Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:09 am

Φθινοπωρινές Αναζητήσεις


Μπροστά στον καφενέ, με τη μαγκούρα να τον συντροφεύει, ο γέροντας αγνάντευε πέρα από τον πλάτανο. Ίσως και να ονειρευόταν. Το βλέμμα πίσω από τα χοντρά γυαλιά του δυσδιάκριτο, έμοιαζε απλανές, νόμιζε κανείς πως ίσως και να μην έβλεπε. Κόντευε τα ενενήντα, μάζευε ήλιο τούτες τις ζεστές ακόμη φθινοπωρινές μέρες για το χειμώνα που έπεφτε βαρύς στ' αγαπημένα του κορφοβούνια. Είχε περάσει καιρός από τότε που τα πόδια του βάρυναν. Δεν είχε πια τις αντοχές να κινείται με ευκολία και του άρεσε να αράζει εκεί στον καφενέ, να χαζεύει τα γύρω του, όπως εξηγούσε στον διαπορούντα περαστικό που τον προσέγγισε, μιας και δεν είδε άλλον άνθρωπο νωρίς εκείνο το πρωινό στο χωριό.

Αποσπούσαν την προσοχή του απλά πράγματα, ένα θρόισμα του αέρα, το πέταγμα ενός πουλιού ή ενός εντόμου, ένας ήχος ή ακόμη και τίποτε, όταν τον παρέσυρε το πνεύμα και οι οφθαλμοί απλώς έμεναν ακίνητοι, κατακτημένοι από τις σκέψεις ή τις αναπολήσεις. «Είναι η ευτυχία μου αυτή», θα εξομολογηθεί στον άγνωστο, που γοητεύθηκε από το ύφος, τον τρόπο και την ομιλία του γέροντα. Αστός, της πόλης εκείνος, μπερδεμένος από τα πολλά φθινοπωρινά, από εκείνα που κάθε Σεπτέμβρη ταράζουν τους ανθρώπους και τους ξαναβάζουν στο σκληρό παιχνίδι της αστικής καθημερινότητας, που το καλοκαίρι λασκάρει και δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι η ζωή μπορεί να είναι και αλλιώς. Στάθηκε όμως στον καφενέ. Είδε στο ήρεμο γεροντικό πρόσωπο το αντίδοτο του δικού του αναστατωμένου βίου και αναζήτησε απαντήσεις.

«Θες να βρεις την ευτυχία, ξένε μου. Δεν ξέρω που να σε στείλω, μα θα σου πω που τη βρήκα εγώ. Εδώ μεγάλωσα, σ' αυτό το χωριουδάκι. Έφυγα ελάχιστες φορές, όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη και οι περιστάσεις το επέβαλαν. Εδώ, ανάμεσα σ' αυτές τις πλαγιές, πέρασα τα χρόνια μου, δουλεύοντας στα χτήματα. Πότε στο όργωμα, άλλοτε στο σκάλο, μετά στο θερισμό, στον τρύγο, κόβοντας ξύλα ή φροντίζοντας τα ζώα. Παλεύοντας με τη φύση, στα καλά και στ' άσχημά της, με λίγα, με εκείνα που είχαμε. Δικό μας το ψωμί, δικά μας τα κηπευτικά, τα φασόλια, τα ρεβύθια, οι φακές, το κρασί απ' τ' αμπέλια μας, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο αγνά, απ' τα ζωντανά μας. Καθαρά, ξένε μου, χωρίς φάρμακα, χωρίς ορμόνες, με γεύση κανονική, σε μέγεθος σωστό, όπως τα φτιάχνει ο καιρός, όπως τα μεγαλώνει το χορτάρι και ο ήλιος. Λεφτά δεν είχαμε ποτέ πολλά. Δεν μας έλειψαν κιόλας ούτε που και τα ζηλέψαμε.

Τα παιδιά, έξι ζωή να 'χουνε, τα αναθρέψαμε καλά, πήγανε στα σχολεία, πρόκοψαν. Είναι στην πόλη, έχουν αμάξια, σπίτια, δουλειές, αλλά να σου πω την αλήθεια στενοχωριέμαι. Τα βλέπω σαν κι εσένα, όλο έγνοιες και σκοτούρες και σκέφτομαι αν έκανα καλά και δεν τους κράτησα εδώ. Αρχόντοι θα ήταν τώρα. Θα είχανε το χωριό δικό τους, αν κράταγαν και τα δικά μου χούγια, νοικοκυραίοι μεγάλοι θα γινόντανε. Να σου πω το μυστικό ποιο είναι. Απλή ζωή, περπάτημα πολύ, δουλειά χειρωνακτική, αλλά με σύστημα και αγάπη. Όχι το έργο για το έργο. Με μεράκι το όργωμα. Το κλάδεμα με πόνο για τ' αμπέλι, ο σκάλος μερακλήδικος, τα ζώα με αγάπη και υπομονή. Και τους ανθρώπους με καλοσύνη. Μη σε πιάνουν εγωισμοί και οι φανατισμοί. Δώσε, άμα θες να πάρεις. Και τέλος πάντων, δώσε τόπο στην οργή, όλα έχουν την εξήγησή τους. Αμα γνωρίζεις, μπορείς και να κατανοείς τον κόσμο καλύτερα. Και να ξέρεις πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, ούτε και τα αξιώματα. Ο απλός βίος και η ανεκτικότητα δίνουν τη χαρά. Αυτή γεμίζει τη ζωή.

«Να 'σαι καλά γέροντα», είπε ο φθινοπωρινός επισκέπτης, έμεινε για λίγο σιωπηλός, το βλέμμα έψαξε πέρα από τον πλάτανο μήπως και δει αυτό που κοιτούσε ο γέροντας, αλλά δεν τα κατάφερε. Σηκώθηκε, χαιρέτησε ξανά, μπήκε στο αμάξι και κατηφόρισε για να ξανάβρει τον κόσμο του, που δεν μπορούσε να αρνηθεί ούτε να ξεπεράσει...



