ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Δεκ 11, 2017 5:38 pm

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ(1988-1969) ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ "ΝΕΟΥ ΒΑΛΑΑΜ" ΝΗΣΟΣ ΣΠΡΟΥΣ ΑΛΑΣΚΑ.
Εικόνα

Πράγματι, με τα χρήματα πού κέρδιζε από τις παρουσιάσεις σλάιντς, ό Γκλέμπ κατάφερε να φτάσει ως την Αλάσκα. Έφτασε στο νησί Σπρούς τον Αύγουστο του 1961. Αφού χάθηκε στο δάσος για κάμποσες ώρες, έφτασε τελικά στο παλαιό μοναστικό συγκρότημα του Άγιου Γερμανού. Συνάντησε τον Π. Γεράσιμο στο παρεκκλήσι πού ό ίδιος είχε χτίσει στην ευρύτερη περιοχή της τελευταίας κατοικίας όπου αναπαυόταν ό άγιος Γερμανός. Τον δάσος τριγύρω ήταν βρυώδες, χορταριασμένο και υγρό, παράξενα όμορφο και εντελώς άγριο. Περίπου πεντακόσια βήματα πιο πέρα βρισκόταν τον Μόνκς Λαγκούν (ή «Λίμνη των Μοναχών») και ό ωκεανός με τον υπόκωφο βουητό του. Πρωτοαντικρίζοντας ένα πραγματικό ασκητήριο στην έρημο, ό Γκλέμπ φοβήθηκε. Έγραψε σχετικά: «Ένιωσα αμέσως ότι ήταν κάτι πολύ πραγματικό, όπως στην Άγια Ρωσία - και πολύ μοναχικό, όπως τον μονοπάτι του άγιου Γερμανού».
Κάποιοι άνθρωποι στο μοναστήρι της Άγιας Τριάδας είχαν προειδοποιήσει τον Γκλέμπ να προσέχει τον π. Γεράσιμο, λέγοντας του ότι ήταν περίπου παράφρων. Υπήρχαν ακόμη φήμες, πού τον ήθελαν κομμουνιστή και μασόνο. Ό Γκλέμπ ανακουφίστηκε όταν συνάντησε τον παλαιό ερημίτη αυτοπροσώπως, καταλαβαίνοντας ότι οι φήμες ήταν εντελώς ανυπόστατες. Ό π. Γεράσιμος ήταν ένας απλός, προσγειωμένος και καλόκαρδος ηλικιωμένος μοναχός, ό όποιος είχε διατηρήσει την αγάπη του για τον μοναχισμό, παρά τα πολλά χρόνια πού έζησε μέσα στις κακουχίες και την εγκατάλειψη.
Ό Γκλέμπ θυμάται:
«Είχαμε πολλά κοινά. Οι γονείς μας άνηκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και αγαπούσε τον πνευματικό μου πατέρα π. Αδριανό, με τον όποιο αλληλογραφούσε».
Αργότερα έγραψε: «Ό π. Γεράσιμος είχε πρότυπο του τον απλός Χριστιανισμό της καρδιάς. Ήταν ένας γνήσιος φορέας μετάδοσης της αυθεντικής εμπειρίας της Ορθόδοξης Ρωσίας, στο πλαίσιο της σύγχρονης Αμερικής του 20οΰ αιώνα και όμως λίγοι τον εκτιμούσαν». Ό Γκλέμπ δεν είχε γνωρίσει πουθενά, ούτε στο ιεροδιδασκαλείο ούτε κάπου άλλου, έναν τέτοιο ασκητικό κάτοικο της ερήμου. Ό π. Γεράσιμος ζούσε στο νησί Σπρούς από τον 1935, φροντίζοντας τον τάφο και τα λείψανα του άγιου Γερμανού. Είχε διατηρήσει ζωντανό τον μοναχισμό στο νησί αυτό, τον όποιο ό άγιος Γερμανός είχε αποκαλέσει «Νέο Βαλαάμ», σε ανάμνηση της αγαπημένης του Μονής Βαλαάμ στην Ρωσία . Ό Γκλέμπ καταλάβαινε ότι ό π. Γεράσιμος ήταν πραγματικά τον πρόσωπο στον όποιο αναφερόταν ό άγιος Γερμανός εκατό χρόνια νωρίτερα, όταν είχε πει τα προφητικά λόγια:
«Ένας μοναχός σαν και μένα, ό όποιος αποφεύγει την δόξα των ανθρώπων, θα έρθει να ζήσει στο νησί Σπρούς».
Ή επίσκεψη του Γκλέμπ στο νησί συνέπεσε με την περίοδο νηστείας, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ό π. Γεράσιμος έκανε συνεχείς Παρακλήσεις στην καλύβα του και μνημόνευε όλους τούς ανθρώπους πού είχε γνωρίσει στην ζωή του. Ό Γκλέμπ κατέγραψε τον γεγονός: «Οι λίστες με τα ονόματα ήταν ατελείωτες και τα δάκρυά του επίσης. Είχα συγκλονιστεί μέχρι τα βάθη της ψυχής μου με κείνη την προσευχή. Με είχε συνεπάρει ή θέρμη της ικετευτικής προσευχής του και δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, παρά έκλαιγα ασταμάτητα... Όμως τα δάκρυα δεν ήταν δάκρυα θλίψης, αλλά μιας γλυκιάς, ανεξήγητης συντριβής της καρδιάς...
Όταν τελείωνε την προσευχή του ήταν και πάλι πρόσχαρος όπως συνήθως και μου πρόσφερε τσάι και πίτα με σολομό φτιαγμένη από' τα χέρια του και μονάχα ό έναστρος ουρανός και τα γιγαντιαία μαύρα έλατα ήταν μάρτυρες των ατέλειωτων προσευχών του προς τον Θεό».
Πέρασε μια εβδομάδα στο νησί- ό Γκλέμπ είχε κάνει πολλές συζητήσεις με τον π. Γεράσιμο, αλλά ακόμη δεν έλαβε καμιά απάντηση στην καρδιά του για τον τί έπρεπε να κάνει στην ζωή του. Άρχισε να φοβάται μήπως επέστρεφε σπίτι του χωρίς να έχει πραγματοποιήσει τον κύριο σκοπό του ταξιδιού του.
Μερικές μέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κάποιοι παλαιοί φίλοι του π. Γερασίμου από την πόλη Κοντιάκ, ήρθαν να τον επισκεφτούν. Εκείνος τους υποδέχθηκε με ζωηρό και φιλόξενο τρόπο. Στο μεταξύ ό Γκλέμπ απομακρύνθηκε, περπατώντας μια μικρή απόσταση προς μια πηγούλα περιτριγυρισμένη από φτέρες, από' όπου κάποτε ό άγιος Γερμανός προμηθευόταν νερό. Κάθισε σε ένα κούτσουρο καλυμμένο με μούσκλια δίπλα στο ρυάκι κι άνοιξε ένα βιβλίο πού είχε δανειστεί από' τον πατέρα Γεράσιμο: ανθολογία των βίων Ρώσων ασκητών. Ξεφυλλίζοντας, έπεσε τυχαία σε μια σελίδα όπου διάβασε τον ακόλουθο απόσπασμα, από τον κεφάλαιο πού ήταν αφιερωμένο στον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ:
«Μια μέρα, στα τέλη του 1832, ένας μοναχός ρώτησε τον Γέροντα (άγιο Σεραφείμ), «γιατί δεν έχουμε πια ποντβιζνίκι (ασκητές) της αρχαίας αυστηρής ζωής;» «Διότι» - απάντησε ό Γέροντας - «δεν έχουμε αποφασιστικότητα. Ή Χάρη και ή βοήθεια του Θεού είναι ή ίδια σήμερα όπως παλαιότερα, γι' αυτούς πού είναι πιστοί και αναζητούν με όλη την καρδιά τους τον Κύριο - και θα μπορούσαμε κι εμείς να ζούμε όπως οι αρχαίοι πατέρες διότι, σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, ό Ιησούς Χριστός είναι ό ίδιος χθες και σήμερον και αιωνίως. (Προς Εβραίους 13:8)».
