Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Παρ Ιαν 31, 2014 3:37 pm

Γερόντισσα Ταρσώ, η δια Χριστόν σαλή

Εικόνα

Η Ταρσώ (ή Ταρασία) Ζαγοραίου γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του έτους 1910, στο χωριό Ρογό, της περιοχής Κορθίου της νήσου Άνδρου.

Ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της.
Οι γονείς της Περικλής και Μαρία, ήσαν Θεοσεβείς και Θεοφοβούμενοι, ιδιαιτέρως δε η μητέρα της.
Ίσως την θρησκευτική ζωή της οικογένειας να επηρέασε θετικά συγγενής της μοναχός, ονόματι Γαλακτίων, ο οποίος από το 1898 έμενε σε έναν απόμερο χώρο του σπιτιού τους.

Η νεαρή Ταρσώ έτυχε άρτιας μόρφωσης για την εποχή της. τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στη Χώρα.
Ήταν άριστη μαθήτρια, πολλές φορές πρώτη στην τάξη της.

Η Ταρσώ, σαν στερνοπαίδι, ήταν το πιο χαϊδεμένο από τα αδέλφια, γι' αυτό και δεν την άφηναν να κάνει δουλειές. Σε μικρή ηλικία πήρε μαθήματα μαντολίνου και με την αδελφή της έπαιζαν συχνά σε συντροφιές. Οι γονείς καθώς και τα παιδιά τους, ήταν πολύ εργατικοί και έτσι υπήρχε στο σπίτι επάρκεια αγαθών. Ζούσαν σε ένα κτήμα έξω από το χωριό και η ζωή κυλούσε ήσυχα μέσα σε οπωροφόρα δένδρα, ελιές και έναν λαχανόκηπο που είχαν για τις ανάγκες τους, παρέα με τα αγελαδοπρόβατα, τα οποία τους προμήθευαν μαλλί, γάλα και τυρί.

Όταν ήταν 8 χρονών, ο θάνατος της μεγάλης αδελφής της, Πηνελόπης, σε ηλικία 20 ετών, βύθισε αυτήν και όλη την οικογένειά της στο πένθος.

Στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, άρχισε να εκδηλώνεται ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η διάθεσή της να ασχολείται με τα θεία.
Η ίδια ομολογεί και επισημαίνει το χρονικό σημείο της αρχής της ζωής της ευσέβειας της, λέγοντας κάποια φορά:
"εγώ έφυγα από το σπίτι μου 14 χρονών, τόσα παιδιά παίζαμε έξω από το φούρνο αλλά ήρθε ο αξιωματικός (ο άγγελος) και εμένα διάλεξε. Με πήρα στην αγκαλιά του και που με πήγε δεν ξέρω. Έπαθα αλλοίωση".

Πράγματι, φαίνεται ότι από την αποκαλυπτική αυτή χρονική στιγμή άρχισε η εμφάνιση κάποιων τρόπων συμπεριφοράς της, που προοιωνιζαν τη μετέπειτα παράδοξη πνευματική της ζωή, όπως τελικά καταστάλαξε στην ιδιότυπη δια Χριστόν σαλότητά της.
- "Εμείς είμαστε αμαρτωλοί, τι σχέση μπορούμε να έχουμε με τους αγίους;". Η μακαρία Ταρσώ είχε άλλη λογική. Ξεκίνησε τον ασκητικό της αγώνα με την απόφαση ενός θανάτου, του θανάτου του εαυτού της. Συχνά έλεγε, όταν δε μιλούσε με σαλότητα :
- "Στον τόπο τούτο μ' έφερε μια νεκροφόρα. Να, εδώ από κάτω μ' έφερε" (και έδειχνε το χώμα).
Έτσι, όλη της η ζωή ήταν μια προσπάθεια διαρκούς νεκρώσεως του εαυτού της. Ήταν νεκρή για όλα τα τερπνά και τα ηδέα, αλλά και τα θλιβερά του κόσμου τούτου. Και ακριβώς αυτή η νέκρωση κάθε ανθρώπινου στοιχείου στην προσωπική της ζωή, έκανε εύλογα όσους την πλησίαζαν να σκέπτονται:
- Ποιος μπορεί αλήθεια να φτάσει στα μέτρα της Ταρσώς; Αυτή είναι η εκλεκτή του Θεού!

Η μακαρία Ταρσώ διέβλεψε, χάριτι Θεού, τα δικά της μέτρα και έτσι διάλεξε το δικό της δρόμο, τη δική της οδό προς την Βασιλεία του Θεού, την οδό της σαλότητας διά Χριστόν!
Το οικογενειακό της περιβάλλον δεν ήταν φυσικά ικανό να αντιληφθεί τον υψηλό στόχο της, που φαίνονταν αφύσικος για μια τόσο μορφωμένη και ιδιαιτέρα όμορφη κόρη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, μιας επίμονης φυγής και καταφυγής στο μοναχικό βίο, η ευκολότερη αντίδραση είναι συνήθως η γνωμάτευση των οικίων, ότι "το παιδί τρελάθηκε"! Έτσι η Ταρσώ "χρειάστηκε" ψυχιατρική βοήθεια.
Όμως, η μακαρία Ταρσώ δεν ήταν τρελλή.
Ήταν πολύ πιο λογική από πολλές μοναχές της Μονής, που την θεωρούσαν τρελή και γι' αυτό την περιφρονούσαν και την απέφευγαν. Ήταν σαλή διά Χριστόν, δηλαδή, ολόκληρη, με την ψυχή και το σώμα, με την καρδιά και το λογικό της, δοσμένη στον Σωτήρα Χριστό. Συνεπής στον Πατερικό λόγο, "Δώμεν εαυτούς τω Κυρίω εξ ολοκλήρου ίνα ολόκληρον αυτόν αντιλάβωμεν". Σε αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο στο Χριστό το λογικό της εφωτίζετο αδιάλειπτα από το φως του Χριστού, κατά την διαβεβαίωση του ψαλμωδού : "συ φωτίεις λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτίεις το σκότος μου".

Τώρα ήθελε να φύγει μακριά από τους ανθρώπους και την οικογένειά της, ποθούσε την μόνωση και την ελευθερία. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, σκεπτόταν και μιλούσε για την άλλη ζωή, προσηύχετο για τους νεκρούς συγγενείς της και μάλιστα συζητούσε μαζί τους.
Άρχισε να εκδηλώνει χάρισμα διοράσεως σε διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν και η μητέρα της τελείωνε την προσευχή της, η Ταρσώ της είπε να μην κάνουν την Θ. Λειτουργία που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη σε διπλανό χωριό, επειδή ο παπάς δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει.
Η μητέρα της έκπληκτη, την αποπήρε και η Θεία Λειτουργία έγινε. Όπως όμως απεδείχθη, η μικρή Ταρσώ με το μεγάλο χάρισμα, διέβλεψε το κώλυμα: ο ιερέας αποβραδίς είχε μεθύσει.
Εν τω μεταξύ, αφού η αδελφή της Κατίνα παντρεύτηκε στην Αθήνα, μετά το 1931, εγκαταστάθηκαν και οι υπόλοιποι εκεί. Η συμπεριφορά της και εδώ παρέμεινε η ίδια : ήρεμη, εσωστρεφής αλλά και αγαπητή σε όλους. Παρουσίαζε όμως και τα παρεξηγήσιμα σαλά καμώματά της. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι συχνά φορούσε ένα λευκό χιτώνα και επίσης λευκό μαντήλι και ότι έφευγε πολλές φορές προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς κανένα φόβο. Φορούσε πάντοτε παλιά παπούτσια και όταν της έδιναν κάποιο καινούργιο ζευγάρι φρόντιζε να τα "περιποιηθεί" καταλλήλως, κτυπώντας τα επίμονα με μια πέτρα για να τα κάνει όπως ήθελε αυτή.

Προπολεμικά, το 1939, της έκαναν και συνοικέσιο. Την κάλεσαν για τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού, όπου πήγε με τον αδελφό της. Ο Θεός όμως επέτρεψε να γίνει κάποιος μικρός πειρασμός που έκανε τον αδελφό της να θυμώσει και να την πάρει αμέσως να φύγουν. Η ίδια, έφυγε με την ίδια απάθεια με την οποία είχε πάει, χωρίς να εκδηλώσει αντίδραση, ούτε δυσαρέσκεια. Ότι είχε να πει, το έλεγε μυστικά στο Νυμφίο της Χριστό και ήρεμη δεχόταν τα γεγονότα όπως έρχονται, γεμάτη εμπιστοσύνη και πίστη σε Αυτόν που την επέλεξε από μικρή ως νύμφη Του.

Το καλοκαίρι του 1940, πήγαν για παραθερισμό στην Άνδρο, όπου αποκλείσθηκαν έως το 1942. Εκεί έχασε και την καλύτερή της φίλη, με την οποία έκαναν πολύ παρέα, πράγμα που την λύπησε πολύ.

Σύμφωνα πάντοτε με πληροφορίες των συγγενών της, η σαλότητα της Ταρσώς, είχε ανησυχήσει τόσο τους οικείους της, ώστε το 1942 που επέστρεψαν στην Αθήνα για να προλάβουν χειροτέρευση της καταστάσεώς της, "την πήγαν με το ζόρι" στους ψυχιάτρους. Eκείνοι διέγνωσαν "σχιζοφρένια".

Για τους ψυχιάτρους η Ταρσώ είχε κάποια πειστικά ευρήματα μιας τέτοια ψυχοπαθολογίας.
Ισχυριζόταν ότι άκουγε φωνές κεκοιμημένων, είχε το στοιχείο της επιμονής και "άλογης" φυγής από τις κοινωνικές σχέσεις, ζητούσε την μόνωση. Αλλά οι ψυχίατροι δεν μπορούσαν φυσικά να αντιληφθούν τις πνευματικές αφετηρίες της, κατ' αυτούς, "παθολογικής" συμπεριφοράς.

Έτσι την υπέβαλαν σε μια χειρουργική επέμβαση, που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Έκαναν δύο τρύπες στο κρανίο της, στην θέση των κροτάφων, δεξιά και αριστερά, αλλά χωρίς κανένα "θεραπευτικό" αποτέλεσμα, ούτε εξάλλου βλαπτικό των διανοητικών και ψυχικών της λειτουργιών.
Πάντως με την χειρουργική αυτή ψυχιατρική επέμβαση, η Ταρσώ χαρακτηρίστηκε "επίσημα" ως τρελή.
Επέτρεψε ο Θεός να φθάσει σε μια πολύ ταπεινωτική, για τους πολλούς, κατάσταση, η οποία εντούτοις συνυπολογίζεται οπωσδήποτε στην εκούσια και ακούσια γενικώς άσκηση, στην οποία την οδήγησε ο Θεός για να τον δοξάσει από το υψηλό πνευματικό βάθρο της έσχατης, κατά κόσμο, ταπεινώσεως της δια Χριστόν Σαλότητας.

Η Ταρσώ είχε ήδη λάβει Πνεύμα Θεού, προ του πειρασμού του ψυχιατρείου.
Έτσι ο πειρασμός της αναγκαστικής της υποβολής σε ψυχιατρική χειρουργική επέμβαση ήταν από το Θεό το καθορισμένο ψυχοσωματικό υπόβαθρο της πνευματικής της σαλότητος.
Ήταν δύο φορές "τρελή". Μία φορά κατά κόσμο! Σύμφωνα με την ψυχιατρική διάγνωση! Και μια φορά κατά Χριστόν.
Ήταν έτσι περιχαρακωμένη στην έσχατη ταπείνωση.
Σε αυτήν την κατάσταση, "δεν ήταν τίποτε, δεν είχε τίποτε!".

Ίσως γι' αυτό αργότερα έλεγε συχνά : "Μου τα πήραν όλα. Μου πήραν εκατομμύρια και δεν έχω τίποτα". Δεν είχε τίποτα. Είχε λοιπόν την δυνατότητα να αποκτήσει το παν. Την καλή αλλοίωση μέσα από την χαρισματική οδό την εν Χριστώ σαλότητος.

Το 1944, στον εμφύλιο, ενώ όλοι οι άνθρωποι ήσαν κλεισμένοι στα σπίτια τους, η Ταρσώ εξακολουθούσε να φεύγει ντυμένη στα άσπρα. Ένα βράδυ κάποιοι κτύπησαν το κουδούνι στην πόρτα της αδελφής της – εκείνη έμενε στα Εξάρχεια, στους πρόποδες του λόφου Στρέφη, όπου είχαν ανοίξει χαρακώματα οι αριστεροί και κατείχαν τον λόφο.
Η Ταρσώ έμενε με τους γονείς της, στο σπίτι τους, πίσω από το πρώτο νεκροταφείο στην Γούβα. Έντρομη η αδελφή της, που ήταν μόνη με τα τρία της μικρά παιδιά, άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια ομάδα από ένοπλους αριστερούς, με γενειάδες, που την ρώτησαν αν έχει μια αδελφή με το όνομα Ταρσώ Ζαγοραίου.
Η αδελφή της τρόμαξε, νομίζοντας ότι είχε πάθει κάτι η Ταρσώ. Ο ένας από του ένοπλους άντρες, που φαινόταν και επικεφαλής, παραμέρισε τότε τους άλλους και έκανε τόπο στην Ταρσώ να περάσει και να μπει στο σπίτι. Στην συνέχεια λέει στην αδελφή της : "Ποια είναι αυτή που περνάει ατρόμητη μέσα από τις σφαίρες και καμιά σφαίρα δεν την αγγίζει;".

Αυτή η παράδοξη εξωτερικώς και θεία εσωτερικώς κατάσταση της μακαρίας Ταρσώς είχε φέρει σε πλήρη αμηχανία τους δικούς της, οι οποίοι πλέον δεν ήξεραν τι να σκεφτούν και τι να κάνουν.
Η αγαπημένη τους Ταρσώ, αν και είχε έναν διαφορετικό από αυτούς τρόπο ζωής, ήταν τόσο προσηνής και υπάκουη, ώστε δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε κίνηση που γινόταν "για το καλό της", εκ μέρους των άλλων.
Είδαμε ότι δεν αντέδρασε στο συνοικέσιο που της έκαναν, αλλά και υπέμεινε στο πραγματικό μαρτύριο της αδικαιολόγητης λοβοτομής, παραδομένη ολοκληρωτικά στον Κύριο και Νυμφίο της.
Εφόσον ο Ίδιος την είχε εισάγει στο μεγαλειώδες και ειδικό αυτό αγώνισμα της δι' Αυτόν σαλότητος, ώφειλε να τον ακολουθήσει, αίροντας τον Σταυρό Του, ο οποίος είναι "Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία" (Α' Κορ. α', 23).

Πως ήταν δυνατόν ωστόσο, να την αφήσει ο Χριστός στα χέρια των καλοθελητών αυτών μέχρι τέλους, αφού έβλεπε ότι, από το πολύ ενδιαφέρον τους, είχαν καταντήσει επικίνδυνοι για την γνήσια δούλη Του; Έτσι, οδήγησε τα βήματά της, πάλι μέσω της υπακοής, σε τόπο όπου πλέον θα μπορούσε ανενόχλητη να ασκηθεί μαζί με άλλες ψυχές που είχαν επίσης αφιερωθεί σ' Αυτόν.

Η μητέρα της Ταρσώς ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο και είχε κάποια σχέση με την Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στην Κερατέα.Εκείνη την εποχή, που η Ταρσώ εθεωρείτο άρρωστη, με ψυχιατρική βεβαίωση (!), κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ματθαίος, κτήτωρ και επίσκοπος της Μονής, έκανε θαύματα και ιδιαιτέρως θεραπείες.
Για το λόγο αυτό η μητέρα της Ταρσώς σκέφτηκε να συνοδεύσει την κόρη της και να φιλοξενηθούν για κάποιο διάστημα στη Μονή, μήπως γίνει το θαύμα και "θεραπευθεί" η Ταρσώ. Έτσι κάποια μέρα του 1949, την πήρε, απογοητευμένη από κάθε ανθρώπινη βοήθεια και την έφερε, χωρίς να το γνωρίζει, στο οριστικό στάδιο της αθλήσεώς της.

Φαίνεται ότι εκεί έμειναν περίπου τρεις μήνες, χωρίς όμως το αποτέλεσμα που έλπιζαν και επιθυμούσαν. Έτσι, η μητέρα της Ταρσώς απεφάσισε να την πάρει να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η Ταρσώ όμως δεν ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι με κανένα τρόπο. Γι' αυτό παρακάλεσε η μητέρα της να την φιλοξενήσουν για κάποιο ακόμα διάστημα.
Το διάστημα αυτό ήταν τελικά όλη της η ζωή.

Δεν συγκαταλέχθηκε στην αδελφότητα της Μονής, παρέμεινε με τις άλλες δόκιμες στον ξενώνα, όπως συνηθίζεται στην Μονή αυτή.
Διέμενε στον χώρο αυτό, υπηρετούσε στα διάφορα διακονήματα, έκανε τα σαλά της, ολοένα αυξανόμενα, και εδέχετο τις περιφρονητικές αντιμετωπίσεις των μοναχών και των λαϊκών. Παρακολουθούσε τις καθημερινές ακολουθίες που εγίνοντο για τους εκεί διαμένοντες, όπου και ανεγίγνωσκε τον Εξάψαλμο, τα Ψαλτήρια, τις Ώρες. Πολλοί ακόμη ενθυμούνται την κατανυκτική της φωνή.

Κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής της, της ανέθεσαν το διακόνημα της αντιγραφής των χειρογράφων από το αρχείο της βιβλιοθήκης που διέθεταν, επειδή η Ταρσώ ήταν καλλιγράφος. Οι μοναχές θυμούνται ότι, στην εμφάνισή της ήταν πολύ όμορφη, με ξανθές πυκνές μπούκλες, πράσινα μάτια και χαρούμενο πρόσωπο. Κρατούσε πάντα στα χέρια της ένα Προσευχητάριο με το οποίο προσηύχετο συνεχώς. Απέφευγε τις επαφές με τις άλλες δόκιμες μοναχές και προτιμούσε να κάθετε στο κελί της και να προσεύχεται.
Κάθε φορά που η αρμόδια μοναχή πήγαινε να την ξυπνήσει νύχτα, στην ώρα του κανόνα, την έβρισκε πάντα όρθια να προσεύχεται.
Μετά από λίγες μέρες διαπίστωσαν οι αδελφές ότι δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί ούτε την ώρα της αναπαύσεως, αλλά κοιμόταν καθιστή.
Στον κόπο της νύκτας πρόσθετε και αυτόν της ημέρας. Εκτός από το παραπάνω διακόνημα ανέλαβε να κουβαλά νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, 100 μέτρα από τον ξενώνα της Μονής, για τις ανάγκες των εξωτερικών αδελφών.

Μετά από καιρό άρχισε να συμπεριφέρεται και να μιλά παράξενα, σε σημείο που παρεξηγείτο.
Άρχισε να κοροϊδεύει και να επιτιμά τους ανθρώπους και περισσότερο τους ξένους που επισκέπτοντο την Μονή. Οι μοναχές, βλέποντας όλα αυτά της είπαν να φύγει από τον Ξενώνα, όπου είχε μείνει περίπου δύο χρόνια. Έτσι, χωρίς πάλι να το επιδιώξει, βρέθηκε η αγωνίστρια του Χριστού χωρίς κελί, μη έχοντας "που την κεφαλή κλίνη". Εγκαταστάθηκε έξω από την νότια είσοδο της Μονής, στα χωράφια, όπου υπήρχαν τα μαντριά της Μονής και κάποια χαλάσματα.
Από τότε, μέχρι το 1988, έμενε εκεί, στο ύπαιθρο ή σε καλύβες από χορτάρια, που τις έστηνε και τις χαλούσε μόνη της. Τα πρώτα χρόνια, δεν είχε σταθερό μέρος να μένει και περιφέρετο μέσα στα χωράφια και στα βουνά. Αργότερα, στην δεκαετία 1970-1980 επιδιόρθωσε τα χαλάσματα που αναφέραμε, τελείως μόνη της, κουβαλώντας τσιμεντόλιθους και σκεπάζοντάς τα με νάιλον και τσίγκους, όταν πλέον είχε αρχίσει να γερνά και είχε ανάγκη από κάποια σταθερή στέγη. Κανείς δεν ήξερε που κοιμόταν και που εύρισκε υπόστεγο στις μεγάλες βροχές και στις κακοκαιρίες. Πολλές φορές ωστόσο, την είδαν μέσα στην βροχή να κάθεται στο ύπαιθρο, κρατώντας μία λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της.

