ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Μαρ 22, 2013 10:47 am

Η κακή συνήθεια της κλοπής

Κάποιος χριστιανός είχε αιχμαλωτισθεί πολύ από την κακή συνήθεια της κλοπής. Κάποτε, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου να είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να το κλέψει. Ετοίμασε και έζευξε τις αγελάδες στην καρότσα και την νύκτα ετοιμάστηκε για τον σκοπό του. Τότε η κορούλα του 5-6 ετών άρχισε να κλαίει θέλοντας να ανεβεί και εκείνη στην καρότσα, επειδή της άρεσε ο περίπατος με τα ζώα. Ο πατέρας της για να την καθησύχασει, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στην καρότσα. Έτσι ξεκίνησαν τα μεσάνυκτα για το ξένο κτήμα. Φθάνοντας εκεί, άφησε τις αγελάδες στην άκρη του χωραφιού και, επειδή είχε πανσέληνος η νύκτα, παρατηρούσε δεξιά-αριστερά, μήπως δεί κανέναν και τον αντιληφθεί κάνοντας την κλοπή. Και επειδή δεν είδε κανέναν, άρχισε να μεταφέρει χειρόβολα από τις θημωνιές στην καρότσα του. Τότε η κόρη του παρακινούμενη μάλλον από το Θεό, του είπε: «Πατέρα, κοίταξες σ’ όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Τότε εκείνος την ερώτησε: «Γιατί να κοιτάξω στον ουρανό, παιδί μου;». Και η κόρη του είπε: «Ίσως θα ήταν καλό να κοιτάξεις και προς τον ουρανό, διότι τ’ άλλα μέρη είδα ότι τα παρατήρησες με προσοχή». Τότε ο πατέρας της σκεπτόμενος τα λόγια της κόρης του, και φοβούμενος τον Θεό, σιώπησε. Μετά πήρε τα κλεμμένα χειρόβολα, τα επέστρεψε στον τόπο τους και με την καρότσα επέστρεψαν στο σπίτι τους έχοντας την συνείδηση του αναπαυμένη.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Μάιος 17, 2013 9:34 am

Το γαϊδουράκι Νάθαν-πασχαλινό δίηγημα (Γιώργος Βλαχόπουλος)

Ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό, στην πεδιάδα της Ιουδαίας. Ο φωτεινός ήλιος χάιδευε με τις ζεστές ακτίνες του την νωπή από την πρωινή δροσιά γη, κάνοντάς την να αχνίζει και το κιτρινοκόκκινο χώμα να ευωδιάζει υπέροχα. Ο Νάθαν, το γαϊδουράκι, ορθάνοιξε τα μεγάλα, καστανά μάτια του κι έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα του παχνιού, πού έβλεπε στο εσωτερικό της αυλής. Όρθιος κοντά στο μαγκανοπήγαδο στεκόταν το αφεντικό του, ο γέρο-Ιακώβ ο αγωγιάτης, και συζητούσε έντονα μ΄ένα νεαρό ψαρά. Οι δυο άνδρες χειρονομούσαν ζωηρά, σαν να κανόνιζαν την τιμή για το αγώι. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφτηκε ο μικρός Νάθαν κι άνοιξε το στόμα του σε ένα ατέλειωτο χασμουρητό, που το συνόδευαν οι μουσικοί λαρυγγισμοί του.
Άθελά του τράβηξε την προσοχή του ένας όμορφος, γαλήνιος, νέος άνδρας, που παρακολουθούσε την συνομιλία από μία γωνιά. Δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται και πολύ για το αποτέλεσμα, λες κι ο νους του έτρεχε κάπου αλλού. Ήταν ντυμένος απλά, μα αρχοντικά. Τα ρούχα του καθαρά, στα πόδια του τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τα χέρια λεπτά, με μακριά δάκτυλα. Η όλη του εμφάνιση έδειχνε άνθρωπο ευγενικό και καλλιεργημένο. Φαινόταν να κατάγεται από την τάξη των τεχνιτών, ίσως να ήταν ξυλουργός. Είχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, που οι σγουροί κυματισμοί τους ακουμπούσαν απαλά στους φαρδείς του ώμους. Δύο όμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν το πρόσωπο με το πλατύ φωτεινό μέτωπο. Η μορφή του αυστηρή, μα καλοσυνάτη. Ο Νάθαν ένιωσε πως από κάπου γνώριζε αυτόν τον Ξένο, μα αγουροξυπνημένος καθώς ήταν, δεν έδωσε εκείνη τη στιγμή συνέχεια στη σκέψη του.
Οι δυο άνδρες δεν άργησαν τελικά να συμφωνήσουν κι έδωσαν τα χέρια. Ο γέρο-Ιακώβ μέτρησε με ικανοποίηση τα δηνάρια που ακούμπησε στη παλάμη του ο ψαράς και κατευθύνθηκε μαζί του στο στάβλο που βρισκόταν ο Νάθαν. Το γαϊδουράκι μας άφησε πρόθυμα να το οδηγήσει ο ψαράς από την τριχιά που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Δεν χρειαζόταν πολύ για να μαντέψει την αποστολή του: Είχε συμφωνηθεί να μεταφέρει στην πλάτη του εκείνο τον σιωπηλό άνδρα που στεκόταν παράμερα βυθισμένος στις σκέψεις του. Με ένα πήδημα στο πλάι ο Ξένος βρέθηκε ανεβασμένος στον Νάθαν, που χωρίς να περιμένει κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μια ανηφορική πορεία - για το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του - άρχιζε...

Βέβαια ο Νάθαν δεν συνήθιζε να σκέπτεται. όταν πήγαινε φορτωμένος σε κάποιο αγώι. Άλλωστε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, η σύντομη ζωή του δεν ήταν και τόσο άσχημη. Ο γέρο-Ιακώβ ήταν καλός και δεν τον κτυπούσε, το παχνί ήταν πάντα ζεστό, το άχυρο στεγνό και ο σανός αρκετός. Τον Νάθαν τον προόριζαν συνήθως για ελαφρά φορτία, αφού ήταν ακόμα ένα μικρό πουλάρι. Μια φορά, ήταν ένα σακί σιτάρι για τον μύλο του κυρ-Ζεβεδαίου του μυλωνά, κάποια άλλη, δυο πήλινα δοχεία με λάδι, προορισμένα για το χάνι του τελώνη Ζακχαίου, εκεί στην άκρη της πόλης. Αλλά και ασκιά με κρασί ανήκαν στα εμπορεύματα, που είχαν μεταφέρει στο παρελθόν οι τρυφερές του πλάτες.
Όμως, αυτή τη φορά τον πλημμύρισε ένα αίσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδόν κατάσαρκα στην πλάτη του, χωρίς σαμάρι, μ΄ ένα μάλλινο υφαντό να τον χωρίζει από τον αναβάτη του, μετέφερε τώρα εκείνον τον Ξένο, στον ανηφορικό δρόμο για τα Ιεροσόλυμα, την Άγια Πόλη. Ο Ξένος, με μάλλον συνηθισμένη σωματική διάπλαση, φαινόταν ανάλαφρος. Παρόλα αυτά ο μικρός Νάθαν ένιωθε την σπονδυλική του στήλη να λυγίζει κάτω από το φορτίο του αναβάτη του: «Θα ΄έλεγες πως κουβαλώ όλο το βάρος του κόσμου»,συλλογίστηκε με απορία το μικρό γαϊδουράκι, και με σφιγμένα χείλη αγωνίστηκε να κρατήσει σταθερό τον βηματισμό του στον γλιστερό πλακόστρωτο δρόμο, που οδηγούσε στην πόλη.
Σε άλλη περίπτωση θα βαρυγκομούσε και θα στύλωνε τα λεπτά μπροστινά του πόδια με δύναμη στο έδαφος, χωρίς να κουνηθεί ούτε μια σπιθαμή. Όπως τότε που κάποιοι σκληρόκαρδοι έμποροι από την Σαμάρεια τον είχαν φορτώσει με δυο βαριά σακιά χοντρό αλάτι και τον χτυπούσαν με τις βέργες της λυγαριάς. Μόνο που τώρα, χωρίς να ξέρει καν το γιατί, αισθανόταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος για τέτοια πείσματα. Θες το τρυφερό χέρι του Ξένου, πού χάιδευε το κεφαλάκι του ανάμεσα στα μεγάλα μυτερά αυτιά του, θες η ήρεμη βελούδινη φωνή του, καθώς σιγοψιθύριζε Ψαλμούς του Δαβίδ, γέμιζαν την καρδιά του μικρού Νάθαν με μια ανείπωτη γαλήνη, με μια ανεξήγητη καρτερία και υπομονή. Ένιωθε πως δεν ήθελε ποτέ να τελειώσει αυτό το ταξίδι, να μη κατέβει ποτέ από πάνω του εκείνος ο Ξένος. Μα πάνω από όλα, ήταν εκείνη η λάμψη, που είχε μαγέψει το γαϊδουράκι, εκείνο το υπερκόσμιο λαμπερό φως, που φώτιζε τα πάντα γύρω του, ένα φως άκτιστο, που λες και κατέβαινε απευθείας απ΄ του ουρανού τα βάθη για να καλύψει το πρόσωπο του Ξένου και -για όσους έβλεπαν με τα μάτια της καρδιάς- ολάκερη την Πλάση γύρω.
Κι όπως άκουγε τις οπλές του να ηχούν ρυθμικά στο πλακόστρωτο, άρχισε άθελά του να θυμάται - χωρίς να ξέρει το γιατί - την διήγηση της μητέρας του για το Βρέφος του Φωτός και της Γαλήνης, που τόσες φορές του είχε επαναλάβει τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.
«Ήταν εκείνη την παγωμένη νυχτιά στη Βηθλεέμ», συνήθιζε να αρχίζει την διήγησή της η μητέρα του Νάθαν, «όταν άνοιξε ξαφνικά στα άγρια μεσάνυχτα η ξύλινη πόρτα του στάβλου. Όλα τα ζώα ένιωσαν την παγωμένη ανάσα του αέρα και στριμώχτηκαν ακόμα πιο κοντά, χαρίζοντας το ένα στο άλλο την ζεστασιά του. Ανάμεσά τους, μικρό γαϊδουράκι τότε κι αυτή, η μητέρα του. Στην αστροφεγγιά που χάριζε χλωμό το φως της, διαγράφονταν στην ανοιχτή πόρτα οι σκιές από ένα νεαρό ζευγάρι ανθρώπων. Φαίνονταν νά΄ναι κατάκοποι, από ταξίδι μακρινό. Η γυναίκα ταλαιπωρημένη και χλωμή, με ένα γλυκό πρόσωπο συσπασμένο από τους πόνους της γέννας, που κοντοζύγωνε. Ο άνδρας ανήσυχος, ταραγμένος, με μέτωπο αυλακωμένο από τις ρυτίδες που χαράζει η έγνοια κι η αγωνία. Τόπο ζητούσαν να ξαποστάσουν, να αναπαυθούν. Μια γωνιά για να ξαπλώσει η νεαρή γυναίκα το κουρασμένο σώμα της, να ακουμπήσει το νεογέννητο, μιας και η ώρα της γέννας κόντευε. Οι κοφτές ανάσες της γυναίκας ακούγονταν όλο και πιο σύντομες, όλο και πιο βαθιές. Όλα έδειχναν πως τα ζώα θα΄ πρεπε να μοιραστούν το παχνί τους με ένα ακόμα ένοικο. Και πραγματικά: Σαν από ένα ένστικτο αρχέγονο τα ζώα τραβήχτηκαν σε μια γωνιά, ναι στα αλήθεια, το γαϊδουράκι, το βόδι και τα πρόβατα έκαναν τόπο για το νεογέννητο και την βασανισμένη μητέρα του. Κι αυτή, κάνοντας στρώμα τα άχυρα και τα ξερόχορτα του παχνιού, έστρωσε καταγής τον λευκό της μάλλινο μανδύα και με ότι κουρέλια της είχαν απομείνει, τύλιξε στοργικά το γυμνό κορμάκι του Βρέφους. Για τα ζώα το γεγονός της γέννησης ενός ανθρώπου ανάμεσά τους ήταν κάτι το εντυπωσιακό. ΄Έτσι ασυναίσθητα σχημάτισαν ένα κύκλο γύρω από την θέση, που είχε ετοιμάσει η ετοιμόγεννη. Εκείνη τη στιγμή της γέννας τα ζώα έδειξαν την συμπόνια τους, πλησίασαν και έσκυψαν με τα κεφαλάκια τους να δουν το νεογέννητο της φάτνης και να το ζεστάνουν με τα χνώτα τους. Τι όμορφο βρέφος ήταν! Τι γαλήνιο πρόσωπο που είχε! Κι εκείνο το διάχυτο φως, το υπερκόσμιο, τι ανείπωτη λαμπρότητα.! Όλη η σπηλιά έλαμψε με μιας, λες και την είχαν φωτίσει ξαφνικά χιλιάδες ήλιοι», διηγιόταν η μητέρα του Νάθαν. «Ήταν μια ασύγκριτη, ανεπανάληπτη εμπειρία για όλη τη φύση όλα τα ζώα είχαν νιώσει θαρρείς κάποιο σωτήριο γεγονός και το πρόσωπο του θείου Βρέφους είχε σφραγίσει για πάντα την καρδιά και τη μνήμη τους, το βίωμα της θείας γέννησης είχε ποτίσει και το τελευταίο τους κύτταρο».
Ένα δάκρυ, θυμάται, είχε γεμίσει τότε τα όμορφα καστανά μάτια της μητέρας του κι είχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι πού στάθηκε στην άκρη του βλέφαρου της, σαν αισθάνθηκε το μικρό χεράκι του απροστάτευτου Βρέφους να της χαϊδεύει την μουσούδα, σαν να ήθελε να πει το δικό του ευχαριστώ για την ζεστασιά που του πρόσφερε...
Απορροφημένος στις σκέψεις που του δημιούργησε η ανάμνηση από τη διήγηση της μητέρας του,ο μικρός Νάθαν άρχισε να τρικλίζει κάτω από το δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο. Τι τον έκανε να θυμηθεί αυτή την ιστορία, τώρα; Ποια σχέση μπορούσε να έχει εκείνο το Βρέφος της Βηθλεέμ με αυτόν τον Ξένο της Ιερουσαλήμ; Ανεξήγητο συναίσθημα. Κι όμως, το ίδιο αίσθημα Γαλήνης, το ίδιο άπλετο Φως, η ίδια τρυφερότητα του χεριού που ακουμπούσε όλη την ώρα στο κεφαλάκι του Νάθαν. Ναι, δεν έκανε λάθος ! Στα βάθη της ύπαρξής του ένιωθε, πως δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Ο Ξένος της Ιερουσαλήμ και το Βρέφος της Βηθλεέμ είχαν με βεβαιότητα κάτι κοινό μεταξύ τους. Το ένστικτο των ζώων, η αγνή και ταπεινή φύση δεν έκανε λάθος !
Ο Νάθαν με τον αναβάτη του έφτασαν τώρα στην Άγια Πόλη. Πέρασαν την μεγάλη Πύλη και τράβηξαν τον δρόμο για την αγορά. Μα τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του; Πανηγύρι χαράς ! Οι άνθρωποι, πλήθος αμέτρητο και ασυγκράτητο, είχαν ξεχυθεί στους δρόμους να προϋπαντήσουν την μικρή συντροφιά. Με χαρούμενες φωνές κι αλαλαγμούς περικύκλωσαν το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του, ενώ ανέμιζαν στα χέρια τους κλαδιά από φοινικόδεντρα και βάγια. «Ωσαννά, ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ακούγονταν κραυγές χαράς από κάθε στόμα. Το γαϊδουράκι μας στην αρχή τρόμαξε. Στύλωσε τα μυτερά αυτιά του προς τα μπρος κι αφουγκράστηκε τις ιαχές του πλήθους. Όλα του φαίνονταν απειλητικά. Μα η βελούδινη φωνή του αναβάτη του, που έσκυψε τρυφερά από πάνω του, το ησύχασε. «Μη φοβάσαι, Νάθαν», του έλεγε. «Σήμερα με αγαπούν και με δοξολογούν, αύριο θα με μισούν και θα φωνάζουν «σταυρώστε τον». Μη φοβάσαι, όπως δεν φοβήθηκε και η μανούλα σου τις άγριες φωνές των στρατιωτών του Ηρώδη, που με καταδίωκαν, όταν αυτή με φυγάδευε στην Αίγυπτο». «Τον Πόνο τον διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι !»...

