ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Απρ 08, 2015 10:31 am

Η ΧΗΡΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ

Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, απ’ τον καημό της, αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με, εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι, με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που ειχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου.
Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαιγε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Έ μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιέ μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πάς στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ό,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία. ῏
Πηγή: Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», αναδημοσίευση: «Έκφραση», διμηνιαία έκδοση ιερού ησυαχαστηρίου Αγίας Τριάδος, τ. 150, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2015
π. Ευέλθοντος Χαραλάμπους


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιούλ 09, 2015 9:47 am

Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα, δε σώζεσαι

Του μακαριστού Δημητρίου Παναγόπουλου
Ήμουν στο λεωφορείο και δίπλα μου καθόταν μία κυρία.
Περνώντας έξω από έναν Ιερό Ναό έκανα το σταυρό μου.
Παρακινούμενη από εμένα έκανε και εκείνη κάτι σαν σταυρό –γρήγορα –γρήγορα- κάτι σαν ανακάτεμα! Της λέω..»αυτόν τον σταυρό που κάνεις δεν τον φοβάται ο διάβολος» έτσι όπως τον κάνεις είναι σαν να κοροιδεύεις.
Θίχτηκε τότε εκείνη και μου λέει…»τι είναι αυτά που λέτε; το ξέρετε πως εγώ είμαι πολύ πιστή και βοηθάω την εκκλησία όσο μπορώ; » Της απάντησα πως δεν το ήξερα και συνέχισα ….»Δηλαδή εκκλησιάζεστε, εξομολογείστε, κοινωνάτε, και συμμετέχετε στα μυστήρια της εκκλησίας;»
Δεν εκκλησιάζομαι συχνά, μου λέει, ούτε συμμετέχω ιδιαίτερα, αλλά βοηθάω όσο μπορώ την εκκλησία. Έχω δώσει ένα σωρό λεφτά για να χτιστούν εκκλησίες, για να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα, για να αγιογραφηθούν τόσοι Άγιοι….!!!
Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα, δε σώζεσαι…της απάντησα! Η Εκκλησία σαν κιβωτός που είναι, το ξέρεις πως πρέπει να μπεις μέσα για να σωθείς; Ξέρεις τι απέγιναν αυτοί που έφτιαξαν την κιβωτό του Νώε; ΠΝΙΓΗΚΑΝ!
Πνίγηκαν επειδη την κατασκεύασαν, αλλά δεν πίστευαν στο κακό που ερχόταν και έμειναν απ’΄εξω! Γιἀυτό όσες εκκλησίες και να φτιάξει ο άνθρωπος και όσα μοναστήρια, αν δεν μπει μέσα στην κιβωτό που λέγεται εκκλησία, να κοινωνάει το σώμα και το αίμα του Χριστού, δε σώζεται.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιούλ 10, 2015 9:43 am

Τα τρία ερωτήματα - Του Λέοντος Τολστόι

Μία φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ἕνας βασιλιὰς σκέφτηκε ὅτι ἂν ἤξερε πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ν᾿ ἀρχίζει κάτι, ἂν ἤξερε ποιοὶ εἶναι οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούει καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θάπρεπε ν᾿ ἀποφεύγει καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἂν ἤξερε πάντοτε ποιὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο πράγμα νὰ κάνει, δὲ θὰ ἀποτύχαινε σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε.

Καὶ ὅταν τοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ σκέψη, φρόντισε νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό του ὅτι θὰ ἔδινε σπουδαία ἀμοιβὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα νὰ κάνει.

Καὶ ἦλθαν σοφοὶ ἄνθρωποι στὸ βασιλιά, ἀλλὰ ὅλοι ἔδωσαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα.

Σ᾿ ἀπάντηση τοῦ πρώτου ἐρωτήματος, μερικοὶ εἶπαν ὅτι γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ φτιάξει προκαταβολικὰ ἕνα πρόγραμμα ἡμερῶν, μηνῶν καὶ ἐτῶν καὶ νὰ τὸ ἀκολουθήσει πιστά. Μόνον ἔτσι, εἶπαν αὐτοί, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τὸ κάθε τί στὴν κατάλληλη στιγμή. Ἄλλοι δήλωσαν ὅτι θὰ ἦταν ἀδύνατο ν᾿ ἀποφασίσει κανεὶς ἐκ τῶν προτέρω τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ἀλλὰ ἂν δὲν ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀπορροφηθεῖ σὲ μάταιες ἐνασχολήσεις, θὰ μποροῦσε πάντοτε νὰ προσέχει τί συμβαίνει καὶ τότε νὰ κάνει ὅ,τι θὰ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἄλλοι πάλι εἶπαν, ὅτι ὅσο κι ἂν πρόσεχε ὁ βασιλιὰς ὅ,τι συνέβαινε, θὰ ἦταν ἀδύνατο σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀποφασίζει σωστὰ ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, γι᾿ αὐτὸ θἄπρεπε νὰ ἔχει ἕνα συμβούλιο ἀπὸ σοφοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν νὰ καθορίσει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε τί.

Ἀλλὰ πάλι, ἄλλοι τοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ περιμένουν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπὸ ἕνα συμβούλιο καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφασίσει ἀμέσως ἂν θὰ τὰ ἐπιχειρίσει ἢ ὄχι. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὅμως κανεὶς νὰ τὸ ἀποφασίσει αὐτό, πρέπει νὰ ἐκ τῶν προτέρων νὰ γνωρίζει τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Μόνο μάγοι μποροῦν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ συμβουλεύεται μάγους.

Ἐξ ἴσου ποικίλες ἦταν οἱ ἀπαντήσεις καὶ στὸ δεύτερο ἐρώτημα. Μερικοὶ εἶπαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζεται περισσότερο ὁ βασιλιὰς εἶναι οἱ σύμβουλοί του, ἄλλοι οἱ ἱερεῖς, ἄλλοι οἱ γιατροί, ἐνῶ ἄλλοι εἶπαν ὅτι πιὸ ἀναγκαῖοι εἶναι οἱ πολεμιστές.