Πολλές φορές, έβγαινε και έξω από την ακτίνα του χώρου της Μονής και περπατούσε στις κωμοπόλεις της Κερατέας και του Μαρκόπουλου και επισκέπτετο διάφορα σπίτια. Αυτό ανησυχούσε πολύ την Ηγουμένη Ευφροσύνη, επειδή πίστευε ότι ήταν επικίνδυνο για μια γυναίκα να γυρίζει μόνη της τις νύχτες. Γι' αυτό μια μέρα την φώναξε και της είπε να μη φεύγει μακριά από το Μοναστήρι, γιατί διαφορετικά θα την έδιωχνε. Υπάκουσε η Ταρσώ στην Ηγουμένη και από τότε δεν ξαναβγήκε από την περιοχή της Μονής.
Αν και δεν θεωρείτο κανονικά αδελφή της Μονής, συμμετείχε ενεργά στην ζωή της αδελφότητος.
Η διακονία της, που την είχε διαλέξει μόνη της, ήταν να μεταφέρει κάθε μέρα, για πολλά χρόνια, το γάλα για όλη την αδελφότητα (περισσότερες από 300 μοναχές) από τα μαντριά που ήταν περίπου 500 μέτρα έξω από την Μονή, στο Μαγειρείο. Τα άδεια δοχεία τα επέστρεφε στο μαντρί γεμάτα νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, που το χρησιμοποιούσαν οι μοναχές για να ποτίζουν τα ζώα. Από το Μαγειρείο έπαιρνε και το φαγητό της.

Επίσης, έριχνε κοπριά στα αμπέλια της Μονής. Το φορτηγό της Μονής άδειαζε την κοπριά εκεί κοντά, για να πάνε οι μοναχές την επομένη ή κάποια άλλη μέρα, να την ρίξουν στα αμπέλια. Δεν προλάβαιναν όμως, γιατί την επομένη το πρωί, τα εύρισκαν όλα έτοιμα. Το μυστήριο αυτό δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Έτσι παραφύλαξαν ένα βράδυ και είδαν την Ταρσώ να ρίχνει μόνη της μέσα στην νύχτα όλη την κοπριά απ' άκρη σε άκρη στα αμπέλια.

Επίσης, συμμετείχε στις γενικές εργασίες - παγκοινίες - όπου συγκεντρώνονταν πολλές αδελφές, όπως στην συλλογή του βίκου, στον τρύγο, στα χωράφια κ.λ.π. εργαζόταν και αυτή όπως και οι άλλες αδελφές, με την διαφορά ότι δεν καθόταν κοντά τους, αλλά σε κάποια απόσταση από αυτές και ακολουθούσε στην εργασία. Στην ώρα του φαγητού, με το κατσαρολάκι της, πήγαινε για να ζητήσει το φαγητό της από την μαγείρισσα που έδινε φαγητό και στις αδελφές.

Έτσι λοιπόν ο Θεός δια των γεγονότων καθόρισε τον τρόπο της ζωής της αλλά και τον τόπο, στον οποίο θα ζούσε μέχρι την κοίμησή της. Ερημική, ασκητική ζωή. Αδιάλειπτη προσευχή και λογική λατρεία στο Θεό.
Διηγείται λοιπόν, η αδελφή της Μαρίνα, πως την συνέλαβε κάποτε σε μια πολύ προσωπική της στιγμή, αφού δεν γνώριζε ότι την παρακολουθούν:
"Είχαμε αγρυπνία στο Μοναστήρι. Ήταν καλοκαίρι και η αγρυπνία γινόταν στην αυλή. Είχε φεγγάρι. Όταν άρχισε το Απόδειπνο, έφυγα για να πάω να δω τι κάνει η Ταρσώ. Τότε έμενε στο προηγούμενο κελί της, μια παράγκα από σανίδες.
Δεν ήταν έξω. Πλησίασα σιγά-σιγά και, χωρίς να με αντιληφθεί, κοίταξα ανάμεσα από τις χαραμάδες που είχαν οι σανίδες. Ήταν όρθια, έκανε τον σταυρό της, προσηύχετο ψιθυριστά και συνεχώς έλεγε: "Παναγία μου, βοήθησέ με την αμαρτωλή, βοήθα με Παναγία μου, Δέσποινά μου, βοήθα με σε παρακαλώ...". Έμεινα να την ακούω όσο μπόρεσα και όταν επέστρεψα, η αγρυπνία ευρίσκετο στα Απόστιχα, μετά την Λιτή".

Με τον τρόπο αυτό, τον ασκητικό και ησυχαστικό, διαμόρφωσε ανάλογα την εξωτερική της εμφάνιση και αργότερα το ερημικό κελί της.
"Στην αρχή φορούσε μαύρο ράσο αλλά φρόντιζε να φαίνεται παλιό. Το έραβε μόνη της, με τεράστιες φαρδιές τσέπες για να βάζει τα βιβλία της προσευχής, τη Σύνοψη, την Αγία Γραφή, το Ψαλτήρι, κ.α.. Αλλά καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, η ενδυμασία της προσαρμόζετο πλέον στην ψυχολογία και το πνεύμα της σαλότητος, εγίνετο ρυπαρή και κακόγουστη, μέχρι αστεία".

Μια τακτική επισκέπτρια της Ταρσώς περιγράφει ως εξής την ενδυμασία της:
"Φορούσε μια ξεσκισμένη βρώμικη πουκαμίσα (κάποτε λευκή), μακρύτερη από το, κάποτε μαύρο φόρεμα - ζωστικό, η οποία είχε ραμμένη μια τεράστια εσωτερική τσέπη, τέτοια που να χωρά ότι είχε και δεν είχε, αυτή που τίποτα δεν είχε. Από πάνω, προσπαθώντας μάταια να ζεσταθεί το χειμώνα, έβαζε 3-4 αδιάβροχα νάιλον, το ένα πάνω στο άλλο και στους ώμους ένα καφετί προσόψι, με επιτήδεια ραμμένη κορδελίτσα, σαν μπέρτα"!

Η Ταρσώ φρόντιζε ιδιαίτερα να κρύβει το ωραίο πρόσωπό της, από τα νιάτα της, και ιδιαίτερα τώρα, στην άσκησή της, τα ωραία μάτια της, που αν τα πρόσεχες κάποιες φορές έδειχναν σαν ένα κομμάτι διαμαντένιου ουρανού! Φορούσε στα μάτια της γυαλιά με χοντρούς φακούς, τα οποία στήριζε γύρω στο κεφάλι της με σύρμα. Όταν ήθελε να διαβάσει κάτι, το πλησίαζε πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Μια φορά, λοιπόν, λέει σε μια συνομιλήτριά της:
"Όλα τους τα έδωσα αδελφούλα μου, τι άλλο να τους δώσω ακόμη; Και τα μάτια μου τους τα έδωσα". Η ευλαβής αδελφή δεν αντιλήφθηκε το νόημα των λόγων αυτών. Όμως αργότερα πληροφορήθηκε, πως όταν ήταν νέα, κάποιος άνδρας, που είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι, θαύμασε τα μάτια της και τον άκουσε να λέει πως έχει ωραία μάτια. Τότε αυτή πήγε στο Μοναστήρι, πήρε ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρούς φακούς και τα φόρεσε, με αποτέλεσμα να χαλάσει την όρασή της.

Επίσης κάλυπτε την μύτη της με μια μαύρη κορδέλα, την οποία είχε η ίδια επιμεληθεί για να κρύβει το πρόσωπό της, γιατί κάποιος της είχε πει ότι έχει ωραία μύτη. Την κορδέλα αυτή την έβγαλε από το πρόσωπό της όταν άρχισε να γερνά. Φρόντιζε επίσης να έχει σκυμμένο συνεχώς το κεφάλι της, κάτω στο χώμα. Όπως η ίδια είχε πει, "το καφετί χρώμα είναι το χρώμα μου" !
Εξάλλου, τα παπούτσια της ήταν τρυπητά, λαστιχένια (πάντοτε όμως παλιά), δεμένα με σκουριασμένο σύρμα και επίσης πάντοτε παράταιρα.

Οι διαστάσεις του κελιού της δεν επέτρεπαν ένα ανθρώπινο κρεβάτι. Μόνο σκυφτός ή καθιστός χωρούσες μέσα. Άλλωστε σαράντα πέντε χρόνια δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένη. Μόνο όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο δύο φορές, κοιμήθηκε σε κρεβάτι με κάποιες τύψεις "για την πολυτέλεια".
Το εσωτερικό, πάντως, του κελιού της ήταν εντελώς ακατάστατο. Εκεί υπήρχαν μπόγοι ανοιγμένοι, που έχασκαν χυμένα κάποια παλιόρουχα ή κουβέρτες κουβαριασμένες, ντενεκάκια από κονσέρβες για τις γάτες, σκουπίδια διάφορα και μικροπράγματα άχρηστα.
Όλα αυτά σχημάτιζαν ένα σωρό ετερόκλητων πραγμάτων που, στο σύνολό τους, θύμιζαν σκουπιδότοπο.
"Στη γωνιά του κελιού της, υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος. Ένας – δύο τσιμεντόλιθοι και ένα στραβωμένο σακί τσιμέντο που πέτρωσε από την βροχή, ήταν τα καθίσματά της. Στα νιάτα της κούρνιαζε σαν σκυλί, δίπλα σε θάμνους και στα γεράματά της, συνήθως την εύρισκες καθιστή σε αυτόν τον πάγκο, με το κεφάλι γερμένο. Ακόμη και όταν, τον τελευταίο χρόνο, την πήραν στο γηροκομείο του Μοναστηριού, την εύρισκαν να περνά τη νύχτα σε ένα πεζούλι, έξω στην βροχή".

Η τροφή της ήταν πάντοτε λιγοστή. Ο κανόνας της στο φαγητό φάνηκε και στις τελευταίες της μέρες στο Κ.Α.Τ. Έκανε υπακοή να δεχθεί σούπα, αλλά όταν επέμεναν να συνεχίσει, αρνήθηκε. "Έφαγα, έφαγα, τέσσερις κουταλιές". Αυτό ήταν το όριό της. Η αδελφή Μαρίνα, από την Μονή, της έφερνε το μεσημβρινό φαγητό της, που το χώριζε στα δύο για να δειπνήσει με δυο μπουκιές το βράδυ. Στην περίπτωση που η καλή Μαρίνα έλειπε για δουλειές εκτός της Μονής, δεν είχε την έγνοια της κανένας άλλος.
Φαίνεται ότι κάποιες φορές έμενε ολόκληρη εβδομάδα νηστική, μέχρι αν επιστρέψει εκείνη από τις δουλειές της.
Της έφερναν μερικές φορές καλομαγειρεμένο φαγητό, που διαφέρει πολύ από φαγητό μαγειρεμένο στο καζάνι για 300 ψυχές. Η αδελφή Μαρίνα της έλεγε : "Κράτησε λίγο να φας", διότι την λυπόταν που ήταν ταλαιπωρημένη. Της απαντούσε : "Μα καλά, το κοσμικό φαγητό είναι καλύτερο;".

Άλλοτε, της πήγε μια πολύ καλή μερίδα ψάρι. Αυτή το καθάρισε και τόδωσε στα γατιά. Της λέει η αδελφή: "μα τι κάνεις; Τι θα φας; Φάε ευλογημένη εσύ το ψάρι και δώσε στα γατιά τα κόκαλα". Και η απάντηση : "μα καλά, εσύ αποφάγια τρως στο Μοναστήρι; Πως θα φάνε τα γατιά τα αγκάθια (κόκαλα);" Με την ίδια στοργή, τάιζε και τα ποντίκια του κελιού της, με μικρά κομματάκια ψωμί. "Θέλουν να φάνε και αυτά", έλεγε.
Η τρυφερότητα που αισθανόταν για τα ζώα ήταν πολύ μεγάλη. Μια φορά βρήκε κοντά στην θάλασσα ένα κοκαλιάρικο γαϊδουράκι, που έπρεπε να το είχαν εγκαταλείψει γέρικο πολύ για να πεθάνει. Το πήρε, το έφερε στο κελί της και το τάιζε με ψωμί, όσο καιρό έζησε.

Ποιος μπορεί αν αμφιβάλει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να μοιράζεται το λιγοστό φαγητό της με τους άλογους και τους λογικούς φίλους της, αν δεν είχε σε μεγάλο βαθμό αποδεσμευτεί από τις υλικές ανάγκες; Όντως, η πραγματική της τροφή, αυτή που την χόρταινε, ώστε να λησμονεί την υλική τροφή, ήταν η πνευματική. Η σκέψη της και η καρδιά της ήταν αποκλειστικά δοσμένες στα ουράνια και στα άγια, στα οποία εντρυφούσε αδιάλειπτα. Αυτό το νόημα είχε ασφαλώς η απάντησή της στην πρόθυμη επισκέπτρια να της φέρει ότι φαγητό θα επιθυμούσε:
- Τι να σου φέρω Ταρσώ να φας;
- Εσύ θα μου φέρεις να φάω; Εμένα μου φέρνει ο αξιωματικός (ο άγγελος) και η Μαρία!

Τα λίγα αυτά βιογραφικά στοιχεία δίνουν μία πρώτη γενική εικόνα της ζωής της Ταρσώς που προηγήθηκε της εγκαταστάσεώς της στον τόπο της θεοφιλούς της ασκήσεως, αλλά, μέχρι κάποιου σημείου, και της ζωής της, όπως άρχισε αυτή να διαμορφώνεται πλέον, με την ασκητική της βιοτή, στον τόπο αυτό.

ΤΑΡΣΩ - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

Η ερημική ζωή της Ταρσώς και το γεγονός ότι δεν απομακρυνόταν, παρά σπανιότατα και μόνο για σοβαρό λόγο (όπως στην περίπτωση μιας αναγκαίας νοσηλείας), από τον τόπο αυτό της ασκητικής της διαμονής, δημιουργούσε ευνόητα την απορία στους επισκέπτες, που για πρώτη φορά έφταναν εκεί, ποια μπορούσε να είναι η πνευματική της τροφοδοσία, εφόσον δεν μπορούσε να εκκλησιάζεται και ποια σχέση ήταν δυνατόν να έχει με τη μυστηριακή, ιδιαίτερα, ζωή της Εκκλησίας.
Είναι φυσικό, ένας διά Χριστόν σαλός άνθρωπος να μην έχει Εκκλησιαστική ζωή, όπως την ζει ο χριστιανός του κόσμου:
εκκλησιασμό και συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, κατά τις τακτές ημέρες και ώρες των Ιερών Ακολουθιών.
Ο σαλός και επομένως "άτακτος" τρόπος της ζωής του, δεν του επιτρέπει την παρακολούθηση της εκκλησιαστικής ζωής, κατά τον "κατεστημένο" τρόπο, εφόσον εξάλλου, μεταξύ των στόχων της σαλότητας, υπάρχει και η αποφυγή από οτιδήποτε συντηρεί "κατεστημένη" ευσέβεια, "ευσχημόνως και κατά τάξιν", όπου όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της "ρουτίνας" της εκκλησιαστικής ζωής.
Αλλά τότε, πως μπορεί ένας σαλός διά Χριστόν να είναι ένας χαρισματικός χριστιανός, χωρίς εκκλησιαστική ζωή;
Αν ένας χριστιανός είναι πράγματι χαρισματικός, και μόνο από το γεγονός αυτό βεβαιώνεται ότι ο άνθρωπος αυτός ζει μέσα στην Εκκλησία και διά της Εκκλησίας πορεύεται προς την Βασιλεία του Θεού, όπως όλοι οι άλλοι χριστιανοί. Κάθε πραγματικό χαρισματικό άνθρωπο τον παρακολουθεί βήμα προς βήμα, κατά την πορεία του αυτή, η χάρη του Θεού και αναπληρώνει τα πνευματικά υστερήματα που μπορεί αν οφείλονται στον ιδιαίτερο τρόπο βιώσεως της χριστιανικής του ζωής, όπως λ.χ. αυτούς που ζουν "στα σπήλαια και στις οπές της γης"!

Είπε κάποτε: "Οι αρχάγγελοι μου έδωσαν τρεις στολές και τρεις η Παναγία. Μία μέχρι κάτω, μία ως εδώ και μία ως το γόνατο. Μου τις πήραν και λειτουργούν στην Εκκλησία".
Τι ήθελε να πει η Ταρσώ με τους συμβολικούς αυτούς λόγους; Ποιο είναι το νόημά τους που απέκρυπτε από το νου του συνομιλητή της; Μια πρώτη εντύπωση, που προκαλούν οι λόγοι αυτοί της Ταρσώς είναι ότι ευλογήθηκε τρεις φορές από τους αρχαγγέλους και από την Παναγία. Να υποθέσουμε ότι τον πλούτο αυτό των ευλογιών η ίδια η Ταρσώ τον κατάθεσε στο Σώμα της Εκκλησίας; Οπωσδήποτε όμως δεν είμαστε έξω από το βασικό νόημα αυτού του λόγου, αν αντιληφθούμε την προσφορά του χαρίσματος της σαλότητας αλλά και ολόκληρης της αναγεννημένης ζωής της στη "λειτουργία" της Εκκλησίας! Η αυτοσυνειδησία της Ταρσώς ήταν βαθύτατα εκκλησιαστική!

Μια κυρία, συχνή επισκέπτρια της Ταρσώς διηγείται: "Μια νύχτα βλέπω στον ύπνο μου πως έκανα καθαριότητα στο σπίτι μου και πίσω μου ακολουθούσε η Ταρσώ με μία σκούπα στο χέρι, σκουπίζοντας το δάπεδο με πολύ προθυμία και επιμέλεια. Είχα χαρά και απορία μέσα μου γι' αυτό που έκανε. Και αμέσως, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή, μου λέει σαν απάντηση σε αυτά που σκεφτόμουν : "επειδή έστειλες στον αδελφό μου αλάτι για το φαγητό του, ήρθα και εγώ να σε βοηθήσω". Ξύπνησα πολύ χαρούμενη. Προσπαθούσα να καταλάβω τα λόγια της και σκεφτόμουν αν είχα κάνει κάτι καλό εκείνες τις ημέρες. Θυμήθηκα μετά από πολύ κόπο ότι είχα στείλει ένα δεματάκι στο Άγιον Όρος με κιμωλία για την προεργασία των εικόνων και κάποιες πληροφορίες για την αγιογραφία, προκειμένου να βελτιώσουν την δουλειά τους.
Την επόμενη φορά που την επισκέφτηκα μου λέει: "ο αδελφός μου με τρέφει και μένα κάθε μέρα, με μνημονεύει, τον ευχαριστώ, να' ναι καλά".αργότερα πληροφορήθηκα ότι ο μοναχός στον οποίο είχα στείλει το δέμα, που ήταν ιερέας, είχε ακούσει για την Ταρσώ και την μνημόνευε καθημερινά στις Θείες Λειτουργίες που έκανε".

