ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Νοέμ 15, 2015 1:05 pm

Συνάντηση με ένα ταξιτζή… που ήταν ο Άγιος Νεκτάριος!!!

Κάποιος μου είπε λίγες ημέρες πριν πως, πάτερ, έχεις καιρό να γράψεις κάτι. Και του απάντησα, πως συνηθίζω να λερώνω με μελάνι τις λευκές γραμμές του χαρτιού, μόνο όταν κάτι συμβαίνει και μου προξενεί το ενδιαφέρον ή μου προκαλεί την ευαισθησία. Και είναι αλήθεια, πάει καιρός από τότε.
Πάντα όμως εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι έρχεται να σου αναταράξει για λίγο την ησυχία και ίσως και την εφησυχάζουσα συνείδησή σου.

Σκέψεις, λογισμοί, απορίες, αγωνίες όλο αυτό τον καιρό για την νέα αυτή χρονιά, προβληματισμοί του παρόντος, αμφιβολίες για την πορεία του μέλλοντος, την προσωπική ευτυχία και την γενικότερη κατάσταση στον κόσμο, βασανίζουν την καρδιά σου, την σκέψη μου, την ψυχή μας. Γενικότερη η ανησυχία. Μεγάλη η ανεργία. Πλήθυνε λένε η ανομία. Εγκαθίσταται η αναρχία. Στερείται η ελευθερία μας. Χάνεται η γεωγραφική μας κυριαρχία. Τα πάντα αλλάζουν. Και ξαφνικά αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα, δεν πρόκειται να σωθείς, σου λένε επίμονα ότι ο Θεός πέθανε, ότι δεν υπάρχει ζωή.

«Θεέ μου τι κόσμος! Βοήθησέ με να σωθώ. Να μην σέρνομαι στο χώμα. Αναζωπύρωσε μέσα μου την φλόγα της ελπίδας. Μπορείς άλλωστε. Τι είναι για Σένα ένα θαύμα! Συγχώρεσε την παρρησία μου. Σε αισθάνομαι Πατέρα. Θέλω να νιώθω άνετα μαζί σου».

Αυτές ήταν οι σκέψεις μου. Τις μοιράστηκα μαζί σας. Με βασάνιζαν, δεν σας το κρύβω. Μέχρι που ένας ταξιτζής, άνθρωπος του μεροκάματου, μου έλυσε την απορία. Σου κάνει εντύπωση; Και όμως.
- Πάτερ, μου είπε, άκου αυτό που θα σου πω και πες μου. Σε ένα φίλο, αδελφικό, του διέγνωσαν καρκίνο. Φοβήθηκε. Ταράχτηκε όλη η οικογένειά του. Τον έπιασε τρόμος. Εξετάσεις, αποτελέσματα, επισκέψεις σε γιατρούς, μαγνητικές, αξονικές στο κεφάλι. Τελευταία ελπίδα, του είπαν, στο εξωτερικό, ένα διαγνωστικό κέντρο στην Γαλλία, για ειδικές εξετάσεις.
Γαλλία, ημέρα Σάββατο, ένα όμορφο πρωινό, στην αναμονή ή στην προσμονή των αποτελεσμάτων, εκεί σε μια στάση, στριμωγμένος με πολύ κόσμο. Ψάχνοντας ταξί. Έπειτα από αρκετή ώρα αναμονής ένα ταξί σταματά εμπρός του και του ανοίγει την πόρτα. «Πηγαίνετέ με στο τάδε ξενοδοχείο», είπε στα γαλλικά, μα κατάλαβε ότι ο ταξιτζής ήταν Έλληνας. «Τι κάνεις στη Γαλλία», τον ρώτησε. «Ήρθα για κάτι εξετάσεις». «Καλά δεν υπάρχουν νοσοκομεία στην Ελλάδα»;
«Ε, για καλύτερα», απάντησε. «Ξέρω ένα καλό νοσοκομείο εκεί στην Αίγινα, πήγαινε εκεί». Η κούρσα τελείωσε, η απροσδόκητη επαφή με τον ταξιτζή, χάθηκε. Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά, μου συνέχισε την διήγηση ο ταξιτζής που με έφερνε στο μοναστήρι, ο φίλος ρώτησε ποιο νοσοκομείο υπάρχει στην Αίγινα για να πάει. Του απάντησα πως η Αίγινα φημίζεται μόνο για τον Άγιο Νεκτάριο. Δεν έχει νοσοκομείο για ασθενείς με καρκίνο. Πήγε, τελικά, στο Μοναστήρι του Αγίου, και μπαίνοντας μέσα είδε την αγιογραφία με τον Άγιο Νεκτάριο. Λιποθύμησε. Τον ήξερε αυτό τον Άγιο. Ήταν ο ταξιτζής της Γαλλίας!!!»