Ό Γκλέμπ θυμάται: «Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μέσα μου. Μέχρι τότε δεν είχα κάνει μια πράξη αποφασιστικότητας, να θυσιάσω πλήρως την ζωή μου για τον Ιησούς Χριστό και γι' αυτό ό Θεός δεν είχε ανοίξει ακόμα τον δρόμο πού θα ακολουθούσα. Ακόμα «αναζητούσα τον δικό μου θέλημα». Πετάχτηκα πάνω κι άρχισα να τρέχω σε ένα στενό μονοπάτι πού οδηγούσε μακριά από την καλύβα. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασα στο μεγάλο λευκό εξωκλήσι πού είχε κτιστεί από' τούς χωρικοί στην περιοχή ταφής του αγίου Γερμανού. Ανέβηκα τρεχάτη τα σκαλιά, όρμησα μέσα κι έπεσα πάνω στο φέρετρο του δικαίου αυτού ανθρώπους, τον όποιο ήταν τοποθετημένο δίπλα στό δεξιό τοίχο της εκκλησίας και προσευχήθηκα θερμά, με τον πόθο να υπηρετήσω αληθινά τον Χριστό».
ΒΙΒΛΙΟΓ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. ΤΟΜΟΣ Α


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Δεκ 12, 2017 7:19 pm

Ό ηγούμενος Βαρλαάμ (1766-1849) της μονής Βαλαάμ.
Εικόνα


Ό ηγούμενος Βαρλαάμ καταγόταν από την Μόσχα, από οικογένεια έμπορων. Ήταν ακόμη έφηβος όταν αισθάνθηκε την έλξη τής μοναχικής πολιτείας. Έτσι, ακολουθώντας την προτροπή τού Σωτήρος, εγκατέλειψε σπίτι, γονείς, περιουσία μαζί με όλες τις κοσμικές χαρές και αποτραβήχτηκε στο Βαλαάμ. Ηγούμενος της Μονής ήταν τότε ό πεπειραμένος στα πνευματικά π. Ναζάριος. Υπό την καθοδήγηση του μεγάλωνε και δυνάμωνε στους μοναχικούς αγώνες. «Όταν εργαζόμουν στην κουζίνα, ή προσευχή έμπαινε μέσα μου όπως το φαγητό στην κατσαρόλα», έλεγε αργότερα τονίζοντας την πνευματική ωφέλεια πού προέρχεται από τα διακονήματα. Ό π. Βαρλαάμ έλαβε την μοναχική κουρά το 1798, χειροτονήθηκε διάκονος το 1801 και ιερέας το 1805.
Ώς ιεροδιάκονος και αργότερα ιερομόναχος τελούσε ακολουθίες στην Σκήτη των Αγίων Πάντων την εποχή πού οι αείμνηστοι γέροντες Θεόδωρος και Λέων ζούσαν εκεί. Έλεγε ότι από την συγκατοίκηση μαζί τους και από τις συζητήσεις πού είχαν απέκτησε μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Στο ερημητήριο της Σκήτης απασχολήθηκε με την προσευχή, την ανάγνωση ιερών βιβλίων και την αντιγραφή τους. Μαγείρευε για ολόκληρη την εβδομάδα. Ό π. Δαμασκηνός, ό όποιος τον καιρό εκείνο ήταν προϊστάμενος της Σκήτης, τον παρατήρησε κάποτε: «Γιατί εσύ, παππούλη, άφησες το φαγητό στην κατσαρόλα; Είναι όλο σκεπασμένο με μούχλα». «Δεν πειράζει!», απάντησε ό π. Βαρλαάμ, «Τρώγεται κι έτσι. Ή κατσαρόλα είναι σιδερένια. Ανάγνωση ήταν χάλκινη, τότε το φαγητό θα ήταν δηλητηριασμένο».
Το μόνο κίνητρο πού ανάγκασε τον φιλήσυχο π. Βαρλαάμ πού ποθούσε την ερημική ζωή, να δεχτεί στους ώμους του το ζυγό του ηγουμένου, ήταν ή αγάπη του προς την Μονή της μετανοίας του. Ομοφώνως ή αδελφότητα τον εξέλεξε ηγούμενος το 1830. Ώς ηγούμενος αντιμετώπισε πολλές στενοχώριες. Το ακριβές αίσθημα τού δικαίου πού τον χαρακτήριζε, δεν άρεσε σε όλους. Τον θεωρούσαν πολύ απότομο, και δεν είχε την ικανότητα να λειτουργεί αναλόγως με τις περιστάσεις. Γι' αυτό και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όχι μόνο την ηγουμενία αλλά τελικά και το μοναστήρι. Μόνον τρία χρόνια έμεινε ηγούμενος, οπότε αναγκάστηκε να ζητήσει να τον απαλλάξουν από τη θέση αυτή. Ήθελε όμως να παραμείνει στο Βαλαάμ και ως απλός μοναχός εγκαταστάθηκε στην παλιά αγαπητή καλύβι του στην Σκήτη των Αγίων Πάντων.
Αλλά τελικά οι περιστάσεις ανάγκασαν τον π. Βαρλαάμ να φύγει για πάντα από το Βαλαάμ το 1839. Μεταφέρθηκε στη Σκήτη της Μονής Όπτινα. Εκεί αγωνιζόταν τον καιρό εκείνο και ό μεγαλόσχημος ιερομόναχος Λέων, με τον όποιο - λίγα χρόνια νωρίτερα - συγκατοικούσε στην Σκήτη των Αγίων Πάντων.
Στο ερημητήριο της 'Όπτινα συνέχισε την παλιά ασκητική του ζωή. Ένα φθαρμένο γούνινο παλτό και ένα σκληρό μαξιλάρι - αυτά ήταν όλη ή περιουσία πού έφερε μαζί του ό προηγούμενος από το Βαλαάμ. Τις ελεύθερες ώρες του αγαπούσε να περιπατεί στο δάσος πού περικύκλωνε την Σκήτη θαυμάζοντας την φύση μέσα στην ησυχία. Συχνά έλεγε πώς ή φύση είναι το μέσον διά τού όποιου ό άνθρωπος μαθαίνει να γνωρίζει το Δημιουργό τού σύμπαντος. Αυτούς τούς περιπάτους, γεμάτους κατάνυξη και προσευχή ήθελε να τούς κάνει μόνος του. Κάποτε ένας από τούς αδελφούς της Σκήτης βλέποντάς τον να ετοιμάζεται για περίπατο, τον παρακάλεσε: «Πάρτε και μένα μαζί σας, παππούλη». «Καλά», απάντησε ό Γέροντας, «Έλα αλλά με την προϋπόθεση ότι θα βαδίζουμε σιωπηλοί». Ανάγνωση όμως τύχαινε να συναντήσει χωρικούς, συζητούσε μαζί τους. Ομολογούσε πώς συχνά εύρισκε μεγάλη παρηγοριά για βαθιά πνευματικά προβλήματα στα απλά τους λόγια.
