Πραγματικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Τρί Μάιος 06, 2014 3:35 pm

«Νηστίσιμα έχετε;» - Ένα αληθινό γεγονός!

Εικόνα

Τετάρτη βράδυ, νωρίς. Μετά από μια πολύωρη συζήτηση για επαγγελματικά θέματα, ο φίλος - συνεργάτης μου έχει τη φαεινή ιδέα: «Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι εδώ δίπλα στα...»;

«Πού, άνθρωπέ μου;», τον ρωτάω. «Τι να φάμε;». Ξέρω ότι νηστεύει, όπως κι εγώ.

«Μην ανησυχείς, έχουν και νηστίσιμα», απαντά γελώντας.
Ακολουθώ χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Μπαίνουμε στο ταχυφαγείο (fast-food στην βαρβαρική) κι ο φίλος μου απτόητος παραγγέλνει ένα από τα νηστίσιμα πιάτα που φαίνεται να ξέρει καλά. Γαρίδες με πατάτες, όλα τηγανιτά. Ζητώ μια πατάτες σκέτη για μένα.

Ο κόσμος είναι πολύς στα ταμεία. Αναγκαστικά, πρέπει να περιμένουμε αρκετή ώρα για να έρθει η παραγγελία μας. Ο φίλος πάει να πιάσει τραπέζι κι έτσι στέκομαι μόνος εκεί, ανάμεσα στους αγνώστους και τους άδειους δίσκους που περιμένουν να γεμίσουν «με αυτές τις βρωμιές», όπως λέει και μια θεία μου τα «ετοιματζίδικα».

Θες η έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, θες η προσπάθεια να περάσει ευκολότερα η ώρα της αναμονής, «στήνω αυτί» κι ακούω τις παραγγελίες των διπλανών. Είμαι ήδη προκατειλημμένος, αφού μουρμουρίζω μέσα μου πως ημέρες Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τα φαστφουντάδικα είναι γεμάτα, από νεολαία κυρίως που ήρθε να... χλαπακιάσει κρέας, το δίχως άλλο!

«Νηστίσιμα έχετε;», ακούγεται μια φωνή, σπάζοντας τις ευσεβιστικές σκέψεις μου. Γυρνάω και κοιτάζω σαν κεραυνοβολημένος. Περιμένω να δω κανέναν... παππού που βρέθηκε τυχαία εδώ, αλλά νά' σου μια κοπελίτσα με το αγόρι της δίπλα να παραγγέλνουν! Τι; Γαρίδες και καλαμαράκια τηγανιτά με σκέτη σαλάτα μαρούλι, άλλη μία επιλογή του νηστίσιμου μενού του μαγαζιού.

Περιεργάζομαι το νεαρό ζευγάρι. Δεν φαίνεται του... Κατηχητικού, ούτε συντηρητικό. Το αντίθετο θα έλεγα. «Ε καλά, έτυχε. Σε τόσο κόσμο δεν θα υπάρχουν κάποιοι που νηστεύουν, ακόμα και νεαροί;», καθησυχάζω τις σκέψεις μου που απειλούν να γκρεμίσουν τα στερεότυπα των «καλών Χριστιανών» και των «απίστων» που έχω πλάσει.

Εν τω μεταξύ, δυο άδειοι δίσκοι γεμίζουν με φαγητά. «Ωραία, να τελειώνουμε σιγά - σιγά με τις άλλες παραγγελίες να έρθει και η σειρά μας», σκεφτομαι ανακουφισμένος.

Βλέπω το περιεχόμενο των δίσκων: Σκέτη σαλάτα μαρούλι και γαρίδες με καλαμαράκια! «Καλά, κιόλας έφεραν την παραγγελία των νεαρών που ήρθαν μετά από μας;», αγανακτώ. Έλα όμως που σηκώνται ένας άλλος νεαρός και παραλαμβάνει την παραγγελία, γελαστός - γελαστός!

«Μπα;», απορώ. «Βρέθηκε και δεύτερος που νηστεύει;», χλευάζω με ειρωνική διάθεση όχι για τη νηστεία, αλλά λες και μου πήραν κάποιον... τίτλο ευσεβείας.

Έρχονται σιγά - σιγά και οι άλλες παραγγελίες που προηγούνταν της δικής μας. Με χαρά παρατηρώ τα μπιφτέκια και τα σάντουιτς που αποδεικνύουν ότι... τυχαίες περιπτώσεις ήταν τα προηγούμενα νηστίσιμα. Δυστυχώς (!!!) όμως, αυτό δεν κρατάει πολύ. Να ξανά οι γαρίδες, να τα καλαμαράκια, να οι σκέτες σαλάτες! Δίπλα μου, ένας νεαρός με σκουλαρίκι και γεμάτος τατουάζ ζητάει πατάτες... ξερές, μιλώντας φωναχτά στο κινητό! Παραδίπλα, μια κοπελίτσα ζητά να μάθει αν η «Σαλάτα του Καίσαρα» είναι... νηστίσιμη!