Τι λόγια παράξενα ήταν αυτά που άκουγε; Και πώς ο Ξένος γνώριζε το όνομά του; Κι αυτό πάλι, με την φυγή στην έρημο της Αιγύπτου; Ποιος θα μπορούσε να του το έχει πει ; Τώρα ο Νάθαν ήταν πια σίγουρος για την ταυτότητα του αναβάτη του. Τι μικρός που ήταν ο κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Εκείνος, για τον οποίον η μανούλα του είχε πει, πως είχαν έλθει σοφοί και βασιλιάδες να τον προσκυνήσουν σαν μεγάλο του Κόσμου Βασιλιά, έμπαινε σήμερα θριαμβευτής και με βασιλικές τιμές στην Ιερουσαλήμ, κι αυτός, ο μικρός Νάθαν το γαϊδουράκι, είχε την τιμή, να Τον κουβαλά στη πλάτη του!
Στη σκέψη αυτή ο Νάθαν σήκωσε περήφανα το κεφάλι του, τέντωσε αποφασιστικά τα μεγάλα του αυτιά και προχώρησε με βήμα θριαμβευτικό ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε.
Έτσι έφτασαν στην αγορά. Εδώ όμως τέλειωνε και το αγώι. Ούτε που το κατάλαβε ο μικρός Νάθαν για πότε τα ξετρελαμένα πλήθη σήκωσαν και πήραν στον ώμο τους τον δικό του Ξένο, που γρήγορα χάθηκε στην αγκαλιά τους.«Τι κρίμα», συλλογίστηκε ο Νάθαν. Σε μια στιγμή είχε ξεχάσει τον κόπο της πορείας και το αβάσταχτο βάρος του φορτίου. ΄Ένας γλυκός πόνος γέμιζε την καρδιά του. Πόσο θα ΄θελε να ξανασυναντήσει τον Ξένο! Πολύ αργά. Το τράβηγμα της τριχιάς στο λαιμό του τον γύρισε βίαια πίσω στην πραγματικότητα. Κάποιο νέο αγώι περίμενε..
Όταν μετά από λίγες μέρες το γαϊδουράκι Νάθαν τραβούσε - στο νέο του αγώι - για το πλακόστρωτο του Γολγοθά, φορτωμένο με ένα βαρύ καλάθι γεμάτο καρφιά και σφυριά, δεν μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως θα συναντούσε και πάλι τον αγαπημένο του Ξένο.
Μα τι τραγικό θέαμα αντίκριζαν τώρα τα μεγάλα καστανά μάτια του! Που ήταν το κάλλος, η ομορφιά και η αρχοντιά του χτεσινού αναβάτη; Τα λινά του ρούχα ξεσκισμένα και στους ώμους του ριγμένη μια κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τα μεγάλα τρυφερά χέρια του δεμένα σφιχτά με ένα δερμάτινο λουρί και το φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο από ένα αγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο με βία στο κεφάλι του. Μόνο εκείνο το πρόσωπο, το Πρόσωπό Του, έμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.
Το πλήθος που χτες Τον υποδεχόταν με τιμές βασιλικές, ανέβαζε τώρα τον Ξένο σαν κοινό εγκληματία στον Σταυρό! Το γαϊδουράκι Νάθαν ένιωσε το αίμα του να παγώνει στις φλέβες του και την καρδιά του να σταματά από του πόνου το ασήκωτο βάρος. Κι ας είχαν πάρει από επάνω του το καλάθι με τα καρφιά και τα σφυριά, ποιος ξέρει για ποιόν προορισμένα...
Στην κορφή του λόφου είχαν από νωρίς στηθεί οι τρεις σταυροί. Στη βάση τους, ένα πλήθος αργόσχολων περίεργων τριγύριζε και περιγελούσε τους μελλοθάνατους. Σε κάποιο παλούκι δεμένος, ο μικρός Νάθαν, παρακολουθούσε άθελά του τις σκηνές της βαρβαρότητας που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του και η αγνή του καρδιά δεν έβρισκε εξήγηση για την σκληρότητα των ανθρώπων. Γύρισε το κεφάλι του να μη βλέπει. Και ξαφνικά ένιωσε τη ματιά του να διασταυρώνεται με αυτή του Εσταυρωμένου. Ναι, ήταν βέβαιο, ο Ξένος τον είχε αναγνωρίσει! Το γαϊδουράκι αισθάνθηκε το βελούδινο βλέμμα Του να το χαϊδεύει τρυφερά, παρ΄ όλο τον πόνο που σίγουρα θα υπέφερε. Είδε τα χείλη του αγαπημένου του Ξένου, να κινούνται αδύναμα, σαν κάτι να του ψιθύριζαν. Του φάνηκε πως έλεγε «Άφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δεν γνωρίζουν τι κάνουν».
Ο Νάθαν δεν ήταν σίγουρος, αν άκουσε σωστά. Στο στήθος του οι παλμοί της καρδιάς του δυνάμωναν από την οργή, σαν τα κύματα της θάλασσας που τά΄πιασε ο απότομος βοριάς. Αναστέναξε κι ένιωσε πως στέναζε μαζί του η φύση ολάκερη για τα βάσανα του Αθώου. Ήταν όμως ανώφελο. Το γαϊδουράκι μας ήταν ανήμπορο μπροστά στην ανθρώπινη κακία και όσο και να το λαχταρούσε, δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει Εκείνον, αυτό, ένα τόσο ασήμαντο πουλαράκι.
Και ξάφνου είδε τον ουρανό μεσημεριάτικα να σκοτεινιάζει και τη γη να σείεται συθέμελα. Μια αστραπή ξέσχισε το στερέωμα και φάνηκε να καρφώνεται με βία στην βάση του Σταυρού. Τότε έγινε η οδύνη του λυγμός κι ένα μεγάλο δάκρυ γέμισε τα όμορφα καστανά του μάτια και στάθηκε σαν σταγόνα μαργαριτάρι στην άκρη των βλεφάρων. «Μη φοβάσαι», άκουσε πάλι μέσα του την γλυκιά φωνή του Ξένου να τον καθησυχάζει, «τον Πόνο διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι και μην απελπίζεσαι...»
Κι έγινε μεμιάς το δάκρυ εκείνο, το δάκρυ της Χαρμολύπης, το δάκρυ μιας χαράς ελπιδοφόρας, που διαδέχεται τον πόνο, μιας Αναστάσιμης Χαράς που έρχεται και διώχνει την θλίψη του Σταυρού.
Από εκείνη την στιγμή - λένε τα παλιά βιβλία - όλοι οι απόγονοι του Νάθαν, του μικρού πουλαριού κάτω από τον Σταυρό, έχουν για μόνιμο στολίδι τους μια μαργαριταρένια σταγόνα από το δάκρυ της Χαρμολύπης στα όμορφα καστανά μάτια τους. Κι΄εκείνο το σημάδι του σταυρού στην πλάτη, από τους ώμους μέχρι την ουρά.
Λένε πως σχηματίστηκε από την σκιά του Σταυρού, που έριξε επάνω του το φως της αστραπής, την ώρα που τα πικραμένα χείλη του τόσο γνώριμου κι αγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν: «Τετέλεσται».
Αν συναντήσετε ποτέ στο δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικά στα μάτια του να δείτε, αν υπάρχει το μαργαριταρένιο δάκρυ της Χαρμολύπης και αν στην πλάτη του έχει χαραγμένο το σύμβολο του Σταυρού. ΄Αν τα ανακαλύψετε όλα αυτά, σίγουρα είστε τυχεροί, αφού θα έχετε συναντήσει κάποιον απόγονο του μικρού Νάθαν, που για λίγες μόνο ώρες πήρε στους ώμους του το βάρος όλου του Κόσμου και το απόθεσε στον Σταυρό.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Μάιος 31, 2013 8:40 am

"ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ..."

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΑΠΟ ΜΙΑ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΦΟΒΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΑΓΕΙ ΤΑ ΘΕΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ...
ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΑΦΙΕΡΩΣΕΤΕ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΖΩΗ ΣΑΣ !!!



"ΤΟΝ ΕΧΟΥΜΕ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ, ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ, ΜΗΝ ΕΘΕΛΟΤΥΦΛΟΥΜΕ"

. .


ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΜΑΡΙΑ ΕΔΙΝΕ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΤΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΒΟΛΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ ΣΚΟΝΤΑΨΕ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ...
Η ΜΑΡΙΑ ΕΚΝΕΥΡΙΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΕΔΕΙΞΕ ΠΡΩΤΟΝ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, "ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΑΞΕΣΤΟΣ ΕΙΣΑΙ", ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΗΤΙΑΝΑ ΜΕ ΥΦΟΣ ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΕ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΗΤΙΑΝΑ ...
ΚΑΘΩΣ ΑΠΟΧΩΡΟΥΣΕ ΑΚΟΥΣΕ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΤΗ ΖΗΤΙΑΝΑ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΙ:
"ΤΥΧΕΡΗ ΕΙΣΑΙ, ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΣΕ ΕΠΙΣΚΕΥΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ,
ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΣΕ ΕΠΙΣΚΕΥΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ", ΕΠΑΝΕΛΑΒΕ ...
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΗΤΙΑΝΑΣ, ΕΣΠΕΥΣΕ ΑΜΕΣΩΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΤΡΕΞΕ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ...
"ΣΗΚΩ ΠΑΤΕΡΑ, ΣΗΚΩ ...
ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ, ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΙΓΟ ΤΥΧΕΡΟΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ ..."
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΔΕΙΧΝΕ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΕΙ ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΠΙΕΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΚΟΥΝΗΣΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ...
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΟΥ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΣΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΠΑΛΙ, ΑΛΛΑ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ...
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΠΡΙΝ ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΝ ΕΣΠΡΩΞΕ ΣΤΟ ΠΟΤΟ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΤΟ ΧΑΜΟ ΤΗΣ ...
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΤΡΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ, ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΤΑΝ ΤΑΚΤΙΚΑ, ΕΙΧΕ ΟΜΩΣ ΣΑΝ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΣΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΜΙΚΡΗ ΤΟΥ ΖΩΗ:
"ΑΓΑΠΗ, ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΝΑ ΔΕΙΧΝΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ...", ΑΥΤΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΣΧΑΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ...
Η ΜΑΡΙΑ ΕΜΕΝΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΔΕΙΞΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΣΥΜΠΟΝΕΙ ΤΟ ΧΑΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥΣ ...
ΜΟΛΙΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΑΝΕ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ, ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΟΜΩΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ...
ΣΤΑΥΡΩΣΕ ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΑΣΠΡΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ, ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ, ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑΥΡΩΝΟΤΑΝ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΡΜΟΖΟΥΝ ...
Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΣΠΑΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ...
ΜΕ ΘΥΜΟ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΑΚΙ ΤΡΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ, ΕΝΩ ΕΞΩ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΝ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΕΨΑΧΝΑΝ:
"ΠΙΑΣΤΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΣΤΕΓΑΚΙ ΝΑ ΤΟ ΔΕΙΡΟΥΜΕ ..."
Η ΜΑΡΙΑ ΕΒΓΑΛΕ ΕΞΩ ΜΕ ΘΥΜΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΗΣΕ ΓΙΑ ΤΑ ΚΤΥΠΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΟ ΔΕΧΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΚΥΝΗΓΟΥΣΑΝ ...
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΦΑΣΑΡΙΑ ΕΤΡΕΞΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ...
ΤΟ ΕΙΔΕ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΒΡΩΜΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΡΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ...
ΤΟΥ ΕΠΛΥΝΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΑΝ ΛΙΓΕΣ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΝΑ ΠΙΕΙ ΛΙΓΟ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΙ ...
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ ΤΡΥΠΗΣΕΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΕ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΜΕΧΡΙ ΕΚΕΙΝΟ ΝΑ ΞΕΘΑΡΡΕΨΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ...
ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΥΤΗ Η ΜΑΡΙΑ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΠΙΤΙ ΕΣΤΡΩΝΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΣΕ ΜΕ ΑΡΙΣΤΟΚΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΟΠΗΡΟΥΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΣΕΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΤΗΡΙΑ ...
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΡΑΣΙ, ΦΡΟΥΤΑ ΚΑΙ ΣΑΛΑΤΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΑΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΑΜΕΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΔΕΧΘΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΗ ΔΙΕΘΕΤΕ ...
ΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΠΙΤΙ ΗΤΑΝ ΑΔΕΙΟ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΥΜΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΦΡΟΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ...
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΔΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ...
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΦΕΡΕΙ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΑΝΥΠΟΜΟΝΟΣ ΓΙ ΑΥΤΟ ...
ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ, ΣΤΑΘΗΚΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΝΑΞΕ:
"ΠΕΙΝΑΩ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ, ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΛΙΓΟ ΝΑ ΦΑΩ ..."
Η ΜΑΡΙΑ ΜΕ ΕΙΡΩΝΙΚΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑΕΙ:
"ΝΑ ΜΗΝ ΕΔΙΝΕΣ ΟΛΑ ΣΟΥ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ ..."
"ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΦΑΩ ΚΥΡΙΑ ..."
"ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙΣ ..."
"ΕΙΜΑΙ ΑΝΑΠΗΡΟΣ ...", ΤΗΣ ΕΙΠΕ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ...
"ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΝΑΓΚΗ ...", ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ ΕΚΕΙΝΗ ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ...
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΕΤΡΕΞΕ ΜΕ ΠΡΟΘΥΜΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΗΡΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΟΠΟΥ ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΠΟΥ ΣΗΜΕΙΟΤΕΟΝ ΤΟΥ ΤΙΣ ΕΦΕΡΕ ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΑ ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ...
ΤΟΥ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΣΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΝΑ ΦΑΕΙ ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΦΡΟΥΤΑ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ...
Ο ΞΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΤΟΝ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΑΦΕΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ...
ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ Ο
"ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" ...
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΜΑΥΡΙΣΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΥΚΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΡΟΜΗΝΥΑΝ ΒΡΟΧΗ ...
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ...
ΤΗΝ ΕΙΔΕ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΘΩΣ ΜΙΑ ΜΕΛΑΝΙΑ ΣΤΟ ΑΡΙΟΣΤΕΡΟ ΤΗΣ ΜΑΤΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΣΕ ΤΟ ΘΛΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΦΟΣ ...
"ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕΣ ΚΑΙ ΤΡΩΣ ΞΥΛΟ ...
ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΕΣ ...
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ;
ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΟΥ ΘΑ ΒΡΑΧΕΙ;
ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ..."
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΙΩΠΟΥΣΕ, ΕΝΩ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΗΔΗΞΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΕ ΔΙΠΛΑ ΤΗΣ ...
"ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΘΑ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕΙ ...
ΕΛΑΤΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ...
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΘΥΣΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΤΥΠΗΣΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ...
ΕΛΑΤΕ ΘΑ ΣΑΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΩ ΕΓΩ ..."
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΥΦΟΣ ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ...
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΕΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΤΣΑΙ ΕΙΧΕ ΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΕΡΙΟΥ, ΓΙΑΤΙ Η ΛΑΜΠΑ ΕΙΧΕ ΚΑΕΙ ΤΗΣ ΕΣΡΤΩΣΕ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ...
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Η ΜΑΡΙΑ ΔΙΠΛΑ, ΕΣΒΗΝΕ ΤΑ ΚΕΡΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΝΑΨΕΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ...
ΣΤΑΥΡΟΚΟΠΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΥΤΗ ΦΩΤΙΣΕ ...
Η ΜΑΡΙΑ ΤΑ ΕΧΑΣΕ ...
ΤΟ ΦΩΣ ΑΠΛΩΘΗΚΕ ΓΥΡΩ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΧΝΗ ΦΩΝΗ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ:
"ΜΑΡΙΑ, ΜΑΡΙΑ ..."
"ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ"
"ΗΡΘΑ ΜΑΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΕ ΔΕΧΘΗΚΕΣ ..."
"ΠΟΤΕ ΚΥΡΙΕ;"
"ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΑΝ, ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΠΑΛΙ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ..."
"ΚΥΡΙΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ ..."
"ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ;"
"ΑΝΕΛΙΠΩΣ ΚΥΡΙΕ, ΔΥΟ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ..."
"ΤΟΤΕ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΜΑΡΙΑ ..."
"ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΚΥΡΙΕ, ΑΛΛΑ ΠΟΤΕ ΗΡΘΕΣ ΓΙΑ ΤΡΙΤΗ ΦΟΡΑ;"
"ΗΡΘΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ...
ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΜΕ ΔΕΧΘΗΚΕΣ ..."
"ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΤΟ ΗΞΕΡΑ ...", ΑΠΑΝΤΗΣΕ Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΝΙΓΗΚΕ ΣΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ...
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΠΙΤΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΦΩΣ ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΠΕΤΡΟ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΑΝ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΝ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ...
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΠΙΣΩ ΤΟΥΣ, Η ΓΛΥΚΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ, ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΚΑΙ ΧΑΘΗΚΕ ΟΤΑΝ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΠΟΤΕ ΠΙΑ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Ιουν 26, 2013 9:56 am

