Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Φεβ 23, 2015 1:11 pm

Εικόνα

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)
ΜΕΡΟΣ 1



Διήγηση περί της ιεράς συνοδείας των πολυαγαπημένων εν Χριστώ πατέρων, αδελφών και πνευματικών μου τέκνων, αυτών πού συνάχθηκαν στο όνομα του Χριστού γύρω από εμένα τον ανάξιο και πού από θεία Πρόνοια, για χάρη της ψυχικής σωτηρίας, έγκαταβιώνουν στα ιερά και τίμια αυτά μοναστήρια: στην αγία και μεγάλη Μονή της Αναλήψεως τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την επονομαζόμενη Νεάμτς, και στην ιερά Μονή τού Τιμίου ενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού τού Κυρίου Ιωάννου, την ονομαζόμενη Σέκου• πώς και για ποιο λόγο αυτή ή ιερή συνοδεία συνάχθηκε γύρω από εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο.



Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΓΡΑΦTΗΚΕ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Βλέποντας ότι ή ζωή μου πλησιάζει πια στο τέλος της και κρίνοντας πώς κάθε πράγμα πού δεν μεταβιβάζεται γραπτώς παραδίδεται στην ολοκληρωτική λήθη, σκέφθηκα να γράψω, έστω Κάι συντόμως, γι’ αυτήν την ιερή συνοδεία των άγιων πατέρων Κάι αδελφών Κάι πολυαγαπημένων πνευματικών μου τέκνων, τα όποια, χάριν της σωτηρίας της ψυχής τους συνάχθηκαν γύρω από εμένα στο όνομα τού Χριστού να τούς πληροφορήσω, ώστε μετά τον θάνατό μου όχι μόνο στα τέκνα μου, αλλά και στα τέκνα τών τέκνων μου, αν ευδοκήσει ό Θεός και διατηρηθεί ή ιερή αυτή συνοδεία, να απομείνει έστω και κάποια μικρή πληροφορία για την αρχή της και για το πώς αυτή συνάχθηκε. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω αυτά τά λίγα, πρώτο γιατί φοβάμαι μήπως κάποιος από τούς κρυφούς διαβολείς αυτής της συνοδείας, ιδίως μάλιστα από αυτούς πού δεν έχουν γεννηθεί σε ορθόδοξη χώρα , όταν θα έχω περάσει πια από αυτήν τη ζωή και θα έχουν κοιμηθεί και οι άγιοι αδελφοί πού γνωρίζουν καλά πού γεννήθηκα, φέρει την αγία αδελφότητα σε αμφιβολία για μένα, δηλαδή για τη χώρα όπου έχω γεννηθεί. Το πράττω όμως και γιατί σκέφτομαι πόσο πολύ επιθυμούν τά πνευματικά μου τέκνα, αυτά πού έχουν αποκτήσει αληθινή κατά Θεόν αγάπη για μένα, έστω και μερικώς, να ακούσουν για τη γέννησή μου, την ανατροφή μου, την άποταγή μου τού κόσμου, και την πολιτεία μου στο μοναχικό σχήμα, έως και τη στιγμή πού ήρθαν κοντά μου και άρχισαν την ιερά υπακοή .


Έτσι λοιπόν γι’ αυτό σκέφθηκα να γράψω κατά μέρος περί τών πνευματικών μου τέκνων καθώς και για μένα τον ίδιο, αλλά και για όσα συνέβησαν προτού ακόμη δημιουργηθεί ή αδελφότητα. Και τά γράφω όχι γιατί επιθυμώ να αφήσω τη βιογραφία μου γραμμένη —να μην επιτρέψει Χριστός ό Θεός να υποπέσω σέ τέτοιο δαιμονισμό• γιατί ποιός είμαι εγώ πού σ’ όλες τις ημέρες της ζωής μου δεν έχω κάνει τίποτε το καλό;— αλλά για τις αιτίες πού προανέφερα, περισσότερο όμως για χάρη της διαβεβαίωσης τών αδελφών περί τού το ότι, ιδίως σ’ αυτούς τούς ελεεινούς και αξιοθρήνητους καιρούς, είναι πρέπον να ακολουθείται ή ορθή και αληθινή γνώση και το φρόνημα της αγίας και ’Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας, με τη δύναμη τών θείων Γραφών και της διδασκαλίας τών θεοφόρων Πατέρων μας. Με τη συνέργεια λοιπόν τού Θεού κάνω έτσι την αρχή της διηγήσεως.




Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ



Εγώ ό ανάξιος τού μοναχικού σχήματος και της ιεροσύνης, ιερομόναχος και μεγαλόσχημος μοναχός Παΐσιος, γεννήθηκα και ανατράφηκα στην πανένδοξη πόλη της Μικράς Ρωσίας, την Πολτάβα , από γονείς ευσεβείς ορθόδοξους. Γεννήθηκα στο τέλος του έτους 1722, στις 21 Δεκεμβρίου. Από την κολυμβήθρα μου δόθηκε το όνομα Πέτρος, στη μνήμη του άγιου πατρός μας Πέτρου, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας . Πατέρας μου ήταν ό Ιωάννης Βελιτσκόφσκι, πρωτοπρεσβύτερος της Πολτάβας, και μητέρα μου ή Ειρήνη, ή οποία, όταν μόνασε, μετονομάστηκε σε Ιουλιανή μοναχή.



Ό από πατέρα προπάππος μου ήταν ό Συμεών, γνωστός και πλούσιος Κοζάκος, και προπάππος μου ήταν ό Λουκάς Βελιτσκόφσκι, πρωτοπρεσβύτερος της Πολτάβας. Από μητέρα, πάλι, προπάππος μου ήταν ένας φημισμένος και πλούσιος, εβραϊκού γένους έμπορος, ονομαζόμενος Μάντια, ό όποιος βαφτίστηκε στην Πολτάβα, στην ενορία της Μεταμορφώσεως τού Κυρίου, με ολόκληρο τον οίκο του. Παππούς μου ήταν ό Γρηγόριος Μάντενκο. Στον τέταρτο χρόνο μετά τη γέννησή μου, ό πατέρας μου μετοίκισε από την προσωρινή αυτή ζωή στην αιώνια.


Τότε έμεινα με τη μητέρα μου και τον πρεσβύτερο αδελφό μου, τον Ιωάννη Βελιτσκόφσκι, ό όποιος στη συνέχεια έγινε και προϊστάμενος του καθεδρικού ναού της Πολτάβας, της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Παναγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας, στην οποία εκκλησία ιεράτευσαν ό πατέρας μου, ό παππούς και ό προπάππος μου. Στη συνέχεια, ή μητέρα μου με έστειλε να μάθω γράμματα, μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου, τον Θεόδωρο, ό όποιος στα έφτά του χρόνια μετέστη προς Κύριον.


Εγώ τότε, τού Κυρίου συνεργούντος, μέσα σέ δύο και κάτι χρόνια έμαθα καλά το Αλφαβητάριο, την Όκτώηχο και το Ψαλτήριο, και αμέσως, με τη βοήθεια τού Θεού, άρχισα πολύ εύκολα να διαβάζω βιβλία, αλλά μέσα σέ λίγο χρόνο, μέσα στο σπίτι μας, διδάχτηκα και να γράφω από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον όποιο ανέφερα. Ενώ διδασκόμουν αυτά, όποτε έβρισκα καιρό, διάβαζα επιμελώς τις γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τούς Βίους των άγιων, τον Άγιο Έφραίμ με τον Άγιο Δωρόθεο , τον Μαργαρίτη τού Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου , και όσα άλλα βιβλία υπήρχαν στον ιερό εκείνο ναό πού ανέφερα. Από την ανάγνωση τέτοιων ιερών βιβλίων, προπαντός όμως τών Βίων των άγιων Πατέρων ημών, αυτών πού έγιναν ευάρεστοι στον Θεό με το άγιο και αγγελικό μοναχικό σχήμα, άρχισε να γεννιέται και στη δική μου ψυχή ό ζήλος για να απαρνηθώ τον κόσμο και να ντυθώ το ιερό μοναχικό σχήμα. Όσο ζούσα στον κόσμο, αυτός ό ζήλος δεν στέρεψε μέσα στην ψυχή μου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Φεβ 24, 2015 7:41 pm

Εικόνα




ΜΕΡΟΣ 2ο.

ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ



Όταν άρχισα να διατρέχω το δέκατο τρίτο έτος από τη γέννησή μου, άναπαύθηκε εν Κυρίω και ό μεγαλύτερος αδελφός μου, ό Ιωάννης, ό όποιος ιεράτευσε ακριβώς πέντε χρόνια. Τότε παρουσιάστηκε στη μητέρα μου ή ανάγκη να μάς πάρει μαζί της, τον αδελφό της και θείο μου, τον Βασίλειο Μάντενκο, και εμένα, και να πάμε στον τότε σεβασμιότατο μητροπολίτη Κιέβου, τον κύρ Ραφαήλ Ζαμπορόφσκι , και με αιτητικό γράμμα του από τη βάπτιση πατέρα μου, του αναδόχου Βασιλείου Βασίλιεβιτς Κοτσουμπέη, συνταγματάρχη της Πολτάβας , και όλων τών προυχόντων και τών ευυπόληπτων πολιτών της, να ζητήσουμε γράμμα της σεβασμιότητάς του, το όποιο να επικυρώνει τη διαδοχή για μένα στη θέση του πατέρα μου στον καθεδρικό ναό της Πολτάβας που ανέφερα.



Όταν λοιπόν στάθηκα μπροστά στο ιερό του πρόσωπο, και μόλις ασπάστηκα τη δεξιά του, άρχισα με θάρρος, μεγαλόφωνα και με την πρέπουσα προφορά, να απαγγέλω τούς στίχους που είχε συνθέσει κάποιος μορφωμένος άνθρωπος, και τούς όποιους πρωτύτερα, παρόλη την πίεση της μητέρας μου και του θείου μου, δεν μπορούσα να τούς απαγγείλω μπροστά τους. Τόσο χάρηκε ό σεβασμιότατος πού, ευλογώντας με, είπε δυνατά τά λόγια: «Να είσαι ό διάδοχος!» και έδωσε στη μητέρα μου το βεβαιότερο γράμμα για το κληρονομικό μου δικαίωμα στον ναό πού ανέφερα. Όταν πήραμε την ευλογία του για να φύγουμε, έδωσε εντολή στη μητέρα μου να με στείλει στη σχολή τού Κιέβου για να λάβω τη θύραθεν παιδεία .


Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας στην Πολτάβα, υστέρα από λίγο καιρό, χωρίς καθυστέρηση με έστειλε στο Κίεβο χάρη τών σπουδών, στην τριετή διάρκεια τών όποιων με προθυμία έμαθα τη γραμματική, και κάθε καλοκαίρι, σύμφωνα με τη σχολική συνήθεια, τον μήνα Ιούλιο έφευγα στο σπίτι μας, στη μητέρα μου και έμενα εκεί για δύο ολόκληρους μήνες. Έχοντας απόλυτη Ελευθερία, δεν ασχολούμουν με τίποτε άλλο παρά με την ανάγνωση τών ιερών βιβλίων, από την οποία όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν για την αμετάβλητη πρόθεσή μου να γίνω μοναχός. Επίσης κατανόησα τελείως ότι χωρίς καλά έργα, δηλαδή χωρίς την ακριβή τήρηση τών εντολών του Χριστού, με μόνη την ορθόδοξη πίστη, είναι αδύνατο να σωθεί κανείς. Και τότε έβαλα μέσα στην ψυχή μου τέτοια υπόσχεση: με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, να μην κατακρίνω τον πλησίον μου, και αν ακόμη με τά ίδια μου τά μάτια τον έβλεπα να αμαρτάνει, γνωρίζοντας καλά oτι ένας μόνο υπάρχει δίκαιος και αληθινός κριτής ζωντανών και νεκρών, ό αληθινός Θεός ημών ό Χριστός, ό όποιος θα αποδώσει στον καθένα κατά τά έργα του.


Αυτός πού κατακρίνει τον πλησίον του ιδιοποιείται για τον εαυτό του το θειο τούτο αξίωμα, και γίνεται ό ίδιος κριτής ζωντανών και νεκρών τί υπάρχει τρομερότερο από αυτό; Ακόμη υποσχέθηκα να μην έχω μίσος μέσα στην ψυχή μου, το όποιο, κατά τη μαρτυρία τών Αγίων Γραφών, είναι το μεγαλύτερο από όλα τά αμαρτήματα. Επίσης, από όλη μου την καρδιά και την ψυχή να συγχωρώ στον πλησίον μου τά αμαρτήματα του, με την ελπίδα της άφεσης και τών δικών μου από τον Θεό. Διότι αυτός πού δεν χαρίζει στον πλησίον τά αμαρτήματα του, δεν πρόκειται να έχει άφεση και τών δικών του αμαρτιών από τον ουράνιο Πατέρα. Ακολούθησα λοιπόν αυτή την υπόσχεση μου ενώπιων τού Θεού για την τήρηση αυτών τών εντολών, έστω και αν εξαιτίας της αμέλειας μου δεν αξιώθηκα στην πράξη να την εφαρμόσω. Εντούτοις, με τη θεία βοήθεια, στο μέτρο της δύναμής μου, άκολουθώ με σωστή γνώση αυτές τις εντολές τού Θεού, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ώς την εύθετότερη και ευκολότερη οδό για τη σωτηρία- άλλος, σωστότερος δρόμος, προς τη σωτηρία δεν υπάρχει.
Όπως λοιπόν έχω πει, όσο καιρό περνούσα στο σπίτι μου, παραδίδοντας τον εαυτό μου στην ανάγνωση τών ιερών βιβλίων, διδασκόμουν τη φύλαξη τών θείων εντολών και την ορθή γνώση και το φρόνημα της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Στον καθορισμένο χρόνο ταξίδευα στο Κίεβο και με προθυμία πήγαινα στα μαθήματα της σχολής. Στα τρία αυτά χρόνια ένιωθα όχι μικρό ζήλο και πόθο για τον μοναχικό βίο, ιδίως όταν αποκτούσα φίλους πού είχαν τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο για τον μοναχισμό, προπαντός όμως όταν αξιώθηκα σ’ αυτό να έχω οδηγό και χειραγωγό τον μεγαλόσχημο ιερομόναχο, τον ευλαβέστατο πατέρα Παχώμιο. Αυτός έμενε στην Ιερά Μονή της Έπιφανείας, ή οποία ήταν της Αδελφότητας , και

έχοντας ζήσει κάποιο χρονικό διάστημα στην ξενιτειά και στην έρημο, είχε μαζί του μερικά πατερικά βιβλία. Άλλοτε λοιπόν από τά γεμάτα ωφέλεια λόγια του, και άλλοτε από την ανάγνωση τών βιβλίων πού μου έδινε, άναβε αυτός ό ζήλος στην ψυχή μου. Ωστόσο τη φοίτησή μου στη σχολή τη συνέχιζα έως τότε με προθυμία.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Φεβ 25, 2015 7:51 pm

Εικόνα

ΜΕΡΟΣ 3ο.

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΙΤΑΕΦ


Τον τέταρτο χρόνο, στη διάρκεια όλου του χειμώνα, μέχρι και αυτό το τέλος της σχολικής χρονιάς, πού κλείνει στις 15 Ιουλίου, μολονότι φοιτούσα στα μαθήματα, ωστόσο δεν το έκανα με την προηγούμενη θέρμη, διότι ή αγάπη για τον μοναχισμό υπερίσχυε στην ψυχή μου, και δεν με έσπρωχνε πια στο να φοιτώ στα μαθήματα, παρά με εξωθούσε στο να απαρνηθώ τον κόσμο και όσο το δυνατό γρηγορότερα να γίνω μοναχός. Σ’ αυτό μάλιστα με παρότρυνε ακόμη περισσότερο και ένα περιστατικό πού συνέβη τότε: Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δύο από τούς μαθητές της Σχολής έφυγαν κρυφά, άγνωστο πού, και ύστερα από αρκετό χρόνο κατάλαβα πώς έφυγαν για χάρη του μοναχισμού, και ότι βρίσκονται σέ μια σκήτη της Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου, πού λέγεται Κιτάεφ .



Άχ, πόση ανέκφραστη χαρά με γέμισε, μα και πόση επιθυμία δοκίμασα να πάω εκεί και να τούς δώ! Μόλις λοιπόν βρήκα ελεύθερο χρόνο από τά μαθήματα του σχολείου, πήγα εκεί με αρκετό φόβο στον δρόμο, αλλά, καλυπτόμενος από τον Θεό,ακινδύνως έφτασα στο ιερό εκείνο καθίδρυμα και, αφού έλαβα την ευλογία του προϊσταμένου, του τιμιότατου ιερομονάχου πατρός Θεοδοσίου, με την ευλογία του ίδιου συναντήθηκα με τούς εύλογη μένους εκείνους δούλους του Θεού, οι οποίοι με δέχθηκαν με μεγάλη χαρά, και με στήριξαν από την κούραση της οδοιπορίας, δίνοντάς μου φαγητό. Μετά το διάβασμα τού Αποδείπνου, και αφού τελείωσαν τά διακονήματα πού τούς είχαν αναθέσει, συνάχθηκαν στην τράπεζα μαζί και μ’ άλλους δοκίμους, και με μεγάλη προσοχή και φόβο Θεού, για αρκετή ώρα, έβαλαν ανάγνωση από τον άγιο Έφραίμ.



Μόλις τελείωσε ή ανάγνωση, αφού έβαλαν μετάνοια ό ένας στον άλλο, διαλύθηκαν, εμένα δέ με άφησαν να άναπαυθώ μέσα στην τράπεζα ώσπου να έρθει ή ώρα του ’Όρθρου. Μετά το τέλος του ’Όρθρου και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, ή οποία εκεί δεν ετελείτο νωρίς, έβαλαν τράπεζα. "Όταν κάθισε ό προϊστάμενος με τούς αδελφούς, πρόσταξε και εμένα ώς φιλοξενούμενο να καθίσω ανάμεσα τους. Έβαλαν ανάγνωση από λόγους Πατέρων, και οι πάντες άκουαν με φόβο Θεού, με μεγάλη προσοχή και σε τέλεια σιγή. Οι δόκιμοι στέκονταν όρθιοι με φόβο Θεού, και με ευλάβεια εκτελούσαν την απαραίτητη υπηρεσία. "Όταν τελείωσε ή τράπεζα, εκείνοι οι δύο δόκιμοι, πού για χάρη τους πήγα εκεί, αφού γευμάτισαν και εκτέλεσαν όλες τις υπηρεσίες, βρήκαν ελεύθερο χρόνο και, εμπνευσμένοι από τον Θεό, μου είπαν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, πα-ρακινώντας με να αφήσω τον κόσμο και όσα βρίσκονται στον κόσμο, και να έρθω κοντά τους ώς δόκιμος, με την ελπίδα, όταν έρθει ό καιρός, να δεχτώ και το μοναχικό σχήμα. Εγώ πάντως, και χωρίς τη δική τους παρακίνηση, από όλη μου την καρδιά επιθυμούσα να παραμείνω εκεί, αλλά γνωρίζοντας καλά ότι δεν μου ήταν δυνατό να το αποκρύψω αυτό από τη μητέρα μου, δεν τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο.



Έμεινα λοιπόν εκεί και εκείνη την ημέρα, και την τρίτη ημέρα νωρίς το πρωί, αφού έλαβα την ευλογία του προϊσταμένου, αποχωρίστηκα με δάκρυα από τούς αδελφούς εκείνους, οι όποιοι λυπήθηκαν για την αναχώρηση μου από εκεί, και έτσι επέστρεψα στον τόπο της διαμονής μου. Δεν μπορούσα να παραμείνω περισσότερο σέ εκείνη τη σκήτη, γιατί αν καθυστερούσα και άλλο δεν θα ήταν δυνατό να αποκρύψω την κρυφή μου φυγή.
Αφού επέστρεψα, συνέχισα ώς το τέλος της χρονιάς να φοιτώ στα μαθήματα της σχολής χωρίς καμία διάθεση, έτσι από απλή συνήθεια. "Όταν τελείωσε το σχολικό έτος, αυτή την τέταρτη χρονιά δεν γύρισα στο σπίτι, στη μητέρα μου, καθώς είχα συνήθεια, και για να έχω απόλυτη Ελευθερία να ερευνήσω τον τρόπο με τον όποιο θα γινόμουν και εγώ άξιος τού μοναχικού σχήματος, έμεινα στο Κίεβο, στο Πόντιλ, το χαμηλό δηλαδή με-ρος της πόλης, κοντά στον ναό τού ιεράρχου τού Χριστού άγίου Νικολάου, τού έπονομαζόμενου Καλού, σέ μία γηραιά χήρα, ή οποία σάν δεύτερη μητέρα με κράτησε στο σπίτι της με όλη της την αγάπη και φροντίδα.