«Μήπως ήρθαν μαζεμένα τα Κατηχητικά;», σκέφτομαι μισογελώντας, αυτή τη φορά όχι από χαιρεκακία, αλλά από ικανοποίηση. Γιατί, μα τον Θεό, δεν είναι φυσιολογικό να είναι περισσότερες οι νηστίσιμες παραγγελίες από τις αρτύσιμες, σε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της Αθήνας με μέσο όρο ηλικίας πελατών τα 25 (και πολύ λέω)...!

Μιας και η δική μου παραγγελία αργεί εκνευριστικά, αποφασίζω να κάνω το... δημοσιογραφικό μου καθήκον. Πιάνω έναν υπάλληλο που ετοιμάζει τα πακέτα για delivery και τον ρωτάω:

«Βλέπω έχετε πολλά νηστίσιμα εδώ... Μα τα παίρνει τόσος κόσμος;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται», μου απαντά. «Κι αυτά που ετοιμάζομαι να πάω τώρα τέτοια είναι. Τουλάχιστον οι μισοί, μπορεί και παραπάνω, τρώνε νηστίσιμα από την Καθαρά Δευτέρα».

Ευχαριστώντας τον για τις πληροφορίες, αισθάνομαι μια μικρή χαρά που όλο και μεγαλώνει. Χαίρομαι, όχι βέβαια γιατί επιτέλους - μετά από ένα εικοσάλεπτο αναμονής - κατέφθασε η παραγγελία και την πάω στο τραπέζι που έχει πιάσει ο φίλος μου, αλλά γιατί σε ένα μέρος που ποτέ δεν περίμενα, βρήκα ανθρώπους να αγωνίζονται για τον Χριστό!

Κοιτάζω γύρω μου προσπαθώντας να φτιάξω ένα καλούπι των θαμώνων του ταχυφαγείου: Νέοι και νέες, από 15 μέχρι 25 συνήθως και κάποιοι τριαντάρηδες σαν εμάς. Μοντέρνα ντυμένοι, με ενοχλητική οικειότητα μεταξύ των ζευγαριών, μεγαλόφωνες συζητήσεις, τρανταχτά γέλια, «καφρίλες» που συνηθίζονται σε αυτές τις ηλικίες. Μπα, δεν θα έλεγα ότι βρίσκομαι σε... Κατηχητικό ή Εκκλησία.

Κι όμως, κοιτώντας τα τραπέζια αυτών των παιδιών, βλέπω αραδιασμένες τις γαρίδες, τα καλαμαράκια και τις σκέτες σαλάτες. Περίεργη εικόνα! Εντελώς ξένη με την εποχή μας, εποχή υλισμού, υπερκατανάλωσης και άκρατης αθεΐας.

Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι αυτοί, ήρθαν να φάνε μακριά από το σπίτι τους μαζί με άλλους συνομήλικούς τους. Κανείς δεν τους αναγκάζει να μην πάρουν κρέας, τυριά και άλλα αρτύσιμα. Δεν υπάρχει εδώ ο «οπισθοδρομικός» Ιερέας που «κάνει προσηλυτισμό», ούτε οι «αυστηροί γονείς» που «επιβάλουν στα παιδιά» τις δικές τους συνήθειες, όπως θά' λεγε κάποιος (αντιδραστικός).

Μόνοι τους, παρέες - παρέες δείχνουν να διασκεδάζουν με αυτές τις μικρές γαρίδες και τα (κατεψυγμένα) τηγανιτά καλαμαράκια που τρώνε, αντί για τα γεμάτα λίπος, μπέηκον και τυρί σάντουιτς που καταβροχθίζουν οι διπλανοί τους.

Θεωρώ αυτή την στάση τους πολύ γενναία, θά' λεγα ομολογία. Δεν είναι καθόλου εύκολο να νηστέψει κανείς, ειδικά στη σημερινή εποχή, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες, ειδικά μέσα σε ένα φαστφουντάδικο! Θέλει δύναμη ψυχής και σώματος, μια μικρή «επανάσταση» απέναντι στο υλιστικό κατεστημένο και την άθεη νοοτροπία που δηλητηριάζουν καθημερινά τη νεολαία.

Κι αναρωτιέμαι: Ποιος τους βοηθάει στον αγώνα τους; Η Εκκλησία, θα απαντήσουν πολλοί. Σύμφωνοι, υπάρχουν Ιερωμένοι δίπλα στη νεολαία και σίγουρα θα παροτρύνουν στη νηστεία και σε άλλα θεάρεστα έργα. Όμως, η πικρή αλήθεια είναι πως εμείς οι Πιστοί, Κλήρος και Λαός, είμαστε συνήθως απόμακροι, αδιάφοροι, ακόμα και εχθρικοί απέναντι σε αυτά τα παιδιά που στερούνται για χάρη του Χριστού!

Κλεισμένοι μέσα στο «καβούκι» μας, επαναπαυμένοι στις δάφνες της δικής μας νηστείας, δεν ενδιαφερόμαστε να δώσουμε κουράγιο και ώθηση ειδικά στους νέους, να συμμετέχουν στην Ορθόδοξη Ζωή. Μάλιστα, σίγουρα κάποιοι «ευσεβείς Χριστιανοί» θα μου επιτεθούν γι' αυτό το κείμενο, με... επιχειρήματα όπως «τι δουλειά έχει κάποιος που νηστεύει να τρέχει στα fast-food;» και άλλα παρόμοια.