Στὸ τρίτο ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι πιὸ σπουδαία ἐνασχόληση, μερικοὶ ἀπάντησαν ὅτι πιὸ σπουδαῖο πράγμα στὸ κόσμο εἶναι οἱ ἐπιστῆμες. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι εἶναι ἡ πολεμικὴ ἐπιδεξιότητα, καὶ ἄλλοι πάλι ὅτι εἶναι ἡ θρησκευτικὴ λατρεία.

Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις ἦταν διαφορετικὲς καὶ ὁ βασιλιὰς δὲ συμφώνησε σὲ καμιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ σὲ καμιὰ δὲν ἔδωσε σημασία. Ἀλλὰ θέλοντας ἀκόμη νὰ βρεῖ τὶς σωστὲς ἀπαντήσεις, ἀποφάσισε νὰ συμβουλευτεῖ ἕναν ἐρημίτη πολὺ γνωστὸ γιὰ τὴν σοφία του.

Ὁ ἐρημίτης ζοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο δὲν ἀπομακρυνόταν ποτὲ καὶ δὲ δεχόταν παρὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς ντύθηκε ἁπλὰ ροῦχα καὶ πρὶν φτάσει στὸ κελὶ τοῦ ἐρημίτη, κατέβηκε ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του, ἄφησε πίσω τὴ φρουρά του καὶ πῆγε μόνος του.

Ὅταν πλησίασε ὁ βασιλιάς, ὁ ἐρημίτης ἔσκαβε τὴ γῆ μπροστὰ στὴν καλύβα του. Ὅταν εἶδε τὸ βασιλιά, τὸν χαιρέτησε καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἄνθρωπος ἀσθενικὸς καὶ ἀδύνατος καὶ κάθε φορὰ ποὺ σφήνωνε τὴν ἀξίνα του στὴν γῆ γιὰ νὰ σηκώσει λίγο χῶμα, ἀνάπνεε βαριά.

Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἐρημίτη γιὰ νὰ σὲ ρωτήσω τρία πράγματα: Πῶς θὰ μάθω νὰ κάνω τὸ κατάλληλο πράγμα στὴν κατάλληλη στιγμή, ποιοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζομαι περισσότερο καὶ ἑπομένως ποιοὺς θὰ πρέπει νὰ προσέχω περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ποιὲς ὑποθέσεις εἶναι πιὸ σπουδαῖες καὶ χρειάζονται περισσότερο προσοχή»;

Ὁ ἐρημίτης ἄκουσε τὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε καμιὰ ἀπάντηση. Μόνο ἔφτυσε στὶς παλάμες του καὶ ξανάρχισε τὸ σκάψιμο.

«Εἶσαι κουρασμένος», εἶπε ὁ βασιλιάς, «ἄσε μὲ νὰ πάρω τὴν ἀξίνα καὶ νὰ δουλέψω ἐγὼ λίγο γιὰ σένα».

«Εὐχαριστῶ», εἶπε ὁ ἐρημίτης καὶ δίνοντας τὴν ἀξίνα στὸ βασιλιὰ κάθησε κάτω στὸ χῶμα.

Ὅταν ἔσκαψε ὁ βασιλιὰς δύο αὐλάκια, σταμάτησε καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἐρωτήματά του. Ὁ ἐρημίτης καὶ πάλι δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ σηκώθηκε, ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ πάρει τὴν ἀξίνα καὶ εἶπε:
«Ξεκουράσου τώρα λίγο καὶ ἄσε μένα νὰ δουλέψω λιγάκι».

Ὁ βασιλιὰς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν ἀξίνα καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Πέρασε μία ὥρα καὶ ἄλλη μία. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει πίσω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ ὁ βασιλιὰς στὸ τέλος σφήνωσε τὴν ἀξίνα στὸ χῶμα καὶ ἔιπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἄνθρωπε γιὰ μία ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματά μου. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ δώσεις καμιά, πές το μου νὰ γυρίσω στὸ σπίτι μου».

«Νά, κάποιος ἔρχεται τρέχοντας», εἶπε ὁ ἐρημίτης. «Ἂς δοῦμε ποιὸς εἶναι».

Ὁ βασιλιὰς γύρισε καὶ εἶδε ἕνα γενειοφόρο ἄνδρα νὰ ἔρχεται τρέχοντας ἀπὸ τὸ δάσος, σφίγγοντας μὲ τὰ χέρια του τὸ στομάχι του, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα. Ὅταν πλησίασε τὸ βασιλιά, ἔπεσε λιπόθυμος στὸ χῶμα βγάζοντας ἕναν ἐλαφρὺ ἀναστεναγμό. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ ἐρημίτης ξεκούμπωσαν τὰ ροῦχα του. Ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στὸ στομάχι του. Ὁ βασιλιὰς τὸ ἔπλυνε ὅσο καλλίτερα μποροῦσε καὶ τὸ ἔδεσε μὲ τὸ μαντήλι του καὶ μὲ μία πετσέτα ποὺ τοὔδωσε ὁ ἐρημίτης. Ἀλλὰ τὸ αἷμα δὲ σταματοῦσε νὰ τρέχει καὶ ὁ βασιλιὰς ξανὰ καὶ ξανὰ ἄλλαζε τὸν ἐπίδεσμο, μουσκεμένο ἀπὸ καυτὸ αἷμα, τὸν ἔπλενε καὶ ξανάδενε τὸ τράυμα. Ὅταν σταμάτησε νὰ τρέχει τὸ αἷμα, ὁ πληγωμένος συνῆλθε καὶ ζήτησε κάτι νὰ πιεῖ. Ὁ βασιλιὰς ἔφερε φρέσκο νερὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Στὸ μεταξὺ ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ ἄρχισε νὰ κρυώνουν. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐρημίτη μετέφερε τὸν πληγωμένο στὴν καλύβα καὶ τὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι. Ὅταν ξάπλωσεστο κρεβάτι ὁ πληγωμένος, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἡσύχασε, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς ἦταν τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὸ περπάτημα καὶ τὴ δουλειὰ ποὺ εἶχε κάνε, ποὺ κάθησε στὸ κατώφλι καὶ τὸν πῆρε καὶ αὐτὸν ὁ ὕπνος τόσο βαθιά, ὥστε κοιμήθηκε συνέχεια ὅλη τὴν καλοκαιριάτικη νύχτα. Ὅταν ξύπνησε τὸ πρωί, πέρασε πολλὴ ὥρα πρὶν μπορέσει νὰ θυμηθεῖ ποὺ ἦταν, ἢ ποιὸς ἦταν ὁ ἄγνωστος γενειαφόρος ἄνδρας ποὺ ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι καὶ τὸν κοίταζε ἔντονα καὶ μὲ φλογισμένα μάτια.