Πηγή: http://www.androsinfo.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Σάβ Φεβ 08, 2014 12:03 pm

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΕΚΤΑΡΙΑ Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ-ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΟ ΤΗΣ. Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΡΟΔΟΣ


Εικόνα


Στην αρχή της μοναχικής της ζωής ζούσε μόνη της στο μοναστήρι. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Μητροπολίτης χειροτόνησε την Γερασίμη από την Αθήνα και την Ευφημία, η οποία κοιμήθηκε νωρίς. Η γερόντισσα, παρά την σοβαρή αναπηρία της, που σιγά-σιγά θα την καθήλωνε για 20 ολόκληρα χρόνια, εργαζόταν σκληρά την ημέρα. «Ήμουν καλά στην αρχή. Περπατούσα με μπαστούνια, κατέβαινα κάτω, στον ναό. Στο χέρι έπλενα τα σεντόνια των προσκυνητών. Φιλοξενούσα αρκετό κόσμο.Τις Κυριακές γεμάτος ο ναός ασφυκτικά,όπως και οι διάδρομοι.
Έφτιαχνα φαγητά και γλυκά αποβραδίς. Τις σαρακοστές,τηγανίτες, ψωμί με λάδι κι ελιές. Ξαφνικά είδα ότι δεν μπορούσα να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά, ε, και σιγά-σιγά, καθηλώθηκα...».
Η γερόντισσα ήταν μοναχή με όλη την σημασία της λέξεως. Έμαθε και έζησε την μοναχική ζωή, στην γνήσια έκφρασή της. Είχε την αρετή της μακαρίας απλότητος, πέρα από το φιλότιμο και την λιτότητα που την διέκρινε. Συνήθιζε να λέει πως από μικρή ήταν πολύ αγαθή. Δεν είχε πονηριά μέσα της.


Η απλότητα και η ταπείνωση ήταν πολύτιμα στολίδια της. Η ψυχή της ήταν παιδική.Το στοιχείο αυτό της παιδικής απλότητος,που το εγκωμιάζει ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των Αγίων.
Τηρούσε αυστηρότατα τα μοναχικά της καθήκοντα και τις ακολουθίες του νυχθημέρου.Πίστευε πως μια παρέκκλιση από τα παραδεδομένα και μάλιστα, χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί να φέρει και δεύτερη. Την δεύτερη εύκολα την διαδέχεται η τρίτη και τότε το κακό προχωρεί. Κάθε μοναχός υποχρεούται να κάνει καθημερινά με το κομποσχοίνι του ορισμένο αριθμό προσευχών και γονυκλισιών. Πρόκειται για τον λεγόμενο μοναχικό κανόνα, όπως προαναφέραμε. Η γερόντισσα, εκτός από τον καθιερωμένο κανόνα, έκανε επιπλέον επί μονίμου βάσεως τον διπλάσιο, γιατί,όπως έλεγε χαριτολογώντας, μα και σοβαρά:«μπορεί να πέσω αύριο στο κρεβάτι.Γιατί να μην κάνω τώρα λίγο παραπάνω που μπορώ;».
Λόγω της αναπηρίας της , δεν μπορούσε να κάνει μετάνοιες. Έκανε τα κομποσχοίνια της με μεγάλους σταυρούς, πάντοτε καθιστή στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι της και ποτέ ξαπλωμένη. Όταν κάποιος της προσέφερε ένα κανονικό μαξιλάρι για τις πολύωρες ακολουθίες της, αρνήθηκε κατηγορηματικά,δεν θέλησε να το χρησιμοποιήσει, γιατί το θεώρησε άνεση και πολυτέλεια. «Όχι,όχι, ευλογημένε, παρ’ το από 'δω, εγώ είμαι μοναχή. Τί θα πω στον Κύριό μου,όταν παρουσιαστώ;»
- Γερόντισσα, το πόδι σας χρειάζεται ανάπαυση, μην το κουράζετε τόσο, να ξαπλώνετε λιγάκι. Γελώντας, απαντούσε: -Τέτοιο που 'ναι, τέτοια του χρειάζονται, για να βάλει μυαλό.

Κάποια φορά, μας εκμυστηρεύτηκε ότι απ' την μασχάλη της έτρεχε συνεχώς αίμα, λόγω των μεγάλων σταυρών που έκανε. Ήταν καύσωνας. Της πήγαμε μία κρέμα, που την δέχθηκε. Μας είπε ότι ήταν πολύ καλή.Όταν την ξαναρωτήσαμε μετά από καιρό σχετικά με την πληγή αυτή, αν η κρέμα την είχε όντως βοηθήσει, γιατί φαινόταν πως υπέφερε, απάντησε πάλι με τα εξής:«Τί δουλειά έχει η καλογερική με την άνεση και τις κρέμες;».

Το πρωί ξυπνούσε στις 03:00. Μία ώρα χρειαζόταν για να κατέβει από το κρεβατάκι της,στηριζόμενη στους αγκώνες, για να πάει στο λουτρό, που ήταν κατασκευασμένο ακριβώς δίπλα απ' αυτό.
Τα"πρωινά", όπως χαρακτηριστικά έλεγε τις ακολουθίες του μεσονυκτικού και του όρθρου, τα άρχιζε στις 04:00 και τα τέλειωνε γύρω στις 09:00. Δεν παρέλειπε τίποτε. Την ακολουθία των "Ωρών",την τελούσε, όπως στα μοναστήρια. Τέλειωνε τον όρθρο με τα αναγνώσματα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου.
Αμέσως μετά άρχιζε το κομποσχοίνι επί ώρες ατέλειωτες. «Δεν αφήνω το κομποσχοίνι ποτέ από το χέρι μου. Και όταν μιλάω με τον κόσμο και όταν κοιμάμαι, το κρατώ και λέω την ευχή με το πνεύμα μου». Το τρίτο δάκτυλο του αριστερού χεριού της με το οποίο κρατούσε το κομποσχοίνι της, είχε ένα εμφανέστατο βαθούλωμα.
Ο καθημερινός της απλός κανόνας ήταν δώδεκα 300άρια κομποσχοίνια με σταυρούς,100 μετάνοιες, τις οποίες έκανε σε σταυρούς,κλίνοντας το σώμα της προς τα κάτω, και 27 σταυρωτά κατοστάρια!
Βέβαια,σε καθημερινή βάση, δεν παρέλειπε και τα"απόρρητα", όπως τα ονόμαζε. Αυτά ήταν 15 300άρια σταυρωτά (από 3 στην Αγία Τριάδα, στην κυρία Θεοτόκο, στους Αγίους της ημέρας, στους Αγίους Πάντες και στον Φύλακα Άγγελο). Όλες τις ακολουθίες της,της τελούσε ψαλτά.


Τους Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου,τους διάβαζε 2 φορές την ημέρα με άκρα ευλάβεια και με δάκρυα στα μάτια. Συχνά,στους επισκέπτες της διηγούνταν την ιστορία, που η Παναγία παρουσιάστηκε σε μοναχό και τον διαβεβαίωσε πως, όποιος διαβάζει με ευλάβεια τους Χαιρετισμούς Της, θα τον προστατεύει, όχι μόνο σ' αυτήν την ζωή την πρόσκαιρη, αλλά και κατά την ώρα που η ψυχή θα χωρίζεται από το σώμα,την ώρα του θανάτου. Μετά τους πρωινούς Χαιρετισμούς άρχιζε να ψάλλει μελωδικότατα την παράκληση της Παναγίας, εναλλάξ,μια μέρα την μικρή, μια μέρα την μεγάλη,και αμέσως μετά του Αγίου Νεκταρίου,όπου στο τέλος έλεγε αρκετά τροπάρια και μεγαλυνάρια Αγίων. Η φωνή της ήταν χαρακτηριστική, μελωδική και γλυκύτατη.Η χροιά της είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τον Κανόνα στον Δεσπότη Χριστό, τον έψαλλε σε καθημερινή βάση. Και αμέσως μετά,διέκοπτε τα καθήκοντά της για το λιτό,μεσημεριανό φαγητό της, το οποίο βρισκόταν στο μικρό ψυγείο, που ήταν κοντά της.Την φροντίδα του φαγητού της είχαν αναλάβει οι κατά σάρκα αδελφές της, που της το έφερναν από το σπίτι. Το κρατούσε 2 και 3 μέρες.

Αν κανείς την έβλεπε για πρώτη φορά, θα δάκρυζε. Αναπηρία 100%. Έτρωγε σαν σπουργίτι,εκεί όπου καθόταν και προσευχόταν στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι.
Να σημειωθεί ότι κρατούσε αυστηρά τις νηστείες, ιδιαίτερα τα τριήμερα, κατά τα οποία δεν έπινε ούτε νερό.

Αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, άρχιζε την ακολουθία της Ενάτης Ώρας και τον Εσπερινό. Στη συνέχεια, έψελνε το Θεοτοκάριο του Αγίου Νικοδήμου και του Αγίου Νεκταρίου και ολοκλήρωνε με την ακολουθία του Αποδείπνου και των Χαιρετισμών.
Πάντοτε,πετούσε από χαρά, παρά τις δοκιμασίες της. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της ήταν μια συνεχής χαρά και μακαριότητα.Ζούσε έντονα με φόβο Θεού την κάθε στιγμή.

Ήταν πολύ λεπτός χαρακτήρας και είχε πάντοτε μια συνεχή πνευματική δίψα. Είχε τον Θεομητορικό πόθο μέσα της. Γλυκομίλητη σε όλους. Απλή, άκακη και διδακτική. Ακόμα κι αν θύμωνε, συγχωρούσε ευθύς αμέσως. Έλεγε: «Σκέπαζε τα πράγματα για να σε σκεπάζει και εσένα ο Θεός».Δεν μνησικακούσε ποτέ, δεν έβλαψε κανέναν, αντιθέτως ευεργέτησε πολλούς με την προσευχή της. Το βλέμμα της ήταν ήμερο και διαχεόταν με φως πνευματικό, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, γεμάτο αγάπη και γλυκύτητα. Αγάπη, όχι όπως την φανταζόμαστε εμείς οι κοσμικοί. Συνήθιζε να λέει, με γεμάτα πάντα τα μάτια δάκρυα: «Αγαπάω πάρα πολύ τον Χριστό μου. Αλλά,Χριστούλη μου, έχω μια μικρή αδυναμία στην Μανούλα σου» ή άλλες φορές: «Χριστέ μου, μην θυμώσεις μαζί μου,δεν διαβάζω γρήγορα, θέλω να συμμετέχει και το πνεύμα μου!»
Είχε προσλάβει, μες στην απλότητά της, το αιώνιο μήνυμα του Θεού, με αποτέλεσμα να μεταφράζει την χριστιανική αλήθεια σε καθημερινό τρόπο ζωής. Στις δύσκολες ώρες των δοκιμασιών της δηλαδή στην περιφρόνηση, στις συκοφαντίες, στην ψυχολογική πίεση που δεχόταν να εγκαταλείψει το μοναστήρι πονούσε καρδιακά από την σκληρότητα αυτών των ανθρώπων, και μάλιστα ανθρώπων της εκκλησίας. Έλεγε πάντοτε: «Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη! Πολλοί χριστιανοί, είτε ρασοφόροι, είτε λαϊκοί, είναι σκληροί άνθρωποι. Δεν αγαπούν. Νηστεύουν, αγρυπνούν, εξομολογούνται, προσεύχονται, κοινωνούν, αλλά δεν εφαρμόζουν την εντολή της αγάπης». Αγαπούσε υπερβολικά τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο και έλεγε σχετικά: «Αυτός ο Άγιος είδε την κόλαση γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους. Αλοίμονό μας! Να μην δώσει ο Θεός γιατί και θα κολαστούμε και στο τέλος θα μας μείνει και ο κόπος της άσκησης!».


Γνήσια μοναχή, ειρηνική, ανυπόκριτη, με ακτημοσύνη, με ευλάβεια και ειλικρινή πόθο. Ό,τι χρήματα της έδιναν, τα έδινε ελεημοσύνη. Ακόμα και τα έξοδα για τον τάφο της τα είχε πληρώσει χρόνια πριν.Κάποτε, δεν δέχθηκε λάμπα για να βοηθηθεί στις νυχτερινές ακολουθίες της: «Το κεράκι είναι αρκετό». Ενώ δεν έβλεπε, εντούτοις αγωνιζόταν μην τυχόν και της το καταλογίσει ο Θεός εν ημέρα κρίσεως:«Εδώ δεν ήρθαμε για να καλοπεράσουμε,αλλά για να αγωνισθούμε, εξετάσεις δίνουμε». Δοσμένη στην σιωπή, τα χείλη της και η καρδιά της έλεγαν αδιαλείπτως την μονολόγιστο ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και συνέχιζε με το: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Ακόμα και όταν συνομιλούσε, εσωτερικά διατηρούσε την αδιάλειπτο ευχή.

Δεν είχε συχνές επισκέψεις. Κανέναν δεν έδιωχνε. Πολλοί, βέβαια, που πήγαιναν ήταν φορτικοί. Είχε καρτερικότητα και ιώβειο υπομονή. Μιλούσε με χαμόγελο,όσο κουρασμένη και αν ήταν. Μόλις έφευγε ο επισκέπτης συνέχιζε από εκεί που σταμάτησε. Γι' αυτό καθημερινά ξάπλωνε μετά την μία τα ξημερώματα. Ο ύπνος της δεν ξεπερνούσε τις 2-3 ώρες.


Η χαρά της η μεγάλη ήταν την νύχτα. Παρά την σωματική της κούραση, έψαλλε τις ακολουθίες, με το κεράκι στο χέρι. Έλεγε χαμογελώντας: «Την νύχτα οι ουρανοί είναι ανοιχτοί και ο Θεός ακούει!». Καθώς άρχιζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή,είχε μεγάλο φόρτο, αλλά και πόνο. Έκλαιγε ασταμάτητα για το Θείο Πάθος. Το Ιερό Ψαλτήρι ήταν το αγαπημένο της εντρύφημα.Το διάβαζε πάντα ολόκληρο, μία φορά την εβδομάδα, εκτός από την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, που το ολοκλήρωνε δύο φορές την εβδομάδα.

Πηγή: http://apantaortodoxias.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Κυρ Φεβ 09, 2014 12:23 pm

Η μακαρία Γερόντισσα Θεοσέμνη της Μονής Χρυσοπηγής Χανίων († 31 Μαΐου 2000)

Εικόνα

Είναι ευχής έργον και πρόνοια του Θεού πού υπάρχουν ακόμη στην εποχή μας αγίες μορφές πού μας καθοδηγούν και μας εμπνέουν, αλλά προπαντός μας βεβαιώνουν ότι η αγιότητα δεν είναι ένα άπιαστο για την εποχή μας όνειρο. Μια σεμνοπρεπής μορφή πού σφράγισε την Ιερά Μονή Χρυσοπηγής και ίσως και ολόκληρη τη Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου είναι η μακαριστή Γερόντισσα της Μονής Θεοσέμνη. Από τότε πού ήταν εν ζωή, αλλά ακόμη περισσότερο μετά την κοίμησή της, ο τάφος της έγινε σημείο αναφοράς για τους πολυάριθμους προσκυνητές πού καταφεύγουν σε κείνην και την επικαλούνται. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη έζησε και κοιμήθηκε οσίως ως άνθρωπος και ως μοναχή.

Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1938 από ευσεβείς γονείς και ονομαζόταν Αναστασία Αριστέα Δήμτσα. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειάς της και σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα της και η φροντίδα της οικογενείας έμεινε στην αφοσιωμένη στο Θεό νέα χήρα μητέρα της η οποία καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Από μικρό παιδί έτρεφε θερμή αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία και έτρεχε στις ακολουθίες και στις ολονύκτιες αγρυπνίες με ζήλο πρωτοφανή για την ηλικία της. Συμμετείχε επίσης με μεγάλο ενθουσιασμό σε νεανικές δραστηριότητες στο χώρο της Εκκλησίας και είχε εκδηλώσει την κλίση της για την ιεραποστολική διακονία από πολύ νωρίς.

Από το 1976 πού ανέλαβε την ερειπωμένη Ιερά Μονή Χρυσοπηγης και επί 24 χρόνια εργάστηκε σιωπηλά και με τέλεια αυταπάρνηση, με αποτέλεσμα το Μοναστήρι της να γίνει μία πνευματική όαση για την γύρω περιοχή, αλλά και για χιλιάδες ψυχές πού κατέφευγαν κοντά της. Η πνευματική της παρουσία και το ασκητικό της παράδειγμα παρακίνησαν πολλές ψυχές να αφοσιωθούν στο Νυμφίο Χριστό κι εκείνη ως φιλόστοργη μητέρα τις παιδαγωγούσε και τις κατάρτιζε εν Κυρίω.

Η ζωή της αείμνηστης Γερόντισσας είναι ένα συναξάρι τελείας κενώσεως και μαρτυρικής εν σιωπή και ταπεινώσει ασκήσεως, όπως γράφει η Γερόντισσα της Μονής Θεοξένη. Στο μικρό πόνημα πού έγραψαν ως ευλαβικό αφιέρωμα οι μοναχές της Ι.Μ. Χρυσοπηγής αναφέρουν ότι μόνο λίγες πτυχές της ζωής θα αναφέρουν προς το παρόν και ό,τι αναφερθεί θα είναι πολύ λίγο μπροστά σ’ αυτό πού ήταν και βίωσε η μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη. Η δυσκολία στο να αναφερθεί κανείς στην αγία της βιοτή πηγάζει και από το γεγονός ότι είναι δύσκολο να απαριθμηθούν οι αρετές και η πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου πού μιλούσε με τη σιωπή.

Η Γερόντισσα Θεοσέμνη ήταν πρότυπο μοναχής σύμφωνα με τις διδαχές των Πατέρων. Συνδύαζε σπάνια χαρίσματα και μεγάλες ικανότητες σε όλα τα θέματα. Ήταν δραστήρια και ενεργητική, αλλά παράλληλα ασκητική και ησυχαστική. Ήταν εκ φύσεως σιωπηλή και αφανής στις σχέσεις της με τους ανθρώπους, και είχε την τέχνη να κρύβει ακόμα και από τους κοντινούς της ανθρώπους τις μεγάλες της ικανότητες και αρετές. Παρόλο πού η ίδια ηταν ώριμη, οργανωτική, μεθοδική, οξύνους και παρατηρητική, παρουσίαζε πάντοτε το αποτέλεσμα της εργασίας ως συλλογική κοινή εργασία κι έτσι δίδασκε τις αδελφές να μην επιδιώκουν ποτέ την προσωπική τους προβολή.

Η Γερόντισσα ουδέποτε πίστεψε στα πολλά της χαρίσματα. Τη διέκρινε βαθειά ταπείνωση και όχι απλή, συνηθισμένη ταπεινολογία ή αξιοπρεπής σεμνότητα.

Ασκούσε τη διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Γνώριζε με διάκριση σε ποιά αδελφή έπρεπε να αναθέσει το κάθε διακόνημα ή την συγκεκριμένη ευθύνη αξιοποιώντας τα χαρίσματα όλων. Και όπως με μοναδικό τρόπο περιποιόταν τα δέντρα, γνωρίζοντας ποιό κλαδί πρέπει να μείνει και ποιό να αφαιρεθεί, για να ανθίσει το δέντρο και να καρπίσει, το ίδιο έκανε και με την Αδελφότητα. Απ’ όποιον χώρο ή διακόνημα της Μονης διερχόταν, είχε την παρατηρητικότητα να διακρίνει τί έπρεπε να διορθωθεί ή να βελτιωθεί και αυτό γινόταν πάντοτε με σεμνότητα και μία λακωνική εξήγηση.

Η ίδια έκανε διάφορα διακονήματα της Μονης, χωρίς να περιορίζεται στην εκτέλεση των ηγουμενικών καθηκόντων. Αξιοποιούσε το χρόνο με απερίγραπτη δημιουργικότητα.

Όταν διαπίστωνε ότι ένας τομέας διακονίας στο μοναστήρι παρουσίαζε καθυστέρηση ή αναποτελεσματικότητα, χωρίς εκνευρισμό ή ένταση εμπλεκόταν η ίδια στο διακόνημα, με εκείνη την απαράμιλλη απλότητα πού τη χαρακτήριζε, λέγοντας: “Για να δούμε, αδελφές, με υπομονή, πώς αλλιώς μπορεί να γίνει…”. Και, βεβαίως, έβρισκε πάντοτε λύση.

