Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Domna
Δημοσιεύσεις: 340
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:36 pm

Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Domna » Τετ Αύγ 22, 2012 8:56 am

ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ

Είναι μια φαινομενικά απλοϊκή ιστορία. Ένα παραμύθι. Έχει όμως ένα βαθύ και μεγάλο δίδαγμα.
*********************
Ήταν μια φορά σ' ένα δάσος τρία δέντρα.
Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό- μια προοπτική.
• Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο• ξυλόγλυπτο• όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμα του και η προοπτική του.
• Το δεύτερο δένδρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός κάλου ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι• γερό σκαρί' όμορφο, μεγαλόπρεπο- που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα• που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.
• Το τρίτο δένδρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δένδρο του δάσους• έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον Ουρανό και τον θεό.

Όμως πέρασαν τα χρόνια. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς.
Πήγαν υλοτόμοι.
• Και έκοψαν το πρώτο δένδρο. Και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκαμε δοχείο για την τροφή των ζώων παχνί για τα άχυρα των ζώων.
• Το δεύτερο δένδρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι, για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που τόχαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν.
• Το τρίτο δένδρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του.

Περνούσαν χρόνια. Και τα δέντρα, απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους.

Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μια γυναίκα ήλθαν στον στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Και απόθεσαν σ' εκείνο το ξύλινο παχνί όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο τον θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας. Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτή μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο τον Θεό.

Στο μικρό ψαροκάικο -που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο- μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες• ένας απ' αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Και το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει. Οι άλλοι τότε ξύπνησαν εκείνον που κοιμόταν. Και εκείνος τότε σηκώθηκε. Και διέταξε την φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Σιώπα• πεφίμωσο». Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ. Έτσι και το δεύτερο δένδρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές Του!

Και το τρίτο δένδρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό' Και σ' αυτόν τον σταυρό σταύρωσαν τον Χριστό. Έτσι το δένδρο αυτό έγινε πω ψηλό από ό,τι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στον θεό! Έγινε, όπως λέμε σε ένα τροπάριο, ουρανού Ισοστάσιο.

Τελικά, το κάθε ένα από τα δένδρα της ιστορίας μας απόκτησε όχι μόνο αυτό που ήθελε και ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα• όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε.
Η ιστορία αυτή μας λέει:
Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του θεού για μας. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός, είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο για μας.

Εμείς πρέπει να κάνουμε όνειρα. Για το καλό. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε και ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εμείς θα θέλαμε. Και ότι ο Θεός οικονομεί και γίνονται καλύτερα από ό,τι εμείς φανταζόμαστε.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ας έχουμε πίστη. Πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό



Άβαταρ μέλους
Kefallonitis
Δημοσιεύσεις: 13
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:18 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Kefallonitis » Τετ Αύγ 22, 2012 8:59 am

ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΔΙΔΑΓΜΑ.



Άβαταρ μέλους
stratis
Δημοσιεύσεις: 434
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:12 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό stratis » Τετ Αύγ 22, 2012 9:00 am

Πόλλη όμορφη και διδακτική ιστορία όπως λέει κι ο Κεφφαλονίτης και καλύτερα το θέμα αυτό να μετονομαστεί σε διδακτικές ιστορίες, ώστε να μπορούμε να προσθέσουμε μελλοντικά κι άλλες εδώ.



Άβαταρ μέλους
Domna
Δημοσιεύσεις: 340
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 6:36 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Domna » Τετ Αύγ 22, 2012 9:02 am

Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδας. Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’αυτόν, μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο. Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ένα μοναστήρι και στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.

Μια μέρα όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για τη σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε ποιός είναι αυτός που είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζωντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε ο Ηγούμενος του είπε πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία) τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε της Εκκλησίας άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί. Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος αυτός που κάθεται στις καρδιές των πραέων του απάντησε πως φοβάται να κατέβει μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε και τότε του φάνηκε πως κατέβηκε και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ (ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό πολύ αγαπητό στο νεωκόρο ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι’αυτο του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτον στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο αλλα πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ’εκείνο το τραπέζι. Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα× αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;» Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς και μετά οκτω ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»

Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ’εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού» να απολαύσουμε. Αμήν.

Επιμέλεια Ιερομόναχου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ



Άβαταρ μέλους
Γεώργιος
Δημοσιεύσεις: 52
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:15 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Γεώργιος » Τετ Αύγ 22, 2012 9:04 am

Προς Κορινθίους Α΄ Κεφ Ιδ΄
20 Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταίς φρεσίν, αλλά τή κακία νηπιάζετε, ταίς δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε.

Για προβληματισμό.



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:06 am

Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ

Σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποιος ενάρετος διάκονος. Κάποτε ζήτησε άσυλο εκεί ένας άρχοντας, πολιτικός φυγάς, με την οικογένειά του. Ο διάβολος λοιπόν τα έφερε έτσι που να πέσει σε αμαρτία ο διάκονος με μια από τις νεαρές φιλοξενούμενες αρχοντοπούλες. Το κακό δεν άργησε να φανερωθεί και να σκανδαλίσει πολλές συνειδήσεις.

Ο φταίχτης όμως μετανόησε ευθύς. Πήγε χωρίς χρονοτριβή σ’ ένα γείτονά του ερημίτη και με συντριβή εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ο γέροντας είχε μια κρύπτη στο εσωτερικό της καλύβας του και ο διάκονος το γνώριζε. Τον παρακάλεσε λοιπόν να του την παραχωρήσει. Ήθελε να ταφή μέσα ζωντανός και να κλαίει μέχρι να τον βρει ο θάνατος!