Και τότε πήρα την απάντηση στα ερωτηματικά που περιέγραψα παραπάνω. Ένας ταξιτζής σε μένα έλυσε την απορία της αγωνίας, κατάλαβα ότι υπάρχει Ζωή και αυτή την ζωή θέλω να ζήσω, και ένας άλλος ταξιτζής (Άγιος Νεκτάριος) στον ασθενή αδελφό έδωσε την υγεία και τη λύση στο αδιέξοδο της αρρώστιας.

Σχόλιο π. Δ. Μ.: Ο πόνος, ψυχικός και ο σωματικός, ήταν ο μόνιμος σύντροφος του Αγίου Νεκταρίου ενόσω ζούσε. Τώρα ο Άγιος είναι ο μόνιμος σύντροφος όλων των πονεμένων. Τους συμπονάει πολύ, επειδή γνωρίζει βαθιά τί θα πει να πονάς.

Toυ π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου, Περί Αγίου Νεκταρίου παραλειπόμενα

http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Μάιος 30, 2016 8:33 pm

Τα ξύλα του παπά (Μία συγκλονιστική πραγματική διήγηση με κρυπτοχριστιανούς)

Εικόνα

Πέμπτη του Πάσχα κι ο πάπα – Λευτέρης πρωί-πρωί φόρτωνε το ζώο του κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στην Τραπεζούντα.
Την ίδια ώρα ακούστηκαν οι πρώτοι χτύποι της καμπάνας. Ο συνεφημέριός του ο πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει.
Μετά πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Καί σήμερα νάτον ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραματευτή. Κανονικά όφειλε να πάει στην εκκλησιά. Τέτοια μέρα, ακόμη Πασχαλιά, που ξανακούστηκε να λείπει απ’ τη Λειτουργία! Ας όψονται, όμως, τα τόσα στόματα που περιμένουν στο σπίτι. Κάποιος έπρεπε να νοιαστεί για το καθημερινό τους…Οκτώ του έδωσε ο Θεός κι άλλα τρία ο Αναστάσης ο κουμπάρος του: Τη γυναίκα του, την πεθερά του, την
«κυρά – ντουλάπα», και τον κουνιάδο του, που δεν φτουρά σε δουλειά…
Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε…
Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε πριν το μεσημέρι να φτάσει στην πόλη κι αν όλα παν καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω. «Βαστάτε ποδαράκιά μου» αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε το δρόμο που ‘χε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο άρχισε το ψάλσιμο, να σπάει κι η μονοτονία. Να κάνει όμως και το κέφι του.Μέσα στην ερημιά ποιός τον ακούει; Μόνο ο Θεός. Αποφεύγει και τα κοροιδευτικά χαμόγελα του πάπα – Γαβριήλ ή τις ειρωνίες του Ιορδάνη, του ψάλτη: «Εξαιρετικά τα λες παπά. Σαν μανάβης!» Το ξέρει. Η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ότι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός. Όπως τότε που ήταν μικρός. Καί φλεγότανε απ’ το μεράκι των ύμνων…
Ακόμη κι ο δεσπότης τη μοναδική φορά που λειτούργησε μαζί του του είπε: «Σούς μπρε. Δεν το λέγεις καλά». Ήταν ένα όριο που του έβαλε ο Θεός και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Τι κι αν πάλαιψε; Τι κι αν προσευχήθηκε; Τι κι αν έκλαψε; Το μόνο που κατόρθωσε είναι, όσα λέει, να τα λέει μέσα απ’ την καρδιά του. Κι αυτό είναι που θέλει ο Θεός. Την καρδιά, όχι το λαρύγγι! Η παρηγοριά του για τη σιωπή που έχει επιβάλλει στον εαυτό του. Σιωπή για να μην ενοχλεί, όπως ενοχλούσε τότες που μικρός στεκόταν παράμερα στο ψαλτήρι. Όπως ενοχλούσε αργότερα τους φίλους του που προχώρησαν στην ψαλτική κι ας πίστευε πως θα τον θέλουν κοντά τους. Όπως ενοχλούσε το φίλο του τον Αποστόλη, που έγινε δεξιός ψάλτης στο διπλανό χωριό. Σταμάτησε, έτσι, να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Με τα τροπάρια μετρούσε τις αποστάσεις. Ξεκίναγε με τον όρθρο, έλεγε και λίγα απ’ τον εσπερινό κι αν είχε κι άλλο δρόμο πρόσθετε και μερικά σκόρπια τροπάρια. Αυτό θα έκανε και τώρα, μέρες της Πασχαλιάς. «Μπρός, λοιπόν, παπά δώσε του να καταλάβει» μονολόγησε. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί…».