Έχοντας, όπως είπα, απόλυτη Ελευθερία, γύριζα στα ιερά και τίμια σε- μνεΐα του Κιέβου, άλλοτε στον ναό της Αγίας Σοφίας , για να προσκυνήσω τά λείψανα τού ιεράρχου του Χριστού, Μακαρίου άρχιεπισκόπου Κιέβου , άλλοτε δέ, πιο συχνά μάλιστα, στη Μονή τού Αρχιστρατήγου τού Κυρίου Μιχαήλ, χάριν προσκυνήσεως τών λειψάνων της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας , άλλοτε δέ πάλι σέ άλλες ιερές μονές. Με το να τριγυρνώ και να βλέπω την εκκλησιαστική εύπρέπεια και εύλάβεια, ώφελούσα την ψυχή μου κοιτάζοντας τούς τίμιους και άγιους μοναχούς, πού

νόμιζα ότι έβλεπα άγγέλους του Θεού, και προσευχόμουν στον Κύριο να με άξιώσει και εμένα με τη χάρη Του γι’ αυτό το άγιο και άγγελικό σχήμα.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Φεβ 26, 2015 8:29 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 4. ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Εικόνα

ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ





Βγαίνοντας από τη σκήτη πήραμε τον δρόμο προς τά επάνω, όπου υπήρχε μία τεράστια επίπεδη πεδιάδα, και ό αέρας ήταν πολύ ευχάριστος. Αμέσως λοιπόν άρχισα να αισθάνομαι καλυτέρευση της αρρώστιας μου, σιγά σιγά να δυναμώνω στο σώμα και να περπατάω ευκολότερα και ανετότερα και από όλη μου την ψυχή ανέπεμπα ευχαριστίες στην καλοσύνη τού Θεού γιατί δεν με εγκατέλειψε έως το τέλος. Ενώ λοιπόν βάδιζα πανευτυχής με τούς μοναχούς εκείνους, από το μεσημέρι ντύθηκε ό ουρανός με πολύ σκοτεινά και βαριά σύννεφα, πού μόλις τά είδαν οι σύντροφοί μου άρχισαν να περπατούν πολύ γρήγορα για να αποφύγουν τη βροχή. Εγώ όμως, μή μπορώντας να πηγαίνω μαζί τους τόσο γρήγορα, απόμεινα μόνος, οπότε ξαφνικά άρχισε να έρχεται μεγάλη καταιγίδα με τρομερό θόρυβο χαλαζιού, ξέσπασε δέ μεγάλη βροχή με τρομερές αστραπές και βροντές.




Έπεφτε χαλάζι σέ μέγεθος μικρού καρυδιού και κάλυψε ολόκληρο το λιβάδι σέ πάχος σχεδόν δέκα εκατοστών. Βράχηκα ολόκληρος, τόσο πού έτρεχε το νερό από τά ρούχα μου. Έτσι πού νύχτωσε με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να περπατώ μέσα σ’ εκείνο το χαλάζι, και μόνο πολύ αργά έφτασα στο χωριό όπου ήταν και οι συνοδοιπόροι μου. Διανυκτέρευσα στο σπίτι κάποιου χωριανού και το πρωί τούς βρήκα στο σχολείο. Είχαν διανυκτερεύσει στο σπίτι τού ψάλτη και χάρηκαν πολύ πού με είδαν. Άρχισαν να ρωτούν τον ψάλτη για τον δρόμο πού οδηγεί στη Μολδαβία, κάνοντάς του γνωστή την πρόθεσή τους να πάνε εκεί.




Αυτός άρχισε να τούς λέει: «!Ω πατέρες άγιοι, εγώ δεν σάς συμβουλεύω να πάτε εκεί στους τωρινούς καιρούς, διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στον δρόμο. Εξαιτίας τού φόβου τών ληστών, κυκλοφορεί μεγάλος αριθμός στρατιωτών και φοβάμαι μήπως πέσετε στα χέρια αυτών τών στρατιωτών, οι όποιοι, αν όχι για κάποια άλλη αιτία, για μόνο το μίσος τους προς την ορθόδοξη πίστη μπορούν να σάς κάνουν τελικώς κακό, διότι στο χωριό μας πριν από λίγο καιρό συνέβη το εξής: Πριν από εμένα υπήρχε στην εκκλησία αυτή ένας μακαρίτης ψάλτης, ό όποιος φοβόταν την επιβουλή τών διωκτών της ορθόδοξης πίστης όταν στη Λειτουργία διάβαζε το Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή το “Πιστεύω εις ένα Θεόν”, και το άρθρο “Και εις το Πνεύμα το "Αγιον” το διάβαζε ώς εξής: “Και εις το Πνεύμα το Αγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το έκ τού αληθούς Πατρός έκπορευόμενον”. Διαβάζοντας λοιπόν έτσι το Σύμβολο σωζόταν από την επιβουλή τών εχθρών της ορθόδοξης πίστης.



Με τον καιρό κατηγορήθηκε στον διοικητή τού χωριού αυτού από τούς υβριστές της αγίας πίστης ότι δεν διαβάζει το Σύμβολο σύμφωνα με τη θεομάχο βλασφημία τους “το Πνεύμα το άγιον το έκ τού Πατρός και τού Υιού έκπορευόμενον” παρά μόνο “έκ τού αληθούς Πατρός έκπορευόμενον”. ’Ακούοντας αυτό ό διοικητής εξοργίστηκε και, παίρνοντας μαζί του μερικούς στρατιώτες, ήρθε στην εκκλησία λίγο πριν από την ανάγνωση τού Συμβόλου. Όταν λοιπόν ό μακάριος εκείνος ψάλτης άρχισε την ανάγνωση τού Συμβόλου της Πίστεως, αμέσως αυτός τον πλησίασε ακούοντας προσεκτικά πώς θα το διαβάσει. Ό ψάλτης, έχοντας καταλάβει γιατί τον πλησίασε, διάβαζε με παρρησία, μεγαλοφώνως και εύδιάκριτα.





Όταν έφτασε στο “Και εις το Πνεύμα το άγιον”, γέμισε από Πνεύμα άγιο και διάβασε έκφώνως: “Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποίον, το έκ του Πατρός έκπορευόμενον”, παραλείποντας εκείνη την προσθήκη “του αληθούς”, την οποία πρόσθετε λόγω του φόβου του. Μόλις το άκουσε αυτό ό διοικητής, κραυγάζοντας σαν θηρίο ανήμερο, έπεσε επάνω του, τον άρπαξε από τά μαλλιά, τον έριζε καταγής και τον κτυπούσε ανελέητα με τά πόδια του. Στη συνέχεια διέταξε να τον βγάλουν από την εκκλησία, και να τον κτυπήσουν χωρίς οίκτο με βέργες. Ενώ συνέβαιναν αυτά, κάποιος έτρεξε και ειδοποίησε τη μητέρα του, εξηγώντας της και την αιτία για την οποία κτυπούσαν τον γιό της.



Αυτή έτρεξε αμέσως και με δάκρυα τον ενθάρρυνε να μην πτοηθεί στον άθλο του, άλλα, επικαλούμενος σέ βοήθεια τον Θεό, να μην λυπηθεί να παραδώσει τη ζωή του στον θάνατο για την ορθόδοξη πίστη. Τον φιλούσε στο κεφάλι, λέγοντάς του: “Παιδί μου πολυαγαπημένο, μην φοβηθείς να υποστείς αυτό το πρόσκαιρο μαρτύριο χάριν της ορθόδοξης ομολογίας αλλά, σαν καλός στρατιώτης τού Χριστού, υπόμεινε γι’ Αυτόν και τον ίδιο τον θάνατο, για να αξιωθείς στην επουράνια βασιλεία Του να λάβεις από Αυτόν το στεφάνι τού μάρτυρα”. Αυτός απάντησε στη μητέρα του: “Ω, υπεραγαπημένη μου μάνα, μην αμφιβάλλεις καθόλου για μένα, γιατί εγώ, με την ενίσχυση τού Θεού, όχι μόνο αυτό τον δαρμό παρά και τά σκοτάδια του σκληρότερου θανάτου είμαι έτοιμος να υποστώ για χάρη της ορθόδοξης πίστης.