Η Γερόντισσα σεβόταν απεριόριστα όλες τις αδελφές και κανείς δεν την άκουσε ποτέ να μιλήσει προσβλητικά. Δεν συμβούλευε κανέναν, αν δεν της το ζητούσε, ούτε τις μοναχές της Μονής μας, παρά μόνο σπάνια. Και όταν το έκανε, μεμφόταν γι’ αυτό τον εαυτό της, λέγοντάς μας ότι δεν είναι άξια να μας διδάξει. Για τα δικά μας σφάλματα και τις ελλείψεις θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο.

Είχε το χάρισμα να διοικεί και να κατευθύνει την αδελφότητα χωρίς να ταράζεται, να υψώνει τη φωνή, να ελέγχει ή να απειλεί με κανόνες. Γενικά δεν έβαζε κανόνες. Αν κάποτε το έκανε, ήταν πολύ λυπημένη, γι’ αυτό έσπευδε να εκτελέσει πρώτη τον κανόνα πού είχε δώσει στην αδελφή.

Ουδέποτε αποδέχτηκε ως ηγουμένη εξυπηρετήσεις ή προνόμια. Αν χρειαζόταν κάτι ενώ εργαζόταν, δεν έστελνε κάποια αδελφή να της το φέρει, αλλά σαν μικρό παιδί έτρεχε μόνη της να το πάρει. Στις ενστάσεις μας σχετικά με αυτό απαντούσε ειρηνικά: Ευλόγησον αισθάνομαι ότι έτσι πρέπει να ενεργούμε στο μοναστήρι”.

Δεν κρατούσε για τον εαυτό της ποτέ κανένα από τα δώρα πού της έφερναν. Τα έδινε αμέσως, για να μοιραστούν στις αδελφές.

Όταν της επιμέναμε να κρατήσει ένα εργαλείο, για να το χρησιμοποιεί μόνο εκείνη -είχε μεγάλη επιδεξιότητα σε τεχνικά πράγματα-, δίσταζε να το κάνει και έλεγε ότι τα εργαλεία, όπως όλα τα αντικείμενα, πρέπει να είναι σε κοινή χρήση στο μοναστήρι. Μολονότι η ίδια ήξερε να χειρίζεται εργαλεία και μηχανήματα με σπάνια ικανότητα, υπέμενε ως άσκηση τη φθορά πού προκαλούσε η χρήση τους από όλη την αδελφότητα.

Η Γερόντισσα ήταν απέραντα ελεήμων. Αγαπούσε και σεβόταν βαθιά, χωρίς καμία διάκριση, τους ανθρώπους πού βρίσκονταν σε ανάγκη και απορία. Κανείς δεν έφυγε ποτέ από τη Μονή με άδεια χέρια· δεν παρέλειπε ούτε εκείνους πού, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το μοναστήρι. Τόση ήταν η χαρά της όταν έδινε, πού ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει γι’ αυτό.

Η Γερόντισσα αγαπούσε πολύ να κρύβεται μέσα στην αδελφότητα. Γενικά δεν παρουσιαζόταν στους επισκέπτες, ιδιαίτερα όταν έρχονταν πολλοί άνθρωποι στο μοναστήρι. Επιδίωκε να είναι μακριά από τον κόσμο. Ενώ συμπονούσε τους άνθρώπους και προσευχόταν πολύ για τα προβλήματά τους, απέφευγε συστηματικά να εμπλέκεται σε συναναστροφή μαζί τους. “Αυτό, έλεγε, είναι διακόνημα της αρχοντάρισσας” και με τον τρόπο αυτόν δίδασκε στις αδελφές να μην επιδιώκουν τις συναναστροφές και τις συνομιλίες με προσκυνητές, γνωστούς ή συγγενείς. ‘Ελεγε, χαρακτηριστικά, ότι η πνευματική ζωή του μοναχού αυξάνει στην απομόνωση και στη σιωπή.

Λεπτολογούσε κάθε πτυχή της μοναχικής ζωής και δεν προσπερνούσε τίποτα ως ασήμαντο ή λεπτομερές. Δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να αποφασίζει αλλαγές, μένοντας πάντοτε πιστή στο πνεύμα των Αγίων Πατέρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδέποτε έδινε ευλογία να γίνει κατάλυση, αν δεν ήταν σημειωμένη στο Ωρολόγιο.

Ακόμα και ο άσθενής τηρούσε το τυπικό της νηστείας απαρέγκλιτα. Όταν κάποτε είχαμε βρεθεί εκτός Μονής, αρχή Μεγάλης Σαρακοστής, για ακτινοθεραπεία, τήρησε το τριήμερο με απόλυτη ακρίβεια και έκανε την πρώτη ακτινοβολία, Τετάρτη απόγευμα της πρώτης εβδομάδας, μετά την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.

Εικόνα

Σε όλη την περίοδο της ασθένειάς της, παρά τις επίμονες παρακλήσεις μας, ουδέποτε εξέφρασε επιθυμία για κάποιο είδος φαγητού, αλλά δεχόταν με ευγνωμοσύνη οποιαδήποτε τροφή της προσφερόταν.

Η μακαρία Γερόντισσα Θεοσέμνη δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, για τίποτα, για κανέναν.

Θεωρούσε το μαρτύριο και την εξουθένωση συνώνυμα της μοναχικής ζωής, έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες για τη σωτηρία μας.

Πάντοτε σκέπαζε τα λάθη των άλλων, ουδέποτε απέδωσε ευθύνες σε κανέναν και δεν ακούσαμε ποτέ κρίση, κατάκριση ή παράπονο για κάποιο πρόσωπο πού την είχε αδικήσει ή συκοφαντήσει. Συγχωρούσε και αγαπούσε τους πάντες αβίαστα, χωρίς προσπάθεια, γι’ αυτό και όλοι αισθάνονταν οικειότητα μαζί της, παρά τη σοβαρή και μετρημένη παρουσία της. Εκείνη, ωστόσο, πίστευε ότι δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο χρέος του μοναχού.

Όταν κάποτε, στο τέλος της επίγειας ζωής της, τολμήσαμε να της υπενθυμίσουμε γεγονότα σπάνιας θυσίας και ταπείνωσης, απάντησε λακωνικά: “Αδελφές, μην προσπαθούμε να μετατρέψουμε σε επίτευγμα το καθημερινό μας καθηκον, αν το έχουμε, χάριτι Θεού, εκτελέσει ποτέ…”.

Η Γερόντισσα αγωνιούσε για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Προσευχόταν ακατάπαυστα για γνωστούς και αγνώστους, μικρούς και μεγάλους, χριστιανούς και μη, για όλους τους ανθρώπους.

Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, περπατούσαμε σ’ ένα δρόμο στο Λονδίνο, μετά από συνάντηση με τον ογκολόγο καθηγητή, πού της είχε αναγγείλει ότι ο όγκος στον πνεύμονα είχε πάλι ενεργοποιηθεί και θα έπρεπε να κάνει νέα θεραπεία. Μου φάνηκε σκεπτική. Νόμισα ότι την απασχολούσε το πρόβλημα της υγείας της και τη ρώτησα σχετικά. “Όχι, μου απάντησε, αυτό το θέμα το έχω αφήσει τελείως στο Θεό. Αυτό πού σκεφτόμουν τώρα, και γι’ αυτό είμαι προβληματισμένη, είναι αυτά τα νέα παιδιά πού συναντήσαμε στη γωνία να ζητιανεύουν. Τα παρατηρούσα· ήταν ωχρά και τα χέρια… αχ, πώς ήταν τα χέρια τους! Πόσο στεναχωριέμαι! Φοβάμαι ότι παίρνουν ναρκωτικά. Και εκείνο το κορίτσι, τι ωραία πού έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε! Θα μπορούσε και να ψάλλει…”.

Εικόνα

Η σοβαρή ασθένειά της ήταν πληγμα για όλους μας, όχι όμως και για την ίδια. Συνέχιζε τη ζωή της με ψυχικό σθένος, ανεπανάληπτη υπομονή και πραότητα, θάρρος και ανδρεία, απέραντη πίστη και υπακοή στο θέλημα του Θεού.

Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στην ψυχή όσων την άκουγαν. Όλος ο βίος της ηταν αρμονία θεωρίας, λόγου και πράξεως. Η Γερόντισσα ενσάρκωνε την αγιοπατερική ταπείνωση, γι’ αυτό και οι άνθρωποι ένιωθαν κοντά της ειρήνη και μια χάρη υπερκόσμια, ίδια με αυτή που νιώθουμε κοντά στους Αγίους.

Το τέλος της υπήρξε οσιακό, όπως οσιακή ήταν και η ζωή της. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 31 Μαΐου 2000, σε ηλικία 62 ετών και όσοι προσκύνησαν το σεπτό σκήνωμά της ένιωσαν ότι “ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει”.

“Γερόντισσα Θεοσέμνη”, Έκδοσις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2002

Πηγή: http://www.diakonima.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Δευτ Φεβ 10, 2014 9:15 pm

Γερόντισσα Μακρίνα: «Νὰ μὴν ἀργολογοῦμε, νὰ κυνηγοῦμε τὴν "Εὐχὴ", αὐτὴ θὰ μᾶς μάθει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό»

Εικόνα

Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τὸ λέμε ἀδιαλείπτως καὶ νὰ δῆτε πώς θὰ μᾶς σκεπάσει ὁ Θεός. Νὰ μὴν ἀργολογοῦμε, νὰ κυνηγοῦμε τὴν «Εὐχὴ» (Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με). Αὐτὴ θὰ μᾶς μάθει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸν νοῦ του στὸν Θεὸ καὶ στὸν Παράδεισο καὶ δὲν τὸν ἔχει στὰ γήϊνα καὶ λατρεύει τὸν Δεσπότη Χριστό, οἱ πειρασμοὶ καὶ λογισμοὶ παραμερίζονται καὶ λαμβάνει χαρά, ἀγαλλίαση καὶ ὑπομονή. Μέχρι νὰ πεθάνουμε, θὰ ἔχουμε ἀγώνα, ἐπειδὴ τὰ πάθη εἶναι ζυμωμένα μὲ τὸ αἷμα μας καὶ πρέπει νὰ ξερριζωθοῦν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαρκῶς τὸν νοῦ του στὸν Θεὸ λέει: «Γιατί νὰ συζητῶ καὶ νὰ μὴν ἔχω τὸν νοῦ μου στὸν Θεό;». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυνηγάει τὸν Θεό, τὴν «εὐχή», δὲν ἀγαπάει τὰ λόγια, τὶς συζητήσεις. Τότε ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ μακαριότητα καὶ ὅτι καὶ νὰ ἀκούει, φωνὲς κλπ, εἶναι σὰν νὰ μὴ ἀκούει καὶ νομίζει ὅτι βρίσκεται σὲ ἄλλο τόπο. Ὅταν λέμε τὴν «εὐχή», ὁ Χριστὸς γίνεται χειραγωγὸς καὶ μᾶς λέει πῶς νὰ βαδίζουμε, πῶς νὰ τρῶμε, πῶς νὰ καθώμαστε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει τὸν λογισμό του καὶ ταπεινώνεται, ἔχει εἰρήνη στὴν ψυχή του. Τὰ πάθη δὲν θὰ παύσουν νὰ μᾶς πολεμοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς νὰ τὰ πολεμοῦμε...

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γερόντισσα Μακρίνα, Λόγια Καρδιᾶς, Ι.Μονὴ Παναγίας Ὁδηγήτριας, Πορταριὰ Βόλου».

Πηγή: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Τρί Φεβ 11, 2014 5:39 pm

Ἡ ὁσία Γερόντισσα Ἀνυσία ἡγουμένη τῆς Μονῆς Ἁγίου Μηνᾶ Ροδολίβου Σερρῶν

Εικόνα

Η κοίμηση της ηγουμένης – Νέα ηγουμένη η μοναχή Ανυσία

Η γερόντισσα Κασσιανή, πλήρης ημερών είχε οσιακό τέλος. Έγινε η κηδεία και τα σαράντα της. Από τις άλλες μοναχές, καμμιά δε φιλοδοξούσε, ούτε σκεπτόταν για τη θέση της ηγουμένης. Τόσο ταπεινές ήσαν όλες, ώστε σχημάτισαν την εντύπωση, ότι αυτές δεν κάνουν για κάτι τέτοιο. Ο δεσπότης θα φροντίσει για ηγουμένη. Πράγματι, ο δεσπότης εφρόντισε. Πως όμως εφρόντισε; Έρχεται ανύποπτα μία μέρα στο μοναστήρι και τους έκανε λειτουργία. Έν συνέχεια κατεβαίνει, πιάνει την αδελφή Ανυσία και την τραβάει στην Ωραία Πύλη. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Μόλις κατάλαβε ότι πρόκειται να την προχειρήσει για ηγουμένη, μόνο που δεν έπαθε συγκοπή.

—Σεβασμιώτατε τι; Που με πας;—Έλα εδώ, κάνε υπακοή.

Και στρεφόμενος προς τις αδελφές που και εκείνες έβλεπαν με απορία, τους λέει «σήμερα θα σας κάνουμε μητέρα». Όλες οι μοναχές το δέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Από αυτό και μόνο φάνηκε η αρετή των αδελφών. Έβλεπες στο πρόσωπό τους ότι έλαμπαν από χαρά. Καμμιά δεν άντέδρασε να διαμαρτυρηθεί ή να μελαγχολήσει, όπως συμβαίνει συνήθως σε όσους ο νους τους είναι σε μεγαλεία και εξουσίες.

Όλες τους ψυχές εκλεκτές, είχαν βίον θαυμαστόν, ήσαν 16 – 18 αδελφές, ήταν πραγματικά μία παραδεισένια αδελφότητα. Αλλά και η επιλογή του δεσπότη δεν ήταν καθόλου τυχαία, ήταν από Θείο Φωτισμό. Θυμάστε ότι, όταν η μοναχή Χριστονύμφη είδε την Αγία Παρασκευή και την ρώτησε ποιάν αδελφή να έχει πρότυπο και να συμβουλεύεται, η Αγία της αποκρίθηκε «την Ανυσία». Αυτήν την Ανυσία, εφώτισε το δεσπότη ο Κύριος, να προκρίνει επαξίως για ηγουμένη.

Η γερόντισσα Ανυσία ήταν και αυτή βλαστός αειθαλούς δένδρου ενός Αγίου ιερέως ο οποίος μεταξύ των άλλων χαρισμάτων του, τελούσε πάμπολλα θαύματα και εν τη ζωή αλλά και μετά θάνατο. Λεγόταν Ιωάννης Παυλίδης και καταγόταν από ένα χωριό της Μ. Ασίας που λεγόταν Ίμερα. Η Ανυσία ήταν πολύ όμορφη και ο πατέρας της ήθελε από μικρή να την παντρέψει για τον φόβο των τούρκων. Οταν της το είπε, τότε έμαθε από αυτήν ότι ποθούσε να γίνει μοναχή. Τότε της είπε ο πατέρας της, «όταν θα πάμε στην Ελλάδα, τότε να γίνεις μοναχή». Έβλεπε αυτός ο άγιος άνθρωπος, ότι το κλίμα εκεί στην τουρκιά δε σήκωνε για γυναικείο μοναχισμό(1).

Μια φορά, για να την βεβαιώσει η Παναγία μας ότι είναι για μοναχή, συνέβη το εξής: Υπήρχε συνήθεια την εορτήν της Υπαπαντής να ανεβαίνουν οι άτεκνες γυναίκες στον γυναικωνίτη. Εκεί τους έδινε ο ιερέας μία εικονίτσα με τον Χριστό παιδάκι, για να τεκνογονήσουν. Οι εικονίτσες ήταν όλες ίδιες. Χωρίς η μικρή να γνωρίζει, πήγε και αυτή από περιέργεια στον γυναικωνίτη. Αφού πήγε, της έδωσε και αυτής μία εικονίτσα. Όταν όμως την άνοιξε, παραδόξως, κατ’ εξαίρεση, η δική της μόνο ξεχώριζε από τις άλλες. Στην εικόνα ήταν μόνη η Παναγία μας ζωγραφισμένη, και με τα χέρια σταυρωμένα. Όταν έμαθε ότι τους έδινε ο ιερέας τις εικονίτσες για τεκνογονία, τότε αμετάκλητα βεβαιώθηκε ότι εκείνην, η Παναγία την θέλει να γίνει μοναχή. Αλλά και αυτή ήταν βλαστός από άγιες ρίζες. Ο πατέρας της ήταν άγιος με φανερά σημεία. Δεν πρόλαβε να πάει στην Ελλάδα, κοιμήθηκε οσιακά στην Μ. Ασία. Οι τούρκοι, αν και ανάξιοι, έβλεπαν στον τάφο του κάθε βράδυ ενα ουράνιο φως. Φοβισμένοι μήπως συμβαίνει κάτι παράδοξο, πήγαν στην αστυνομία. Μία ομάδα αστυνομικών πήγαν νύχτα, κρυφά, να εξετάσουν τι συμβαίνει και είδαν οφθαλμοφανώς να βγαίνει το φως μέσα από τον τάφο του πατέρα της. Μέσα στον τάφο, συνήθιζαν να βάζουν στο προσκέφαλο ένα καντήλι αναμμένο. Όταν αργότερα έγινε εκταφή, ω του θαύματος! Βρήκαν ύστερα από τόσα χρόνια το καντήλι μέσα στον τάφο αναμμένο, όπως το έβαλαν, γεμάτο λάδι.

Όταν έγινε η ανταλλαγή και έφυγαν οι Έλληνες θέλησαν να μεταφέρουν μαζί τους και το ιερό λείψανο του νέου αυτού θαυματουργού Αγίου, αλλά εστάθη αδύνατο. Έκαμνε τόσα πολλά θαύματα στους Τούρκους ούτως ώστε με κανένα τρόπο δεν άφηναν τον Άγιο αυτό γιατρό, που τους χάρισε ο Θεός, και ας ήταν αλλόπιστοι.

Άραγε, μία προφητεία που λέει ότι κάποτε το ένα τρίτο θα γίνουν χριστιανοί αυτοί οι άνθρωποι που δέχονται τους Αγίους μας, τους προετοιμάζουν οι Άγιοι σαν πρόσφορο έδαφος να γίνουν χριστιανοί;

Αργότερα οργάνωσαν στην Ελλάδα ένα σύλλογο μικρασιατών, και έβγαλαν και περιοδικό. Όταν πιά η Άνυσία ήταν μοναχή, της έστειλαν ένα περιοδικό το οποίο έγραφε διάφορα θαύματα που έκανε ο πατέρας της μετά θάνατον. Αυτού το αγίου δέντρου βλαστός ήταν και η ηγουμένη Ανυσία.

