ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 06, 2012 11:11 am

Να μην κρίνουμε τους άλλους από αυτό που βλέπουμε. Γέροντας Κλεόπα Ηλίε


Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα Α’

Να μην κρίνουμε τους άλλους από αυτό που βλέπουμε

Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα. Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής, η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση. Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού. Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό.
Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:
-Δες εδώ… Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι;
-Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή…
Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του:
-Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε…
Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του.
Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε.
Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε.
Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο.
-Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου; Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα.
-Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος.
-Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα.
Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι.
Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας.
Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας.
Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία.
-Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος… Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης.
Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;».
-Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του.
Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο.
-Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς.
Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια.
-Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια. Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα.

Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ.
Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας.
Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι.
Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.

Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
σελ, 76-82
Εκδόσεις Άθως

Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Σεπ 07, 2012 9:53 am

Καλό,κακό, ποιος ξέρει ;

Κάποτε σε ένα χωριό κάπου στην ανατολή ένας χωρικός είχε εφτά άλογα για να κάνει τις δουλειές του.
Μιά μέρα όλα τα άλογα το έσκασαν και πήραν τα βουνά .. χάθηκαν.
Έρχονται λοιπόν οι συγχωριανοί του μέσα στην μαύρη θλίψη και άρχισαν να του λένε διάφορα.
- Πώ πώ! τι καταστροφή σε βρήκε! πώς θα ζήσεις τώρα; που θα βρεις λεφτά ν’ αγοράσεις άλλα; .. και τα λοιπά.
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:
Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Πέρασαν λίγες μέρες και μιά μέρα εκεί στα καλά καθούμενα να’ σου πίσω τα εφτά άλογα!!!
Και όχι μόνα τους! αλλά είχαν φέρει μαζί τους και άλλα εφτά άγρια άλογα και τώρα ο χωρικός είχε δέκα τέσσερα άλογα.
Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί μεσ’ στην τρελλή χαρά και άρχισαν να του λένε πάλι διάφορα.
- Τι τυχερός που είσαι!
Τώρα θα βγάζεις πολλά λεφτά… όλα καλά σου πάνε! και τα παρόμοια.
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:-Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Μετά από λίγες μέρες ο γιός του χωρικού στην προσπάθειά του να τιθασεύσει τα άγρια άλογα έπεσε και έσπασε το πόδι του.
Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί και αρχίζουν πάλι τα δικά τους.
- Συμφορά! κακοτυχία! αυτά τα άγρια άλογα να τα διώξεις! παραλίγο να σου σκοτώσουν το παιδί! και άλλα διάφορα
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:
-Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Μετά από λίγες μέρες γίνεται πόλεμος στην χώρα και όλα τα παλικάρια του χωριού επιστρατεύτηκαν και πήγαν στην πρώτη γραμμή.
Πολλά σκοτώθηκαν στον πόλεμο και δεν ξαναείδαν το χωριό τους.
Ο γιός του χωρικού με το σπασμένο πόδι δεν επιστρατεύτηκε. Και έτσι γλύτωσε την ζωή του.
Τελικά για ότι μας συμβαίνει στην ζωή …
-Καλό κακό, ποιός ξέρει;


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Σεπ 08, 2012 9:30 am

ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΛΟ.

Μία συνάντηση φίλων σε μία εξοχική κατοικία στην Αγγλία παραλίγο να καταλήξει σε τραγωδία,όταν ένα από τα παιδιά κόντεψε να πνιγεί.Ο κη-
πουρός άκουσε τις κραυγές,βούτηξε και έσωσε το μικρό παιδί.Το όνο-
μα του μικρού εκείνου ήταν Ουίνστον Τσώρτσιλ.Οι γονείς του,γεμάτοι
ευγνωμοσύνη ρώτησαν τον κηπουρό τι ήθελε για ανταμοιβή.Εκείνος δί-στασε αλλά τελικά είπε:Θα ήθελα να μπορούσε ο γιός μου να πάει στο
πανεπιστήμιο και να γίνει γιατρός.Θα το φροντίσουμε υποσχέθηκαν ε-
κείνοι.
Πολλά χρόνια αργότερα όταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγινε πρωθυπουργός
της Αγγλίας,αρρώστησε με πνευμονία.Φώναξαν λοιπόν τον καλύτερο γιατρό της χώρας.Ήταν ο Δρ.Αλέξανδρος Φλέμιγκ,ο άνθρωπος που ανα-
κάλυψε την πενικιλίνη.Ήταν ο γιος του κηπουρού εκείνου που κάποτε εί-
χε σώσει το μικρό Ουίνστον από τον πνιγμό.
Ο Τσώρτσιλ είπε:Πολύ σπάνια τυχαίνει κάποιος να οφείλει δύο φορές τη
σωτηρία του στο ίδιο πρόσωπο.Αυτό μας θυμίζει τη διπλή οφείλη που έ-
χουμε ως χριστιανοί στον Θεό.Πρώτα οφείλουμε στον Ουράνιο Πατέρα
μας το πολύτιμο δώρο της φυσικής μας ζωής,κατόπιν μέσω του Γιού Του,το δώρο της αιώνιας ζωής.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Σεπ 10, 2012 8:24 pm

