Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Τετ Ιαν 03, 2018 6:36 pm

Η πρωτοχρονιά ενός αναρχικού

Εικόνα

π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου

Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει αλλά αυτές τις μέρες, συναντάς ανθρώπους από τα παλιά. Φίλους που έχεις να δεις χρόνια και καιρούς. Που η ζωή σας έφερε κάποτε κοντά και έπειτα σας χώρισε.

Αυτό ίσχυσε φέτος και για μένα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης μου, συνάντησα έναν παλιό φίλο. Ένα πρόσωπο που είχα χάσει χρόνια καθ’ ότι οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει. Υποθετικά τουλάχιστον . Σε επίπεδο ιδεών. Μια και οι ιδέες χωρίζουν. Μονάχα η ζωή, η εμπειρία, το βίωμα ενώνει τις καρδιές. Οι ιδέες και οι ιδεολογίες διαιρούν. Και στο ποσοστό που ο Χριστιανισμός δεν είναι βίωμα και ζωή, αλλά ιδεολογία τότε μας διαιρεί.

Είχαμε χαθεί για χρόνια. Εκείνος παρέμεινε στον αναρχικό χώρο και εγώ εισήλθα στην εκκλησία. Όχι αντίθετοι χώροι. Πάνω κάτω ίδιους ψυχισμούς κουρνιάζουν στους κόλπους τους, αλλά αυτό αφήστε να το πούμε μια άλλη φορά.

Ανταλλάξαμε χαιρετισμό και ευχές και πιάσαμε μια σύντομη κουβέντα στα όρθια.

-Αδελφέ πως πέρασες αυτές τις μέρες, οικογενειακά;

-Εεεε σχεδόν, μου λέει, πάτερ.

-Πού αλλάξατε τον χρόνο, στο σπίτι έτσι με την οικογένεια και τους φίλους;

-Όχι πάτερ μου.

Μου είπε με δύναμη ψυχής.

-Αλλά πού;

-Στις φυλακές πάτερ, όπως κάθε χρόνο. Σύντροφοι αναρχικοί, μαζευόμαστε κάθε χρόνο έξω από τις φυλακές, τραγουδάμε, φωνάζουμε συνθήματα, βάζουμε μουσική και γενικότερα δημιουργούμε μια ωραία ατμόσφαιρα, συμπαράστασης, αλληλεγγύης, συντροφιάς και ελπίδας στους συνανθρώπους μας, που τέτοιες μέρες στερούνται το μεγαλύτερο αγαθό του ανθρώπου που είναι η ελευθερία του.

Είχα πραγματικά σαστίσει. Τα μάτια μου τον κοιτούσαν με θαυμασμό. Η καρδιά μου έχαιρε σε αυτά που άκουγε. Μια συγκίνηση και ελπίδα άνθισε μέσα μου. Ναι υπάρχουν ακόμη ευαίσθητες ψυχές. Καρδιές που αγαπούν. Που νιώθουν και μπορούν να αντιστέκονται.

Συγχρόνως ντράπηκα. Αισθάνθηκα λίγος. Μπροστά του, ένα τίποτα. Απέναντι στο Θεό υπόλογος. Στο Χριστό ανάξιος μαθητής του.

-Εσύ πάτερ πού άλλαξες χρόνο;

Τι να έλεγα; Ότι ήμουν στο σπιτάκι μου; Σαν ένας καλός χριστιανοαστός. Ότι αν ήμουν πραγματικός παπάς έπρεπε να ήμουν δίπλα στους κολασμένους αυτής της γης;

Τότε για ακόμη μια φορά ήχησαν μέσα μου τα λόγια του Γέροντος Κορνηλίου «παιδί μου έρχονται κάποιες πόρνες στην εξομολόγηση που θέλω να πέσω στα πόδια τους και ευλαβικά να ασπαστώ τα ευλογημένα χέρια τους…..».

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
Anastasios68
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 3831
Εγγραφή: Πέμ Ιούλ 26, 2012 10:31 am
Τοποθεσία: Πεύκη
Επικοινωνία:

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Anastasios68 » Παρ Ιαν 05, 2018 10:38 am

Συγκλονιστική ιστορία Μανώλη μου!


«ὃς δ' ἂν εἲπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά, ἒνοχος ἒσται τῷ συνεδρίῳ»
Κατά Ματθαῖον, Κεφ. 5, 22

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Παρ Ιαν 05, 2018 6:43 pm

Ιστορία αγάπης (Χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Εικόνα

του π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ ὁ­δη­γὸς ἀ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στὴ θέ­ση του καὶ ἔ­βα­λε μπρὸς τὴ μη­χα­νή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἐ­πι­βά­τες ἀ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν νὰ ψά­χνουν τὶς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ κί­νη­ση στὸ ζε­νίθ.

Ἔ­σκυ­ψε νὰ ση­κώ­σει τὴ βα­λί­τσα της, μὰ ὁ ἄν­τρας της τὴν πρό­λα­βε. Τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸν χῶ­ρο τῶν ἀ­πο­σκευ­ῶν καὶ γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.

– Ἄν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σὲ λίγο πάλι ραν­τε­βοῦ ἐ­δῶ.

Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ ζό­ρι, ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρὸ φι­λὶ κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ θέ­ση της. Ἔ­φευ­γε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­κτά­κτως. Γιὰ δυ­ὸ μέ­ρες μο­νά­χα.




Νὰ δώ­σει ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στὴν κό­ρη τους, ποὺ ἔμ­παι­νε γιὰ μιὰ μι­κρο-ἐ­πέμ­βα­ση στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τί­πο­τε ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε αὐ­θη­με­ρόν, μὰ κά­ποι­ος ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὰ μι­κρά, ὥ­σπου νὰ ξα­νάρ­θει ἡ μά­να τους.

Τὸ με­γά­λο λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­κί­νη­σε. Πρὶν στρί­ψουν γιὰ τὸν με­γά­λο δρό­μο, εἶ­δε ξα­νὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της τὸν ἄν­τρα της. Τῆς κού­νη­σε τὸ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ἐ­κεί­νη ἐ­λα­φρὰ μὰ ἀ­νό­ρε­χτα τὸ κε­φά­λι της. Μιὰ με­λαγ­χο­λι­κὴ δι­ά­θε­ση τὴν πλημ­μύ­ρι­ζε.

Μὲ τὸ ποὺ χά­θη­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­π’ τὰ μά­τια του, ὁ ἄν­τρας ἔ­βγα­λε τὸ κι­νη­τό. Ἔ­ψα­ξε τὴ λί­στα μὲ τὰ νού­με­ρα, ἔ­κα­νε μιὰ κλή­ση.

– Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος! εἶ­πε εὔ­θυ­μα κα­θὼς ἄ­νοι­ξε ἡ γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γιὰ τὸ βρα­δά­κι στὶς ὀ­κτώ;

– Ὀ­κέ­υ. Στὸ γνω­στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πό­ψε στὶς ὀ­κτώ, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κὰ μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ καὶ ἔ­κλει­σε βι­α­στι­κὰ ἡ γραμ­μή.