Ό π. Βαρλαάμ είχε, όπως λέει ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος, «Συμπάσχουσα καρδία προς όλην την κτίσιν». Έχυνε πολλά δάκρυα μπροστά στον πόνο των ανθρώπων και των ζώων. Παρ' όλο πού είχε μια μορφή κάπως αυστηρή, μέσα του ήταν απλός και καλοκάγαθος σαν το παιδάκι που μας δίνει, για παράδειγμα, το Ευαγγέλιο. Είχε δυνατή κράση, αν και το κορμί του είχε λυγίσει και το κεφάλι ακουμπούσε στο στήθος. Τα μάτια του ήταν πάντοτε δακρυσμένα, γι' αυτό και τα βλέφαρα ήταν πρησμένα και τα τσίνορα είχαν πέσει.
Προτιμούσε την μοναξιά και την σιωπή. Είχε στο νου του την συμβουλή τού Όσιου Αρσενίου: «Αγάπα όλους και φύγε από όλους». Τα λόγια του ήταν μετρημένα. Με τις σύντομες διδασκαλίες ήθελε να εκφράζει πολλά αποφεύγοντας την πολυλογία. «Είναι παράξενο», έλεγε, «πώς δύο λογισμοί ενοχλούν συνέχεια τον άνθρωπο: ή να κατακρίνει τους άλλους για την άσχημη πορεία τους ή να θαυμάζει την δική του προκοπή».
Ό π. Βαρλαάμ κατοικούσε στον τόπο, πού ήταν τοποθετημένα τα μελίσσια της Μονής. Ποτέ δεν κλείδωνε το κελί του και γενικά δεν το φρόντιζε καθόλου. Το κελί ήταν γεμάτο από πελεκούδια και βαλανιδάκια πού τα μάζευε από το δάσος και τα περίχωρα της Σκήτης για την σόμπα και τα μικροεργόχειρά του. Κάποτε κλέφτες έκαναν διάρρηξη στην Σκήτη και λήστεψαν όλα τα κελιά στο κτίριο πού κατοικούσε και ό π. Βαρλαάμ. Οι πατέρες την ώρα εκείνη βρίσκονταν στην εκκλησία. «Παππούλη», τού είπε τρομαγμένος ένας από τους αδελφούς, «ασφαλώς οι κλέφτες δεν θα άφησαν τίποτε και στο δικό σας κελί». «Πήραν άραγε τα πελεκούδια;», χαμογέλασε ό Γέροντας. «Θα βρω καινούργια υπάρχουν αρκετά». Οι κλέφτες περίμεναν να βρουν πολύτιμα πράγματα στο κελί τού προηγουμένου. Είχαν ψάξει προσεκτικά όλα τα συρτάρια πού ήταν σκεπασμένα με σανιδάκια και πελεκούδια, χωρίς όμως να βρουν τούς θησαυρούς πού περίμεναν. Τελικά, πήραν μαζί τους το μόνο «θησαυρό» τού Γέροντα - το φθαρμένο γούνινο παλτό του.
'Ανάγνωση και ό π. Βαρλαάμ στο ερημητήριο της Οπτινα ήταν περιτριγυρισμένος από την αγάπη και την φροντίδα όλων, δεν μπορούσε όμως ποτέ να ξεχάσει το αγαπητό του Βαλαάμ «Καλά είμαι εδώ με σας», έλεγε, «δεν έχω κανένα παράπονο. Αλλά στο Βαλαάμ ήταν διαφορετικά. Εκεί έβαζες ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη σου και πέρναγες τρεις ήμερες στο δάσος μέσα στην μοναξιά. Δεν συναντούσες ούτε θηρίο ούτε άνθρωπο πού να έχει κακές διαθέσεις. Ήταν μόνο ό Θεός και εσύ, εσύ και ό Θεός».
Διηγήθηκε για την απορία πού τού γεννήθηκε, όταν κατοικούσε στην Σκήτη των Αγίων Πάντων μαζί με τους φημισμένους γέροντες Θεόδωρο και Κλεόπα. Τού φαινόταν παράξενο πώς οι γέροντες δεν έχαναν την εσωτερική τους ειρήνη, αν αι περνούσαν όλη την ημέρα συζητώντας με ανθρώπους που διψούσαν για πνευματική βοήθεια. Γι' αυτό και κάποτε απευθύνθηκε στο γέροντα Θεόδωρο και τού είπε: «Παππούλη απορώ από πού βρίσκετε το κουράγιο να μιλάτε μέρες ολόκληρες με τούς επισκέπτες. Πώς είναι δυνατόν;». «Τί κουτός πού είσαι, αδελφούλη μου», απάντησε ό Γέροντας. «Από αγάπη προς τον αδελφότητα συζητών μαζί του δύο ημέρες και το πνευματικό κέρδος πού παίρνω, μού δίνει εσωτερική ειρήνη». Από τούτην την απάντηση τού χαρισματούχου Γέροντος κατάλαβε την σπουδαιότητα της πνευματικής παρηγοριάς. Γι' αυτό και ό ίδιος ήταν πάντοτε πρόθυμος να παρηγορεί και να ακούει με συμπάθεια τον ταραγμένο αδελφότητα.
Μέχρι το τέλος του ό γέροντας έπαιρνε εφημερία ως ιερομόναχος στην Σκήτη της 'Όπτινα και ελάμβανε μέρος στις πανηγυρικές ακολουθίες στο κύριο μοναστήρι τις μεγάλες εορτές. Την παραμονή των Χριστουγέννων τού 1849 σύμφωνα με την συνήθειά του είχε πάει στο μοναστήρι και ιερουργούσε εκείνο μαζί με άλλους ιερομονάχους. Αλλά λόγω κρυολογήματος αισθάνθηκε μια ξαφνική αδυναμία και τον πήγαν αμέσως στην Σκήτη. Εκείνο τού έκαναν ευχέλαιο και κοινώνησε. Μετά από την θεία Κοινωνία δεν πήρε πια άλλη τροφή ούτε φάρμακα.
Την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων ό π. Βαρλαάμ αποδήμησε προς τον Χριστό.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Δεκ 14, 2017 8:11 pm

Ό αρχιμανδρίτης Συμφωριανός (1892-1981)
Εικόνα

Τα παιδικά του χρόνια
Από τον δήμο Ίλομάντσι , από το χωριό Μελάσελα. μετατέθηκε προς το τέλος του ΙΘ' αιώνα ό χωρικός Νικήτας Ματφέϊεφ στην Πετρούπολη με την ελπίδα να βρει εκεί καλύτερες συνθήκες ζωής. Μέλη τής ίδιας οικογένειας κατοικούν ακόμη και σήμερα στο Ίλομάντσι με το επώνυμο Ματβέϊνεν . Στην Πετρούπολη ό Νικήτας Ματφέϊεφ νυμφεύθηκε την Μαρία Μιχαήλοβνα από το Άουνους τής Καρέλιας. Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Πέτρο, την Μαρία και τον Ευγένιο. Ό Πέτρος έγινε αργότερα μοναχός στο Βαλαάμ, ό π. Συμφωριανός.