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:09 am

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ

Το Θαύμα

Διήγημα


Μολονότι τόσο νεαρός ακόμα (μόλις εικοσιεννέα ετών) ο Βασίλης είχε αποκτήσει στην επαρχία μας, και πέρα ακόμη απ' αυτήν, σ' ολόκληρο μπορώ να πω το νομό, την φήμη αγίου· δεν ήταν μόνο η πραότητα του προσώπου του και των τρόπων του, η φιλανθρωπία του και η φροντίδα του για τους αναξιοπαθούντες και δυστυχισμένους της περιοχής, το μεγάλο ηθικό του ανάστημα και η φλογερή του πίστη, που γινόταν κήρυγμα βροντερό, κάθε Κυριακή, από τον άμβωνα του Προφήτη Ηλία· ήταν ακόμη και το απροσμέτρητο θεολογικό του βάθος, χάρις στο οποίο στήριζε την Εκκλησία, μέσα στους σύγχρονους κλύδωνες των υλιστικών και κοινωνικών παθών.

Το βράδι εκείνο η διένεξη αφορούσε τις Πράξεις των Αποστόλων. Ενωχλημένος κάπως, γιατί τον διέκοπτε από την ανάγνωση των αγαπημένων του αρεοπαγιτικών συγγραμάτων, που είχε μπροστά του, ο Βασίλης, στραμμένος κατά ενενήντα μοίρες στην καρέκλα, απαντούσε στην απορία της μ' ένα τόνο ελαφρά συγκρατημένο. Βέβαια, δεν ήταν εύκολο ν' αποκριθή0-και, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνη, μνησικακούσε που του έθετε τέτοιες ερωτήσεις. Κατά βάθος: δεν της αναγνώριζε το δικαίωμα να διερωτάται -αυτή, μια κίτρινη, μια μογγόλα! (έστω και αν μεταμελήθηκε αμέσως γι' αυτούς τους νοερούς χαρακτηρισμούς) -για πράμματα που κανένας ποτέ ορθόδοξος, σαν αυτόν, δεν είχε σκεφθή, ούτε καν προσέξει.

-...Και όμως! συνέχιζε η Παρασκευούλα (χωρίς να υποπτεύεται καθόλου την αγανάκτησή του), είναι φανερή η ανακολουθία! ΄Οταν ο Λουκάς διηγήται το θαύμα μπροστά στη Δαμασκό, λέει ότι περιήστραψεν αυτόν φως ... και ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτόν..- και ότι οι ακόλουθοι του Παύλου εβραίοι άκουσαν την φωνή, μα δεν είδαν το φως...Παρακάτω όμως, όταν σε δυο περιπτώσεις διηγήται ο ίδιος ο Παύλος το επεισόδιο, στους ρωμαίους ανακριτές του, απροσδόκητα τα πράγματα αντιστρέφονται: οι συνοδοί του είδαν το φως, αλλά δεν άκουσαν τη φωνή!.. Δεν είναι παράξενο αυτό;.. Πώς να μην απορής;..

Ο Βασίλης ήταν τώρα αληθινά δυσαρεστημένος. Κάνοντας μία προσπάθεια να φανή ψύχραιμος, την κοίταξε επίμονα -διασχίζοντας με το βλέμμα το δωμάτιο- και παρατήρησε αυστηρά: -Έχω ακούσει πως εσείς της κιτρίνης φυλής έχετε τον ίδιο πρακτικό και ωφελιμιστικό νου που έχουν και οι Διαμαρτυρόμενοι... Το παραδέχεται και ο Μάο... Όλος σας ο πολιτισμός είναι πρακτικός... Δεν πλησιάζονται όμως αυτά τα προβλήματα ορθολογιστικά... Η όραση και η ακοή για τον ορθόδοξο έχουν την ίδια σημασία· είναι αισθήσεις σωματικές. Αυτό που θέλουν να πουν οι Πράξεις, είναι ότι οι ακόλουθοι του Παύλου αντελήφθησαν το θαύμα ατελώς, αμυδρά.. - έτσι θα εκφραζόταν ένας σημερινός συγγραφέας, πιο επακριβώς· μα για τον Λουκά δεν έχει σημασία η τέτοιου είδους ακριβολογία...

Μολονότι η εξήγηση δεν ικανοποίησε εντελώς την Παρασκευούλα, δεν μπόρεσε ωστόσο να μη θαυμάση την θεολογική ευστροφία του μνηστήρα της.

Δεν είπε τίποτα - κι έδειξε πως θέλει να συνεχίση την ανάγνωση.

Με τη σειρά του ο Βασίλης γύρισε στα αρεοπαγιτικά συγγράμματα.

Η συζήτηση αυτή είχε ήδη διαρκέσει πολύ, παρά τη συνήθεια της Παρασκευούλας να ακούη αλλά να μη μιλάη...- και πολύ περισσότερο: να μην αντιμιλάη. Τι ήξερε αυτή από τέτοια!

Η κατήχησή της είχε αρχίσει πριν από δύο χρόνια. Πέρυσι, τέτοια εποχή, χειμώνα, είχε απαρνηθή το ουρανικόφωνο μογγολικό της όνομα, για να πάρη, πριν ακόμα βαπτιστή, το όνομα της αγίας αθλοφόρου Παρασκευής, της οποίας ο μαρτυρικός θάνατος είχε προξενήσει στην κοπέλλα συνταρακτική εντύπωση. Με μεγάλο κόπο μάλιστα, και ύστερα από επίμονη προτροπή του Βασίλη, είχε αποστηθίσει και το τροπάριο της αγίας τη αθλοφόρω οι πιστοί τον υμνητήριον Παρασκευής δεύτε συμφώνως αναμέλψωμεν ειδάλλως τα Ελληνικά της ήταν ακόμη στοιχειώδη, και η συνεννόηση με τον μνηστήρα της γινόταν στη Γαλλική, πράγμα που δημιουργούσε πρόσθετες προστριβές με τα μελλοντικά πεθερικά της.

Οι άνθρωποι χρειάστηκαν, αρχικά, μήνες για να συνέλθουν από τον αιφνιδιασμό, όταν ο Βασίλης, επιστρέφοντας ύστερα από πέντε χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι, τους παρουσίασε την μελλοντική τους νύφη. «Αλλ' αν το χρώμα του προσώπου της και η λοξότητα των ματιών της» -οσοδήποτε ωραίων και μελαγχολικών- συλλογίζονταν οι δύστυχοι γονείς «δεν υπάρχη πιθανότητα να αλλάξουν ποτέ, τίποτα το ανέκκλητο στο να έχη γεννηθή κανένας κινεζόφωνος. Και, ευτυχώς, τα Ελληνικά είναι κι αυτά μια γλώσσα που μαθαίνεται, όπως οποιαδήποτε άλλη.» Αγανακτούσαν, λοιπόν, που ύστερα από δύο χρόνια διαμονής στην Ελλάδα, η απευθείας συννενόηση με τη νύφη τους ήταν ακόμη υποτυπώδης.