Ο ΟΣΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥ



῾Ο ἀββᾶς Βησσαρίων ἔριξε στό μικρό ταγάρι του λίγα παξιμάδια, κάποιους ξηρούς καρπούς καί τό φλασκί μέ τό λιγοστό νερό του.
῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ψιθύρισαν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του. ῾Σ᾽ εὐχαριστῶ, Κύριε, πού μᾶς ἀξιώνεις καί φέτος νά πᾶμε στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Σου. Δυνάμωσέ μας καί ἐλέησέ μας᾽.

Στράφηκε στόν νεαρό ὑποτακτικό του Δουλᾶ. ῾Μήν καθυστερεῖς, παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε γεμάτος στοργή καί ἀγάπη. ῾῎Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. ῟Ωρες θά μᾶς πάρει τό προσκύνημά μας αὐτό. ῾Ετοιμάσου καί σύ γρήγορα᾽.


῎Εκανε λίγα βήματα πρός τό προσκυνητάρι τῆς καλύβας τους. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος τόν κοιτοῦσε μέ πόνο, ἀλλά καί μέ ἄπειρη ἀγάπη. Σάν νά ᾽νιωσε τά ἁπλωμένα χέρια του Κυρίου νά τόν ἀγκαλιάζουν μέ θέρμη. Προσκύνησε μέ μεγάλη μετάνοια. Τό μέτωπό του ἄγγιξε τό ἔδαφος καί στάθηκε ἐκεῖ λίγη ὥρα. ῾῾Ο Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ᾽, κτυποῦσε ἡ καρδιά του στόν ρυθμό τῆς εὐχῆς. Σηκώθηκε. Φίλησε τά πόδια τοῦ Κυρίου. ᾽Ασπάσθηκε μέ τήν ἴδια θέρμη καί τήν Παναγία Μητέρα πού βρισκόταν δίπλα στόν ᾽Εσταυρωμένο. ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς᾽, κινήθηκαν καί πάλι τά ἁγιασμένα χείλη.

῾Δουλᾶ, παιδί μου, προσκύνησε καί σύ. Φεύγουμε᾽.
῾Ο νεαρός δόκιμος καλόγερος, ἕτοιμος κι αὐτός, προσκύνησε καί περνώντας τό ταγάρι στόν ὧμο ἀκολούθησε τόν Γέροντα.


῏Ηταν ἡ πρώτη φορά πού θά πήγαινε στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Προδρόμου, ψηλά στόν βουνό. ῾Ο Γέροντας πού τόν εἶχε δεχτεῖ πρίν ἀπό λίγους μῆνες, τοῦ εἶχε μιλήσει γι᾽ αὐτό. Εἶχε παραξενευτεῖ ὁ νεαρός γιά τήν μεγάλη ἀγάπη του στό ἐκκλησάκι - ἕνα βαθούλωμα σ᾽ ἕνα βράχο ἦταν - πού γιά νά τό φτάσει κανείς, κατά τά λεγόμενα τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἔπρεπε πράγματι νά κουραστεῖ πάρα πολύ κι ἴσως καί νά κινδυνέψει.

῏Ηρθε κοντά στόν Γέροντα Βησσαρίωνα, γιατί εἶχε ἀκούσει γιά τήν ἁγιότητά του, τήν μεγάλη ἀσκητικότητα πού τόν χαρακτήριζε, τήν ἀγάπη του στόν Θεό. Δεύτερο χιτώνα στήν ζωή του, λέγανε, δέν ἀπέκτησε ἀφότου ἔγινε καλόγερος. ᾽Ακόμη καί θαύματα εἶχε ἀκούσει ὅτι εἶχε κάνει ἐνόσω ζοῦσε. Θέλησε λοιπόν νά μετρήσει καί ὁ ἴδιος τίς δικές του δυνάμεις. Θά μποροῦσε ἄραγε νά ἀκολουθήσει τήν πορεία αὐτοῦ τοῦ ἀφιερωμένου στόν Θεό ἀνθρώπου, πού ἡ μόνη ἔγνοια του ἦταν πῶς νά μένει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;

῾Ο Γέροντας τόν δέχτηκε, ἀλλά τόν ἄφησε ἐλεύθερο νά ἀποφασίσει ἄν τελικά θά παρέμενε κοντά του. Τοῦ ἐξήγησε τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, τῆς ἀπομόνωσης, τοῦ κακοτράχαλου τρόπου διαβίωσης.




῾᾽Εδῶ, παιδί μου, μένεις μόνος μόνῳ Θεῷ. Δέν ἔχεις ἀνθρώπινες παρηγοριές. Τό μόνο στήριγμά σου εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἑαυτός σου. Κι ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά εἶσαι ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσεις τίς ἐνέργειες τοῦ Πονηροῦ. ῾Ο Κύριος, θά ἔχεις ἀκούσει, ἐπιτρέπει τίς ὁλομέτωπες ἐπιθέσεις του στά ἀφιερωμένα σ᾽ Αὐτόν πλάσματά Του, γιά νά τούς δώσει τήν εὐκαιρία μέ τούς πειρασμούς αὐτούς νά δοκιμαστοῦν, νά γίνουν ἔμπειροι τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, νά ἀνέβουν πνευματικά ἐπίπεδο. Καί στόν κόσμο βέβαια δρᾶ καί ἐνεργεῖ ὁ διάβολος, ἀλλά ἐκεῖ κυρίως μέσα ἀπό τά ὑπάκουα σ᾽ αὐτόν ὄργανά του. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται τίς περισσότερες φορές οἱ πειρασμοί τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Εδῶ ὅμως...᾽.


Σάν νά φοβήθηκε ὁ νεαρός καί ἔκανε μία σύσπαση τό πρόσωπό του. Τό εἶδε ὁ Γέροντας καί χαμογέλασε.

῾Μή φοβᾶσαι, παιδί μου᾽, εἶπε. ῾῾Η δράση τοῦ διαβόλου δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Μᾶς πειράζει, ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος. ᾽Εκεῖνος εἶναι πού ἔχει τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο. Διαφορετικά ὁ πονηρός, ἄν ἦταν στήν ἐξουσία του, θά μᾶς εἶχε ἐξολοθρεύσει ὅλους᾽.


Πέρασε ἀρκετή ὥρα περπατώντας. ῾Ο Βησσαρίων πήγαινε μπροστά καί ἀκολουθοῦσε ὁ δόκιμος. ᾽Αρκετές φορές συμβάδιζαν. ῾Ο ἥλιος εἶχε πιά σηκωθεῖ ἀρκετά. ῾Ο δρόμος πράγματι ἦταν δύσκολος. ῎Οχι μόνο πέτρες καί βράχια πλήγωναν πολλές φορές τά πόδια τους, ἀλλά καί ἡ ταλαιπωρία ἀπό τήν πορεία κατά μῆκος τῆς Νεκρᾶς θάλασσας αὔξανε τόν κόπο.

Τά λόγια πού ἀντήλλασσαν μεταξύ τους ἦταν ἐλάχιστα. Λίγο στήν ἀρχή ὁ Γέροντας εἶπε στόν νεαρό δόκιμο γιά τίς ἐργασίες πού συνήθως κάνει ἐκεῖ στήν σπηλιά, τό πῶς τήν καθαρίζει, τά καντήλια πού ἀνάβει, τίς προσευχές πού λέει. Κι ἔπειτα σιωπή. ῾Ο Γέροντας φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή. Συχνά πυκνά ὁ νεαρός ἔπιανε μέ τ᾽ αὐτί του τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ τοῦ Γέροντα καί τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ...᾽.

῾Γέροντα, δέν θά σταματήσουμε κάπου νά ξεκουραστοῦμε;᾽ ἀκούστηκε κάποια στιγμή ἡ φωνή τοῦ ὑποτακτικοῦ. ῾Κουράστηκα. Λίγο νά ξεδιψάσουμε᾽.

Σταμάτησαν. Ξεδίψασαν ἀπό τό λιγοστό νεράκι τους, τό ὁποῖο ὅμως εἶχε σχεδόν τελειώσει, ἀφοῦ κατά καιρούς κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τό ἔπιναν. ῾Ο Γέροντας μάλιστα ἔδωσε καί ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τό δικό του στόν παλληκάρι. ῎Εφαγαν καί λίγα παξιμάδια.

῾Γέροντα, θέλουμε πολύ ἀκόμα; Τά ἐφόδιά μας δέν μᾶς ἀρκοῦν γιά πολύ. Εἴμαστε ἀκόμη στήν θάλασσα καί δέν ἔχουμε πάρει κἄν τόν δρόμο γιά τό βουνό. Πῶς θά βαδίσουμε στήν ἀνηφόρα;᾽, εἶπε ὁ Δουλᾶς κι αἰσθάνθηκε μία ἔντονη κόπωση, περισσότερο ψυχική παρά σωματική.


῾Εἴμαστε στά μισά τοῦ δρόμου, παιδί μου᾽, εἶπε μέ συγκατάβαση ὁ ἀββᾶς. ῾Μή στενοχωριέσαι, ὅμως. Χωρίς νά τό καταλάβεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, θά φτάσουμε. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη πού μᾶς ἐνισχύει. Ξέρει ὅτι ἐρχόμαστε γιά ἐκεῖνον καί ἤδη παρακολουθεῖ τόν δρόμο μας. Τήν κούρασή μας τήν δέχεται σάν εὐωδιαστό λιβάνι ἐνώπιόν του᾽. ῎Εκανε μία μικρή παύση ὁ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος εἶχε συνηθίσει τόν κόπο καί τόν ὑποπιασμό τοῦ σώματος νά τά θεωρεῖ ὡς ἀνάπαυση, καί συνέχισε σάν νά μονολογεῖ. ῾Μή σκέπτεσαι τόν δρόμο καί τήν κούραση. Στρέψε τήν σκέψη καί τήν προσοχή σου στόν ἅγιο καί τό προσκύνημά του᾽.

Συνέχισαν. ῾Ο ἥλιος τώρα ἔκαιγε τό σῶμα τους καί ὁ ἱδρώτας σάν ποτάμι κυλοῦσε πάνω τους. Σάν ἐφιάλτης ἦλθε ἡ σκέψη στόν δόκιμο. ῾Δέν ἔχουμε νερό. Τί θά κάνουμε τώρα;᾽ ῎Εσφιξε τά δόντια, προσπάθησε νά κάνει πράξη τήν συμβουλή τοῦ Γέροντα. Γιά λίγο τά κατάφερε. ῾Η δίψα ὅμως τόν ἔκαιγε. Οἱ αἰσθήσεις του τόν κυρίευαν. Αὐτό πού τώρα ζοῦσε τόν κατέλαβε ὁλοσχερῶς.

῾Γέροντα, διψάω᾽, εἶπε ξεψυχισμένα καί παρακλητικά. ῾Καί δέν ἔχουμε ἄλλο νερό. Τί θά γίνει; ῾Ο δρόμος μας εἶναι μόνο ἡ θάλασσα. Κι αὐτή γεμάτη θειάφι καί ἁλάτι. Πουθενά δέν φαίνεται κάποια πηγή. Γέροντα, προσευχήσου στόν Κύριο! Θά πεθάνουμε!᾽. ῾Η φωνή του ἀκούστηκε γεμάτη ἀπό ἀπελπισία.

Κάθιδρος ὁ Γέροντας σταμάτησε καί στράφηκε μέ τρυφερότητα πρός τόν ὑποτακτικό του. Μία σκέψη φάνηκε νά φωτίζει τά κοκκινισμένα ἀπό τόν ἥλιο μάτια του.

῾Κύριε, δῶσε τήν εὐκαιρία στόν δοῦλο Σου Δουλᾶ νά δεῖ ὁρατά τήν δύναμή Σου. Βλέπεις τήν ταλαιπωρία του καί τήν καλή του διάθεση. ῞Οπως παλιά μέ τόν ἅγιό Σου Μωϋσῆ πού μεταποίησες τά πικρά νερά τῆς Μερρᾶ σέ γλυκά γιά χάρη τοῦ λαοῦ Σου, ὅπως ἀνέβλυσες ἀπό τόν βράχο τῆς Χωρήβ νερό, ἔτσι κι ἐδῶ, κάνε τό θαῦμα Σου!᾽

Πλησίασε κοντά στήν θάλασσα καί γονάτισε. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ὑποτακτικός. Τά χείλη τοῦ Γέροντα ψιθύριζαν προσευχές. Σήκωσε τά μάτια σέ λίγο ψηλά στόν οὐρανό.