Ἔ­τρι­ψε τὰ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. Ὅ­λα τοῦ ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τὸ ἔ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τῆς γυ­ναί­κας του ἦ­ταν λα­χεῖ­ο ἀ­πρό­σμε­νο. Σχεδὸν δυ­ὸ με­ροῦ­λες ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αἰ­σθη­μα­τά­κι του δὲν ἦ­ταν καὶ λί­γο. Θὰ εἶ­χαν ὅ­λη τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὸν χρό­νο δι­κό τους. Ἀ­πί­θα­να!

Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μα πέν­τε. Εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πά­ει σπί­τι νὰ φρε­σκα­ρι­στεῖ λι­γά­κι. Μὲ ἀ­πο­γει­ω­μέ­νη τὴ δι­ά­θε­ση καὶ τὴν καρ­διά του νὰ πε­τα­ρί­ζει σὰν εἰ­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στὸ ἁ­μά­ξι καὶ πά­τη­σε τὸ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!

.

Ὁ γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ἔ­φε­ρε τὶς πρῶ­τες στα­γό­νες στὸ με­γά­λο παρ­μπρίζ. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε μπρὸς τοὺς ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στῆ­ρες. Οἱ σι­γα­νὲς κου­βέν­τες τῶν ἐ­πι­βα­τῶν βομ­βοῦ­σαν στ’ αὐ­τιά της, μὰ ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ τζά­μι. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν γε­μά­το καὶ πνι­κτι­κό. Τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα καὶ τὸ το­πί­ο γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ θο­λό­τε­ρο. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­να­ψε τὰ μι­κρὰ φῶ­τα πο­ρεί­ας. Ἔ­νοι­ω­σε νὰ πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ σκο­τά­δι δὲν τὴν πο­λι­ορ­κοῦ­σε μό­νο ἀ­π’ ἔ­ξω, εἰ­σορ­μοῦ­σε καὶ μέ­σα της.

Ἀ­πὸ και­ρὸ τώ­ρα εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶς ὕ­πο­πτες κι­νή­σεις τοῦ ἄν­τρα της καὶ τὰ φί­δια τὴν ἔ­ζω­σαν ἀ­πὸ παν­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο πιὸ ψύ­χραι­μη μπο­ροῦ­σε. Δὲν τοῦ ἔ­κα­με νύ­ξη πο­τὲ γιὰ τί­πο­τε. Δὲν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πὼς δὲν τὴν πρό­σε­χε, μὰ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πὼς ἔ­τρε­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε νὰ μὴν κα­ταρ­ρεύ­σει ἀ­πὸ τὸ σόκ, μὰ ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἄν­τρα της. Ὅ­λα μέ­σα της ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. Ἔ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη καὶ ἡ πί­κρα τὴ δι­α­πό­τι­σε ὣς τὰ κα­τά­βα­θα.

Καὶ τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μὲ ἀ­κρί­βεια τί θὰ συ­νέ­βαι­νε στὴν ἀ­που­σί­α της. Δὲ σκέ­φτη­κε πο­τὲ φυ­σι­κὰ νὰ τὸν ἀ­στυ­νο­μεύ­σει καὶ οὔ­τε τὸ ἤ­θε­λε, μάν­τευ­ε ὅ­μως κα­θα­ρὰ τὶς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι τοῦ ἄ­φη­νε μὲ τὸ τα­ξί­δι της ἐ­λεύ­θε­ρο τὸ πε­δί­ο γιὰ δρά­ση. Τί λοι­πὸν κι ἂν ἔρ­χον­ταν σὲ δυ­ὸ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί νὰ γυ­ρί­σει πί­σω καὶ γιὰ ποι­όν;

Οἱ ζο­φε­ρὲς σκέ­ψεις ἔ­φε­ραν πό­νο στὸ κε­φά­λι της καὶ σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Τὰ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κὰ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πὼς θὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π’ τὸν συ­νε­πι­βά­τη της καὶ ἔ­στρε­ψε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὸ πρό­σω­πό της πρὸς τὸ τζά­μι. Ἀ­μή­χα­νη ἄ­νοι­ξε τὴν τσάν­τα της, ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πὼς θὰ τη­λε­φω­νή­σει γιὰ νὰ κρύ­ψει τὴν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μὲ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τὰ πλῆ­κτρα, ἡ ὀ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μὰ ποι­ὸν νὰ πά­ρει καὶ μὲ τί δι­ά­θε­ση νὰ μι­λή­σει;

Ἀ­πρό­σκλη­τη τό­τε καὶ ξαφ­νι­κὴ μὲς στὸ θο­λό της βλέμ­μα καὶ στὸ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λὸ ξε­φύ­τρω­σε ἡ μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κοῦ της, ποὺ ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια εἶ­χε ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σε, ἔ­τρε­χε κον­τά του πάν­τα σὲ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μὰ τώ­ρα;

Σὰν νὰ τὴν ἔ­σπρω­ξε ἀ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὅ­πως πα­λιὰ τὸ νού­με­ρό του κι ἔ­φε­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο στ’ αὐ­τί. Ἕ­νας λυγ­μὸς βα­θὺς καὶ σι­γα­νός, πα­ρὰ φω­νή, βγῆ­κε πνι­χτὰ ἀ­π’ τὸ λα­ρύγ­γι της.

– Βο­ή­θη­σέ με, ἀ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δεῖ­ξε μου τὸ δρό­μο! Ἡ νύ­χτα μὲ κα­τα­πί­νει!

– Για­τί κλαῖς, κα­λή μου; Ποι­ὸν ζη­τᾶς; ἀν­τή­χη­σε ἀ­μέ­σως μιὰ ζε­στὴ βε­λού­δι­νη φω­νὴ στ’ αὐ­τί της, μὰ πι­ό­τε­ρο τὴν ἄ­κου­σε μὲς στὴν καρ­διά της.

Πά­γω­σε ὁ­λό­κλη­ρη. Ποι­ὸς τῆς μι­λοῦ­σε; Ὁ γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μὰ δὲν ζοῦ­σε πιά. Πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ στὴν κλή­ση της; Μὴν ἔ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μὲ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τὸ τη­λέ­φω­νο. Στὴ φω­τει­νὴ ὀ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ὄ­χι τὸ νού­με­ρο ποὺ κά­λε­σε, μὰ ἡ γα­λή­νια μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα, ὅ­πως τὴν ἤ­ξε­ρε πάν­το­τε.

Μὰ πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; Τὴν κοί­τα­ζε μὲ τὸ γλυ­κό του βλέμ­μα καὶ τῆς χα­μο­γε­λοῦ­σε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄ­νε­μος δυ­να­τός, ἕ­να κύ­μα εὐ­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τὸ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τὸ σκόρ­πι­σε στὴ στιγ­μὴ σὰν σύν­νε­φο κα­κό. Μιὰ γλυ­κειὰ ἀ­να­κού­φι­ση ἁ­πλώ­θη­κε ὣς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ εἶ­ναι της. Ἡ κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. Ἀ­φέ­θη­κε στὴ μα­γεί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ τὴν ἀγ­κά­λι­α­ζε κι ἂς μὴν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε.