Ή ζωή τού Νικήτα Ματφέϊεφ στην Πετρούπολη δεν ήταν εύκολη. Μια φορά μέσα στην νοσταλγία του πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να αγοράσει εισιτήριο για την Φινλανδία.
Άλλα μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη, πώς τα χρόνια πού έζησε στην Ρωσία είχε τελείως ξεχάσει την φινλανδική γλώσσα. Ή επιστροφή στην πατρίδα και στο Ίλομάντσι έγινε απραγματοποίητη και γι` αυτόν τον λόγο.
Ή Μαρία Μιχαήλοβνα μεγάλωσε τα παιδιά της με χριστιανικές αρχές και σωστές κατευθύνσεις στην ζωή. Ό Νικήτας Ματφέϊεφ δεν ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας. Αργότερα, σύμφωνα με τις αναπολήσεις τού π. Συμφωριανού, ή θρησκευτικότητα τού πατέρα περιορίστηκε στο ότι πήγαινε το Μεγάλο Σάββατο στην τελετή της ευλογίας των πασχαλινών φαγητών . Ή Μαρία Μιχαήλοβνα ήταν το κεντρικό πρόσωπο της οικογένειας και πολλές φορές την συντηρούσε κιόλας. Τα εισοδήματα τού Νικήτα Ματφέϊεφ από την δουλειά του ως άμαξας πήγαιναν συχνά στην κοντινή ταβέρνα. Ή μητέρα της οικογένειας πήγαινε ως καθαρίστρια στα σπίτια των πιο εύπορων, ξενόπλενε και έκανε και άλλες δουλειές. Έτσι τα έβγαζε πέρα με τα παιδιά της. Τελικά ή συντήρηση της οικογένειας έπεσε εξ ολοκλήρου στους ώμους της, όταν ό σύζυγος της αρρώστησε και έφυγε από τις ταλαιπωρίες της ζωής.
Ήταν άνοιξη κάποτε στις αρχές τού Κ' αιώνα και περίοδος τού Πάσχα, «Ραντόνιτσα» ή το «Πάσχα των Κεκοιμημένων». Ή Μαρία πήγε να κάνει τρισάγιο στους δικούς της, στο Κοιμητήριο τού Σμόλενσκ. Πήρε μαζί του και τον Πέτρο. Στο δρόμο ένα κτίριο σαν εκκλησία προκάλεσε το ενδιαφέρον του Πέτρου. Ή μητέρα εξήγησε, πώς ήταν το σπίτι των μοναχών τού Βαλαάμ.
Τώρα ή μητέρα έπρεπε να απαντήσει σε ένα πλήθος ερωτήσεων του παιδιού σχετικά με το μοναστήρι. Υποσχέθηκε να πάρει τον Πέτρο μαζί της την επόμενη φορά που θα πήγαινε για προσκύνημα. Αυτόν έγινε την Πεντηκοστή, στις 2 Ιουνίου τού 1906.
Στο Βαλαάμ
Όλα στο μοναστήρι άρεσαν στον Πέτρο και ξύπνησαν το ενδιαφέρον του σε τέτοιο βαθμό, πού ζήτησε από την μητέρα του να τον αφήσει για περισσότερο καιρό. Ό ηγούμενος ευλόγησε την παραμονή τού παιδιού στο μοναστήρι. Προηγουμένως τον ρώτησε: «Έχεις κουράγιο να σηκώνεσαι το πρωί στις 2 για το Μεσονυκτικό;». Ό 14χρονος Πέτρος απάντησε καταφατικά και αυτήν την υπόσχεση του την τηρούσε μέχρι τον θάνατο του. Έτσι ή μητέρα ταξίδεψε πίσω στην Πετρούπολη, ενώ το παιδί έμεινε.
Στην αρχή ό νεαρός, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, στάλθηκε στα λεγόμενα κοινά διακονήματα. Έμαθε να οδηγεί άλογο και να κάνει αγροτικές εργασίες, πού για ένα παιδί από την πόλη ήταν άγνωστες. Πνευματικός οδηγός του ορίστηκε ό π. Βασσιανός. Ό γέροντας είχε και άλλους μαθητές. Οι νεαροί δόκιμοι πήγαιναν να δουν τον γέροντά τους τις Κυριακές τα απογεύματα. Κάθονταν στο πάτωμα τού κελιού και άκουγαν τις συμβουλές τού καθοδηγητού τους. Μετά πήγαιναν στην είσοδο και γύριζαν ένας-ένας στο κελί τού γέροντα για να ξαλαφρώσουν την συνείδησή τους. Συν τω χρόνω ό π. Βασσιανός και ό Πέτρος σύναψαν μία δυνατή πνευματική φιλία.
Μετά από ένα χρόνο στο Μοναστήρι ό ηγούμενος Παφνούτιος έστειλε τον Πέτρο σε καινούργιο διακόνημα, στο αγιογραφικό εργαστήριο τής Μονής. Ό Πέτρος είχε πει στον ηγούμενος πώς στο σπίτι του τα βράδια σκάλιζε από ξύλο διάφορα αντικείμενα και αυτόν έγινε αφορμή να σταλεί στο αγιογραφείο. Εκεί εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια, αν και δεν είχε κανένα ειδικό ταλέντο ζωγραφικής. Αργότερα λόγω ελλείψεως εργατικού δυναμικού, πού δημιουργήθηκε εξαιτίας τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το αγιογραφικό εργαστήριο έκλεισε. Οι αδελφοί πού εργάζονταν εκεί στάλθηκαν στους σταύλους να φροντίζουν τις αγελάδες.
Κατά τις παραμονές τής Ρωσικής Επανάστασης το 1917 ορίστηκε να πάει στην Μόσχα να υπηρετεί εκεί στο μετόχι τού μοναστηριού. Εκεί ό τότε μητροπολίτης τού Βλάδιμηρ Σέργιος - αργότερα Πατριάρχης της Μόσχας και πάσης Ρωσίας - τον έκειρε μοναχό με το όνομα Συμφωριανός. Από την Μόσχα δεν μπόρεσε να γυρίσει στην Φινλανδία πριν από το 1923. Τότε τελικά τού το επέτρεψαν. επειδή ό πατέρας του και επομένως και ό ίδιος και τα αδέλφια του ήταν Φινλανδοί πολίτες.