᾽Ανασηκώθηκε. Πῆρε τό ραβδί του καί σταύρωσε ἕνα κομμάτι τῆς ἀκτῆς. ῾Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽, εἶπε μέ σταθερότητα καί πίστη. ῾Σύ, Κύριε, μᾶς ὑποσχέθηκες πώς ὅ,τι ζητήσουμε στό ὄνομά Σου θά μᾶς τό δώσεις. Γλύκανέ μας, Κύριε, λίγο νερό!᾽ ῎Εβαλε μέσα στήν θάλασσα τό ραβδί. ῾Πιές᾽, ἔδωσε ἐντολή στόν ὑποτακτικό.


῾Ο Δουλᾶς δέν πίστευε αὐτό πού διαδραματιζόταν. ῎Ηξερε τήν ἁγιότητα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, μά αὐτό ξεπερνοῦσε κάθε φαντασία. Νερό πόσιμο ἀπό τήν Νεκρά θάλασσα; ῎Οχι, δέν μποροῦσε νά τό κάνει.

῾Πιές, παιδί μου, τό δῶρο τοῦ Κυρίου᾽, ξανάπε ὁ Γέροντας, σάν νά εἶχε συμβεῖ τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου. ῾Πιές νά ξεδιψάσεις᾽.

῎Εσκυψε καί ἤπιε ἀπό τό θαλασσινό νερό μέ ἐπιφύλαξη. Τό γυρόφερε μέσα στό στόμα γιά τήν γεύση του.

῾Μά, τοῦτο τό νερό εἶναι γλυκό καί καθάριο σάν ἀπό τήν καλύτερη βουνίσια πηγή!᾽ φώναξε κατάπληκτος. ῎Ηπιε καί ξανάπιε. Τό ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γέροντας καί ξεδίψασε κι αὐτός. ῾Εὐλογημένο τό ὄνομά Σου, Κύριε᾽ ψιθύρισε. ῾Δόξα Σοι᾽.

῾Μά, τί κάνεις ἐκεῖ;᾽ φώναξε ξαφνικά καί ἀπότομα ὁ Βησσαρίων στόν Δουλᾶ.

῾Γέροντα, γεμίζω τά φλασκιά μας. Τόσο δρόμο ἔχουμε ἀκόμα. Θά χρειαστοῦμε καί ἄλλο νερό. Κι ἴσως οὔτε κι αὐτό μᾶς φτάσει᾽ εἶπε ξαφνιασμένος καί μουδιασμένος ἀπό τήν φωνή τοῦ Γέροντα ὁ δόκιμος.


῾Παιδί μου, δέν κατάλαβες τίποτα; Γιατί γίνεσαι ὀλιγόπιστος;᾽ ἀκούστηκε λίγο ἀπογοητευμένος ὁ ὅσιος. ῾Δέν εἶδες μπροστά στά μάτια σου ὅτι ἡ Πρόνοια τοῦ Κυρίου μᾶς συνοδεύει; ῾Ο Κύριος, Δουλᾶ, εἶναι ἐδῶ παρών, μαζί μας. ᾽Εκεῖνος μᾶς κρατᾶ στήν ὕπαρξη καί μᾶς φροντίζει. ῎Αν, ὅπως εἶπε ὁ ῎Ιδιος, καί τό παραμικρότερο πουλάκι, καί τό παραμικρότερο χορταράκι, τό φροντίζει καί τό τρέφει ᾽Εκεῖνος, πόσο περισσότερο ἐμᾶς πού εἴμαστε κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν Του δημιουργημένοι;᾽

Καί πάλι ἔδειχνε νά μήν καταλαβαίνει ὁ Δουλᾶς.

῾Γέροντα, δέν καταλαβαίνω. ῾Ο Κύριος μᾶς ἔδωσε τό νερό. ῎Ας τό πάρουμε καί γιά μετά᾽. ῾Η ἀπορία του φαινόταν καθαρά μέσα στά μάτια του.

῾Παιδί μου᾽ εἶπε ὁ ὅσιος, μέ τήν ἀπόλυτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθεῖ πιά στόν Θεό καί τά μάτια του βλέπουν διαρκῶς τήν πανταχοῦ παρουσία Του. ῾῾Ο Κύριος πού εἶναι ἐδῶ καί γλύκανε τήν κατάπικρη θάλασσα, ὁ ῎Ιδιος θά εἶναι καί παραπέρα πού ἐξίσου θά Τόν χρειαστοῦμε. ῾Ο Κύριος ἐδῶ καί ὁ Κύριος ἐκεῖ᾽.

Τά μάτια τοῦ Δουλᾶ φάνηκαν νά ἀλλοιώνονται. Γιά πρώτη φορά στήν ζωή του ἄρχισε νά καταλαβαίνει τί σημαίνει ἀληθινή πίστη στόν Θεό. ῎Ενιωσε ὅτι βρισκόταν ἤδη μέ τόν ὅσιο Γέροντά του μέσα στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος τούς χαμογελοῦσε μέσα σέ οὐράνιο φῶς.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Ιουν 30, 2013 12:52 pm

Ο ῾ΦΟΝΙΑΣ’ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ



Μιά δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, ἔσχισε τόν ἀέρα καί πάγωσε τό αἷμα ὅλων μέσα στήν τραπεζαρία τοῦ πανδοχείου.
῾Βοήθεια, βοήθεια, τό παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος τό παιδί μου᾽!

Πετάχτηκαν ὅλοι ἀλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν ἔξω καί τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἄφησε ἄφωνους. ῞Ενα ἑξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἡ ὁποία κείτουνταν χάμω στό ἔδαφος, κοντά στήν φάτνη πού ἦταν ἡ τροφή τῶν ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά μέ ἀναφιλητά. ῾Τό παιδί μου, σῶστε τό παιδί μου᾽, ἔλεγε ξανά καί ξανά.

Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.
῾Γιατί παιδάκι μου ἔφυγες ἀπό κοντά μου;᾽ ἔλεγε τώρα ἡ γυναίκα πού φαινόταν κυριολεκτικά χαμένη. ῾Γιατί πῆγες στά ζῶα; Γιατί;᾽


῞Ολοι κατάλαβαν περίπου τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η γυναίκα μέ τό παιδάκι της ἔφτασε στό πανδοχεῖο μέ τήν ἅμαξα πού μόλις εἶχε καταφτάσει, καί τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα κι ἔτρεξε στό μέρος πού σιτίζονταν τά ζῶα. ῞Ενα μουλάρι ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε τό παιδάκι πού εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Προφανῶς οἱ κραυγές τοῦ παιδιοῦ πανικόβαλαν περισσότερο τό ζῶο πού ἀνασηκωνόταν καί ἔπεφτε πρός τά κάτω διαρκῶς.

Τό παιδί, ὅσο ἐπέτρεπε τό φῶς τοῦ σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, μέ τσαλακωμένο τό προσωπάκι του, χωρίς νά κινεῖται, χωρίς νά δείχνει κανένα σημάδι ζωῆς.

῾Κάντε πέρα ὅλοι᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἀπό τούς πελάτες τοῦ πανδοχείου. ῾Εἶμαι γιατρός. Νά δῶ τό παιδί. Μή μαζεύεστε ὅλοι ἀπό πάνω του᾽.
Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός ἐξέτασε τό παιδί, προσπάθησε νά βρεῖ σημάδι ζωῆς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τό παιδάκι δέν εἶχε ἀντέξει τά κτυπήματα τοῦ ζώου. Μπροστά τους εἶχαν μόνο τό ἄψυχο κορμάκι του.

῎Επεσε νεκρική σιγή. Τά πρόσωπα ὅλων ἦταν ἀλλοιωμένα ἀπό τό τραγικό συμβάν. Οἱ πιό ψύχραιμοι πῆραν τήν γυναίκα καί τό παιδί καί τούς ἔβαλαν στό πανδοχεῖο, προσπαθώντας ὅσο μποροῦσαν νά διευθετήσουν τά πράγματα. ῎Αλλοι ἔμειναν ἔξω χωρίς νά ἔχουν κατανοήσει ἀκόμη ἐπακριβῶς τό τί διαδραματίστηκε, ἄλλοι ἄρχισαν σιγά σιγά νά συζητοῦν χαμηλόφωνα καί νά σχολιάζουν τό γεγονός.


Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.

Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!


῾Γιατί, Θεέ μου;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾᾽Εγώ τό σκότωσα. ᾽Εγώ εἶμαι ὁ φονιάς τοῦ παιδιοῦ᾽. Οἱ λογισμοί κατέτρωγαν τόν ἀββᾶ Παῦλο. ῾῏Ηρθα ἀπό τήν Ρώμη στά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός μας, ἀφιερώθηκα σ᾽ Αὐτόν, καί νά τώρα ἡ ἐξέλιξή μου. Εἶναι φανερό. ῾Ο Θεός δέν εὐλόγησε τόν ἐρχομό μου στά ῾Ιεροσόλυμα. Μόνο μέ τό αἷμα μου ἴσως ξεπλύνω τόν φόνο πού ἔκανα᾽.
῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς: ῾Εἶμαι φονιάς, εἶμαι φονιάς᾽.
Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο. ῾Γέροντα, ἐδῶ εἶσαι; ᾽Ανησυχήσαμε. ῞Ολοι εἶναι πιά μέσα, ἐκτός ἀπό σένα. Τί ἔχεις; Τί ἔπαθες;᾽
῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει: ῾εἶμαι φονιάς, ἐγώ σκότωσα τό παιδί᾽.
῾Γέροντα, τρελλάθηκες; Μαζί μου μέσα στό πανδοχεῖο δέν ἤσουνα; Τί λές ὅτι ἐσύ τό σκότωσες;᾽
῾Τό ζῶο εἶναι δικό μου. ᾽Από τά κτυπήματά του πέθανε τό παιδί. ᾽Εγώ ἔχω τήν εὐθύνη᾽.
Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας. ῾Γέροντα, δέν εἶναι ἔτσι᾽ εἶπε. ῾Τό ζῶο ἦταν στήν θέση πού τό βάλαμε. Δεμένο καί ἔτρωγε. Τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα του καί πῆγε πρός τά ἐκεῖ. ῎Αν κάποιος φέρει εὐθύνη, εἶναι ἡ ἴδια ἡ μάνα στό κάτω-κάτω πού δέν τό πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε. ᾽Εσύ λοιπόν τί εὐθύνη ἔχεις;᾽

῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν, πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.
῾Δέν μπορῶ νά μένω πιά στό μοναστήρι. Εἶμαι ἀνάξιος νά βρίσκομαι μαζί μέ τούς καλούς ἐκεῖ ἀδελφούς. ῾Η θέση μου εἶναι νά κλαίω γιά τό ἀνόμημά μου στήν ἔρημο καί νά ᾽μαι μαζί μέ τά θηρία᾽, μονολογοῦσε διαρκῶς.
῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν: ῾᾽Εγώ ἔκανα τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ καί θά κριθῶ σάν φονιάς στήν μέλλουσα κρίση᾽.

῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.
Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.

Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε ἄφοβα στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽.
῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως...!᾽
Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.
῾Μά, τί κάνει;᾽ ψιθύρισε ὁ ἀββᾶς. Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.
Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.
῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτηκε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.

Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.
Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.
῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.
῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.
῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.

Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.
῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδια του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.

῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιούλ 04, 2013 10:13 am

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
῾Ο Γέροντας ἀξημέρωτα ἀκόμη ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ καθολικοῦ. Τό σκοτάδι ἦταν ἀκόμη πηχτό, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε νά προχωρήσει καί νά φτάσει στό ἅγιο βῆμα. ῎Ηξερε κάθε πατημασιά, κάθε κρυφή γωνιά τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ του. Χρόνια βρισκόταν καί ὑπηρετοῦσε στό μικρό καί ταπεινό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, πού ἀπεῖχε λίγη ὥρα ἀπό τό σκαρφαλωμένο πάνω στό βουνό χωριό τῆς περιοχῆς. Λιγοστοί οἱ κάτοικοί του, εὐλαβεῖς καί πιστοί ὅμως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν δίσταζαν μέ κάθε καιρό νά ἀνεβαίνουν στούς ἁγίους καί νά λειτουργοῦνται ἀπό τόν ἀγαπημένο τους Γέροντα. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία τό γεγονός ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἐγκατάλειψή τους ἀπό τήν Πολιτεία εἶχαν τό μοναστήρι καί τόν Γέροντα, ἔστω καί μόνο του.

῾῾Ο Θεός καί οἱ ἅγιοι ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός τουλάχιστον δέν μᾶς ἔχουν ἀφήσει ποτέ ἀβοήθητους᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν μέ εὐγνωμοσύνη. ῾Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἰσχύει αὐτό πού λένε: ἀπ᾽ τόν Θεό κι ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους ξεγραμμένοι. ᾽Απ᾽ τούς ἀνθρώπους, ναί! ῎Οχι ὅμως ἀπό τόν Θεό!᾽


Γι᾽ αὐτό καί εἶχαν κανονίσει ἐκ περιτροπῆς νά ἀνεβαίνουν καί νά βοηθοῦν τόν Γέροντα στήν καθαριότητα τοῦ χώρου, ἐνῶ ὁ κυρ-Κωστῆς, πού διατηροῦσε ἕνα μικρό καφενέ ἀπό παλιά στό χωριό κι εἶχε μάθει ἀπό τόν παπποῦ του μερικά ψαλτικά, ἐκτελοῦσε χρέη νεωκόρου καί ψάλτη. Μπορεῖ νά μήν ἤξερε τά σημαδάκια τῶν βιβλίων τῆς ψαλτικῆς, ἀλλά τά κατάφερνε μιά χαρά στίς διάφορες ἀκολουθίες, τούς ἑσπερινούς καί τίς θεῖες λειτουργίες.

Πολλές φορές βέβαια εἶχε παραξενευτεῖ ἀπό τήν στάση τοῦ Γέροντα. Σάν νά ἀφαιρεῖτο κάποιες στιγμές τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, σάν νά μιλοῦσε ἄλλοτε μέ κάποιους, τότε πού ἑτοίμαζε τήν προσκομιδή.

῾Γέροντα, τί λές; Μέ ποιούς μιλᾶς;᾽ εἶχε τολμήσει κάποια φορά νά τόν ρωτήσει.
῾Μά, μέ τούς ἀγγέλους, παιδί μου᾽, τοῦ ᾽χε ἀπαντήσει ὁ ἁπλοϊκός Γέροντας, σάν νά τοῦ ἔλεγε τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου.
῾Εἶναι δυνατόν νά λειτουργοῦμε τόν Κύριο, νά ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί νά μᾶς δίνει τό σῶμα καί τό ἅγιο αἷμα Του, καί νά μή συνοδεύεται ἀπό τούς ἁγίους ὑπηρέτες Του, τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους; Δέν λέμε στήν Λειτουργία ὅτι παρευρίσκονται χιλιάδες ἄγγελοι καί ἀρχάγγελοι, δυνάμεις, ἐξουσίες, πολυόμματα, πτερωτά; ῎Ε, μ᾽ αὐτούς μιλάω᾽.