Αφού έψαλε όλον τον κανόνα, προχώρησε και στους αίνους κι εκεί κατά το δοξαστικό έμπαινε πιά στα πρώτα σπίτια της Τραπεζούντας. Με το ψάλσιμο κάπου είχε αφαιρεθεί. Όταν κατάλαβε πως ήταν στον τουρκομαχαλά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί κι ύστερα πήρε ένα σοκάκι εκεί στ΄ αριστερά. Περίμενε να τον βγάλει έξω από το Κάστρο, μ΄ αυτό φιδογύριζε ανάμεσα στα τουρκόσπιτα. Σε κάποια στροφή φάνηκε ένας καφενές κι απόξω δύο τρεις τούρκοι αραχτοί, απολάμβαναν το ναργιλέ τους. Καθώς περνούσε μπροστά του ο ένας του φώναξε:
«Πόσο τα ξύλα παπά;»
«Πέντε γρόσια εφέντη μ’».
«Πολλά δεν είναι βρε καραμπάς (μαυροκέφαλε;)»
«Όχι εφέντη μ’, όχι. Έρχουμαι από μακριά», ο πάπα – Λευτέρης ήξερε ν’ αντιστέκεται στα παζάρια των τούρκων. «Κι υστέρα τι παίρνεις με πέντε γρόσια;»
«Άντε να σού δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι».
«Να χαρείς τα νειάτα σου εφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστο τέσσερα. Είμαι φτωχός κι έχω τόσα στόματα να θρέψω».
«Καλά. Ας είναι. Θα σού δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χαίδεψε λίγο το ζώο και μετά στράφηκε άγριος στο παπά.
«Δεν λυπάσαι το ζώο βρε Γκιαούρ; Πως το φόρτωσες το καημένο; Κοντεύει να ψοφήσει! Δεν φοβάσαι το Θεό βρε καραμπάς;»
«Αντέχει εφέντη μ’» τόλμησε ν’ απαντήσει ο πάπα – Λευτέρης.
«Σούς μπρε» έβαλε τις φωνές ο τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. «Πάμε σπίτι να το ταίσεις λίγο και να το ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!»
Γιόμισε ο μαχαλάς απ’ τις φωνές του. Ο παπάς, τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θάναι» σκέφτηκε κι από μέσα του έλεγε όσες ευχές του ερχόντουσαν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού φώναξε ένα όνομα. Ύστερα και με μία κλωτσιά την άνοιξε διάπλατα.
«Μπες μέσα μπρε γκιαούρ. Δεν φοβάσαι το Θεό είσαι και παπάς».
Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά Λευτέρη μέσα στο σπίτι, που απ’ το φόβο του έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθεί. Μόνο έτσι σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη: «Είδες τι έπαθες για να μην πας στη Λειτουργία;»
Μέχρι την πόρτα του σπιτιού χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του. Μόλις πέρασαν το κατώφλι την έκλεισε με τόση δύναμη λες κι ήθελε να την γκρεμίσει. Καί τότε έγινε η μεταμόρφωση. Ο άγριος τούρκος, αυτός που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει το φτωχό παπά, έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του με σεβασμό. Η φωνή του μόλις ακουγόταν.
«Σχώραμε παπούλη μου, σχώραμε» του είπε ελληνικά. «Δεν είχα κακό σκοπό. Γι΄ αυτά τα σκυλιά φώναζα, που μας έβλεπαν. Μην καταλάβουν τίποτα και χαθούμε. Χριστιανοί είμαστε κι εμείς κι ας φαινόμαστε τούρκοι».
Κατάλαβε. Είχε μπροστά του έναν απ’ αυτούς που οι ρωμιοί ονόμαζαν κλωστούς. Έναν απ’ αυτούς που αντιστάθηκαν τόσα χρόνια στην υποδούλωση της ψυχής. Στη φαντασία του ο ηρωισμός κι η πίστη τους έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πάνε μερικά χρόνια που άκουσε γι΄ αυτούς. Τότε θυμάται θέλησε να τους συναντήσει, να έρθει σ’ επαφή μαζί τους. Τον συγκράτησαν οι πιο φρόνιμοι. Θάρθει η στιγμή του είπαν, καλύτερα να μη βιάζεσαι. Πέρασαν τα χρόνια κι η στιγμή δεν ήρθε. Στην αρχή μάθαινε πως κάποιος παπάς βρέθηκε στη δίνη της ιστορίας τους, μα κι αυτό σταμάτησε με τα χρόνια. Έτσι, κάπου μέσα του, άρχισε να μην πολυπιστεύει στην ύπαρξή τους. Άρχισε να αμφιβάλλει για πολλά, ή να τα δέχεται σαν μία χαριτωμένη υπερβολή. Καί να τώρα που είχε μπροστά του ένα δικό τους. Τον επίασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά!
«Η φαμιλιά μου παπούλη μου» του είπε ο κρυφός χριστιανός.