Ή επιστροφή στο Βαλαάμ δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Το μοναστήρι σπάραζε από τις αναταραχές τής ημερολογιακής έριδας. Ό π. Συμφωριανός έγινε ακράδαντος υποστηρικτής τού Παλαιού Ημερολογίου. Γι' αυτόν τον λόγο το εκκλησιαστικό δικαστήριο τον καταδίκασε σε αποσχηματισμό: δεν τού επιτρεπόταν να φορά πλέον μοναχικά ενδύματα και μανδύα και τον έστειλαν στην μακρινή Σκήτη της Παναγίας τής Τίχβινας για «μετάνοια». Εκεί πιο νωρίς είχε σταλεί και ό γέροντάς του. π. Βασσιανός. «Εξαιτίας των ημερολογιακών ερίδων πολλά υπέφερα στην ζωή μου. Μια φορά βρισκόμουν ακόμη και σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά ό Θεός με φύλαξε και με έσωσε», μνημόνευε αργότερα. Όταν οι μάχες περί τού ημερολογίου άρχισαν να κοπάζουν, επιτρεπόταν σιγά-σιγά στους εξόριστους των Σκητών να επιστρέψουν στην κύρια Μονή. Στο μοναστήρι έγινε βοηθός τού οικονόμου στο γραφείο του. Σαν προσεκτικός και επιμελής πού ήταν, ήταν πραγματικά πολύ κατάλληλο πρόσωπο γι' αυτήν την εργασία.
Ό π. Συμφωριανός εκκλησιαζόταν πολύ τακτικά.
Αγαπούσε τις ακολουθίες και κατείχε καλά το τυπικό.
Ασκούσε και το διακόνημα τού τυπικαρίου.
Έτσι έγινε σιγά-σιγά ακριβής γνώστης των ακολουθιών.
Τις Κυριακές παρευρισκόταν και στην πρώτη και την δεύτερη Λειτουργία. «Δεν μού έμενε χρόνος να κάνω περιπάτους στο νησί», έλεγε αργότερα. Έκτος από την επίσημη εκκλησία περνούσε συχνά και από την ξύλινη παράγκα, το πρώην εργαστήριο των πήλινων σκευών, πού τώρα χρησίμευε ως «κρυφός» ναός των παλαιοημερολογιτών μοναχών.
Ό τελευταίος Βαλααμίτης
Τον καιρό που ή αδελφότητα του Βαλαάμ μεταφέρθηκε στο Χεϊνάβεσι της κεντρικής Φινλανδίας, ό π. Συμφωριανός ήταν περίπου 50 ετών. Ήταν πολύ νεώτερος από τους περισσότερους μοναχούς και έτσι τού έπεφταν συχνά οι πιο βαριές αγροτικές εργασίες. Και καλά τις κατάφερνε, αν και ή κατάσταση των ποδιών του ήταν άσχημη. Πριν από χρόνια ό ιατρός είχε διαπιστώσει ότι τα πόδια του ήταν αγιάτρευτα. Λόγω της υπερβολικής ορθοστασίας και επειδή επί το πλείστον αναγκαζόταν να φορά ακατάλληλα παπούτσια, είχαν πρηστεί και παραμορφωθεί. Συν τω χρόνω γέμισαν πληγές.
Μεταπολεμικώς όταν το μοναστήρι μετατέθηκε στην δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου της Μόσχας ό π. Συμφωριανός άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία τής Μονής. Το 1952 στην θέση τού αποβιώσαντος ηγουμένου Ιερωνύμου εξελέγη ηγούμενος ό π. Νέστωρ. Όταν ταξίδεψε στο Λένινγκραντ για να ενθρονιστεί, πήρε μαζί του και τον π. Συμφωριανό. ό όποιος χειροτονήθηκε διάκονος και μετά ιερέας στον Καθεδρικό Ναό τού Αγίου Νικολάου στο Λένινγκραντ. Ό ηγούμενος Νέστωρ και ό π. Συμφωριανός πήγαν ακόμη και στην Μόσχα και επισκέφτηκαν την Λαύρα τού Οσίου Σεργίου στο Ζαγκόρσκ. Στην Λαύρα στους επισκέπτες δόθηκε ευκαιρία να γνωρίσουν τούς χώρους τής Πνευματικής Ακαδημίας και να παρακολουθήσουν τα μαθήματα σε τρεις διαλέξεις.
Στο Νέο Βαλαάμ τα καθήκοντα τού π. Συμφωριανού πλήθυναν όλο και περισσότερο. Οι γεροντότεροι πατέρες και αδελφοί έφυγαν ένας-ένας για την αιώνια ανάπαυση και τα καθήκοντα συγκεντρώθηκαν σε όλο και λιγότερα άτομα. Μετά την κοίμηση τού ηγουμένου Νέστορος το Σεπτέμβριο τού 1967, όλη ή ευθύνη για την συνέχιση τής πνευματικής παράδοσης τού Βαλαάμ έπεσε σ' αυτόν. Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τον ανέβασε στην θέση τού αφηγουμένου και στις 10 Ιουνίου τού 1969 τού έδωσε ως τιμητικό αξίωμα τον τίτλο τού ηγουμένου.
Με μία πιστότητα στο καθήκον, βαθιά συγκινητική, τηρούσε τώρα τον καθημερινό κύκλο των ακολουθιών τής Μονής. Συχνά ήταν αναγκασμένος να τελεί τις ακολουθίες τελείως μόνος του. Νύχτα-νύχτα ό γέροντας ξεκινούσε από το κελί του, στηριζόμενος στο μπαστούνι, προς το ναό. Το βάδισμα τού προξενούσε πολύ πόνο στην κατάσταση πού βρίσκονταν τα πόδια του. Στην εκκλησία ό γέροντας άναβε τα καντήλια και άρχιζε το Μεσονυκτικό, μετά τον Όρθρο και την Λειτουργία. Και αυτό από μέρα σε μέρα. από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο. Τού πρότειναν, με λεπτότητα, να αποτραβηχτεί στο γηροκομείο τής περιοχής λόγω τής μεγάλης ηλικίας και τής ασθενικής καταστάσεώς του. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ήθελε να στέκεται πιστός στην σκοπιά, έως ότου να έχει έστω και λίγες δυνάμεις και χρόνο ζωής. Γενικά βασίλευε ή γνώμη, πώς το μοναστήρι θα σβήσει σύντομα.
Αλλά ή πίστη τού γέροντα βραβεύθηκε. Οι πολυάριθμοι φίλοι τού Βαλαάμ προχωρούσαν σε έργα, για να σώσουν το μοναστήρι και να μεταδώσουν την παράδοση και σε μετερχόμενες γενεές. Έγινε έρανος για να κτιστεί καινούργιος ναός. Ό παλαιός ναός ήταν πολύ κρύος και εξόριστους αρχής είχε κτιστεί μόνον για προσωρινή χρήση. Ό καινούργιος ναός υψώθηκε γρήγορα σε ατμόσφαιρα μεγάλου ενθουσιασμού. Τα εγκαίνια έγιναν στις 5 Ιουνίου τού 1977. Ό π. Συμφωριανός ήταν ό μόνος από τούς μοναχούς τού Παλαιού Βαλαάμ, ό όποιος αξιώθηκε να δει τον ναό έτοιμο και να προσεύχεται σε αυτόν. Εκείνος με την δική του παρουσία και το παράδειγμα συνέδεσε την ευκτική παράδοση του Παλαιού Βαλαάμ με τον Ναό τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού στο Νέο.
Μετά το κτίσιμο τού καινούργιου ναού ήλθαν στο μοναστήρι και νέοι αδελφοί. Ό π. Συμφωριανός ήταν γι' αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα προσευχόμενου μοναχού. «Οι ιερές ακολουθίες είναι ή μόνη μου παρηγοριά», έλεγε στους φίλους του. Επί πολλά χρόνια ό γέροντας κοινωνούσε κάθε ημέρα.