Θά' λεγα πώς, όσο βαρύ κι αν ακούγεται, συχνά θυμίζουμε τους Φαρισαίους που κατακεραύνωσε ο Χριστός λέγοντάς τους Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να μην στεκόμαστε σαν «μπάστακες», παριστάνοντας τους Πιστούς Νηστευτές. Πιθανόν να είμαστε, αλλά καλά θα κάνουμε να δούμε πώς θα βοηθήσουμε και κάποιον άλλον, πιο αδύναμο, να νηστεύσει και να αγωνιστεί κι αυτός. Και μπορούμε να το κάνουμε, δείχνοντας ενδιαφέρον για τους νεότερους αλλά και τους μεγαλύτερους που θέλουν να ζήσουν εν Χριστώ μα κανείς δεν τους παρακίνησε ή τους είπε πώς θα κάνουν κάτι τέτοιο.

Ας πούμε εμείς μια καλή κουβέντα, έναν λόγο πραγματικά χριστιανικό επιτέλους! Ακόμα και σε κάποιο ταχυφαγείο...!

Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Πηγή: Ορθόδοξα Ωφελήματα: «Νηστίσιμα έχετε;» - Ένα αληθινό γεγονός!


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Σάβ Μάιος 10, 2014 4:09 pm

Μία συγκλονιστική ιστορία Ανθρωπιάς!

Εικόνα

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι.

Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε "ουράνια θέματα" και δεν την πρόσεξε.


Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.

Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα.
Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.

Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Δευτ Μάιος 12, 2014 2:38 pm

Συγκινητικό Θαύμα «Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ' αγαπώ.»

Εικόνα

Έχοντας πλέον ο σεισμός υποχωρήσει, διασώστες φτάνουν στα ερείπια του σπιτιού μιας νεαρής γυναίκας κι αντικρύζουν το πτώμα της μέσα στα χαλάσματα. Η στάση του σώματός της όμως ήταν σχετικά περίεργη, θυμίζοντας κατά πολύ την στάση που παίρνει πιστός έχοντας λυγίσει στα γόνατά του για να λατρέψει και να προσευχηθεί στον Θεό του. Το σώμα της είχε κλίση προς τα εμπρός, με τα δύο χέρια της να έχουν την μορφή υποστήριξης από ένα άγνωστο -ωστόσο στην όψη- αντικείμενο. Τα συντρίμια του σπιτιού, είχαν καταπλακώσει την πλάτη και το κεφάλι της.



Αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις δυσκολίες, ο αρχηγός της ομάδας διάσωσης, αποφασίζει να βάλει το χέρι του μέσα από ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο για να φτάσει το σώμα της άτυχης γυναίκας. Είχε ακόμη μέσα του την ελπίδα ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Ωστόσο, τόσο το κρύο δέρμα όσο και η ακαμψία του σώματος, μαρτυρούσαν πως η γυναίκα είχε σίγουρα πεθάνει. Ο ίδιος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα άφησαν αυτό το σπίτι και κατευθύνθηκαν στα υπόλοιπα, αναζητώντας τα επόμενα υπό κατάρρευση κτίρια.

Κάποιοι ανεξήγητοι όμως λόγοι, παρακινούσαν τον αρχηγό της ομάδας να επιστρέψει στο κατεστραμένο σπίτι της νεκρής γυναίκας, καθώς μια εντυπωσιακή δύναμη τον καλούσε πίσω... Έτσι κι έγινε. Πλησίασε, γονάτισε και έβαλε ξανά το χέρι του ανάμεσα στο άνοιγμα που είχε εντοπίσει πριν, αναζητώντας ένα μικρό κενό κάτω από το νεκρό σώμα.

Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό! «Είναι ένα παιδί! Υπάρχει ένα παιδί!» Όλη η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του και προσεκτικά αφαίρεσε τις σωρούς των γκρεμισμένων τμημάτων του σπιτιου, γύρω από την άτυχη γυναίκα. Πράγματι, μπροστά τους πλέον, υπήρχε ένα τριών μηνών αγοράκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με μοτίβα άνθεων, κάτω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Προφανώς, η γυναίκα είχε πραγματοποιήσει μια υπεράνθρωπη θυσία για την διάσωση του γιου της.

Όταν όμως αντιλήφθηκε πως το σπίτι κατέρρεε, χρησιμοποίησε το σώμα της για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο κάλυμμα προστασίας για τον γιό της. Το μικρό αγοράκι, κοιμόταν ακόμα ήρεμο και γαλήνιο, ενώ ο επικεφαλής της ομάδας διάσωσης τον είχε πλέον στα χέρια του και τον απομάκρυνε από τα χαλάσματα.

Ο γιατρός, κατέφθασε γρήγορα για να εξετάσει το μικρό αγόρι. Αφού άνοιξε την κουβέρτα, εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο. Υπήρχε ένα μήνυμα κειμένου στην οθόνη που έγραφε: «Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ' αγαπώ.»


Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.com/2013/02/blog-post_8.html#ixzz31V5UoBzu


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Τρί Μάιος 20, 2014 8:15 pm

Ἡ ἐπιστροφή. Μιά ἀληθινή ἱστορία!

