Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Μαρ 06, 2015 9:37 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 11"ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΛΙΟΥΜΠΕΤΣ ΕΝΑΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ"

Εικόνα

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΛΙΟΥΜΠΕΤΣ ΕΝΑΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ




Ύστερα από λίγες ήμερες καταπλεύσαμε στο Τσερνίγοβ και, αφού ευχαριστήσαμε τούς χριστιανούς εκείνους αποβιβαστήκαμε στην όχθη. Αποχαιρέτησα και τον σύντροφό μου και χωρίσαμε. Αυτός μεν τράβηξε τον δρόμο του, ενώ εγώ μπήκα στην πόλη και κατευθύνθηκα στην Ιερά Επισκοπή, όπου συνάντησα τον πνευματικό μου οδηγό και πατέρα, τον μεγαλόσχημο ιερομόναχο Παχώμιο, και πολύ χάρηκε ή ψυχή μου.



Ασπάστηκα την αγία του δεξιά και με οδήγησε στο κελί του, όπου με φιλοξένησε λίγες ημέρες. Όταν βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, επίμονα τον παρακάλεσα να με καθοδηγήσει, από πού θα μπορούσα ευκολότερα να διαβώ τά σύνορα για ξενιτειά , όπου θα αξιωνόμουν να λάβω το μοναχικό σχήμα. Αυτός ανταποκρινόμενος στην παράκλησή μου, μού έδωσε την παρακάτω συμβουλή, λέγοντας: «’Άν θέλεις, αδελφέ, με όλη σου την ψυχή να βγεις από τά σύνορα της πατρίδας μας και να πάς στην ξενιτειά για να γίνεις ευκολότερα μοναχός, πήγαινε στην Ιερά Μονή Λιούμπετσκιη, πού βρίσκεται κοντά στην πόλη Λιούμπετς, την πατρίδα τού οσίου πατρός ημών Αντωνίου του Σπηλαιώτου .


Εκεί θα βρεις τον τιμιότατο ιερομόναχο πατέρα Ιωακείμ, ό όποιος, μή κατανοώντας το νόημα του ευαγγελικού ρητού “Και ει ή δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου” , χάριν της τήρησης της αγνότητας, από χωρίς σωστή γνώση ζήλο, έκοψε τέσσερα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Αυτός λοιπόν θα σέ καθοδηγήσει, γιατί είναι πολύ έμπειρος. Και αφού το μοναστήρι αυτό είναι πάνω στον Δνείπερο, στα ίδια τά σύνορα, από εκεί θα σου είναι εύκολο να εκπληρώσεις την απόφαση σου. Περίμενε μόνο έως την ημέρα πού γίνεται παζάρι και, αφού βρεις εκεί άνθρωπο πού θα μπορούσε να σέ πάει στο Λιούμπετς, έλα να μου το πεις».


Ακολουθώντας τη συμβουλή του, πραγματικά την ημέρα της αγοράς βγήκα και μετά βίας βρήκα κάποιον από ένα χωριό πού ήταν στα μισά του δρόμου για το Λιούμπετς. Τον μίσθωσα λοιπόν για να με πάει έως το χωριό του, όπου ήταν ή κατοικία του, και γύρισα για να ενημερώσω γι’ αυτό την ιερότητα του. Αυτός λυπήθηκε πού δεν μπόρεσα να βρω άνθρωπο από την ίδια την πόλη του Λιούμπετς για να με πάρει ως εκεί μαζί του, με συμβούλεψε όμως να μην στενοχωρηθώ, και μού είπε: «Μην λυπάσαι γι’ αυτό, αδελφέ, γιατί μεγάλος είναι ό Κύριος και θα σέ οδηγήσει ασφαλώς στην ιερά εκείνη μονή». Εγώ έπεσα στα πόδια του και, αφού έλαβα την τελευταία του ευλογία, τράβηξα τον δρόμο μου με εκείνον τον άνθρωπο, ό όποιος με έφερε ως το σπίτι του και μου προσέφερε κατάλυμα. Το πρωί τον παρακάλεσα επίμονα να με πάει μέχρι το μοναστήρι, διότι φοβόμουν να περπατήσω μόνος μου όλον εκείνο τον δρόμο, στάθηκε όμως αδύνατο να τον πείσω.