Το Γλωσσικό ώξυνε όλες τις άλλες αντιθέσεις -και πολύ συχνά σε βαθμό επικίνδυνο...

-Ώρα να πηγαίνης, Παρασκευή.., είπε ύστερα από λίγο ο Βασίλης, στρέφοντας και πάλι κατά ενενήντα μοίρες την καρέκλα του... Όπου νάναι θα φάμε...

Η Παρασκευούλα δεν έτρωγε ποτέ με την οικογένεια· κι αυτό, για να ανακουφίζεται κάπως η ένταση ανάμεσα στα δύο μέρη και να αποφεύγεται η ανωμαλία από την παρουσία μιας μογγόλας σ' ένα ελληνικό πατριαρχικό τραπέζι... Εξυπακούεται, λοιπόν, πως οι μνηστευμένοι δεν ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη... Πώς ήταν άλλωστε δυνατό να ανεχθή τέτοιο πράγμα αυτός πρώτος ο Βασίλης, εμποτισμένος καθώς ήταν από τη συντηρητική ελληνοχριστιανική ανατροφή του σπιτιού του, και προωρισμένος για την ιεροσύνη; Πώς ήταν δυνατόν αυτός, ένας βαθύτατα χριστιανός, και πιστός τηρητής των παραδόσεών μας, να περιπέση σε τέτοια αμαρτία, ώστε να συζή με τη μέλλουσα σύζυγό του, και μάλιστα στο σπίτι των γονέων του; Υπήρχε ακόμη ηθική στον αχρείο αυτό κόσμο!..

Έτσι ερχόμενος από το Παρίσι με τη μνηστή του, που αυτός μόνο γνωρίζει πώς έσωσε από το βόρβορο της σύγχρονης αυτής Βαβυλώνας, την εγκατέστησε στο σπίτι μιας χήρας νοικοκυράς ευλαβικής χριστιανής, σε μικρή σχετικά απόσταση από το δικό τους.

Παρ' όλες τις πρόσκαιρες αντιξοότητες που παρουσίαζε η ζωή για την Παρασκευούλα, η κοπέλλα όχι μόνο δεν φαινόταν πικραμένη, αλλά ούτε καν έμοιαζε να τις αισθάνεται. Ήταν τέτοια η λατρεία της για το Βασίλη, τέτοια η ευγνωμοσύνη της, τέτοιος ο θαυμασμός της για την ασκητικότητά του, για την αυστηρότητα της ζωής του, την τέλεια περιφρόνησή του προς τα υλικά αγαθά, την καθαρότητα της πίστης του και. τέλος, την βαθύτατη θεολογική του κατάρτιση! Η πίστη του της άνοιγε κόσμους. Η ύπαρξή του, και μόνο, ήταν, μετά το Χριστό, η μεγαλύτερη γι' αυτήν προστασία επι γης· τον ευχαριστούσε ταπεινά, που υπήρχε! Τι σημασία είχαν όλα τ' άλλα;..

Σηκώθηκε,.. τον πλησίασε,.. τον ασπάστηκε ελαφρά στον κρόταφο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο σκοτεινό διάδρομο, που ωδηγούσε στην εξώπορτα...

΄Εξω ήταν Γενάρης... Γενάρης και χιονόνερο και πικρότατος άνεμος βορεινός...

Βάδισε, μέ σταθερό το πόδι, πάνω στη γλιστερή άσφαλτο, και προχώρησε απτόητη στο σκοτάδι...

Ο δρόμος της περνούσε από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία -σε απόσταση δέκα λεπτών από το σπίτι του Βασίλη.

Το καντίλι του ιερού έκαιγε πάνω στη νύχτα σα φάρος σε αχανές τρικυμισμένο πέλαγος...

Η πόρτα του ναού δεν έκλεινε ποτέ... Μα τη νύχτα αυτή, για λόγους που μόνο η ίδια γνώριζε, η Παρασκευή προτίμησε να σταθή εκεί μπροστά στο καντήλι που έκαιγε, πίσω από την κόχη του ιερού -παρ' όλο το φοβερά διαπεραστικό κρύο του χειμώνα...

Στάθηκε μαζεμμένη για κάμποση ώρα -ίσως τρία τέταρτα, ίσως περισσότερο- με το χιονόνερο να της αυλακώνη αλύπητα το πρόσωπο και να διαπερνάη χωρίς δυσκολία τα ρούχα της, φτάνοντας ως τη σάρκα, για να την παιδέψη...

«...Δεν είναι μόνο η ολιγοπιστία της, φυσική επί τέλους, και δικαιολογημένη, αν σκεφθής πόσο πρόσφατα άρχισε να κατηχήται...», αναλογιζόταν ο Βασίλης, όταν έμεινε μόνος, «που της δημιουργεί τέτοιες απορίες· παρά και που δεν είναι ελληνίδα... Αυτό το διαβρωτικό πνεύμα της περιέργειας δεν είναι νεοελληνικό· κατάγεται από τη Σχολαστική φιλοσοφία της Δύσης· ποτέ δεν το είχαμε εμείς οι Ορθόδοξοι. Πού ακούστηκε να ζητάμε «αποδείξεις» για την ύπαρξη του θεού ή να αμφισβητούμε τα κείμενα!.. Πού τα κόλλησε όλ' αυτά;.. Στη Γαλλία;..Ή τάφερε μέσα της, σα μικρόβιο, από την Κίνα;..» «Από την Κίνα... Αλήθεια για φαντάσου νά είσαι κινέζος!..» συνέχισε, κάπως ασύνδετα, τις σκέψεις του. Μια φορά της είχε πη: «- Εγώ , όταν ανοίγω τά χέρια μου, θαρρώ πως μπορώ ν' αγκαλιάσω ολόκληρη την Ελλάδα! Πώς μπορείς να πης το ίδιο για την Κίνα;..» Του είχε κάνει εντύπωση, παρ' όλ' αυτά, η απάντησή της: «-Δεν έχω καμμιά ανάγκη ν' αγκαλιάσω την Κίνα. Μου φτάνει που με περιέχει...»