«Συγχώρεσέ με», εἶπε ὁ γενειαφόρος ἄνδρας μὲ μία ἀσθενικὴ φωνή, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ βασιλιὰς εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν κοίταζε.

«Δὲ σὲ ξέρω καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ σοῦ συγχωρήσω», εἶπε ὁ βασιλιάς.

«Ἐσὺ δὲ μὲ ξέρεις, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ξέρω. Εἶμαι αὐτὸς ὁ ἐχθρός σου ποὺ ὁρκίστηκε νὰ πάρει ἐκδίκηση ἀπὸ σένα, γιατὶ ἐκτέλεσες τὸν ἀδελφό του καὶ κατάσχεσες τὴν περιουσία του.

Ἤξερα πὼς εἶχες πάει μόνος σου νὰ δεῖς τὸν ἐρημίτη καὶ ἀποφάσισα νὰ σὲ σκοτώσω στὴν ἐπιστροφή. Ἀλλὰ πέρασε ἡ ἡμέρα καὶ δὲν γύρισες. Ἔτσι βγῆκα ἀπ᾿ τὴν ἐνέδρα μου καὶ ἔπεσα στοὺς φρουρούς σου καὶ αὐτοὶ μὲ ἀναγνώρισαν καὶ μὲ τραυμάτισαν. Τοὺς ξέφυγα, ἀλλὰ θὰ εἶχα πεθάνει ἀπ᾿ τὴν αἱμορραγία, ἂν ἐσὺ δὲν εἶχες φροντίσει τὸ τραῦμα μου.

Ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ σκοτώσω κι ἐσὺ μοῦ ἔσωσες τὴν ζωή. Τώρα, ἂν ζήσω, κι ἂν τὸ θέλεις κι ἐσύ, θὰ σὲ ὑπηρετήσω σὰν ὁ πιὸ πιστός σου σκλάβος καὶ θὰ ζητήσω ἀπ᾿ τοὺς γιούς μου νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Συγχώρεσέ με».

Ὁ βασιλιὰς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος ποὺ εἶχε συμφιλιωθεῖ τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἐχθρό του καὶ ποὺ εἶχε κάνει ἕνα φίλο καὶ ὄχι μόνο τὸν συγχώρεσε, ἀλλὰ εἶπε ὅτι θὰ ἔστελνε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸ προσωπικό του γιατρὸ νὰ τὸν φροντίσουν καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ ξαναδώσει τὴν περιουσία του.

Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν πληγωμένο ὁ βασιλιάς, πῆγε ἔξω στὸν ἐξώστη καὶ κοίταξε τριγύρω νὰ βρεῖ τὸν ἐρημίτη. Ἤθελε πρὶν φύγει, νὰ τὸν παρακαλέσει ἀκόμη μία φορὰ νὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ εἶχε κάνει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἔξω γονατισμένος καὶ φύτευε σπόρους στ᾿ αὐλάκια πού ῾χαν σκαφτεῖ τὴν προηγούμενη μέρα.

Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Γιὰ τελευταία φορὰ σὲ παρακαλῶ ἀπάντησε στὰ ἐρωτήματά μου, σοφὲ ἄνθρωπε». «Μὰ ἔχουν ἤδη ἀπαντηθεῖ», εἶπε ὁ ἐρημίτης, σκύβοντας ἀκόμα στ᾿ ἀδύνατα πόδια του καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸ βασιλιὰ ποὺ στεκόταν μπροστά του.

«Πῶς ἀπαντήθηκαν; Τί ἐννοεῖς;», εἶπε ὁ βασιλιάς.

«Δὲ βλέπεις;», ἀπάντησε ὁ ἐρημίτης. «Ἂν δὲν εἶχες λυπηθεῖ χθὲς τὴν ἀδυναμία μου καὶ δὲν εἶχες σκάψει γιὰ μένα τ᾿ αὐλάκια, ἀλλὰ εἶχες φύγει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σοῦ εἶχε ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ εἶχες μετανοιώσει ποὺ δὲν ἔμεινες μαζί μου. Ἔτσι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν ἔσκαβες τ᾿ αὐλάκια, κι ἐγὼ ἤμουν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ τὸ νὰ μοῦ κάνεις καλὸ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Ὕστερα, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦρθε σὲ μᾶς, ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν τὸν φρόντιζες, γιατὶ ἂν δὲν εἶχες δέσει τὸ τραῦμα του, θὰ πέθαινε χωρὶς νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου. Ἔτσι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανες γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Νὰ θυμᾶσαι λοιπόν: Ὑπάρχει μόνο μία στιγμὴ ποὺ εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία, τὸ παρόν. Εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμή, γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πάνω στὴν ὁποία ἔχεις κάποια δύναμη. Ὁ πιὸ ἀναγκαῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ξέρει ἂν θὰ ἔχει ποτὲ πάρε-δῶσε μὲ κάποιον ἄλλο. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα εἶναι νὰ τοῦ κάνεις καλό, γιατὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχεις ἔλθει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».