Απόθεσα την ελπίδα μου μόνο στον Θεό, και πήρα τον δρόμο με πολύ φόβο. Περνούσε ό δρόμος αυτός μέσα από μεγάλα δάση, και εγώ φοβόμουν τά θηρία, ό Θεός όμως με φύλαξε και πέρασα όλο τον δρόμο ασφαλώς. "Όταν βγήκα στο ξέφωτο, είδα από μακριά την πόλη Λιούμπετς και το μοναστήρι, πού απείχε περίπου τρία βέρστια από την πόλη, και ή ψυχή μου αγαλλίασε.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Μαρ 07, 2015 9:13 am

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 12 "ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΛΙΟΥΜΠΕΤΣ "

Εικόνα

ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΛΙΟΥΜΠΕΤΣ



Καθώς πλησίαζα στο μοναστήρι, βλέπω σιδερένια οδοφράγματα τοποθετημένα έως τον Δνείπερο ποταμό και φρουρά να στέκεται εκεί. Το μοναστήρι βρισκόταν πίσω από τη φρουρά. Με κατέλαβε φόβος και δεν ήξερα τί να κάνω. Μην έχοντας επάνω μου καμία γραπτή μαρτυρία για το ποιος είμαι, φοβόμουν ότι ή φρουρά θα με συλλάβει. Παρακάλεσα από όλη μου την ψυχή τον Θεό, όπως Αυτός γνωρίζει, να με φυλάξει από τούτο τον πειρασμό. Προχώρησα προς τη φρουρά. Και τότε, χάρη στη θεία Πρόνοια, πέρα από κάθε ελπίδα, είδα έναν μοναχό πού από την πόλη πήγαινε προς το μοναστήρι από την άλλη μεριά τού οδοφράγματος, ό όποιος, μόλις πλησίασε τη φρουρά, στάθηκε και με κοίταζε. "Όταν πλησίασα οι φρουροί με ρώτησαν: «Από που είσαι;» Αυτός αμέσως, προτού απαντήσω, τούς απάντησε τάχα με έκπληξη: «Τί τον ρωτάτε από που είναι; Δεν γνωρίζετε ότι είναι δόκιμος της μονής και ότι επιστρέφει στο μοναστήρι;» Μόλις άκουσαν αυτό οι φρουροί με άφησαν να περάσω. ’Έσπευσα προς τον τίμιο αυτό μοναχό, τού έβαλα μετάνοια, και μόλις αντιλήφτηκα ότι είναι ιερομόναχος, ασπάστηκα την αγία δεξιά του.

Τον ευχαρίστησα για την τόση του Αγάπη, και δόξασα την ανεξερεύνητη Πρόνοια τού Θεού, πού με φύλαξε από αυτόν τον πειρασμό. Ό τίμιος αυτός ιερομόναχος, πού λεγόταν ’Αρκάδιος, με πήρε μαζί του και με οδήγησε στην ιερά εκείνη μονή, εκεί στο κελί του, ώσπου να έρθει ό ηγούμενος, ό όποιος έλειπε κάπου για δουλειές τού μοναστηριού. Με πήρε μέσα στο κελί, και ώσπου να έρθει ό ηγούμενος μού μιλούσε με λόγους ψυχωφελείς, ήθελε δέ, αν αυτό το επέτρεπε και ό ηγούμενος, να με πάρει για σύγκελλό του. ’Αλλά και εγώ, επειδή είδα ότι ήταν άνθρωπος πνευματικός, λογικός και γεμάτος από φόβο Θεού, ήθελα, εφόσον θα ήταν δυνατόν, για χάρη της πνευματικής μου καθοδηγήσεως να ζήσω κοντά του.