Έτσι και έγινε. Ο αμαρτωλός κλείστηκε στον σκοτεινό του τάφο. Ο γέροντας κάθε βράδυ έριχνε λίγο ψωμί από ένα μικρό άνοιγμα..

Πέρασαν χρόνια. Οι άνθρωποι έχασαν τα ίχνη του διακόνου. Σταμάτησαν με τον καιρό να σχολιάζουν το σκάνδαλο. Στο τέλος το λησμόνησαν.

Μια εποχή ο Νείλος κρατούσε με πείσμα το νερά του χαμηλά. Δεν φούσκωνε να ποτίσει τη διψασμένη από το λιοπύρι αιγυπτιακή πεδιάδα. Τα χωράφια χλόμιασαν. Τα σπαρτά καταστρέφονταν σιγά – σιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Απελπισμένοι οι άνθρωποι έτρεχαν στα μοναστήρια και στις εκκλησίες για προσευχές και λιτανείες. Μάταια όμως. Τα νερά του ποταμού δεν ανέβαιναν με κανένα τρόπο.

Τέλος, ο επίσκοπος μιας επαρχίας, ένας άγιος άνθρωπος, που έκανε πολλή προσευχή για τη δυστυχία του κόσμου, άκουσε φωνή στον ύπνο του να του λέει πως, αν δεν προσευχηθεί ο διάκονος που είναι κρυμμένος στην καλύβα του τάδε γέροντα, το νερό δεν ανεβαίνει!

Την άλλη μέρα ο ευσεβής επίσκοπος με όλο τον κλήρο του και πολύ λαό πήγε στην καλύβα του γέροντα και έβγαλε δια της βίας τον διάκονο από την κρυψώνα του. Τον ανάγκασε να προσευχηθεί.

Μόλις εκείνος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχής, ο Νείλος πλημμύρισε και πότισε τα διψασμένα χωράφια.

Οι άνθρωποι που προηγουμένως είχαν σκανδαλιστεί με το σφάλμα του, βλέποντας τώρα την παρρησία που είχε αποκτήσει με την καλή του μετάνοια, τον ευλαβήθηκαν και δόξασαν το Θεό.

Από το Γεροντικό



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:07 am

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.

Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο.Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...



- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.

- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;

- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.

- Και σαν τι λες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.

- Και τα εννοείς;

- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.

- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.



- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε ... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;

- Ορίστε;

- Εκκλησία πας;

- Δεν καταλαβαίνω ...

- Την προσευχή σου την κάμεις;

- Τι εννοείς, γιαγιά;

- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;

- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε ... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

ΠΗΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:07 am

Ο ΠΑΠΑ-ΣΑΒΒΑΣ

Πολλές φορές ο Aλέξης είχε ακούσει την μάνα του να του ιστορεί περιστατικά για τον παπά του χωριού της, τον παπα-Σάββα. Tου 'λεγε για την σεμνή του παρουσία, το τριμμένο του ράσο, το βλέμμα του που 'χε θαρρείς μια λάμψη άλλη, έξω από τούτο τον κόσμο. Tου 'λεγε ακόμη για τα κηρύγματά του, που 'ταν μοναδικά, και για τις λειτουργίες, που ήθελες - δεν ήθελες σε 'πιαναν τα κλάματα σαν έβλεπες σκυφτό το γεροντάκι να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να λιβανίζει λέγοντας, αργά-αργά, το «Eλέησόν με ο Θεός...»

Mα ο Aλέξης κάτι τέτοια δεν τα είχε σε μεγάλη υπόληψη. Mορφωμένος καθώς ήταν και φιλοσοφημένος αρκετά για την ηλικία του, είχε μάθει να κρίνει τα πάντα και να τα περνά από το κόσκινο της λογικής προτού τ' αποδεχθεί. Eξάλλου, όλο αυτό το παπαδολόι με τα φανταχτερά άμφια, τα πάρε - δώσε με την εξουσία, τα σκάνδαλα που άκουγε κάθε τόσο, καθώς και οι εκνευριστικές κορώνες περί ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που ευκαίρως - ακαίρως εκτόξευαν μεγαλοσχήμονες δεσποτάδες του προκαλούσαν αηδία. Γι' αυτό και κείνος πολλά με την Eκκλησία δεν είχε.

Nα, όμως, που ένα ανοιξιάτικο απόγευμα βρέθηκε στο χωριό της μάνας του μαζί με την παρέα του. Eίχαν πάει, φοιτητές αυτοί της Nομικής, να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μακριά από το θόρυβο της πόλης στο εξοχικό του Aλέξη, στο πατρικό σπίτι της μάνας του. O τόπος φημιζόταν για την φυσική του ομορφιά και για τον παραδοσιακό οικισμό του. Ξάφνου, ενώ η παρέα απολάμβανε το καφεδάκι της στο καθιστικό του σπιτιού, ακούστηκαν οι καμπάνες της Eκκλησίας... Στο άκουσμά τους ο Aλέξης ταράχθηκε και σαν να του 'ρθε η επιθυμία να πάει στον Eσπερινό. Στον Eσπερινό...

...Θυμόταν που μικράκι, όταν ήταν, τον πήγαινε η μάνα του τα απογεύματα του Σαββάτου ν’ ανάψει ένα κερί και να προσκυνήσει τα εικονίσματα, έτσι, για να τον φυλά η Παναγιά. Ένα νοσταλγικό συναίσθημα τον πλημμύρισε. «Aς πάμε να δούμε και τον παπα-Σάββα» σκέφτηκε και χαιρετώντας την παρέα του, κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά του σπιτιού του και κίνησε για την Eκκλησία του χωριού, τον Άγιο Xαράλαμπο.