Κάποιος που θα καταλαβαίνει…
Πήγε κάποτε ένας πιτσιρίκος να αγοράσει ένα σκυλάκι από petshop. Μπαίνει, λοιπόν, στο μαγαζί και ρωτάει τον ιδιοκτήτη πόσο στοιχίζει ένα κουταβάκι. «100 ευρώ» του λέει εκείνος. «Τι κρίμα», λέει ο μικρός, «δεν έχω τόσα χρήματα.» Ψάχνει τις τσέπες του και βλέπει ότι έχει 7,58 ευρώ. «Έχω μόνο τόσα», λέει. «Μπορώ με αυτά να δω τουλάχιστον τα κουτάβια και να τα χαϊδέψω λιγάκι;
Ο καταστηματάρχης το σκέφτεται λίγο, σφυρίζει, και τα κουτάβια έρχονται τρέχοντας κοντά του. Ένα από τα κουτάβια κούτσαινε λίγο και ήρθε τελευταίο στην παρέα. Μόλις το είδε ο μικρός, είπε: «Αυτό θέλω να αγοράσω!» «Μα, αυτό είναι ανάπηρο ξέρεις και δε θα μπορέσει ποτέ να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα», του λέει ο κύριος. «Εγώ δε σου συνιστώ να πάρεις αυτό, διάλεξε κανένα άλλο.» «Όχι», λέει ο μικρός, «εγώ αυτό θα αγοράσω όταν μαζέψω τα χρήματα.»
Αφού με τα πολλά ο καταστηματάρχης βλέπει ότι ο μικρός δεν αλλάζει γνώμη, του λέει: «Εντάξει, μπορείς να πάρεις αυτό το κουτάβι δωρεάν, δε θέλω χρήματα.» Έξαλλος ο μικρός τού αποκρίνεται: «Όχι, αυτό το κουτάβι αξίζει τα ίδια χρήματα με τα άλλα, έχει την ίδια αξία.» Βγάζει, λοιπόν, τα 7,58 ευρώ που είχε πάνω του, τα δίνει στον κύριο και του λέει: «Τα υπόλοιπα θα σου τα δίνω ένα ευρώ την ημέρα, ώσπου να σε ξεχρεώσω.»
Ο καταστηματάρχης δεν κατάλαβε την εμμονή του μικρού να αγοράσει ένα ανάπηρο ζώο και τότε ο μικρός σηκώνει το παντελόνι του και δείχνει το πόδι του που ήταν τεχνητό (πρόσθετο μεταλλικό) και λέει: «Δε χρειάζομαι ένα σκύλο να τρέχει γιατί και εγώ δεν μπορώ να τρέξω βλέπετε, και νομίζω ότι ο σκύλος χρειάζεται κάποιον που θα τον καταλαβαίνει!»


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 11, 2012 8:13 pm

ΜΙΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ...



Μία άδικη καταδίκη πού έγινε αιτία γιά μία ευλογημένη και διδακτική ιστορία…

Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό, έγινε ένας φόνος, για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ο Πέτρος Γ. και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.

Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίζετο συνεχώς ότι ήτο αθώος. Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές, αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήτο αθώος.
Σ' αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά τον μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν. Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος.
Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ., άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρησε εκείνος ο καλός ιερεύς. Μέσα σ' έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβωνται και να του φέρωνται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωώτητά του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνή κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.
Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο. Παρά ταύτα ο Εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο αθώος και θύμα σκευωρίας. Ο Πέτρος Γ. όχι μόνο προσηύχετο με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη.
Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά. Δεν φταίνε, οι καημένοι, έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια.
Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. και από μένα να 'ναι συγχωρεμένοι. και χάρισέ τους πλούτη και αγαθά πολλά, αλλά χάρισέ τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία.
Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών. Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλι και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά που την έμαθε στην φυλακή. Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι' αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων».
Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής, πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Πήγε, τον βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο!. Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δυό παιδιά, υγιέστατα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαρειά με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν!!! Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν!
Έτσι, μια βραδυά στο σπίτι του, αφού επέστρεψε από το νοσοκομείο, σ' αυτήν την φοβερή κατάστασι, άρχισε να κραυγάζη μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους 4 ψευδομάρτυρες, τους οποίους εξηγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ., που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.
Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους 4 ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποια νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω. Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε. Κι αυτός εξακολουθούσε να τσιρίζη και να κραυγάζη.
Ο Πέτρος Γ., όπως ήτο επόμενον, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάστασι της τιμής του με αναθεώρησι της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων μέσων. Αλλά τι έκανε;
Πήγε στο σπίτι του φονιά!...Οι πάντες πάγωσαν. Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνάη μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρυσε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξι και την φρίκη, τον άκουσε να του λέη:
Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Και σ' ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της. Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή!
Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του.
Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια! Αλλά υπήρξε και θρίαμβος της εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια.
Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ' έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο «κατ' οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρησι που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του Θεού στο σπιτικό του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράστασι των Αγγέλων.
Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999. Παρών στην κοίμησί του ήτο και ο εννενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών, που μού διηγήθηκε αυτό το γεγονός, για να με διαβεβαιώση ότι λίγο πριν το τέλος του Πέτρου Γ., Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιο του, τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς. Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίο σημείον του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Άγγελέ μου! Άγγελέ μου. , δεν την αξίζω αυτή την τιμή. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!.
Ο άνθρωπος αυτός, παρ' όλο που ήταν έγγαμος και ζούσε μέσα στον σημερινό κόσμο, μετά από την τεράστια και άδικη δοκιμασία και ταλαιπωρία του στην φυλακή, μαζί με βαρυποινίτες, είχε καρπούς της Ευχής, της θείας Κοινωνίας και της ευαγγελικής ζωής. Η έγγαμη ζωή του δεν τον εμπόδισε να λέγη μερα-νύχτα την Ευχή, όπως την έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».
Από το βιβλίο «Η Ευχή Μέσα στον Κόσμο», Πρωτοπ. Στεφάνου