Όταν ήρθε ό ηγούμενος στο μοναστήρι, μού τον έδειξε από το παράθυρο τού κελιού του λέγοντάς μου: «Να, αυτός πού στέκεται στη μέση τού μοναστηριού είναι ό ηγούμενος. Κοίτα τον, αδελφέ, και πες αν και σέ σάς εκεί στο Κίεβο έτσι περπατούν οι ηγούμενοι. Τον κοίταξα και τον είδα κοσμημένο με σταχτιά γενειάδα, να φοράει ένα μαύρο χοντρό μάλλινο επανωφόρι, και θαύμασα πολύ την ταπείνωσή του, πώς ηγούμενος αυτός φοράει τόσο φτωχικό ένδυμα• γιατί από τότε πού γεννήθηκα δεν είχα δει άλλους ηγουμένους ντυμένους τόσο φτωχικά. Στη συνέχεια ό γέροντας εκείνος φόρεσε το ράσο του, και με οδήγησε στον ηγούμενο, στου όποιου έπεσα τά πόδια ζητώντας την ευλογία του. Αφού με ευλόγησε κατά τη συνήθεια, με ρώτησε: «Από που είσαι, αδελφέ, και για ποιο λόγο ήρθες στο μοναστήρι μας;»


Εγώ του απάντησα ότι είμαι από την περιοχή τού Κίεβου, και ότι ήρθα στην ιερά μονή ώς δόκιμος, και το όνομά μου είναι Πέτρος. Μόλις το άκουσε, χάρηκε πολύ και μού είπε: «Ευχαριστώ τον παντελεήμονα Θεό μας διότι σέ έστειλε ώς δόκιμο. "Έως τώρα είχαμε έναν δόκιμο, ό όποιος διακονούσε ώς δοχειάρης και λεγόταν Πέτρος. Πριν δύο μέρες μάς έφυγε, και τώρα παραδίδω το ίδιο διακόνημα σέ εσένα πού έχεις το ίδιο όνομα». Ακούοντας το αυτό ό τίμιος εκείνος ιερομόναχος απόρησε και είπε στον ηγούμενο: «Πάτερ άγιε, αυτός ό αδελφός μόλις πού ήρθε στο μοναστήρι και τίποτε δεν γνωρίζει από τις μοναστηριακές συνήθειες. ’Αν ευδοκήσεις, ας μείνει στο κελί μου, ώσπου, κάτω από τις οδηγίες μου, να μάθει κάτι για τά διακονήματα τού μοναστηριού και τότε τού καθορίζεις όποιο διακόνημα θελήσεις».


Ό ηγούμενος απάντησε: «’Άν είχαμε, αδελφέ, κάποιον δόκιμο κατάλληλο γι’ αυτό το διακόνημα, ευχαρίστως θα εκπλήρωνα την επιθυμία σου, επειδή όμως, όπως βλέπεις, δεν έχουμε κανέναν, γι’ αυτό σ’ αυτόν τον αδελφό, έστω και αν ήρθε τώρα, καθορίζω αυτό το διακόνημα εξαιτίας της ανάγκης». Μόλις άκουσε την απάντηση ό τίμιος εκείνος ιερομόναχος έβαλε μετάνοια και έφυγε στο κελί του. Ό ηγούμενος διέταξε να ανοίξουν το δοχείο, με έβαλε μέσα και μού έδειξε όσα υπήρχαν εκεί, καθώς και την τάξη του διακονήματος, σέ τί ποσότητα να δίνω από εκεί στους μάγειρες τά απαραίτητα για την τράπεζα τών αδελφών και πού χρειάζονταν αυτά, δηλαδή ό χυλός, το ψάρι, το λάδι, το αλεύρι, το σιμιγδάλι και τά υπόλοιπα. Μού έδωσε και τά κλειδιά. Εγώ έβαλα μετάνοια και ζήτησα την ευλογία του, αυτός δέ με διέταξε να μείνω σέ ένα κελί όχι μακριά από το δικό του, όπου σέ ένα δωματιάκι ζούσε και ό ιε-ρομόναχος Ιωακείμ πού ανέφερα. Εγώ έμεινα σέ ένα μεγάλο κελί μαζί με έναν γέροντα μοναχό και έναν δόκιμο.