Εικόνα

Μια αληθινή ιστορία…


Ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία ένας νέος, ο Ηλίας, έμπαινε στην εκκλησία, κρατώντας μια μεγάλη λαμπάδα. Θα την άναβε εκεί στο μανουάλι ανάμεσα στην εικόνα της Παναγίας και του Προφήτη που βρισκόταν εκεί. Το είχε τάμα αφού η γιορτή της ημέρας είχε τριπλό νόημα για εκείνον. Είχε γενέθλια, την ονομαστική του εορτή και ένα θαύμα που του συνέβη όταν ήταν νεότερος…

Δεκαέξι χρονών, την ημέρα της γιορτής του, ξύπνησε καταστρώνοντας σχέδια για το που θα γιορτάσει το βράδυ, με τους φίλους του. Μαζί με αυτή την σκέψη του ήρθε άλλη μία. Μόνο που αυτή ήταν βλάσφημη. Ήταν ένα αισχρό “δίστιχο” που του καρφώθηκε στο μυαλό και έκανε ρίμα με το όνομα της Παναγίας. Προχωρούσε η μέρα και τα βλάσφημα λόγια δεν σταματούσαν. Το είδε σαν παιχνίδι. Όσο το έλεγε φωναχτά, τόσο του άρεσε, και έτσι λέγοντας το ξανά και ξανά έφτασε απόγευμα.

Εκεί συνέβη κάτι που του άλλαξε τα πάντα και τον άλλαξε για πάντα.

Σκόνταψε… Σιγά το γεγονός. Εκατοντάδες φορές σκοντάφτουμε όλοι και πέφτουμε ειδικά όταν είμαστε παιδιά. Και όμως αυτή η πτώση είχε κάτι το διαφορετικό… Είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα. Δεν έπεσε απλώς. Έπεσε χτυπώντας με το πηγούνι του και με τα δόντια του έκοψε την γλώσσα του, η οποία τώρα κρεμόταν από ένα μικρό πετσάκι που την συγκρατούσε ίσα-ίσα ακόμα μέσα στο στόμα του…

Παναγιά μου φώναξε… τί έκανα ο άθλιος… και έμεινε βουβός για έξι ολόκληρους μήνες. Τόσο απλά. Δεν μπορούσε να μιλήσει και βέβαια ούτε κατά διάνοια να σκεφτεί αυτό που μέχρι πριν από λίγο ξεστόμιζε.

Και όμως η γλώσσα του δεν χρειάστηκε ράμματα ούτε άλλη γιατρειά. Του την κόλλησε πίσω η Παναγία και ο ίδιος θεώρησε πλέον μεγάλη ευεργεσία την 6μηνη αυτή δίκαια υποχρεωτική αφωνία που του “επέβαλλε” η Θεοτόκος.

Έξι μήνες χωρίς φωνή, έξι μήνες χωρίς γλώσσα, αλλά μετά η γλώσσα ψέλλιζε μόνο το “Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς”.

Δεκαπενταύγουστο έφτασε στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, με δάκρυα στα μάτια, γεμάτος ευγνωμοσύνη, όχι γιατί τον έκανε καλά, αλλά γιατί ήρθε στα συγκαλά του.

Με την πτώση εκτός από την γλώσσα του έσπασε και ένα μπροστινό δόντι. Δεν το έφτιαξε ποτέ, για να είναι εκεί, να τού θυμίζει και να μαρτυρεί πως κάποτε ένα προσωπικό θαύμα βίωσε: Αυτό της επιστροφής. Το μεγαλύτερο θαύμα…

Έτσι συμβαίνει στους ανθρώπους που έχουν αγαθή προαίρεση, μέσα από μια αμαρτία, μια πτώση, επιτρέπει ο Θεός να σώζονται και να γίνονται παράδειγμα και στους άλλους, γιατί έκτοτε ο Ηλίας δεν έπαψε να διηγείται παντού και μέχρι σήμερα, την προσωπική του αυτή εμπειρία, νουθετώντας με ιδιαίτερη αγάπη, εκείνους που ακούει να βρίζουν την Θεοτόκο, την Μητέρα του Θεού και του κόσμου όλου.

Έτσι από βλάσφημος, έγινε αγγελιοφόρος. Από διώκτης έγινε Χριστιανός. Από αχάριστος έγινε ευγνώμων.

Και τώρα ο Ηλίας με ευλάβεια έφερνε την λαμπάδα του, για να την ανάψει εκεί στο μανουάλι, εκεί που το γλυκό βλέμμα της Παναγίας συναντά τον κάθε πληγωμένο από τα βέλη της αμαρτίας και τον αγκαλιάζει με τρόπο συγχωρητικό, μητρικό, στοργικό, μα πάνω από όλα Σωτήριο…

Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν.

Πηγή: http://agiameteora.net


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Κυρ Μάιος 25, 2014 5:56 pm

Πώς να μοιράσω το ψωμί; (αληθινή ιστορία)

Εικόνα

Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.

Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.

Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.

Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».

Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού. Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάνα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάνα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.

Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».

Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».

Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά...

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.

Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.

Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά.

Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...