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 12, 2012 8:57 am

Θαυμάσια οπτασία κάποιου ελεήμονος και ευλαβούς χριστιανού


Ένας παντρεμένος άνθρωπος που είχε παιδιά και δούλους και άφθονο πλούτο, ήταν πολύ ελεήμων και φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού εδείπνησε, κοιμήθηκε και το πρωί τον εβρήκαν ξαπλωμένο στη γη, ψυχρό, αναίσθητο, σαν να ήταν πεθαμένος. Οι συγγενείς του τον εσήκωσαν, τον έβαλαν στο στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές και ζεσταίνοντάς τον για να αναζήση, αλλά μάταια εκοπίαζαν. Μετά από πολλές ημέρες ήλθε στον εαυτό του και ερωτήθηκε από τους συγγενείς του να τους ειπεί τί έπαθε και πού βρισκόταν τόσες ημέρες νεκρός. Εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο έκλαιγε απαρηγόρητα και ακατάπαυστα και, μέχρι του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όταν πλησίαζε το τέλος, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του και του είπε τα εξής μπροστά σε όλους:
«Αγαπητό μου παιδί, αυτή την τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά και σε διατάζω να την τηρής αυστηρά, όσο μπορείς. Να δίνεις ελεημοσύνη στους πτωχούς και να έχεις πολλή συμπάθεια στους ξένους και οδοιπόρους. Να τους περιποιείσαι στο σπίτι σου με πολλή αγάπη, να τους υπηρετής πρόθυμα και να τους δίνεις άφθονα, όσα χρειάζονται, καθώς είδες να κάνω και εγώ μέχρι τώρα. Διότι η φιλοξενία είναι η πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό απ' όλες τις αρετές και όποιος την εκτελεί επιμελώς, για την αγάπη του Θεού, ευρίσκει πολύ μισθό στην ουράνια Βασιλεία Του. Και για να παρακινηθήτε όλοι οι συγγενείς μου σ' αυτή την φιλόθεη πράξη της καλωσύνης και συμπαθείας προς τους ξένους και πτωχούς, την τελευταία αυτή ημέρα μου θα σας διηγηθώ την φοβερή οπτασία που είδα, όταν με ευρήκατε ωσάν αποθαμμένον προ ετών, κάτω στο πάτωμα του σπιτιού μας.
Γνωρίζετε ότι από την νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε ημέρα της εδιάβαζα εγκώμια και ευχές. Γι' αυτό μου τον πόθο και την αγάπη που είχα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, με αξίωσε ο Δεσπότης, με τις δικές της πρεσβείες, να απολαύσω πολλές δωρεές και χάριτες, μα προπαντός για τη συμπάθεια που είχα για τους πτωχούς και ξένους, καθώς εσείς το ξέρετε, υποδεχόμενος τον καθένα με αγάπη και παρέχοντας άφθονα, όλα τα χρειαζόμενα.
Την νύκτα εκείνη που είδα την οπτασία, άκουσα φωνή που εφώναξε με το όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από το κρεβάτι και ακολούθησέ με». «Όταν σηκώθηκα, μ' έπιασε βίαια εκείνος που με φώναξε από το χέρι και με ωδήγησε σ' ένα μεγάλο λιβάδι. Τότε αυτός έγινε άφαντος και εγώ μόνος μου, μη ξέροντας τι να κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές και ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων και ήρχοντο κατεπάνω μου να με αρπάξουν ως θηρία ανήμερα. Εγώ, καθώς τους είδα, όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάσουν. Αλλά για να καταλάβεις καλλίτερα, άκουσε και αυτά. Είναι τώρα τρία χρόνια αφ' ότου επήρα ένα ξένο εδώ στο σπίτι μου, από το βράδυ της εορτής των Αγίων Πάντων για να τον φιλοξενήσω, κατά την συνήθειά μας. Φθάνοντας στο σπίτι, ευρήκα και άλλον ξένο, που είχε κρατήσει η μητέρα σου, κατά το πρόσταγμά μου που της είχα δώσει, να υποδέχεται και φιλοξενή τον καθένα ως άγγελο Κυρίου και σε λίγο έφερε άλλον έναν και ο αδελφός σου. Τότε εγώ εδοκίμασα μεγάλη χαρά που αξιώθηκα να υποδεχθώ και φιλοξενήσω στο σπίτι μου αυτούς τους τρεις ξένους κατά τον τύπο της Παναγίας Τριάδος. Τους εφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μου ήταν δυνατόν, κατά την συνήθειά μου.
Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στην οπτασία, μπήκαν μέσα οι δαίμονες, άρχισα να φωνάζω στον Κύριο να μ' ελεήση με τις πρεσβείες της Παναχράντου Μητρός Του. Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες και μου λέγουν: «Μη φοβάσαι διότι εμείς ήλθαμε να σε βοηθήσουμε». Αφού έδιωξαν τους δαίμονες μ' ερώτησαν, εάν τους ήξερα. Εγώ τους είπα: «Όχι, Κύριοί μου, δεν σας γνωρίζω». Οι δε αποκρίθηκαν: «Εμείς είμεθα εκείνοι οι τρεις ξένοι που εφίλευσες στο σπίτι σου με πλούσια και αβραμιαία καρδιά και μας έστειλε ο Κύριος προς βοήθειά σου, να σε ανταμείψουμε για την πολλή αγάπη που μας έδειξες, και να οπού σε ελυτρώσαμε από τα χέρια των δαιμόνων». Αφού είπαν αυτά έγιναν άφαντοι.
Εγώ ευχαρίστησα τον Θεό και φοβούμενος να βγω έξω μήπως με πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στο σπίτι. Μετά από λίγο έκανα το σημείο του Σταυρού και βγήκα έχοντας την ελπίδα μου στον Κύριο. Αφού εβάδισα λίγο, είδα να τρέχουν πίσω μου οι δαίμονες λέγοντας τα εξής: Ας τρέξουμε τώρα να τον πιάσουμε μήπως και μας φύγη». Εγώ φοβήθηκα και τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στην Θεοτόκο: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Έτσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο ποτάμι, που ήταν γεμάτο φίδια και άλλα φοβερά θηρία του Άδου. Το σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στις φλόγες και μόνο το στόμα τους είχαν έξω ανοιχτό, ωσάν να πεινούσαν και ήθελαν να με φάγουν. Οι δαίμονες που με κυνηγούσαν, με φώναζαν να πέσω μέσα στο ποτάμι η θα με ρίξουν εκείνοι. Εγώ τότε εκύταζα τριγύρω, εάν υπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε και βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ως μια σπιθαμή και τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πως έφτανε στον ουρανό. Μη ξέροντας τι να κάνω απ' αυτά τα τρία, δηλαδή να πέσω στο ποτάμι, όπου φοβόμουν την φωτιά και τους δράκοντες, να μείνω στην εξουσία των δαιμόνων, που ήταν χειρότερο ή να ανέβω το γεφύρι; Προτίμησα το τρίτο. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά ένα-ένα με πολύ φόβο και κίνδυνο να πέσω κάτω στις φλόγες. Οι πονηροί δαίμονες με ακολουθούσαν με φωνές και απειλές. Όταν ήμουν στην κορυφή του γεφυριού, έφθασαν και οι δαίμονες και εγώ τότε με δάκρυα εβόησα προς την Θεοτόκο: «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιόν μου η φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης και μου έδωσε το δεξί της χέρι λέγοντας: Μη φοβάσαι, αγαπημένε δούλε μου. Επειδή εσύ μου διάβαζες εγκώμια και προσευχές και αγαπούσες τους φτωχούς, τους ελαχίστους αδελφούς του Υιού και Δεσπότου μου, γι' αυτό ήλθα και εγώ να σε βοηθήσω στην ανάγκη σου». Αφού μου είπε αυτά με εκράτησε από το χέρι και, ώ του θαύματος! σε μια στιγμή μ' έφερε στο σπίτι μου και μπήκε η ψυχή μου στο σώμα μου, ενώ εσείς με θεωρούσατε ως πεθαμένο.
Λοιπόν παιδί μου, να μη αμελήσης και εσύ την υπηρεσία αυτή προς την Μητέρα του Παντοδυνάμου Θεού, την Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα να την υμνολογής, να την δοξάζεις, όπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα και εγώ ο πατέρας σου. Έτσι θα την έχεις βοήθεια σε κάθε σου ανάγκη. Αυτό είναι το πρώτο πρόσταγμά μου που σου παραγγέλλω. Το δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τον εαυτό σου, όσο μπορείς να αγαπάς τους ξένους, τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά, να τους δίνεις όλα τα αναγκαία, εάν θέλεις ν' απολαύσης σ' αυτόν τον κόσμο κάθε αγαθό και να κληρονομήσης και την αιώνια Βασιλεία του Θεού!».
Αυτά, αφού είπε ο αοίδιμος σ' όλους τους παρευρισκομένους να ευλαβούνται την Θεομήτορα και να βοηθούν τους πτωχούς, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Ο γυιός του, ενθυμούμενος σ' όλη την ζωή του τις πατρικές συμβουλές, εξήσκησε ενάρετη πολιτεία και μετά το τέλος της επιγείου ζωής του, αξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 13, 2012 8:44 pm