Ύστερα ο νους του, από αλλοίωση σε αλλοίωση, μεταφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια:... Θυμόταν, αμυδρά, τον πατέρα του με δίκοχο. Τον ίδιο τον εαυτό του, παιδάκι ακόμα, να τραβάη νοερά, μαζί με ολόκληρο το έθνος, για τα σύνορα... Η έλξη των συνόρων ήταν τόσο μεγάλη, που ακόμα και μαθητές του Δημοτικού, σαν αυτόν, μόλις συγκρατιόνταν στα μετόπισθεν και δέχονταν να περιοριστούν σε βοηθητικά έργα.

Θυμόταν κάποια απόβραδα του χειμώνα, όπως τώρα, που μέσα στο τελευταίο φως της μέρας άρχιζαν ξαφνικά, η μια μετά την άλλη, να σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών για να φέρουν την είδηση κάποιας νίκης!.. Πρώτη, θάλεγες, πανηγύριζε η Εκκλησία.. -σαν, κατά κάποιο τρόπο, οι νίκες να ήταν πρώτα θρησκευτικές και ύστερα εθνικές, ή σαν το εθνικό αίσθημα να εύρισκε και πάλι την ολοκλήρωσή του και τη δικαίωσή του μέσα στην προγονική πίστη που μας ερχόταν από το Εικοσιένα και το Βυζάντιο... Κι αλήθεια! Οι νίκες του στρατού μας μύριζαν θάλεγε κανένας, θυμίαμα, όπως συμβαίνει στα θαύματα -αφού θαύματα ήταν κι αυτές: πήγαιναν ενάντια στη λογική, και πήγαζαν από πίστη!..

Η φωνή της μητέρας του, που τον καλούσε για δείπνο, έβαλε τέρμα στην ονειροπόληση, με τό γλυκότερο δυνατό τρόπο.

Ο Βασίλης σηκώθηκε, υπάκουα σχεδόν, και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γραφείου του...



***

Τρεις μέρες μετά τη βραδιά της θεολογικής συζήτησης πάνω στις Πράξεις των Αποστόλων, η Παρασκευή μεταφέρθηκε, επειγόντως, στο νοσοκομείο, με πνευμονία... Πέθανε σε δύο εβδομάδες. Δεν είχε προφτάσει να βαφτιστή! Κι όσο για το γάμο της, είχε προγραμματισθή να γίνη ύστερα από τέσσερις μήνες...

Η Παρασκευή πέθανε αβάφτιστη και παρθένα.

Ο Βασίλης συνεννοήθηκε με μια συγγένισσά του, στην Πάτρα, να ταφή σ' ένα παλιό κτήμα, άλλοτε αμπέλι, που της ανήκε· χωρίς βέβαια την παρουσία και συμπαράσταση της Εκκλησίας, εφ' όσον δεν επιτρέπουν οι κανόνες εκκλησιαστική ταφή αλλοθρήσκων...

Από τότε πέρασαν χρόνια... Ο Βασίλης παντρεύτηκε την κόρη ενός οικογενειακού φίλου, δημοδιδασκάλου, και μετά χειροτονήθηκε διάκονος, κι αργότερα ιερεύς... Μολονότι το πρόσωπό του είχε χάσει πια την νεανική έξαψη της πίστης, και την έκφραση της «αποφασιστικότητας» και του «προορισμού», εξακολουθούσε πάντοτε να θεωρήται άγιος από το πλήθος -και ίσως με μεγαλύτερη επίταση από ποτέ: ακόμα περισσότερος λαός έτρεχε, κάθε Κυριακή, απ' όλο το νομό, στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, για να ακούση τα πράγματι εμπνευσμένα κηρύγματά του. Η εκλογή του στην έδρα της Δογματικής, στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ήταν μόνο ζήτημα λίγου χρόνου. Και τα συγγράματά του είχαν αρχίσει να έχουν πανελλήνια απήχηση... Ένα από τα κυριώτερα θέματα της διδασκαλίας του ήταν η παρακμή της Ορθοδοξίας και η αντίστοιχη πνευματική πτώχευση ολόκληρης της ανθρωπότητας· πτώχευση που τη συνδύαζε με την καταστροφή του «φυσικού περιβάλλοντος» και τη ρύπανση της γης. Καταδίκαζε, ακόμα, τον «αφελληνισμό» του Τόπου και τη διαβρωτική επίδραση που ασκούσε η δυτική νοοτροπία μες απ' τον τουρισμό, στα θρησκευτικά και κοινωνικά μας ήθη.

Σαν επικύρωση της ορθότητας των καταγγελιών του ήρθε μια μέρα η είδηση από τη συγγένισσα στην Πάτρα, πως της είχαν ζητήσει το κτηματάκι για την ανέγερση πολυκατοικίας, και τι να κάνη; φτωχή γυναίκα ήταν κι αυτή, απροστάτευτη και βασανισμένη: το είχε υποσχεθή.

Ανάγκη, λοιπόν, να εκταφούν τα οστά της Παρασκευής.

Ο Βασίλης καταταράχθηκε, συγκινήθηκε -μα συνειδητοποίησε πως δεν είχε εκλογή...

Ειδοποίησε πως θα έρθη να παραλάβη τα λείψανα.

Έτσι, ένα πρωί, αυτός, η πρεσβυτέρα του, κι ο μικρός τους γιος, μόλις τεσσάρων ετών, πήραν το τραίνο για την Πάτρα, όπου τους υποδέχθηκε η συγγένισσα, μαζί με τα δυο ενήλικα παληκάρια της - που θ' ανελάμβαναν και το έργο της εκσκαφής.

Το κτηματάκι όπου βρισκόταν ενταφιασμένη η Παρασκευή ήταν έξω από την πόλη, σε απόσταση δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο.

Η συνοδία έφτασε κατά τις οκτώ το πρωί, λίγο μετά την ανατολή ενός παγερού ήλιου -που γρήγορα κάλυψαν τα σύννεφα...