Γιατί όπως ό εν Τριάδι δοξαζόμενος και προσκυνούμενος Θεός είναι ένας και έκτος από αυτόν δεν υπάρχει Θεός, έτσι και ή αγία πίστη της Ορθοδόξου Καθολικής Ανατολικής Εκκλησίας, μέσα στην οποία μία και μόνη ελπίδα σωτηρίας γνωρίζουμε διά τών καλών έργων, είναι και αυτή μία, και έκτος από αυτήν δεν υπάρχει άλλη. Πώς λοιπόν να μην προτίθεμαι να υποστώ για αυτήν και τον πιο πικρό θάνατο.»Μόλις τα άκουσε αυτά η μητέρα του χάρηκε χαρά ανέκφραστη, και υψώνοντας τά χέρια της προς τον ουρανό ευχαριστούσε τον Χριστό Θεό, διότι την αξίωσε να γεννήσει τέτοιον αθλητή της πίστης. Ό βασανιστής, όσο άκουε αυτά, τόσο περισσότερο άναβε και φώναζε στους στρατιώτες να χτυπούν δυνατότερα, ενώ ό αθλητής τού Χριστού, υπομένοντας χαρμόσυνα αυτά τά κτυπήματα, στηλιτεύοντας την κακοδοξία τών Δυτικών και δοξάζοντας και ομολογώντας την ορθόδοξη πίστη, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια τού Θεού».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Φεβ 27, 2015 8:54 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 5. ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΗΣΥΧΙΟ

Εικόνα

ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΗΣΥΧΙΟ


Όταν τά άκουσαν αυτά οι συνοδοιπόροι μου εκείνοι μοναχοί, φοβήθηκαν να συνεχίσουν τον δρόμο. Εγκαταλείποντας την απόφαση τους να πάνε στη Μολδαβία, κατέβηκαν παρακάτω, στα ορθόδοξα μοναστήρια πού βρίσκονται κοντά στον Δνείπερο, από τά όποια δύο είναι υπό τη δικαιοδοσία τού ιερότατου μητροπολίτη Κίεβου και δύο τού ιερότατου μητροπολίτη Περεγιασλάβ. Πήγα και εγώ μαζί τους λυπούμενος διότι, για τούς λόγους πού είπα, δεν μπόρεσα να πάω στη Μολδαβία. Όταν πλησιάσαμε στα βουνά Μσένσκι, στα όποια βρίσκεται και ένα από τά προαναφερθέντα μοναστήρια , εκεί σ’ ένα χωριό κοντά στα βουνά εκείνα, συνάντησα έναν ιερομόναχο με τον όποιο και παρέμεινα, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχισαν τον δρόμο τους. Αφού ξεκουράστηκα σ’ εκείνο το χωριό μερικές ήμερες, αυτός ό ιερομόναχος άρχισε να μου μιλάει για κάποιον ενάρετο ερημίτη πού λεγόταν Ησύχιος, ό όποιος, κατοικώντας σ’ ένα νησάκι πού υπήρχε στο ποτάμι πού έτρεχε από τά βουνά, ασκείτο για τη σωτηρία της ψυχής του. Μόλις το άκουσα αυτό, μου γεννήθηκε ή ολόψυχη επιθυμία όχι μόνο να τον δώ αλλά, αν ήταν δυνατό, και να ζήσω μαζί του. ’Άρχισα λοιπόν επίμονα να τον παρακαλώ να με οδηγήσει σ’ αυτόν.


Πραγματικά ανταποκρίθηκε στην παράκλησή μου και πήγαμε μαζί στον ερημίτη εκείνον, ό όποιος μάς δέχθηκε με πολλή αγάπη και, αφού μάς έβαλε να αναπαυτούμε από τον δρόμο, ό ιερομόναχος με άφησε εκεί και ό ’ίδιος έφυγε.


Παρέμεινα εκεί μερικές ημέρες και ωφελήθηκε πολύ ή ψυχή μου, διότι ό αληθινός αυτός δούλος τού Θεού και ένθερμος εργάτης τών εντολών Του είχε μια ανείπωτη αγάπη και ζήλο για τον λόγο τού Θεού και τις διδαχές τών θεοφόρων πατέρων μας, επιδιδόταν μάλιστα και στην επιμελή αντιγραφή πατερικών βιβλίων, για την ωφέλεια της ψυχής του. Το είδος του ζήλου πού είχε γι’ αυτά τά βιβλία μπορεί να φανεί από το εξής: Κάποτε άκουσε για κάποιο δυσεύρετο ψυχωφελέστατα πατερικό βιβλίο, ότι υπήρχε σέ ένα μοναστήρι της επαρχίας τού Τσερνίγοβ, το όποιο βρισκόταν μακριά από αυτή την πόλη, επάνω στο βουνό.


Πήγε λοιπόν εκεί με σπουδή, και με πολλές και επίμονες παρακλήσεις ζήτησε από τον ηγούμενο και τη σύναξη της μονής να τού δώσουν το βιβλίο εκείνο για να το αντιγράψει, το όποιο χάριν της σφοδρής του επιθυμίας και με τη συνέργεια τού Θεού τού δόθηκε. Το πήρε λοιπόν και το έφερε στο κελί του και, αφού το αντέγραψε με όλη του την προσοχή, το επέστρεψε στο μοναστήρι, και ευχαρίστησε τον ηγούμενο και τη σύναξη της ιερής εκείνης μονής για αυτή την ευεργεσία πού τού έκαναν. Ύστερα επέστρεψε στο κελί του, χαίροντας και ευχαριστώντας τον Θεό, διότι τον αξίωσε να αποκτήσει τέτοιον ψυχωφελή θησαυρό. Δεν υπολόγιζε καθόλου τον μακρύ δρόμο πού έκανε για να πάρει και να επιστρέψει το βιβλίο, ό όποιος συνολικά ήταν γύρω στις δύο χιλιάδες βέρστια. Τόσος ήταν ό ζήλος του για τον λόγο τού Θεού!


Ή βλάβη όμως στην όρασή του από την αντιγραφή τών πατερικών βιβλίων ήταν τόση, πού ακόμη και τά μεγάλα γράμματα με δυσκολία τά έβλεπε για να τά αντιγράψει.
Βλέποντας λοιπόν ότι έχει τέτοιο ζήλο για τον λόγο τού Θεού και για τη διδασκαλία τών θεοφόρων πατέρων μας, έκρινα ότι, αν παρέδιδα τον εαυτό μου σέ παρόμοιο δούλο τού Θεού, με αληθινή πνευματική και σωματική υπακοή, θα μπορούσε, εφόσον φωτιζόμουν από τη θεία χάρη, να με οδηγήσει στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας. Άρχισα λοιπόν να τον παρακαλώ επίμονα να με δεχτεί στην ιερή υπακοή, υποσχόμενος να τον υπακούω στα πάντα αυτός όμως με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να με δεχθεί, και άρχισε να μού λέει: «Εγώ, τέκνο μου, είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, εμπαθής και ανάξιος. Αν τη δική μου ελεεινή ψυχή δεν μπορώ να οδηγήσω στον δρόμο τού Θεού, πώς θα τολμήσω να δεχθώ εσένα; Το έργο αυτό δεν είναι στα δικά μου μέτρα, γι’ αυτό, σέ παρακαλώ, μην με πιέζεις». Εγώ ό δύστυχος, σκεπτόμενος ότι λόγω ταπεινώσεως δεν θέλει να με δεχθεί στην υπακοή του, ακόμη πιο επίμονα τον παρακαλούσα, πέφτοντας στα ιερά του πόδια με δάκρυα πολλά, ώστε να με δεχθεί, άλλ’ αυτός δεν ήθελε να το κάνει.


Τότε, βλέποντας αυτό, και μη θέλοντας να τον πιέσω υπέρ το δέον, πήγα στο χωριό από όπου είχα έρθει και, μή βρίσκοντας εκείνον τον ιερομόναχο, διανυχτέρευσα στο σπίτι κάποιου χριστοφιλούς, ό όποιος με πολλή χαρά με δέχτηκε. Ύστερα από μερικές ημέρες πήγα και πάλι στον άγιο εκείνο γέροντα, ό όποιος με δεχόταν με αγάπη ώς φιλοξενούμενο να μείνω κοντά του για λίγες μόνο ημέρες. Όταν έβρισκα κατάλληλη τη στιγμή, με μεγάλη και πάλι συστολή, μή τολμώντας ακόμη και στο πρόσωπο να τον κοιτάξω, πέφτοντας στα πόδια του και φιλώντας τά ιερά αυτά πόδια, με πολλά δάκρυα τον παρακαλούσα να με δεχθεί, λέγοντάς του: «Πάτερ άγιε, δέ- ξου με χάρη τού Κυρίου και θα σέ υπακούω σέ όλα, όπως τον ίδιο τον Κύριο. Αν πάλι δεν σέ υπακούω σέ όλα, τότε απόπεμψε με όπως ένα βρωμόσκυλο».


Όταν έβλεπα ότι με κανέναν τρόπο δεν θέλει να με δεχθεί, έβγαινα για λίγο από το κελί του, και τόσο πολύ έκλαιγα και θρηνούσα, γιατί εξαιτίας της αναξιότητας μου δεν έγινε δεκτό το αίτημά μου, ώστε από το πολύ κλάμα και τά δάκρυα πρηζόταν το πρόσωπό μου και, όταν γυρνούσα σ’ αυτόν, καταλάβαινε ότι το πρόσωπό μου πρήστηκε από τά δάκρυα και, συμπάσχοντας στην ψυχή του για μένα, μού έλεγε: «Σέ παρακαλώ, χάριν τού Κυρίου, αδελφέ μου, μην λυπάσαι πού δεν σέ δέχομαι, διότι δεν το κάνω περιφρονώντας τη σωτηρία σου — αυτό το γνωρίζει ό καρδιογνώστης Κύριος — αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της ψυχής μου δεν σέ δέχομαι. Απόθεσε λοιπόν κάθε ελπίδα σου στην παντοδύναμη πρόνοια τού Θεού, διότι αν ζητάς με όλη σου την ψυχή τη σωτηρία, δεν θα σέ αφήσει, αλλά επιβλέποντας με τη χάρη Του στα δάκρυά σου, θα σέ οδηγήσει στον δρόμο του».


Λέγοντάς μου τέτοια και άλλα παρόμοια λόγια και παρηγορώντας την ψυχή μου, με απόλυσε εν ειρήνη. Εγώ έφυγα από κοντά του κλαίοντας και θρηνώντας, και ήρθα στο σπίτι εκείνου τού χριστοφιλούς ανθρώπου, όπου έμεινα, μή γνωρίζοντας πια τί να κάνω.


Για εκείνον τον ιερομόναχο δεν ήξερα πού πήγε, εγώ δέ, όντας από τη φύση μου δειλός, δεν τολμούσα μόνος μου να πάω πουθενά, κυρίως από τον φόβο τών εχθρών της αγίας πίστης, διότι ή χώρα εκείνη κυβερνάτο από αυτούς. Σκέφτηκα για μια στιγμή να πάω και πάλι σ’ εκείνον τον άγιο γέροντα.