Μια καταπληκτική ιστορία...

Μιὰ μέρα, ὁ Γέροντας Πορφύριος πῆρε τρία πνευματικά του παιδιά, γιὰ νὰ τελέσει ἕναν Ἑσπερινὸ σὲ κάποιο μοναστήρι. Ἀρχικά, εἴπανε νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια• ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἦταν κουρασμένος, ἀπoφάσισαν νὰ πάρουν ΤΑΞΙ. Ἀμέσως φάνηκε ἕνα ΤΑΞΙ καὶ τὰ πνευματικά του παιδιὰ εἶπαν νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα νὰ σταματήσει.
- Θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγός• ἀλλὰ ὅταν μποῦμε μέσα, μὴ μιλήσει κανένας στὸν ὁδηγό. Μόνον ἐγὼ θὰ τοῦ μιλάω, εἶπε ὁ Γέροντας Πορφύριος.
Πράγματι, σταμάτησε χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα. Μόλις ξεκίνησε, ἄρχισε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ΤΑΞΙ νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ 1002 πράγματα.

- Ἔτσι δὲν εἶναι βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι’ ἐσεῖς; ἔλεγε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ΤΑΞΙ στὰ παιδιά, ἀλλὰ ἐκεῖνα, ὅμως, «τσιμουδιά», κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.
Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε καὶ ἀποεῖδε ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν τὰ παιδιά, στράφηκε στὸ Γέροντα:
-Ἔτσι δὲν εἶναι παππούλη; Τί λὲς κι’ ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα ποῦ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;
Τοῦ λέει, τότε, ὁ Γέροντας Πορφύριος:
-Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία. Θὰ σοῦ τὴν πῶ μία φορά• δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕναν ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιὰ νύχτα, τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ χτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ χτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα… ΤΑΞΙ!!! Ὁ ὁδηγός, συγκλονισμένος, σταματᾶ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
-Μὴν πεῖς τίποτε παππούλη• μόνο ἐγὼ κι’ ἐσὺ τὸ ξέρουμε…
-Ὄχι, παιδί μου• τὸ ξέρει κι’ ὁ Θεός! Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή!