Όταν πήγαινε η γερόντισσα Ευφημία στο μοναστήρι, τη δεχόταν με μεγάλη χαρά και αγάπη. Όμως δεν εννοούσε για πολύ να αφήσει την πνευματική της εργασία. Λέγει «Μιλούσαμε περίπου δέκα λεπτά και μετά διέκοπτε και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Μια φορά πήγαμε μαζί με τον γέροντα και τον π. Ισαάκ.» Εδώ, γέροντα εννοεί η γερόντισσα τον πνευματικό και ανακαινιστή της μονής, της οποίας ηγουμενεύει, π. Γρηγόριο. Όσον αφορά τον π. Ισαάκ, πρόκειται για έναν σύγχρονο άγιο γέροντα αραβικής καταγωγής, από τον Λίβανο. Ήρθε ως ιερομόναχος γύρω στο 1975 στο Άγιο Όρος, επροσκολλήθηκε στον άγιο γέροντα Παΐσιο, ο οποίος τον ανεδέχθη και εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς από Φίλιππος σε Ισαάκ. Έκτοτε ασκήτευε στην Καψάλα του Αγίου Όρους μέχρι της οσίους τελευτής του. Διάδοχος σήμερα του κελιού είναι ο πρώτος του υποτακτικός και διακεκριμένος, ο ιερομόναχος Ευθύμιος. Λέγει λοιπόν η γερόντισσα Ευφημία: «ρωτήσαμε που είναι η ηγουμένη, μου λένε είναι στο κελί της Χριστονύμφης. Πάω, την βλέπω, αυτή διάβαζε την Αγία Γραφή. Χτυπώ την πόρτα, εκείνη σκυφτή κάτω. Την ρωτώ «ποιά είμαι» και αυτή «είσαι η Ευφημία;» και απαντώ «ναί, ναί γερόντισσα». Με χαιρετά εγκάρδια και με ρωτά:

Τί κάνεις Ευφημία μου; Ο γέροντας, οι αδελφές είναι όλοι καλά; Τί κάνουν;

Μιλήσαμε μόνο πέντε λεπτά. Αυτό ήταν. Μετά ξαναπήρε την Καινή Διαθήκη και πρόσθεσε «να είστε καλά, υπακοή, υπακοή να κάνετε όλοι», και μετά στράφηκε στην αγαπημένη της ανάγνωση. Ούτε συγγνώμη θεώρησε ότι έπρεπε να πει, γιαυτήν αυτός είναι ο τύπος της σωστής συμπεριφοράς του μοναχού. Οι πολλές συζητήσεις είναι φθορά και σπατάλη χρόνου. Ασφαλώς η γερόντισσα Ανυσία είχε γευθεί τους πνευματικούς καρπούς της σιωπής, της προσευχής και της θείας μελέτης».

Παραπομπή

1. Παρόλον ότι ο Ελληνισμός του Πόντου και της Μ. Ασίας, είτε σφαγιάστηκε, είτε ξερριζώθηκε, εντούτοις ο 20ος αιώνας έδωσε από αυτούς πολλούς αγίους στην Εκκλησία. Εκτός από νεομάρτυρες, έχουμε και ασκητές και οσίους. Ελάχιστο δείγμα ο Αρσένιος ο Καππαδόκης (1924), αλλά και ο γνήσιος απόγονός του τον οποίο εβάπτισε με τα χέρια του, ο γνωστός χαρισματούχος γέροντας Παΐσιος (1994). Από εκεί ο π. Γεώργιος Καρσλίδης (1959), η οσία Σοφία (1974), ο Ιερώνυμος της Αιγίνης (1966) και πολλοί άλλοι. Τον τελευταίο αυτόν επισκεπτόμουν στο ασκηταριό του στην Αίγινα. Μεταξύ άλλων μας διηγόταν και για πολλούς άλλους σύγχρονους αγίους ασκητάς που γνώρισε, μεταξύ των οποίων και τον γέροντά του Μισαήλ. Στο χορό λοιπόν των συγχρόνων μικρασιατών αγίων, προστίθεται τώρα και ο πατέρας της μοναχής Ανυσίας, όσιος Παπαγιάννης ο θαυματουργός.

Ιωσήφ Μ.Δ.. Μοναχή Χριστονύμφη. Μια σύγχρονη άγια μορφή 1923-2005. Σελ.65-70.

Πηγή: http://www.hristospanagia.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Τετ Φεβ 12, 2014 8:39 pm

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Εικόνα

Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (22/09/1896 - 11/7/1993) ήταν Ρώσος Ορθόδοξος Ιερομόναχος που ξεκίνησε τη μοναχική του ζωή στο Άγιο Όρος, στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και θεωρείται από την ορθόδοξη παράδοση ως ένας απο τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στη Μόσχα και ήταν μέλος 9μελούς οικογένειας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Σέργιος, ενώ έδειχνε απο μικρός ιδιαίτερη θεολογική κλίση. Εν αρχή ασχολήθηκε με την ζωγραφική, ενώ ασχολήθηκε με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό. Όταν απογοητεύτηκε από τη φιλοσοφία των Ανατολικών θρησκειών, στράφηκε προς το Χριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα την Ορθοδοξία. Σε ηλικία 25 ετών μετακινήθηκε στη Γαλλία, προσπαθώντας να βρει εργασία ως ζωγράφος. Στη Γαλλία κατάφερε να γίνει δεκτός στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όμως τελικά στράφηκε προς το χριστιανισμό με περισσότερο ζήλο αφού ούτε αυτό τον γέμιζε όπως ο ίδιος αργότερα ομολόγησε και έτσι στράφηκε σε ηλικία 29 ετών στη θεολογία, εισαγόμενος στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι. Όπως έλεγε και ο ίδιος:

«Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως τίποτα δεν μου έδινε χαρά και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου, είχα μέσα μου κενό και αγωνία. Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω από το αδιέξοδο, που με συνείχε. Όμως δεν έβρισκα λύση. Ένα βράδυ, μετά από μία διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και αργό βήμα. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι βάναυση, είναι ανιαρή. Τότε σκέφτηκα να γίνω μοναχός, όμως πού και πώς δεν είχα ιδέα. Ήμουν Ρώσος εμιγκρέ-πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, οι οποίοι ίδρυσαν το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου… Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιο Όρος, κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό».

Με το πέρας των σπουδών έλαβε την απόφαση να μονάσει. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, το 1925. 4 έτη αργότερα θα γνωρίσει τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος έμελλε να γίνει ο πνευματικός καθοδηγητής του. Εν συνεχεία αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους το 1938, που ασκήτεψε αυστηρά. Το 1948 εξήλθε από το Άγιο Όρος ώστε να χειρουργηθεί στη Γαλλία και έτσι εξέδωσε σε βιβλίο και το βίο του Αγίου Σιλουανού, που εν τω μεταξύ εκοιμήθη. Εν συνεχεία εξέδοσε και άλλα βιβλία το «Περί προσευχής», το «Άσκηση και Θεωρία» και «Η ζωή Του ζωή μου». Την ίδια εποχή επισκέφτηκε και τη Μόσχα μετά από πολλά χρόνια και έκτοτε έμελλε να έχει πιο στενούς δεσμούς με την πόλη. Το 1963 εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα, χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ. Εκεί έμεινε μέχρι και τέλος της ζωής του, όταν και εκοιμήθη, το 1993 σε ηλικία 97 ετών.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος προγνώριζε πότε θα γίνει η κοίμησή του. Όταν πληροφορήθηκε πως η κρύπτη του Μοναστηριού θα ολοκληρωνόταν στις 12/7, είπε ότι θα ήταν έτοιμος. Στις 11/7 κοιμήθηκε στις 14/7 έγινε η εξόδιος ακολουθία στην οποία παρίσταντο πολλοί μοναχοί από όλο τον κόσμο. Επίσης, όπως είχε πει ο Γέροντας Σωφρόνιος, η κοίμηση της Μητέρας Ελισάβετ – της πιό γηραιάς μοναχής – θα ήταν στις 24/7.

Εικόνα

Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Γέροντας Σωφρόνιος πήγε στο Παρίσι, ήταν και η έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Σιλουανoύ. Όταν ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, το Μοναστήρι ανέλαβε αυτές τις εκδόσεις. Το 1973, εκδόθηκε μια πληρέστερη μετάφραση της ζωής του Αγίου Σιλουανoύ καθώς και μια συλλογή με τους ιερούς του Λόγους το 1975. Μετά από αυτές τις εκδόσεις, ο Γέροντας Σωφρόνιος άρχισε να εκδίδει τα δικά του συγγράμματα. Το 1987, έγινε η επίσημη ανακήρυξη του Αγίου Σιλουανoύ του Αθωνίτου από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Πηγή:http://o-nekros.blogspot.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Σάβ Φεβ 15, 2014 7:39 pm

Γερόντισσα Ευπραξία(1931 – 9 Απριλίου 2013) Καθηγουμένης Ι.Μ. Κυράς των Αγγέλων Κερκύρας

Εικόνα

Εγεννήθη το 1931 στο χωριό Αναπλάδες της Νοτίου Κερκύρας. Υπήρξε θυγατέρα των θεοσεβούμενων και πολυτέκνων (9 τέκνα) αγροτών Χαραλάμπους Μεταξά και Κωνσταντίνας Γαρδικιώτου. Κατά το Άγιο Βάπτισμα της εδόθη το όνομα Ελευθερία. Λόγω των δυσχερειών της περιόδου εκείνης και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δεν ετελείωσε ούτε το δημοτικό σχολείο. Όμως ειργάζετο χειρωνακτικώς για να βοηθεί την οικογένειά της.

Αγαπούσε ιδιαιτέρως την Εκκλησία και την πνευματική ζωή. Εκκλησιάζετο στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων όπου εμυήθη στα της πνευματικής ζωής και προσέφερε διακονία για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό του ναού και τις υποχρεώσεις της ενορίας. Παιδιόθεν επεσκέπτετο μαζί με την φίλη της Φανή Παπαβλασσοπούλου την Ιερά Μονή της Παναγίας «Κυράς των Αγγέλων» (16ου μ.Χ. αι.) και διετηρούσε δεσμό με την χαρισματική Ηγουμένη της Μονής, την ασκήτρια Αναστασία Βλάχου καθώς και την αδελφότητα της Μονής. Καίτοι η Φανή ητοιμάζετο να γίνει μοναχή, εν τούτοις η Ελευθερία έγινε μοναχή σύμφωνα με θαυμαστή πρόρρηση της θεοφωτίστου Ηγουμένης Αναστασίας.
Η ζωή της εκυλούσε ήρεμα με προσευχή, εκκλησιασμό και εργασία. Με ιδιαίτερη επιμέλεια και υπομονή εγηροκόμησε τους γονείς της και μια θεία της άτεκνη. Ελεύθερη από υποχρεώσεις στα 48 της χρόνια έφυγε για το μοναστήρι όπου και εγκατεστάθη κατά την ημέρα του 40νθήμερου μνημοσύνου της Ηγουμένης Αναστασίας. Στην από 8 Μαΐου 1980 αίτησή της προς την Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας φαίνεται η ωριμότητα της αποφάσεώς της και ο ένθεος ζήλος της να γίνει μοναχή καθώς και η αγνότης της προθέσεώς της. Στην Μονή αφιέρωσε εις μνημόσυνον αιώνιον των γονέων της την περιουσία της που ήταν 54 ελαιόδενδρα και έτσι εισήλθε στην Μονή πτωχή σαν τις άλλες αδελφές.

Την κοιμηθήσα Ηγουμένη Αναστασία Βλάχου διεδέχθη η μοναχή Αναστασία Καστρινού στην οποία η αδελφή Ελευθερία υπετάγη μετά προθυμίας και αναντίρρητα.

Η αδελφή Ελευθερία ήταν άνθρωπος της σιωπής και της προσευχής. Δεν παρετηρούσε τίποτε και κανέναν. Δεν εσχολίαζε, δεν κατέκρινε, δεν κατηγορούσε. Αγαπούσε ιδιαιτέρως τις ιερές ακολουθίες. Δεν εγνώριζε πολλές προσευχές και δεν μπορούσε να διαβάζει. Από μνήμης εγνώριζε μόνο το μισό προοίμιο του μεσονυκτικού το οποίο επανελάμβανε πολλές φορές. Όμως εστόλιζε το ένδυμα της ψυχής της με την μνήμη του θανάτου και τα υψοποιά δάκρυα. Το όνομα του Χριστού και το κομβοσχοίνι ήταν η ολοήμερη συντροφιά της. Έτσι ήταν πάντοτε γαλήνια και ήρεμη, έτοιμη για την υπακοή, την καλλιέργεια της ψυχής της, την διακονία, την ενέργεια της αγάπης. Ηξιώθη από το Θεό -όπως έλεγε η ίδια- να γηροκομήσει μόνη της έξι συνασκήτριές της με πολλή φροντίδα, αγάπη και υπομονή. Παράλληλα ειργάζετο ακούραστα στις αγροτικές εργασίες της Μονής που διαρκούν όλο το χρόνο (μόνο η συγκομιδή κλπ. των ελαιών διαρκεί 6 μήνες) και διετηρούσε ορνιθώνα και ποίμνιο αιγών.

Ρασοφόρος και μεγαλόσχημος εκάρη υπό του Μητροπολίτου Τιμοθέου ο οποίος της έδωσε και τον διορισμό της ηγουμενοσυμβούλου. Μετά την κοίμηση της Ηγουμένης Αναστασίας Καστρινού (+ 25 Ιουλίου 2002) ο Μητροπολίτης Νεκτάριος την διώρισε Ηγουμένη της Μονής τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Εικόνα

Ηξιώθη να αποκτήσει και μια υποτακτική, την Ολυμπία Δήμα από την Ηγουμενίτσα την οποία ενέδυσε δια των χειρών του Επισκόπου με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα δίδοντάς της το μοναστικό όνομα «Αθανασία».

Ως Ηγουμένη ανεδείχθη για τα χαρίσματά της. Για την απλότητά της, την μη σχηματοποιημένη συμπεριφορά της και την αφάνειά της. Την ενέργεια της προσευχής της για όσους της το εζητούσαν. Την καλωσύνη και την ευγένειά της, τον καλωσυνάτο και θεοφώτιστο λόγο της. Την υπακοή της στον Επίσκοπο και τον πνευματικό. Την μεγάλη ενέργεια της αγάπης προς άπαντας. Την φιλοξενία της και την μεγάλη ελεημοσύνη της. Την απέριττη και λιτή της ζωή με το ασκητικό βίωμα. Την αυστηροτάτη νηστεία με την ολιγοφαγία. Την αφιλοχρηματία. Την αδιάλειπτη προσευχή και το φιλακόλουθο. Την αγαθότητα του λογισμού, την πραότητα και την αμνησικακία. Και επίσης το γεγονός ότι παρ’όλες τις ολίγες γνώσεις της διέθετε την μείζονα των αρετών διάκριση, δια της οποίας εγένετο συμπαθής και προσηνής και είλκυε τις ψυχές. Με την διάκριση και την ευγενική συμπεριφορά εχειρίζετο την υποτακτική της και τα πνευματικά της Μονής τέκνα.

Ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς της έλαβε χαρά κρατώντας στα χέρια της το υπό τον τίτλον «Αναστασία η ασκήτρια της Κυράς» βιβλίο το οποίο αποτελεί ιστορική μελέτη της Μονής της Παναγίας της «Κυράς των Αγγέλων» ή «Κοκκινάδας» και διήγηση του βίου και της πολιτείας της πνευματικής της μητρός Γεροντίσσης Αναστασίας Βλάχου.

Η χαρά της αυτή εκορυφώθη όταν την Κυριακή Β’ Νηστειών, 31 Μαρτίου 2013, παρηκολούθησε με συγκίνηση στο πνευματικό κέντρο της Μητροπόλεως Κερκύρας την παρουσίαση του βιβλίου και της ταινίας με θέμα το περιεχόμενο του βιβλίου. Μετά από τρεις ημέρες εκαθηλώθη με κρυολόγημα στο κρεββάτι και την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως 7 Μαρτίου έλαβε δι’οράματος πληροφορία για το επικείμενο τέλος της ανακοινώνουσα ότι «μετά δύο ημέρες φεύγω». Και όντως την Τρίτη 9 Απριλίου εσηκώθη από το κρεββάτι και αφού έκαμε την προσευχή της, επλύθη, ητοιμάσθη και ειδοποίησε τους δικούς της και τα πνευματικά τέκνα της Μονής. Τους εχαιρέτησε όλους δίδοντας συμβουλές και περί τις 15.00 μ.μ. εκοιμήθη εν Κυρίω καθιστή, προσευχομένη και ήρεμη. Ο γιατρός που το επληροφορήθη τηλεφωνικώς δεν μπορούσε να το πιστεύσει, διότι όντως είχε γίνει καλά…….

Την επομένη 10η Απριλίου, στις 16.00 μ.μ. έγινε η εξόδιος ακολουθία και η ταφή υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας κ.κ. Νεκταρίου με την παρουσία Ηγουμένων και Ιερέων, μοναζουσών από όλες τις Μονές της νήσου οι οποίες έψαλλαν (και οι οποίες εδιάβαζαν από την προηγουμένη νύχτα το ψαλτήρι) και πλήθος κόσμου. Ο λόγος του Σεβασμιωτάτου έδωσε χαρά και ελπίδα στους προσκυνητές καθώς αποχαιρετούσαν την πνευματική τους μητέρα. Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη ευκαμψία του λειψάνου της.

Πηγή: http://www.pemptousia.gr


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
Φωτεινή
Δημοσιεύσεις: 2060
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό Φωτεινή » Σάβ Φεβ 22, 2014 7:35 pm

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ
Γεύση παραδείσου στην καρδιά της Ρωσίας


Εικόνα


Του πατρός Νεκταρίου Αντωνοπούλου
Ηγουμένου Ιεράς Μονής Σαγματά


Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή. Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη. Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.


Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.


Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.
«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. Άρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου. Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «Άγιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει. Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».


Την ρωτήσαμε για την ζωή της

«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες. Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».
Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την
φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.


Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα. Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».


Γνωριμία με τον άγιο Λουκά

Γνώρισα τον άγιο Λουκά το 1951 και αυτή ή γνωριμία ήταν ή μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή μου. Για δέκα χρόνια του έφτιαχνα τα πρόσφορα της Θ. Λειτουργίας και δεν έχανα τα κηρύγματα του. Τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του, μιλούσαμε συχνά και πολλές φορές φάγαμε μαζί. Μας βοήθησε πολύ αλλά και όλο τον κόσμο. Ό ίδιος πολλές φορές έμεινε νηστικός για να ταΐζει τους άλλους. Ό άγιος Λουκάς φαινόταν αυστηρός, όμως δεν ήταν. Όταν τον πλησίαζα έβλεπα έναν γλυκύτατο άνθρωπο, γεμάτο αγάπη. Όλοι τον αγαπούσαμε και τον θεωρούσαμε πατέρα μας. Παρόλο πού ή κατάσταση ήταν δύσκολη -ή Εκκλησία ήταν υπό διωγμό και κινδυνεύαμε να χάσουμε τις δουλειές μας- τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τα κηρύγματα του. Άλλα και όταν τελείωνε ή Θ. Λειτουργία δεν φεύγαμε, τον περιμέναμε και τον ακολουθούσαμε μέχρι το σπίτι του. Όταν φτάναμε, εκείνος γύριζε όλο αγάπη και μας ευλογούσε. Όταν ή κόρη μου ήταν μικρή, είχε πρόβλημα με την σκωληκοειδίτιδα και οι γιατροί συνέστησαν εγχείριση. Την πήγα στον άγιο Λουκά, την εξέτασε και μας είπε: «Όχι, να μην κάνει εγχείριση, δεν είναι τίποτα». Πράγματι από τότε δεν την ξαναενόχλησε. Θυμάμαι ότι τον είχα δει λίγες μέρες πριν από την κοίμηση του. Ήταν στο κρεβάτι του, πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε καλά - καλά να μιλήσει. Μόνο κάτι μου ψιθύρισε και πήρα την ευχή του. Στην κηδεία του ήμουν παρούσα. Τα δυο βράδια πού παρέμεινε το σκήνωμα του στο ναό ήμουν εκεί και του διάβαζα το ψαλτήρι. Το δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα το ψαλτήρι, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο. Καθόταν λίγο πιο πέρα κοντά σε ένα τραπέζι. Έμεινα άφωνη.