Βέβαια δεν τολμούσα πια να τον πιέσω περισσότερο με την παράκλησή μου να με δεχθεί, αλλά μόνο να αξιωθώ να πάρω οδηγίες για το πού και πώς να πάω. Το τι είδους ήταν ό δρόμος πού οδηγούσε στον άγιο εκείνο γέροντα φοβάμαι ακόμα και να το σκέπτομαι. Έπρεπε να περάσει κάνεις από πολλά μέρη με νερά, πάνω από τά όποια είχαν τοποθετηθεί πολύ στενές σανίδες. Με μεγάλο λοιπόν φόβο και τρόμο, στηριζόμενος σέ ένα μακρύ ραβδί, περνούσα μέσα από αυτά τά νερά, βλέποντας έτοιμο τον θάνατο μπροστά στα μάτια μου.


Όταν πήγα για τελευταία φορά στον άγιο εκείνο γέροντα, περνώντας όλα εκείνα τά νερά, άρχισα να περνάω το τελευταίο επάνω στη σανίδα, ήταν δέ αυτό το ρυάκι φαρδύτερο και βαθύτερο. Δεν είχα φθάσει ακόμη στα μισά, και γλίστρησαν τά πόδια μου στη σανίδα, ή οποία ήταν πολύ γλιστερή, και έπεσαν στο νερό, το ένα από τη μια πλευρά της σανίδας και το άλλο από την άλλη.

Και κάθισα επάνω στη σανίδα με μεγάλο φόβο και τρόμο, πιστεύοντας ότι αμέσως θα πέσω στο νερό και θα πνιγώ. Αλλά, ώ της άφάτου για έμενα πρόνοιας τού Θεού, πού δεν επέτρεψε να πεθάνω από αδόκητο θάνατο, παρά οικονόμησε να μην γλιστρήσω και με τά δύο πόδια από τη μια πλευρά γιατί αν γλιστρούσα από τη μία πλευρά, θα πνιγόμουν σ’ εκείνο το ρυάκι. Κατά θεία όμως οικονομία και το ραβδί έμεινε στα χέρια μου και δεν έπεσε στο νερό, διότι, αν μού είχε ξεφύγει, νομίζω ότι και έτσι θα μπορούσα να πνιγώ, αφού καθισμένος στη σανίδα δεν θα είχα πού να στηριχτώ. Επίσης χωρίς αυτό δεν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου ούτε επάνω στη σανίδα. Δόξα λοιπόν τώ Θεώ πού τά οικονόμησε έτσι, ώστε ενισχυμένος με τη χάρη Του, έστω και με μεγάλο φόβο, στηριγμένος στο ραβδί, με βία κατόρθωσα να σταθώ στα πόδια μου επάνω σέ εκείνη τη σανίδα και να περάσω ασφαλώς στην αντίπερα όχθη.

Έφτασα στον γέροντα και με δάκρυα τον παρακάλεσα να μού δώσει ευλογία να μείνω μερικές ημέρες μαζί του, ώσπου ό Κύριος να με οικονομήσει κατά το θέλημά Του. Μού έδωσε την ευλογία του και έμεινα μαζί του, μή τολμώντας να τον πιέσω να με δεχτεί ώς υποτακτικό του, αφού ήταν πράγμα αδύνατο, αλλά με συστολή στεκόμουν μπροστά του, προσευχόμενος στον Κύριο να μου δείξει τις οδούς Του. Κάθε φορά πού ερχόμουν κοντά του για λίγες ήμερες, έκανα κατά δύναμη υπακοή σ’ αυτόν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Φεβ 28, 2015 9:13 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 6.ΑΔΕΞΙΟΣ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ.

Εικόνα

ΑΔΕΞΙΟΣ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ




Αφού έμεινα κοντά του για λίγες ήμερες, ήρθε σ’ αυτόν κατά θεία οικονομία να τον επισκεφτεί ό ιερομόναχος πού προανάφερα, τον όποιο φιλοξένησε με αγάπη, και επιμόνως τον παρακάλεσε να με πάει στο μοναστήρι του Μόσενσκι. Εκείνος υποσχέθηκε να το κάνει ευχαρίστως. Όταν λοιπόν έφτασε ή ώρα τού τελευταίου πια αποχωρισμού από την αγιότητα του, έπεσα κατ’ ιδίαν στα πόδια του, και φιλώντας τα με δάκρυα έκλαψα και θρήνησα, διότι εξαιτίας της αναξιότητας μου δεν αξιώθηκα να παραμείνω στην άγιά του υπακοή. Αυτός, το κατά δύναμιν, με παρηγόρησε με τούς πνευματικούς του λόγους, συμβουλεύοντάς με να έχω την ελπίδα μου μόνο στον Θεό, ό όποιος μπορεί με το θείο θέλημά Του να τακτοποιήσει τη ζωή μου. Και εγώ, ευχαριστώντας με δάκρυα την αγιότητα του γι’ αυτή την ψυχωφελή συμβουλή του, τον αποχωρίστηκα.



Αφού λοιπόν τον ευχαριστήσαμε μαζί με τον ιερομόναχο για την αγάπη και τη φιλοξενία του, πήγαμε πάλι στο χωριό που ζούσε αυτός ό ιερομόναχος, ό όποιος, αφού ετοιμάστηκε για τον δρόμο, με έφερε στο μοναστήρι τού Μόσενσκι. Εκεί αναπαύτηκα μερικές ημέρες, και στη συνέχεια, μαζί με μερικούς πατέρες, πήγα στη Μονή της Αγίας Τριάδος, την επονομαζόμενη Ματρονίνσκι. Έδώ παρέμεινα για λίγες ημέρες και έφυγα για να πάω στην Ιερά Μονή του ιεράρχου του Χριστού Νικολάου, ή οποία βρίσκεται στο νησί του ποταμού Τιασμίνα, και ονομάζεται Μεντβέντοβσκι. Αυτή είναι υπό τη δικαιοδοσία της αγίας Μητροπόλεως Κιέβου, ήταν δέ ηγούμενος της ό τιμιότατος ιερομόναχος πατήρ Νικηφόρος .




Όταν έφτασα εκεί, πήγα κατευθείαν στον ηγούμενο, του έβαλα μετάνοια, έλαβα την ευλογία του, και άρχισα να τον παρακαλώ να με δεχθεί στην ιερά μονή του. Κι αυτός, σαν πατέρας φιλότεκνος, κατανοώντας την

πρόθεσή μου να μονάσω, χωρίς να περιφρονήσει το αίτημά μου, με δέχτηκε με αγάπη και μου όρισε να μείνω σέ ένα κελί μαζί με έναν δόκιμο πού διέμενε εκεί. Επίσης μού όρισε να πηγαίνω παγγενιά με όλους τούς αδελφούς- ήταν μάλιστα τότε μήνας Ιούλιος και μάζευαν τον σανό. Πήγαινα λοιπόν με τούς αδελφούς πρώτα στο μάζεμα τού σανού και ύστερα στον θερισμό τού σιταριού, όπου με έβαζαν να θερίζω μαζί με τούς αδελφούς. Όταν είδαν ότι από την απειρία μου έκοβα τά χέρια μου, με έβαλαν να μεταφέρω τά δεμάτια στο αλώνι, ήμουν όμως αδέξιος και σ’ αυτό το διακόνημα.


Καθώς μετέφερα τά δεμάτια, επειδή δεν μπορούσα να κυβερνήσω τά βόδια, αναποδογύριζε το αμάξι, σκόρπιζαν τά δεμάτια στο χωράφι, εγώ δέ, μή ξέροντας τί να κάνω, καθόμουν καταγής και έκλαια. Όταν έρχονταν οι αδελφοί, με κατηγορούσαν ότι είμαι ένας ανίκανος, και, καθώς διαπίστωσαν την αδεξιότητα μου σ’ αυτή την εργασία, μού όρισαν να φέρνω λάσπη και νερό για το αλώνι.


Μολονότι αυτό το διακόνημα, ειδικώς μάλιστα το να κουβαλάω λάσπη, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, εντούτοις, επικαλούμενος τη βοήθεια τού Θεού, το εκτελούσα ευχάριστα. Κάθε βράδυ επέστρεφα με τούς αδελφούς στο μοναστήρι, νωρίς δέ το πρωί έφευγα πάλι για το διακόνημα. Μού όρισε επίσης ό ηγούμενος, όσο βρίσκομαι μέσα στο μοναστήρι, να συμμετέχω στον χορό τών ψαλτών, επίσης δέ να εκτελώ και διακόνημα της τράπεζας, δηλαδή να κόβω ψωμί και να το τοποθετώ στα τραπέζια, να φέρνω τις γαβάθες με τον φρουτοπολτό και να τις τοποθετώ μπροστά στους αδελφούς, να συλλέγω τά σκεύη από τά τραπέζια και να τά πλένω, να σκουπίζω την τράπεζα, και τά λοιπά, πού όλα τά έκανα με χαρά, ευχαριστώντας τον Θεό πού με αξίωσε να υπηρετώ τούς πατέρες και αδελφούς.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Μαρ 02, 2015 10:06 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 7 .ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΑΪΣΙΟ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΤΩΝΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ.

Εικόνα

ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΑΪΣΙΟ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΤΩΝΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ.



Αυτός ό αείμνηστος μακαριστός πατέρας μας Παΐσιος ήταν όμοιος με τον όσιο πατέρα μας Αντώνιο τον Σπηλαιώτη, ώς γνήσιος δισέγγονος του, διότι έστω και αν έλαμψε ύστερα από πολλούς αιώνες, ωστόσο και τούς δύο τούς ανέδειξε ή Ουκρανία . Εκείνος στάλθηκε από το Αγιον Όρος στη Ρωσία για να τη φωτίσει, και να οικοδομήσει αληθινό μοναχικό βίο. Αφού συνέλεξε μοναχούς και τούς κατάρτισε, έλαμψε σέ όλα τά άκρα της Ρωσίας, και κατέστη ό πρώτιστος όλων τών Ρώσων μοναχών. Ό γέροντάς μας, όχι

από αλλού, άλλα από το ίδιο Αγιον Όρος ανέλαμψε και ανανέωσε το βρισκόμενο σε παρακμή κοινόβιο και φύτεψε σ’ αυτό το δέντρο της ζωής την τρισευλογημένη υπακοή. Εξαιτίας αυτής ό προπάτοράς μας Αδάμ εκβλήθηκε από τον αισθητό παράδεισο και μ’ αυτήν οι απόγονοι του, οι όποιοι βαδίζουν στην ευθεία οδό, θα είσέλθουν στον ουράνιο παράδεισο, στον όποιο είσήλθε ό πρώτιστος της υπακοής, Χριστός ό Κύριος. Έτσι συνάθροισε αδελφότητα από περισσότερους από πενήντα αδελφούς, τούς όποιους και έφερε όλους μαζί του στη φιλόξενη χώρα της Μολδαβίας. Έδώ, με τη χάρη τού Χριστού, τελικώς εγκαταστάθηκαν στη Μονή Ντραγκομίρνα.