– Τί σοῦ συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­νὰ ὁ γέ­ρον­τας.

– Τὰ ξέ­ρεις, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πα­τέ­ρα μου, ἀ­πάν­τη­σε ἐκ­στα­τι­κά, σι­γα­νὰ κι ἐ­κεί­νη, μὴν τυ­χὸν καὶ γί­νει ἀν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τὸ ξε­στρά­τι­σμα τοῦ ἄν­τρα μου. Πη­χτὸ σκο­τά­δι ἁ­πλώ­θη­κε στὴ ζω­ή μου. Μὲ τί κου­ρά­γιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ἐ­ρεί­πια.

– Μὰ καὶ σὺ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! Ὄ­χι μό­νο ὁ ἄν­τρας σου.

– Ἐ­γώ; Μὰ πῶς ξε­στρά­τι­σα καὶ πό­τε; μί­λη­σε δι­πλὰ σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.

– Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ἤ­σου­να κι ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἤ­ρε­μη φω­νὴ ὁ γέ­ρον­τας. Ζοῦ­σες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πό­τε ἀ­γά­πη­σες τὸν ἄν­τρα σου ἐ­σύ; Πάν­τα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλ­λὰ μὴ βι­ά­ζε­σαι. Ἀ­γά­πα­γες αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ’δι­νε, ὄ­χι αὐ­τόν. Ἦ­ταν γιὰ σέ­να τὸ κομ­μά­τι ποὺ ἔ­λει­πε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμ­πλή­ρω­μα σ’ ἕνα μον­τέ­λο ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ. Αὐ­τὸ ἀ­γά­πα­γες, τὴ βό­λε­ψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώ­ρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡ­ραί­α σου βι­τρί­να ποὺ ρα­γίζει. Με­τρᾶς τὸ κό­στος τὸ δικό σου μόνο.

Αὐ­τὸν δὲν τὸν ἀ­γά­πη­σες ἀληθινὰ πο­τέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως ἀ­πε­χθής, ὅ­ταν ἀρ­νή­θη­κε νὰ συμ­πλη­ρώ­νει τὸ πὰζλ τῆς φαν­τα­σί­ω­σής σου.

.

Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μί­λα­γε. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη. Ἔ­νοι­ω­θε ν’ ἀ­δειά­ζουν τὰ σω­θι­κά της. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε.

– Μὴ βλέ­πεις τί περ­νᾶς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ τί θ’ ἀ­πο­γί­νει ἐ­κεῖ­νος τώ­ρα. Και­ρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄν­τρα σου. Ξέ­χνα τὸν ἑ­αυ­τό σου. Κι ὅ,τι ζη­τή­σεις ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖ­νον, ὄ­χι γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μὴ χα­θεῖ αὐ­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μὲ ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ὁ δι­κός σου ἄν­θρω­πος, τὸ ξέχασες; Δὲν σοῦ τὸν ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Θε­ός;

Δὲν θὰ ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ἔ­κα­νες γι’ αὐ­τόν; Ἂν δὲν πο­νᾶς ἐ­σὺ γι’ αὐ­τόν, ποι­ὸς θὰ τὸν δεῖ μὲ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ἐ­σὺ λοι­πὸν νὰ μὴ χα­θεῖ στὴν ἄ­βυσ­σο. Ἄ­σε τὰ φυ­σι­κά σου αἰ­σθή­μα­τα στὴν ἄ­κρη. Και­ρὸς ν’ ἀ­γα­πή­σεις τὸν ἄν­τρα σου!

Ἡ ἅ­για φω­τει­νὴ μορ­φὴ πῆρε νὰ ­σβήνει ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη, μὰ στὴν καρ­διά της ἔ­λαμ­πε ὁ­λο­ζών­τα­νη. Γιὰ πόση ὥ­ρα ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μὲ ἀ­ό­ρα­τα δε­σμὰ μα­γεί­ας ὑ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε νὰ κου­νη­θεῖ, μὴ δι­ώ­ξει τὴ μα­κά­ρια αἴ­σθη­ση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν πε­ρι­τύ­λι­γε. Ἀ­χτί­δα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λό­για τοῦ γέ­ρον­τα, τῆς φα­νέ­ρω­σαν ὅ­σα δὲν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πε ἀνοιχτὴ τὴν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σὰν ἀ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.

Τὸ χέ­ρι της δει­λὰ-δει­λὰ γλί­στρη­σε στὴν τσάν­τα της. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κομ­πο­σχοί­νι της, δῶ­ρο μι­κρὸ μὰ ἀ­νε­κτί­μη­το ἀ­π’ τὸν πνευ­μα­τι­κό της. Τὸ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ἁ­πα­λὰ στὰ δά­χτυ­λά της. Στὸν πρῶ­το κόμ­πο στά­θη­κε… Ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μὰ στα­θε­ρὰ ψι­θύ­ρι­σε:

«Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου …».

Τὸ εἶ­πε, τὸ ξα­να­εῖ­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά… Ν’ ἀ­νοί­ξει δρό­μο ἡ προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σὰν τὸ μι­κρὸ ρυά­κι μὲς ἀ­π’ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ πέ­τρες. Μὰ λί­γο-λί­γο ἀ­τσα­λώ­θη­κε. Σὰν τὸ μω­σα­ϊ­κὸ ρα­βδί, τὸν βρά­χο τῆς ψυ­χῆς της χτύ­πη­σε τὸν ἄ­νυ­δρο μὲ δύ­να­μη. Καὶ τὸ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ἔ­γι­νε καὶ χεί­μαρ­ρος ὁρ­μη­τι­κὸς ξε­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ἐν­τός της. Τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ἡ σκέ­ψη της ὑ­ψώ­θη­κε γορ­γή. Δι­έ­τρε­ξε βου­νὰ καὶ δρό­μους ποὺ ἀ­δη­φά­γα ἡ σκο­τει­νιὰ κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ἀ­τί­θα­ση, ἀ­να­ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να τὸν ἄν­τρα της. Μὲ ἀ­ε­τοῦ πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρὰ ἡ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ὣς ἐ­κεῖ­νον, τὸν ἀγ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μιὰ γλυ­κειὰ νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σὰν πό­νος σι­γα­νὸς τὴν καρ­διά της. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νοι­ω­σε πὼς εἶ­χε τὴ δύ­να­μη ν’ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἄν­τρα της.

Τὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἔ­ξω πύ­κνω­νε, μὰ ἡ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φῶς.

Τυ­λιγ­μέ­νη σὲ γλυ­κειὰ θαλ­πω­ρὴ συ­νέ­χι­ζε ἀ­δι­ά­λει­πτα: «…ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου…».