Την ημέρα της κηδείας του έγινε μεγάλη μάχη με τους αστυνομικούς, πού δεν μας επέτρεπαν ούτε να μεταφέρουμε το λείψανο του από τον κεντρικό δρόμο ούτε να ψάλλουμε. Δεν θα ξεχάσω το έξης καταπληκτικό γεγονός: Όταν δίναμε την μάχη με τους αστυνομικούς πάνω από το φέρετρο του, εμφανίστηκαν στον ουρανό χιλιάδες περιστέρια πού έκαναν κύκλους και τιτίβιζαν. Ακολούθησαν όλη την εκφορά του αγίου Λουκά στον κεντρικό δρόμο μέχρι το κοιμητήριο. Ή διάρκεια ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Όλη αυτή την ώρα ψάλλαμε το «Άγιος ό Θεός» και τα περιστέρια μας ακολουθούσαν. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, τα περιστέρια κάθισαν πάνω στην στέγη της εκκλησίας. Σαν τελειώσαμε και αρχίσαμε να αποχωρούμε, τα περιστέρια πέταξαν τιτιβίζοντας και κανείς ποτέ δεν τα ξαναείδε. Ήταν χιλιάδες περιστέρια και το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ακόμη και οι «άθεοι» προβληματίστηκαν.
Όλα τα πνευματικά του παιδιά είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο περί αγίου. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία και ότι του ζητούσαμε στην προσευχή μας, μας το έδινε. Από τότε με επισκέφθηκε κάποιες φορές. Την τελευταία φορά πού ήρθε πρόσεξα ότι το ράσο του είχε λίγες λάσπες. Το καθάρισα και του είπα: «Δεσπότη μου, πού λερώθηκες; Άλλη φορά να προσέχεις...».
Μας ήλθε στο μυαλό ή προτροπή του Χριστού να γίνουμε σαν τα παιδιά και θαυμάσαμε την απλότητα και την αμεσότητα της.


Ή κουρά

«Ή κουρά μου έγινε το 1997. Ήθελα από πολύ καιρό να γίνω μοναχή, αλλά δεν δινόταν ή ευκαιρία. Τελικά, αυτή μου την επιθυμία την πληροφορήθηκε ό Μητροπολίτης μας κ. Λάζαρος, ό όποιος έδωσε και την ευλογία να γίνει ή κουρά. Δεν πήγα σε μοναστήρι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο εδώ κοντά. Επιπλέον είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία και γι' αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ. Χωρίσαμε το δωμάτιο στην μέση με την κόρη μου (και δείχνοντας το κρεβάτι και τις εικόνες συνέχισε) από εδώ είναι το μοναστήρι και (δείχνοντας το κρεβάτι της κόρης της απέναντι) από εκεί είναι ό κόσμος.
Ή μέρα μου περνάει με προσευχή. Τι άλλο να κάνω; Μοναχή είμαι. Παλιότερα διάβαζα όλη την ημέρα πολλές παρακλήσεις και τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν καθόλου, ούτε ακούω καλά. Μου διαβάζει ή κόρη μου και τις υπόλοιπες ώρες κάνω κομποσχοίνι. Το 'ίδιο και την νύχτα, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ. Λέω την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Προσεύχομαι για τον Δεσπότη μας, για τους ιερείς, για τους μοναχούς μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Προσεύχομαι και για εσένα να σε έχει ό Θεός καλά. Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε: «Ξέρεις σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά και πολύ λυπημένη. Αύριο είναι της Αναλήψεως και ό Χριστός μας θα φύγει. Χαίρομαι πού θα αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά πάλι λυπάμαι πού θα φύγει... Εγώ ήθελα να μείνει! Άλλα οπού να 'ναι θα φύγω κι εγώ, είμαι πλέον άχρηστη. Να μην τους κουράζω και τους ενοχλώ».
Στο σημείο αυτό επενέβη ή κόρη της: «Ή μητέρα μου όλο αυτό μου λέει. Όμως είναι ένας άνθρωπος πού ποτέ δε με κούρασε. Δεν είναι καθόλου απαιτητική, ούτε πού μας ενοχλεί. Για ποιο λόγο να φύγει; Είμαστε τόσο αγαπημένες και περνάμε τόσο όμορφα μαζί. Κάνουμε την προσευχή μας, διαβάζουμε τους βίους των αγίων. Τι άλλο θέλουμε;».
Πέρασε αρκετός καιρός. Τον Οκτώβριο του 2003 την επισκεφθήκαμε και πάλι με μία ομάδα νέων παιδιών από την Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά, οί περισσότεροι δεν χωρούσαν και έμειναν στον διάδρομο. Ή χαρά της γερόντισσας ήταν πολύ μεγάλη. «Μεγάλη χαρά μου δίνετε. Ήρθατε τόσοι άνθρωποι σε μένα! Ευχαριστώ πού με θυμηθήκατε. Σαν πουλάκια από τον ουρανό ήρθατε, σαν άγγελοι».
Μεταξύ των άλλων μας διηγήθηκε και δυο περιστατικά, από αυτά πού συναντάει κανείς μόνο στα παλιά συναξάρια, πού δείχνουν την μεγάλη της καρδιά. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαινα με την κόρη μου στην εκκλησία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο. Το ρωτήσαμε από που είναι και που μένει. Το παιδί ήταν εγκαταλελειμμένο, δεν είχε ούτε γονείς, ούτε σπίτι. Του είπα: «Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας»; Δέχθηκε και έτσι πήραμε το παιδί στο σπίτι και το κρατήσαμε τρία-τέσσερα χρόνια. Αργότερα βρέθηκαν κάποιοι συγγενείς από την Βύνιτσα, πολύ μακριά από εδώ και πήραν το παιδί μαζί τους.
Δυστυχώς τώρα δεν έχουμε επικοινωνία με το παιδί. Δεν μας πήρε τηλέφωνο, ούτε μας έστειλε γράμμα. Δεν πειράζει, ας είναι καλά το παιδί, ας το έχει καλά ό Θεός. Εμείς αυτό μπορούσαμε να κάνουμε και το κάναμε».


Θαυμάσαμε την αρχοντιά της. Ή ψυχή πού γνωρίζει να αγαπάει, να προσφέρει και να θυσιάζεται δεν παραπονιέται για την οποία τυχόν αχαριστία, ούτε απαιτεί την μόνιμη εξάρτηση του άλλου. Παρόμοιο είναι το δεύτερο περιστατικό.
«Μία συγγενής μας έμεινε έγκυος. Επειδή δυσκολευόταν οικονομικά αποφάσισε να κάνει έκτρωση. Την παρακάλεσα να μην κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανένδοτη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έπεσα στα πόδια της, την παρακάλεσα με δάκρυα και της έλεγα ότι θα κάνει ένα έγκλημα, θα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν άλλαξε γνώμη και τότε της είπα ότι αφού δεν μπορείς να το μεγαλώσεις, θα μου το δώσεις, θα το υιοθετήσω και θα το μεγαλώσω εγώ. Έτσι πείστηκε. Το παιδί γεννήθηκε και το πήραμε σπίτι μας. Σήμερα είναι 14 χρονών».
Έτσι ή μικρή Άννα μεγαλώνει στο σπίτι της γερόντισσας. Πρόκειται για ένα πολύ καλό και πρόθυμο κορίτσι, πού ζει χάρη στην αγάπη της αγιασμένης γιαγιάς της. Το αξιοθαύμαστο είναι τι ή γερόντισσα Ναντιέζντα όχι μόνο δεν είναι πλούσια, αλλά παίρνει σύνταξη πείνας. Μόλις έξι εύρώ τον μήνα και άλλα τόσα ή κόρη της. Τα χρήματα δεν φτάνουν για να ζήσουν, αλλά ή γερόντισσα είναι απόλυτα παραδομένη στο θέλημα του Θεού.


Καθίσαμε κοντά της πάνω από μια ώρα. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη της και ό λόγος της ένα ξεχείλισμα χαράς. Δεν ακούσαμε κανένα παράπονο, μόνο δοξολογία του Θεού. Ή μορφή της ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα μάτια της βλέπουν ελάχιστα, τα μάτια της ψυχής της όμως είναι ορθάνοιχτα ΄Στα χέρια της γύριζε συνεχώς το κομποσχοίνι και κάθε τόσο ψιθύριζε την ευχή του Ιησού.


Φεύγοντας μας γέμισε ευχές: «Να πάτε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Ό φύλακας άγγελος να είναι μαζί σας. Ό άγιος Λουκάς να είναι κοντά σας. Γράψτε μου τα ονόματα σας και την πόλη σας, για να προσεύχομαι για όλους σας και για τους δικούς σας. Τώρα πού θα φύγετε θα κάνω παράκληση στην Παναγία την Οδηγήτρια να σας οδηγεί και να πηγαίνει μπροστά στον δρόμο σας».
Παρόλο πού ήταν καταβεβλημένη ζήτησε επίμονα από την κόρη της να την βοηθήσει να βγει μέχρι έξω για να μας αποχαιρετίσει. Κάθισε στην πόρτα και με δάκρυα στα μάτια μας σταύρωνε συνεχίζοντας τις ευχές. «Ό φύλακας Άγγελος να είναι μαζί σας. Ή Παναγία ή Οδηγήτρια να είναι οδηγός σας».


Μία ώρα κοντά της ήταν μία γεύση Παραδείσου.

Πηγή: http://www.pigizois.net


Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36

Άβαταρ μέλους
StelaT72
Δημοσιεύσεις: 284
Εγγραφή: Παρ Μαρ 01, 2013 8:57 pm

Re: Γέροντες και Γερόντισσες της εποχής μας

Δημοσίευσηαπό StelaT72 » Δευτ Φεβ 24, 2014 6:37 pm

Γέρων Κλέοπας Ηλίε
Ένας σύγχρονος όσιος Πατέρας της Εκκλησίας που γεννήθηκε και έδρασε στην Ρουμανία. Εφάμιλλος των γνωστών και αγαπητών μας Γερόντων (Παϊσίου, Πορφυρίου κλπ.) ασκήθηκε με αυταπάρνηση και ζήλο και διακόνησε ιεραποστολικά το έθνος του και όχι μόνον. Ήταν η πνευματική παρηγορία και το στήριγμα, η γνήσια πατερική φωνή και ο απλανής οδηγός, ο ευλογημένος πατέρας και διδάσκαλος χιλιάδων πιστών που πρόστρεχαν κοντά του για να αναπαυθούν κυρίως στα δυσκολότατα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος. Οι λόγοι του και το παράδειγμά του αλλά κυρίως οι ιερές του πρεσβείες συνεχίζουν να βοηθούν όλων τον κόσμο. "
Εικόνα
Συνέντευξη του κ. Στυλιανού Κεμετζετζίδη Θεολόγου Συγγραφέα και Διευθυντή των Εκδόσεων "Ορθοδόξου Κυψέλης" με θέμα "ο Γέρων Κλεόπας Ηλιέ"



Κ.Ι.: Οι άγιοι Γέροντες είναι η προέκταση του Ευαγγελίου μέσα στον κόσμο, γιατί η Εκκλησία είναι το εργαστήριο της αγιότητος.


Η Ορθοδοξία μας έχει προσφέρει διά μέσου των αιώνων μεγάλες άγιες Πατερικές μορφές αλλά και στον αιώνα μας παρουσιάστηκαν, ως δώρα Θεού, τέτοιες Γεροντικές μορφές, οι οποίες στέκουν ως φωτεινά παραδείγματα και καθοδηγούν εμάς τους υπολοίπους, οι οποίοι ευρισκόμαστε εν τω κόσμω και έχουμε το κοσμικό φρόνημα. Κύριε Κεμεντζετζίδη, ας αρχίσουμε από τη γνωριμία σας, με το Γέροντα Κλεόπα. Πώς τον γνωρίσατε και τι μίλησε μέσα σας η παρουσία αυτού του Γέροντος από τη Ρουμανία.


Στ.Κ.: Κατά την παραμονή μας στο Άγιον Όρος ακούγαμε ότι οι Ρουμάνοι μοναχοί διακρίνονται για την καλογερική και την αρετή τους περισσότερο από άλλους Ορθοδόξους που μονάζουν εκεί και ασκούνται. Και το διαπιστώσαμε από πολλά γεροντάκια τα οποία παρουσίαζαν μια προσήλωση στα καθήκοντά τους και μια ευλάβεια ασυνήθιστη.


Κ.Ι.: Αυτό έγινε πότε;

Στ.Κ.: Αυτό από το 1974 μέχρι το 1979. Είχαμε έρθει σε επικοινωνία με Ρουμάνους που υπάρχουν εκεί, γιατί, υπάρχει και σκήτη Ρουμανική, του Τιμίου Προδρόμου, αλλά και πολλά κελλιά που φιλοξενούν Ρουμάνους πατέρες που διακρίνονται για την ευσέβεια τους. Αρκετούς από αυτούς γνώρισε και ο πατήρ Παΐσιος και αναφέρει περιστατικά που δείχνουν τη μεγάλη τους αφοσίωση στο Θεό.

Ο πόθος, λοιπόν, να γνωρίσουμε κάποιους εν Ρουμανία αγίους υπήρχε και ο Θεός έστειλε ευκαιρία μέσω ενός καλού μοναχού της Μονής Γρηγορίου και ιεραποστόλου, του πατρός Δαμασκηνού, ο οποίος έκανε προσκύνημα στα μοναστήρια της Ρουμανίας (που είναι πάρα πολλά, μετά το Βυζάντιο, είναι ένα Άγιον Όρος, θα έλεγα, όλη η Μολδαβία, με εκατοντάδες μοναστήρια παλιά, αλλά και τώρα έχει δύο μοναστήρια που το καθένα του έχει 700 μοναχές).

Κ.Ι.: Πολύ σημαντικό αυτό.

Στ.Κ.: Η ευσέβεια του Ρουμανικού λαού ξεπερνάει εκείνη όλων των Ορθοδόξων της οικουμένης.

Κ.Ι.: Τόσο πολύ;

Στ.Κ.: Είναι κάτι που δεν το βλέπει κανείς πουθενά αλλού. Ιδιαίτερα αυτό ισχύει για κείνους που βρίσκονται στα Καρπάθια όρη. Έχουν μια ζώσα μοναχική παράδοση.

Κ.Ι.: Μα ήσαν εκεί και πολλοί Έλληνες. Μην ξεχνάμε ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε από εκεί την επανάσταση.

Στ.Κ.: Και στο Ιάσιο υπάρχουν πολλοί Έλληνες, στη Βραΐλα και στο Γαλάτσι. Είχαν πολλή επίδραση από το Βυζάντιο.

Κ.Ι.: Και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας;

Στ.Κ.: Πάρα πολλοί Ηγεμόνες βοήθησαν το Άγιον Όρος και υπήρξαν κτίτορες μοναστηριών.
Όταν, λοιπόν, πήγε αυτός ο ευλογημένος μοναχός, μέσα σ' ένα μήνα κατόρθωσε κι έμαθε τη γλώσσα και μας πρότεινε να βγάλουμε κάποιο βιβλίο με Ρουμάνους πατέρες, παλαιοτέρους και συγχρόνους. Και βγήκε ένας μεγάλος τόμος Ρουμανικών Γεροντικών. Μέσα εκεί είδαμε πάρα πολλούς. Ακούσαμε και για τους εν ζωή ευρισκομένους και δημιουργήθηκε ο πόθος να τους γνωρίσουμε. Ο Θεός ευδόκησε και το 1990 έγινε η πρώτη επίσκεψη βοηθείας στη χώρα αυτή με ευλογία πνευματικών πατέρων και της Εκκλησίας. Έτσι έγινε στενότερος ο σύνδεσμος. Έκτοτε, αξιωθήκαμε να πάμε 9 φορές και για να πάρουμε πνευματικά βοηθήματα και υλικά, αλλά, και για να τυπωθούν βιβλία στη γλώσσα τους, προς αύξηση της κατά Θεόν γνώσεως, επειδή, επί σειρά πολλών ετών με το αθεϊστικό καθεστώς τα εστερήθησαν.

Έγιναν και 4 μεταφράσεις βιβλίων συγχρόνων ανθρώπων του Θεού στην ελληνική. Όπως το βιβλίο Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους Πατέρες, που τα περισσότερα είναι του πατρός Κλεόπα, ένα άλλο βιβλίο Πνευματικοί λόγοι, που είναι εξ ολοκλήρου του πατρός Κλεόπα, ένα άλλο Αντιαιρετικοί διάλογοι, που είναι επίσης εξ ολοκλήρου του πατρός Κλεόπα και διάφορα άλλα σε φυλλάδια.

Κ.Ι.: Ο πατήρ Κλεόπας ήταν λόγιος Γέροντας;

Στ.Κ.: Δεν ήταν με την αντίληψη και εκτίμηση του κόσμου καθόλου λόγιος, αφού δεν πήγε καθόλου στο σχολείο, αλλ' ήταν ο λογιότερος κατά Θεόν ολοκλήρου της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας.

Κ.Ι.: Μάλιστα. Είναι και ο πατήρ Δ. Στανιλοάε.

Στ.Κ.: Ναι. Εκοιμήθη. Ήταν λόγιος.

Κ.Ι.: Καθηγητής.

Στ.Κ.: Μάλιστα. Ο πατήρ Κλεόπας ήταν ο πνευματικός πατέρας όλων των μοναστηριών, όλων των κληρικών της χώρας αυτής και στάθηκε ένας ακτινοβόλος σύγχρονος φάρος σοφίας και αγιότητας και ομολογίας.
Θα σας αναφέρω λίγα απ' αυτά που άκουσα όταν βρέθηκα εκεί και που τώρα θυμάμαι.

Κ.Ι.: Πού ακριβώς βρίσκεται;

Στ.Κ.: Βρίσκεται στην περιοχή Μολδαβίας. Να μνημονεύσουμε τη μονή του Παϊσίου Βελιτσκόφσκι που είχε 1000 μοναχούς και διατηρούσε τυπογραφεία και άλλα θαυμαστά. Είναι μια περιοχή που έχει πάρα πολλά μοναστήρια ανδρικά και γυναικεία.

Κ.Ι.: Είναι μακριά από το Βουκουρέστι;

Στ.Κ.: Ναι, είναι κάπου 4 ώρες. Η περιοχή ονομάζεται Ησυχάστρια επειδή ήταν παλιά πολλά ησυχαστήρια. Τώρα έχουν 100 μοναχούς. Είναι ανδρικό μοναστήρι και ο Γέροντας παραιτήθηκε από τα καθήκοντα της Ηγουμενίας για νάναι απερίσπαστος στο έργο εξομολογήσεως και νουθεσίας του λαού, επειδή επί καθημερινής βάσεως έρχονταν εκατοντάδες προσκυνητές, δεκάδες πούλμαν από όλη τη Ρουμανία και τον ακροάζονταν. Καθόταν μέχρι 12-1.00 τη νύκτα και κατά γκρουπ έκανε συνέχεια αυτό το έργο. Αυτό που γινόταν στο Άγιον Όρος με το Γέροντα Παΐσιο, σε μεγαλύτερο βαθμό να το φανταστούμε στη Ρουμανική Εκκλησία από το Γέροντα Κλεόπα. Επειδή είναι δεκαοκτώ τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων εκεί, επειδή οι μορφές αυτές είναι όντως μετρημένες, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον από όλη τη Ρουμανία, σε καθημερινή βάση.

Απ' ότι μου είπαν ήταν υιός μιας πολυμελούς οικογένειας, κάπου δέκα παιδιά, από τα οποία τα επτά έγιναν κληρικοί, μοναχοί, ιερομόναχοι και μετά έγινε και η μητέρα τους. Όταν ο ίδιος πήγε στο μοναστήρι, σε αυτό που λέγεται Ησυχάστρια, ο Γέροντας που ήταν εκεί δεν τον δέχτηκε.

Παρόλο που ήταν χειμώνας τον έκλεισε έξω και του είπε: «δεν κάνεις». Αυτός παρακαλούσε, ικέτευε κι έμεινε τρία ημερόνυκτα απ' έξω προσευχόμενος και παρακαλώντας χωρίς να του δίδουν προσοχή. Μετά την τρίτη ημέρα του άνοιξε και του είπε: «έλα τώρα μέσα, εδώ έχουμε σκληρή ζωή, χρειάζεται αυταπάρνηση, τέλεια υπακοή και δεν θα μιλήσεις ποτέ με τον αδελφό σου -είχε αδελφό εκεί- επί ένα χρόνο, όπου κι εάν συναντηθείτε». Τα δέχτηκε όλα και του είπε: «το έργο σου θα είναι να βόσκεις πρόβατα». Πράγματι, με πολλή προθυμία έκανε το διακόνημα αυτό προσευχόμενος μέσα στη φύση, διαβάζοντας, θα λέγαμε, το βιβλίο του Θεού της φύσεως, επιμελούμενος της συνειδήσεως, δοξάζοντας το Θεό και μελετώντας τας Γραφάς.