῾Ο κυρ-Κωστῆς κρατοῦσε μία ῾πισινή᾽ στά λόγια αὐτά τοῦ καλόγερου. Μπορεῖ νά ἦταν πιστός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἦταν ἐντελῶς πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τήν λογική τοῦ καλοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος στό κάτω-κάτω δέν διακρινόταν καί γιά τήν μόρφωσή του.


῎Ηξερε ὅτι ἀπό μικρό παιδί ὁ Γέροντας εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, ἀλλά γράμματα ἰδιαίτερα δέν εἶχε μάθει. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε ἀκουστεῖ τά ἐκκλησιαστικά γράμματα τά εἶχε μάθει ἀπό ἀνθρώπους ἀμφίβολης χριστιανικῆς πίστης. Κάποιοι λέγανε ὅτι αἱρετικοί τόν δίδαξαν τά τῆς Θείας Λειτουργίας. ᾽Αλλά κι ὁ κυρ-Κωστῆς ὀλιγογράμματος ὅπως ἦταν δέν μποροῦσε νά καταλάβει ἀκριβῶς ποιά ἦταν ἡ ἀλήθεια.

᾽Εκεῖνο πού γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί χωρίς ἀμφιβολία, κι αὐτός καί ὅλοι στό χωριό, ἦταν ἡ ἁγία βιοτή τοῦ παπᾶ τους. ῎Α, ὅλα κι ὅλα, μπορεῖ ὁ Γέροντας νά μήν ἤξερε πολλά γράμματα, εἶχε ὅμως φόβο Θεοῦ καί μεγάλη εὐλάβεια γιά τήν πίστη. Τό ᾽βλεπες ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν προσευχόταν. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε. ῾Ο ἴδιος ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἤτανε ὀλιγαρκής σέ ὅλα του, κι ὅ,τι τοῦ ἔφερναν τό μοίραζε στούς ἀναγκεμένους χωρίς νά τό διατυμπανίζει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ἀπό τό πουθενά οἱ φτωχοί ἄνθρωποι ἔβρισκαν στήν πόρτα τους αὐτό πού τούς ἔλειπε, ἀλλά ξέρανε ὅτι αὐτό προερχόταν ἀπό τόν Γέροντά τους. Δέν ἦταν τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὅλοι πιά τόν πίστευαν καί τόν εἶχαν γιά ἅγιο.
῾᾽Αλλά νά βλέπει καί νά μιλάει μέ ἀγγέλους;᾽ σιγομουρμούριζε ὁ κυρ-Κωστῆς. ῾Αὐτό μᾶλλον παραπάει...᾽.


῾Ο Γέροντας ἄναψε τά καντήλια. ῎Εκανε πολλές στρωτές μετάνοιες, φίλησε τίς εἰκόνες, πῆρε καιρό. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ῾Κύριε, ἐλέησον᾽, ψέλλιζε διαρκῶς.


Μέχρι νά ᾽ρθεῖ ὁ νεωκόρος φόρεσε τήν στολή του, λέγοντας τήν συγκεκριμένη εὐχή γιά κάθε ἄμφιο, καί ξεκίνησε τήν προσκομιδή γιά τήν λειτουργία τοῦ Σαββάτου. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ὅλον τόν χρόνο λειτουργοῦσε. Πέρα ἀπό τίς ἄλλες γιορτές. ῾Ο κόσμος, ὅσο μποροῦσε, ἀνταποκρινόταν. ῎Εβλεπε κι ἔνιωθε ὅτι στό μοναστηράκι αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν κάτι ἄλλο. Σάν νά κατέβαινε ὁ οὐρανός στήν γῆ.

῾Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων᾽, πῆρε νά λέει ὁ Γέροντας κι ἄρχισε νά λέει ὅ,τι εἶχε μάθει γιά τήν ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς.


Κοίταξε στό ἡμίφως τῶν κεριῶν δεξιά καί ἀριστερά του. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ψιθύρισε μέ εὐγνωμοσύνη. ῾῞Αγιοι ἄγγελοι πρεσβεύσατε καί ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ᾽, ἔκανε μία κίνηση προσκύνησης βλέποντας τούς ἁγίους ἀγγέλους πού παρευρίσκονταν κάθε φορά πού ξεκινοῦσε τήν ἁγία τελετή, ἀλλά καί μετέπειτα στήν ὅλη ἀκολουθία.

Ξάφνου ἄκουσε βήματα καί κάτι σάν συζήτηση ἔξω ἀπό τό ἱερό πού τόν παραξένεψαν. ῾Γέροντα, τήν εὐχή σου. ῾Ο Κωστῆς εἶμαι, ἀλλά ὄχι μόνος᾽, εἶπε ψιθυριστά ὁ νεωκόρος καί ψάλτης, ὁ ὁποῖος καί αὐτός εἶχε μάθει καί ἀκολουθοῦσε τό ὡράριο τοῦ Γέροντα. ῾῎Εχει ἔλθει κι ἕνας παπᾶς ξένος μαζί μέ κάποιους ἄλλους καί περιμένει ἔξω ἀπό τό ἱερό᾽, συνέχισε, κατεβάζοντας ἀκόμη περισσότερο τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί πλησιάζοντας τόν Γέροντα γιά νά φιλήσει τό χέρι του. ῾Νά τοῦ πῶ νά μπεῖ μέσα; Δέν μοιάζει χωριατόπαπας κι οὔτε τόν ἔχω ματαδεῖ. Ποιός ξέρει ἀπό ποιά πόλη ἦρθε καί πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽
῾Πές του, παιδί μου, νά περάσει. Οἱ ἱερεῖς στό ἅγιο βῆμα μπαίνουν καί προσκυνοῦν᾽.


῾Ο παπᾶς ἦταν ἕνας νεαρός διάκος πού εἶχε ἔρθει μέ κάποιους προσκυνητές, γιατί εἶχε μάθει ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, τό ὁποῖο σημειωτέον ἐκτός ἀπό τήν πνευματική του προσφορά εἶχε νά προσφέρει καί μία καταπληκτικοῦ κάλλους φυσική ὀμορφιά. Βρισκόταν ἀνάμεσα σέ λυγερόκορμα δέντρα, μέσα σέ πλούσια βλάστηση, πού τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ ἔβρισκαν καταφύγιο, δοξολογώντας τόν Θεό μέ τό ἀδιάκοπο τιτίβισμά τους. Θέλησαν λοιπόν νά προσκυνήσουν τούς ἁγίους καί νά ἀπολαύσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν εὐκαιρία νά λειτουργηθοῦν, μιά καί ἦταν Σάββατο.

῾Παιδί μου, νά μέ συμπαθᾶς᾽ εἶπε ὁ Γέροντας στόν νεαρό διάκο. ῾Θά τά ποῦμε ἀργότερα, στό τέλος᾽.


῾Ο Γέροντας συνέχισε τήν προσκομιδή μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βάλει ῾εὐλογητό᾽ γιά τόν ὄρθρο. ῾Ο διάκος στεκόταν πλάϊ του στό μικρό ἱερό καί παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τήν ὅλη τελετή. ῾Η μορφή τοῦ Γέροντα τόν εἶχε ἐντυπωσιάσει. Τοῦ εἶχαν μιλήσει γιά τήν ἁγιότητά του, ἀλλά τό διεπίστωνε κι ὁ ἴδιος. Στό βλέμμα τοῦ ἁπλοῦ αὐτοῦ καλόγερου ἔβλεπε μιά ὑπερκοσμιότητα πού δέν εἶχε ξαναδεῖ σέ ἄλλους ἱερεῖς.

῾Μά..., Γέροντα, συγγνώμη πού ἐπεμβαίνω, μέ ὅλο τό θάρρος...᾽, διέκοψε τήν τελετή κάποια στιγμή μέ συστολή καί μεγάλη σεμνότητα ὁ διάκος. Εἶχε παλέψει νά μή μιλήσει, ἀλλά ἡ συνείδησή του τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν δισταγμό του. ῾Δέν θά ἔλεγα τίποτε, ἀλλά αὐτά πού λέτε στήν προσκομιδή δέν εἶναι τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, ἀλλά κάποιας κακόδοξης. Δέν μπορῶ νά μήν σᾶς τό πῶ᾽.

Σάν νά τοῦ κακοφάνηκε τοῦ Γέροντα ἡ ἐπέμβαση τοῦ διάκου. ῾Ο ἴδιος συνέχιζε νά βλέπει τούς ἀγγέλους, τούς ὁποίους προφανῶς δέν ἔβλεπε ὁ νεαρός κληρικός, γι᾽ αὐτό καί στηριγμένος στήν ὅρασή του καταφρόνησε τά λόγια τοῦ διάκου. ῎Εκανε πώς δέν τόν ἄκουσε καί συνέχισε τό ἔργο του.

῾Ο διάκος ὅμως ἐπέμενε. ῾᾽Εδῶ δέν εἶναι θέμα εὐγένειας᾽ ἔλεγε ὁ λογισμός του, καί δικαίως. ῾᾽Εδῶ εἶναι θέμα ὀρθῆς πίστης. Καί μέ τήν πίστη δέν παίζει κανείς. ῾Ο Γέροντας εἶναι ἅγιος, ἀλλά σφάλλει᾽.

῾Σφάλλετε, Γέροντα, γιατί αὐτά πού λέτε ὡς εὐχές δέν τά παραδέχεται ἡ ᾽Εκκλησία μας᾽.


Προβληματίστηκε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ διάκου νά τόν ἐλέγχει. Στράφηκε καί πάλι πρός τούς ἀγγέλους.
῾᾽Επειδή ὁ διάκονος αὐτά κι αὐτά μοῦ λέει, εἶναι σωστά τά λόγια του; ῎Εχει δίκιο ἤ ἄδικο;᾽
῾Νά τά παραδεχτεῖς, Γέροντα᾽, τοῦ εἶπαν οἱ ἄγγελοι, πάλι μέ φωνή πού μόνος αὐτός ἄκουγε. ῾῾Ο διάκος καλά σοῦ τά λέει᾽.

᾽Απόρησε καί παραξενεύτηκε ὁ Γέροντας. ῾Καί τόσο καιρό πού μέ βλέπετε νά τά λέω λάθος, γιατί δέν μοῦ εἴπατε τίποτε; Γιατί δέν μέ διορθώσατε ἐσεῖς;᾽ Φάνηκε ἐξουθενωμένος ὁ παπᾶς.

῾Γιατί ὁ Θεός ἔτσι οἰκονόμησε τά πράγματα: ὁ ἄνθρωπος νά διορθώνεται ἀπό ἀνθρώπους. Γέροντα, μή ξεχνᾶς. ῾Ο Θεός μας γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους δέν ἔγινε ἄγγελος, δέν ἔγινε κάτι ἄλλο, ἀλλά ἔγινε κι ᾽Εκεῖνος ἄνθρωπος. Ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτησή σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽.


Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἅγιου Γέροντα. Ταπεινά διόρθωσε ὅ,τι ἐσφαλμένο ἔκανε καί ἔλεγε, εὐχαρίστησε τόν Θεό καί τόν ἀδελφό.

Μά τό πολύ σημαντικότερο πού ἔμαθε ἦταν κάτι ἄλλο: κατάλαβε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ κάθε συνανθρώπου του μπορεῖ νά εἶναι τό μήνυμα πού τοῦ στέλνει κάθε φορά ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία του. Ὁ ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νά ῾βλέπει᾽ ὡς ἀγγέλους καί τούς ἴδιους τούς συνανθρώπους του.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιούλ 05, 2013 7:07 pm

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

῾Ο νεαρός καλόγερος κοίταζε μέ ἀγωνία τό πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, καθώς ἐκεῖνος διάβαζε σοβαρός καί χωρίς νά βιάζεται τό γράμμα πού τοῦ εἶχε φέρει.
῾Μοιάζει πάρα πολύ μέ τόν Γέροντα᾽, τοῦ ᾽ρθε αὐθόρμητα ἡ σκέψη. ῾῾Η κορμοστασιά, τό πρόσωπο, τά γένια. ᾽Ακόμη κι οἱ ρυτίδες σχεδόν εἶναι ἴδιες. Λένε ὅτι τά ἀδέλφια μοιάζουν μεταξύ τους, ἀλλά ἐδῶ παρα...μοιάζουν᾽.


῾Ο καλόγερος ἦταν σταλμένος ἀπό τόν Γέροντα τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ματθαίου, κοντά στήν πόλη τῆς ῎Εδεσσας τῆς Συρίας, γιά νά μεταφέρει σπουδαῖο μήνυμα στόν ἀναχωρητή τῆς σπηλιᾶς. Νά τόν παρακαλέσει ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀδελφῶν τοῦ κοινοβίου νά γυρίσει πίσω.
῾῾Από τήν ἀπάντησή του κρίνεται σέ μεγάλο βαθμό ἡ καλή πορεία ὅλων μας᾽, τόνισε μέ ἔμφαση ὁ ἡγούμενος στόν κομιστή τοῦ γράμματος ἀδελφό.

Δέν εἶχε πολύ καιρό πού εἶχε ἀνεβεῖ μέ τίς ψήφους τῶν πολυπληθῶν ἀδελφῶν στόν ἡγουμενικό θρόνο ὁ Γέροντας καί τό πρῶτο πού ἔνιωσε ὡς ἀνάγκη ἦταν νά βοηθηθεῖ ἀπό κάποιον ἐμπειρότερό του, κάποιον πού εἶχε πράγματι φόβο Θεοῦ καί φωτισμό ἀπό τήν χάρη Του. ῾Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μέ καθοδηγεῖ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀδελφό μου;᾽ σκέφτηκε καί μοιράστηκε τήν σκέψη του καί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά συμφωνήσουν ἀμέσως μαζί του. ῾Μαζί μεγαλώσαμε σ᾽ αὐτά τά μέρη, μαζί πήραμε τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθοῦμε στόν Θεό σ᾽ αὐτό τό εὐλογημένο μοναστήρι, μαζί ὅλα᾽, τούς εἶπε. ῾᾽Αλλά ἐκεῖνος πάντοτε χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνει κάτι ξεχωριστό προηγεῖτο σέ ὅλα᾽ συμπλήρωσε ταπεινά. ῾Ναί, ὁ ᾽Ισαάκ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας ἦταν ὁ ἐκλεκτός᾽. ῾Ο ἡγούμενος ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό στῆθος του.


῾Γέροντα᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ γεροντότερος ἀπό τούς ἀδελφούς, ῾ζήσαμε κι ἐμεῖς τόσα χρόνια ἐδῶ στό μοναστήρι τόν ἀδελφό σου ᾽Ισαάκ καί μποροῦμε πράγματι νά ἐπιβεβαιώσουμε τίς ἐκτιμήσεις σου. ῾Ο ᾽Ισαάκ ἦταν ὄχι μόνο γιά σένα, ἀλλά καί γιά ὅλους μας ὁ φωτεινός ὁδοδείκτης. ῾Η παρουσία του ἀπό μόνη της ἦταν τό καλύτερο κήρυγμα. Γι᾽ αὐτό καί δέν σοῦ κρύβουμε ὅτι ὅπως κι ἐσύ στενοχωρηθήκαμε κι ἐμεῖς πάρα πολύ ἀπό τήν ἀπόφασή του νά μᾶς ἀποχωριστεῖ καί νά πάει στό βουνό ὡς ἀναχωρητής᾽.

