυτή την εβδομάδα όσα υφάσματα βάψης θα τα βουτάς ένα σφουγκάρι σε κάθε χρώμα, και θα τραβάς μια σφουγγαριά στο μανδήλι μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει το σχήμα που θα τυπωθή επάνω στο πανί, μ’ ενδιαφέρει να βαφή με τον τρόπο που θέλω εγώ. Να ιδώ δε και μ’ ένα κόπο τι χρωματισμούς κάνεις, είμαι περίεργος.

- Ω! πολύ ευχαρίστως Γέροντα! Όχι μόνο αυτό, αλλά αν έχης και κανένα ξεθωριασμένο ράσσο να μου το δώσης να σου το βάψω, θα γίνη ολοκαίνουργο γιατί κάνω καλή δουλειά∙ θα με υποχρεώσης δε πολύ…

- Όχι παιδάκι μου δεν έχω ανάγκη προς το παρόν, αργότερα βλέπουμε. Τώρα πηγαίνω να σου φέρω το μανδήλι μου.

Σηκώθηκε με σκυμμένο το κεφάλι του και πήγε στο δωμάτιό του άνοιξε το σεντούκι και πήρε το μανδήλι, και γύρισε στην εκκλησία.

- Να πάρτο παιδί μου είναι καινούργιο. Αλ’ όπως σου είπα παρακαλώ. Κάθε χρώμα και μια σφουγκαριά στο πανί μου, και την Κυριακή σε περιμένω νάλθης πάλι να τα πούμε, θα σε φιλέψω εδώ ότι θα βρεθή, και θα πληρώσω και τον κόπο σου.

Έβαλε μετάνοια κείνο στον πνευματικό, φίλησε το χέρι του πήρε το μανδήλι, βγήκε απ’ την εκκλησία, ξαναχαιρέτησε τον πνευματικό και έφυγε. Εκείνος το παρακολούθησε με το βλέμμα του πούφευγε και ψιθύρισε, «Κύριε Ιησού Χριστέ δόστου φώτησι».

Ο πνευματικός κάθεται τώρα στην αυλή του, κοντά στην πηγή, και μπροστά στο κηπάκι του σπητιού του. Δίπλα το παληκάρι κρατεί στα χέρια του το πανί τυλιγμένο ρόλο και το στριφογυρίζει μ’ απορία, και δεν μπορεί να το χωράση ο νους του γιατί ο πνευματικός θέλησε να καταστρέψη ένα τέτοιο ωραίο πράγμα έτσι για το γούστο του.
- Λοιπόν παιδί μου. Αφού το έβαψες όπως σου είπα, πάρτο τώρα κι έχω ζεστό νερό στη φωτιά, θα σου δώσω σαπούνι και ποτάσα, κι εκεί στην βρύσι την μαρμαρένια κοπάνα, κύτταξε να το πλύνης τρίψετο όσο μπορείς και προσπάθησε να βγάλης τα χρώματα που έβαλες.

Εκείνο γέλασε.

- Τα χρώματα είπες Γέροντα; Μα δεν βγαίνουν πιά. Είναι ανεξάλειπτα, γιατί έχουν μέσα δηλητήριο την «ανηλίνη» και είναι στημένα επάνω του, θα ξεσχισθή το πανί αλλά δεν βγαίνουν εκείνα.

- Εσύ προσπάθησε κι’ όσο να ετοιμάσω εγώ φαγητό άπλωσέ το στον ήλιο να στεγνώση.

Το πήρε το παιδί και όπως του είπε ο Γέρων άρχισε να το πλύνη και να το τρίβη μ’ όλη του τη δύναμι. Αλλά δεν βαρυέσαι. Όσο το έτριβε, τόσο και γυάλιζαν τα χρώματά του. Στο τέλος βαρέθηκε, το πέρασε ένα κρύο νερό και τα’ άπλωσε στον ήλιο. Ο πνευματικός ητοίμασε το φαγητό έφαγαν και μετά,

- Φέρτο τώρα παιδί μου το μανδήλι να ιδούμε τι έγινεν.