.

Στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς, κε­φά­τος, μὲ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση, ὁ ἄν­τρας σή­κω­νε τὸ χέ­ρι του νὰ χτυ­πή­σει τὸ κου­δού­νι στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Ἔ­κα­με νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει, μὰ δί­στα­σε. Ἀ­δι­ό­ρα­τη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴν ψυ­χή του. Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Δὲν τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο καὶ κα­τέ­βη­κε. Τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κὰ δὲν ἔ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ ποὺ πή­γαι­νε νὰ κά­μει.

Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος μὴ μπο­ρών­τας νὰ κα­τα­λά­βει τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ χτυ­πή­σει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε ξανὰ στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἡ θλιμ­μέ­νη μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικὰ σὰν ἀ­στρα­πὴ ἀ­πὸ τὸ βλέμμα του. Ἀ­λή­θεια, για­τί νὰ τῆς τὸ κά­νει αὐ­τό; Ἕ­να δυ­σά­ρε­στο αἴ­σθη­μα τὸν κυ­ρί­ευ­σε. Ἔ­νοι­ω­σε ἄ­σχη­μα γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ἐ­νο­χὲς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μὰ για­τί νὰ τοῦ συμ­βαί­νουν τώ­ρα αὐ­τά; Χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ προ­χω­ρή­σει στὸ σχέδιό του. Κά­τι μυ­στη­ρι­ῶ­δες, ἀ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τὸν ἀ­πω­θοῦ­σε ἀ­π’ τὸν σκο­πό του.

Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τὸ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χνε ἡ λε­γά­με­νη τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει, χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θεῖ, ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­μο­να, ὅ­λο καὶ πιὸ ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του ἡ μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρὸ εἶ­χε νὰ τὸ νοι­ώ­σει αὐ­τό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό. Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της ἀόρατη τοὺς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό.

Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, σὲ ὥ­ρα πιὰ πο­λὺ προ­χω­ρη­μέ­νη, ἀ­φί­χθη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῆς γραμ­μῆς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κὰ ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λο­πά­τια, μὰ πρὶν τὸ πό­δι της ἀγ­γί­ξει τὸ ἔ­δα­φος, ἕ­να χέ­ρι ἔ­πια­νε ἁπαλὰ τὸ δι­κό της. Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τὸ πρό­σω­πό της κι ἦ­ταν σὰ νά ’­βλε­πε τὸν ἄν­τρα της γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Μὲ λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σὰ νά ’τα­νε τὸ πρῶ­το ραν­τε­βοῦ τους.

Στὸν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἀ­γέ­ρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀν­τη­χοῦ­σαν χα­ρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. Ἀ­πὸ τὰ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μὰ τὴ γι­ορ­τὴ τὴν εἶ­χαν μέ­σα τους αὐ­τοί, φού­σκω­νε τὴν καρ­διά τους ἡ χα­ρὰ τῆς Γέν­νη­σης. Καὶ ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὰ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους τὰ φω­τει­νά.

Πολ­λὰ δὲν εἶ­παν. Μὲ ὑ­γρὴ μα­τιά, …«Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!»,εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Κα­λὰ θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!»,ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὅ­πως ἦ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.

Κι ὅ­σοι τοὺς ἔβλεπαν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ περ­πα­τοῦν… μέ­σα στὸ θεῖ­ο φῶς τῆς ἅ­γιας νύ­χτας, γιὰ χρόνια εἶχαν νὰ μιλοῦν… γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἀ­θό­ρυ­βης, μὰ ὡ­στό­σο… ἀληθινῆς καὶ παν­το­δύ­να­μης ἀ­γά­πης…

https://antexoume.wordpress.com/2015/12/28/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7%CF%82-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B9%CF%83/#more-16808


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευτ Ιαν 06, 2014 11:38 am

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό ΜΑΝΩΛΗΣ » Δευτ Ιαν 15, 2018 9:57 pm

Ο ερημίτης ασκητής και ο ληστής της ερήμου...

Εικόνα

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, ο οποίος ασκήτευσε σ’ ένα έρημο τόπο 70 χρόνια, με νηστεία, παρθενία και αγρυπνία. Στα τόσα δε χρόνια που δούλευε στο Θεό, δεν αξιώθηκε να δει καμία οπτασία και αποκάλυψη εκ Θεού. Και σκέφθηκε, λέγοντας τούτο:
«Μήπως για καμίαν αφορμή που δεν ξέρω εγώ, δεν αρέσει του Θεού η άσκησή μου, και η εργασία μου είναι απαράδεκτη; Μήπως γιά τούτο δεν μπορώ να έχω αποκάλυψη και να δω κανένα μυστήριο:».
Αυτά λογιζόμενος ο γέροντας, άρχισε να δέεται και να παρακαλεί το Θεό περισσότερο, προσευχόμενος και λέγοντας:
«Κύριε, εάν σου αρέσει η άσκησή μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαί σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, να χαρίσεις και σε μένα κάποιο από τα χαρίσματά σου, για να πληροφορηθώ με μία φανέρωση ενός μυστηρίου ότι άκουσες τη δέησή μου, για να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητική μου ζωή».
Ενώ τα έλεγε αυτά ο άγιος γέροντας και παρακαλούσε, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:
«Αν με αγαπάς και θέλεις να δεις τη δόξα μου, πήγαινε μέσα στη βαθύτατη έρημο, και θα σου αποκαλυφθούν μυστήρια».
Όταν άκουσε αυτή τη φωνή ο γέροντας, βγήκε από το κελλί του.