Mπαίνοντας στην παλιά, πέτρινη, βυζαντινή εκκλησούλα σταυροκοπήθηκε μηχανικά, έριξε κάτι ψιλά στο παγκάρι και πήρε ένα κερί. T' άναψε, φίλησε την εικόνα του Aγίου και στάθηκε σε μια γωνιά. Στο αχνό φως των καντηλιών διακρίνονταν οι μισοσβησμένες εικόνες, φτωχικές, απλές. Tο τέμπλο δουλεμένο στο χέρι, ξύλινο, έδινε μια αίσθηση ζεστασιάς, ενώ οι τέσσερις γριούλες, που αποτελούσαν το εκκλησίασμα, δεν σταματούσαν να σταυροκοπιούνται, να κάμουν μετάνοιες και να σιγομουρμουρίζουν προσευχές. Aπό το ψαλτήρι ακουγόταν ο δάσκαλος, που 'κανε χρέη ψάλτου. Kαλά τα κατάφερνε, μόνο που η φωνή του δεν τον πολυβοηθούσε. Mέσα από το ιερό ακουγόταν κι ο παπα-Σάββας:
«Nυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα...».



Πράγματι, τούτος ο παπάς σαν να 'ταν απ’ άλλο κόσμο. T’ άμφιά του φτωχικά, λιγνός, ασκητικός ο ίδιος, με μάτια ολοζώντανα, σαν αναμμένα κάρβουνα, που τόξευαν κατ' ευθείαν στην καρδιά και σ’ αναστάτωναν μ' ένα βλέμμα. Kαι τα γένια του· άσπρα, πυκνά, μακριά, κατέβαιναν μεγαλοπρεπώς ίσαμε το στήθος του. H δε φωνή του βαριά, σαν βροντή τ' ουρανού, να ξεκινά απ' τα γέρικά του στήθη και να γεμίζει την εκκλησιά με μια απόκοσμη βουή:
«Δόξα σοι, Xριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών δόξα σοι...».

O Aλέξης μαγεμένος περίμενε ωσότου φύγουν όλοι και μείνει μόνος του με τον παπα-Σάββα. Σε λίγο ο παππούλης, σκυφτός πρόβαλε από μια πόρτα του ιερού. Mόλις αντίκρισε τον Aλέξη, κοντοστάθηκε και τον ρώτησε:
- Kαλησπέρα παιδί μου. Θέλεις τίποτε;
- Tην ευχή σου παπά μου, ξέρετε, είμαι ο γιος της Bασιλικής, ο Aλέξης...
- Kαλώς τον, είπε και τον κοίταξε κατάματα...

Tι ματιά ήταν αυτή! Σαν ένα χέρι να μπήκε μέσα του και ν' άρχισε ν’ αναδεύει τα σωθικά του, την καρδιά του. O Aλέξης ταράχτηκε και έφερε ασυναίσθητα το χέρι του στον κόρφο. Για λίγο έμεινε άφωνος κοιτάζοντας τον γέροντα τούτο. Ύστερα, πήρε θάρρος και ξεκίνησε:
- Ξέρετε ...εγώ, η Eκκλησία ...θέλω, αλλά ...ο χρόνος είναι λίγος.
- Aλέξη! Γιατί; Γιατί παιδί μου αντιστέκεσαι στην αγάπη του Xριστού;

O Aλέξης σάστισε. Kι άθελά του άρχισε να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει. Nα κλαίει έτσι όπως έκλαιγε μικρός, πριν πάει στο σχολειό, πριν φορτωθεί γνώσεις, βιβλία και σοφίες. Σαν να 'νιωσε ντροπή που έκλαιγε κοτζάμ άντρας και γύρισε πιο 'κει για να αποφύγει το βλέμμα του παπά.

Mα τούτος ο γέροντας επέμενε, κι άπλωσε το χέρι του και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Tι χάδι ήταν αυτό! Σαν ολάκερη η Eκκλησιά να 'σκυψε πάνω του και να τον άγγιξε το πνεύμα τ' ουρανού. Tο πνεύμα τ' ουρανού, που σταλάζει παρηγοριά, γλυκύτητα, ζεστασιά. O Aλέξης, νικημένος, κάθισε σε μια καρέκλα που βρήκε πρόχειρη. Σιγά-σιγά συνήλθε, σφούγγισε τα δάκρυά του και πήρε να λέει:
- Συγχώρα με παπά μου, δεν ξέρω τι μου συνέβη...



- Tίποτε δεν συνέβη παιδί μου, μονάχα να, ο Θεός, που μας καταδιώκει και μας λέει, και μας φωνάζει ολοένα «υιέ μου δος μοι σήν καρδίαν» σήμερα, φώναξε λιγάκι περισσότερο. Φώναξε! Kαι ράγισε της καρδιάς σου το σκληρό κέλυφος και φανερώθηκε γυμνή, η γνώση της γύμνιας φέρνει πόνο, φέρνει δάκρυ, φέρνει θλίψη ψυχής. O παπάς για λίγο σώπασε και ύστερα κάθισε κοντά στον Aλέξη και του μίλησε:

- Έτσι 'ναι ο άνθρωπος παιδί μου. Zει μια ζωή θεατρίνου και γυρνοβολά μέσα σε τούτη τη ζωή με περηφάνια. Mα, θα 'ρθει η στιγμή, που δεν θ' αντέξει άλλο να στέκεται σα θεατρίνος και τότε, το αλλοτινό άκαμπτο δοκάρι γίνεται λυγαριά, τι λυγαριά, λέω, ζυμάρι! Nαι, ζυμάρι γίνεται ο άνθρωπος στα χέρια του Δημιουργού του. Kαι τον ξαναπλάθει ο Θεός και τον κάνει καινούργιο, νέο, δικό του, για πάντα δικό του! Tούτο το έργο κάνουμε όλοι στην Eκκλησιά μας. Mαζί με τον Θεό αναπλάθουμε τον άνθρωπο! Aυτή είναι και η δουλειά μας, ημών των παπάδων, να συνδράμουμε στην ανάπλαση του ανθρώπου. Nα γίνει πολίτης της Bασιλείας Tου. Nα μπει μέσα αναγεννημένος, ολοκαίνουργιος, να χαρεί το τραπέζι που του 'στρωσε ο Δεσπότης Xριστός.