Έτσι περνούσαν οι μέρες του. Όταν πέρασε το έτος και ξανασυναντήθηκε με τον αδελφό του και πάλι δεν συνομίλησαν. Εκεί που ευρίσκετο φιλοσοφούσε τα θεία και μέσα σε λίγα χρόνια κατέστη σοφότατος. Γνώριζε τη Γραφή απ' έξω, πατέρες απ' έξω και έφθασε σε υψηλά μέτρα αγιότητος. Ο Ηγούμενος της Μονής ήταν άνθρωπος σημαιοφόρος και χαρισματούχος και προεγνώρισε το τέλος του. Ο Θεός τον πληροφόρησε ότι ήταν άξιος για να λάβει την καθοδήγηση των αδελφών, ο βοσκός πατήρ Κλεόπας.

Το ανεκοίνωσε στην αδελφότητα και δεν άρεσε σ' εκείνους. Αλλά, είπαν: «να μη λυπήσουμε το Γέροντα. Μετά που θα πεθάνει εμείς θα τα κανονίσουμε. Τώρα θα αφήσουμε ένα βοσκό να καθοδηγεί εμάς που είμαστε τόσα χρόνια εδώ και που είμαστε μορφωμένοι;» Το θεωρούσαν υποτιμητικό και νόμιζαν πως ο Γέροντας έπεσε έξω.

Κ.Ι.: Δεν είχαν ταπείνωση.

Στ.Κ.: Είχαν. Τα ανθρώπινα δεν λείπουν σε κάποιες στιγμές. Ζει ο παλιός άνθρωπος. Τα βλέπουμε με τη λογική μας η οποία δεν είναι πάντοτε ακριβής.
Μετά από λίγο τους κάλεσε και τους είπε: «ετοιμαστείτε, βάλτε εξαπτέρυγα, και πάμε στο βουνό να παραλάβουμε τον πνευματικό μας πατέρα». Πείστηκαν όλοι οι πατέρες, τον αριθμό 100, πήγαν στο βουνό και για μια στιγμή ο πατήρ Κλεόπας βλέπει μπροστά του αυτό το θέαμα χωρίς να ξέρει τι γίνεται. Του λέγουν: «ο Κύριος σε καλεί να αναλάβεις τη διαποίμανση της αδελφότητος». Εκείνος έπεσε στη γη κλαίγοντας και ζητώντας να τον απαλλάξουν απ' αυτήν τη διακονία, επειδή είναι ανάξιος. «Προτιμότερο ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί» έλεγε, και ο ηγούμενος του είπε: «εάν δεν δεχθείς την κλήση και την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού θάσαι αλλότριος σωτηρίας και εκτός της μάντρας του Χριστού». Άκων και μη βουλόμενος, ακολούθησε την πομπή, έφτασαν στο μοναστήρι, μπήκανε στο ναό, έγινε η δοξολογία, τον ενθρόνησε και κατόπιν του έδωσε μία ράβδο και του λέει: «Τώρα, να απευθύνεις λόγους παραμυθητικούς στο ποίμνιο σου». Στο διάστημα αυτό οι πατέρες -ένα ποσοστό απ' αυτούς- είπαν διάφορα μέσα στο νου τους ο καθένας: «αυτός ο άξεστος, αυτός ο έτσι», χωρίς να κοινοποιούν αυτά που λέγανε.

Κ.Ι.: Από μέσα τους.

Στ.Κ.: Ναι. Άρχισε ο Γέροντας για αρκετές ώρες και μνημόνευσε από πατέρες, Γραφές, πλείστα όσα θαυμαστά. Εξέπληξε όλους και ταυτόχρονα φανέρωσε τους λογισμούς όλων.

Κ.Ι.: Είχε το χάρισμα;

Στ.Κ.: Μάλιστα. Ο καθένας απ' αυτούς πήγαινε, έβαζε μετάνοια και του έλεγε: «Γέροντα, να με συγχωρέσεις, εγώ είπα για σένα αυτό, εγώ είπα εκείνο». Κι έμεινε ως πνευματικός πατέρας της Μονής την οποία ελάμπρυνε επί σειρά πολλών ετών. Λίγα χρόνια προ της κοιμήσεώς του διέκοψε τη φροντίδα της διοικήσεως για να επιδοθεί απερίσπαστα στο έργο της εξομολογήσεως και καθοδηγήσεως ψυχών.

Κ.Ι.: Είναι πολύ ωραίο αυτό που μας αναφέρατε κ. Κεμεντζετζίδη. Μου γεμίσατε την ψυχή με μεγάλη χαρά. Βλέπουμε αποστολικά αναστήματα και γεγονότα.
Πήραν ένα βοσκό και τον έκαναν ηγούμενο, ποιμένα λογικών προβάτων. Θυμάστε κάποια αισθήματα, κάποια λόγια του;

Στ.Κ.: Να πούμε πρώτα κάτι που έχει σχέση με τον πατέρα Παΐσιο, για να μην το ξεχάσω και μετά επανερχόμαστε.

Ο Γέροντας ποθούσε να πραγματοποιήσει προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και στο Άγιον Όρος. Και πράγματι, ο Θεός ευδόκησε και το 1977 το πραγματοποίησε. Όταν ήρθε στο Άγιον Όρος πήγε σε μερικές μονές σαν ταπεινός και απλός προσκυνητής και συναντήθηκε με το μακαριστό Γέροντα Παΐσιο.

Ο πατήρ Κλεόπας ομιλούσε ρουμανικά, ο πατήρ Παΐσιος καταλάβαινε ελληνικά. Ο πατήρ Παΐσιος ομιλούσε ελληνικά, ο πατήρ Κλεόπας καταλάβαινε ρουμανικά.

Κ.Ι.: Αυτό θυμίζει την Πεντηκοστή.

Στ.Κ.: Μιλούσανε επ' αρκετόν. Κατανόησε ο ένας τον άλλο πλήρως και εν αγάπη και ευφροσύνη χωρίστηκαν λέγοντας: «αυτή η γλώσσα είναι του Αγίου Πνεύματος». Αυτό το γεγονός μου το είπε επίσκοπος, ο οποίος ήταν άμεσος γνώστης αυτής της καταστάσεως. Ο Γέροντας ήταν σοφότατος. Εμείς τον έχουμε και σε κινηματογράφο.

Μεταφέρω κάτι που μας είπε, όταν πήγαμε τη δεύτερη φορά. Έγινε μια συνάντηση όλων των ιεραρχών της Ρουμανικής Εκκλησίας και πολλών παραγόντων της πολιτείας, θα λέγαμε αξιωματούχων, υπουργών, κ.ά. Κοντά στα άλλα έδωσαν το λόγο στον πατέρα Κλεόπα, επειδή τον σέβονταν τα μέγιστα οι πάντες.

Παρόντων κυβερνητικών φορέων, Πατριάρχου, επισκόπων, κ.ά. είπε: «αφού μου δώσατε το ραβδί θα σας κτυπήσω αλύπητα».
Κ.Ι.: Τους εράβδισε;

Στ.Κ.: Ναι. Το θέμα ήταν πώς θα επιτύχουμε πνευματική αναγέννηση στον τόπο. Πώς θα ξαναβρεί ο μοναχισμός την παλιά του αίγλη. Τους είπε: «όλοι ξέρετε ότι εγώ υπήρξα τσοπάνος για δέκα ολόκληρα χρόνια και γνωρίζω πώς γίνεται η καλή φέτα. Χρειάζεται καλή μαγιά. Και καλή μαγιά είναι οι πνευματικοί πατέρες, χωρίς τους οποίους δεν μπορούμε να φτιάξουμε ούτε χριστιανούς, ούτε μοναχούς. Εδώ το αθεϊστικό καθεστώς όταν ήρθε στα πράγματα, εξόρισε βιαίως και αποσχημάτισε 10.000 μοναχούς και κληρικούς και άφησε μόνο ανθρώπους πάνω από 60 ετών και σήμερα έχουμε πολύ νέους -άπειρους δηλαδή- και πολύ γέρους. Εάν δεν βοηθήσουμε να καταρτίσουμε καλούς πνευματικούς οδηγούς, είναι αδύνατο να πετύχουμε την πνευματική αναγέννηση του λαού μας ή του μοναχισμού μας». Αφού τους είπε τα πρέποντα, με γλώσσα ομολογίας και αληθείας και με παρρησία, έδωσε τις πνευματικές του οδηγίες, οι οποίες απ' όλους ήσαν σεβαστές, επειδή ήταν συνείδηση του σύγχρονου ρουμανικού λαού. Ο πατήρ Κλεόπας στάθηκε ως ένας φάρος φωτεινός και ως ένας στάρετς με σημεία αγιότητος και τούτο φαίνεται από την ταλαιπωρία που υπέστη από το καθεστώς. Επί 10 χρόνια ήταν διωκόμενος μέσα στα βουνά των Καρπαθίων και τον προστάτευε ο Θεός, χωρίς θέρμανση, χωρίς τίποτα. Δεν άναβε φωτιά για να μην προδοθεί, τα άγρια θηρία τον υπάκουαν, τον συνόδευαν και η όλη του διαμονή έφερε στη συνείδηση των πιστών έναν ομολογητή κι ένα σύγχρονο άνθρωπο το Θεού, όπως πραγματικά ήταν.

Κ.Ι.: Αυτή η ιστορία μας θυμίζει τους μεγάλους αββάδες της ερή¬μου κ. Κεμεντζετζίδη.

Στ.Κ.: Μάλιστα.

Κ.Ι.: Ανάλογα αναφέρονται στα συναξάρια και στα Γεροντικά.

Στ.Κ.: Όταν κάποτε πήγαμε και του αφήσαμε πολλά πράγματα απ' αυτά που η αγάπη των πιστών Ορθοδόξων εξ Ελλάδος κι αλλαχού, απέστελναν, σταυρουδάκια, εικόνες κλπ., κλαίγοντας, μας είπε: «κλαίω από χαρά, διότι θα έχω τη δυνατότητα να προσφέρω για πρώτη φορά στους εδώ πιστούς, εικόνες, σταυρουδάκια, που τους γεμίζουν και χαίρομαι από τη χαρά αυτή, που θα πάρουν». Λέγω: «Δεν απευθύνετε κάποια ευχή για να ακούσουν οι αδελφοί που έστειλαν αυτά τα δώρα;» Απάντησε: «να τους φάει ο Παράδεισος».

Κ.Ι.: Υπέροχο.

Στ.Κ.: Δηλαδή, να τους κερδίσει η βασιλεία του Θεού.
Να πω και κάτι που θυμήθηκα τώρα και έχει σχέση με τον πατέρα Παΐσιο, αλλά, και με μια άλλη αγιασμένη μορφή του οποίου όμως τα στοιχεία δεν είναι γνωστά.

Μια μέρα ένας ασκητής από άλλη περιοχή αποφάσισε να πάει στον πατέρα Κλεόπα για να τον συμβουλευθεί. Δεν αναπαυόταν εκεί που ήταν. Είχε πειρασμούς. Στο δρόμο που πήγαινε -σ' ένα δάσος- συνάντησε έναν ασκητή με πολύ παλαιά ρούχα, με σκυμμένο το πρόσωπο, σκεπασμένο μ' ένα κουκκούλι και τα δάκρυα έπεφταν ποταμηδόν. Ο ασκητής του είπε: «καλώς τον». Και του ανέφερε το όνομα. «Πηγαίνεις στον πατέρα Κλεόπα για να του πεις ότι δεν αναπαύεσαι. Ο πατήρ Κλεόπας δεν είναι εκεί. Εγώ πηγαίνω στο μοναστήρι, συναντούμαι μαζί του, χωρίς να με βλέπουν οι αδελφοί. Να γυρίσεις πίσω, να κάνεις προσευχή και θα παρέλθουν οι λογισμοί. Το θέλημα του Θεού είναι να μείνεις εκεί που είσαι». Αυτός έμεινε έκπληκτος. Πείστηκε και του λέει: «ο λόγος που συναντηθήκαμε εδώ δεν είναι άλλος παρά μόνο να μου φέρεις χαρτί, κονδυλοφόρο και μελάνι». «Και πού θα τα βρω;». «Αυτό είναι απόφαση του Θεού. Όταν θα αποφασίσεις να έρθεις, πάλι θα συναντηθούμε». Έμεινε ο μοναχός έκπληκτος. Χαιρετήθηκαν, γύρισε πίσω και μετά από ένα εξάμηνο τούρθαν πάλι λογισμοί και αποφασίζει να ξαναπάει στον πατέρα Κλεόπα. Κατεβαίνοντας από το μοναστήρι θυμήθηκε την υπόσχεση. Πήγε στο διπλανό χωριό, πήρε χαρτί κι όλα αυτά τα σχετικά μήπως συναντήσει αυτόν τον άγνωστο ασκητή.

Πράγματι, πάλι σε κάποιο σημείο τον περίμενε. Τον χαιρετά, τον ευχαριστεί και λέγει: «εσείς ποιος είστε;» Απαντά: «Θα σου πω την ιστορία μου, γι' αυτό κι ήρθες. Θέλω να γράψω μερικά πράγματα που ο Κύριος με διατάζει». «Σε ποιους χρόνους ζούμε; Άνοιξε το Ευαγγέλιο κι αρχίζουν τα γεγονότα της Αποκαλύψεως να πλησιάζουν. Βρισκόμαστε σε αυτούς τους καιρούς». Του ανέφερε το χωρίο, το κεφάλαιο. «Εσείς τι είστε;». «Εγώ, παιδί μου, ήμουν επίσκοπος. Με κάναν με το ζόρι και μετά από λίγο δεν αναπαυόμουνα γιατί με τραβούσε πολύ η έρημος και μετά από μια θεία Λειτουργία, έβγαλα το ωμοφόριό μου, τ' άφησα στην Αγία Τράπεζα, έγραψα ένα σημείωμα και μια νύκτα κρυφά εξαφανίστηκα. Κι αφού περπάτησα 400 χιλιόμετρα μακριά, προς τα Καρπάθια, πήγα και βρήκα ένα μοναστήρι στο οποίο ζήτησα να με δεχτούν ως μοναχό. Με πήραν και είπαν: «Θα είσαι τσοπάνος». Πράγματι, μερικά χρόνια έκανα το επάγγελμα του βοσκού, προσευχόμενος αδιαλείπτως στο Θεό και εργαζόμενος το θέλημα Του. Ένα βράδυ που επέστρεψα μου λέει ο Γέροντας: «Ετοιμάσου, το βράδυ θα γίνεις μοναχός». Εγώ, όμως, ήμουν μοναχός και είπα δεν πρέπει να το μάθει κανείς και σηκώθηκα κρυφά κι έφυγα. Κι εδώ και 20 χρόνια περίπου ζω μέσα στα πανύψηλα βουνά των Καρπαθίων, μόνος με το Θεό, συντροφιά με τα άγρια θηρία, αρκούδες, λύκους και με υπακούουν και με προστατεύουν».

Του λέει: «Πώς μπορούμε να κάνουμε πνευματική ζωή;» Του είπε, υπάρχουν κάπου 12 στάδια. Συνέχισε: «Αυτοί που τρώνε κρέας δεν μπορούν να φτάσουν σε αυτό το στάδιο ποτέ, μπορούν μόνο να φτάσουν σε μια πνευματικότητα τέτοια, εκείνοι που κάνουν αυτό». Ανέφερε όλα και στο τέλος του λέει: «Υπάρχει και η κατάσταση εκείνων που όταν ο άνθρωπος κατακυριευθεί υπό της χάριτος και εν αισθήσει, τότε πλέον δύναται να είναι στη ζωή χωρίς να έχει ανάγκη παντελώς τροφής. Τον τρέφει η αγία Κοινωνία έστω και άπαξ της εβδομάδος ή και η προσευχή ή και η χάρις που τον επισκιάζει και δεν έχει πρόβλημα ούτε από το ψύχος (εκεί έφτανε 40 υπό το μηδέν) ούτε από τον καύσωνα. Ζει ως εν Παραδείσω. Αλλά αυτό το στάδιο δυσκόλως κατορθούται και σε ελαχίστους προσφέρεται».

Κ.Ι.: Αυτοί γίνονται επίγειοι άγγελοι.

Στ.Κ.: Ο κληρικός, αυτός ο άγνωστος, του φανέρωσε πολλά. Του είπε ότι: «Με συνοδεύουν τα άγρια θηρία μέχρι έξω από το μοναστήρι, μπαίνω μέσα, κοινωνώ, κουβεντιάζω με τον πατέρα Κλεόπα, εξέρχομαι και μετά με παραλαμβάνουν τα άγρια θηρία πάλι και με πάνε». Μέχρι το 1950-1955 είχαν σημεία απ' αυτόν τον ασκητή. Απ' εκεί και πέρα τα έχασαν. Εκοιμήθη.

Κ.Ι.: Αυτός είναι ένας άγνωστος.

Στ.Κ.: Άγνωστος άγιος. Γνωστός ήταν στον πατέρα Κλεόπα.

Κ.Ι.: Μου θυμίζουν, όσα αναφέρουν τα Συναξάρια για τα θηρία, για μεταφορές επί πτερύγων ανέμων των αγίων Γερόντων. Πρόκειται για μια σύγχρονη έρημο, η οποία είναι γεμάτη από θαυμάσια και θαυμαστά.

Στ.Κ.: Να πω και κάτι άλλο που θυμήθηκα κ. Ιωαννίδη. Ήρθαν κάποιοι εξ Αμερικής θεολόγοι, οι οποίοι τον επισκέφθηκαν λόγω της φήμης που είχε ο πατήρ Κλεόπας και θαύμασαν τη σοφία του. Του είπαν: «πόσους θεολόγους έχει η Ρουμανία;» Εκείνος, με πολλή προχειρότητα τους είπε: «δύο εκατομμύρια». Αυτοί έμειναν εκστατικοί: «πού τους έχει δύο εκατομμύρια θεολόγους;» Και απαντά: «όλοι οι κάτοικοι των Καρπαθίων είναι θεολόγοι γιατί γνωρίζουν να προσεύχονται. Αρέσκονται να κάθονται στις Ακολουθίες 4-5 ώρες, χωρίς καθίσματα, σαν νάναι μοναχοί. Γνωρίζουν να εξομολογούνται, νηστεύουν αυστηρώς τις καθιερωμένες νηστείες, ως ασκητές, έχουν Ορθόδοξη συνείδηση και αγωνίζονται να παραστούν μπροστά στο Θεό. Αυτοί είναι θεολόγοι και όχι όσοι σπουδάζουν στα σύγχρονα σχολεία>>
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ
ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΚΤ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή:www.impantokratoros.gr
.