Σε λίγο καθισμένοι στο σαλόνι αντάλασσαν τις ιστορίες τους. Αισθάνονταν γνωστοί από χρόνια. Ήταν κι αυτοί όπως όλοι οι δικοί τους. Χρόνια τώρα, από πατέρα σε παιδί, κράταγαν μυστική την πίστη τους και συνέχιζαν φανερά να κάνουν τη ζωή του μουσουλμάνου. Πρώτα κοντά τους έμενε ένας χότζας που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. Όλα στα κρυφά. Νύχτα πάνω στη νύχτα. Τη μέρα τους πάντρευε τούρκικα. Τη νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ένα παιδί; Τη μέρα έκανε σουνέτι. Τη νύχτα βαφτίσια. Στο θάνατο ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι ήταν αυτός. Μόνος με την οικογένεια του νεκρού διάβαζε τρισάγιο. Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωί όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Από τότε όμως που πέθανε, έμειναν ορφανοί. Αλειτούργητοι. Αβάφτιστοι. Δύο χρόνια έχουν να κάνουν Ανάσταση. Τη νύχτα το Μεγάλο Σάββατο άκουσαν τις καμπάνες απ’ το χριστιανικό μαχαλά. Άναψαν κερί και έψαλαν σιγανά τρεις φορές το «Χριστός Ανέστη».
«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση», η ιδέα άστραψε στο μυαλό του πάπα – Λευτέρη. «Τι πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη. Ετοιμαστείτε κι εδώ είμ΄ εγώ».
Απ’ τη στιγμή εκείνη ένας ολάκερος μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν άμφια, σκεύη, πρόσφορα ενώ ένα νιό παληκάρι, με γρήγορο άλογο, έτρεξε στο χωριό να καθησυχάσει την παπαδιά, που δεν θα γύριζε ο παπάς εκείνο το βράδυ.
Γύρω στα μεσάνυχτα γιόμισε το σπίτι από κρυφοχριστιανούς. Άντρες, γυναίκες, παιδιά πέρασαν το κατώγι μ’ αγιοκέρια που είχαν μόνοι τους ετοιμάσει. Στην ανατολική πλευρά μία κασέλα είχε γίνει Αγία Τράπεζα. Ο πάπα – Λευτέρης άρχισε το ψάλσιμο μ΄ ένα γέροντα.
«Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον».
Τούτους ΄δω δεν ενοχλούσε η φωνή του. Γι’ αυτό δεν άκουσε εκείνο το «σούς μπρε», που του μαύριζε την ψυχή. Τούς έφτανε που άκουγαν τα λόγια. Κι αν έκρινε από τα βλέμματα, ίσως και να φχαριστιόντουσαν απ’ το ψάλσιμό του. Στο τέλος άναψε το κερί του απ’ το καντήλι που τρεμόπαιζε και κάλεσε τους μυστικούς χριστιανούς του:
«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών».
Μετά, εκεί στη μέση, έψαλε «την Ανάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε το Ευαγγέλιο κι ενώ η πόλη ησύχαζε, ψάλανε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Γύρω του τα δακρυσμένα μάτια του σκλάβωναν την καρδιά. Ήταν μία απ’ τις στιγμές που θα τον συνόδευαν σ’ όλη του τη ζωή.
Ήταν έτοιμη να ξεπροβάλει η νέα μέρα, όταν ξεκίναγε να γυρίσει στο χωριό. Πίσω του άφηνε το σπίτι, που έγινε η κολυμπήθρα για ν’ αναβαπτιστεί στην πίστη του κι ένα κομμάτι της καρδιάς του. Θαρχόταν να το συναντήσει πάλι σε λίγες μέρες. Τον περίμεναν οι νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά, που είχαν μείνει αβάπτιστα.
Τώρα ήξερε. Κάθε φορά που ξεκίναγε με ξύλα για την Τραπεζούντα θα έφερνε κι ένα φόρτωμα στον τουρκομαχαλά. Κάθε φορά και σε διαφορετικό σπίτι. Τη νύχτα το σπίτι αυτό θα γινόταν η εκκλησιά κι εκεί θα συνάζονταν οι κλωστοί. Απ΄ τα πιο απίθανα μέρη ξεφύτρωναν οι μαύρες σκιές που αδιαφορούσαν για την προχωρημένη ώρα. Τις πιο πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι του πεθαμένου κρυφού παπά όπου υπήρχε ολάκερη εκκλησιά κρυμμένη απ’ τα μάτια του κόσμου. Μυστικές πόρτες έφερναν τους πιστούς από τους σκοτεινούς δρόμους. Έξω οι νέοι είχαν αναλάβει τη φύλαξη. Τόσα χρόνια στη ζωή αυτή έμαθαν να φροντίζουν την ασφάλειά τους. Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζεί τους φόβους και τις αγωνίες τους κι όταν γνωρίστηκαν καλά η έγνοιά του σκλαβώθηκε στο μαχαλά τους.
«Τα παιδιά έχουν σήμερα μπαϊράμι» έλεγε στην παπαδιά «κι όλη μέρα θα είναι νηστικά»…
Γιώργη Θ Πρίντζιπα «Το συναξάρι των κρυφών ονείρων»