Γύρω από τον άγιο Αντώνιο συνάχθηκαν από τις ρωσικές χώρες περισσότεροι από εκατό μοναχοί, έτσι και γύρω από τον μακαριστό πατέρα μας συνάχθηκαν από εννέα χώρες πάνω από πεντακόσιοι αδελφοί διαφορετικών γλωσσών. Διακονούσε ό όσιος Αντώνιος τούς αρρώστους αδελφούς, διακονούσε και ό δικός μας άγιος πατέρας και αρρώστους και υγιείς, μαγειρεύοντας μάλιστα φαγητό και ψήνοντας πρόσφορα, όταν το κοινόβιο ήταν μικρότερο και έκανε χειρωνακτικές εργασίες. Όταν όμως ό Θεός αύξησε την αδελφότητα, τότε δεν είχε ησυχία από διακονία ημέρα και νύκτα, και δεν προτιμούσε τη δική του ησυχία περισσότερο από την ωφέλεια τού πλησίον, αλλά μετά την τακτοποίηση τών υποθέσεων της αδελφότητας, τότε μόνο κλεινόταν στο κελί και βυθιζόταν στην ησυχία, σέ βαθμό, όπως το περιέγραψα παραπάνω, να μην ακούει όταν τού μιλούσε ό υποτακτικός του περιμένοντας απάντηση για κάποιο αναγκαίο ζήτημα.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μαρ 03, 2015 11:39 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 8.Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΠΑΡΟΜΟΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ

Εικόνα

Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΠΑΡΟΜΟΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ


Ό μακαριστός πατέρας μας ήταν όμοιος σέ όλα με τούς όσιους πατέρες τόσο τούς αρχαίους όσο και τούς νεότερους: στη διδασκαλία, στη σίτιση της αδελφότητας, στους πνευματικούς άθλους, σέ υπεράνθρωπους κόπους, στη σοφία και το θείο φρόνημα, στη συμβουλή και τη διάκριση, καθώς και στις υπόλοιπες δωρεές τού Θεού.


Ήταν όμως προπαντός κοσμημένος με όλες τις αρετές, τις εσωτερικές και εξωτερικές, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι πατέρες. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός Αγγέλου τού Θεού, το βλέμμα του ήρεμο, ό λόγος του ταπεινός και ξένος προς την προπέτεια, χαιρετούσε όλους με Αγάπη, απαντούσε με προσήνεια ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν πρόθυμος στην έλεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σαν τον μαγνήτη πού από τη φύση του τραβάει το σίδερο.

Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης και πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ό μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένθεος και έμπλεως χάριτος. Ό νους του ήταν πάντοτε ενωμένος με τον Θεό και μάρτυρας αυτού ήταν τά δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε ή καρδιά του παλλόταν από Αγάπη, το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του, τά μάτια μας δεν κουράζονταν να τον θωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα να τον βλέπουν, ή ακοή μας από την ομιλία του ούτε κουραζόταν ούτε και ένιωθε ανία, διότι από τη χαρά στην καρδιά μας, όπως το είπα, ξεχνιόμασταν εντελώς.


Κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο, είχαμε τά αυτιά μας πάντοτε κοντά στο στόμα του, όπως με εκείνους τούς Αθηναίους φιλοσόφους, διότι όταν έβλεπαν κάποιον πού υπερτερούσε σέ σοφία, ήθελαν να συζητήσουν μαζί του. Έτσι είχαν τά μάτια και τά αυτιά στραμμένα σ’ αυτόν, επιθυμώντας να ακούσουν από αυτόν κάτι το νέο περί σοφίας. Τά δικά μας όμως μάτια ήταν στραμμένα στον δικό μας μακαριστό φιλόσοφο, διότι πάντοτε ακούαμε από τά χείλη του κάτι το νέο για τά πνευματικά μυστήρια ή για τις ηθικές επιταγές των θεοφόρων πατέρων.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Μαρ 04, 2015 10:35 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 9.ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

Εικόνα

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ



Ή σύντομη αυτή ιστορία, γραμμένη με τη μικρόνοια πού έχω, περισσότερο αμαυρώνει παρά περιγράφει τις αρετές του. Αυτό θα έπρεπε να είναι έργο άνδρα πολύ σοφού, μολονότι νομίζω ότι και αυτός θα δυσκολευόταν να επεκταθεί σέ όλα, ίσως μάλιστα και να μην μπορούσε, λόγω τού ύψους της ζωής εκείνου. 'Αν υπάρξει κάποιος πού με φθονερό μάτι θα διάβαζε τά γραφόμενα γι’ αυτόν, ίσως θα με κατηγορούσε ότι ξεπέρασα τά όρια εγκωμιάζοντας τον γέροντά μου.



Γι’ αυτό τον παρακαλώ να κάνει λίγη υπομονή και, αφού ακούσει λόγια απαλλαγμένα από κάθε ψέμα (διότι το ψέμα είναι όλο τού διαβόλου), τότε και ό ίδιος δεν θα διστάσει να επαινέσει τον άγιο άνδρα, πού είναι ανώτερος κάθε ανθρώπινου επαίνου, και να πει: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις άγίοις αυτού» , να προσθέσει δέ και τούτο: «Μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσιν, και ώτα ότι άκούουσιν λόγους έκ στόματος αυτού» . Τρεις φορές είδα κάτι στον μακαριστό και τρόμαξα. Την πρώτη φορά στην Ντραγκομίρνα πήγα σ’ αυτόν μετά τον Εσπερινό. Θέλησα να κτυπήσω την πόρτα και να ρωτήσω τον υποτακτικό του αν μού επιτρέπει να περάσω μέσα, βλέποντας όμως την πόρτα ανοικτή, μπήκα, και, αφού είπα το «Δι’ ευχών», πέρασα μέσα.



Τον είδα ξαπλωμένο, έβαλα μετάνοια και είπα: «Εύλόγησον, πάτερ». Όπως είχε συνήθεια, αυτός δεν απάντησε τίποτε. Εγώ παραμένοντας όρθιος τον κοίταξα και είδα το πρόσωπό του σαν να ήταν πυρωμένο. Τρόμαξα, και αφού στάθηκα λίγο, είπα και πάλι με δυνατή φωνή το «Δι’ ευχών», αυτός όμως δεν απαντούσε. Ενώ τον έβλεπα έμενα έκπληκτος, διότι ποτέ δεν το είχα δει έτσι το πρόσωπό του. Επειδή από τη φύση του αυτός ήταν λευκός και χλωμός στο πρόσωπο, κατάλαβα ότι ή φλόγα της καρδιάς του, από την Αγάπη της προσευχής, διαπέρασε μέχρι το πρόσωπό του.


Αφού στάθηκα λίγο ακόμη, βγήκα και δεν μίλησα σέ κανέναν γι’ αυτό. Ύστερα από πολύ καιρό, ενώ συνομιλούσε μαζί μας, είδα για δεύτερη φορά το πρόσωπό του να λάμπει, ό ίδιος δέ από την πνευματική χαρά μιλούσε χαμογελώντας με ανείπωτη Αγάπη, βγάζοντας από μέσα του λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σαν να ενστάλαζε στις ψυχές μας χαρά. Εγώ στεκόμουν και βλέποντάς τον έμεινα κατάπληκτος και τού μιλούσα με φόβο, δεν ρώτησα δέ τότε γι’ αυτό κανέναν από τούς αδελφούς πού ήταν εκεί, αλλά ούτε και εγώ ανέφερα τίποτε, φοβούμενος μήπως ακούοντας το αργότερα ό μακαριστός από κάποιον, θα λυπόταν. Διότι ήταν πολύ ταπεινόφρων και απεχθανόταν τά εγκώμια σαν να ήταν μίασμα. Πάντοτε κατέκρινε τον εαυτό του και για ότι συνέβαινε στο κοινόβιο έριχνε το φταίξιμο επάνω του, λέγοντας: «Εξαιτίας τών αμαρτιών μου συνέβη αυτό».




Αν πάλι συνέβαινε κάτι το ευχάριστο, τότε το απέδιδε στις προσευχές τών αδελφών. Και όσο περισσότερο απομακρυνόταν, τρέχοντας από τούς επαίνους, πού τούς απεχθανόταν όπως το μίασμα,
τόσο περισσότερο τον δόξαζε ό Θεός σέ όλες τις χώρες. Και το όνομά του ήταν και είναι σεβαστό σέ όλους. Το να συζητά κανείς γι’ αυτόν είναι συζήτηση για τη δόξα του Θεού. Δόξαζαν και δοξάζουν τον Θεό, πού σ’ αυτούς τούς χαλεπούς και πονηρούς καιρούς ανέδειξε αυτόν τον εκλεκτό του, τον αληθινό και απαρέγκλιτο διδάσκαλο, πού φώτισε και ανανέωσε το μοναστικό κοινόβιο. Δεν είναι άσχετο ότι είπε γι’ αυτό το θέμα ό άγιος Ισαάκ ό Σύρος, ότι ή δόξα ξεφεύγει από αυτόν πού την κυνηγά. Και πάλι ό ίδιος λέει ότι μετά βίας θα βρεις άνθρωπο πού μπορεί να υπομείνει τη δόξα, αν θα τον βρεις κιόλας. Και για να γίνει πιο κατανοητό, θα μπορούσε να πει: «Έστω και αν ήταν στα ήθη ίσος με τούς αγγέλους» .