Όταν το είδε,
- Αχ κρίμα το μανδήλι μου, φώναξε με πόνο. Πόσο μετανοώ τώρα που σου είπα και μου τόβαψες έτσι. Φαίνεται όμως ότι δεν το έτριψες όπως έπρεπε.

- Όχι Γέροντα, απεναντίας το έτριψα μ’ όλη μου την δύναμι και προσπάθησα να βγάλω τα χρώματα, μα του κάκου. Κάθε χρωματισμένη κηλίδα είναι δηλητηριασμένη, δεν βγαίνει πιά. Εγώ αν και είξευρα τι χάλια θα γινόταν εξαρχής που μου τόδωσες να το βάψω με τον τρόπο που μούπες, όταν το είδα τελειωμένο το λυπήθηκεν αληθινά η ψυχή μου.

Τότε ο Γέρων γυρίζοντας και κυττάζοντάς τον κατάματα τον ρωτά.

- Ε! παιδί μου τι λες τώρα για την προχθεσινή μας ομιλία; Βλάπτει η αισχρολογία ή δεν βλάπτε; Σου το έδωσα να το καταλάβης μόνος σου με το παράδειγμα του μανδηλιού, γιατί δεν θα μπορούσα να σε πείσω με λόγια όσο κι αν προσπαθούσα.
Κάθε σφουγκαριά κι’ ένας λεκές δηλητηριασμένος στο μανδήλι που δεν βγαίνει. Κάθε λέξι αισχρή και μια λεκιά φαρμακωμένη στην ψυχή που την ακούει. Η σφουγκαριά πετάχτηκε στο κενό, μα το στίγμα έμεινε στο μανδήλι. Τον αισχρό τον λόγο τον πήρε ο αέρας μα η κηλίδα τυπώθηκε στην ψυχή εκείνου που την άκουσε. Το μαντήλι μου λες πως το λυπήθηκεν η ψυχή σου που ήταν ένα άψυχο πράγμα, πόσες όμως ψυχές παιδάκι μου κατέστρεψες με τα λόγια σου σαν το λευκό μου το μανδήλι χωρίς να τις λυπηθής; Γνώρισα εγώ ψυχές αγνούλες να κυλιώνται στο βούρκο μόνο και μόνο γιατί άκουσαν αισχρά. Δεν είναι η ώρα και το μέρος παιδάκι μου να εκταθώ περισσότερο, σαν τι ρόλο παίζει η περιέργεια, έπειτα από μια παρατεταμένη αισχρολογία σε πρόσωπα άπρακτα και πρωτόβγαλτα στην ζωή.
Τούτο μόνον σου λέγω ότι, η σφαίρα λέγει κάποιος ή το δηλητήριο, σκοτώνει μόνον το κορμί του ανθρώπου, μα η αισχρολογία του σκοτώνει την ψυχή. Η κοινωνία δεν ζητά την αισχρολογία, την ξετσιπωσιά, αλλά τη σεμνότητα. Καμμιά τιμημένη οικογένεια δεν δέχεται στο σπήτι της τον αισχρολόγο, κι’ αν ευρεθή εκεί δεν του επιτρέπει ποτέ να σαλιαρίζει μπροστά στα μέλη της. Οι πόρτες όλες γι αυτόν είναι κλειστές. Κανένας πατέρας δεν εμπιστεύεται στην συντροφιά του παιδιού του να είναι ο αισχρολόγος. Οι φίλοι του το αποστρέφονται στο τέλος, και το τέλος του θα είναι καταφρονημένο. Μη παιδάκι μου, μην αισχρολογήσης πιά. Αν για ένα αργό λόγο έχωμεν να δώσωμεν απολογίαν στον δίκαιον κριτήν την ώραν που θα κριθούμε, τι θα του πούμε για κείνες τις ψυχές που καταστρέψαμε με τα λόγια μας;


Δυό δάκρυα ολοστρόγγυλα κύλησαν απ’ τα δυό ματάκια του παιδιού κι’ ένας στεναγμός βγήκε απ’ την καρδιά του.
- Συγχώρησέ με Γέροντα ήμαρτον, αισθάνομαι το κακό που έκανα έως τώρα και μετανοώ αληθινά.