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Αύγ 06, 2016 7:34 pm

Ένα Όνειρο Με Νόημα

Εικόνα

Ο Παύλος ονειρεύτηκε ότι προχωρούσε μόνος με απλωμένα τα χέρια του, ψηλαφίζοντας μέσα στο σκοτάδι. Μάταια προσπαθούσε να διακρίνει το δρόμο ή ν’ ακούσει κάποιον για να τον οδηγήσει στο σωστό μονοπάτι. Ξαφνικά, ένοιωσε το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του κι αυτός να βουλιάζει, πέφτοντας προς τα κάτω, ώσπου χτύπησε στον πάτο ενός σκοτεινού πηγαδιού.
Τρομαγμένος κοίταξε ψηλά προς το άνοιγμα του πηγαδιού και είδε ένα φωτεινό αστέρι, που όμως δε μπορούσε να τον βοηθήσει. Όλο το κορμί του πονούσε κι απελπισμένος φώναξε:
- Βοήθεια! Βοήθεια!
Ο αντίλαλος της φωνής του φαινόταν να τον ειρωνεύεται και το αστέρι να χαμογελά μελαγχολικά.
Μετά από λίγο είδε στο άνοιγμα της τρύπας έναν καλοντυμένο κύριο, που τον κοιτούσε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Κουνώντας το χέρι του έλεγε:
- Πώς βρέθηκες μικρέ μου εκεί κάτω, δεν πρόσεξες;
Και πριν προλάβει ο Παύλος να απαντήσει, εκείνος ο κύριος συνέχισε:
- Αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις. Τα σκοτεινά πηγάδια δεν είναι ασφαλής τόπος για τα μικρά παιδιά.
- Κύριε, σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Ούτε κι εγώ το κατάλαβα πώς βρέθηκα μέσα σ’ αυτό το πηγάδι. Φοβάμαι και πονάω πολύ. Δεν έσκυψε, όμως, να τον βγάλει από το πηγάδι και απομακρύνθηκε λέγοντας:
- Απρόσεκτο παιδί! Ανόητο παιδί!
Σε λίγο φάνηκε ένας γεροδεμένος άντρας.
- Κύριε! Όποιος κι αν είστε, φαίνεστε δυνατός. Σας παρακαλώ βγάλτε με από δω μέσα, φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη ο Παύλος.
- Αγόρι μου, αυτό που έκανες να μην το ξανακάνεις. Θα σου δώσω τώρα μερικούς κανόνες, που θα σε βοηθήσουν να μην επαναλάβεις το ίδιο σφάλμα, είπε ο ρωμαλέος άνδρας με αυστηρότητα.
Πήρε μολύβι και χαρτί κι άρχισε να γράφει σε χαρτί τους «Κανόνες καλής συμπεριφοράς» και επιδεικτικά φεύγοντας, πέταξε το χαρτί στον Παύλο. Ο Παύλος φωνάξε απελπισμένος:
- Εδώ μέσα που βρίσκομαι, δεν με ωφελούν οι κανόνες σου. Εγώ έχω ανάγκη από κάποιον που θα με βοηθήσει να βγω από το βούρκο.
Ξαφνικά έλαμψε ένα φως και είδε κάποιον να κατεβαίνει και να στέκεται δίπλα του. Τα ρούχα του ήταν ολόλευκα και παρόλο που πατούσε μέσα στο βούρκο, τα πόδια του παρέμειναν καθαρά! Η μορφή του ήταν γλυκιά και το βλέμμα του γαλήνιο!
Ο Παύλος ένοιωσε τα δυνατά του χέρια να τον αγκαλιάζουν, να τον βγάζουν από το βούρκο και να τον ανεβάζουν ψηλά. Αφού βγήκαν στο ξέφωτο, τον έστησε πάνω σ’ ένα βράχο. Ο Παύλος θαμπώθηκε από το φως κι όταν συνήλθε, πρόσεξε ότι το μέτωπο του ξένου ήταν ματωμένο και τα χέρια του τρυπημένα από τα καρφιά. Τότε ο Παύλος τον αναγνώρισε!
Ο Ιησούς! Φώναξε συγκινημένος και Τον προσκύνησε.
Παιδιά μου το όνειρο αυτό έχει κάποιο νόημα. Ο Παύλος δεν πρόσεξε στη ζωή του κι έπεσε μέσα στο βούρκο της αμαρτίας. Όταν κατάλαβε το λάθος του, φώναξε για βοήθεια.
Όπως ο Παύλος έκλαψε για την κατάντια του και φώναξε για βοήθεια, το ίδιο κάνε κι εσύ παιδί μου και ο Ιησούς Χριστός θα σε σώσει. «Γιατί ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου, αφού εκπληρώνει το σκοπό του, δίνοντας τη σωτηρία σε όποιον πιστεύει» (Ρωμαίους 10:4).