Ό δικός μας στύλος της ταπεινοφροσύνης εύκολα υπέμενε τη δόξα και, κατέχοντάς την, την υπέφερε αβλαβώς, διότι από τη νεότητά του, πού προσπαθούσε στην κοσμική ακόμη ζωή να τον υποτάξει, αυτός την απέφευγε, διότι έβλεπε πολλά εξέχοντα πρόσωπα να χειροκροτούν γι’ αυτόν, περιμένοντας να είναι αυτός ό διάδοχος στη θέση τού πατέρα του και να καταστεί ό οδηγός και ποιμένας τους. Αυτός όμως τη δόξα την έφτυνε, όπως και το πρόσωπο τού πονηρού Βελίαρ, πού το απέρριπτε και απομακρυνόταν από όλο του το μίασμα και έμεινε άτρωτος από αυτό σέ όλη του τη ζωή. Λογιζόταν τον εαυτό του γη και σποδό κάτω από τά πόδια όλων και οφειλέτη στην αδελφότητα. Ποτέ δεν έκανε όνειρα για την εξύψωση του, αλλά την ελπίδα της σωτηρίας του την απέθετε στις προσευχές τών αδελφών.


Γι’ αυτό και ό Θεός τον εξύψωσε και τον δόξασε σ’ αυτή τη ζωή, αλλά έχουμε και την αδιάψευστη βεβαιότητα ότι και στη μέλλουσα θα τον δοξάσει, μαζί με τούς όσιους πατέρες.
Δεν τού έλειπε και το χάρισμα της προοράσεως και ότι προέβλεψε συνέβη.




Για κάποιο διαπρεπές πρόσωπο προέβλεψε κακό θάνατο, έτσι και έγινε. Για κάποιον άλλο αναστέναζε και έκλαιε και νουθετούσε και την τρίτη μέρα αυτό το πρόσωπο πνίγηκε. Έναν άλλο τον νουθετούσε, ενώ ήμουν και εγώ στο κελί του. Στο τέλος του είπε: «Τον τόπο στον όποιο επιθυμείς να πάς, δεν πρόκειται να τον δεις, αδελφέ μου». Σέ μία βδομάδα πέθανε. Γι’
αυτόν ό μακαριστός έκλαψε πολύ. Τί μπορούμε να πούμε δέ και για το ότι, ενώ ό μακαριστός έμενε στο κελί του και έκτος από την εκκλησία δεν πήγαινε πουθενά, εντούτοις γνώριζε τις διαθέσεις όλων τών αδελφών, ακόμη και εκείνων πού ποτέ δεν έβλεπε. Κάποια φορά, πού ήμουν στο κελί του και συζητούσαμε, ήρθε ένας από τούς πρώτους πνευματικούς και τού είπε κάτι. Αυτός δέ τού είπε: «Πώς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τις διαθέσεις τών αδελφών, οι όποιοι καθημερινά έρχονται να εξομολογηθούν τούς λογισμούς τους;


Εγώ πού κάθομαι στο κελί μου γνωρίζω τά συναισθήματα όλων τών αδελφών, εσείς πώς δεν τά γνωρίζετε;» Πώς γνωρίζεις, μακαριώτατε πάτερ, αν δεν σου τά αποκάλυψε το Άγιον Πνεύμα, πού κατοίκησε στην καθαρή καρδιά σου; Είναι και πολλά άλλα πού θα μπορούσα να πω, αλλά τά αφήνω για να μην μακρηγορήσω.

Για τά θαύματα και τις θεραπείες δεν είναι απαραίτητο να γράψω, διότι ή αγιότητα τών πραγματικά Αγίων ανθρώπων δεν αναγνωρίζεται από τά θαύματα, ότι είναι δηλαδή άγιοι και καθαροί ενώπιον τού Θεού, αλλά από τά δόγματα της ορθής ορθόδοξης πίστης και από τη φύλαξη τών εντολών τού Θεού και τον καθαρό και αμόλυντο βίο.




Πολλοί ήταν οι αιρετικοί οι όποιοι έκαναν θαύματα, για τούς όποιους ό Κύριος είπε: «Εκείνη την ήμερα πολλοί θα μού πουν: “Κύριε, δεν βαπτίσαμε στο όνομά σου; Δεν κάναμε τόσα θαύματα στο όνομά σου;” Και ό Κριτής είπε: “Ποτέ δεν σάς ήξερα φύγετε από εμένα οι εργαζόμενοι την ανομία”» . Και στον πλούσιο πού ρώτησε: «Πώς θα αποκτήσω αιώνια ζωή;» του είπε: «Να τηρήσεις τις εντολές» . Και πάλι: «Σάς δίνω μία νέα εντολή, να αγαπάτε ό ένας τον άλλο. "Όπως σάς αγάπησα εγώ, να αγαπάτε και εσείς ό ένας τον άλλο. Έτσι θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε Αγάπη ό ένας για τον άλλο» . Και ό άγιος Χρυσόστομος διδάσκει ότι δεν πρέπει τον ορθόδοξο άνθρωπο να τον εξετάζεις αν είναι άγιος από σημεία και προφητείες, αλλά από τη σωστή ζωή του, όπως είπε ό Κύριος: «Από τούς καρπούς τους θα τούς γνωρίσετε» . Τούς δέ καρπούς τού σωστού πνευματικού άνδρα, τούς έδειξε ό Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «Ό καρπός τού Πνεύματος είναι ή Αγάπη, ή χαρά, ή ειρήνη, ή μακροθυμία, ή καλοσύνη, ή αγαθότητα, ή πίστη, ή εγκράτεια.



Τίποτε από αυτά δεν καταδικάζει ό νόμος» . Αν λοιπόν ό άνθρωπος αποκτήσει τέτοιους καρπούς, είτε τελεί σημεία είτε όχι, είναι φανερό ότι αυτός είναι άγιος και φίλος τού Θεού. Ό δέ μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά επειδή γι’ αυτό το θέμα ούτε να ακούσει δεν ήθελε και όλα τά απέδιδε στην τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αυτό και εγώ θα σταματήσω, ώστε να μην τού εναντιωθώ, μολονότι γνωρίζω για πολλά θαύματα και πριν από τον θάνατό του και μετά από αυτόν.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Μαρ 05, 2015 10:29 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 10.Ο ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ.

Εικόνα

Ο ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ.

Διήγηση περί της μητέρας μου, τί της συνέβη μετά τον χωρισμό μου από αυτήν.

Ενώ βρισκόμουν σ’ αυτήν την ιερά Σπηλαιωτική Λαύρα τού Κιέβου, όταν έφθασε το καλοκαίρι ήρθε για προσκύνηση στο Κίεβο ή νύφη μου, ή σύζυγος τού μακαρίτη αδελφού μου ιερέα Ιωάννου, μαζί με τον αδελφό της Θεόδωρο και τον θείο μου Συμεών Μαξιμένκο. Αφού ήρθαν λοιπόν για προσκύνηση στην ιερά Σπηλαιωτική Λαύρα τού Κιέβου, ήρθαν και σέ έμενα, στο κελί μου, και κάθισαν κατά τη συνήθεια και συζητούσαν μαζί μου. Άρχισε λοιπόν ή νύφη μου να με πληροφορεί για τη μητέρα μου, είπε δηλαδή ότι: «Μετά την αναχώρηση σου στο Κίεβο για σπουδές, έμενε στο σπίτι της μαζί μου, άλλοτε κλαίοντας, γιατί δεν σέ έβλεπε, άλλοτε δέ παρηγορώντας τον εαυτό της με την ελπίδα ότι δεν θα την εγκαταλείψεις. Κάποτε ήρθε είδηση από το Κίεβο ότι έφυγες από εκεί, άγνωστο για πού, και τότε κατέλαβε την ψυχή της τέτοια ανέκφραστη θλίψη, πού έκλαιγε και θρηνούσε απαρηγόρητα. Έτσι, μή μπορώντας να παρηγορηθεί, ήρθε στο Κίεβο για να σέ αναζητήσει, και ενώ ήταν βαρύς χειμώνας όπου κι αν ταξίδευε, σέ έψαχνε επιμελώς στα ιερά μοναστήρια και τις σκήτες τού Κίεβου.


Όταν δε δεν σέ βρήκε πουθενά, επέστρεψε στο σπίτι της με ανεκδιήγητη θλίψη παρά λίγο δέ να πεθάνει στον δρόμο από τη φοβερή παγωνιά. Αφού δέ επέστρεψε στο σπίτι, έκλαιε ασταμάτητα και θρηνούσε, μέρα και νύχτα, χωρίς κάνεις να μπορεί να την παρηγορήσει. Όταν πια, ύστερα από πολύ καιρό, ή ανυπόφερτη θλίψη και ό πόνος τελικώς σκέπασαν την ψυχή της, μή μπορώντας πια να υπομένει, αποφάσισε να μην τρώει και να μην πίνει ώσπου να πεθάνει. Και από εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μπορούσε να τη συμβουλεύσει ή να την πείσει να γευθεί ή να πιει έστω και λίγο.


Ύστερα από λίγες ημέρες τόσο εξαντλήθηκε από την ασιτία, πού ό νους της δεν μπορούσε να λειτουργήσει υγιώς, αλλά άρχισε να μπερδεύεται, μιλώντας άλλοτε σωστά και άλλοτε ακατανόητα, ώσπου στο τέλος εξαντλήθηκε και έπεσε στο κρεβάτι της περιμένοντας τον θάνατο. Μαζεύτηκαν λοιπόν πολλοί από τούς συγγενείς της και κάθισαν κοντά της, με πολλή λύπη γι’ αυτήν. Ξαφνικά, βλέποντας κάποιο όραμα, τρόμαξε και άρχισε πολύ επίμονα να παρακαλεί τούς συγγενείς να της δώσουν αμέσως το βιβλίο πού λέγεται Άκαθιστάριο .


Μόλις της το έδωσαν άρχισε να διαβάζει φωναχτά τον Ακάθιστο στην Παναγία Θεοτόκο χωρίς κανένα λάθος, έτσι πού όλοι απόρησαν. Και όταν τελείωσε, άρχισε και πάλι να διαβάζει τον ίδιο Ακάθιστο. Όταν πια τον είχε διαβάσει αρκετές φορές, θέλησαν να πάρουν το βιβλίο από τά χέρια της, αλλά δεν μπόρεσαν, γιατί το κρατούσε πολύ σφιχτά, διαβάζοντας αδιάκοπα τον ίδιο Ακάθιστο. Τότε κατάλαβαν οι συγγενείς ότι αυτή έβλεπε κάτι και με την αδιάκοπη ανάγνωση τού Ακάθιστου προστάτευε τον εαυτό της.