Έκαναν κύκλο γύρω από τον τάφο. Η παρουσία του ιερέα εκεί ήταν μόνο συμπτωματική, και χωρίς κανένα θρησκευτικό νόημα...

Επιδόθηκαν χωρίς χρονοτριβή στο έργο... Και τότε, με τους πρώτους ήχους της σκαπάνης, ένα λεπτό ανοιξιάτικο άρωμα, σαν από βασιλικό, μόσχο και ρόδο συνάμα, ανέβηκε από το χώμα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις αισθήσεις των παρισταμένων: του Βασίλη, της πρεσβυτέρας, του μικρού τους γιου, της συγγένισσας και των δύο ενηλίκων παιδιών της.

Τα κόκκαλα της Παρασκευής είχαν ευωδιάσει.



Άβαταρ μέλους
Xaris
Δημοσιεύσεις: 25
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:43 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Xaris » Τετ Αύγ 22, 2012 9:11 am

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΟΣ

Εις της Λαοδικείας το κάστρον ήταν ένας ιερέας ευλαβής και φοβούμενος τον Θεό. Μία νύκτα επήγε προς αυτόν ο πρώτος του τόπου αναγκάζοντας τον να σηκωθεί και να πάει να βαπτίσει το παιδί του που ήταν σε κίνδυνον και αβάπτιστον. Ο ιερέας σηκώθηκε αμέσως και άρχισε από το κρεβάτι του αμέσως να λέει της προσευχές του Αγίου Βαπτίσματος έως έφτασε στον τόπο του άρχοντα. Την ώρα που έφερναν το νερό και το Άγιο έλαιον, πέθανε το παιδί αβάπτιστον. Παίρνει ο ιερέας το παιδί και το βάζει μπροστά στο θυσιαστήριο και λέει. Εσένα του ομοδούλου μου Αγγέλου του Θεού μιλώ. Με την εξουσία όπου μας έδωσε ο Θεός να δένουμε και να λύνουμε τα επί της γης και εν ουρανώ, δώσε πίσω την ψυχή του παιδ\ιού στο σώμα, για να βαπτιστή, διότι δεν νομίζω να σου πρόσταξε ο Θεός, να πάρεις αυτήν την ψυχή αβάπτιστη γιατί γνωρίζει ο Κύριος μου και ο Θεός μου ότι δεν αμέλησα

Αυτά είπε ο ευλαβής εκείνος ιερέας και αμέσως γύρισε η ψυχή στο σώμα του παιδιού και αφού το εβάπτησε ο ιερέας, τότε κοιμήθει το παιδί και παράλαβε ο Άγγελος την ψυχή του παιδιού βαπτισμένον πλέον. Αυτό είναι άξιον να δούμε την αξίωμα της ιεροσύνης πως στους Αγγέλους έχει δύναμη πόσο μάλλον εις τους ανθρώπους

Αυτό για πνευματική τροφή για τους φίλους
Χάρης


Αλλ' ώς ο ληστής ομολογώ Σοι,
Μνύσθητί μου, Κύριε,
Εν τη Βασιλεία Σου.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τετ Αύγ 22, 2012 9:13 am

Κάποιος σου μιλά . . . αφουγκράσου


" Σε κοίταξα όταν ξύπνησες το πρωί.

Περίμενα να μου πεις δύο-τρεις λέξεις,
ευχαριστώντας με για όσα σου συνέβαιναν,
ζητώντας τη γνώμη μου για ό,τι πρόκειται να κάνεις σήμερα.

Εικόνα

Παρατήρησα ότι ήσουν πολύ απασχολημένος
προσπαθώντας να βρεις τα κατάλληλα ρούχα
για να πας στη δουλειά σου.

Ήλπιζα να βρεις κάποιες στιγμές να μου πεις μια καλημέρα!
Αλλά ήσουν...
... πολύ απασχολημένος.

Για να δεις ότι είμαι κοντά σου,
έφτιαξα για σένα τον πολύχρωμο ουρανό
και το κελάηδημα των πουλιών.

Κρίμα όμως που δεν παρατήρησες ούτε τότε την Παρουσία μου.

Σε ατένιζα όταν έφευγες βιαστικός προς τη δουλειά σου
και πάλι περίμενα. . .

Υποθέτω ότι εξαιτίας της απασχόλησης σου,
δεν είχες χρόνο ούτε τότε να μου πεις δύο λόγια.

Όταν γυρνούσες από τη δουλειά
είδα τη κούραση και το στρες σου
και σου έστειλα ένα ψιλόβροχο
για να σε απαλλάξει από την πίεση της ημέρας.

Νόμιζα ότι κάνοντας σου αυτή τη χάρη θα με θυμηθείς.
Ως αντάλλαγμα όμως στενοχωρημένος, με έβρισες.

Επιθυμούσα τόσο πολύ να μου μιλήσεις.
Οπωσδήποτε η ημέρα ήταν ακόμα μεγάλη.

Άνοιξες μετά την τηλεόραση,
και όταν παρακολουθούσες την αγαπημένη σου εκπομπή,
εγώ περίμενα . . .

Έπειτα δείπνησες με τους δικούς σου
και για άλλη μια φορά δεν με θυμήθηκες.

Βλέποντας σε τόσο κουρασμένο
κατάλαβα τη σιωπή σου
και έσβησα τη λαμπρότητα του ουρανού
για να μπορείς να ξεκουραστείς,

αλλά δεν σε άφησα σε σκοτάδι πίσσα ,
άφησα ξάγρυπνα για σένα πλήθος από αστέρια.

Ήταν τόσο όμορφα, κρίμα που δεν τα παρατήρησες...
αλλά δεν πειράζει!

Μήπως πράγματι συνειδητοποίησες ότι Εγώ είμαι εδώ για σένα ;
Έχω περισσότερη υπομονή από ότι εσύ μπορείς ποτέ να φανταστείς.
Θέλω να σου το δείξω αυτό, για να το δείξεις και εσύ με τη σειρά σου στους γύρω σου.

Σ' αγαπώ τόσο πολύ ώστε θα σε ανέχομαι , όσο χρειαστεί , για να με αισθανθείς ότι είμαι δίπλα σου .