Εκτελούσα λοιπόν τη διακονία μου με ευχαρίστηση, μολονότι ήταν πολύ πέρα από τις δυνάμεις μου. Καθημερινώς, όχι μία και δύο φορές αλλά πολλές, σήκωνα τη βαριά πέτρα πού σκέπαζε τον χυλό και σηκώνοντάς την, πάνω από τις δυνάμεις μου, την τοποθετούσα ξανά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Με αυτήν τη δουλειά, και ή λίγη υγεία πού είχα, βλάφθηκε πολύ.


Δεν τολμούσα καθόλου να μιλήσω γι’ αυτή στον άγιο καθηγούμενο, αλλά όσο μπορούσα, με ευγνωμοσύνη υπέμενα το έργο αυτό, παρακαλώντας τον Κύριο να με δυναμώσει. Εργαζόμουν φορώντας τά κοσμικά ρούχα με τά όποια είχα έρθει στο μοναστήρι, και επιθυμούσα πολύ να φορέσω τά μαύρα, όταν μπόρεσα δέ να αποκτήσω ράσο από απλό μαύρο ύφασμα, το οποίο και φόρεσα, δεν ήξερα τί να κάνω από την απερίγραπτη χαρά μου. Με τον καιρό, όταν πια κοιμήθηκε και εκείνος ό γέροντας μοναχός πού ζούσε μαζί μου, άφησε μια ενδυμασία από χοντρό σταχτί ύφασμα. Ό ηγούμενος με κάλεσε και μού την έδωσε λέγοντάς μου «Αν σού αρέσει αυτή ή ενδυμασία, φόρεσε την».


Εγώ τού έβαλα μετάνοια και παίρνοντας την ευλογία του πήγα στο κελί μου, έβγαλα τά κοσμικά μου ρούχα και με τέτοια χαρά ντύθηκα αυτά πού μού έδωσε ό ηγούμενος, πού τά φίλησα πολλές φορές σαν να ήταν κάτι το ιερό. Και τά φορούσα συνέχεια, ώσπου έλιωσαν επάνω μου, και ευχαριστούσα τον Θεό, πού αντί για τά κοσμικά ρούχα πού φορούσα έως τώρα, αξιώθηκα αυτά πού έπρεπε, τά μοναστηριακά. Φορώντας τα με χαρά, εκτελούσα το διακόνημα πού μού είχε οριστεί, αρχίζοντας με τον Όρθρο, και τελειώνοντας αργά το βράδυ.


Κάπου κάπου, ενώ ήμουν νύχτα στο κελί μου, με καλούσε εκείνος ό τίμιος ιερομόναχος Ιωακείμ να τού διαβάσω τον κελιωτικό κανόνα. Για χάρη αυτού είχα έρθει ειδικώς στο μοναστήρι αυτό, για να λάβω τη συμβουλή του και καθοδήγηση περί της αποφάσεως πού είχα πάρει, γι’ αυτό όμως, έστω και αν έβρισκα την ευκαιρία, δεν τολμούσα καθόλου να τού μιλήσω, παρά απλώς απόθετα μόνο στον Θεό όλη την ελπίδα μου.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Μαρ 09, 2015 9:42 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 13 "ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ"

Εικόνα

ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Ύστερα από λίγο καιρό, ό ηγούμενος έστειλε τον πατέρα Ιωακείμ να ζήσει σέ μία σκήτη της μονής πού τιμάτο στο όνομα τού οσίου πατρός ημών Ονούφριου και απείχε πέντε βέρστια από το μοναστήρι. Το δωμάτιο στο όποιο ζούσε αυτός μού το έδωσε εμένα.