Αφού απομακρύνθηκε, τον συνάντησε ένας ληστής, ο οποίος όταν είδε τον αββά, όρμησε με βία εναντίον του, θέλοντας να τον σκοτώσει.
Όταν τον έπιασε, του είπε:
«Σε καλή ώρα σε συνάντησα, Γέροντα, για να τελειώσω την εργασία μου και να σωθώ.
Διότι εμείς οι ληστές έχουμε τέτοια συνήθεια και τέτοιο νόμο και πίστη.
Ότι δηλαδή όποιος μπορέσει να κάνει εκατό φόνους, πηγαίνει στον παράδεισο!
Εγώ, μετά από πολλούς κόπους έως τώρα, έκανα ενενήντα εννιά φόνους...
Μου λείπει ακόμα ένας για να τελειώσω την εκατοντάδα μου και να σωθώ.
Λοιπόν, σου χρωστάω μεγάλη χάρη και σε ευχαριστώ, γιατί σήμερα για σένα θ’ απολαύσω τον παράδεισο».
Όταν άκουσε τα λόγια του ληστή ο γέροντας, ξαφνιάστηκε και τρόμαξε με το ξαφνικό και ανέλπιστο πειρασμό. Και αφού με το νου του κοίταξε προς το Θεό, σκέφτηκε και είπε:
«Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, που θέλησες να δείξεις σε μένα το δούλο σου; Τέτοια συμβουλή έδωσες σε μένα τον αμαρτωλό, να βγω από το κελλί μου, για να με πληροφορήσεις τέτοιο φοβερό μυστήριο; Με τέτοιες δωρεές αμείβεις τους κόπους της ασκήσεως που έκανα για σένα; Τώρα αληθινά γνώρισα, Κύριε, ότι όλος ο κόπος της ασκήσεώς μου ήταν μάταιος· και όλες οι προσευχές μου θεωρήθηκαν από σένα σίχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχαριστώ τη φιλανθρωπία σου. Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την αναξιότητα μου, όπως μου πρέπει, για τις αμέτρητες αμαρτίες μου και με παρέδωσες στα χέρια του ληστή και φονιά».
Αυτά λέγοντας ο γέροντας, λυπημένος, δίψασε πολύ και είπε στο ληστή:
«Παιδί μου, επειδή με το να είμαι αμαρτωλός, με παρέδωσε ο Θεός στα χέρια σου να με θανατώσεις και να γίνει έτσι η επιθυμία σου, όπως το θέλησες, και εγώ στερούμαι τη ζωή, σαν κακός άνθρωπος που είμαι, γι’ αυτό σε παρακαλώ κάνε μου μία χάρη και ένα πολύ μικρό θέλημα και δος μου λίγο νερό να πιω, και μετά αποκεφάλισέ με».
Όταν άκουσε ο ληστής το λόγο του γέροντα, θέλοντας με προθυμία να εκπληρώσει την επιθυμία του, έβαλε στη θήκη το σπαθί, που κρατούσε, και έβγαλε από τον κόρφο του ένα δοχείο και πήγε στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά και έσκυψε να το γεμίσει, για να φέρει στο γέροντα να πιεί.
Και εκεί που προσπαθούσε να γεμίσει το αγγείο, πέθανε!
Όταν πέρασε λίγη ώρα και δεν ερχόταν ο ληστής, σκεπτόταν ο γέροντας και έλεγε: «Μήπως και ήταν νυσταγμένος και έπεσε και αποκοιμήθηκε και για αυτό αργεί και έτσι μπορώ νά φύγω και να πάω στο κελλί μου; Επειδή όμως είμαι γέρος, φοβάμαι, γιατί δεν έχω δύναμη να τρέξω, θα κουραστώ και θα με προφθάσει, και στο θυμό του θα με τυραννήσει χωρίς λύπη, κόβοντάς με ζωντανό σε πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αλλά ας πάω στο ποτάμι, να δω τί κάνει».
Πήγε λοιπόν ο γέροντας με­ τέτοιες σκέψεις και τον βρήκε πεθαμένο. Όταν τον είδε γέμισε θαυμασμό και έκπληξη. Και σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό έλεγε:
«Κύριε φιλάνθρωπε, εάν δεν μου αποκαλύψεις το μυστήριο αυτό, δεν κατεβάζω τα χέρια μου. Λυπήσου λοιπόν τον κόπο μου και φανέρωσέ μου αυτό το πράγμα».
Ενώ προσευχόταν ο γέροντας, ήλθε Άγγελος Κυρίου και του είπε:
«Βλέπεις, αββά, αυτόν που βρίσκεται μπροστά σου πεθαμένος; Εξαιτίας σου πέθανε με αιφνίδιο θάνατο, για να γλυτώσεις εσύ και να μη σε θανατώσει. Λοιπόν θάψε τον ως ένα σωσμένο. Διότι η υπακοή που έκανε σε σένα και έκρυψε το φονικό σπαθί στη θήκη του, γιά να πάει να σου φέρει νερό, να σβήσει τη φλόγα της δίψας σου, με αυτό το έργο καταπράυνε την οργή του Θεού και τον δέχθηκε ως εργάτη της υπακοής. Και η ομολογία των ενενήντα εννέα φόνων θεωρήθηκε ως εξομολόγηση.
Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τους σωσμένους. Και γνώρισε απ’ αυτό, το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας του Θεού. Καί πήγαινε χαίροντας στο κελλί σου και να είσαι πρόθυμος στις προσευχές σου και να μη λυπάσαι και να λες, ότι πως είσαι αμαρτωλός και στερημένος από αποκάλυψη.
Γιατί όπως είδες σου απεκάλυψε ο Θεός ένα μυστήριον. Να ξέρεις δε και τούτο, ότι όλοι οι κόποι της ασκήσεως σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού, διότι δεν υπάρχει κανένας κόπος που γίνεται για το Θεό και να απορρίπτεται απ’ αυτόν».
Αφού άκουσε αυτά ο γέροντας έθαψε τον νεκρό...

Από χειρόγραφο «Γεροντικό»,
της Ι. Μονής Φιλοθέου.

http://agiameteora.net/index.php/istories/8532-%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%81%CE%AE%CE%BC%CE%BF%CF%85.html


Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.

Άβαταρ μέλους
Μάνος
Δημοσιεύσεις: 3027
Εγγραφή: Σάβ Δεκ 30, 2017 11:29 pm
Τοποθεσία: Ηράκλειο Κρήτης

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Μάνος » Σάβ Ιαν 20, 2018 11:44 am

Ο Aγιος Ευθύμιος και οι σιτοκλέφτες

Εικόνα

Ένα βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολό­γιομο και έφεγγε μέσα στο σκοτάδι, ο άγιος Ευθύμιος, ο Μέγας, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Ναό, και, όπως συ­νήθιζε, έκανε μια μικρή βόλτα στα παρεκκλή­σια της Μονής, για να αποτινάξει τον ύπνο από τα βλέφαρά του και να συνεχίσει έπειτα την αγρυπνία του.

Ξαφνικά μέσα στη γλυκειά ηρεμία της αστροφεγγιάς, βλέπει δύο άνδρες να κλέβουν το σιτάρι της Μονής από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από το υπόγειο το σιτάρι και το τοποθετούσε μέσα σε σακιά, ενώ ο άλλος τα έπαιρνε και τα στοίβαζε σε μια γωνιά, που κανένας δεν μπορούσε να τα διακρίνει.

Μόλις όμως ο μεταφορέας εκείνος σιτοκλέφτης είδε από μακριά τον Όσιο να έρχε­ται, έτρεξε να φύγει και άφησε τον σύντροφό του μέσα στο λάκκο χωρίς βοηθό.
Ο Μέγας Ευθύμιος κατάλαβε τι συνέβαινε, πόνεσε τα πλάσματα του Θεού που βρίσκονταν σε τόση άθλια κατάσταση φτώχειας, ώστε να φθάνουν στη δολιότητα και στην κλεψιά, και πήρε την απόφαση να αναπληρώσει εκείνον που κρύ­φτηκε από φόβο.