Τώρα από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσεις πάλι.
Δεν Μου μένει παρά να σ' αγαπώ και να ελπίζω
ότι τουλάχιστον σήμερα θα Μου χαρίσεις λίγο χρόνο από το χρόνο σου ,
και θα μιλήσεις λίγο μαζί μου . . . "


Πηγή: http://pentapostagma.blogspot.com/2010/ ... z0yXMEmuln


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τετ Αύγ 22, 2012 9:13 am

Τι είναι ωριμότητα;

Η ωριμότητα είναι η ικανότητα να
ελέγχει κανείς το θυμό του χωρίς
καταστροφή ή άσκηση βίας.

Η ωριμότητα είναι υπομονή
Είναι η προθυμία να αρνηθούμε μια
άμεση ικανοποίηση χάριν ενός
μεταγενέστερου κέρδους..

Η ωριμότητα είναι επιμονή, να μοχθεί
κανείς σε ένα πρόγραμμα ή μια
κατάσταση παρά τη σκληρή
αντιπολίτευση και τις απογοητευτικές
παλινωδίες.

Ωριμότητα είναι να αντιμετωπίζει κανείς
δυσάρεστα, άβολα και απογοητευτικά
πράγματα και ήττες χωρίς παράπονο ή
εγκατάλειψη. .

Ωριμότητα είναι η ταπείνωση. Είναι να
έχεις το ανάστημα να πεις «Έσφαλα».
Και όταν έχει δίκιο, ο ώριμος άνθρωπος
δεν χρειάζεται την ικανοποίηση να πει
«εγώ σου το είχα πει» .

Ωριμότητα είναι να πάρεις μια
απόφαση και να επιμείνεις. Οι
ανώριμοι δαπανούν τη ζωή τους
εξετάζοντας αναρίθμητες δυνατότητες
και στο τέλος δεν κάνουν τίποτα.

Ωριμότητα είναι να μπορεί να στηριχτεί
κανείς επάνω σου, να τηρείς το λόγο
σου, να αντέχεις σε μια κρίση.

Οι ανώριμοι είναι πολύ καλοί στα
άλλοθι. Πάσχουν από σύγχυση και
έλλειψη οργάνωσης.
Η ζωή τους είναι ένας λαβύρινθος από
υποσχέσεις που δεν τήρησαν, από
παλιούς φίλους, από ατέλειωτες
δουλειές και καλές προθέσεις που δεν
υλοποιήθηκαν.

–αγνώστου από το Διαδίκτυο–

Πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό "Το Γράμμα" Τεύχος 98/8-9.2010 , σελ.13


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Κρότων
Δημοσιεύσεις: 104
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 12:59 pm
Τοποθεσία: Μάνος, Αθήνα
Επικοινωνία:

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Κρότων » Τετ Αύγ 22, 2012 9:17 am

Θυσία
της Maddy Jonas

Τον Ιούνιο του 1993 μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο και είχα πιάσει δουλειά ως σερβιτόρα σ’ ένα εστιατόριο της Βαλτιμόρης. Τα λεφτά ήταν λίγα και μου έφταναν μόνο αν νοίκιαζα με το μήνα δωμάτιο σ’ ένα μοτέλ. Για οικονομία, έτρωγα το «πιάτο της ημέρας», όποιο και αν ήταν, εκεί που δούλευα. Η τιμή του ήταν 5 δολάρια με έκπτωση 50% για τους εργαζόμενους. Έτρωγα το μισό το μεσημέρι και άφηνα το υπόλοιπο για το βράδυ.Τα βράδια είχε πολλή δουλειά και πολλούς σπουδαστές, αλλά εμένα, ως νεότερη, μ’ έβαλαν να σερβίρω το μεσημέρι, που δεν είχε πελάτες ούτε κέρδος.

Μια ζεστή μέρα μπήκε στο κατάστημα ένας άντρας με βρώμικα ρούχα, με αραιά μαλλιά και αξύριστος από καιρό. Κανείς σερβιτόρος δεν τον ήθελε και είπα ότι θα τον σέρβερνα εγώ. Πολύ σιγανά, έκανα προσπάθεια να τον ακούσω, μου παρήγγειλε έναν καφέ και το πιάτο της ημέρας. Υπολόγισα ότι 6 δολάρια θα ήταν πολλά λεφτά για εκείνον –και βεβαίως και για μένα. Όταν πήγα την παραγγελία στην κουζίνα μου είπαν ότι ο τύπος θα απέφευγε να πληρώσει και πάντως δεν θα έδινε φιλοδώρημα. Προσπάθησα να σκεφτώ ότι ήταν
άνθρωπος και πελάτης, όπως όλοι, και έκανα τη δουλειά μου όπως με κάθε πελάτη.

Καθόταν ήρεμος. Αντίθετα με άλλους που έτρωγαν μόνοι, δεν διάβαζε τίποτα. Μόνο κοίταζε τον καφέ του ή προς τα έξω αναπολώντας ίσως καλύτερους καιρούς. Έτρωγε αργά και φαινόταν να απολαμβάνει κάθε μπουκιά. Αυτό δεν ήταν μόνο φαγητό γι’ αυτόν, για να συντηρηθεί, αλλά και δροσερός τόπος για να καθήσει και να αναπαυθεί, έστω για λίγο. Όταν άδειασε το πιάτο του, πέρασα να του ξαναγεμίσω την κούπα με καφέ και ν’ αφήσω τον λογαριασμό. «Δεν υπάρχει βία», του είπα. Μήπως υπήρχαν άλλοι να περιμένουν για τραπέζι, γιατί να τον κάνω να φύγει;

Πήγα λίγο στην τουαλέτα και όταν γύρισα, ο πελάτης μου είχε φύγει. Οι άλλοι γέλασαν και μου θύμισαν ότι με είχαν προειδοποιήσει ότι θα με πιαστώ κορόιδο. Δεν μίλησα και πήγα να καθαρίσω το τραπέζι αφήνοντας το πιατάκι του λογαριασμού τελευταίο. Όταν το σήκωσα, έπεσαν κάτι κέρματα. Ο λογαριασμός των 6 δολαρίων είχε πληρωθεί με τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Κάθησα και μέτρησα τα κέρματα –ήταν 1,20 δολ. Καθώς
κοίταζα τα ψιλά κατάλαβα ότι πιθανότατα με θυσία ο πελάτης μου μού είχε διδάξει ένα μάθημα.