Έλαμψε το πρόσωπο του πνευματικού απ’ τη χαρά του∙ το είχε κερδίσει.
- Σκύψε παιδί μου, του λέγει τώρα, να σου διαβάσω την ευχή αφού κατάλαβες το σφάλμα σου και μετανοείς.
Έσκυψε κάτω το κεφαλάκι του, έβαλε ο πνευματικός το πετραχήλι του, σκέπασε με την άκρη το κεφάλι του παιδιού και βάζοντας το χέρι επάνω «Κύριε Ιησού Χριστέ (άρχισε να λέγει) Ποιμήν και Αμνέ ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» κλπ…
Αγαπητέ αναγνώστα, όποιος κι’ αν είσαι και σε ότι κλάδο κι αν ευρίσκεσαι, λέγω κι’ εγώ σε σένα κείνο που είπεν ο πνευματικός σ’ αυτό το παληκάρι. Μην ανοίξης ποτέ φίλε μου το στόμα σου να βγη αισχρή κουβέντα απ’ τα χείλη σου έστω και για αστείο. Είναι, αγαπητέ, ανυπολόγιστη η ζημία που προξενεί στην ψυχή και στην καρδιά εκείνου που την ακούει, και κυρίως σε νέους ανθρώπους μπροστά∙ τους καταστρέφεις. Ίσως και να μετανοήσης αργότερα πικρά, μα δεν θα μπορέσης ποτέ πειά να επανορθώσης το κακό που έκαμες σ’ αυτούς, «ομιλίαι γαρ κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά» λέγει το ρητό του Αποστόλου.


Εν τη Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος
Ιερώνυμος Μοναχός

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος Ζ΄, Σεπτέμβριος 1942-Αύγουστος 1943, τεύχ. 73-84, σελ. 29-32.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος Στ΄, Νοέμβριος 1941-Αύγουστος 1942, τεύχ. 63-72, σελ. 109-111.

https://proskynitis.blogspot.gr/2016/10/blog-post_26.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Οκτ 24, 2016 12:42 pm

Το μεγάλο κακό της εύκολης κρίσης

Εικόνα

Το μεγάλο κακό της εύκολης κρίσης, είναι μια εξαιρετική διδακτική ιστορία…γιατί κανένας μας και ποτέ δε θα πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του τα … βιαστικά συμπεράσματα.

Μια διδακτική ιστορία για τη βιαστική κρίση…

Ο ιερέας μόλις είχε τελειώσει το συμβούλιο με την εκκλησιαστική επιτροπή. Είχε βραδιάσει πια. Η βροχή έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού.

Μπήκε στο αμάξι του και πήρε τον δρόμο για το σπιτικό του. Ήταν πολύ κουρασμένος. Σωματικά αλλά και ψυχικά. Όλη την ημέρα άκουγε τα προβλήματα του κόσμου προσπαθώντας να καθοδηγήσει, προσπαθώντας να μην αποκάμει ο ίδιος με αυτά που άκουγε δίνοντας συγχρόνως συγχώρεση και ελπίδα.

Καθώς είχε διασχίσει σχεδόν όλη την διαδρομή για το σπίτι του ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά σε ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς. Κατέβηκε και με δυο τρία γρήγορα βήματα μπήκε μέσα στο κατάστημα. Η βροχή είχε δυναμώσει. Τα γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τα έβγαλε και τα σκούπισε με το εσώρασό του.

Στο κατάστημα δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Δύο κοπέλες πίσω από τον κισέ και ένας νεαρός ο οποίος μάλλον πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια.

«Θα ήθελα παρακαλώ, δύο σάντουιτς με γύρο και δύο με σουβλάκι…» είπε ο ιερέας. Οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν στα μάτια, με διάθεση να αστειευτούν. Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς το ψυγείο με τα αναψυκτικά και πήρε δύο. Τα τοποθέτησε δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Αυτά που ζήτησε ήταν έτοιμα.