Πράγματι, ο σιτοκλέφτης που έμεινε στον λάκκο και άδειαζε την απο­θήκη , χωρίς να αντιληφθεί απολύτως τίποτε από όσα έγιναν, εξακολουθούσε να βγάζει ε­πάνω το σιτάρι, ο δε άγιος Ευθύμιος το παραλάμβανε και το μετέφερε.
Αφού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός έβγαλε από το υπόγειο αρκετό σιτάρι και ήθελε να ανέβη επάνω, του είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Μέγας Ευθύμιος:

—Θα φύγουμε και θα αφήσουμε εκείνα τα τυριά; Και συγχρόνως του έδειχνε με το δάκτυλο το σημείο που βρίσκονταν.
Εκείνος από το φόβο του δεν είχε ακόμη καταλάβει τι συνέβαινε και του λέει:
—Από πού το ξέρεις εσύ ότι έχει εκεί τυριά;
Άκουσα, του λέει ο Άγιος, πριν από λί­γο τον Επίσκοπο να το λέει.
Ο σιτοκλέφτης έψαξε αμέσως και βρή­κε τα τυριά. Πήρε όσα νόμιζε ότι του χρει­άζονται, τα έδωσε στα χέρια του βοηθού του, του Αγίου Ευθυμίου, και εκείνος τα στοίβαζε στην ίδια γωνιά που ήταν το σιτάρι. Τέλος του έδωσε και το χέρι και τον τράβηξε επάνω.

Μόλις ο κλέφτης αντιλήφθηκε ποιός ή­ταν εκείνος που τον τράβηξε επάνω και τον βοηθούσε τόση ώρα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε, κυριολεκτικά, κυριεύτηκε από φόβο, ντρο­πή και θαυμασμό, μέσα στην ψυχή του ένιω­σε υπερβολική συγκίνηση και έπεσε στα πό­δια του Αγίου, ζητώντας του συγνώμη.
Ο Άγιος τον σήκωσε επάνω, τον χάιδεψε, τον αγκάλιασε και του είπε:

Μη στε­νοχωριέσαι, παιδί μου, διότι τα πράγματα αυτά είναι και δικά σου και του Θεού. Και αν πήρες κάτι απ’ αυτά, απ’ τα δικά σου πήρες και όχι από τα ξένα. Και πάλι όταν έχεις ανά­γκη, έλα πάλι να πάρεις.

Ο σιτοκλέφτης παρηγορήθηκε με τα λό­για του Αγίου και έμεινε θαυμάζοντας την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του. Άλλαξε εντελώς από τότε η ζωή του και δεν έπαυσε να διηγείται σε όλους τους φίλους του τι συνέ­βη.

(«Το ψέμα και η δολιότητα», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2007, σ.75-77)

Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας


Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή· (Άξιον εστίν)

Άβαταρ μέλους
Μάνος
Δημοσιεύσεις: 3027
Εγγραφή: Σάβ Δεκ 30, 2017 11:29 pm
Τοποθεσία: Ηράκλειο Κρήτης

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Μάνος » Κυρ Φεβ 18, 2018 7:21 pm

Πολύ συγκηνητικό..

Ο Ιερέας, οι μασκαράδες και η μετάνοια

Εικόνα

«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης;
Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γί­νεται περισσότερο.

Γιατί τις προάλλες ήταν Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».

Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.

– ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.

– Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.

Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο, όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.

– Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.

– Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.

– Ναι, μά απόψε…

Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.

– Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέ­τοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.

‘Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό­λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.

– Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.

’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.

– Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»

Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.

– Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.

Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρό­μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του. Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.

Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει. Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.

– Συνάδελφε, που πάμε;

Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’ χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.

‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι­λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;

Διαβάστε εδώ: Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τις απόκριες και τα καρναβάλια
– Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!

Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα­ξε χωρίς νά μιλα.

– Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά­βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…

– Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.

– Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.’Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ­ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.

Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο. Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;

– Πάτερ, Πάτερ!

Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά­τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.

– Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…

Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.

– Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.

Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.

Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.

– Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοη­θός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχω­ρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.

-’Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινό­ταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός…

Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας


Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή· (Άξιον εστίν)

Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2082
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Achilleas » Κυρ Φεβ 18, 2018 8:05 pm

Πολύ συγκινητικό και διδακτικό Μάνο. Καλή Σαρακοστή!


Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.

Άβαταρ μέλους
Μάνος
Δημοσιεύσεις: 3027
Εγγραφή: Σάβ Δεκ 30, 2017 11:29 pm
Τοποθεσία: Ηράκλειο Κρήτης

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Μάνος » Κυρ Φεβ 18, 2018 8:29 pm

Να στε καλά, επίσης, καλό αγώνα!


Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή· (Άξιον εστίν)

Άβαταρ μέλους
Μάνος
Δημοσιεύσεις: 3027
Εγγραφή: Σάβ Δεκ 30, 2017 11:29 pm
Τοποθεσία: Ηράκλειο Κρήτης

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Μάνος » Δευτ Φεβ 19, 2018 4:58 pm

Συγχωρέστε με αλλά δεν ανεβάζω τις φωτογραφίες όταν είμαι από κινητό, γιατί δεν βρίσκω το σωστό link.

Ο Εβραίος που ήθελε να γίνει Χριστιανός – Ανέκδοτο λίγο πριν την Σαρακοστή

Ένας Εβραίος αποφάσισε να γίνει Χριστιανός και θέλησε να εξετάσει τις εκδοχές του χριστιανισμού για να επιλέξει. Βρίσκει λοιπόν έναν Ορθόδοξο, έναν προτεστάντη κι έναν παπικό. Τους λέει τις προθέσεις του κι εκείνοι συμφωνούν να τον “ξεναγήσουν” στις εκκλησίες τους.


Πάει ο Εβραίος με τον προτεστάντη μια Κυριακή, μπαίνει στο ναό και βλέπει τους ανθρώπους τακτοποιημένους με τα καλά τους ρούχα, ο καθένας στο κάθισμα του, μπροστά από τον κάθε πιστό μια Καινή Διαθήκη, η χορωδία να λέει τους ύμνους αρμονικά, τα πάντα να λάμπουν από καθαριότητα και μετά το τέλος όλοι του φερθήκαν ευγενικά με πολύ καλούς τρόπους.

Την επόμενη Κυριακή συνεννοήθηκε με τον παπικό να πάει στο δικό του ναό. Μπαίνει μέσα, πλένει τα χέρια, ρίχνει το κέρμα ν ανάψει το λαμπάκι αντί για κερί και κάθεται. Ούτε εκεί όρθιοι, όλοι στα καθίσματά τους με τάξη και αρμονία. Άκουσε και την εγκύκλιο του Πάπα, είδε και τις φωτογραφίες του που δέσποζαν ακόμα και εντός του ναού. Πέρασε η ωρα, τέλειωσε η λειτουργία ,τον καλοδεχθήκαν, τον κέρασαν κι έφυγε.