Τώρα λοιπὸν βλέπεις ὅτι πρέπει νὰ τρέχεις συνεχῶς γιὰ νὰ παραμένεις στὴν ἴδια θέση. Ἂν θέλεις νὰ πᾶς κάπου ἀλλοῦ θὰ πρέπει νὰ τρέχεις τουλάχιστον δύο φορὲς περισσότερο…


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Ιούλ 13, 2015 7:24 pm

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Κάποιος χριστιανός είχε αιχμαλωτισθεί πολύ από την κακή συνήθεια της κλοπής. Κάποτε, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου να εί¬ναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να το κλέψει. Ετοίμασε και έζευξε τις αγελάδες στην καρότσα και την νύκτα ετοιμάσθηκε για τον σκοπό του. Τότε η κορούλα του 5-6 ετών άρχισε να κλαίει θέλοντας να ανέβει και εκείνη στην καρότσα, επειδή της άρεσε ο περίπατος με τα ζώα. Ο πατέρας της για να την καθησυχάσει, την επήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στην καρότσα. Έτσι ξεκίνησαν τα μεσάνυκτα για το ξένο κτήμα. Φθάνοντας εκεί, άφησε τις αγελάδες στην άκρη του χωραφιού και, επειδή ήταν πανσέληνος η νύκτα, παρατηρούσε δεξιά- αριστερά, μήπως δει κανέναν και τον αντιληφθεί κάνον¬τας την κλοπή. Και, επειδή δεν είδε κανέναν, άρχισε να μεταφέρει χερόβολα από τις θημωνιές στην καρότσα του. Τότε η κόρη του παρακινουμένη μάλλον από το Θεό, του είπε: «Πατέρα, κοίταξες σ’ όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Τότε εκείνος την ρώτησε: «Γιατί να κοιτάξω στον ουρανό, παιδί μου;». Και η κόρη του είπε: «Ίσως θα ήταν καλό να κοιτάξεις και προς τον ουρανό, διότι στ’ άλλα μέρη είδα ότι τα παρατήρησες με προσοχή». Τότε ο πατέρας της σκεπτόμενος τα λόγια της κόρης του, και φοβούμενος τον Θεό, σιώπησε. Μετά πήρε τα κλεμμένα χερόβολα, τα επέστρεψε στον τόπο τους και με την καρότσα επέστρεψαν στο σπίτι τους έχοντας την συνείδησή του αναπαυμένη.
Αφού διηγήθηκε τα γεγονότα στη γυναίκα του, η οποία ήταν πιστή χριστιανή και τον εμπόδιζε πάντοτε σε τέτοια έργα, της είπε στο τέλος: «Έχεις το λόγο μου, γυναίκα, ότι απ’ αυτή τη νύκτα εγώ δεν θα ξανακλέψω σ’ όλη μου τη ζωή. Από τώρα θα κοιτάζω πρώτα στον ουρανό, διότι γνωρίζω ότι τα μάτια του Θεού βλέπουν όλα τα έργα μας».
Έτσι ο άνθρωπος αυτός ελεγχόμενος από το φόβο και την πανταχού παρουσία του Θεού, εγκατέλειψε για πάντα την κλοπή. Κατόπιν πηγαίνοντας σ’ ένα καλό Πνευματικό, εξομολογήθηκε και διορθώθηκε στη ζωή του.
Είθε να δώσει ο Καλός Θεός, όταν και εμείς ως αμαρτωλοί πειραζόμαστε, να κοιτάζουμε πρώτα προς τον ουρανό, προς τον Θεό, ο Οποίος βλέπει όλα τα έργα μας και έτσι να επιτελούμε στη ζωή μας μόνο το άγιο θέλημά Του.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 09, 2015 10:30 am

Τὰ μάτια ποὺ εἶδαν τὸν Θεό

Κάποτε, μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέ κάλεσαν οἱ Ἀμερικανοί φίλοι μου νά τούς ἐπισκεφτῶ ἀπό τήν Ἀγγλία. Ἐγώ στό μεταξύ εἶχα πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) ζεῖ στό Σικάγο καί ἀποφάσισα νά τόν ἐπισκεφτῶ, μολονότι αὐτό δέν ἦταν οὔτε τόσο φθηνό μά οὔτε καί τόσο ἁπλό.

Τηλεφώνησα στήν σερβική Ἐκκλησία γιά νά μάθω τήν διεύθυνσή του καί μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἔλειπε σέ ταξίδι στή Ν. Ὑόρκη γιά ἕνα τριήμερο. Ἦταν γιά μένα δῶρο ἐξ οὐρανοῦ.

Συναντηθήκαμε. Ἐκεῖνος ἦταν γερασμένος καί καταβεβλημένος, ἀλλά τό βλέμμα τῶν μαύρων ματιῶν του διαπερνοῦσε τόν συνομιλητή -ὅπως τότε στήν Σερβία- μέχρι τήν καρδιά.

Ἀρχίσαμε νά μιλᾶμε γιά τήν πορεία τοῦ κόσμου, γιά τήν Ἐκκλησία, τή Ρωσία…

«Σεβασμιώτατε», τόν ρώτησα, «ἄραγε οἱ κακουχίες καί οἱ στερήσεις στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στή ναζιστική Γερμανία κατά τόν πόλεμο πνευματικά φονεύανε ἤ ξαναγεννοῦσαν τόν ἄνθρωπο; Διότι, ἐγώ γιά παράδειγμα, γνώρισα ἀνθρώπους, καί μάλιστα πιστούς, οἱ ὁποῖοι στό στρατόπεδο δέν εἶχαν τή δύναμη νά προσευχηθοῦν, ἐπειδή ὅλες τους οἱ δυνάμεις ἦταν συγκεντρωμένες στό ξεροκόμματο, στό κρεμμύδι, στό φλιτζάνι μέ τό ζεστό νερό…».