«Τι οφείλω παρακαλώ…», απευθύνθηκε στην κοπέλα που κτυπούσε τα πλήκτρα τις ταμειακής βαριεστημένα. Αντί όμως για την τιμή της παραγγελίας ο ιερέας δέχτηκε μία ερώτηση…

«Πάτερ, ξέρετε τί ημέρα είναι σήμερα; Μήπως ξεχάσατε»;

Ο ιερέας παραξενεύτηκε… «Τι ημέρα είναι…»;

«Είναι Παρασκευή πάτερ… δεν είναι νηστεία; Εσείς δήθεν πρέπει να μας δείχνεται το καλό παράδειγμα και όχι να τρώτε κρέατα τέτοια ημέρα…».

Ο ιερέας χαμήλωσε το κεφάλι του. Έβγαλε από το πορτοφόλι του το ποσό που είδε να αναγραφεται πάνω στην ταμειακή μηχανή.

«Κρατήστε τα ρέστα… θα ήθελα να προσεύχεστε για μένα, είμαι ένας ταλαίπωρος άνθρωπος γεμάτος πάθη…» είπε και βγήκε από το μαγαζί.

Η κοπέλα παρατήρησε ότι ο ιερέας βγαίνοντας από το μαγαζί τους δεν κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, γεμάτη ικανοποίησε γι’ αυτό που είπε έκανε να βγει και αυτή έξω… «Μα που πάει…»; είπε κοιτώντας την άλλη κοπέλα η οποία είχε σαστίσει με το όλο σκηνικό.

Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς την αντίθετη πλευρά που βρισκόταν η πορεία του προς το σπίτι του. Με γοργό βήμα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο σημείο που ήθελε. Ένας κάδος σκουπιδιών. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει ακόμα περισσότερο.

«Αδελφέ, μπορώ να σε απασχολήσω λίγο…» ήταν τα λόγια του ιερέως προς τον μελαψό άνδρα ο οποίος έψαχνε μέσα στα σκουπίδια. Ο άνδρας άφησε τις σακούλες που είχε στο χέρι του. Κατευθύνθηκε προς τον ιερέα. Στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Τα μάτια τους κοινωνούσαν την ίδια βροχή, τον ίδιο αέρα, το ίδιο κρύο… Ο ιερέας δεν είπε κάτι άλλο. Άπλωσε τα χέρια του τις σακούλες με τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά.

Ο μελαψός άνδρας δεν άπλωσε τα δικά του. Μάλλον δεν πίστευε ότι αυτό του συμβαίνει. Ένα μικρό παιδάκι, μάλλον ο γιος του, το οποίο στεκόταν δίπλα του άπλωσε τα μικρά και αδύνατα χεράκια του και πήρε τις σακούλες και άρχισε να τα περιεργάζεται. Ο ιερέας με ένα νεύμα συγκατάβασης γύρισε και απομακρύνθηκε. Φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, το οποίο το είχε αφήσει μπροστά στο σαντουιτσάδικο, τον περίμενε μια έκπληξη. Η κοπέλα η οποία του είχε κάνει την παρατήρηση είχε βγει έξω για να δει που πήγε… τα είχε δει όλα.

«Πάτερ….συγνώμη…». Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει. Ο ιερέας της έπιασε τα χέρια και διακόπτοντάς την είπε: «Μην στεναχωριέσαι …να εύχεσαι για μένα, καλό σου βράδυ». Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν… δύο τρία δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο του ιερέως να χάνεται μέσα στην βροχερή νύχτα.

Από το απέναντι πεζοδρόμιο περνούσαν τώρα ο μελαψός άνδρας με το μικρό παιδάκι του γελώντας και τρώγοντας αυτά που τους πρόσφερε ο ιερέας. Η κοπέλα μπήκε μέσα στο μαγαζί.

«Είσαι καλά»; την ρώτησε η συνάδελφός της.

«Μεγάλο κακό το να κρίνουμε γρήγορα και επιπόλαια μόνο από αυτά που βλέπουμε…» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

http://perivolipanagias.blogspot.gr/2016/10/blog-post_301.html#more


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 16 και 0 επισκέπτες