Περιοδικό «ο Σωτήρ», Τεύχος 2059 - Ιανουάριος 2013

Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Δευτ Μάιος 26, 2014 6:02 pm

Πως αλλάζει η ζωή τελικά! Μια ιστορία που σίγουρα αξίζει!

Εικόνα

Ήταν μια οικογένεια όπου για πολλά χρόνια ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας, στα όρια της εξαθλίωσης. Όλοι προσπαθούσαν για το καλύτερο, μα οι κόποι τους δεν ανταμείβονταν…

Συνολικά ήταν 4 άτομα. Ένας πατέρας, μία μητέρα και τα δύο παιδιά τους. Το ένα ήταν αγόρι και το άλλο κορίτσι, 14 ετών και 12 αντίστοιχα. Τα δύο παιδιά ήταν στεναχωρημένα πολύ βλέποντας την κατάσταση όλη και όχι μόνο την αισθηματική. Το αγόρι ήταν πολύ ευαίσθητο σε πολλά θέματα. Ήταν έξυπνο και δημιουργικό. Όμως δεν άντεχε με αυτά που έβλεπε το καημένο και αρρώστησε βαριά.

Έπαθε κατάθλιψη και σοβαρά προβλήματα. Ένιωθε συνεχώς κουρασμενος και στεναχωρημένος. Όποιος τον έβλεπε διέκρινε ένα χάος μέσα στο βλέμμα του. Οι γιατροί, όσοι καταδέχτηκαν βέβαια να έρθουν χωρίς πληρωμή, διότι οι γονείς δεν είχαν χρήματα. Οι γιατροί ήταν μαθητευόμενοι, νέοι στην δουλειά αλλά είχαν το βλέμμα ενός έμπειρου. Στα μάτια των τριγύρω ανθρώπων φαινόντουσαν λυτρωτές αν κατάφερναν να σηκώσουν το παιδί και να το κάνουν να τρώει, να μιλά και να περπατά.

Όμως δυστυχώς δεν άργησε η ώρα που το παιδί ήταν αντιμέτωπο με το χάρο, βλέμμα με βλέμμα και τριγύρω του ανθρώποι, να μην μπορούν να τον κάνουν καλά. Το αγόρι αυτό πίστευε και ήξερε ότι η ζωή είναι δύσκολη για αυτόν και για την οικογενειά του και κατά κάποιον τρόπο μέσω της στεναχώριας είχε απαρνηθεί την ίδια του την ζωή. Δεν είχε θέληση, δεν είχε τίποτα πια. Μόνο δάκρυα και ένα αχανές βλέμμα που χανόταν και έσβηνε στο χλωμό προσωπό του.

Τώρα όλη η οικογενειά του είχε δύο πράγματα να κάνει, να προσπαθήσει πέρα από το να δουλεύουν πολλές ώρες για να εξασφαλίζουν το πενιχρό εισόδημα, αλλά και να βοηθήσει όσο μπορεί στην συναισθηματική κατάσταση καταρχάς του αγοριού. Πια όμως η κατάσταση του αγοριού είχε φτάσει σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο που έλπιζαν σε ένα θαύμα και προσεύχονταν συνεχώς.

Ύστερα από μέρες όσοι γιατροί παρακολουθούσαν την πορεία του αγοριού, ήταν σίγουροι ότι δεν θα ζήσει για πολύ ακόμα, διότι δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα. Οι ίδιοι σήκωναν τα χέρια ψηλά, αλλά οι λίγοι συγγενείς του αγοριού ευελπιστούσαν σε ένα καλύτερο αύριο, προσευχόμενοι. Ο πατέρας μόλις έχει τελειώσει από μία έκτακτη δουλειά ευελπιστώντας ότι θα πάρει τα χρήματα που του αναλογούνται για να συμπληρώσει ένα ικανό ποσό, ώστε να κλείσει ένα πολύ καλό γιατρό για μία επίσκεψη, έστω ολιγόλεπτη με τον γιο του, μήπως αλλάξει κάτι την τελευταία στιγμή.

Όμως προς έκπληξή του ακούει από τον εργοδότη του ότι δεν θα πληρωθεί αυτές τις μέρες για αυτή την εργασία, διότι πάνω του δεν διαθέτει χρήματα και δεν είναι σίγουρο αν θα πληρώσει. Ο πατέρας μόλις το ακούει, τον παρακαλεί να του δώσει έστω λίγα χρήματα, αλλά ο άλλος αρνείται επίμονα. Ο πατέρας ξεσπά σε κλάματα, έχει φτάσει σε απόγνωση, γιατί γνωρίζει ότι το παιδί του σβήνει ώρα με την ώρα και δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα, αφού δεν μπορεί να πάρει βοήθεια από εκεί που προσπάθησε κιόλας αλλά και το άξιζε.

Όμως ο εργοδότης του για να τον παρηγορήσει του δίνει ένα λαχείο για την μεγάλη κλήρωση που θα γίνει σε μία εβδομάδα. Το παίρνει ο πατέρας και αμέσως φεύγει για το σπίτι, όπου βρίσκεται ο γιος του. Μπαίνοντας στο σπίτι, βάζει μέσα σε ένα συρτάρι ταραγμένος το λαχείο.

Πηγαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τον γιο του όπου με δυσκολία μιλά για οτιδήποτε, τον βλέπει πιο χάλια από ποτέ. Προσπαθεί έστω την τελευταία στιγμή να κάνει κάτι, να κάνει ένα θαύμα. Μα τίποτα, ο γιος του δεν αλλάζει, δεν έχει την δύναμη, ούτε του μυαλού αυτή την ώρα, ούτε και της ψυχής. Οι δυναμεις του τον εγκαταλείπουν σιγά, σιγά. Ζητά από όποιον παρευρίσκεται στο δωμάτιο, να εξέλθει από τον χώρο, ώστε να μπορέσει για λίγα λεπτά, να σκεφτεί μόνος του και να αναλογιστεί. Φεύγοντας ο πατέρας στέκει για λίγο πίσω από την πόρτα και ακούει τον γιό του να προσεύχεται να είναι καλά όλοι οι δικοί του, όταν ο ίδιος δεν θα βρίσκεται μαζί τους.

Ο πατέρας τότε προσεύχεται, αλλά έχει πιστέψει ότι επειδή τα λέει ο ίδιος του ο γιος, ότι πια είναι θέμα ωρών. Περνάνε γύρω στα 30 λεπτά και έχει ανησυχήσει ο πατέρας, γιατί δεν ξέρει πως είναι ο γιος του.

Ξαφνικά μέσα από το δωμάτιο ακούγεται θόρυβος από βήματα. Όλοι παγώνουν γιατί πιστεύουν ότι κάποιος άνθρωπος έχει μπει μέσα στο δωμάτιο του αγοριού μάλλον απο το παράθυρο και έχει σκοπό να του κάνει κακό. Όμως προτού κάνουν την παραμικρή κίνηση, βλέπουν την πόρτα να ανοίγει διάπλατα και να προελαύνει ο γιος του. Όλοι με το στόμα ανοιχτό, αδυνατούν να το πιστέψουν. Το ίδιο άτομο, που επί πολύ καιρό δεν είχε την δύναμη να περπατήσει, μιλήσει, φάει ή εκφραστεί, είναι μπροστά τους και περπατά. Ανοιγοκλείνουν τα μάτια μήπως βλέπουν όνειρο, μα διαπιστώνουν πως είναι αλήθεια.

Τότε ο γιος λέει: ”Είμαι εδώ ζωντανός, χαρούμενος για την ζωή, να βοηθήσω όσο μπορώ. Θέλω να σας βλέπω χαρούμενους και θα κάνω τα πάντα. Αλλά γιατί είστε όλοι τρομαγμένοι τόσο, δεν σας μίλησε ο κύριος που ήταν πριν εδώ”. Η μάνα λέει τότε: ”Καρδούλα μου χαρούμενους μας έκανες τώρα που κατάφερες να νικήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Αλλά για ποιον κύριο μιλάς αγόρι μου;”

Το αγόρι αποκρίνεται και λέει για έναν άνδρα όπου ήταν εδώ και τριάντα λεπτά στο δωμάτιο του και συνομιλούσαν. Αυτός του έδωσε ένα χέρι βοηθείας ώστε να αποκτήσει δυνάμεις και αυτοπεποίθηση για την ζωή. Η μητέρα και οι άλλοι είπαν ότι δεν είδαν κανέναν και ότι πρόκειται πέρι θαύματος. Τότε είπαν καλύτερα όλοι να σωπήσουν και να μην συζητούν, παρά μόνο να ευχαριστούν τον κύριο που έκανε τον γιο τους καλά.

Οι προσευχές τους εισακούστηκαν εκεί πάνω στον Θεό και γύρω στους αγγέλους. Μετά από μια εβδομάδα το αγόρι και η οικογένεια είχαν ηρεμήσει. Ο πατέρας στην δουλειά του άκουγε για τον ντόρο που έγινε με την μεγάλη κλήρωση και ότι κάποιος κέρδισε το λαχείο. Γυρνώντας στο σπίτι το θυμήθηκε ότι είχε ένα και το πήρε, μήπως έχει κερδίσει κανένα ψίχουλο. Πηγαίνει σε ένα μαγαζί στην γειτονιά του και βλέπει τους αριθμούς. Ελέγχει μία δύο φορές το λαχείο, μήπως έχει κάνει λάθος. Τέλος διαπιστώνει πως ο ίδιος έχει κερδίσει το μεγάλο χρηματικό ποσό και τρέχει να το πει στους άλλους.

Μετά από εβδομάδες αφού έχουν εισπράξει τα χρήματα από τα κέρδη, αλλάζουν σιγά, σιγά την ζωή τους αλλά και μοιράζουν χρήματα σε άνθρωπους που δεν βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση.

Δίδαγμα προς όλους μας. Ποτέ μην χάνετε την πίστη και την ελπίδα σας, στον Θεό. Ποτέ μην ξεχνάτε όλα τα καλά που σας προσφέρονται στην ζωή. Μην περιμένετε πάντα να σας έρθουν όλα καλά, αλλά προσπαθήστε για το καλύτερο.

Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Δευτ Ιουν 02, 2014 8:18 pm

Τα πλάσματα αυτά, θα συντροφέψουν και το δικό σου παιδί. Είναι τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ!