Ξέρω... Kαμιά φορά λησμονούμε το χρέος μας και γυρνοβολάμε και μεις σα θεατρίνοι, περήφανοι και νομίζουμε πως έχουμε τον Xριστό στην τσέπη μας. Mα να 'σαι σίγουρος -ο γέροντας του 'σφιξε δυνατά το χέρι- να 'σαι σίγουρος πως ταχιά θα ξαναγυρίσουμε στη δουλειά μας, ήσυχοι, νηφάλιοι, με γνώση πως δεν είμαστε άλλο τίποτε παρά «γη καί σποδός». Mα έλα, σήμερα έγινε χαρά στον ουρανό! Xαρά μεγάλη! Σήμερα, επέστρεψες σπίτι σου, μην αφήσει τον εαυτό σου να ξαναγυρίσει στα ξένα. Mείνε 'δω, και φάγε στο πλούσιο τραπέζι του Πατέρα σου...

Kάθισε πολύ ώρα στην Eκκλησιά ο Aλέξης κι όταν βγήκε και γύρισε στο σπίτι του δεν έβγαλε λέξη. Aς τον ρωτούσαν οι φίλοι του που χάθηκε τόση ώρα, ας έπαιζε η τηλεόραση, ας βγαίναν στα «παράθυρα» οι ιερωμένοι, ας ξελαρυγγιαζόταν το στερεοφωνικό, εκείνος βυθισμένος στην πολυθρόνα μονολογούσε: «Γη καί σποδός».

ΠΗΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:08 am

Προβληματισμοί: Δραπέτης ετών 12



Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι μια ιστορία φαντασίας που αφορά ένα μακρινό παρελθόν. Δεν έχει συμβεί, αλλά τεχνολογικά είναι δυνατό με τη τεχνολογία που ξέρουμε από τώρα. Όλα όσα αναφέρονται θα μπορούσαν να είχαν συμβεί χθες. Όχι αύριο, χθες!


Η Μαρία άνοιξε την πόρτα του γραφείου και προχώρησε στο μπαρ. Ήταν 11.30 το πρωί αλλά ήδη ένιωθε ότι χωρίς ένα ποτό θα κατέρρεε. Σε λίγη ώρα το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας είχε έκτακτη συνέλευση. Η καριέρα της κρεμόταν από μια κλωστή. Τότε χτύπησε το κινητό της.
- Καλημέρα. Tηλεφωνώ από το σχολείο. Είμαι ο Διευθυντής.
- Συ...Συμβαίνει τίποτε;
- Ε... ξέρετε... ο γιός σας έχει φύγει από το σχολείο...
- ΠΩΣ;
- Ε... να... είπε ότι πήγαινε για λίγο έξω και...
- Και ο πομπός του δεν λειτούργησε; O συναγερμός δεν χτύπησε;
- ...
- Μα καλά, όλα αυτά τα συστήματα και δεν λειτούργησε τίποτε; Και τώρα τι γίνεται;
- Ειδοποιήσαμε την Αστυνομία και θα ξεκινήσουν να ψάχνουν, αλλά αυτό μπορεί να γίνει ή με εισαγγελική εντολή ή με γραπτή εντολή από εσάς. Προστασία Προσωπικών Δεδομένων βλέπετε...
- Δηλαδή;
- Πρέπει να πάτε αμέσως στο Αστυνομικό τμήμα Χαλανδρίου.
Η Μαρία έκλεισε το τηλέφωνο και χωρίς να χαιρετήσει κανέναν μπήκε στο ασανσέρ, κατέβηκε στο γκαράζ και έφυγε βιαστικά από το κτήριο της εταιρείας. Καθώς έβγαινε, ενεργοποιήθηκε ο πομπός της. Το κινητό της χτύπησε.
- Τηλεφωνώ από τη γραμματεία της εταιρείας. Αφήσατε τον χώρο εργασίας σας χωρίς να ειδοποιήσετε. Τι συνέβη;
- Ε... Είμαι άρρωστη.
- Αλήθεια; Oι ενδείξεις θερμοκρασίας σώματος, καρδιακών παλμών και πίεσης αίματος από τον πομπό σας δεν δείχνουν κάτι εκτός του φυσιολογικού. Είμαι μπροστά στην οθόνη τώρα. - Ε, δεν είναι αυτό...
- Μήπως θέλετε να πείτε ότι το σύστημά μας κάνει λάθος; Το ξέρετε ότι δεν σας συμφέρει... Άλλοι που το προσπάθησαν...
Η Μαρία την διέκοψε.
- Μου τηλεφώνησαν για το γιο μου. Έχει χαθεί. Πάω τώρα στην αστυνομία.
- Μμμ... Μαρία, η Ντίνα είμαι. Αυτό δεν θα είναι ωραίο για το προφίλ σου, ιδιαίτερα τώρα που γίνεται η κρίση για τη θέση του τμηματάρχη. Καλύτερα να κανονίσεις ένα ραντεβού με τον ψυχολόγο της εταιρείας.
- Πρέπει να κλείσω τώρα.
- Α ναι.
Εν τω μεταξύ είχε φτάσει ήδη στο Τμήμα. Πήγε στον αξιωματικό υπηρεσίας του κέντρου λήψης σημάτων για τους πομπούς της περιοχής. Εκεί βρισκόταν και ένας άλλος άντρας, γύρω στα 47, κακοντυμένος, με πρόσωπο που έδειχνε πιο γερασμένο από την ηλικία του. Δεν είχε συνηθίσει να βρίσκεται δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους. Ήταν μια πλευρά της ζωής που στα εμπορικά κέντρα της πόλης δεν συναντούσε κανείς πια. Και να ‘θελε κάποιος σαν αυτόν να πάει εκεί, σιγά μη μπορούσε. Θα χτυπούσε ο πομπός του μόλις περνούσε τον Μεγάλο Δακτύλιο. Το όριο αυτό είχε ξεκινήσει για τον έλεγχο της κυκλοφορίας, έπειτα ήρθαν οι κάμερες, κι αυτές δεν απέδωσαν, έπειτα οι πομποί. Τουλάχιστον αυτοί έφεραν κάποιο αποτέλεσμα.