῾῏Ηταν ἀναμενόμενο᾽ συμπλήρωσε ἕνας ἄλλος Γέροντας. ῾Τόν βλέπαμε τόν τελευταῖο καιρό πόσο ἐπέλεγε τήν σιωπή καί τήν ἀπόσυρση στό κελλί του, μελετώντας ἀδιάκοπα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾽Ακόμη καί στίς ὧρες τῶν συνάξεών μας, στόν ναό ἤ στήν τράπεζα, φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή᾽.

῾Πῆρα τό θάρρος καί τόν ρώτησα κάποια φορά, Γέροντα,᾽ ἀκούστηκε νά λέει ὁ τρίτος τοῦ συμβουλίου, ῾γιατί μᾶς ἀποφεύγει᾽. ῾Μάρτυς μου ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀποφεύγω γιατί δέν σᾶς θέλω᾽, μοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾ἀλλά κατάλαβα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν μπορῶ νά εἶμαι πλήρως καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη ὅτι ἄν δέν ἀδιαφορήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ἡ καρδιά καί νά βρεῖ τήν παρουσία ᾽Εκείνου. ῞Οσο οἱ σωματικές αἰσθήσεις ἀπασχολοῦνται μέ τά πράγματα, τά σωματικά πάθη δέν ἐξαφανίζονται κι οὔτε παύουν οἱ πονηροί λογισμοί. Γιά μένα ἡ διέξοδος εἶναι ἡ ἔρημος. ῾Η ἀδυναμία μου μέ κάνει νά θέλω νά φύγω καί νά δῶ καλύτερα τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό τόσα χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς᾽.

Τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ματθαίου σάν νά ἐρήμωσε μέ τήν φυγή τοῦ ᾽Ισαάκ. Σάν νά ἔχασαν τόν πατέρα τους καί ὀρφάνεψαν. Μά νά τώρα πού ἦλθε ἡ ὥρα νά κληθεῖ πίσω ὁ ἀναχωρητής. Στόν ἡγουμενικό θρόνο ἀνέβηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του κι ἔνιωσε τήν ἀνάγκη, ὅπως εἴπαμε, νά τόν παρακαλέσει νά ἐπιστρέψει.


῾Ο καλόγερος ξανακοίταξε μέ ἀγωνία τόν Γέροντα ἀσκητή. Εὐχόταν ἡ ἀπάντηση νά εἶναι θετική. ῎Ενιωσε ἕνα δέος καθώς ἔβλεπε τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως ἀποτυπωμένους στό ἅγιο πρόσωπό του. ᾽Απέπνεε ὅμως μία γλύκα πού δέν μποροῦσε νά τήν προσδιορίσει. Τό βλέμμα του ἔκανε ἕνα γύρο στήν σπηλιά. Τά πάντα φτωχικά. Τίποτε περιττό, πέρα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή καί κάποια ἄλλα βιβλία ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἕνα ὑποτυπῶδες στρῶμα στό ἔδαφος γιά κρεββάτι, ἕνα κηροπήγιο γιά νά δίνει φῶς, κάποιες εἰκόνες.

Τελείωσε κάποια φορά τήν ἀνάγνωση ὁ ᾽Ισαάκ. ῾Εὐχαριστῶ, παιδί μου, γιά τήν πρόσκληση᾽ τοῦ εἶπε. ῾Πές ὅμως στόν ἅγιο ἡγούμενο καί τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἀγάπη πού τούς ἔχω δέν μπορῶ νά ἀποχωριστῶ τήν ἀγαπημένη μου ἡσυχία. ῎Οχι, δέν θά ἐπιστρέψω, τουλάχιστον στήν φάση αὐτή τῆς ζωῆς μου. Θά μείνω ἐδῶ νά κλαίω τίς ἁμαρτίες μου καί νά δοξολογῶ τόν Θεό μου. ῾Η ἀπάντησή μου εἶναι ὁλωσδιόλου ἀρνητική᾽.

῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἄκουσαν τήν τελεσίδικη ἀπάντηση τοῦ ἅγιου ἀναχωρητῆ. ῎Οχι ὅτι δέν τήν περίμεναν. ᾽Αλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους ὑπῆρχε μία ἀμυδρή ἐλπίδα. ῎Επεσαν ἔξω.


Ἡ εἴδηση πού τούς ἦλθε λίγο καιρό ἀργότερα ἔσκασε σάν βόμβα ἀνάμεσά τους. ῾Ο ᾽Ισαάκ, ὁ μέγας ἀναχωρητής, ὁ ἀρνητής τῶν ὅποιων κοσμικῶν σχέσεων, ὁ ἐραστής τῆς ἡσυχίας, δέχτηκε νά γίνει ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ, τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης. ῾Ο Πατριάρχης ᾽Αντιοχείας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκαν γιά νά ἀναλάβει τήν ὑπεύθυνη καί καίρια θέση τοῦ ἐπισκόπου καί ὁ ἡσυχαστής...δέχτηκε. Πῶς ἔγινε αὐτό;

Στήν χειροτονία του πού παραβρέθηκε καί ὁ ἡγούμενος ἀδελφός του λύθηκε τό μυστήριο. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά ἀρνηθῶ. Σέ σένα καί στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ ἀρνήθηκα, γιατί εἶστε ἄνθρωποι. ᾽Αλλά πῶς νά ἀρνηθῶ στόν Κύριο;᾽ εἶπε μέ δέος ὁ ἐπίσκοπος πιά ᾽Ισαάκ.
Ρίγησε ὁ ἡγούμενος. ῾Τί συνέβη;᾽ ρώτησε τρέμοντας.
῾῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μοῦ ἐμφανίστηκε καί μέ πρόσταξε νά δεχτῶ. ᾽Αρνήθηκα στήν ἀρχή, Τόν παρεκάλεσα, ἡ ἐντολή Του ὅμως δέν ἐπιδεχόταν ἄρνηση᾽. Φάνηκε συντετριμμένος. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά γίνω ῾ἀπειθής τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ᾽ ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Παῦλος. Ξέρει ὅμως ᾽Εκεῖνος ὅτι εἶναι κάτι πού ἡ καρδιά μου δέν τό θέλει᾽. ῾Η σκέψη του ἔφυγε καί βρέθηκε στήν ἀγαπημένη του σπηλιά. ῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽ ψιθύρισε.

᾽Ανεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ. Ὁ καλόγερος ἔγινε ἀναχωρητής, ὁ ἀναχωρητής ἐπίσκοπος. ῾Ο λύχνος φάνηκε νά τοποθετεῖται στήν λυχνία, νά μήν εἶναι πιά κρυμμένος ὑπό τόν ἐρημητικόν μόδιον, προκειμένου νά φωτίσει καί τούς μακριά ἀπό τήν ἔρημο εὑρισκομένους μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀρετῆς. Γιά πόσο ὅμως; Γιατί ὅ,τι ἀκολούθησε ἔδειξε ὅτι τό φῶς μόλις ἀνέτειλε καί φάνηκε στόν ὁρίζοντα τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν ἴδια στιγμή ἔδυσε καί κρύφτηκε. Συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν θεῖο Γρηγόριο τόν θεολόγο: δέν πρόλαβε νά ψηφιστεῖ ἐπίσκοπος στά Σάσιμα κι ἀμέσως ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ. Τί ἔγινε ὅμως καί μέ τόν ὅσιο ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, τόν ἐπίσκοπο πιά τῆς Νινευΐ;


Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του, μετά τίς ὅλες τίς τελετές, μετά τίς εὐχές καί τίς συναντήσεις πού συνήθως γίνονται, κι ἀφοῦ εἶχε ἀποσυρθεῖ στό ἐπισκοπικό οἴκημα γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά κατανοήσει ὅ,τι ὁ Θεός ἐπέτρεψε στήν ζωή του, ἡ πόρτα του κτύπησε καί βρέθηκε μπροστά σέ δύο ταραγμένους ἀνθρώπους.
῾῞Αγιε Πάτερ᾽ τοῦ εἶπαν καί οἱ δύο. ῾Χρειαζόμαστε ἀμέσως τήν βοήθειά σου. ᾽Εσύ μόνο μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις᾽.

Εἶδε τήν ταραχή καί θέλησε νά βοηθήσει. Τούς ὁδήγησε στό φτωχικό σαλόνι, τούς τράταρε ὅ,τι εἶχαν προμηθεύσει οἱ ἄνθρωποι τῆς ποίμνης του. ῎Αφησε κάποια ὥρα νά περάσει μιλώντας τους γιά ἄσχετα πράγματα πρός τό πρόβλημά τους. ῞Οταν τούς εἶδε πιό ἤρεμους θέλησε νά μάθει τήν αἰτία τῆς ταραχῆς τους.

Ξεκίνησε ὁ ἕνας. Μόλις ἄρχισε νά ἐξηγεῖ φούντωσε καί κοκκίνησε ἀπό τήν ὀργή του. ῾῞Αγιε Πάτερ, πρίν ἀπό καιρό ἔδωσα ἀρκετά χρήματα σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δανεικά. Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά μοῦ τά δώσει σύντομα. Πέρασε ὁ πρῶτος καιρός, πέρασε κι ἄλλος, κι ὅλο μέ παραπέμπει γιά ἀργότερα καί τίποτε δέν μοῦ δίνει. Πάτερ, τά χρήματά μου τά ἔβγαλα μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μου. Κι αὐτός μέ κοροϊδεύει καί θέλει νά μοῦ τά φάει. Αὐτό δέν πρόκειται ποτέ νά τό ἀποδεχτῶ. Θέλω τά χρήματά μου πίσω καί μάλιστα τώρα. Διαφορετικά...᾽. Σταμάτησε ξαφνικά, ἀφήνοντας τήν ἀπειλή νά αἰωρεῖται στόν ἀέρα.

῾Πάτερ, δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς τά πράγματα᾽ ἄρχισε νά ἀπολογεῖται ὁ ὀφειλέτης. Πράγματι, ὁ ἀδελφός ἐδῶ μοῦ δάνεισε πρό καιροῦ πού εἶχα μία μεγάλη ἀνάγκη γιά τήν οἰκογένεια καί τίς δουλειές μου. Πράγματι, δέν κράτησα τίς ἡμέρες πού ὑποσχέθηκα γιά νά τά γυρίσω πίσω, ἀλλά δυστυχῶς ἀκόμη δέν μπόρεσα νά ὀρθοποδήσω. Τό μόνο πού τοῦ ζητῶ εἶναι νά κάνει λίγο ἔλεος καί νά περιμένει λίγες ἀκόμη ἡμέρες. Μέ ξέρει ἀπό παλιά, ξέρει τήν οἰκογένειά μου καί γι᾽ αὐτό δέν πρόκειται νά τοῦ τά φάω. Λίγες ἡμέρες μόνο ἀκόμη...᾽ εἶπε ὁ ἄνθρωπος καί συντετριμμένος ἔγειρε πιό πολύ στό κάθισμά του.


Δέν πρόλαβε νά πάρει τόν λόγο ὁ ὅσιος ἐπίσκοπος. Κατακόκκινος ὁ δανειστής πετάχτηκε ὄρθιος καί μέ ὀργή πού ὁλονέν αὐξανόταν καί βλέμμα πού ἄστραφτε γύρισε ἀργά πρός τό ράκος τοῦ καθίσματος. ῾Οὔτε μία ἡμέρα παραπάνω δέν θά περιμένω. Αὐτήν τήν ὥρα φεύγω καί πάω στόν κριτή. Δέν θά μοῦ φᾶς ἐσύ τά λεφτά μου᾽. Τά ᾽πε σάν νά ἔφτυσε.

῾Ο Γέροντας ἐπίσκοπος μέ τήν καθαρή καρδιά καί τόν φωτισμένο νοῦ εἶδε καί κατάλαβε. Τά δαιμόνια εἶχαν κάνει καλά τήν δουλειά τους στόν ἄνθρωπο τῆς φιλαργυρίας. ῾Η κατοχή τῶν πραγμάτων δέν ἄφηνε περιθώριο ἐλέους στήν ταραγμένη καρδιά τοῦ δανειστῆ. Μπορεῖ νά λεγόταν χριστιανός, ἀλλά μπροστά του ὁ ὅσιος εἶχε ἕναν εἰδωλολάτρη. ῾῞Οπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽ θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου. ῞Υψωσε νοερά τό βλέμμα στόν οὐρανό.


῾Παιδί μου, κάνε ἔλεος᾽ εἶπε ἥσυχα. ῾᾽Εάν γιά τήν ἐντολή τοῦ εὐαγγελίου ὀφείλεις νά μή ζητᾶς ἀκόμη καί τά πράγματα πού σοῦ ἔχουν ἀφαιρέσει διά τῆς βίας, πόσο περισσότερο δέν πρέπει νά ὑπομείνεις γιά λίγες ἡμέρες τόν συνάνθρωπό σου πού σέ παρακαλεῖ; Παιδί μου, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. ῾Ο Χριστός σέ παρακαλεῖ τώρα νά μακροθυμήσεις᾽.

῾Η πέτρινη καρδιά μίλησε μέ τόν τρόπο της. Μέ αὐθάδεια καί ἔπαρση, κάνοντας πέρα Χριστό, εὐαγγέλιο, ἐπίσκοπο, συνάνθρωπο.

῾Παράτα μας, Πάτερ, μέ τό εὐαγγέλιό σου. Αὐτά τά λέτε ἐσεῖς οἱ παπάδες γιά νά εἰρηνεύετε τάχα τά πράγματα. Κοίτα μπροστά σου. Τά λεφτά εἶναι αὐτά πού ἔχουν ἀξία καί δίνουν τήν δύναμη στόν κόσμο. Τά ἄλλα εἶναι...ἀέρας᾽. ῾Ο Πονηρός εἶχε τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο. ῎Εστρεψε τόν ταλαίπωρο δοῦλο του πρός τήν πόρτα καί χωρίς αυτός νά πεῖ τίποτε ἄλλο τήν βρόντηξε κι ἔφυγε.

῾Ο ᾽Ισαάκ ἔμεινε ἄφωνος. ῎Ηξερε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἤξερε τό πόσο τά πράγματα καθοδηγοῦν τελικῶς ὡς ἀπόλυτη ἀξία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τό βλέπει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα μπροστά του, τοῦτο δέν τό περίμενε.
Γεμᾶτος θλίψη καί ἔλεος ἀγκάλιασε καί εὐλόγησε τόν ὀφειλέτη. ῾Θά κοιτάξω μήπως βρῶ ἀπό κάποιον γνωστό τίποτε νά τοῦ δώσεις, γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀπολύτως τίποτε᾽ εἶπε ὁ ἀκτήμων ὅσιος καί τόν ξεπροβόδισε εὐχόμενος γι᾽ αὐτόν.