Κάποια φορά με κάλεσε και μού έδωσε το βιβλίο τού οσίου πατρός ημών Ιωάννου της Κλίμακος, το όποιο διαιρείτο σέ εβδομήντα διδαχές, και μου είπε: «Πάρε, αδελφέ, το βιβλίο αυτό και διάβασε το προσεκτικά και επιμελώς, και θα διδαχθείς την ιερή υπακοή και κάθε καλό έργο, γιατί το βιβλίο αυτό είναι πολύ ψυχωφελές». Εγώ, κατά τη συνήθεια, έκανα εδαφιαία μετάνοια, ασπάστηκα την αγία του δεξιά, και πήρα το βιβλίο εκείνο με αμέτρητη χαρά, θαυμάζοντας την κατά Θεόν Αγάπη πού έδειχνε για μένα και για την πατρική του μέριμνα για τη δική μου ψυχή, και έτσι τράβηξα για το κελί μου.


Όταν διάβασα λίγο από αυτό το βιβλίο, τόσο ευχαριστήθηκε ή ψυχή μου από τούς λόγους τού θεοφόρου εκείνου πατρός, του γεμάτου από τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος, ώστε σκέφθηκα ότι, αφού στο μοναστήρι αυτό πρόκειται να μείνω για λίγο μόνο καιρό, και φεύγοντας από εκεί σέ κάποιον άλλο τόπο μπορεί να μην ξαναβρώ τέτοιο βιβλίο, γι’ αυτό, χάριν παντοτινής ωφέλειας της ψυχής μου, να το αντιγράφω τις νύχτες πού είχα ησυχία. Μην έχοντας κερί, επειδή στη μονή σχεδόν όλοι οι πατέρες φώτιζαν με δαυλούς, άναψα και εγώ δαυλό, τού όποιου το μήκος ήταν ένα σάζεν , και τον έμπηξα σέ μια τρύπα τού τοίχου.


Επικαλέστηκα τη θεία βοήθεια και άρχισα να αντιγράφω, με μεγάλη όμως δυσκολία εξαιτίας τού καπνού, ό όποιος, μή βρίσκοντας διέξοδο, κατέβαινε προς τά κάτω και γέμιζε το κελί μου. Όταν κατέβαινε πιο κάτω και από το κεφάλι μου, δεν μπορούσα πια να γράψω και τότε άνοιγα το παράθυρο τού μικρού εκείνου δωματίου, πήγαινα στο μεγάλο κελί και περίμενα ώσπου να φύγει ό καπνός.

Ύστερα έμπαινα στο δωμάτιο, έκλεινα το παράθυρο και άρχιζα πάλι να γράφω, ώσπου ξαναγέμιζε καπνό. Έτσι έκανα κάθε νύχτα, βρίσκοντας μεγάλη δυσκολία στο έργο αυτό, ώσπου στο τέλος απέκτησα μία καντήλα, στην οποία έχυνα λάδι και διευκολύνθηκα στο γράψιμο. Με αυτό τον τρόπο, ως την ημέρα πού έφυγα από εκείνη τη μονή, είχα αντιγράψει το μεγαλύτερο μέρος τού βιβλίου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μαρ 10, 2015 9:09 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 14 " Η ΑΣΥΝΕΤΗ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ "

Εικόνα

Η ΑΣΥΝΕΤΗ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ



Στην αρχή της έλευσής μου στο μοναστήρι εκείνο εκτελούσα το διακόνημα πού μού είχε ανατεθεί και έως ένα διάστημα είχα βαθιά γαλήνη στην ψυχή μου. Αυτό γινόταν όσο καιρό μπορούσα να κρατήσω στη συνείδησή μου την εντολή πού μου είχε δοθεί από τον ηγούμενο, να μοιράζω έτσι όπως αυτός είχε καθορίσει στους μάγειρες τά απαραίτητα για την τράπεζα της αδελφότητας. Πήγαινα δηλαδή στις αυλές του μοναστηριού και σέ όλα τά μέρη τά οποία μου είχαν καθοριστεί, από τά όποια περνούσα κάθε εβδομάδα και μοίραζα τά απαραίτητα πού έπαιρνα από το δοχείο τού μοναστηριού.