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Σεπ 14, 2012 8:44 pm

ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ,ΑΛΛΑ ΠΟΥ;

Ένα ζευγάρι Αμερικανών αποφάσισε να πάει διακοπές στη Φλόριντα που είχε ζέστη και καλοκαίρι, για να ξεφύγει από το χιόνι και το κρύο της Αλάσκας που ζούσαν.
Κανόνισαν να μείνουν στο ίδιο ξενοδοχείο που είχαν περάσει και το μήνα του μέλιτος, αλλά είχαν πολλές υποχρεώσεις και θα ταξίδευαν χώρια. Ο άντρας θα έφτανε Τετάρτη και η γυναίκα Πέμπτη.
Φτάνει πράγματι ο άντρας στο ξενοδοχείο, πηγαίνει στο δωμάτιό του και βλέπει ότι τώρα πια υπάρχει και υπολογιστής στο δωμάτιο και Internet και αποφασίζει να κάνει μια έκπληξη και να στείλει ένα e-mail στη γυναίκα του. Κάνει όμως ένα λάθος στη διεύθυνση και το e-mail πηγαίνει σε μια άλλη διεύθυνση, στο Χιούστον, σε μια γυναίκα που μόλις έχει γυρίσει από την κηδεία του άντρα της και τσεκάρει τα μηνύματα που έλαβε στον υπολογιστή της από φίλους και συγγενείς. Μόλις διαβάζει το πρώτο, πέφτει λιπόθυμη. Ο γιος της μπαίνει στο δωμάτιο, τη βλέπει πεσμένη κάτω στο πάτωμα, προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε, κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή και διαβάζει:
Προς: Την αγαπημένη μου γυναίκα
Θέμα: Έφτασα!
Ξέρω πως εκπλήσσεσαι που παίρνεις e-mail από μένα. Έχουν υπολογιστές πλέον εδώ κάτω και σύνδεση με Internet και μπορείς να στείλεις όπου θέλεις.
Μόλις έφτασα και μπήκα μέσα.
Όλα είναι έτοιμα και για σένα που θα έρθεις αύριο.
Ανυπομονώ να σε δω. Ελπίζω να έχεις το ίδιο καλό ταξίδι με εμένα.
Υ.Γ.: Έχει πολλή ζέστη εδώ κάτω.
Ίσως η πρώτη μας αντίδραση διαβάζοντας αυτή την χαριτωμένη ιστοριούλα είναι να γελάσουμε. Υπάρχει όμως κάτι ουσιαστικότερο να σκεφτούμε.
Πράγματι πρόκειται για ένα ταξίδι. Κάποτε θα τελειώσει και θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Κάποιοι θα πάνε πριν από εμάς, κάποιοι θα ακολουθήσουν. Σημασία έχει μόνο ένα, πού διαλέξαμε να καταλήξουμε για την αιωνιότητα. Η γυναίκα διάβασε "έχει πολλή ζέστη εδώ κάτω" και το μυαλό της πήγε στην κόλαση, γι' αυτό λιποθύμησε. Και ήταν μόνο ένα ανθρώπινο λάθος. Κάποτε όμως δε θα είναι λάθος του υπολογιστή, αλλά απόφαση του Ουρανού, με βάση τη ζωή που ζήσαμε, τις επιλογές της καρδιάς μας. "Ταύτην την νύκτα την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου" (Λουκάς ιβ΄ 20). Και δε θα είναι η ζέστη το πρόβλημα, αλλά ένα καμίνι πόνου και ενοχής, γιατί προσπεράσαμε τον Ιησού Χριστό, την αγάπη Του, τη θυσία Του, την προσφορά Του, για να ζήσουμε όπως μας άρεσε και μας ευχαριστούσε.
Ένα λάθος στον υπολογιστή μπορεί να μας συγκλονίσει. Η θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά για τις δικές μας αμαρτίες, πώς μας αφήνει αδιάφορους τόσα χρόνια τώρα;