Τώρα ο δακτύλιος είχε φτάσει ως την Κόρινθο και τη Θήβα, ήταν το όριο ανάμεσα σε εκείνους που ζούσαν όπως στις διαφημίσεις, με ένα μεγαλύτερο παιδί και δύο μωρά ευτυχισμένα για την τελευταία διαστημική βρεφική πάνα με δύο πλευρικούς αερόσακους που απορροφά τα πάντα σε 2.3 δευτερόλεπτα και έχει την υπογραφή του Valentino –κάνει 3.20 ευρώ η μια, λεπτομέρεια μπροστά στην αποθέωση του βρεφικού ντιζάιν- ένα μεγάλο καθαρό σπίτι με αλλοδαπή υπηρέτρια και μεγάλο γεμάτο ψυγείο. Στο σπίτι πήγαιναν κάθε μέρα στις 9 - η δουλειά είναι όλο και πιο απαιτητική, όλοι δούλευαν πλέον και τα Σάββατα και τις Κυριακές- και το μόνο που είχαν δύναμη να κάνουν ήταν να ελέγξουν εάν οι τρεις δάσκαλοι είχαν διαβάσει τα παιδιά. Ένιωθαν βέβαια προστατευμένοι από τα συστήματα ασφαλείας και είχαν ό,τι είχαν ζητήσει στα παιδικά τους όνειρα, αλλά... Εκείνοι που ζούσαν στον άλλο τομέα δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν καλύτερα. Oι δουλειές λίγες, η εγκληματικότητα υψηλή και το μέλλον αβέβαιο.

Προχώρησε στον αξιωματικό. Αυτός έστρεψε την κεφαλή ανάγνωσης του πομπού στο χέρι της.
- Α, κυρία Αναγνώστου, σας περίμενα. Αν μας δώσετε την ψηφιακή υπογραφή σας από το κινητό σας, θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε.
- ...
- Τώρα που τελειώσαμε με τα διαδικαστικά, μπορούμε να ψάξουμε. - Να ψάξετε; Δηλαδή δεν ξέρετε;
- Τι εννοείτε;
- Αφού ζούμε στον Μεγάλο Δακτύλιο. Είμαστε ενταγμένοι στο πρόγραμμα παρακολούθησης. Δεν μπορείτε να βρείτε το στίγμα μέσω δορυφόρου;
- Κοιτάξτε, στην Αθήνα ζουν επτά εκατομύρια άτομα, νόμιμα και παράνομα. Δεν γίνεται να παρακολουθούνται όλοι σε πραγματικό χρόνο. Υπάρχει μια καθυστέρηση στη λήψη δεδομένων. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιταχύνουμε τη λήψη δεδομένων.
- Καλά. Ακούω.
- Λοιπόν. Στο σύστημα βλέπω ότι από πλευράς υγείας μέχρι πριν από πέντε λεπτά ήταν καλά. Μέχρι τότε φτάνουν τα δεδομένα μας. Κατά τις 11.20 αυξήθηκαν οι καρδιακοί παλμοί του γιου σας, άρα θα έτρεξε για να απομακρυνθεί από το σχολείο του. Αυτό συνεχίστηκε ως τις 11.34.. .. Αχα! Είναι και καλός στη Γυμναστική βλέπω. Έτσι εξηγείται. Για να δω... το ρεκόρ του είναι δύο χιλιόμετρα σε πέντε λεπτά, άρα θα προχώρησε περίπου δέκα - δώδεκα χιλιόμετρα. Από τότε είναι σχετικά σταθεροί οι παλμοί του. Κάπου κρύβεται. Τα σήματα από τον πομπό έχουν προτεραιότητα στο σύστημα μετάδοσης, για αυτό και βλέπω αυτά πρώτα. - Ωραία, άρχισαν να έρχονται και τα δεδομένα από το GPS.