Μοῦ ἀπάντησε• στό στρατόπεδο γινόταν ἔτσι• κάθεσαι σέ μία γωνιά καί ἐπαναλαμβάνεις μέσα σου• -Κύριε, ἐγώ εἶμαι γῆ καί σποδός. Κύριε παράλαβε τήν ψυχή μου! Καί πάλι σέ ἀνεβάζει ὁ Κύριος… Στήν πραγματικότητα, θά ἔδινα ὅλη τή ζωή πού μοῦ ἀπέμεινε, ἐάν αὐτό ἦταν δυνατόν, γιά μία ὥρα παραμονῆς στό Νταχάου.

Ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τά μάτια του καί μέ κοίταξε ἴσια στά μάτια. Ἐγώ δέν μπόρεσα νά ἀντέξω ἐκεῖνο τό βλέμμα. Μέ κοίταζαν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου πού συνάντησε τό Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο…

Μοῦ ἔλεγε καί τό ἑξῆς

-Μέ πλησίαζαν οἱ δεσμοφύλακες καί εἰρωνικά μέ ρωτοῦσαν•

-Πιστεύεις ἐσύ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός;

-Ὄχι, τούς ἀπαντοῦσα.

Τότε ἄρχιζαν νά γελοῦν καί νά μέ ξαναρωτοῦν•

-Δηλαδή ἐσύ δέν πιστεύεις πλέον;

-Δέν πιστεύω πλέον, ἀλλά γνωρίζω, φώναζα μέ ὅλη μου τή δύναμη καί κεῖνοι ἐξαγριωμένοι ἔφευγαν αὐτοστιγμεί.

Ἀργότερα ξανάρχιζαν τήν κουβέντα καί ρωτοῦσαν•

-Ἐκεῖνος ὁ Ἰησοῦς σου ἦταν γιός μιᾶς Ἑβραιοπούλας;

-Ὄχι, τούς ἀπαντοῦσα.

-Τότε τίνος γιός ἦταν;

-Υἱός τοῦ Θεοῦ, τούς ἀπαντοῦσα καί κεῖνοι δέν εἶχαν τί νά μοῦ ποῦν.

Ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος ἦταν στύλος τῆς σερβικῆς Ἐκκλησίας. Τώρα, μετά τήν κοίμησή του, βλέπει συνεχῶς τό Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο.

Μίλιτσα Ζέρνωβ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 10, 2015 1:37 pm

ΜΕ ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΠΟ

Διηγούνται ένα περιστατικό από τη ζωή του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Του μεγάλου αυτού Σέρβου Θεολόγου και προσφάτως αναγνωρισθέντος Αγίου της Εκκλησίας.
Πρέπει να ήταν το έτος 1929, δηλαδή όταν ο Άγιος ήταν σε ηλικία 35 ετών. Ήταν καλοκαίρι και ξεκίνησε από το Βράνιε με προορισμό το μοναστήρι του αγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνά στο μοναστήρι αυτό, με το οποίο και είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο, γιατί είχε μεγάλη αγάπη στον άγιο Πρόχορο. Ήταν ήδη καθηγητής πανεπιστημίου στη θεολογική σχολή στο Βελιγράδι. Ο δρόμος μέχρι το μοναστήρι ήταν δύσβατος και για αυτό αρκετά κουραστικός. Ο Άγιος για να υπερνικά αυτές τις δυσκολίες, χρησιμοποιούσε κάποιο απλό αυτοκίνητο, για να διασχίσει τον βουνήσιο δρόμο που οδηγούσε στο μοναστήρι.
Σε μία λοιπόν τέτοια επίσκεψή του συνάντησε στο δρόμο του μία γερόντισσα και αμέσως κατάλαβε ότι και αυτή κατευθυνόταν με τα πόδια προς το μοναστήρι.
Τότε ο άγιος έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει και προσκάλεσε τη γριούλα να ανέβει στο αυτοκίνητο, γιατί όπως της εξήγησε και εκείνος πήγαινε όπου και αυτή.

-Σε ευχαριστώ παιδί μου, του απάντησε η γριούλα, αλλά εγώ είμαι φτωχή.
Ο άγιος τότε της χαμογέλασε και τη διαβεβαίωσε ότι δεν θα πλήρωνε τίποτε, μια και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο από αυτόν.
Τότε η γερόντισσα του είπε:

-Δεν το είπα γι' αυτό, παιδί μου. Αλλά επειδή εγώ είμαι φτωχή, δεν έχω τίποτα άλλο να προσφέρω στον Άγιο πέρα από τον κόπο μου αυτό.
Τότε ο άγιος χτύπησε μεμιάς το μέτωπό του, ως ένδειξη κατάπληκτου θαυμασμού και μονολόγησε:

-Αχ, Ιουστίνε, έγινες καθηγητής θεολογίας και όμως! Την ευσέβεια αυτής της γερόντισσας απέχεις πολύ για να τη φτάσεις.
Στράφηκε τότε και πάλι στον οδηγό. Τον πλήρωσε, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και συνέχισε πεζός μαζί με την γριούλα τον υπόλοιπο δρόμο έως το μοναστήρι.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Σεπ 25, 2015 7:14 pm

ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

Μια μέρα ο Θεός αποφάσισε να "ανοίξει" ένα "μαγαζί" πάνω στη Γη..
Φώναξε τον πιο όμορφο και πιο ευγενικό Άγγελο και του είπε:
"Θα είσαι ο υπάλληλος μου..
Εσύ θα πουλάς τα προϊόντα μου!"..
Μόλις μαθεύτηκε το νέο ότι άνοιξε το "Κατάστημα του Θεού"..
όλοι έτρεξαν να αγοράσουν..
"Τι πουλάς.. όμορφε Άγγελε;" τον ρώτησε ο πρώτος "πελάτης" που έφτασε..
"Κάθε καλό του Θεού!"..
"Και κοστίζει ακριβά";
"Όχι... καθόλου!!
Τα Αγαθά του Θεού είναι όλα δωρεάν!!"
Ο πελάτης... έκπληκτος... δεν μπορούσε να το εξηγήσει..
Κοίταζε με θαυμασμό το μεγάλο ράφι με τα "μπουκάλια της αγάπης"..
τα πακέτα της ελπίδας"..
τα κουτιά της ειρήνης"..
τα βάζα της ευτυχίας και της χαράς"...και άλλα πολλά..
Κάποια στιγμή...αποφασισμένος..
και αφού είχε ανάγκη πάρα πολύ από όλα εκείνα που έβλεπε μπροστά του..
είπε στον Άγγελο:
"Δώσε μου σε παρακαλώ ένα κομμάτι από την "Συγχώρεση"..
ένα κομμάτι από "Ο Θεός της Αγάπης"..
ένα πακέτο "Ευτυχίας"..
ένα βαζάκι "Υπομονής"..
μια κουταλιά "Χιούμορ"..
ένα βάζο " Κουράγιο και Ελπίδα"..
Ο Άγγελος ευγενικός...
άρχισε να ετοιμάζει όλα εκείνα που του ζήτησε ο "πελάτης"..
Μετά από λίγο επιστρέφει με ένα μικρό - πολύ μικρό- πακετάκι..
τόσο όσο είναι και η καρδιά ενός ανθρώπου..
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος και με το στόμα ανοικτό..
"Πως είναι δυνατόν;
Όλα αυτά που ζήτησα είναι μέσα σε ένα τόσο μικρό πακετάκι;"
Ο Άγγελος..
με γλυκιά φωνή... του εξηγεί:
"Βεβαίως... αγαπητέ μου..
Στο Μαγαζί του Θεού δεν πουλάμε "έτοιμα και ώριμα φρούτα"..
αλλά μονάχα "μικρούς σπόρους για να καλλιεργήσεις!"


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Οκτ 23, 2015 11:36 pm

Αν σταθείς εμπρός στην Εικόνα Της...

Στ' Άγιον Όρος, υπάρχει το καστρομονάστηρο των Ιβήρων, που στέκει αρχοντικό δίπλα στη θάλασσα, θαρρείς περιμένοντας να ξεκουράσει κάθε ναυαγό της ζωής που θα φτάσει στην πύλη του. Αρχαίο μοναστήρι που το σκεπάζει η θαυματουργός Εικών της Κυράς Πορταίτισσας, που ταξίδεψε και βρέθηκε εκεί με θαυμαστό τρόπο, για να φυλά το Μοναστήρι Της με τους τόσους ανθρώπους να έχουν βρέξει με δάκρυα προσευχής τα πατώματά του. Τα μεγάλα τειχιά κρύβουν πίσω τους την θαυμαστή Εικόνα η οποία κρύβει πάνω Της, δεήσεις και ικεσίες αιώνων, από χείλη ευλαβικά που σιγοψιθύρισαν, μυστικές καρδιακές προσευχές, ίσα-ίσα να τις ακούει μόνον Εκείνη...

Αν σταθείς εμπρός στην Εικόνα Της, θα προσέξεις μερικά αυτοκρατορικά ολόχρυσα φλουριά, αναθήματα ευλαβείας Χριστιανών Βασιλέων, που στάθηκαν με δέος μπροστά Της, αναγνωρίζοντάς Την ως την μόνην Βασίλισσα! Ποιος μπορεί να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα Της...

Χρόνια δύσκολα ήταν τότε, όταν κάποιος Χριστιανός βρέθηκε στο Όρος της Παναγιάς. Πεινασμένος και ταλαιπωρημένος, βρέθηκε μπροστά στην πύλη του καστρομονάστηρου της Ιβήρων. Χτύπησε δειλά-δειλά την θύρα θέλοντας να ζητήσει λίγο ψωμί, να παρηγορήσει την πείνα που τον ταλάνιζε. Αχ, τι ναι να κτυπήσει φτωχός την πόρτα! Ο ίδιος ο Χριστός θα την ανοίξει...

Ένα πορτάκι άνοιξε και το μοναχικό κεφάλι πρόβαλε να ρωτά τον πεινασμένο τι θέλει. Ήταν ο πορτάρης δηλαδή ο θυρωρός της Μονής. Ο πεινασμένος άνθρωπος, ζήτησε λίγο ψωμί! Πεινούσε. Είπαμε όμως. Δύσκολα χρόνια. Το ψωμί αρκούσε να συντηρεί τους μοναχούς. Ίσως η ολιγοπιστία του πορτάρη μην ξεμείνει το μοναστήρι από ψωμί, ίσως για να φανεί πως όταν μιλά ο Θεός, οι άνθρωποι σιωπούν, το θέμα είναι πως ο καλόγερος, έδιωξε τον πεινασμένο άνθρωπο, λέγοντάς του πως δεν υπάρχει ψωμί για τους ίδιους, όχι για να δώκουν και σε άλλους!

Έφυγε πικραμένος ο Χριστιανός! Μα, να με διώξει; Σκεπτόταν με δάκρυα στα μάτια. Που να πάω τώρα Παναγιά μου; Κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει και άφησε φανερά πλέον τα δάκρυα να φανούν στο πρόσωπο του, δάκρυα για την άσπλαχνη συμπεριφορά. Δάκρυα για όσους δεν ξέρουν τι θα πει πείνα... Φαίνεται όμως, αυτά τα δάκρυα που έπεσαν στην γη, έγιναν προσευχή τέτοια, που μόνον θαύματα μπορεί να προκαλέσει...

Ένα χέρι αισθάνθηκε να τον ακουμπά στους ώμους... Γύρισε απότομα και βλέπει μπροστά του μια λυγερόκορμη μαυροφόρα γυναίκα, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά... - Γιατί κλαις; Τον ρώτησε με μια θεσπέσια φωνή.
- Γιατί χτύπησα την πόρτα της Μονής και ζήτησα λίγο ψωμί και αντίς για ψωμί μου έκλεισε ο θυρωρός την πόρτα και μ' έδιωξε, είπε με παράπονο ο Χριστιανός... Λες και ήταν το πιο λογικό να συναντήσει γυναίκα με παιδί στην αγκαλιά, μες στ' Άγιον Όρος! Ούτε ρώτησε ποια ήταν, ούτε ρώτησε πως βρέθηκε εκεί... Έτσι τα έφερε ο Θεός...
- Πάρε αυτό, του λέει η γυναίκα και του βάζει στο χέρι ένα ολόχρυσο νόμισμα! Πήγαινε και κτύπα ξανά και δώστου το και πες του, πως θυρωρός της Μονής είμαι εγώ!
Τα χασε ο Χριστιανός... Κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα το ολόχρυσο φλουρί που έλαμπε στα χέρια του φωτισμένο από τον ήλιο... Γύρισε να ευχαριστήσει την γυναίκα .... Είχε γίνει άφαντη...