Εικόνα

Ένας γιατρός θυμάται....

Ήταν από τις πιο συγκλονιστικές εξομολογήσεις που άκουσα στη διάρκεια της ιατρικής μου προσφοράς. Παρ' όλο που πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια, θαρρώ πως ακόμη ακούω τη φωνή της κυρίας Σοφίας Κ. να μου διηγείται το πώς σώθηκε από τον αφανισμό το πέμπτο (5ο) της παιδί:


«Είχα τέσσερα παιδιά, γιατρέ, και τα οικονομικά μας ήσαν άθλια. Η πίστη μου στο Θεό δεν έφτασε, για να με κάνει να κλείσω τ' αυτιά μου στις υποδείξεις προθύμων "συμβούλων" και αποφάσισα να πάω στο γυναικολόγο μου για τα "περαιτέρω".

Μα το ίδιο βράδυ, προτού με πάρει καλά - καλά ο ύπνος είδα μια σοβαρή ανθρώπινη μορφή να με πλησιάζει, να με πιάνει από το χέρι και να με οδηγεί σ' ένα τοπίο μαγευτικό. Θαύμαζα τις ομορφιές και απολάμβανα τις ευωδίες του τοπίου αυτού, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκα μια αστραπιαία σκηνή, που μ' έκανε να νοιώσω φρίκη: Δεκάδες, εκατοντάδες παιδιά με το κεφάλι να κρέμεται κομμένο από το λαιμό, κείτονταν στο πράσινο γρασίδι. Κι είχαν στη χλωμή τους όψη κάτι σαν παράπονο και κάτι σαν κλάμα.

Απορημένη γύρισα στο συνοδό μου και ρώτησα:

-Ποια είναι τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα, που με την εμφάνισή τους ασχημίζουν τον παραδεισένιο αυτό τόπο;
—Είναι αυτά που θα συντροφέψουν και το δικό σου παιδί, αν η μοίρα του είναι ίδια με τη δική τους. Είναι τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ!
Γύρισα το βλέμμα μου στην αντίθετη μεριά πανικοβλημένη και βλέπω ένα κοριτσάκι σε νηπιακή ηλικία, όμορφο, χαρούμενο γελαστό.
-Ποιο είναι το κοριτσάκι αυτό, που η παρουσία του δένεται τόσο γλυκά με την ομορφιά του τοπίου;
-Είναι το δικό σου το κοριτσάκι. Είναι το παιδί που ετοιμάζεσαι να θυσιάσεις στο βωμό της δικής σου ευκολίας και ξεγνοιασιάς, οδηγώντας το σε θάνατο φρικτό!...

Η όψη του παιδιού αυτού έμεινε ανεξίτηλα τυπωμένη στο μυαλό μου. Κι όταν γεννήθηκε η θυγατέρα μου κι όσο μεγάλωνε το κοριτσάκι μου, που με τέτοιο θαυμαστό τρόπο σώθηκε, έβλεπα πως δεν διέφερε σε τίποτε, μα σε τίποτε από το κορίτσι που είδα το βράδυ εκείνο, σαν όνειρο και σαν όραμα, πες καλύτερα σαν θαύμα...»!

Ορέστης Σιδηρόπουλος, ειδικός παθολόγος (Υπερπολύτεκνος πατέρας 8 παιδιών) Βέρροια, Μάρτιος 1990

(Από το περιοδ. Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου, αρ. 77-78)

Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Δευτ Ιουν 16, 2014 2:04 pm

«Ἔκλαιγα γιὰ μέρες ὅταν εἶδα τὴ φωτογραφία» Δρ Μπροῦνερ στοὺς «Times»(Βίντεο)

Εικόνα

"Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ τελείωνε. Δέναμε τὰ ράμματα, ὅταν ξαφνικὰ εἴδαμε ἕνα μικρὸ χεράκι νὰ ξεπροβάλλει καὶ νὰ ἀγκαλιάζει τὸ χέρι τοῦ γιατροῦ. Κανεὶς δὲν τὸ πίστευε. Ὁ γιατρὸς
πάγωσε. Τὸ χέρι μου ἔτρεμε καθὼς ἔβγαζα φωτογραφίες...».



Τὰ λόγια αὐτὰ ἀνήκουν σὲ μία νοσηλεύτρια τοῦ Ἰατρικοῦ Κέντρου τοῦ Βάντερμπιλτ, στὸ Νάσβιλ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν. Εἶχαν, τότε, περάσει λίγες μέρες ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τοῦ μικροῦ Σάμιουελ Ἀρμας, ἑνὸς μωροῦ ποῦ μόλις εἶχε συμπληρώσει τὶς εἴκοσι ἑβδομάδες ζωῆς, καί ἄθελά του πρωταγωνίστησε ὅπως πολλοὶ χαρακτήρισαν, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὀμορφότερα καὶ πιὸ ἐλπιδοφόρα φωτογραφικὰ στιγμιότυπα.

Ἦταν στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοῦ ὁ μικρὸς Σάμιουελ, ὅταν οἱ γιατροὶ διέγνωσαν ὅτι πάσχει ἀπὸ διχοτομημένη σπονδυλικὴ στήλη.