῾Ο ὅσιος τοῦ Θεοῦ ἔπεσε σέ βαθειά συλλογή. ῾Ο λογισμός πού τόν τριβέλιζε δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό μέσα του: ῾῎Αν οἱ ἄνθρωποι πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον μέ κατέστησε ἐπίσκοπό τους δέν ὑπακούουν στά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, ἐγώ τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ; ῎Αν δέν ἀκοῦνε τόν Κύριο, πῶς θά ἀκούσουν ἐμένα, τόν ἀχρεῖο δοῦλο Του;᾽


Τό ἴδιο βράδυ ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης, ὁ ἡσυχαστής καί θεόπτης, ὁ γλυκός δάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔκλεισε πίσω του τήν πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου πού πρώτη φορά ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν εἶχε διαβεῖ, καί δέν τήν ξανάνοιξε ποτέ. ῾Η σπηλιά του τόν ὑποδέχτηκε χαρωπή κι ἐκεῖ ἔμεινε ἀνδρείως καί καρτερικά μέχρι τόν θάνατό του.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Ιούλ 18, 2013 11:39 am

Ο ευλαβέστατος ιερέας και η θυγατέρα του..

Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.
Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:
- Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μούστειλε!”.
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τόνειρο έσβησε…
Ο ιερέας , όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Το βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:
- “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.
Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή:
- “Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τόφερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
- Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!
Ο άνθρωπος όταν τάκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:
- Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!
Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τόπα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μούστειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…
- “Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”,
ψιθύρισε ο ιερέας κα τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…
Από το βιβλίο: «Μηνύματα


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιούλ 19, 2013 7:55 pm

Οι τρεις Καλόγεροι και ο Άγιος Αντώνιος

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Σταμάτησαν σ᾽ ἕνα ξέφωτο νά ξαποστάσουν. Προσπάθησαν νά βροῦν λίγη σκιά, κάτω ἀπό τά ἀραιά φύλλα κάποιων μικρῶν δέντρων. ῾Ο ἥλιος φαινόταν νά τούς εἶχε τσακίσει. ῾Ο ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό μέτωπό τους, ἐνῶ οἱ μανδύες τους κολλοῦσαν πάνω στά κουρασμένα κορμιά τους. Καί οἱ τρεῖς ἔκαναν τήν ἴδια κίνηση: ἔβγαλαν γρήγορα τό φλασκί ἀπό τό ταγάρι τους καί τό σήκωσαν στά διψασμένα χείλη τους. ᾽Ανασήκωσαν λίγο ἀπό τό κεφάλι τους καί τόν μαῦρο σκοῦφο τους.

῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽, ἀκούστηκε ψιθυριστή ἡ φωνή τους.
῾Σέ λίγο φτάνουμε στόν προορισμό μας᾽, εἶπε μέ ἀνακούφιση ὁ μεγαλύτερος, ὁ π. ᾽Αββακούμ, ἕνας λιοκαμένος καλόγερος μεσαίου ἀναστήματος πού τώρα ἔπαιρναν τά γένια του λίγο ν᾽ ἀσπρίζουν.

῾᾽Ελπίζουμε νά βροῦμε καί πάλι τόν Γέροντα, ὅπως καί πέρσι᾽, συμπλήρωσε ὁ νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ψηλός καί ἀρκετά ἀδύνατος αὐτός, μέ ἀραιά λεπτά μαῦρα γένια.
῾῾Ο Γέροντας δέν φεύγει ἀπό τήν καλύβη του ποτέ, ἐκτός κι ἄν συντρέξει πολύ μεγάλη ἀνάγκη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ τρίτος, ὁ π. Βαρνάβας, ὁ πιό εὔσωμος ἀπό τούς ἄλλους καστανογένης καλόγερος, μέ ρόζους στά χέρια ἀπό τίς πολλές χειρωνακτικές ἐργασίες.
῾Νά, σάν τήν περίπτωση πρίν λίγα χρόνια, πού ἔμαθε γιά τούς χριστιανούς πού διώκονταν λόγω τῆς πίστης τους στήν ᾽Αλεξάνδρεια. ῎Ενιωσε τήν ἀνάγκη, εἶπε, νά πάει νά τούς δεῖ, νά τούς παρασταθεῖ, νά προσευχηθεῖ γιά τήν καλή ὁμολογία τους. Κι ἀκόμη νά τούς ἐνισχύσει μέ τήν δική του παρουσία. ῞Ολοι δά ξέρουν τήν μεγάλη φήμη του ὡς ἁγίου. Καί μόνο ἡ ἐμφάνισή του στήν δίκη τους – ἄς τήν ποῦμε δίκη βέβαια - ἔκανε τούς ὑποψήφιους μάρτυρες νά πάρουν μεγάλο θάρρος. ῎Ακουσα μάλιστα ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ κριτής σάν νά φοβήθηκε πού τόν εἶδε μπροστά του. Θά ἐπέτρεψε φαίνεται ὁ Κύριός μας τό φῶς τῆς ἁγιότητάς του νά τό δεῖ κι ἐκεῖνος. Σάν φωτιά πού κατακαίει βεβαίως᾽, ἔσπευσε ἀμέσως νά συμπληρώσει.

῎Επεσε σιωπή γιά λίγο. ῾Η ἀνάσα τους ὅλο καί γινόταν καί πιό ἥσυχη καί κανονική. ῾Η ἀνάπαυση καί τό νερό ἀνανέωναν τίς δυνάμεις τους. Βυθίστηκε ὁ καθένας στίς σκέψεις του.

῏Ηταν γνωστοί μεταξύ τους. ᾽Ασκήτευαν καί οἱ τρεῖς σέ κοντινές ἀποστάσεις, ἀλλά ἐκεῖνο πού τούς ἕνωσε περισσότερο ἦταν ὅταν πρίν μερικά χρόνια ἀποφάσισαν νά πᾶνε νά ἐπισκεφτοῦν μαζί τόν μεγάλο Γέροντα, τόν ᾽Αντώνιο. ῾Ο καθένας εἶχε τούς δικούς του ξεχωριστούς λόγους, ἀλλά καί οἱ τρεῖς ἑνώνονταν κάτω ἀπό τόν κοινό παρανομαστή: ἡ χάρη τοῦ ἁγίου νά τούς καθοδηγήσει στά δύσκολα μονοπάτια τῆς ζωῆς πού εἶχαν διαλέξει νά ἀκολουθήσουν.

Εἶχαν ξεκινήσει μέ ἐνθουσιασμό. Κάποιοι λιγοστοί ἀσκητές στά περίχωρα τῶν χωριῶν τους τούς γοήτευσαν στήν ἐπιλογή τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς. ῎Εβλεπαν ἔντονα τήν διαφορά πού εἶχαν αὐτοί ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς τοῦ κόσμου. Οἱ κοσμικοί χριστιανοί μέ τούς ὁποίους ζοῦσαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἴδιοι, χριστιανοί ἦταν βεβαίως, ἀλλά σάν νά τούς ἔλειπε κάτι: δέν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ μυστική χαρά πού φαίνεται νά βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά, γιά τήν ὁποία διάβαζαν στά εὐαγγέλια καί τίς ἐπιστολές τῶν ἀποστόλων. Στούς πολλούς ἦταν ἔντονη ἡ στροφή στά πράγματα τοῦ κόσμου. Οἱ δουλειές τους τούς ἀπορροφοῦσαν. Τά προβλήματα τῆς οἰκογένειάς τους τούς κατέβαλλαν. Μιά μελαγχολία καί μιά κατήφεια γυρόφερνε τήν μίζερη ζωή τους. Κι ὅταν συνάντησαν αὐτούς τούς ἀσκητές, πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾽ τούς ἄλλους σάν μιά ἀντίδραση στόν ἀποχρωματισμένο χριστιανισμό τους, κι εἶδαν τήν χαρά πού ἀνέβλυζε ἀπό τά μάτια τους, ἔνιωσαν σάν νά τούς καλοῦσε ὁ Θεός νά γίνουν σάν κι αὐτούς. Ναί, ποθοῦσαν μιά ζωή ἀφιερωμένη στόν Κύριο.

Τό ἔκαναν, ἀλλά μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἄρχισαν τά προβλήματα. Λογισμοί ἄρχισαν νά τούς τυραννοῦν μέ ἀποτέλεσμα νά τούς ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Τό ξεκάθαρο προηγουμένως τοπίο γινόταν τώρα θολό μέσα στήν ψυχή τους. ῾Η ἀπελπισία ἄρχισε νά ἐμφανίζεται δειλά στήν ἀρχή, πιό ἔντονα ἔπειτα, στήν ζωή τους, χωρίς νά ξέρουν ἀκριβῶς τί γίνεται. ῾Η ἀπειρία στήν πνευματική ζωή ἔδειχνε φανερά τά σημάδια της. Κατέφυγαν γι᾽ αὐτό στούς ἀσκητές τῆς περιοχῆς τους. ᾽Αλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν γέμισαν τήν καρδιά. Δέν τούς πληροφόρησαν ὅσο ἤθελαν. Τότε ἦταν πού σκέφτηκαν τόν μεγάλο ἅγιο. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Αντώνιος φάνταζε σάν ἡ μόνη λύση. ῾Θεοφιλή᾽ τόν ὀνόμαζαν ὅλοι. ῏Ηταν βεβαιωμένο ὅτι αὐτός ἤξερε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς, καί μάλιστα δοσμένα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τό ἀποφάσισαν. ῾Ετοιμάστηκαν νά πᾶνε νά τόν δοῦν, νά τόν συναντήσουν, νά τόν ρωτήσουν. Καί τό ἔκαναν μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές. Γιατί στόν ἅγιο βρῆκαν αὐτό πού ἔψαχναν: ὁ ἀββᾶς ᾽Αντώνιος τούς ἔδινε κάθε φορά ὅ,τι διψοῦσε ἡ καρδιά τους. Καί τό συγκλονιστικότερο: χωρίς κάποιες φορές κἄν νά τόν ρωτήσουν. ῾Ο φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νοῦς του διέβλεπε τά μύχια τῆς ψυχῆς τους.

Κάθε φορά ὅμως ρωτοῦσαν οἱ δύο μεγαλύτεροι. ῾Ο π. ᾽Αββακούμ καί ὁ π. Βαρνάβας. Αὐτοί, ἴσως λόγω καί τοῦ μεγαλύτερου θάρρους ἀπό τήν ἡλικία τους ἔθεταν τά ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τους. Τό τί τούς ἀπασχολοῦσε κάθε φορά μέ τούς λογισμούς τους. Τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Τίς τρικλοποδιές πού τούς ἔβαζε ὁ πονηρός μέ τά ἐκ δεξιῶν ὅπλα. ῾Ο νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ἄκουγε καί δέν ρωτοῦσε τίποτε. ῾Ο μεγάλος ἀββάς τό ἔβλεπε ἀλλά δέν ἔλεγε τίποτε. Ποτέ δέν στράφηκε στόν ᾽Ιωάννη νά τοῦ κάνει κάποια παρατήρηση. Νά ρωτήσει ἐκεῖνος γι᾽ αὐτόν.

Φέτος λοιπόν ἦταν ἡ τέταρτη φορά τῆς ἐπίσκεψής τους. Οἱ λογισμοί καί τά προβλήματα εἶχαν καί πάλι σωρευτεῖ. ῾Ο ἅγιος ἦταν ἡ λύση καί ἡ παρηγοριά τους.

῾Μήπως πρέπει νά φεύγουμε;᾽ ρώτησε σεμνά καί μέ συστολή ὁ ᾽Ιωάννης. ῾῎Αν ἀργήσουμε θά μᾶς πάρει τό βράδυ καί θά κινδυνέψουμε᾽.

Σηκώθηκαν. Μάζεψαν τά πράγματά τους πού τά εἶχαν ἀφήσει παράμερα καί μέ ζωντάνια κατευθύνθηκαν στόν προορισμό τους.
Κάποτε ἔφτασαν. ῾Ο ᾽Αντώνιος σάν νά τούς περίμενε καί ἦταν ἔξω ἀπό τό καλύβι του.
῾Καλῶς τούς ἅγιους πατέρες᾽, φώναξε εὐδιάθετα. ῾Εἴχατε καλή πορεία;᾽
῾Μέ τίς εὐχές σου, δόξα τῷ Θεῷ᾽, εἶπε ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Γέροντα, παρακαλούσαμε τόν Κύριο νά σέ βροῦμε ἐδῶ καί ὑγιῆ᾽, ξανάπε. ῾Σοῦ φέραμε καί κάποια παξιμάδια καί χορταρικά, ἀπό αὐτά πού τρῶς᾽.
῾Εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ᾽, εἶπε ὁ ἅγιος. ῾Καλοδεχούμενα, ἀφοῦ εἶναι προσφορά τῆς ἀγάπης καί τῆς καρδιᾶς σας. Νά᾽ στε εὐλογημένοι κι ἐσεῖς᾽.

Τούς ὑποδέχτηκε ὁ ἅγιος καί τούς φίλεψε ὅ,τι εἶχε στό φτωχό καλύβι του. ᾽Αφοῦ λίγο ξεκουράστηκαν ἦρθε κατευθεῖαν στό θέμα: ῾Τί εἶναι αὐτό πού σᾶς ἀπασχολεῖ αὐτήν τήν φορά, ἀδελφοί μου; Γιατί καί πάλι ὑποβληθήκατε σ᾽ αὐτόν τόν μεγάλο κόπο, νά ἐπισκεφθεῖτε τόν ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ ᾽Αντώνιο;᾽

῾᾽Αββᾶ, σέ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη σου᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ π. Βαρνάβας. ῾Κάθε φορά ὁ λόγος σου χύνεται σάν βάλσαμο στίς ψυχές μας καί φεύγουμε μέ μεγάλη παρηγοριά καί δύναμη. Νιώθουμε ἀπό τήν ἄλλη ὅτι οἱ προσευχές σου μᾶς συνοδεύουν ὅλη τήν χρονιά καί μᾶς ἀνοίγουν δρόμο ἐκεῖ πού ἄλλοτε ἤμασταν στό σκοτάδι. Μά, αὐτήν τήν φορά θέλω νά σέ ρωτήσω γιά κάτι πού μέ ταλαιπωρεῖ καί δέν μέ ἀφήνει νά ἡσυχάσω ὁλάκερες βραδιές. Σάν νά ἔχει κολλήσει ἡ σκέψη μου σ᾽ αὐτό καί μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἀναταραχή᾽.
῾Γιά τί πράγμα πρόκειται;᾽ ρώτησε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ὁ ᾽Αντώνιος καί τά μαῦρα μάτια του γεμάτα ἀπό ἀγάπη κοίταξαν ἴσια στά μάτια τοῦ π. Βαρνάβα.
῾Γέροντα, πῶς νά τό πῶ; Διαβάζω στόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τά πονηρά πνεύματα πού μᾶς πολεμοῦν, ἐνῶ βλέπω τήν δική μου καθημερινά ἀδυναμία. Πῶς, πατέρα μου, θά μπορέσω νά ἀντιμετωπίσω τόν διάβολο καί τά ὄργανά του; Μέ πιάνει μιά λιποψυχία καί ἔχω ἀρχίσει νά πιστεύω ὅτι δέν θά μπορέσω νά περάσω ἀπό τά τελώνια, ὅταν θά φεύγει ἡ ψυχή μου ἀπό τό ρυπαρό σῶμα μου. ῾Η κόλαση μοῦ ἔχει γίνει ἐφιάλτης. Νιώθω ἤδη ὅτι βρίσκομαι ἐκεῖ καί βασανίζομαι χωρίς ἐπιστροφή καί διέξοδο. Γέροντα, εἶμαι φοβισμένος καί ἀπελπισμένος᾽. Σταμάτησε ὁ καλόγερος καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό του, πού εἶχε γείρει κατάκοπο πρός τά κάτω.