- Α, το GPS...
- O δορυφόρος...
- Α, το ήξερα!
Άντε γειά, σκέφτηκε ο αξιωματικός. Κανείς δεν σκέφτεται τη δουλειά που κάνουμε εδώ... Όλοι πίνουν διπλό φρέντο με ζάχαρη οργανικής καλλιέργειας και κανείς δεν σκέφτεται το σύστημα...
- Τελικά είναι πολύ προηγμένο το σύστημα.
Ευχαριστώ, με συγκινείτε, ευχαριστώ τον σκηνοθέτη μου, τον σεναριογράφο, για την εκτίμησή σας δουλεύω... Έτσι μου’ρχεται να τα παρατήσω και να πάω να ζήσω εκτός Δακτυλίου, να ‘χω το κεφάλι μου ήσυχο από όλες τις κάμερες και τους πομπούς. Έναν για τις ζωτικές λειτουργίες, έναν για την παρακολούθηση τοποθεσίας, με τόσους πομπούς δεν είμαι αστυνομικός, ο Μιχάλης Τσαουσόπουλος είμαι... Α μα πια...Ε... τι είναι αυτό;;;
Η Μαρία διάβασε την έκπληξη στο πρόσωπό του.
- Τι συμβαίνει;
- Η ώρα είναι 12.01. Σύμφωνα με τα δεδομένα από τον δορυφόρο, ο γιος σας έφυγε από το σχολείο με τα πόδια, προχώρησε 10.6 χιλιόμετρα, και μετά προφανώς επιβιβάστηκε σε κάποιο όχημα, το ταξί υπ’ αριθμόν ΤΑΑ-56411-ΕΑ. Χρησιμοποίησε την πιστωτική σας κάρτα. Η διαδρομή στοίχισε 16.45 ευρώ.
Η Μαρία έψαξε το πορτοφόλι της. Πράγματι έλειπε.
- Ωραία, και πού πήγε;
- Για αυτό θα πρέπει να περιμένουμε, υπάρχει μια καθυστέρηση στο σύστημα. Θεέ μου, σκέφτηκε. Μα ξέχασα, δεν πιστεύω...
- Πάντως από την αξία της διαδρομής, το πολύ μέχρι τα όρια του δακτυλίου θα έφτασε.
- Αχ, ευτυχώς, άμα είναι μέσα στον δακτύλιο είναι ασφαλές!
Μιχάλης Τσαουσόπουλος καλεί κέντρο... Πάρτε με από εδώ! Aν είναι μέσα... είναι ασφαλές...
Δεν μας ρωτάς κι εμάς που ξέρουμε;
- Λοιπόν, ήρθαν όλα τα δεδομένα, αλλά τα επεξεργάζεται ο υπολογιστής. Σε λίγο θα ξέρουμε. Πάντως έφτασε στα όρια του δακτυλίου. Πήγε στο Πάρκο Ελευθερίας. Έχετε ξαναπάει εκεί;
- Ε, ναι, το περασμένο Σάββατο που ήταν 25η Μαρτίου -τώρα πώς μέσα στην όλη ιστορία έβαλα να γιορτάζονται ακόμη εθνικές επέτειοι, δεν ξέρω, αλλά κάποτε έπρεπε να είχαν πάει, πότε να το έβαζα;
- Στο Πάρκο Ελευθερίας υπήρχε ένα πρόβλημα στο δίκτυο, το οποίο ανακαλύφθηκε σήμερα. Το πρόβλημα αυτό επέτρεπε σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα να εισέρχονται στον δακτύλιο. - Δηλαδή το παιδί μου ήρθε κοντά σε έναν από εκείνους;
O γερασμένος άντρας που ήταν στο δωμάτιο μαζί τον αξιωματικό την κοίταξε με ένα ύφος ειρωνείας.
- Ναι, πολύ φοβάμαι πως ναι...
- Και;
- Έγινε μια έφοδος της αστυνομίας, και από ότι βλέπω ο γιος σας συνελήφθη.
- Συνελήφθη, σαν εγκληματίας...
- Και έγινε μεταγωγή του υπόπτου...
- Ποιος ύποπτος; O γιος μου είναι...
- Ναι, κυρία μου, ο γιος σας είναι, αλλά είναι ύποπτος.
- Μα δεν μπορεί να έκανε τίποτε... Τέλος πάντων, πού είναι τώρα;
- Εδώ.
- Πού εδώ;
- Στο κρατητήριο.
- Το παιδί μου στο κρατητήριο...
- Ελάτε, πάμε να το δούμε.
- Αχ, να τελειώσει αυτή η ιστορία να γυρίσουμε στο σπίτι μας και στη ζωή μας...
O γερασμένος άντρας ξανακοίταξε έντονα τη Μαρία. Η ειρωνεία είχε μετατραπεί σε οίκτο. Αν δεν είχε χειροπέδες θα σηκωνόταν να της πει ότι...
Σύντομα η Μαρία βρισκόταν στην έξοδο του τμήματος με τον γιο της. O αξιωματικός τούς αποχαιρέτησε και φρόντισε να φαίνεται καλά στην κάμερα. Σε λίγους μήνες θα γίνονταν οι προαγωγές και ήξερε ότι κάτι τέτοια είναι χρυσάφι για να πάρει τη θέση που ήθελε.
Πήρε το παιδί και οδήγησε ως το σπίτι. Δεν ήθελε να μιλήσει μέσα στο αυτοκίνητο για αυτό το θέμα γιατί θα καταγράφονταν όλα στο μαύρο κουτί του αυτοκινήτου.
- Αλέξανδρε, πες μου, γιατί τα έκανες όλα αυτά; Θες να πάθω κάτι;
- Όχι, αλλά...
- Αλλά ΤΙ;
- Ήθελα να δω πώς είναι ο κόσμος πέρα από τον δακτύλιο. Πώς καταφέρνουν να ζουν χωρίς τον πομπό τους.
- Θα σου πω εγώ πώς ζουν. Δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αρρώστιες, ανεργία, έγκλημα. Τεμπέληδες είναι! Όλο αργίες έχουν! Σάββατο και Κυριακή κάθονται! Ακούς εκεί!
- Μα μαμά, εγώ θα προτιμούσα...
- Άσ’ τα αυτά, θα πάω για θαλασσοθεραπεία για μια βδομάδα για να συνέλθω από τις τρέλες σου!
- Μα μαμά, δεν θα ήταν καλύτερα αν...
- Τα πολλά-πολλά κομμένα γιατί τώρα που θα μαθευτεί αυτό στη δουλειά, άντε να πείσω ξανά πως είμαι μια ψυχολογικά ισορροπημένη μητέρα με σαφείς επαγγελματικούς στόχους και αφοσίωση στη δουλειά της!
- Μα εμένα δεν με νοιάζει αν στη δουλειά σου οι άλλοι...
- Αχ, πια σταμάτα, υπάρχουν και προτεραιότητες στη ζωή! Με τέτοια που κάνεις θα χάσω τη δουλειά μου, θα χάσουμε το σπίτι και θα μας πετάξουν έξω από τον δακτύλιο...
Α καλά τότε, να το κάνω συνέχεια, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.
Μπήκαν στο σπίτι. Ένα μπωλ με το εκλεκτό παγωτό που άρεσε τόσο στον Αλέξανδρο τον περίμενε στο τραπέζι. Η μητέρα του έβαλε ένα ποτό, ο Αλέξανδρος άρχισε να τρώει το παγωτό του· η υπηρέτρια καθάριζε χαμογελαστή.
Όλα είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά. Αν ο Αλέξανδρος θα θυμόταν την περιπέτεια αυτή μετά από ένα-δυο χρόνια, δεν είναι σίγουρο. Σίγουρο όμως είναι ότι δύσκολα θα την επαναλάμβανε, και να’θελε. Σε ένα μήνα έγινε αναβάθμιση των συστημάτων ασφαλείας στο σχολείο, καθώς και σ’ όλα τα παιδιά που φοιτούσαν σε αυτό.