Σηκώθηκε και έτρεξε ξανά πίσω στο Μοναστήρι. Κτύπησε με χαρά αυτή την φορά την πόρτα. Άνοιξε ο ίδιος μοναχός.
- Πάλι εσύ; Του είπε τραχιά! Δεν σου...
- Στάσου! Του λέει ο άνθρωπος! Θα πληρώσω το ψωμί και βγάζει το φλουρί και του το δείχνει.
- Που το βρήκες αυτό; Είπε ο μοναχός με ξέπνοη φωνή ξεκλειδώνοντας γοργά την πόρτα.
- Μια γυναίκα μου τό δωσε εδώ λίγο πιο πάνω και μου πε πως είναι Εκείνη η θυρωρός της Μονής, του απάντησε με φυσικό τρόπο ο καλοκάγαθος άνθρωπος...
Ο Μοναχός, κράτησε για λίγο το φλουρί με χέρια τρεμάμενα.
-Έλα μαζί μου, του λέει... Μπήκαν μαζί μέσα στο μοναστήρι.
-Γρήγορα φώναξε τον Ηγούμενο, είπε ο πορτάρης μοναχός σε ένα καλογέρι, που βρέθηκε μπροστά.
Ξεκλείδωσε ο μικρό Ναΐσκο, μέσα στον οποίον φυλάσσεται η Θαυματουργός Εικόνα Της Πορταΐτισσας των Ιβήρων... Πλησίασε με δέος την Εικόνα Της... Σήκωσε τα μάτια και Την κοίταξε! Είδε πρώτα το αυστηρό βλέμμα Της να τον ελέγχει... Και αμέσως μετά, διαπίστωσε ότι ένα φλουρί έλειπε από πάνω Της... Στο σημείο της συνάντησης με την Κυρά, υπάρχει μικρός ναός και πρόφτασα να γνωρίσω -παιδί εγώ τότε- τον αγιασμένο Ιερομόναχο Μάξιμο τον Τραπεζούντιο, τον Ιβηρίτη. Τον θυμάμαι να μου λέει την ιστορία και να δακρύζει... Και σήμερα, θέλησα να την μοιραστώ μαζί σας, σε μια εποχή που ίσως η ολιγοπιστία μας, μας κάνει να πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις που σε κάποια στιγμή τελειώνουν.

Την θυμάμαι τούτη την ιστορία, τέτοιες μέρες του Αυγούστου, που ψάλλουμε στις Εκκλησίες την μεγάλη Κυρά και τότε μου 'ρχεται στο μυαλό το γραφτό Θεοδώρου του Δούκα του Λασκάρεως, Αυτοκράτορος της Νικαίας που γραψε τον Μεγάλο Παρακλητικό στην Χάρη Της: "Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; πού πορευθώ; ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμήν αντίληψιν; ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν; Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον..."