Όταν οι αδελφοί έμαθαν τις συγκαταβατικές μου συνήθειες και την καλή μου διάθεση προς τά αιτήματα τους, άρχισαν σχεδόν όλοι, όχι μόνο οι μοναχοί παρά και οι ιερομόναχοι και ιεροδιάκονοι, να έρχονται και να μού ζητούν, ιδίως τις βραδινές ώρες, αυτά πού ήθελαν: αλεύρι σικαλίσιο, κεχρί, λάδι και τά υπόλοιπα χρειαζούμενα. Εγώ δεν είχα από τον ηγούμενο καμία εντολή να τούς δίνω όταν θα ζητούσαν κάτι, αλλά ούτε και να μην δίνω.



Μα και να τον ρωτήσω δεν τολμούσα, γιατί φοβόμουν μήπως μου απαγορεύσει αυστηρά να δίνω οτιδήποτε χωρίς την ευλογία του, εγώ δέ, μην μπορώντας να τηρήσω την εντολή του χωρίς να την παραβώ, θα έπεφτα στο ανευλόγητο, και έτσι θα αμάρτανα ακόμη χειρότερα ενώπιον τού Θεού. Να δώσω πάλι κάτι χωρίς την ευλογία και την άδεια τού ηγουμένου δεν με άφηνε ή συνείδησή μου. Βλέποντας όμως τόσο σεβάσμιους και άγιους πατέρες και αδελφούς να έρχονται σέ εμένα, τον ανάξιο και έσχατο από όλους αυτούς, και να ζητούν με τόση ταπείνωση αυτό πού τούς χρειαζόταν για το βράδυ ή κάποια άλλη στιγμή, ντρεπόμουν ακόμη και τά πρόσωπά τους να ατενίσω. Έτσι, παραβαίνοντας τη συνείδησή μου, δεν τολμούσα σέ κανένα τους να αρνηθώ, αλλά τούς έδινα τά απαραίτητα κατά τις ανάγκες τους.


Το ίδιο και οι μάγειρες, όταν έπαιρναν τά απαραίτητα για να ετοιμάσουν το φαγητό στην τράπεζα, με έπειθαν χωρίς να το θέλω να τούς δίνω διπλά τά απαραίτητα, δηλαδή το βούτυρο, τά ψάρια, το λάδι, το κεχρί και τά λοιπά, λέγοντας ότι έτσι θα ήταν καλύτερη ή τράπεζα για την αδελφότητα.


Εγώ πειθόμουν από αυτούς και, χωρίς να το θέλω, παρέβαινα τη σαφή εντολή τού ηγουμένου με το να τούς δίνω τά απαραίτητα διπλά και μάλιστα παραπάνω από αυτό. Το φαγητό φαινόταν καλύτερο και πιο νόστιμο στην αδελφότητα, και όλοι τους με αγαπούσαν και ήταν ευγνώμονες διότι στις στιγμές της ανάγκης εκπλήρωνα τά αιτήματα τους. Ορισμένοι μάλιστα μου έλεγαν ότι τάχα, χάρη στη φροντίδα μου και την εκπλήρωση τών αιτημάτων τους, ή θεία Πρόνοια έδωσε στο δοχείο μεγαλύτερη αφθονία τροφίμων. "Όταν ήμουν μαζί τους και τά άκουα αυτά, φαινομενικώς έδειχνα ευχαριστημένος, στην ψυχή μου όμως δεν είχα την ίδια ηρεμία πού είχα πρώτα. Ή συνείδησή μου συχνά με έτυπτε για την παράβαση της εντολής του ηγουμένου και τις χωρίς ευλογία αυτές διανομές, και όσον καιρό έμενα εκεί εκτελούσα το διακόνημά μου εκείνο σέ κατάκριση της ψυχής μου.