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Σεπ 15, 2012 9:43 am

ΜΠΑΜΠΑ ΠΟΣΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ;
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
-Μπαμπά, μπορώ να ρωτήσω κάτι;
-Ναι, βεβαίως, τι είναι;
-Μπαμπά, πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Αυτό δεν είναι δίκη σου δουλειά, απάντησε θυμωμένος ο πατέρας.
-Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ, πες μου πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Εάν πρέπει να ξέρεις, παίρνω 40 ευρώ την ώρα.
-Ωχ! Μπαμπά, σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις 20 ευρώ;
-Εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι να δανεισθείς κάποια χρήματα, για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ΄ευθείαν στο δωμάτιο σου και στο κρεβάτι σου. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα. Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε όλο και περισσότερο. «Πώς τόλμησε να υποβάλει τέτοια ερώτηση, για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;».
Μετά από μια περίπου ώρα ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και σκέφθηκε: «Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά ν΄αγοράσει ο μικρός με τα 20 ευρώ. Και δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά». Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και την άνοιξε.
-Κοιμάσαι, γιε μου; Ρώτησε.
-Δεν κοιμάμαι, απάντησε το αγόρι.
-Σκεφτόμουν ότι ίσως ήμουν πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Ήταν μια μεγάλη μέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 20 ευρώ που μου ζήτησες». Το παιδί έτρεξε κατ΄ευθείαν επάνω του χαμογελώντας.
-Σ΄Ευχαριστώ, μπαμπά, φώναξε. Κατόπιν πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα. Ο πατέρας, μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει, ενώ εκείνο αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματα του και κοιτάζει τον μπαμπά του, που το ρωτά:
-Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα, εφ΄όσον έχεις ήδη μερικά;
-Μπαμπά, έχω 40 ευρώ τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ, έλα αύριο νωρίς στο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.
Ο πατέρας ένοιωσε συντετριμμένος. Αγκάλιασε το μικρό γιο του και τον ικέτευσε να τον συγχωρήσει.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Σεπ 16, 2012 10:15 am

Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΑΣ, Ο "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ"...


Κάπως έτσι περίπου θά ήταν καί ο μπαρμπα - Νικόλας ο ψάλτης, ο "Κύριε Ελέησον"
Διηγείται ο πατηρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος τον αγιασμένο βίο ενός λαϊκού που έζησε στη Δράμα...

"...Χριστιανοί μου, εργασία πνευματική με την ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των Ευαγγελικών εντολών, μας δίδει η παρακάτω αληθινή ιστορία, του μπαρμπα Νικόλα του ψάλτου από την Καρλίκοβα της Δράμας.