«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται»

Άβαταρ μέλους
StelaT72
Δημοσιεύσεις: 284
Εγγραφή: Παρ Μαρ 01, 2013 8:57 pm

Re: Η ζωή του αρχιμανδρίτη π. Κλεόπα Ηλίε

Δημοσίευσηαπό StelaT72 » Σάβ Μαρ 01, 2014 8:20 pm

Το όνομα και η προσωπικότης του αρχιμανδρίτου π. Κλεόπα Ηλίε είναι σήμερα γνωστά όχι μόνο εντός της Χώρας αλλά και έξω των συνόρων αυτής.
Ο π. Κλεόπας Ηλίε γεννήθηκε το έτος 1912 στην κοινότητα Σουλίτσα του νομού Μποντοσάνι από μια οικογένεια ευσεβών χωρικών. Οι γονείς του ονομάζονταν Αλέξανδρος και Άννα και ήταν το ένατο από τα δέκα παιδιά τους. Η θρησκευτική αγωγή πού έλαβε από την παιδική του ηλικία καθώς και η μεγάλη κλίση για την μοναχική ζωή, ήταν τόσο δυνατά σ' αυτόν αλλά και σ' όλη την ευλογημένη αυτή οικογένεια, ώστε πέντε από τα δέκα παιδιά των, στα οποία προστέθηκε στα γεράματα της και η μητέρα των, φόρεσαν το μοναχικό Σχήμα.
Η πνευματική του διαμόρφωση ωφείλετο ακόμη, κατά πρώτο λόγο, στον ιερομόναχο μεγαλόσχημο π. Παΐσιο Ολάρου από την σκήτη Κοζάντσεα -Μποντοσάνι, Ο οποίος ήταν για πολύ καιρό ο Πνευματικός ολοκλήρου της οικογενείας του.

Επί σειράν ετών ο νεαρός δόκιμος Κωνσταντίνος Ηλίε με δύο ακόμη μεγαλύτερους αδελφούς του -τον Βασίλειο και Γεώργιο ποίμαιναν τα πρόβατα στα διάφορα μέρη και μαθήτευσαν κοντά στον καλό πνευματικό πατέρα και οδηγό, ο όποιος ησύχαζε τότε στα δάση της Συχαστρίας.
Την άνοιξη του έτους 1929 αυτοί οι τρεις αδελφοί εγκατέλειψαν το πατρικό των σπίτι και εισήλθαν στον αγώνα της μοναχικής ζωής στο μοναστήρι Συχαστρία πού ήταν υπό την ποιμαντική διακυβέρνηση του πρωτοσύγκελου Ιωαννικίου Μορόϊ, πού εθεωρείτο την περίοδο αυτή ένας από τους καλλίτερους και αγιασμένους ηγουμένους και Πνευματικούς της Μολδαβίας. Μετά από επτά χρόνια κανονικής δοκιμασίας ο νεαρός δόκιμος Κωνσταντίνος Ηλίε εκάρη μοναχός το έτος 1936 με το όνομα Κλεόπας Μοναχός και συνέχισε ακόμη για ένα διάστημα το ίδιο αγαπητό του διακόνημα του τσοπάνου προβάτων, ως μαθητής ενός ενάρετου μονάχου, του π. Γαλακτίωνος Ηλίε, τον όποιον συχνά μνημόνευε.
Εικόνα
Το κελί του


Αυτό το επί δέκα χρόνια περίπου ευλογημένο διακόνημα κοντά στα πρόβατα και μέσα στην όμορφη φύση - στα βουνά και στα δάση - ήταν για τον π. Κλεόπα μία πραγματική σχολή πνευματικής συγκροτήσεως και προόδου στην ταπείνωση, στην ησυχία και στην προσευχή.


Εδώ σ' αυτό το πανεπιστήμιο της υπακοής και της σιωπής, διάβασε ο π. Κλεόπας εκατό περίπου θεολογικά βιβλία και αλλά παρόμοια, αρχίζοντας με τα θεολογικά, ηθικά, λειτουργικά, συναξάρια και τελειώνοντας με τα πατερικά έργα των μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας, τα όποια δανειζόταν από την βιβλιοθήκη της μονής Νεάμτς και τα μετέφερε με τον ντορβά του στα βουνά, καθώς και το Ωρολόγιο και το ψαλτήρι.


Το πιο αγαπημένο βιβλίο του ήταν πάντοτε η Αγία Γραφή.

Εκτός απ' αυτήν αγάπησε τους Βίους των Αγίων, το Γεροντικό, την Κλίμακα του οσίου Ιωάννου, τα ασκητικά των αγίων Εφραίμ και Ισαάκ και άλλα παρόμοια συγγράμματα μυστικών, όπως του αγίου Μαξίμου του Ομολογειτού, Γρηγορίου Παλαμά, Συμεών του Νέου Θεολόγου και άλλων.

Επειδή ήταν προικισμένος από τον Θεό με μία ιδιαίτερη ευλάβεια και πολύ ζήλο για τα θεία, με οξύνοια και κατανόηση των θείων μυστηρίων και με δυνατή μνήμη, σε λίγα χρόνια, ο πατήρ Κλεόπας ανεδείχθη ένας αυτοδίδακτος και απαράμιλλος μοναχός μεταξύ των μοναχών των ρουμανικών μοναστηριών.

Εκτός απ' όλα αυτά έλαβε από τον Θεό και το χάρισμα του λόγου, με την ωραία εκκλησιαστική διάλεκτο της Μολδαβίας, με μία γεροντική προφορά μισοαρχαΐζουσα, και με το μέσον του κηρύγματος μετέδωσε την αλήθεια, από την Αγία Γραφή, από εκλεκτά πατερικά κείμενα και από ηθικές ιστορίες παντός είδους στον λαό του Θεού, τον όποιον αιχμαλώτιζε με την σπάνια ικανότητα της πειθούς.


Το έτος 1942 ο αρχιμ. π. Κλεόπας, αν και ήταν τότε απλός μοναχός ανέλαβε προσωρινά την διακυβέρνηση της μονής Συχαστρίας αντί του γέροντος πλέον ηγουμένου π. Ιωαννικίου Μορόϊ, ό όποιος βρισκόταν ασθενής στο κρεβάτι.

Τον Ιανουάριο του 1945 χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερεύς και εξελέγη ηγούμενος της αυτής μονής, την οποία ποίμανε επί τέσσερα χρόνια.

Σ' αυτό το σύντομο διάστημα συγκέντρωσε γύρω του μέχρι 80 μοναχούς και δοκίμους αδελφούς, έκτισε στον περίβολο του μοναστηρίου νέα κελιά, ίδρυσε ένα χειμερινό παρεκκλήσιο, επανέφερε το μοναστήρι στην πρώτη κοινοβιακή του κατάσταση, το διοργάνωσε με το παραδοσιακό τυπικό της ησυχαστικής μοναχικής ζωής, ανέδειξε σπουδαίους Πνευματικούς και έκανε πολλές ιεραποστολικές περιοδείες χάριν της σωτηρίας των πιστών.

Το καλοκαίρι του έτους 1949 ο π. Κλεόπας μετώκησε στο μοναστήρι Σλάτινα με 30 ενάρετους μοναχούς, προκειμένου να ανανέωση και εκεί την πνευματική ζωή. Η επαφή του με την Μπουκοβίνα και τους ευλαβείς χριστιανούς της που κατοικούσαν στα βόρεια της Μολδαβίας του αύξησαν την ποιμαντική πείρα και την ιεραποστολική δράση και του έδωσαν την ευκαιρία να εργασθεί με περισσότερο ενθουσιασμό για τον σκοπό του Ευαγγελίου του Χριστού. Ιδιαίτερα το κήρυγμα, η προσωπική στον καθένα συμβουλή, η πνευματικότητα και η ελεημοσύνη του έκαναν το όνομά του γνωστό σ' όλη την χώρα.

Ό πατήρ Κλεόπας μ' αυτό τον τρόπο έγινε ο πλέον φημισμένος και άξιος εκτιμήσεως ηγούμενος ανάμεσα στα μοναστήρια μας και ένας Πνευματικός με υψίστη πνευματική αυθεντία.

Χωρικοί και διανοούμενοι, λαϊκοί και μοναχοί, νέοι και γέροντες, υγιείς και ασθενείς, ιεράρχες και Ιερείς ευρίσκουν στον αρχιμ. π. Κλεόπα έναν αληθινό πνευματικό πατέρα, υπόδειγμα ζωής για όλους, έτοιμο να προσφέρει στο καθένα ότι μπορεί, να συμβουλεύσει, να ανάπαυση και όλους να τους οδηγήση στον Χριστό με μία καταπληκτική πειθώ και κύρος.

Το έτος 1953 παραιτήθηκε από την ηγουμενεία.

Το έτος 1956, αφού βοήθησε στην αναδιοργανώσει του μοναστηρίου Πούτνα και των σκητών Ραρέου και Γκάϊ - Άράντ, ό π. Κλεόπας επέστρεψε στην Συχαστρία την πολυαγαπημένη του μετάνοια. Εδώ συνέχισε την ίδια πνευματική δραστηριότητα με την προσευχή, την εμβάθυνση στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων, την καθοδήγηση και πνευματική πρόοδο των πολλών μαθητών του.

Η τελευταία πνευματική του ανάβαση και εμπειρία ήταν η αναχώρηση για μερικά χρόνια στην ησυχαστική άσκηση, η οποία συνέβαλε περισσότερο στην εξοικείωση και εσωτερική αίσθηση της πνευματικής ζωής δια της προσευχής, των Ιερών στοχασμών και της συμμετοχής στα Θεία Μυστήρια.


Με την προτροπή των μαθητών του και την ευλογία πολλών ιεραρχών ο π. Κλεόπας από το έτος 1965 άρχισε να γράφει κηρύγματα, διδαχές και ψυχωφελείς πνευματικούς λόγους τόσο για τους λαϊκούς όσο και για τους μοναχούς.

Ως καλός γνώστης της κοινωνικής ζωής της χώρας μας, των παρεκτροπών του κλήρου, της ελλείψεως ενιαίας γραμμής σχετικά με την συχνή Θεία Κοινωνία, της θρησκευτικής κινήσεως "Ό στρατός του Κυρίου" και προπαντός του φανατικού προσηλυτισμού των αιρετικών στις ημέρες μας ο πατήρ Κλεόπας άρχισε να γράφει απολογητικά έργα για να υπερασπίσει την Ορθόδοξο πίστη και να καταπολέμηση τις αιρετικές διδασκαλίες και τις ξένες προς την Ορθόδοξο Εκκλησία θρησκευτικές επιδράσεις.

Τα σπουδαιότερα γραπτά του έργα μ' αυτό το περιεχόμενο είναι:

"Διάλογος περί οραμάτων και ονείρων" (1962), ο οποίος περιέχει επτά συνομιλίες πού ασχολούνται με το πρόβλημα των οραμάτων, των ονείρων και της συχνής Θείας Κοινωνίας.

"Αιρεσιολογία", ένα μνημειώδες έργο, το όποιο περιέχει 33 διάλογους όπου αναφέρονται όλες οι αντιδογματικές και αντορθόδοξες διδασκαλίες των αιρετικών και απλοϊκών πιστών της χώρας μας. Το έργο αυτό εκτυπώθηκε το έτος 1981 με τον τίτλο "Περί της 'Ορθοδόξου Πίστεως".


Άλλες εργασίες με ηθικό - κατηχητικό χαρακτήρα πού τελείωσαν ή πρόκειται να τελειώσουν προσεχώς, μνημονεύουμε:

"Τα κηρύγματα των εορτών" (1976), το όποιο περιέχει 36 κηρύγματα για τις μεγαλύτερες εορτές και πανηγύρεις του έτους. "Κηρύγματα για μοναχούς" ένα μνημειώδες έργο πού περιέχει 48 φιλοκαλικά κηρύγματα, προοριζόμενο για μοναχούς, το όποιον βοηθά στην πρόοδο και ψυχική κάθαρση των εραστών του Χριστού.

Κατόπιν "Κηρύγματα για όλες τις Κυριακές και εορτές του χρόνου", έργο επίσης μνημειώδες και ογκώδες, και "Κηρύγματα για λαϊκούς" πού τελειώνει προσεχώς, καθώς και μερικά άλλα.

Το φθινόπωρο του έτους 1974 ό πατήρ Κλεόπας έκανε ένα προσκύνημα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μαζί με μερικούς μαθητές του και επισκέφθηκε όλους τους Ιερούς εκεί Τόπους καθώς και το Όρος Σινά. Μετά από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1977 έκανε δεύτερο προσκύνημα στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο. Προσκύνησε το σκήνωμα του αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα.


Κατόπιν προσκύνησε στην Ιταλία τα Λείψανα του Αγίου Νικολάου, τις Κατακόμβες της Ρώμης και μερικά μοναστήρια της Γιουγκοσλαβίας. Αυτά τα δύο ταξίδια, η προσκύνησις στους σπουδαιότερους Ιερούς Τόπους του Χριστιανισμού, οι συζητήσεις με ιεράρχες, ηγουμένους, Πνευματικούς και ησυχαστές προκάλεσαν μία πνευματική γνωριμία, μία βαθιά εντύπωση της πνευματικής ζωής και ένα μεγάλο άνοιγμα αγάπης και συμπαραστάσεως στους ανθρώπους.


Για πολύ καιρό επιθυμούσε η πανοσιότης του να αναχώρηση για πάντα στην ησυχία του Αγίου Όρους. Εάν βέβαια για την πανοσιότητά του αυτό ήταν ένα κέρδος, για την Ορθόδοξη όμως Ρουμανική Εκκλησία, για τον ρουμανικό μοναχισμό και για όλους εμάς θα ήταν μία ανεπανόρθωτη και ανυπολόγιστη ζημιά. Αλλά τον πόθο για την ησυχία του Άθωνος κατέβαλε η αγάπη και υπακοή στον Πνευματικό του.

Ό πατήρ Κλεόπας παραιτήθηκε για πάντα από την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος και δέχθηκε να υπηρέτηση την Εκκλησία του Χριστού στην πατρίδα του, να θυσιάσει τον εαυτό του για τα πνευματικά του παιδιά, να υπεράσπιση την αληθινή πίστη με τα έργα και τον λόγο, να προσευχηθεί με τον ίδιον ζήλο για τους ανθρώπους, να παρηγόρηση αυτούς πού κτυπούν την πόρτα του κελιού του και να είναι μία αναμμένη λαμπάδα για όλους μας.


Σήμερα ό πατήρ Κλεόπας εισήλθε στην προφητική ηλικία του ψαλμωδού Δαβίδ, δηλαδή στα 70 χρόνια.


Η μορφή του είναι φωτεινή, το πρόσωπο του λευκό, αδύνατο από την νηστεία και οι κόποι του φέρνουν τον νου μας στην μεγάλη στιγμή της προς τον Χριστό αναχωρήσεως, για την οποία η πανοσιότης του μας μιλάει συχνά. Γι' αυτό ακριβώς οι μαθητές του, οι πιστοί από παντού και ακόμη αρκετοί ξένοι έξω από τα σύνορα μας, έρχονται να τον δουν, να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές και να πάρουν την ευλογία του.

Όμως τον πατέρα Κλεόπα δύσκολα μπορεί να τον εύρει κανείς.

Ακόμη πιο δύσκολα ο ίδιος ανοίγει την πόρτα του κελιού του. Και τούτο διότι θεωρεί ότι, πριν να άνοιξη την πόρτα στους ανθρώπους, πρέπει να άνοιξη πρώτα την καρδιά του σε προσευχή προς τον Χριστό.

Γι' αυτό ο ίδιος διαιρεί τον χρόνο του σε τρία μέρη.


Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος το αφιερώνει στην προσευχή και την αναπαύσει και καλύπτει το διάστημα της νύκτας.

Το δεύτερο μέρος στην συγγραφή, την ησυχία και την ανάγνωση των πατερικών βιβλίων, το όποιον διέρχεται μόνος του στο ησυχαστικό κελί του στο βουνό.

Ενώ το τρίτο μέρος το προσφέρει στους πιστούς, στους μαθητές και σ' όλους όσοι έρχονται είτε από κοντά, είτε από μακριά.

Και αυτό γίνεται κατά το βραδάκι, όταν κατεβαίνει στο μοναστήρι, ακούει και δέχεται τον καθένα, δίνει συμβουλές, πιάνει κουβέντα στα χορτάρια, εξομολογεί, άπαντα στις ερωτήσεις των, παρηγορεί, δίνει ελεημοσύνες και βοηθά όλους το κατά δύναμη.


Όταν αναχωρήσουν όλοι, ο πατήρ Κλεόπας πηγαίνει για φαγητό στο κελί του μαθητού του ιερομόναχου Βαρσανουφίου.

Κατόπιν, πάλι τραβάει την κουρτίνα, κλειδώνει την πόρτα του κελιού του, ανάβει το καντήλι και αρχίζει την νυκτερινή προσευχή του.

Την επιθυμία πραγματοποιήσεως πνευματικών συνομιλιών με τον π. Κλεόπα την είχα στην ψυχή από πολλά χρόνια. Στην αρχή σκέφθηκα μόνο τις ιδικές μου πνευματικές ανάγκες, επειδή τον γνώριζα ως έμπειρο καθοδηγώ των μοναχών. Άλλα βλέποντας ότι τις ζητούσαν και πολλοί χριστιανοί, ως προερχόμενες από ειδικό Πνευματικό οδηγό για λαϊκούς και μοναχούς, θεώρησα σκόπιμο να συγκεντρώσω από τον π. Κλεόπα τις συμβουλές και τις διδαχές του πού οικοδομούν τις ψυχές όλων μας.


Και τώρα, είναι περισσότερα από 15 χρόνια πού πηγαίνω στο κελί του πατρός Κλεόπα με το τετράδιο και το μολύβι στο χέρι και του θέτω ερωτήσεις, παίρνω απαντήσεις ή ακούω συμβουλές του πού έδωσε σε άλλους, λαϊκούς ή μοναχούς, τις οποίες σημειώνω με σπουδή και όσο πιο πιστά είναι δυνατόν, για να μη σφάλω σε τίποτε, ούτε στο περιεχόμενο, ούτε στο ύφος των λόγων του, πού είναι τόσο γλυκά και πειστικά.

Άλλοτε συγκέντρωνα περισσότερες, άλλοτε λιγότερες, αλλά ουδέποτε επέστρεψα αδειανός.


Αυτό πού έχει πράγματι μοναδικό ο π. Κλεόπας είναι η αυθεντία και η ακρίβεια με την οποία δίνει στον καθένα οποιαδήποτε απάντηση, χωρίς κανένα δισταγμό και αμφιβολία, αναλαμβάνοντας ολόκληρη την ευθύνη αυτών πού λέγει. Επί πλέον έχει ως στήριγμα τις σπουδαιότερες από τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων και της Αγίας Γραφής για την κάθε περίπτωση και το θέμα για το όποιο μιλάει.

Και επί πλέον, έχει το ιδικό του προσωπικό διηγηματικό ύφος, πού είναι χαρακτηριστικό στους Μολδαβούς, με πολύ ποικίλες ιδέες, με αγιασμένη και σοβαρή όψη και γνωρίζει πολλές Ιστορίες με τις όποιες ενισχύει τις συζητήσεις του.

Με τη βοήθεια του Θεού συντάξαμε μέχρι τώρα δέκα πνευματικές συνομιλίες με τον π. Κλεόπα και με τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα, τα όποια απασχολούν τόσο τους μοναχούς όσο και τους λαϊκούς.

Αυτές τις συνομιλίες συνέγραψα με όλη την δυνατή προσοχή και φροντίδα και ακολουθούν στις επόμενες σελίδες. Ελπίζω ότι θα αποτελέσουν μία πραγματική ψυχική ωφέλεια για όλους μας.


Χωρίς αμφιβολία δεν εξαντλήθηκαν όλες οι ερωτήσεις, γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να ικανοποιήσω την κάθε απορία του καθενός. Άλλα, οπωσδήποτε, πιστεύω ότι εδόθησαν οι περισσότερες απαντήσεις στις κυριότερες ερωτήσεις, οι όποιες ενημερώνουν και ζυμώνουν την ανθρώπινη ψυχή.

Αφού ζητήσω συγχώρηση για τις ελλείψεις, δέχομαι οποιεσδήποτε γνώμες και προτάσεις επί του περιεχομένου των συνομιλιών από τους αναγνώστες μου.

Για ότι έγινε μέχρι τώρα, ας είναι το Όνομα του Κυρίου μας ευλογημένο.

Άγιον Πάσχα 1983 Ιερομόναχος Ιωαννίκιος Μπάλαν
πήγη:www.pigizois.net


«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται»


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 16 και 0 επισκέπτες