Την τρίτη Κυριακή κανόνισε να πάει στην Ορθόδοξη εκκλησία. Μπαίνει μέσα και βλέπει άλλους να μιλάνε μεταξύ τους, πολλούς όρθιους γιατί δεν έφθαναν τα καθίσματα, τη νεωκόρο να μαλώνει με μια κυρία γιατί της έσβησε γρήγορα το κερί που άναψε, άκουγε τα μωρά να τσιρίζουν και να μη τα παρατηρεί κανείς, ο παπάς να φωνάζει στον ψάλτη να τελειώσει τα τεριρέμ κλπ. Μόλις τελείωσε η λειτουργία άρχισαν και τα μνημόσυνα, όπου άλλοι έβγαιναν στην εκκλησία κι άλλοι έμπαιναν με θόρυβο και φασαρία..
Ο Ορθόδοξος απογοητεύτηκε από την εικόνα που είδε ο προσήλυτος Εβραίος. Την επόμενη εβδομάδα συναντήθηκαν όλοι για να μάθουν τι αποφάσισε ο Εβραίος. Όταν βρεθήκαν όλοι μαζί τους λέει:

Στην προτεσταντική εκκλησιά είδα μεγάλη τάξη και ευγένεια.
Στην παπική είδα μεγάλη αφοσίωση στον πνευματικό σας αρχηγό και τις οδηγίες του ιερέα σας.

Στην ορθόδοξη εκκλησιά είδα τέτοιο μπάχαλο που δεν το περίμενα!!! Ο Ορθόδοξος σκυθρώπιασε απογοητευμένος, ενώ οι άλλοι δυο αναθάρρησαν. Και καταλήγει ο Εβραίος: Θα γίνω Ορθόδοξος!!!
Μα πώς; αναρωτιούνται οι άλλοι.
Ακούστε, λέει ο Εβραίος. Τα δικά σας δικαιολογούνται με την τάξη που έχει ο ένας και την πειθαρχία που έχει ο άλλος. Τούτο εδώ – και δείχνει τον Ορθόδοξο – δεν δικαιολογείται αλλιώς. Με τέτοιο μπάχαλο, μόνο αν έχεις τον Θεό μαζί σου διατηρείσαι 2000 χρόνια!

Ότι πρέπει πριν την νηστεία!
Καλή Σαρακοστή, Πηνελόπη
ΥΓ: Ευχαριστούμε Πηνελόπη. Αληθινή Σαρακοστή σε όλους σας.

Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας


Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή· (Άξιον εστίν)

Άβαταρ μέλους
Μάνος
Δημοσιεύσεις: 3027
Εγγραφή: Σάβ Δεκ 30, 2017 11:29 pm
Τοποθεσία: Ηράκλειο Κρήτης

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Μάνος » Πέμ Φεβ 22, 2018 9:23 pm

Μία συγκλονιστική ιστορία ενός μοναχού

Εικόνα

Η ιστορία έχει ως εξής. Ο π. Μελχισεδέκ πριν πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς λειτουργούσε στο μοναστήρι.

Ήταν ξυλουργός, ικανός και επιμελής. Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια, σκαλιστά προσκυνητάρια, καθίσματα, ντουλάπες και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα βγαλμένα από τα χέρια του.

Δούλευε μάλιστα από νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά της διοίκησης της μονής.

Κάποτε, τού έδωσαν ευλογία να εκτελέσει για τη μονή μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να βγαίνει από το ξυλουργείο. Κι όταν τελείωσε, ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε στον τόπο. Από τις φωνές των ανθρώπων που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί, ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης (Κρεστιάνκιν). 0 π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα σημείο ζωής. Όλοι ήταν σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης είπε:

«Όχι, δεν είναι μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!». Και άρχισε να προσεύχεται. Ακίνητος, ο ξαπλωμένος μοναχός, άνοιξε τα μάτια του και ζωντάνεψε. Όλοι αμέσως σκέφτηκαν ότι κάτι τον είχε συνταράξει βαθιά. Αφού σύντομα συνήλθε, ο π. Μιχαήλ άρχισε να εκλιπαρεί να του φωνάξουν τον προεστώτα. Όταν εν τέλει ήρθε ο προεστώς. ο άρρωστος άρχισε με δάκρυα να ζητεί να του δώσουν το μεγάλο σχήμα.

Λένε ότι μόλις άκουσε αυτή την αυθαίρετη επιθυμία τού μοναχού, ο προεστώς τον νουθέτησε με τον δικό του ιδιαίτερο, τραχύ τρόπο, να σοβαρευτεί και να αναρρώσει σύντομα για να επιστρέψει στη δουλειά του, μια και δεν μπόρεσε να πεθάνει στ` αλήθεια. Το επόμενο πρωί όμως. όπως λέει η ίδια μοναστική παράδοση, ο ίδιος ο προεστώς εμφανίστηκε στο κελί του π. Μιχαήλ απρόσκλητος και τού ανακοίνωσε, εμφανώς συγκλονισμένος, ότι θα λάβει σύντομα το μεγάλο σχήμα.

Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν καθoλου συνηθισμένη για τον τρομερό π. Γαβριήλ και προκάλεσε στην αδελφότητα ίδια έκπληξη με την ανάσταση του κεκοιμημένου. Στο μοναστήρι κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε εμφανιστεί το βράδυ στον προεστώτα ο άγιος προστάτης της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ, Ιερομάρτυρας Ηγούμενος Κορνήλιος (τον οποίο είχε αποκεφαλίσει με το ίδιο του το χέρι ο Ιβάν ο Τρομερός τον 16° αιώνα) και διέταξε αυστηρά τον προεστώτα να εκπληρώσει χωρίς καθυστέρηση την παράκληση του μοναχού που είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο.

Αυτό όμως. ξαναλέω, ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε. Όπως και να χει πάντως, σύντομα ο π. Μιχαήλ πήρε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Μελχισεδέκ.

Ο γέροντας προεστώς έδωσε στο νέο μεγαλόσχημο το πολύ σπάνιο αυτό όνομα, προς τιμήν ενός αρχαίου και μυστηριώδους βιβλικού προφήτη. Για ποιο λόγο ο προεστώς τον ονόμασε ειδικά έτσι, παραμένει επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο π. Γαβριήλ, τόσο κατά την κουρά, όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπόρεσε ούτε μία φορά να προφέρει σωστά το πανάρχαιο όνομα -όσο κι αν πάλευε, το διαστρέβλωνε ανηλεώς. Και εξαιτίας αυτού, μάλιστα, του χάλαγε κάθε φορά η διάθεση, τόσο που εμείς οι δόκιμοι φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη…

Στο μοναστήρι ήξεραν ότι όση ώρα ήταν ο π. Μελχισεδέκ νεκρός, έζησε κάποια εμπειρία που τον επανέφερε στη ζωή άλλον άνθρωπο. Σε μερικούς κοντινούς του συνασκητές και πνευματικά παιδιά είχε διηγηθεί τι έζησε τότε. Αλλά ακόμα και οι απηχήσεις αυτής της διήγησης ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες. Γι’ αυτό και, τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου, θέλαμε να μάθουμε το μυστικό από τον ίδιο τον π. Μελχισεδέκ.