Για ένα μόνο πράγμα χαιρόταν πολύ ή ψυχή μου, ότι δηλαδή ζώντας εκεί δεχόμουν μεγάλη ωφέλεια με το να βλέπω την άκρα και μεγάλη ταπείνωση του οσιότατου και αγίου εκείνου ηγουμένου Νικηφόρου, αυτού πού με δέχτηκε στην ιερή εκείνη μονή. Είχε συνήθεια τά βράδια να καλεί στο κελί του σέ δείπνο κάποιους από τούς τιμιότατους εκείνους πατέρες, πολλές δέ φορές καλούσε και έμενα. "Όταν έμπαινα στο κελί του και τον έβλεπα να κάθεται στο τραπέζι με κάποιον άγιο πατέρα, όχι μόνο δεν τολμούσα να καθίσω μαζί τους αλλά, αναλογιζόμενος την αναξιότητα μου, ούτε στα μάτια τολμούσα να τούς κοιτάξω. Όταν με επιμονή με παρακινούσαν να καθίσω και εγώ, με μεγάλη ντροπή καθόμουν μαζί τους και δειπνούσα. Το δείπνο συνίστατο από μόνο χυλό ή κάσα από πλιγούρι, είτε κάτι παρόμοιο. Το ποτό ήταν κβάς ξυνό ή από αχλάδι, το ίδιο πού προσέφεραν και στους αδελφούς στη μοναστηριακή τράπεζα.


Στο μοναστήρι εκείνο δεν είδα ποτέ άλλο κανένα ποτό, δηλαδή ούτε ύδρόμελο ούτε ζύθο, έκτος από ρακί, το όποιο σέ καθορισμένες μόνο ημέρες διανεμόταν στους αδελφούς. Μόλις τελείωνε το δείπνο και κάναμε προσευχή, ό ηγούμενος με απέλυε να πάω στο κελί μου. Πολλές φορές στη διάρκεια του δείπνου με διέτασσε να βάλω ανάγνωση και εγώ διάβαζα. "Όταν συνέβαινε να διαβάσω βίους Αγίων πολύ κατανυκτικούς —και τούς διάβαζα μάλιστα εκφραστικώς— όπως μάς είχαν μάθει στη σχολή, πολλοί από τούς πατέρες κατανύγονταν και έκλαιγαν, και τότε έπαυαν να τρώγουν. “Άλλοι πάλι σηκώνονταν από την τράπεζα και στέκονταν γύρω μου, ακούοντας την ανάγνωση με κατάνυξη και δάκρυα. Καθώς έβλεπα να έχουν τέτοιο ζήλο για ψυχωφελείς λόγους, ένιωθα χαρά στην ψυχή μου και δόξαζα τον Θεό.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Μαρ 11, 2015 12:11 pm

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 15 " ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ"

Εικόνα

ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ



Όσο καιρό ζούσα σέ εκείνο το μοναστήρι ή μεγαλύτερη χαρά πού ένιωθα ήταν πού έβλεπα πώς εκείνος ό οσιότατος ηγούμενος, σαν φιλεύσπλαχνος πατέρας, διοικούσε την αδελφότητα με μεγάλη Αγάπη, με πραότητα και ταπείνωση, με υπομονή και καρτερικότητα. Αν συνέβαινε κάποιος από τούς αδελφούς, σαν άνθρωπος, να αμαρτήσει σέ κάτι, και να ζητήσει συγγνώμη, αμέσως τον συγχωρούσε, διορθώνοντάς τον με πνεύμα πραότητας και τιμωρώντας τον με λόγια ψυχωφελή, ορίζοντας του και κανόνα, στο μέτρο τών δυνάμεών του.