π. Θωμάς Ανδρέου

http://www.inagiounikolaoutouneou.gr/


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Οκτ 26, 2015 9:13 am

Ένας άνθρωπος στην οδό της ευλογίας

Ήταν κάποτε ένας μορφωμένος άνδρας που επί οκτώ χρόνια παρακαλούσε το Θεό να του στείλει έναν άνθρωπο να τον διδάξει την αλήθεια. Και κάποτε που ένιωσε αυτή την επιθυμία πολύ έντονη, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: -Πήγαινε στην εκκλησία, κι εκεί θα βρεις έναν άνθρωπο που θα σου δείξει την οδό της ευλογίας.
Πήγε εκεί, και βρήκε έναν φτωχό, ξυπόλυτο,με πόδια γεμάτα πληγές και σκόνη, και όλα του τα ρούχα δεν άξιζαν ούτε δυό δεκάρες.
Τον χαιρέτησε, και του είπε: -Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή ημέρα!
Κι ο άλλος απάντησε:
-Ποτέ δε μου έδωσε κακή ημέρα.
-Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή τύχη!'
-Πάντα έχω καλή τύχη.'
-Είθε να σε κάνει ο Θεός ευτυχισμένο!
-Μα γιατί απαντάς έτσι; Ποτέ δεν είμαι δυστυχισμένος.
-Σε παρακαλώ, εξήγησέ το μου αυτό, γιατί δεν το καταλαβαίνω.
-Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο φτωχός.
Μου ευχήθηκες να έχω καλή ημέρα. Όλες μου οι ημέρες είναι καλές: γιατί αν πεινάω, δοξάζω το Θεό. Αν έχει παγωνιά, χαλάζι, χιόνι, βροχή, αν ο καιρός είναι καλός ή κακός, πάντα δοξάζω το Θεό. Είμαι άθλιος και περιφρονημένος, αλλά δοξάζω το Θεό, κι έτσι πάντα η ημέρα μου είναι καλή.
Μου ευχήθηκες να μου δώσει ο Θεός καλή τύχη. Αλλά ποτέ δεν έχω κακή τύχη, γιατί ξέρω πως να ζω με το Θεό, και ξέρω πως αυτό που κάνει είναι το καλύτερο. Και ό,τι ο Θεός δίνει ή επιτρέπει γιά μένα, καλό ή κακό, το παίρνω με χαρά από το Θεό, σαν το καλύτερο που μπορεί να γίνει, κι έτσι ποτέ δεν έχω κακή τύχη.
Μου ευχήθηκες να με κάνει ο Θεός ευτυχισμένο. Μα ποτέ δεν είμαι δυστυχισμένος. Γιατί η μόνη μου επιθυμία είναι να ζω μέσα στο θέλημα του Θεού, κι έχω τόσο απόλυτα παραδοθεί στο θέλημα του Θεού, ώστε θέλω αυτό που θέλει Εκείνος.'
-Αλλά αν ο Θεός θελήσει να σε ρίξει στην κόλαση, ρώτησε ο μορφωμένος, τι θα κάνεις τότε;
-Να με ρίξει στην κόλαση; Η αγαθότητά Του δεν θα το επιτρέψει. Αλλά ακόμα κι αν το κάνει, θα Τον αγκαλιάσω με τα δυό μου χέρια. Το ένα μου χέρι, που είναι η Ταπεινότητα, θα αγκαλιάσει την ανθρώπινη φύση Του, και το άλλο μου χέρι, η Αγάπη, θα αγκαλιάσει τη θεία φύση Του, τόσο σφιχτά, που θα πρέπει να έρθει κι Αυτός στην κόλαση μαζί μου.
Γιατί καλύτερα να είμαι στην κόλαση με το Θεό, παρά στον παράδεισο χωρίς Εκείνον.
Τότε ο Διδάσκαλος κατάλαβε ότι η αληθινή παραίτηση με την άκρα ταπεινότητα, είναι η συντομώτερη οδός προς το Θεό...
Και τον ρώτησε:
-Τι άνθρωπος είσαι συ;
-Είμαι βασιλιάς.
-Πού είναι το βασίλειό σου;
'Η ψυχή μου είναι το βασίλειό μου, γιατί είμαι απόλυτα κύριος των εξωτερικών και εσωτερικών μου αισθήσεων, ώστε όλες οι επιθυμίες και οι δυνάμεις της ψυχής μου βρίσκονται σε πλήρη υποταγή, και αυτό το βασίλειο είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε βασίλειο επί της γης.
-Τι σε οδήγησε σε αυτή την τελειότητα;
-Η σιωπή μου, οι υψηλές μου σκέψεις, και η ένωσή μου με το Θεό. Γιατί δε μπορούσα να αναπαυθώ σε κάτι λιγώτερο από το Θεό.
Τώρα έχω βρει το Θεό, και στο Θεό έχω βρει αιώνια ανάπαυση και ειρήνη.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Νοέμ 03, 2015 9:57 am

Μία ανέκδοτη ιστορία που μου είπε κάποτε ο π. Μελέτιος. Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε.

Κάποτε ένας χωρικός άκουσε στην εκκλησία ότι αν δώσεις ελεημοσύνη θα λάβεις εκατονταπλάσια από τον Θεό. Είπε λοιπόν στην γυναίκα του να δώσουν ως ελεημοσύνη το μοναδικό βόδι που είχαν και ο Κύριος θα τους επέστρεφε 100 βόδια για την καλή τους πράξη. Δεν δίστασε δε καθόλου να δώσει το βόδι του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Κύριο. Έδωσε λοιπόν το βόδι και περίμενε την ανταπόδοση από τον Θεό.
Περνούσε ο καιρός και τα 100 βόδια δεν ερχόταν. Ένα πρωί λοιπόν αποφάσισε να ανέβει στο γειτονικό βουνό για να βρει τον Θεό και να τον ρωτήσει πότε θα του έδινε τα 100 βόδια που άκουσε στο κήρυγμα του ιερέα.

Ανεβαίνοντας στο βουνό συνάντησε έναν ασκητή. «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο ασκητής. «Πάω να βρω τον Θεό να τον ρωτήσω πότε θα μου στείλει τα εκατό βόδια, για την ελεημοσύνη που έκανα». «Όταν Τον συναντήσεις», είπε ο ασκητής, «ρώτησέ Τον και για μένα. Είμαι στο βουνό και ζω ασκητικά εδώ και σαράντα χρόνια. Κέρδισα τελικά την Βασιλεία των Ουρανών;». «Ευχαρίστως να Τον ρωτήσω» αποκρίθηκε ο χωρικός και συνέχισε τον δρόμο του.

Λίγο πιο πάνω συνάντησε έναν γέρο άντρα με λευκή γενιάδα. «Ποιόν ψάχνεις;» ρώτησε ο γέροντας. «Άκουσα στην εκκλησία ότι αν κάνω ελεημοσύνη, θα πάρω εκατονταπλάσια από τον Θεό. Ψάχνω λοιπόν τον Θεό να μου πει πότε θα με ανταμείψει για την ελεημοσύνη μου». «Γύρνα στο σπίτι σου και σκάψε κάτω από το δέντρο στην αυλή σου. Θα βρεις ένα τσουκάλι με λίρες. Μη το πεις πουθενά, μόνο συνέχισε να βοηθάς τον κόσμο και δεν θα στερηθείς τίποτα στη ζωή σου». «Σε ευχαριστώ γέροντα. Και κάτι ακόμα. Ερχόμενος να σε βρω, συνάντησα έναν ασκητή και μου ζήτησε να σε ρωτήσω αν μετά από σαράντα χρόνια πνευματικών αγώνων και άσκησης, κέρδισε τελικά την Βασιλεία των Ουρανών».

«Να πεις σε αυτόν τον ασκητή ότι κι άλλα σαράντα χρόνια να κάτσει στο βουνό δεν θα κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών. Τον ασκητή αυτόν του δίνω κάθε μέρα ένα παξιμάδι εδώ και σαράντα χρόνια. Σήμερα, ξέροντας ότι θα έρθεις του έδωσα δύο παξιμάδια, ένα για αυτόν και ένα για σένα. Αυτός όμως αντί να σου δώσει το ένα, τα κράτησε και τα δύο για τον εαυτό του, χωρίς να έχει εμπιστοσύνη σε μένα. Εσύ όμως χωρίς δισταγμό έδωσες το βόδι σου πιστεύοντας σε αυτό που άκουσες στην εκκλησία».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 11 και 0 επισκέπτες