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Νοέμ 26, 2016 11:04 pm

Γιά ένα βίαιο μπέη

Μάς αφηγήθηκαν στήν Ερζεγοβίνη γιά τό τί συνέβη κάποτε στον μπέη Λιοϋμποβιτς. Κάλεσε γιά εργασία την ημέρα του Αγίου Προκοπίου. Οι χριστιανοί του είπαν: «Σήμερα, μπέη, είναι του Αγίου Προκοπίου καί δε θέλουμε να εργαστούμε, επειδή γιορτάζουμε». Ό μπέης Άιούμποβιτς απάντησε περιφρονητικά καί θυμωμένα: «Μα ποιος Άγιος Προκόπιος! Άιντε να θερίσετε!». Σιώπησαν οι άνθρωποι καί αναστενάζοντας άρχισαν τη δουλειά. Αλλά τό μεσημέρι μαζεύτηκαν σύννεφα κι άρχισε να βροντά. Μέ μιας σκοτείνιασε πολύ κι ένας κεραυνός κτυπά τό σπίτι του μπέη Λιουμποβιτς καί σκοτώνει τους δυο γιους του.
Μάς είπε κάποιος Ποΰνταρ, απ’ τό Λόκοβο κοντά στο Στότσε, γιά τόν Άλή πασά Ριζβανμπέγκοβιτς. Αυτός ό πασάς ήταν γνωστός γιά τη βιαιότητά του. 

Μέ τη δύναμη που διέθετε, διέταξε να του φέρουν εξήντα ανθρώπους, να τους κρεμάσει σε μια αχλαδιά. Οι υποτακτικοί του του έφεραν εξήντα ραγιάδες δεμένους. Ό πασάς φωνάζει να τους σηκώσουν καί να τους κρεμάσουν άπ’ τά κλαδιά τής αχλαδιάς. Τότε ένας άπ’ τους εξήντα σκλάβους προσεύχεται στο Θεό καί λέει: «Κύριε, θα τό επιτρέψεις αυτό; Αν έχεις έλεος φύλαξέ μας!». Έτσι προσευχήθηκε ό ένας άπ’ τους εξήντα. Την ίδια στιγμή βροντά καί πέφτει κεραυνός στήν αχλαδιά χτυπώντας στο γόνατο τόν πασά. Ό Αλή πασάς ούρλιαξε άπ’ τόν πόνο καί έπιασε τό γόνατό του. Τότε φώναξε στους υποτακτικούς του, να λύσουν όλους τους ανθρώπους καί να τους αφήσουν να πάνε σπίτια τους. Ακόμα αναγνώρισε μπροστά σ’ όλους φωνάζοντας ότι τόν τιμώρησε ό Θεός. Τόν μετέφεραν σπίτι καί τόν συμβούλευαν γιά να θεραπευτεί. Ό Αλή πασάς τούς απάντησε, ότι δεν μπορεί ό άνθρωπος να θεραπεύσει όταν ό Θεός πληγώνει. «Από σήμερα θα λέγομαι Τοπάλ - πασάς» που στα τουρκικά σημαίνει Σακάτης - πασάς.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Νοέμ 27, 2016 11:23 am

Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ

Μία μέρα,την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης, βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε. Τον ακολουθούσαν ένα σμάρι πένητες αδελφοί, ζητώντας του ελεημοσύνη.
Κι εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη της αγάπης του. Με αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες του.
Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.
_Τον ξέρω,παιδί μου,είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο τούτο, ότι για τον Θεό είναι μέγας.
Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι για αυτή την αρετή, και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
_Ήμουνα παιδί μικρό είπε ίσαμε δέκα χρονών, και είχα πάει στην εκκλησία του αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Ανάμεσα στα άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός που δίνει κάτι στους πένητες, είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του Κυρίου.
Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν υπερβολικά. Μα αφού ο Χριστός όπως μου λένε είναι στους ουρανούς, στα δεξιά του Πατέρα Του, συλλογιζόμουν με το παιδικό μου μυαλό, πως θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους πένητες;
Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο δρόμο, όταν ξάφνου βλέπω να περνάει ένας οικονομικά ασθενέστερος αδελφός, που ω του θαύματος! πάνω από το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού.
Η εικόνα, αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και ακολουθούσε παντού. Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε με έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μέσα από την μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε το έδωσε στον αδύναμο αδελφό. Μα ούτε εκείνος ούτε και ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε.
Ο θαυμασμός μου για αυτό που είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα, πως όποιος δίνει στους αδελφούς ότι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού, που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω από όλους τους ασθενέστερους. Όσο μπορώ λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης.
Και ο Χριστός μου με ευχαριστεί για κάθε ενδεή αδελφό που βοηθάω.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μαρ 21, 2017 9:40 am

Η μετάνοια του κυρ-Αλέκου την εσχάτη ώρα

Εικόνα

Η μετάνοια του κυρ-Αλέκου την εσχάτη ώρα


Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ. Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τα’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε. Παιδιά και εγγόνια είχανε τη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε. Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της ‘’να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς. Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:  ‘’Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας’’.


Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του. ‘’Τρέχα Καίτη, φοβάμαι. Τι θέλεις άντρα μου τα’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη. Να Μωρσή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει; Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε: ‘’Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει.


Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε: Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση. Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει. ‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους. Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει.  


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Μαρ 29, 2017 10:17 am

Μια συγκινητική ιστορία...

Εικόνα

"Να βάλω το λαδάκι στα νηστικά παιδιά μου ή στο εικονοστάσι''; 

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, Ή ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και ή πείνα είχαν πάρει τρο­μακτικές διαστάσεις και ο Θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και με­γάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών ...μου είχα και μια μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29 ης Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μια “χούφτα” κα­λαμποκάλευρο.
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι,
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι, πού ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. και τότε μπήκε στο δί­λημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού;
Αποφασιστικά όμως έκαμε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! ''Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί ή μέρα πού ξημε­ρώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά''.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Πανα­γίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και ή καρδιά της γέμι­σε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, ή θεία μου άνοιξε το ντου­λάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το ''λαδερό'' γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δυο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…
Σταυροκοπήθηκε ή γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαρι­στώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Για δυο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι ''σώθηκε'' ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στό­ματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Άλλα και το κανδήλι παρέμεινε από τότε μέρα – νύχτα αναμμένο, μαρτυ­ρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλο­γημένης γυναίκας...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Σεπ 04, 2017 1:46 pm

Κάποτε είπε ο Θεός σε έναν Άγγελό Του… –Πήγαινε κάτω στη Γη. Στο τάδε μέρος στο τάδε σπίτι, εκεί θα βρεις έναν ετοιμοθάνατο. Βρες τον και φέρε μου την ψυχή του!

Εικόνα

Κάποτε είπε ο Θεός σε έναν Άγγελό Του…
–Πήγαινε κάτω στη Γη. Στο τάδε μέρος στο τάδε σπίτι, εκεί θα βρεις έναν ετοιμοθάνατο. Βρες τον και φέρε μου την ψυχή του!
Ξεκίνησε ο Άγγελος και πήγε στο μέρος που του είπε ο Θεός. Ήταν ένα φτωχικό λιτό δωμάτιο, χωρίς πολλά έπιπλα, υγρό, κρύο και μουντό.
Εκεί βρισκόταν ο ετοιμοθάνατος, ένας άντρας στο κρεβάτι και δίπλα του ήταν ένα παιδί που έκλαιγε με λυγμούς κρατώντας το χέρι του άντρα.
Προφανώς ήταν ο γιος του ετοιμοθάνατου. Το θέαμα τραγικό. Δεν άντεξε ο Άγγελος και γύρισε στον Θεό με άδεια χέρια.
–Που είναι η ψυχή που σου ζήτησα; Τον ρώτησε ο Θεός;
–Δεν άντεξα να πάρω την ψυχή αυτού του ανθρώπου, απάντησε ο Άγγελος. Αυτός ο ετοιμοθάνατος, έχει έναν γιο και είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει δίπλα του. Αν του πάρω τον πατέρα, τότε τί θα απογίνει ο μικρός; Ποιός θα τον φροντίζει;
–Πολύ καλά λοιπόν. Πήγαινε στον ωκεανό, στο πιο βαθύ σημείο του. Εκεί θα δεις μία πέτρα. Σήκωσέ την και από κάτω θα βρεις ένα μικρό σκουλήκι. Πάρτο και φέρτο μου.
Ξεκινάει ο Άγγελος και πηγαίνει στον βυθό του ωκεανού. Βρίσκει την πέτρα, βρίσκει το μικρό σκουλήκι, το παίρνει και το πηγαίνει στον Θεό.
Το παίρνει ο Θεός και του λέει δείχνοντάς του το.