Σάν φωνή ἀπό τόν οὐρανό ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ ἁγίου: ῾Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. ῾Ο πειρασμός τοῦ πονηροῦ σοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτήν τήν κατάσταση. Γιατί αὐτό μόνο μπορεῖ νά κάνει ὁ τρισκατάρατος: νά δημιουργεῖ φόβο. ῾Ο φόβος εἶναι τό κλίμα καί ἡ ἀτμόσφαιρά του. Καταβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν, χάνει τήν ἀνδρειοσύνη του, εἶναι ἕτοιμος νά ὑποταχτεῖ. Τό ἴδιο δέν συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα; Τί κάνει ἕνας ἐχθρός γιά νά ὑποτάξει τόν ἀντίπαλο; Προσπαθεῖ νά τοῦ δημιουργήσει φόβο. Νά τόν κάνει νά πιστέψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι μεγαλύτερος καί ἰσχυρότερος ἀπό αὐτόν. ῎Αν τοῦ δημιουργήσει κλίμα ἡττοπάθειας, ἤδη τόν ἔχει στό χέρι. ῾Η ὑποδούλωσή του εἶναι θέμα μικροῦ χρόνου. Αὐτή λοιπόν εἶναι καί ἡ τακτική τοῦ διαβόλου. Νά δημιουργήσει φόβο στήν ψυχή. Κι ὅταν δεῖ τόν φόβο σ᾽ αὐτήν, τότε εἶναι εὔκολο νά τήν ὁδηγήσει στά νύχια του.

᾽Εκτός ὅμως ἀπό φόβο δέν μπορεῖ νά προκαλέσει κάτι ἄλλο στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Γιατί δέν ἔχει τήν ἐξουσία. Καί μάλιστα σ᾽ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους χριστιανούς. Μή ξεχνᾶς, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἕνας ἡττημένος, ἀφότου ἦλθε ὁ Χριστός μας. ῾Ο Χριστός τόν κατήργησε καί τόν ἐξαφάνισε. ῎Αν ἐξακολουθεῖ καί ὑπάρχει καί δρᾶ, εἶναι γιατί ᾽Εκεῖνος τόν ἀφήνει καί τόν ἀξιοποιεῖ γιά τό λυτρωτικό Του ἔργο. Ποτέ δηλαδή ὁ Θεός δέν καταστρέφει τά δημιουργήματά Του, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά τόν διάβολο, καί ποτέ βεβαίως δέν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους. Λοιπόν, ὁ διάβολος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτος. ῞Ο,τι δράση παρουσιάζει εἶναι ἡ δράση πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, κι αὐτό γιά τό καλό μας. ῎Αν ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου θά μᾶς εἶχε ἀφανίσει ὅλους, ὡς ἀνθρωποκτόνος ἀπαρχῆς. ᾽Αλλά δέν ἔχει, εἴπαμε, τήν ἐξουσία.

Εἶπα, ὅμως, ὅτι δέν ἔχει ἐξουσία ἰδίως σέ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους. Καί ἐδῶ θέλω, ἀδελφοί μου᾽, στράφηκε καί στούς ἄλλους ὁ ἅγιος Γέροντας, ῾νά προσέξετε ἰδιαιτέρως. Γιατί ἄν καταλάβουμε αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό ἅγιο βάπτισμά μας, θά δοῦμε ὅτι ἔχουμε τήν λύση ὅλων τῶν πνευματικῶν προβλημάτων μας στά χέρια μας. Θέλω νά πῶ᾽, ἀνασηκώθηκε λίγο ὁ Γέροντας καί ἄλλαξε λίγο στάση, ῾ὅτι μέ τό βάπτισμα γίναμε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Κλαδιά στό δέντρο πού εἶναι ᾽Εκεῖνος. Ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματός Του. ῾Η σχέση μας δηλαδή μέ τόν Χριστό εἶναι μιά σχέση ἄμεση καί οὐσιαστική. Εἴμαστε, θά λέγαμε, ἡ προέκτασή Του. Δέν εἶναι ἄλλο πιά ὁ Χριστός καί ἄλλο ἐμεῖς. Εἴδατε πῶς ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος τό λέει; Τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί γι᾽ αὐτό δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά στόν Θεό. Δέν ζῶ ἐγώ, σημειώνει ἀλλοῦ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ λογισμός μας δέν πρέπει νά ἀποπροσανατολίζεται σέ λογισμούς τοῦ πονηροῦ. ῾Ο λογισμός μας πρέπει νά δένεται, νά εἶναι κολλημένος πράγματι, στήν ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε γιά ἐμᾶς ὁ ῎Ιδιος: Τοῦ ἀνήκουμε καί εἴμαστε κομμάτι Του. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ὁ φόβος καί ἡ ἀπελπισία; Ποῦ νά ἀφεθοῦμε ἔτσι στήν κυριαρχία τῆς κόλασης ὡς ζωῆς πού μᾶς περιμένει; Τό μυαλό καί ἡ καρδιά μας στόν Χριστό καί μόνο σ᾽ Αὐτόν. Αὐτή εἶναι ἡ λύση καί ἡ διέξοδος σέ ὅλα. Καί τότε, κατά πόσο σκεφτόμαστε καί ἀγαπᾶμε τόν Κύριο καί κατά πόσο φανερώνουμε αὐτήν τήν ἀγάπη μας ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας πού εἶναι μιά ἄλλη παρουσία δική Του, ἀρχίζουμε καί αἰσθανόμαστε σέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας τήν χάρη Του, καί στήν ψυχή καί στό σῶμα μας. Τό μυστικό λοιπόν τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά εἴμαστε στραμμένοι πάντοτε μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Νά νιώθουμε τήν δωρεά πού μᾶς ἔκανε μέ τό βάπτισμά μας. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς τρέφει ἔπειτα καί μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του᾽.

Εἶπε ὁ Γέροντας καί σκούπισε τά μάτια του πού εἶχαν πλημμυρίσει ἀπό δάκρυα ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριο.

῾Γέροντα, παρόμοιες σκέψεις ταλαιπωροῦν καί ἐμένα᾽, ψιθύρισε μέ συστολή καί βαθύ σεβασμό καί ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Μέ τά λεγόμενά σου πῆρα ἀπάντηση καί στούς δικούς μου ταραγμένους λογισμούς καί προβληματισμούς. Καταλαβαίνω ὅτι πράγματι εἶναι πειρασμός τοῦ Πονηροῦ νά μήν μένουμε στήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ μας, δηλαδή νά Τόν ἀγαπᾶμε μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μας, ὅπως τό ἴδιο καί τόν συνάνθρωπό μας. Τώρα συνειδητοποιῶ ὅτι δίνοντας ὤθηση στήν σκέψη καί τήν καρδιά μου νά βρίσκομαι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἐντολή Του, δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἄλλους λογισμούς πειρασμικούς. Γέροντα, σέ εὐχαριστῶ καί σέ παρακαλῶ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι γιά ἐμᾶς. Εἴμαστε τόσο ἀδύναμοι᾽, ἀναστέναξε μέ πόνο.

῾Ο νεώτερος καλόγερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, δέν ἔλεγε καί πάλι τίποτε. Φαινόταν κατανυγμένος κι ἦταν ἀλλοιωμένη ἡ ὄψη του, σάν νά ἀντίκρυζε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τό βλέμμα του κοιτοῦσε πότε στό χῶμα, ἐκεῖ πού καθόταν, καί πότε τό ὕψωνε μέ λαχτάρα στό πρόσωπο τοῦ ᾽Αντωνίου. Τό στόμα του ὅμως τό κρατοῦσε κλειστό.

῾Ο ἅγιος δέν ἄντεξε αὐτήν τήν φορά. ῾Παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε, ῾οἱ ἄλλοι ὅλα τά προηγούμενα χρόνια, ὅπως καί φέτος, ἔρχονται καί κάθε φορά κάτι μέ ρωτᾶνε. ᾽Εσύ ἔρχεσαι καί ποτέ δέν μοῦ θέτεις κάποιον προβληματισμό σου. Δέν θέλεις κάτι νά μέ ρωτήσεις; Κάνεις πού κάνεις τόν κόπο, γιατί δέν ἐκμεταλλεύεσαι τήν εὐκαιρία; Δέν εἶναι κόπος γιά ἐμένα νά ἀπαντῶ σέ ὅ,τι ταλαιπωρεῖ τόν ἀδελφό μου. Γιά μένα, ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς εἶναι καί ἕνας Χριστός. ῞Οπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως γιά τό βάπτισμά μας. Τό ἀναφέρει ὅμως καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου. Μή φοβᾶσαι λοιπόν ὅτι θά μέ κουράσεις. Χαρά μου εἶναι ἡ βοήθεια, ὅταν μπορῶ νά τήν προσφέρω. Πές λοιπόν καί σύ τόν προβληματισμό σου᾽.
῾᾽Αββᾶ᾽, ψιθύρισε ὁ π. ᾽Ιωάννης. ῾Βεβαίως ἔχω καί ἐγώ λογισμούς μέ τούς ὁποίους παλεύω. Βεβαίως ἀντιμετωπίζω κινδύνους στήν πνευματική μου ζωή. ᾽Αλλά ἀπό τήν μιά ἔχω τούς καλούς ἐδῶ ἀδελφούς μου, οἱ ὁποῖοι μέ τά δικά τους ἐρωτήματα ἐκφράζουν καί τούς δικούς μου προβληματισμούς, ὁπότε οἱ ἀπαντήσεις πού παίρνουν ἰσχύουν καί γιά ἐμένα. ᾽Αλλά ἀπό τήν ἄλλη...᾽. Κοντοστάθηκε ὁ καλόγερος. ῾᾽Από τήν ἄλλη...᾽ ξανάπε, χωρίς νά ὁλοκληρώσει.
῾᾽Από τήν ἄλλη;᾽ ρώτησε ὁ μέγας ῞Ηλιος καί τό βλέμμα του καί πάλι σάν ἀκτίνα ἱλαροῦ φωτός χάϊδεψε τό ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
῾᾽Από τήν ἄλλη, ἀρκεῖ μοι τό βλέπειν σε, Πάτερ. Μοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπω, Πατέρα. Μέ μόνη τήν θωριά σου σβήνονται ὅλες οἱ ἀπορίες μου καί οἱ προβληματισμοί μου. Σάν νά βλέπω τόν ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του. Καί νιώθω ὅτι δέν ὑπάρχουν πιά ἐρωτήματα. Μπροστά σου τά καταλαβαίνω ὅλα᾽.

῞Εν᾽ ἀεράκι φάνηκε νά φυσάει ἁπαλά ἐκείνη τήν ὥρα καί μιά γλυκιά αὔρα δροσιᾶς τύλιξε τούς πνευματοφόρους συνομιλητές, φέρνοντας μιάν ἀπόκοσμη εὐωδία σάν ἀπό πανάκριβο μύρο. ῎Αν κανείς τούς ἔβλεπε ἀπό κάποια ἀπόσταση, θά ἔβλεπε ὅτι καί οἱ τρεῖς μέ τόν μεγάλο ἀββᾶ ἀνάμεσά τους ἦταν μέσα σ᾽ ἕνα γαλαζόλευκο φῶς πού ὅμοιό του στήν γῆ δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντικρύσει.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Αύγ 25, 2013 1:54 pm

Ο δύσπιστος μοναχός

Ένας μοναχός πάλευε με λογισμούς αμφιβολίας, για το αν τα τίμια Δώρα είναι πραγματικά Σώμα
και Αίμα Χριστού ή απλά σύμβολα και τύποι.
Οι άλλοι μοναχοί, όταν ενημερώθηκαν σχετικά, τον κάλεσαν σε μία θεία λειτουργία, στη διάρκεια της οποίας προσεύχονταν όλοι θερμά να του δείξει ο Θεός με θαύμα την αλήθεια, για νά διώξει τους λογισμούς της απιστίας.
Μετά την απόλυση, ο αδελφός Αυτός διηγήθηκε στους άλλους τα έξης:
«Όταν ο διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο, είδα ν' ανοίγει ή στέγη της εκκλησίας.
Μετά την ευχή της προσκομιδής, είδα να σχίζονται οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά πάνω στα τίμια Δώρα.
Ύστερα παρουσιάστηκε πλήθος αγγέλων κι ανάμεσά τους ένα Παιδί.
Μαζί τους κατέβηκαν άλλα δύο πρόσωπα με ομορφιά απερίγραπτη.
Κατόπιν οι άγγελοι στάθηκαν κυκλικά γύρω από την αγία τράπεζα, ενώ το Βρέφος ενθρονίστηκε πάνω σ' αυτήν.
Όταν πλησίασαν οι ιερείς για να τεμαχίσουν τον άρτο της προθέσεως, είδα εκείνα τα δύο πρόσωπα να πιάνουν το Παιδί από τα χέρια και τα πόδια, και μ' ένα μαχαίρι να το σφάζουν, χύνοντας το αίμα Του στο άγιο Ποτήριο.
Στη συνέχεια έκοψαν το Σώμα του σε μικρές μερίδες, πού τις τοποθέτησαν πάνω στα τεμάχια των άρτων.
Αμέσως τότε οι άρτοι μεταβλήθηκαν κι αυτοί σε σάρκα.
Στο «Μετά φόβου...», στους αδελφούς πού πλησίαζαν, προσφέρονταν κομμάτια από σάρκα. Μόλις όμως έλεγαν «αμήν», γινόταν άρτος στα χέρια τους.
Όταν πλησίασα κι εγώ, μου δόθηκε σάρκα και δεν μπορούσα να μεταλάβω.
Τότε ένιωσα μία φωνή να ψιθυρίζει στ' αυτί μου:
Άνθρωπε, γιατί δεν μεταλαμβάνεις; Δεν σου προσφέρεται αυτό ακριβώς πού ζήτησες;
Λυπήσου με, Κύριε. δεν μπορώ νά μεταλάβω σάρκα.
Μάθε λοιπόν πώς, αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει καθαρή σάρκα, τότε μέσα στο άγιο ποτήριο θα υπήρχε σάρκα, όπως την είδες εσύ.
Επειδή όμως δεν μπορεί να μεταλάβει κάτι τέτοιο, όρισε ο Θεός τούς άρτους της προθέσεως.
Αν λοιπόν πίστεψες ότι ο αγιασμένος αυτός Άρτος είναι το ίδιο το Σώμα του Χριστού, μετάλαβε αυτό πού έχεις στο χέρι σου!
Πιστεύω, Κύριε, απάντησα τότε συντετριμμένος.
Αμέσως η σάρκα πού κρατούσα έγινε πάλι Άρτος. Ευχαρίστησα το Θεό και κοινώνησα.
Αφού τελείωσε ή ιερή μυσταγωγία, είδα ν' ανοίγει πάλι ή στέγη του ναού και ν` ανεβαίνουν οι Αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 8 και 0 επισκέπτες

cron