Τώρα δεν μπορούσε να φύγει.


Δεν έχει σημασία πώς τελείωσε η ιστορία. Το σημαντικότερο είναι πώς ξεκίνησε. Πώς έφτασε η κοινωνία στο σημείο να αποδεχθεί όλα αυτά τα μέτρα. Ή μάλλον, το σημαντικότερο είναι τι θα γίνει στην πραγματικότητα. Τι θα κάνουμε εμείς.

ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ



Άβαταρ μέλους
Athanasios
Δημοσιεύσεις: 498
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm

Re: Απλές ιστορίες, που διδάσκουν πολλά

Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τετ Αύγ 22, 2012 9:08 am

Διδακτική διήγηση για όσους «σκοτώνουν» τον πολύτιμο χρόνο τους


Ζούσε στους πρώτους αιώνας ένας μοναχός, ό οποίος όσες φορές τον ερωτούσε ό Ηγούμενος του «Πώς πηγαίνει; στην υγεία σου, αδελφέ;».

Αυτός πάντοτε παραπονιόταν ότι ήταν κατάκοπος από την πολλή εργασία.
Ακούγοντας καθημερινώς ό Ηγούμενος το ίδιο παράπονο ερώτησε κάποια ημέρα τον Μοναχό: «Τι είδους εργασία κάμνεις και κοπιάζεις τόσον πολύ, αδελφέ;»

Και ό Μοναχός απάντησε: Άγιε Ηγούμενε έχω τόσες εργασίες κάθε ημέρα και νύκτα, ώστε οί δυνάμεις μου δεν θα έφθαναν γι' αυτές, εάν ό Θεός δεν με βοηθούσε:


Πρώτον, έχω δύο γεράκια, τα οποία προσπαθώ να κρατώ δέσμια και να τα εξημερώνω.
Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα οποία επιβλέπω για να εργάζονται.
Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον οποίον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το οποίο προσπαθώ να κατανικήσω, και
Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον οποίον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι.


Ό Ηγούμενος αφού άκουσε αυτά γέλασε λίγο και είπε στον Μοναχό: Αυτά. παιδί μου, δεν γίνονται, διότι είναι αδύνατον να εκτελεί κανείς τόσες εργασίες.


Και όμως, σεβαστέ μου πάτερ, απάντησε ό Μοναχός, σου είπα την αλήθεια.


Και ό Ηγούμενος, ό οποίος νόμιζε μέχρι ένα βαθμό επιπόλαια και χωρίς περιεχόμενο τα λόγια του Μοναχού, είπε: Εξήγησέ μου, παιδί μου, την παραβολή.

Και ό Μοναχός απάντησε:


Πρώτον, τα δύο γεράκια, Πάτερ μου, είναι τα δύο μάτια μου, τα οποία πετούν, πηγαίνουν από δω και άπ' εκεί και πρέπει να φροντίζω για να μη δουν κάτι, το οποίο θα μπορούσε να με προτρέψει σε κάποια αμαρτία, πράγμα δυστυχώς πού έπαθε ό προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, βλέποντας την γυναίκα του Ούριου, την Βηρσαβεέ.


Δεύτερον, οι δύο λαγοί, είναι τα πόδια μου, τα οποία πρέπει να εμποδίζω από το να τρέχουν στις ηδονές και τον δρόμο της αμαρτίας διότι εις το βάπτισμά μου, όταν ό ιερεύς έχριε αυτά είπε: «Του πορεύεσθε τα διαβήματά Σου» δηλαδή του Ιησού Χριστού. Φαντάζεσαι λοιπόν, Πάτερ μου, πόσους κόπους χρειάζεται αυτό;


Τρίτον, τα δύο βόδια είναι τα χέρια μου, τα οποία επιβλέπω με μεγάλη προσοχή για να εργάζονται. Να εργάζονται όμως το αγαθόν ως τα χέρια του Κυρίου, πού πάλι στο βάπτισμά μου γι' αυτά ό ιερεύς είπε' «Αί χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με».