Ὅλο τὸ προσωπικὸ ἦταν βέβαιο ὅτι ὁ μικρὸς δὲν θὰ ἐπιζοῦσε μὲ τίποτα, παρὰ μόνο στὴν περίπτωση ποῦ ὑποβαλλόταν σὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἐνόσω βρισκόταν στὸν ἀμνιακὸ σάκο. Ἕνας φιλόδοξος γιατρός, ὁ δρ Τζόζεφ Μπροῦνερ, μετὰ ἀπὸ διάφορες ἔρευνες ποῦ εἶχε πραγματοποιήσει στὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰατρικὸ Κέντρο τοῦ Βάντερμπιλτ, δήλωσε ὅτι....

θὰ μποροῦσε νὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἐπέμβαση μὲ τὸ βρέφος στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του.
Οἱ γονεῖς δέχθηκαν καὶ ἔτσι, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ὁ Σάμιουελ εἰσήχθη στὴν κλινική του Βάντερμπιλτ.

Ὁ δρ Μπροῦνερ ἀφαίρεσε τὴν ὑστέρα μὲ καισαρικὴ καὶ ἔκανε μία μικρὴ τομὴ στὸν ἀμνιακὸ σάκο, μέσω τῆς ὁποίας μπόρεσε νὰ χειρουργήσει τὸν Σάμιουελ.

Μία ὥρα καὶ δεκατρία λεπτὰ εἶχαν περάσει, τὸ ἐγχείρημα ὁλοκληρωνόταν ἐπιτυχῶς, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο συνέβη τό... θαῦμα. Ὁ Σάμιουελ, ἀφοῦ πρῶτα οἱ γιατροὶ διέκριναν κάποιες κινήσεις, ξαφνικὰ ἔβγαλε τὸ μικροσκοπικό του χέρι ἀπὸ τὴν τομὴ καὶ «γάντζωσε» τὸ δάκτυλο τοῦ γιατροῦ...

«Ἔζησα τὴν πιὸ συγκινητικὴ στιγμὴ ὁλόκληρης της ζωῆς μου», ἀνέφερε κάποιες μέρες ἀργότερα ὁ δρ Μπροῦνερ στοὺς «Times» τῆς Νέας Ὑόρκης. «Ἔκλαιγα γιὰ μέρες ὅταν εἶδα τὴ φωτογραφία», εἶπε ἡ Τζούλι Ἀρμας, μητέρα τοῦ μικροῦ. Ἡ φωτογραφία ὀνομάστηκε τὸ «Χέρι τῆς Ἐλπίδας», καὶ πλέον «ταξιδεύει» μέσω τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στὸ Ἰντερνέτ, ὡς μήνυμα... φωτός.




Πηγή: http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Παρ Ιουν 20, 2014 6:14 pm

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ...

Εικόνα

Το 1979 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς, έγινε Θεία Λειτουργία ανήμερα της μνήμης του Αγίου Νεκταρίου.

Λειτουργούσε ένας ιερεύς με τον διάκονο του Ναού.

Στο τέλος είπαν το Δι' ευχών, μοίρασαν το Αντίδωρο, έφυγε όλος ο κόσμος. Ο Ιερεύς, ώσπου να καταλύση, να διπλώση τα άμφια, κλπ. άργησε λίγο, καθώς και ο διάκονος.

Τελικά, βγήκαν απ' το Ναό. Τους περίμενε έξω στην πόρτα, όλο αγωνία μια γνωστή τους ευσεβής χριστιανή.

- Τι κάνεις εδώ, τι περιμένεις; τη ρώτησε ο ιερεύς.
- Περιμένω να βγει ο Δεσπότης, που λειτουργούσε μαζί σας, για να πάρω την ευχή του. Το θέλω πολύ. Που είναι; Μα παπά μου, έλαμπε ολόκληρος! Άστραφτε!

Κοκάλωσε ο ιερεύς! Αλλά ευτυχώς με ευστροφία εκείνη την ώρα της απάντησε:

- Ω, έχει ώρα, καημένη, που έφυγε απ' την πλαϊνή πόρτα του Ιερού! Και η γυναίκα φεύγοντας σταυροκοπιώταν συνέχεια κι έλεγε:
"Κύριε Ελέησον ! Κύριε Ελέησον! Κύριε Ελέησον! Μα τι Δεσπότης ήταν αυτός!"

Από το βιβλίο: "Εμπειρίες κατα την Θεία Λειτουργία"

Πηγή: http://agiameteora.net


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Πραγματικές Ιστορίες

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Παρ Αύγ 22, 2014 8:25 pm

Μία αληθινή συγκινητική ιστορία ενός ορφανού Ελληνόπουλου

Εικόνα

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του.
Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας.
Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δύο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένεια του στη Νίκαια. Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του.
Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα».
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε: -Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. -Και τι σου λέει, παππού; -«Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».
Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός: -Μήπως είναι φαντασία σου; -Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι. -Ήρθε και σήμερα; -Ήρθε. -Και τι σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ – πρωΐ. Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ – πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπίστωσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει.
Πράγματι εκεί πού κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

Πηγή: http://agiameteora.net


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 16 και 0 επισκέπτες