Τώρα ήταν πια καιρός να αναπαυτεί στα γεράματά του. Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τον χειροθέτησε αρχιμανδρίτη στις 25 Μαρτίου τού 1979 και τού έδωσε ευλογίας να αποσυρθεί στην γεροντική ανάπαυση. Αλλά σχεδόν δύο χρόνια ακόμη ερχόταν στην εκκλησία, ανακάλυψε και όχι πια σαν λειτουργός, απολαμβάνοντας τον σεβασμό τής αδελφότητας και των προσκυνητών.
Ό ηλικιωμένος π. Συμφωριανός αρρώστησε την τελευταία ημέρα τού έτους 1980. Έλαβε μέρος στην αγρυπνία τού νέου έτους, αλλά δεν μπόρεσε πια να έρθει στην Λειτουργία το πρωί. Μεταφέρθηκε στο τοπικό υγειονομικό κέντρο. Εκεί ό τελευταίος μοναχός, πού είχε αγωνιστεί και στο Παλαιό Βαλαάμ, αποδήμησε από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, στις 9 Ιανουαρίου τού 1981.
Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία στον Ναό τής Μονής μαζί με δεκάδες ιερέων και πλήθος λαού. Στον επικήδειο λόγο του ό Σεβασμιότατος είπε:
«Στην ζωή τού Άρχιμανδρίτου Συμφωριανού επαληθεύθηκαν τα λόγια πού συχνά βλέπουμε στα απολυτίκια των οσίων: «Εκεί νεότητος Χριστόν αγαπήσας». Γνωρίζουμε πώς σχεδόν από την παιδική του ηλικίας μέχρι τα γεράματά του έζησε την ζωή πού άπαξ διάλεξε. Είναι για μάς τύπος και υπόδειγμα πιστότητας. Δεν κοίταξε πίσω του, δεν παραπονέθηκε ποτέ για το ολιγάριθμο τής αδελφότητας, ανακάλυψε και είχε δει το Βαλαάμ με χίλιους μοναχούς. Ούτε και τότε πού έμεινε ό μόνος ιερομόναχος κυριεύθηκε από μελαγχολία, αλλά παραδόθηκε με εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Και έτσι ό Θεός δημιούργησε γύρω του νέο φυτώριο να μεγαλώνει και να συνεχίζει την παράδοση.
Ό Απόστολος προτρέπει: "Μνημονεύετε των ηγουμένων ημών, ων αναθεωρούντες την έκβασιν τής αναστροφής μιμείσθε την πίστιν" . Αυτήν ή προτροπή άφορα τώρα τους αδελφούς τής Μονής καθώς και όλους μας».
Ή Τρίτη της εβδομάδας του Θωμά. Τότε, κατά την ρωσική παράδοση, μνημονεύονται οι αποβιώσαντες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΗΝ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Δεκ 15, 2017 7:01 pm

Εικόνα

Ό μεγαλόσχημος Ιερομόναχος Έφραίμ (1871-1947)
Οι γονείς του π. Εφραίμ έφεραν σφοδρή αντίδραση στο νεαρό τους γιο Γρηγόριο Χρόμποστωφ - αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα - όταν εκείνος τους εξέφρασε τον πόθο του να πάει στο μοναστήρι. Άλλα το παιδί επέμενε. Ήταν μόλις 12 ετών, όταν δραπέτευσε από το σπίτι του, πού βρισκόταν στην επαρχία της Κόστρομας, και ήλθε στο Βαλαάμ.
Στο μοναστήρι ό ζήλος του Γρηγορίου για μοναχισμό όλο και μεγάλωνε. Για ένα διάστημα διακονούσε σε διάφορα εργαστήρια και βιβλιοθήκες, μετά χάριν τής καλής απόδοσης του στην ανάγνωση και στην ψαλτική - είχε ωραία φωνή - τον έβαλαν να βοηθά στις ακολουθίες. Στην πνευματική ζωή τον καθοδηγούσαν οι φημισμένοι στάρετς Αλέξιος και Άντίπας.
Ό ύφηγούμενος τού Βαλαάμ π. Γαβριήλ έλαβε τον Ιανουάριο τού 1891 επιστολή από τον επίσκοπο τής Φινλανδικής επαρχίας Αντώνιο. Ό επίσκοπος ανέφερε στο γράμμα του πώς ή Ιερά Σύνοδος με τη συμπαράσταση τού αυτοκράτορα έχει σκοπό να στείλει στην Αιθιοπία μία ιεραποστολική ομάδα. Κατάλληλος ιερομόναχος ήδη βρέθηκε. Τώρα έψαχναν να βρουν «ένα ταπεινό αδελφό» πού να κατέχει καλά το τυπικό των ακολουθιών και να ξέρει να διαβάζει και να ψάλλει. Ο επίσκοπος ρώτησε στην επίσκεψη του: «Δεν θα πήγαινε ο γνωστός μου αδελφός Γρηγόριος;». Εξήγησε ότι το ταξίδι ασφαλώς περιείχε πολλούς κινδύνους, και όποιος θα πήγαινε• θα έπρεπε να είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και την ζωή του για τον Χριστό. Ό Γρηγόριος Χρόμποτωφ δέχτηκε και ξεκίνησε για την Αιθιοπία στις 4 Μαΐου. Ξαναγύρισε στο Βαλαάμ το φθινόπωρο τού ίδιου έτους.
Χάριν της εξαιρετικής του συμπεριφοράς και ευλάβειας ό Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία μόλις 24 ετών. Επονομάστηκε Γεώργιος. Ιερέας έγινε, όταν ήταν 28 ετών. Ό π. Γεώργιος πάντοτε ιερουργούσε με κάποια ιδιαίτερη κατάνυξη και βάθος.
Ό πνευματικός των μεγάλων δουκών
Ώς ιερομόναχος στάλθηκε στο μετόχι της Μόσχας. Γρήγορα απέκτησε καλή φήμη στους εκκλησιαστικούς κύκλους τόσο της Μόσχας όσο και της Πετρουπόλεως. Τον κάλεσαν ακόμη και στην αυλή. Με την πρόταση τού μεγάλου δούκα Μιχαήλ Άλεξάνδροβιτς, διορίστηκε το 1907 ιερατικός προϊστάμενος του Ναού τού Αγίου Νικολάου στην Πετρούπολη. Ό μεγάλος δούκας ήταν ό ίδιος ευεργέτης και προστάτης τού ναού. Από τότε ανέλαβε ως ιερό καθήκον να τελεί καθημερινώς την θεία Λειτουργία μνημονεύοντας τους πολλούς φίλους του, ζωντανούς και κεκοιμημένους. Οι ενορίτες τού ναού έδειχναν ποικιλοτρόπως την ευγνωμοσύνη τους για τον αγαπημένο τους ποιμένα.
Στην Πετρούπολη γνωρίστηκε και με άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ό μεγάλος δούκας Νικόλαος Νικολάϊεβιτς, ό αρχιστράτηγος τού ρωσικού στρατού, τον συμπαθούσε και τον έκανε πνευματικό του. Κατά την διάρκεια τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε τον αρχιστράτηγος στο μέτωπο και τελούσε ακολουθίες στον πρόχειρο ναό τού στρατοπέδου.