Και να που εκείνη τη νύχτα στο ναό του Αγίου Λαζάρου, πήρα το θάρρος πρώτη φορά να απευθυνθώ στον μεγαλόσχημο ηγούμενο και να τον ρωτήσω ακριβώς αυτό: τι είδε εκεί απ’ όπου συνήθως κανείς δεν επιστρέφει;

Ο π. Μελχισεδέκ άκουσε την ερώτηση μου κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη σιωπηλός για πολλή ώρα. Εγώ κοκάλωσα. Μετάνιωνα που το θράσος μου με έσπρωξε να κάνω κάτι τόσο ασυγχώρητο. Στο τέλος όμως. ο μεγαλόσχημος μοναχός, με την αδύναμη από την αχρησία φωνή του, άρχισε να μιλάει.

Διηγήθηκε ότι είδε τον εαυτό του στη μέση ενός τεράστιου πράσινου χωραφιού.

Περπάτησε στο χωράφι χωρίς να ξέρει για πού, μέχρι που του έκλεισε τον δρόμο ένα τεράστιο χαντάκι. Εκεί. μέσα σε λάσπες και χώματα, είδε πλήθος μπαούλα, αναλόγια, προσκυνητάρια. Και υπήρχαν και χαλασμένα τραπέζια, σπασμένες καρέκλες, ντουλάπια. Ο μοναχός έριξε μια ματιά και διαπίστωσε έντρομος ότι ήταν τα αντικείμενα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Στεκόταν με δέος μπροστά στους καρπούς της μοναστικής του ζωής. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον δίπλα του.

Σήκωσε τα μάτια και είδε την Παναγία. Κοίταζε κι αυτή μελαγχολικά τις πολυετείς εργασίες του καλόγερου.

Μετά του είπε:
«Εσύ είσαι μοναχός. Περιμέναμε από σένα τα σημαντικότερα: μετάνοια και προσευχή. Και εσύ έφερες μόνο αυτό…».

Το όραμα εξαφανίστηκε. 0 πεθαμένος ξύπνησε πάλι στο μοναστήρι.

Μετά από αυτό το περιστατικό, ο π. Μελχισεδέκ μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά. Κύριος σκοπός τής ζωής του έγινε αυτό που του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος: μετάνοια και προσευχή. Και οι καρποί των πνευματικών του εργασιών δεν άργησαν να φανερωθούν στη βαθιά του ταπεινοφροσύνη, στα δάκρυα για τις αμαρτίες του. στην ειλικρινή αγάπη του για όλους, στην πλήρη αυταπάρνηση και στα ασκητικά κατορθώματα του, που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα. Και κατόπιν, στη σπουδαία του διορατικότητα και στην ενεργή βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους με την προσευχή του.

Εμείς οι δόκιμοι, βλέποντας πώς ασκούνταν, πλήρως αποξενωμένος από τον κόσμο σε αόρατες και ασύλληπτες για μας πνευματικές μάχες, τολμούσαμε να του απευθυνόμαστε μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι επιπλέον τον φοβόμασταν και λιγάκι: στο μοναστήρι ήξεραν ότι ο π. Μελχισεδέκ ήταν πολύ αυστηρός ως πνευματικός. Και είχε αυτό το δικαίωμα. Η σθεναρή απαιτητικότητά του για καθαρότητα της ψυχής του κάθε χριστιανού τρεφόταν μόνο από τη μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, τη βαθιά γνώση των κανόνων τού πνευματικού κόσμου και τη συνειδητοποίηση τού πόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο είναι η αδιάλλακτη πάλη με τις αμαρτίες.

Αυτός ο μεγαλόσχημος μοναχός ζούσε στον δικό του ύψιστο κόσμο, όπου δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς. Και όταν ύμως ο π. Μελχισεδέκ έδινε απαντήσεις, τότε αυτές ήταν εντελώς ασυνήθιστες και σαν γεννημένες από κάποια ιδιαίτερη, πηγαία δύναμη.

Κάποτε, στο μοναστήρι, έπεσε πάνω μου μια χιονοστιβάδα άδικων και σκληρών, όπως μου φαίνονταν, δοκιμασιών. Και αποφάσισα τότε να πάω να συμβουλευτώ τον πιο αυστηρό μοναχό της μονής, τον μεγαλόσχημο ηγούμενο Μελχισεδέκ.

Χτύπησα την πόρτα κι έπειτα από το καθιερωμένο «δι’ ευχών», βγήκε στο κατώφλι τού κελιού ο π. Μελχισεδέκ. Ήταν με τον μοναχικό του μανδύα και το μεγάλο σχήμα -τον πέτυχα ενώ έκανε τον κανόνα τού μεγάλου σχήματος.

Του ανακοίνωσα τις δυσκολίες και τα άλυτα προβλήματα μου. Ο π. Μελχισεδέκ στεκόταν μπροστά μου ακίνητος και άκουγε προσεκτικά τα πάντα, με σκυμμένο το κεφάλι ως συνήθως. Κατόπιν, σήκωσε το βλέμμα του κι έβαλε έξαφνα τα κλάματα…

«Αδερφέ!», είπε με ανείπωτο πόνο και πικρία. «Τι με ρωτάς; Εγώ ο ίδιος χάνομαι!».

Ο μεγαλόσχημος γέροντας, εκείνος ο μεγαλειώδης ασκητής με την άγια ζωή, στεκόταν μπροστά μου και έκλαιγε με ειλικρινή θλίψη, ως ο χειρότερος και αμαρτωλότερος άνθρωπος πάνω στη γη! Κι άρχισα να καταλαβαίνω με όλο και περισσότερη σαφήνεια και χαρά ότι η πλειοψηφία των προβλημάτων μου. μαζί με τις δυσκολίες μου, δεν άξιζαν μία!

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ίδια τα προβληματα εξορίστηκαν την ίδια στιγμή από την ψυχή μου με τρόπο χειροπιαστό. Δεν είχα πλέον ανάγκη να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι από τον γέροντα. Έκανε για μένα ότι μπορούσε. Χαιρέτισα με ευγνωμοσύνη και έφυγα.

Όλα όσα μάς τυχαίνουν -τα απλά και τα σύνθετα, τα μικρά ανθρώπινα προβλήματα και το ταξίδι προς τον Θεό τα μυστικά τού τωρινού) και του μελλοντικού αιώνα- όλα επιλύονται μόνο με ανεξήγητη, ακατανόητα υπέροχη και ισχυρή ταπεινοφροσύνη. Και ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε την αλήθεια και το νόημα της. ακόμα κι αν αποδεικνυόμαστε ανίκανοι γι` αυτή τη μυστηριώδη και παντοδύναμη αρετή, αυτή μάς αποκαλύπτεται από μόνη της ταπεινά, μέσα από τέτοιους καταπληκτικούς ανθρώπους, που μπορούν να τη δεξιώνονται.

Από το βιβλίο: «Σχεδόν Άγιοι» – π. Τύχων Σεβκούνωφ

Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας


Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή· (Άξιον εστίν)


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 3 και 0 επισκέπτες