Σε κάθε άνθρωπο που έχουμε μια επαφή ή δοσοληψία ασκούμε μια επιρροή. Είναι επιλογή μας τι είδος επιρροής θέλουμε να ασκήσουμε.

(Ηλεκτρονικό Περιοδικό "Το Γράμμα", Τεύχος 99, σελ. 12)



Κρότων
Δημοσιεύσεις: 104
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 12:59 pm
Τοποθεσία: Μάνος, Αθήνα
Επικοινωνία:

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Κρότων » Τετ Αύγ 22, 2012 9:17 am

Μια μικρή ιστορία

Εικόνα

Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ακόμη έρημοι. Χαράματα παραμονής Χριστουγέννων. Ο αγαθός λευΐτης βάδιζε για την εκκλησία του. Ξάφνου, μια μισοσβησμένη φωνή, από τη γωνιά του δρόμου, τον σταματά. Ήταν ένας ρακένδυτος γέρος ζητιάνος, που άπλωνε το
ισχνό χέρι του ζητώντας βοήθεια.

Ο παπάς, πατέρας πολυμελούς οικογένειας, του κάκου ψάχνει κα ξαναψάχνει τις τσέπες του. Δεν βρίσκει ούτε πεντάρα. Λυπάται πολύ γι’ αυτό. Τότε, αυθόρμητα, σκύβει στο ζητιάνο, αδράχνει με τα ζεστά, πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού απλωνόταν, το σφίγγει και με φωνή γεμάτη αγάπη και συμπόνια, λέει:
- Αδελφέ μου, δε βρίσκω τίποτε να σου δώσω. Θα ξαναπεράσω να σε βρω, σάν θα έχω κάτι για σένα.

Τα ζεστά χέρια του παπά θέρμαναν το παγωμένο χέρι του ζητιάνου. Η απαλή και στοργική φωνή του γλύκανε σαν χάδι τη βασανισμένη καρδιά. Κι ο ζητιάνος τότε, με νέα φωνή, απάντησε:
- Δέσποτα, μούδωσες το παν. Νάξερες πόσα χρόνια είχε να πιάσει ανθρώπινο χέρι το δικό μου!

ΠΗΓΗ: «Ο ΟΝΗΣΙΜΟΣ» Σύλλογος Συμπαραστάσεως Κρατουμένων



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τετ Αύγ 22, 2012 9:21 am

"Καλημέρα Χριστέ μου..."
7 Δεκεμβρίου, 2010 — vatopaidifriend2

Εικόνα

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δύο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένεια του στη Νίκαια. Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του.
Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».

Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα».

Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.

Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε: -Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. -Και τι σου λέει, παππού; -«Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».

Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση.

Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός: -Μήπως είναι φαντασία σου; -Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι. -Ήρθε και σήμερα; -Ήρθε. -Και τι σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ – πρωΐ.

Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ – πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπίστωσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει.

Πράγματι εκεί πού κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, ISBN: 978-960-89593-2-3, Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», 630 88 Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

(Αναδημοσίευση από το vatopaidi.wordpress.com)


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Άβαταρ μέλους
Κατερίνα
Δημοσιεύσεις: 91
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:44 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Κατερίνα » Τετ Αύγ 22, 2012 9:23 am

Η Δύναμη της γονικής αγάπης (Team Hoyt)