Υπήρχε ένας χωρικός γύρω στο 1930, και ήταν και ψάλτης στο χωριό, αλλά ψάλτης πρακτικός. Αυτός λοιπόν πήγαινε κάθε πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στον εσπερινό και βοηθούσε τον παπά.
Άφηνε όποια δουλειά είχε, είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε αλλού και πήγαινε. Ήτο φιλόξενος, ελεήμων. Όποιος χωρικός αρρώσταινε πήγαινε αυτός σαν οργώσει το χωράφι του, να το σπείρει, να το θερίσει, να του μαζέψει τα ξύλα για το χειμώνα, άμα ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε.
Εκείνα τα χρόνια εύκολα χήρευαν οι άνθρωποι, είτε από την γυναίκα, που πέθαινε πάνω στις γέννες, είτε από πρόωρες ασθένειες στους άνδρες. Παντού και πάντοτε ο μπαρμπα Νικόλας βοηθούσε. Όποιος έκτιζε μάνδρα ή σπίτι πήγαινε και τον βοηθούσε. Έτρεχε και στο μαραγκό και στο σιδερά για δωρεάν βοήθεια, - αυτούς που έκαναν τις ρόδες από τους αραμπάδες εκείνης της εποχής.
Ο καλός Σαμαρείτης λοιπόν σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Και συνεχώς έψελνε. Ό,τι κι αν έκανε όλη την ημέρα έψελνε. Γλυκαινόταν δε πάρα πολύ όταν εκατοντάδες φορές έλεγε το «Κύριε ελέησον» σ’ όποιον ήχο νόμιζε ότι μπορούσε να το πει. Αλλά έλεγε το «Κύριε ελέησον». «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».
Γι’ αυτό τον είχαν βαφτίσει οι χωρικοί ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Τι καλά να μας δίναν και μας ένα τέτοιο όνομα !... Ήταν δε περίπου πενήντα ετών.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως έκανε ολονύκτια προσευχή, βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν τα ουράνια, να κατεβαίνουν άγγελοι και να του βάζουν, ουράνιο στεφάνι στο κεφάλι. Ο άνθρωπος είχε γαλήνη, ειρήνη, και θεϊκή ακατάληπτη ευτυχία μέσα του. Αλλά είχε την απορία. Ποιος πάνω, τι ήταν αυτό, και ποιος είμαι εγώ; Και πως γίνεται αυτό; Άντε δε βαριέσαι, όνειρο ήταν, θα περάσει.
Φαίνεται αποκοιμήθηκα και το είδα έτσι. Την άλλη νύχτα κάνει πάλι προσευχή, πάλι το ίδιο θεϊκό όραμα. Την τρίτη ημέρα το ίδιο, την τετάρτη ημέρα το ίδιο, μα λέει, πρέπει να πάω να το πω στον παπα Μιχάλη.
Τρέχει λοιπόν του λέει παπά, το πρωί μετά την ακολουθία του όρθρου, το και το μου συμβαίνει.
-- Τι να σου πώ, του λέει. Ίσως είναι του Θεού, ίσως είναι και του διαβόλου. Ε, ξέχασέ το καλύτερα, κάνε τη δουλειά εσύ, πήγαινε στο σπίτι σου, τούπε καλά πράγματα, αλλά φεύγοντας όμως είπε μέσα του ο παπα Μιχάλης, βρέ και μπας και από το πολύ ψάλσιμο και το πολύ διάβασμα που κάνει ο μπαρμπα Νικόλας του σάλεψε το μυαλό και τον τρέλανε ο διάολος; Μάλλον δε θάναι καλά, ας ψέλνει, αλλά καλά δεν θάναι. Μπορεί νάναι καλός άνθρωπος, να τρέχει εδώ, να τρέχει από κει, αλλά φαίνεται τον πήρε τούμπα η τρέλα.
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες και αρρωσταίνει ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να εξομολογηθεί στον παπα-Μιχάλη και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, έδινε τις καλές του χριστιανικές και πατρικές συμβουλές, όλες γεμάτες από αγάπη και θεία ευλογία. Και προς τα παιδιά του και προς όλους εκείνους που τον επισκέπτονταν.
Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι όταν πέθανε όλο το χωριό βρέθηκε στην κηδεία του, γιατί ήξεραν την καλοσύνη του και γιατί πληροφορήθηκαν τις κρυφές του ελεημοσύνες, και σχεδόν όλες του τις κρυφές προσφορές, αγρυπνίες, προσευχές, συνδρομές και τα λοιπά. Όλο το χωριό πήγε στην κηδεία του. Και τον έθαψαν με πολλή συγκίνηση μακαρίζοντας την αγία του ζωή, παρά τις επιφυλάξεις του παπα Μιχάλη.
Ύστερα από δύο ακριβώς χρόνια, πέθανε ο πατέρας του παπα Μιχάλη. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών. Ο ιερεύς με δυο συγγενείς, μετέβησαν στο νεκροταφείο του χωριού κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, και άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο δίπλα στον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον».
Όσο έσκαβαν και κατέβαιναν προς τα κάτω από το πλάι και από την μεριά του τάφου του μπαρμπα Νικόλα, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη ευωδία πολύ γλυκειά, σαν να υπήρχαν χιλιάδες λουλούδια με έντονη μυρουδιά, μυρίπνοα ουράνια άνθη, τόση άρρητη ευωδία έβγαινε από κει μέσα.
Συγκλονίστηκε ο παπα Μιχάλης και είπε φωναχτά: «Τον αδίκησα τον άνθρωπο, αυτός πράγματι ήταν άγιος, σαν τους Αγίους που προσκυνάμε στην Εκκλησία». Και φεύγοντας για το σπίτι του το διέδωσε παντού.
Άρχισαν αμέσως να καταφθάνουν οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, οι περισσότεροι όμως από περιέργεια, για να δουν τι το παράξενο συμβαίνει. Όταν όμως έφταναν στον τάφο, θαύμαζαν έκπληκτοι, την πρωτοφανή ευωδία που εξήρχετο τόσο άφθονη από τον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» και δε χόρταιναν να την απολαμβάνουν δοξάζοντας τον Θεό του διδόναι τοιαύτα τοις ανθρώποις.

Αυτά είναι τα θαυμάσια της πίστεώς μας, και της αληθινής κατά Χριστόν, ζωής, προσφοράς και θυσίας. Πρώτα ο πνευματικός αγώνας, πρώτα η πρακτική τήρησις των εντολών και δη της αγάπης, μαζί με την συμμετοχή στα πανάγια μυστήρια, την αδιάλειπτη προσευχή και το ταπεινό φρόνημα, και ύστερα οι αμοιβές, και τα δώρα του Αγίου Θεού.

Η ιστορία του κεχαριτωμένου αυτού απλού χριστιανού, του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» χριστιανοί μου, μας φανερώνει τις πιο μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας. Προηγείται η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η πράξις και τα έργα των Ευαγγελικών εντολών.
Η Συμμετοχή στα μυστήρια. Και ύστερα ακολουθεί η ενέργεια της προσευχής στην καρδιά. Αν δεν αιχμαλωτίζουμε καθημερινά παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, και κάθε σκέψη μας και κάθε ενέργεια της ζωής μας σ’ αυτήν την υπακοή, οι προσευχές μας θα είναι άκαρπες, στείρες και μουχλιασμένες.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 19 και 0 επισκέπτες

cron