Ερημίτης στην Σκήτη της Παναγίας του Σμόλενσκ
Μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1917 κατόρθωσε να επιστρέψει από την Πετρούπολη στο μοναστήρι του πίσω από
τα κλεισμένα σύνορα. Στο Βαλαάμ έγινε ό μόνος κάτοικος της Σκήτης της Παναγίας τού Σμόλενσκ.
Έλαβε το μεγάλο αγγελικό σχήμα το 1919 και επονομάστηκε Έφραίμ εις μνήμην του Όσιου Έφραιμ του Σύρου. Ή εργασία του ήταν τώρα ή καθημερινή τέλεση των ακολουθιών στο ναό της Σκήτης. Σχεδόν πάντοτε τελούσε τις ακολουθίες μόνος του - περικυκλωμένος από τον αόρατο κόσμο των αγίων. Ως ειδικό διακόνημα είχε να μνημονεύει τις ψυχές των στρατιωτών που έπεσαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην Σκήτη τού Σμόλενσκ υπήρχε έκτος τού κυρίου ναού ένα απλό ξύλινο παρεκκλήσι και ή μικρή κατοικία του π. Έφραίμ. Στην τελευταία βρισκόταν και το παράξενο κρεβάτι του: ένα φέρετρο. Στην μέσα μεριά ήταν ζωγραφισμένος ένας σκελετός για να θυμίζει το τέλος της πρόσκαιρης αυτής ζωής. Κρεβάτι-φέρετρο είχε επίσης και στο πλαϊνό δωμάτιο τού ναού, το όποιο ήταν ή χειμερινή κατοικία του.
Ό π. Έφραιμ διορίστηκε πνευματικός τού Βαλαάμ το 1927. Έκτος από την αδελφότητα δεχόταν στην Σκήτη του πολυάριθμους προσκυνητές και άλλους ξένους. Μια φορά ένας από' αυτούς ρώτησε τον ερημίτη, μήπως στενοχωριέται έτσι μόνος του στην Σκήτη. Εκείνος απάντησε: «Γνωρίζω τον κόσμο. Είδα τη ματαιότητα και παροδικότητά του. Ό κόσμος με τις φασαρίες, χαρές και απολαύσεις του δεν αξίζει τόσο για να το επιθυμεί κανείς».
Ό ερημίτης είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του τάφο δίπλα στο ναό. Αλλά ό τάφος εκείνος έμεινε άδειος.
Ή επίγεια ζωή του μεγαλόσχημου ιερομονάχου Έφραίμ έσβησε στο Νέο Βαλαάμ στην κεντρική Φινλανδία στις 26 Μαρτίου 1947 και τον έθαψαν στο εκεί κοιμητήριο μαζί με άλλους προκοιμηθέντες πρόσφυγες αδελφούς από το παλαιό Βαλαάμ.

ΒΙΒΛ. ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΗΝ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Δεκ 16, 2017 8:05 am

Ο ΓΕΡΩΝ ΑΚΑΚΙΟΣ ΒΑΛΑΑΜΙΤΗΣ (1873-1984)
Εικόνα

Την τελευταία ώθηση στον Ανδρέα Κούζνετσωφ να πάει στο μοναστήρι έδωσε ένα πολύ ανθρώπινο γεγονός. Στο αγροτικό σπίτι τού Ανδρέα - του μελλοντικού π. Ακακίου - ήταν τρία αδέλφια. Ό μεγαλύτερος αδελφός πήγε να κάνει την στρατιωτική του θητεία, ενώ ό μικρότερος νυμφεύτηκε και πήρε μια κακιά γυναίκα. Ή ζωή τού μεσαίου αδελφού. τού Ανδρέα, έγινε τώρα πολύ δύσκολη. Ήθελε να φύγει από το σπίτι και από το χωριό ακόμη. Ή σκέψη για το μοναστήρι τον είχε απασχολήσει ήδη για πολύ καιρό. Τώρα οι εξωτερικές συνθήκες ζωής τού έδωσαν την αφορμή. Την επιθυμία του να γίνει μοναχός δυνάμωσε και ένα προσκύνημα, πού πριν από μερικά χρόνια είχε κάνει στη μακρινή Λαύρα τού Οσίου Σεργίου κοντά στην Μόσχα. Ειδικά ή εξομολόγηση και ή θεία Μετάληψη στην Σκήτη της Λαύρας έμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη τού Ανδρέα.
Έτσι ό Ανδρέας άφησε για πάντα το σπίτι του στον ποταμό Βάγα, στην επαρχία τής Βολόγδας, και πήγε στην Μονή Σολόφκυ στο νησί τής Λευκής Θάλασσας. Αλλά ή ζωή στο Σολόφκυ δε του άρεσε. Φαίνεται πώς στο μοναστήρι υπήρχε ένας καθαρά ταξικός διαχωρισμός μεταξύ των αδελφών. Και το ψωμί ακόμη έπρεπε ό καθένας στην τράπεζα να ζητά χωριστά. Ό Ανδρέας βρήκε επίσης άδικο το ότι ενώ ή αδελφότητα εργαζόταν σκληρά στο άγονο και ανθυγιεινό νησί, ό ηγούμενος έκανε ταξίδια στην Κριμαία στον ήλιο και στην ζέστη.
Την εποχή εκείνη το Σολόφκυ ανοικοδομούσε την Μονή της Αγίας Τριάδος, την οποία ό Όσιος Τρύφων ίδρυσε τον ΙΣΤ' αιώνα στην Πέτσεγκα. Οι Φιλανδοί από την Δύση κατέστρεψαν το μοναστήρι την νύχτα των Χριστουγέννων τού 1590, και ύστερα έμεινε για αιώνες έρημο. Τώρα το μοναστήρι ξανακτίστηκε, για να γίνει πνευματικό στήριγμα για τούς τοπικούς Λάπωνες της Φυλής των Κόλτα, καθώς επίσης και ένα φρούριο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας προς την Δύση. Ό Ανδρέας μετατέθηκε από το Σολόφσκυ στην Πέτσεγκα το 1898. Εκεί έλαβε την μοναχική κουρά το 1913 με το όνομα Ακάκιος προς τιμήν τού Αγίου Ακακίου, επισκόπου Μελιτινής.
Στις αρχές τού αιώνα μας στο μοναστήρι έγιναν μεγάλα οικοδομικά έργα. Ηγούμενος ήταν τότε ό π. Ίώναθαν. Σε δύο δεκαετίες περίπου το μοναστήρι ξανακτίστηκε εκ θεμελίων παρ' όλες τις κλιματολογικές δυσχέρειες του Βορρά και άλλες δυσκολίες. Έκτος από το βασικό πνευματικό έργο του το μοναστήρι έγινε ένα κέντρο πολιτισμού στο μακρινό Βορρά. Είχε και δικό του εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος. Εκεί στεγάζονταν, επίσης, το Ταχυδρομείο και το Τηλεγραφείο.