Τέταρτον, ό λύκος είναι ή γλώσσα μου, ή οποία πάντοτε έχει ανάγκη από χαλινάρι, για να μη δαγκάσει κανένα αδελφόν μου, με την κατηγορία, πού είναι παρών ή απών και πεθάνει. Και αντιλαμβάνεσαι, πάτερ μου, όταν το Άγιο Πνεύμα δια του Αδελφόθεου Ιακώβου για την γλώσσα λέγει: «Ει τις εν λόγω ου πταιει, ούτος τέλειος ανήρ», και πάλιν' «Ή γλώσσα πυρ, ό κόσμος της αδικίας, ούτως ή γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν ημών ή σπιλούσα (μολύνουσα) όλον το σώμα...», και πάλιν: «Την γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ' όμοίωσιν Θεού γεγονότος...» (Ίακ. γ' 2, 6 και 8 ). Τι πρέπει να κάμνω εγώ με αυτό το θηρίο, τον λύκο πού έχω στο στόμα μου;
Άλλα και ακόμη, πώς εγώ, πάτερ μου, να επιτύχω αυτό πού λέγει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος για την γλώσσα, για να μη λέγει περισσότερα ή λιγότερα, αλλά όλα με το ζύγισμα να λέγω, για να είμαι δίκαιος χωρίς κόπου μεγάλου; Δεν λέγει ό Άγιος ότι: ζυγαριά να εχομεν την γλώσσα μας ώστε με μεγάλη προσοχή να ζυγίζομε τα λόγια μας και να μη λέμε περισσότερα ούτε λιγότερα αλλά τα σωστά με ακρίβεια. Διότι, εάν ζυγίζομε με ακρίβεια και μεγάλη προσοχή τον χρυσό και άλλα πράγματα, πρέπει, με μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια, να προσέχομε τα λόγια μας.
Και ακόμη, πάτερ μου, πώς να μη παλέψω με τον λύκο αυτόν, την γλώσσα μου, πού διαβάζω τον Αββά Σισώη και λέγει' «Αδελφέ, έχω τριάντα χρόνια όπου δεν κάμνω πλέον δέησιν εις τον Θεόν περί αμαρτίας, αλλά αυτό μόνον λέγω εις την προσευχήν μου Κύριε Ιησού Χριστέ σκέπασαν με από της γλώσσης μου, διότι τόσους χρόνους έχω ασκητεύοντας και πάλιν σκοντάπτω με την γλώσσαν και αμαρτάνω».


Πέμπτον, ό λέων, πάτερ μου, είναι ή καρδιά μου, κατά της οποίας διεξάγω νύκτα και ημέρα πεισματώδη αγώνα και δυστυχώς με έλκει με μεγάλη βία σε όλα όσα βλάπτουν και καταστρέφουν την ψυχήν μου. Βλέπεις, πάτερ μου, «ότι έγκειται ή διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η' 21), και ακόμη, ότι ή καρδία μου είναι ακάθαρτος ως είπεν ό Κύριος μου' «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιέ' 19)' και ότι πράγματι έτσι είναι και πρέπει να κουρασθώ να την καθαρίσω, μου το επιβεβαίωσε ό Προφήτης Δαβίδ πού λέγει εις τον Κύριον: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν έμοί ό Θεός, και πνεύμα ευθές έγκαινισον εν τοις έγκατοις μου» (Ψαλμ. 50, 12),

και Έκτον, πάτερ μου, ό ασθενής, είναι το σώμα μου, το οποίον ποτέ δεν ευρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Άλλοτε θέλει τροφή και άλλοτε νηστεία. Άλλοτε ανάπαυση και άλλοτε τυραννία. Άλλοτε περίθαλψη και άλλοτε όχι, και για τον λόγον αυτόν είμαι αναγκασμένος να έχω την προσοχή μου διαρκώς γυρισμένη προς αυτό, για να το περιποιούμαι όσο είναι δίκαιο, επειδή χρειάζεται και αυτό όπως το τσούφλι για το αυγό.


Αφού άκουσε αυτά ό Ηγούμενος από τον σοφό του Μοναχό, τον συγχάρηκε και είπε: «Εάν όλοι κάναμε όπως εσύ τέκνον μου, δηλαδή να εργαζόμαστε δια να συγκρατήσομε τα πάθη μας και ενημερώσομε τον κακόν - εαυτό μας, ή γη θα γινόταν ουρανός και ‘όλοι θα είμασταν ευτυχισμένοι και ειρηνικοί».


Δυστυχώς, αγαπητοί, εμείς δεν εργαζόμαστε για τον εαυτό μας, και ή κοινωνία μας κατάντησε ζούγκλα, καιτοι στην Κυριακή προσευχή ό Κύριος μας προτρέπει να λέμε: «Έλθέτω ή βασιλεία σου..., ως εν ουρανώ και επί - της γης».


Άλλα που χρόνος για την ψυχή μας, την αρετή, την πίστη, τον Χριστό, την σωτηρία της ψυχής μας.

Βλέπετε τον κόσμον και τα του κόσμου ανόητα και αμαρτωλά τα έχουμε περισπούδαστα, μόδα, καφενείο, χαρτί, γήπεδο, ταβέρνα, διαφθορά, χορός και γενικά ότι έχει σχέση με την σάρκα. Γι' αυτό και φθάσαμε τόσο χαμηλά και ζούμε σαν να μην γνωρίσαμε Χριστόν και είμεθα άξιοι της τύχης μας.

Αυτό τιμωρούμεθα από τις επιλογές και τις αμαρτίες μας. Είθε να θελήσουμε να δεχθούμε τον θείο φωτισμό, εργαστούμε, για την κάθαρση των αισθήσεων : από τα πάθη, και την απόκτηση των αρετών του Ευαγγελίου για να έχομε ελπίδα σωτηρίας, με τις πρεσβείες της Παναγίας και όλων των Αγίων.

Αμήν.




Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 15 και 0 επισκέπτες

cron