Εικόνα

Ο Ντικ Hoyt είναι ένας συνταξιούχος του Αμερικανικού στρατού, ζει στην πόλη Holland της Μασαχουσέτης των Η.Π.Α. και είναι σήμερα 68 ετών.
Πριν από 46 χρόνια η σύζυγός του Judy έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι που το ονόμασαν Rick.
Η γέννα ήταν δύσκολη καθώς ο ομφάλιος λώρος είχε μπλεχτεί γύρω από το λαιμό του εμβρύου σταματώντας την αιμάτωση του εγκεφάλου τα πρώτα κρίσιμα λεπτά της ζωής του.
Τελικά o Rick έζησε αλλά όπως είπαν αργότερα οι γιατροί στους γονείς του δεν θα μπορούσε ποτέ ούτε να περπατήσει, ούτε να μιλήσει.
Η ολιγόλεπτη αυτή στέρηση του οξυγόνου κατέστρεψε το τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που ελέγχει την κίνηση των άκρων και της ομιλίας. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελέγχει τις κινήσεις του κεφαλιού.
Οι γιατροί τους πρότειναν να βάλουν το Rick σε ένα ειδικό ιατρικό κέντρο για παιδιά με τέτοια προβλήματα όπου θα τύχει της καλύτερης δυνατής φροντίδας. Τότε ο Rick ήταν 9 μηνών.
Οι Hoyt ήταν κατηγορηματικοί. Τα ματάκια του Rick ακολουθούσαν τις κινήσεις τους μέσα στο δωμάτιο. Δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι το παιδί τους θα έμενε για πάντα "φυτό".
Πήραν την απόφαση να μεγαλώσουν τον Rick μαζί με τ' αδέλφια του σαν ένα φυσιολογικό παιδί.
Όταν ο Rick ήταν 11 ετών τον πήγαν στο Πολυτεχνείο του Tufts University στη Βοστόνη και ζήτησαν από τους μηχανικούς μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσουν το παιδί να επικοινωνεί.
Μόλις ο επικεφαλής καθηγητής είδε το παιδί, τους είπε: "Αδύνατον. Ο εγκέφαλος ενός τέτοιου παιδιού δεν μπορεί να δεχθεί τίποτε!"
"Σας παρακαλώ, μιλήστε του." Είπε ο Dick. "Πείτε του κάτι. Πείτε του ένα αστείο!"
Ο καθηγητής είπε στον Rick ένα ανέκδοτο και ο Rick γέλασε.
Λίγους μήνες αργότερα οι μηχανικοί του Tufts έφτιαξαν ένα σύστημα με το οποίο ο Rick με διάφορες κινήσεις του κεφαλιού μετακινούσε ένα κέρσορα, επιλέγοντας γράμματα και σχημάτιζε λέξεις στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Αυτό ήταν! Το παιδί άρχισε να επικοινωνεί. Η πρώτη φράση που έγραψε στον υπολογιστή ήταν: "GO BRUINS". Είναι μια έκφραση των Αμερικανών για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. Bruins είναι η ομάδα χόκεϊ της Βοστόνης. Έτσι το παιδί έδειξε μια σαφή προτίμηση προς τον αθλητισμό.
Αργότερα πήγε στο σχολείο. Όταν ήταν 15 ετών ένας συμμαθητής του τραυματίστηκε σε τροχαίο και το σχολείο οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου 8 χιλιομέτρων προς τιμήν του.
Όταν ο Rick γύρισε στο σπίτι είπε στον πατέρα του: "Μπαμπά θέλω να τρέξουμε για τον Στιβ".
Ο Ντικ σάστισε Πως ένα "γουρουνόπουλο", όπως συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του, που δεν έτρεξε ποτέ πάνω από ένα χιλιόμετρο συνεχόμενο, θα έσπρωχνε ένα αναπηρικό καροτσάκι για 8 χιλιόμετρα;
Το δοκίμασε. Και τα κατάφεραν. Μετά ο Ντικ ήταν "παράλυτος" για δυο βδομάδες.
Ο Rick είπε στον πατέρα του: "Μπαμπά, όταν τρέχαμε, ένοιωθα ότι δεν είμαι πια παράλυτος. Ένοιωθα να τρέχω κι εγώ μαζί σου! "
Αυτή η μέρα άλλαξε την ζωή των Hoyt για πάντα.
Ο Ντικ δάκρυσε. Αποφάσισε να τρέχει μαζί με το γιο του όσο πιο συχνά μπορούσε.
Άρχισαν εντατική προπόνηση και 2 χρόνια αργότερα ήταν έτοιμοι για το μεγάλο αθλητικό γεγονός. Τον Μαραθώνιο της Βοστόνης του 1979.
Δεν κατάφεραν να πάρουν επίσημη συμμετοχή αλλά έτρεξαν και τερμάτισαν!
Τα επόμενα χρόνια πήραν και επίσημη συμμετοχή.
Η επόμενη πρόκληση ήταν το τρίαθλο. Ένα αγώνισμα συνδυασμός από τρέξιμο, ποδηλασία και κολύμπι. Οι Ολυμπιακές αποστάσεις για το τρίαθλο είναι: τρέξιμο 10 χλμ., ποδηλασία 40χλμ. και κολύμπι 1.5 χλμ. Ο Ντικ αποφάσισε να το δοκιμάσει κι αυτό. Και τα κατάφερε. Και όσο ο Ντικ ανέβαζε τον πήχη και δοκίμαζε πιο δύσκολες διοργανώσεις, τόσο ο Rick ένιωθε λιγότερο την τετραπληγία του. Γίνονται πολλές διοργανώσεις τρίαθλου ανά τον κόσμο σε διάφορες αποστάσεις. Η κορυφαία όμως δοκιμασία για υπεραθλητές ψυχής είναι το λεγόμενο Ironman τρίαθλο που διεξάγεται στη Χαβάη. 3,8 χλμ. κολύμπι, Μαραθώνιος (42.195μ. τρέξιμο) και 180 χλμ. ποδηλασία! Μια δοκιμασία 15 ωρών για σώμα και ψυχή γι αυτούς που αποδεικνύουν ότι η θέληση μπορεί να νικήσει την σωματική εξάντληση.
Ο Ντικ το επιχείρησε 6 φορές. Και τερμάτισε και τις 6! Μεταφέροντας πάντα τον γιο του, Rick.
Κολύμπησε 3,8 χλμ. σέρνοντας μια φουσκωτή βάρκα μέσα στην οποία ήταν ο Rick, έτρεξε 42 χλμ. σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι του Rick και ποδηλατούσε για 180 χλμ. κουβαλώντας και τον Rick. Κάτι που πολλοί αθλητές δεν καταφέρνουν ούτε μόνοι τους.
Από το 1979 που συμμετείχαν στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, ο Ντικ και ο Rick Hoyt (Team Hoyt) συμμετείχαν σε 958 αθλητικά γεγονότα μεταξύ των οποίων 224 τρίαθλον, 6 Ironman τρίαθλον, 65 Μαραθώνιους, τους 25 στη Βοστόνη και 20 δίαθλα με ένα απ' αυτά το1992, να διασχίζουν τις Ην. Πολιτείες από Βορρά προς Νότο τρέχοντας και ποδηλατόντας για 45 μέρες καλύπτοντας 5.976 χλμ!
Πέρυσι σε ηλικία 67 ετών ο Ντικ και 45 ο Rick τερμάτισαν για 25η φορά στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, στην 5.083η θέση μεταξύ 10.000 αθλητών.
Το 1992 τερμάτισαν με χρόνο 2 ώρες και 40 λεπτά, 35 λεπτά πάνω από το παγκόσμιο ρεκόρ.
Τότε κάποιοι παρότρυναν τον Ντικ να τρέξει μόνος του μια και ήταν σίγουρο ότι θα κατέγραφε χρόνο μέσα στους καλύτερους του κόσμου.
Η απάντηση του Ντικ ήταν άμεση και μονολεκτική. ΟΧΙ. Τρέχω για να αισθάνεται καλύτερα ο γιος μου και όχι για το ρεκόρ.
Ο Rick κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο πανεπιστήμιο και όταν αποφοίτησε δέχθηκε την πρόταση του πανεπιστημίου για να εργαστεί στις υπηρεσίες του, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ο Ντικ ανακηρύχθηκε ο ΠΑΤΕΡΑΣ του αιώνα και συνεχίζει να λαμβάνει μέρος σε μαραθώνιους και τρίαθλα όποτε οι υποχρεώσεις του Rick το επιτρέπουν.
Πρόσφατα σε μια τηλεοπτική συνέντευξη των Hoyt ρώτησαν τον Rick, μετά απ' όλα αυτά τι δώρο θα ήθελε να κάνει στον πατέρα του. Ο Rick έγραψε στον υπολογιστή:
"Θα ήθελα, έστω και για μία φορά, να καθίσει ο πατέρας μου στο καροτσάκι και να τον σπρώχνω εγώ."

Πηγή: kmas01.pblogs.gr



Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6867
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Τετ Αύγ 22, 2012 9:24 am

Πολύ συγκινητική ιστορία Κατερίνα. Σ' ευχαριστούμε.


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 2 και 0 επισκέπτες