–Ποιός νομίζεις ότι φροντίζει γιαυτή την μικρή ύπαρξη στο βυθό του ωκεανού;! Πήγαινε τώρα να μου φέρεις την ψυχή που σου ζήτησα.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 05, 2017 7:29 pm

Ο "πλούσιος" παππούς !! (Αληθινή ιστορία)

Εικόνα


Ο "πλούσιος" παππούς !! (Αληθινή ιστορία)

Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει.

Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε καλόκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από την σκάλα μιας πολυκατοικίας.
Ένα βράδυ μπήκα και εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη.
Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε. Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. Δόξα τω Θεώ έλεγε και ξανάλεγε, εγώ έχω κάπου να μείνω. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις Θεέ μου!

Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Οκτ 09, 2017 10:24 am

Έλεγε ο Άγιος Πορφύριος: «Όταν ψάλλετε τούς κανόνες, όχι άπλα να λέτε τα λόγια, αλλά να τα απολαμβάνετε. Έτσι πολύ γρήγορα θα αγιαστείτε, χωρίς να το καταλάβετε.

Εικόνα


Το οφελος που εχουμε διαβαζοντας τους  ψαλμούς του Δαυίδ !!! 

Έλεγε ο Άγιος Πορφύριος: «Όταν ψάλλετε τούς κανόνες, όχι άπλα να λέτε τα λόγια, αλλά να τα απολαμβάνετε. Έτσι πολύ γρήγορα θα αγιαστείτε, χωρίς να το καταλάβετε. Κι όταν διαβάζετε το Ψαλτήρι, να τα λέτε καθαρά, μία μία τις λέξεις…»
Ο Κυρ-Παντελής ταξίδευε με το  τρένο προς Θεσσαλονίκη και  διάβαζε το Ψαλτήριο. Ένα παράξενο  γεγονός όμως σημάδεψε το ταξίδι  του.
Καθώς διάβαζε, μία κοπέλα  που καθόταν τρία-τέσσερα  καθίσματα πιο μπροστά άρχισε να  διαμαρτύρεται και να φωνάζει. Στην  αρχή δεν έδωσε σημασία και  πίστεψε πώς κάποια παρεξήγηση έγινε με το διπλανό της. Όταν όμως  ο κυρ-Παντελής είδε πώς ο  ελεγκτής-εισπράκτορας  ερχόταν προς το μέρος του απόρησε.

– Αγαπητέ κύριε, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε αυτό το βιβλίο γιατί ενοχλείτε;
– Μα το διαβάζω από μέσα μου! απάντησε εκείνος φανερά απορημένος.

Πώς είναι δυνατόν να ενοχλείται η κοπέλα; Έκπληκτοι και απορημένοι μαζί με τον κυρ-Παντελή ήταν και οι άλλοι επιβάτες. Ένας μάλιστα έξ αυτών φώναξε. «Αν ενοχλείται η κοπέλα, να αλλάξει βαγόνι…». Πράγματι, η άγνωστη κοπέλα μεταφέρθηκε στα πίσω βαγόνια μήν αντέχοντας το Ψαλτήριο. Και λέει ο κυρ-Παντελής στους συνεπιβάτες του.

– Μέχρι προχθές και εγώ μαζί με εσάς αγνοούσα τη δύναμη των Ψαλμών του προφήτη Δαυϊδ. Τώρα, και ιδιαίτερα μετά το περιστατικό τούτο, ένα σας λέγω: Το Ψαλτήρι λειτουργεί ως κόπανος που διώχνει τα κακούδια (δαιμόνια) από πάνω μας και από το περιβάλλον μας. Έτσι έλεγε ένας άγιος που έζησε στη γειτονιά μας.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 4 και 0 επισκέπτες