Γι’ αυτό και ολόκληρη ή αδελφότητα ζούσε σέ βαθιά ειρήνη, ευχαριστώντας γι’ αυτό τον Θεό. Όταν πέρασαν τρεις μήνες από τον ερχομό μου στο μοναστήρι, με εντολή τού πανιερώτατος μητροπολίτη Μολδαβίας κύρ Αντωνίου, πού άρχιεράτευε στο Τσερνίγοβ, ορίστηκε να ηγουμενεύει άλλος ηγούμενος, από άλλο μοναστήρι, άνθρωπος μορφωμένος, ό Γερμανός Ζαμπορόφσκι. Ήρθε λοιπόν στη μονή τού Λιούμπετς, στην οποία ζούσα, και άρχισε να τη διοικεί όχι όπως ό ηγούμενος πού ανέφερα παρά αυταρχικός. Όταν με τον καιρό οι αδελφοί κατάλαβαν τις διαθέσεις του τρομοκρατήθηκαν και από τον φόβο τους δραπέτευσαν από το μοναστήρι σέ άγνωστο τόπο. Συνεχίζοντας εγώ το ίδιο διακόνημα, έτρεμα μην κάνω κάποιο σφάλμα, πράγμα πού δεν απέφυγα.

Κάποια μέρα, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, με διέταξε να δώσω στους μάγειρες κάποιο είδους λαχανικού για την τράπεζά του. Μην έχοντας καταλάβει τί είδους λάχανο με διέταξε να δώσω, βγήκα από το κελί του και, χωρίς να τολμήσω να τον ξαναρωτήσω, διαβίβασα στους μάγειρες την εντολή. Αυτοί λοιπόν μαγείρεψαν εκείνο το λάχανο πού νόμιζαν για καλύτερο.


Όταν ό μάγειρας το έφερε στο κελί του και το απόθεσε στο τραπέζι τον ρώτησε: «Τί λάχανο είναι αυτό;» "Όταν έμαθε από αυτόν τί έγινε, δεν είπε τίποτε, μόνο φώναξε έμενα στο κελί του, σηκώθηκε από το τραπέζι, και μου είπε: «Αυτό το λάχανο σέ διέταξα να δώσεις για την τράπεζά μου;» Και λέγοντας αυτό, τόσο δυνατά με χτύπησε στο μάγουλο, πού μόλις και μπόρεσα να στηριχθώ στα πόδια μου. Στη συνέχεια με κλώτσησε και έπεσα στο κατώφλι τού κελιού. Μόλις σηκώθηκα, μου φώναξε: «Έξω, ακαμάτη». Βγήκα έξω και έτρεμα από τον φόβο, σκεπτόμουνα δέ ότι, αν γι’ αυτό πού δεν πίστευα ότι είναι μεγάλο σφάλμα, τόσο θύμωσε με έμενα, τί θα υπέφερα αν τύχαινε και έπεφτα σέ μεγαλύτερο.


Το ίδιο συνέβη και με τον ήγουμενιάρη πού τον υπηρετούσε, ό όποιος έμενε στο ίδιο κελί με έμενα, ό όποιος έτυχε να φταίξει σέ κάτι απέναντι του• θύμωσε και με τούς δύο μας, και καυχιόταν μπροστά σέ άλλους ότι θα μάς τιμωρήσει με άγριο ξυλοδαρμό, πράγμα πού από Αγάπη για εμάς αυτοί μάς το πληροφόρησαν. Ό υπηρέτης του, πού γνώριζε τις διαθέσεις του, φοβήθηκε μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, και άρχισε να σκέφτεται που θα μπορούσε να καταφύγει, μού μίλησε δέ και έμενα γι’ αυτό.

Ξεθάρρεψα και εγώ και τού εμπιστεύτηκα ότι είχα την απόφαση να φύγω από τη χώρα, να ξενιτευτώ και να ψάξω για κατάλληλο μέρος, όπου θα αξιωνόμουν να λάβω το μοναχικό σχήμα. Μόλις το άκουσε χάρηκε πολύ. Έτσι, αρχίσαμε να συζητάμε πώς να περάσουμε τά σύνορα πού ήταν ό Δνείπερος, πάνω στον όποιο, όχι μακριά, στο βουνό, βρίσκεται ή μονή τού Λιούμπετς





ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 8 και 0 επισκέπτες