Όταν πέρασε ένα μερόνυχτο διαβάζοντας τον Ακάθιστο, οι συγγενείς πού κάθονταν στο πλάι της και την κοίταζαν έτσι πού ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, απότομα και ξαφνικά κοίταξε με τα μάτια της προς τα επάνω και έμειναν ακίνητα τα μάτια της, με το βλέμμα σχεδόν μισή ώρα συγκεντρωμένο ψηλά. Και ενώ όλοι απορούσαν γι’ αυτό και θαύμαζαν και δεν ήξεραν τί θα γίνει, αυτή φώναξε δυνατά: “Αν αυτό είναι το θέλημα τού Θεού, από αυτή τη στιγμή θα πάψω να λυπάμαι για τον γιό μου”. Ακούοντας οι συγγενείς με τρόμο και χαρά αυτά πού είπε, άρχισαν με επιμονή να τη ρωτούν τί είδε. Αυτή δε, χωρίς να άπαντά τίποτε στο ερώτημα τους, τούς παρακαλούσε να καλέσουν τον πνευματικό της, πού όταν τον κάλεσαν τού εξομολογήθηκε όλα όσα είχε δει. Με την εξομολόγηση επανήλθε ό νους της εντελώς. Μόλις έφυγε ό πνευματικός, μπήκαν μέσα οι συγγενείς και άρχισαν και πάλι να τη ρωτούν τί είδε, κατάλαβαν όμως ότι από την πολύ μεγάλη σωματική εξάντληση μόλις και έμεινε ζωντανή, και έτσι δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί τους.


Άρχισαν λοιπόν πρώτα να φροντίζουν για την ενδυνάμωσή της, ρίχνοντας με το κουταλάκι νερό στο στόμα της, όπως επίσης δίδοντάς της και πολύ ελαφριά τροφή. Έβραζαν αραιό χυλό και την τάιζαν με το κουταλάκι σαν μικρό παιδί, ώσπου σιγά σιγά άρχισε και μόνη της να λαμβάνει τροφή. Όταν δυνάμωσε λίγο, την ανασήκωσαν και την έβαλαν να καθίσει στο κρεβάτι.

Αφού ανακάθισε, άρχισε να τούς διηγείται το όραμα πού είδε: “Καθώς από την τόσο μεγάλη ασιτία”, είπε, “τελικώς εξαντλήθηκα και περίμενα γρήγορα να πεθάνω, έφθασα σέ σημείο τρόμου μεγάλου και έβλεπα πλήθος δαιμόνων πολύ φοβερών και σκοτεινών, πού προσπαθούσαν να μού επιτεθούν. Από αυτό το όραμα τρόμαξα πολύ μέσα στην ψυχή μου, και άρχισα να σάς ζητώ το βιβλίο Άκαθιστάριο, μόλις δέ το έλαβα άρχισα να διαβάζω επιμελώς τον Ακάθιστο της Παναγίας Θεοτόκου, εναποθέτοντας άδιακόπως όλες μου τις κατά Θεόν ελπίδες επάνω σ’ αυτήν.

Διαβάζοντας τον Ακάθιστο προστάτευα τον εαυτό μου από τις επιθέσεις τών δαιμόνων, γιατί όταν με άκουαν να τον διαβάζω έτρεμαν από φόβο και, μένοντας μακριά μου, δεν τολμούσαν καθόλου να με πλησιάσουν. Γι’ αυτόν τον λόγο όταν θέλατε να μου πάρετε αυτό το βιβλίο από τά χέρια, κρατώντας το πολύ σφιχτά με τά χέρια μου, δεν σάς το έδινα, διότι βρισκόμενη σέ τέτοια κατάσταση, μόνο με την ανάγνωση τού Ακάθιστου προστάτευα τον εαυτό μου από τούς δαίμονες.


Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΛΥΤΡΩΝΕΙ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΘΛΙΨΗ


"Όταν πέρασε ένα εικοσιτετράωρο, ενώ διάβαζα άδιακόπως τον Ακάθιστο, ξαφνικά έπεσα σέ έκσταση και, κοιτώντας επάνω, είδα τούς ουρανούς ανοιγμένους, και άγγελο Θεού σαν αστραπή, πολύ λαμπερό, να κάθεται στους ουρανούς, ό όποιος στάθηκε κοντά μου και άρχισε να μου λέει: “Ω ταλαίπωρη, τί έκανες; Αντί από όλη σου την ψυχή και όλη σου την καρδιά περισσότερο από κάθε δημιούργημα να αγαπήσεις τον Κύριο Χριστό, Θεό και δημιουργό σου, εσύ αγάπησες το δημιούργημα, τον γιό σου περισσότερο από Αυτόν πού τον δημιούργησε. Και για χάρη της αντίθεης και παράλογης αγάπης σου, αυτής πού έχεις για τον γιό σου, σκέφθηκες μόνη σου να πεθάνεις από την πείνα, και έτσι να πέσεις στην αιώνια κρίση τού Θεού.


Έστω και αν ό γιός σου σέ εγκατέλειπε, επιλέγοντας τη ληστρική ζωή ή κάποια άλλη παρανομία, ούτε και τότε δεν θα έπρεπε να θλίβεσαι χωρίς μέτρο, γιατί ό καθένας την ημέρα της Κρίσεως θα δώσει λόγο για τον εαυτό του. Και επειδή ό γιός σου ήταν θέλημα Θεού να φύγει από εσένα και να άκολουθήσει τη μοναχική ζωή, έπρεπε εσύ έτσι άπελπισμένα να θλίβεσαι και να χάσεις την ψυχή σου; Να γνωρίζεις λοιπόν ότι ό γιός σου, με τη συνέργεια της θείας Χάριτος, θα γίνει οπωσδήποτε μοναχός.


Θα πρέπει λοιπόν και εσύ, μιμούμενη τον γιό σου, να άποβάλεις όλη τη θλίψη γι’ αυτόν και, απαρνούμενη τον κόσμο και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτόν, να γίνεις μοναχή, διότι αυτό είναι το θέλημα τού Θεού. ’Αν πάλι εναντιωθείς σ’ αυτό το θείο θέλημα και τη θλίψη, και τη λύπη μιας τέτοιας απελπισίας, σαν αυτή πού έχεις για τον γιό σου, δεν την ξεριζώσεις από μέσα από την καρδιά και την ψυχή σου, τότε, όσο Χριστός ό Κύριος είναι ό Θεός και δημιουργός μου, άλλο τόσο θα σέ παραδώσω αμέσως στους δαίμονες πού περιμένουν να σέ καταφάγουν, για να παίζουν με την ψυχή και το σώμα σου, ώστε να μάθουν και οι άλλοι γονείς να μην αγαπούν τά παιδιά τους περισσότερο από τον Θεό». "Όταν μού είπε τέτοια και άλλα παρόμοια ό άγγελος τού Θεού, ανέκραξα ότι αυτό είναι το θέλημα τού Θεού, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα θλίβομαι στο έξης για τον γιό μου, και τότε αμέσως εξαφανίστηκαν οι δαίμονες, ό δέ άγγελος τού Κυρίου χαρούμενος ανέβηκε στους ουρανούς”.


'Όταν οι συγγενείς άκουσαν να λέει αυτά ή μητέρα σου, φοβισμένοι δόξασαν τον Θεό, διότι, για κρίματα πού αυτός γνωρίζει, τη λύτρωσε από αυτή την απελπισία της θλίψης και της αυτοκτονίας, και της έδωσε ζωή και υγεία και προαίρεση για τη μοναχική ζωή. Έτσι χαρούμενοι έφυγαν στα σπίτια τους.

Ή μητέρα σου όμως» μου είπε ή νύφη μου, «με τη βοήθεια τού Θεού αποκαταστάθηκε εντελώς στην υγεία της, αν και συχνά κλαίει για σένα από φυσική Αγάπη πού σού έχει, αλλά, ενθυμούμενη την υπόσχεση πού έδωσε ενώπιων τού Θεού, να μην θλίβεται για σένα ατελείωτα, το κατά δύναμη, συγκρατείται από αυτή τη λύπη και ολόψυχα προετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον κόσμο και όλα όσα είναι σ’ αυτόν, και να πάει στη γυναικεία Μονή της Αγίας Σκέπης, πού βρίσκεται σέ απόσταση πέντε βερστίων από την πόλη της Πολτάβας .


Εκεί, έχοντας ήδη αξιωθεί το μεγάλο και αγγελικό σχήμα, βρίσκεται ακόμη στη ζωή ώς ηγουμένη ή μητέρα της και δική σου γιαγιά, αλλά και ή αδελφή της όμως και θεία σου, κυρία Άγαπία μοναχή, στο ίδιο μοναστήρι βρίσκεται». Αυτά μού είπε λοιπόν ή νύφη μου και, αφού προσκύνησε τά άγια λείψανα, επέστρεψε εν ειρήνη στο σπίτι μας στην Πολτάβα, κοντά στη μητέρα μου. Εγώ δε, έχοντας ακούσει όλα αυτά και άλλα παρόμοια, έφριξα στην ψυχή μου γι’ αυτά, επειδή με τον χωρισμό μου από τη μητέρα μου, προκάλεσα στην ψυχή της τόσο μεγάλη, αβάσταχτη και απελπιστική θλίψη, ώστε, αν δεν τη λύτρωνε από τέτοιο θάνατο θαυματουργικός ή παντοδύναμη θεία Πρόνοια, να σκεφτεί να σκοτώσει τον εαυτό της με την πείνα.


Χάρηκα όμως με χαρά ανέκφραστη όταν, αποδεχόμενη το θείο θέλημα, έλαβε την απόφαση να γίνει μοναχή, πράγμα πού έπραξε. Είσήλθε λοιπόν στο μοναστήρι εκείνο και έκάρη μοναχή και ζούσε στο ίδιο κελί με την αδελφή της Άγαπία. Παρέμεινε λοιπόν στο μοναστήρι για τη σωτηρία της ψυχής της και ασκήθηκε ώς μοναχή δέκα και περισσότερα χρόνια, ώσπου κοιμήθηκε εν Κυρίω.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 3 και 0 επισκέπτες