Το διακόνημα τού μοναχού Ακάκιου ήταν να περιποιείται τα άλογα της Μονής. Αύτη την εργασία συνέχισε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Στην ειρήνη τού Τάρτο το 1921 ή περιοχή της Πέτσεγκας έμεινε στην φινλανδική πλευρά. Το κλείσιμο των συνόρων προς την ανατολή μάρανε σύντομα το μοναστήρι τού Οσίου Τρύφωνος σε μία μικρή μοναχική κοινότητα χωρίς πολλή κίνηση. Ό καινούργιος ηγούμενος Υάκινθος προσπαθούσε να διατηρεί την αγωνιστική φλόγα ανάμεσα στους αδελφούς. Έτσι το μοναστήρι ζούσε μία ήσυχη απομονωμένη ζωή μέχρι το 1939, έως ότου δηλαδή ξέσπασε ό Χειμωνιάτικος Πόλεμος και οι μονάχοι έγιναν αιχμάλωτοι των Ρώσων στην Σοβιετική Ένωση. Έκτος από τον ηγούμενος Παΐσιο και τον μοναχό πού επόπτευε το ήλεκτραγωγικό εργοστάσιο, όλοι οι άλλοι ξαναγύρισαν στο μοναστήρι. Όταν ό πόλεμος ξέσπασε ξανά το 1941, οι πολεμικές επιχειρήσεις πού έγιναν στην Πέτσεγκα τάραξαν πολύ την ησυχία της Μονής. Έτσι το 1942 οι τελευταίοι μοναχοί αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Χεϊνάβεσι για να ενταχθούν στους μοναχούς του Νέου Βαλαάμ. Με αυτόν τον τρόπο και ό π. Ακάκιος για τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του έγινε κάτοικος τού Βαλαάμ.
Στο Νέο Βαλαάμ συνέχισε την παλαιά εργασία του στο στάβλο των άλογων. Έκανε βέβαια και πολλές άλλες δουλειές, παραδείγματος χάριν βοηθούσε και στις αγελάδες. Και στον νέο τόπο διαμονής του τηρούσε τις καλύτερες πλευρές της ασκητικής
παράδοσης της Πέτσεγκας: την λιτότητα και την εργατικότητα. Πήγαινε σε όλες τις ακολουθίες. Αρκέστηκε στο λιτό φαγητό, πού πρόσφερε το μοναστήρι. Στο κελί του δεν είχε περιττά πράγματα.
Οι άλλοι αδελφοί αποδήμησαν ένας-ένας προς Κύριον, αλλά ό π. Ακάκιος συνέχιζε καρτερικά την πορεία του σε τούτον τον κόσμο. Το 1963 τον απάλλαξαν από κάθε εργασία. Ήταν ήδη 90 χρονών. Αλλά ακόμη και μετά έκανε ελαφρές δουλειές στο μοναστήρι. Τις ελεύθερες ώρες του τού άρεσε να διαβάζει πνευματικά βιβλία, ειδικά την Αγία Γραφή.
Πέρασαν τα χρόνια και ό Γέροντας συμπλήρωσε τα 100 του.• Από πλευράς ψυχικών δυνάμεων ήταν πολύ καλά, είχε και αρκετές σωματικές δυνάμεις. Στηριζόμενος στο μπαστούνι, πολύ σκιρτωμένος, βάδιζε σιγά-σιγά προς τον ναό στις ακολουθίες πού τελούσε ό π. Συμφωριανός. Συχνά ήταν ό μόνος εκκλησιαζόμενος. Προς το τέλος οι δυνάμεις του δεν έφθαναν πια για να πάει στην εκκλησία και αναγκαζόταν να παραμένει στο κελί του. Ό μοναχός Έφραίμ, πού κατοικούσε στο απέναντι κελί, τον περιποιείτο με πολλή επιμέλεια. Συχνά τον πήγαιναν στην εκκλησία με το αναπηρικό καροτσάκι.
Πολλές φορές από το κελί τού π. Ακακίου ακούγονταν προσευχές και ψαλμωδίες. Ή συνεχής προσευχή γέμιζε τις ημέρες τού γέροντα μοναχού. Έτσι έγινε το καλύτερο παράδειγμα τού προσευχομένου μοναχού για τους νεώτερους αδελφούς. Ήταν ό τελευταίος αντιπρόσωπος τής παλαιάς γενιάς των μοναχών. Κοιμήθηκε στην προχωρημένη ηλικία των 110 ετών. Όσο γνωρίζουμε ήταν ό πιο ηλικιωμένος άνθρωπος πού έζησε ποτέ σε όλη την Σκανδιναβία.
Ό π. Ακάκιος κοιμήθηκε ειρηνικά στις 30 Ιανουαρίου τού 1984. Την προηγούμενη ημέρα είχε μεταλάβει τα Άχραντα Μυστήρια.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Δεκ 19, 2017 7:03 pm

Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (1905 – 7 Δεκεμβρίου 1991)
Εικόνα


Κατά τον ηγούμενο της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ο Γέροντας Γεράσιμος υπήρξε «μοναχός ταπεινός, βιαστής της βασιλείας των ουρανών, υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους του».
 Γεννήθηκε το 1905 στη Δρόβιανη της Β. Ηπείρου. Από τον πα­τέρα του πήρε την αυστηρότητα προς τον εαυτό του και από τη μητέρα του τη βαθιά, άδολη και ανυπόκριτη θρησκευτική ευλάβεια. Σύχναζε στην εκκλησία του χωριού του και στα εξωκλήσια των βουνών. Είχε επίδοση στα γράμματα, γιατί ήταν ευφυής και είχε καλή μνήμη. Τη βασική του μόρφωση έλαβε στον Πειραιά και την Αθήνα, όπου γνώρισε και τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Από τον Πειραιά έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος το 1923.
Μετέβη στην Καλύβη του Τί­μιου Προδρόμου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης υπό τον Γέ­ροντα Μελέτιο. Περί του τόπου μονασμού του γράφει αργότερα ο ίδιος: «Εις την ΒΑ υπώρειαν του αγιωνύμου και ουρανογείτονος Άθωνος, εν τη ηγιασμένη τούτου ερήμω επί φαραγγώδους κλιτύος, ευρίσκεται η Ιερά Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Αύτη αποτελείται εκ δέκα ασκητικών καλυβών ή ησυχαστηρίων, ένθα αρνησίκοσμοι και λιτοδίαιτοι μονασταί, ασκούμενοι τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής αγώνα, καλλιεργούσιν εμπόνως το γλυκύτατον μέλι της ασκητικής αρετής και ουρανίου φιλοσοφίας». Μετά ένα έτος ευδό­κιμης δοκιμής κείρεται μοναχός.
Μετά μία πενταετία αναχωρεί ο Γέροντάς του για τον κόσμο και μένει μόνος στην έρημο. Η παρουσία του Θεού τού γίνεται πιο αισθητή τότε. Μόνη παρηγοριά του η προσευχή και η μελέτη. Μελετούσε συνέχεια, αχόρταγα, προσεκτικά. Μετά μία εικοσαετία απέκτησε μία μικρή συνοδεία καλών πατέρων. Ο μακάριος Γέρο­ντας δίδασκε και με τη σιωπή και με τον λόγο του. Τη σιωπή θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών». Ο λόγος ήταν πάντα προσεγμένος, ωραίος, διδακτι­κός και ψυχωφελής. Οι φιλοξε­νούμενοι κατεγοητεύοντο από τη συνομιλία μαζί του. Θυμάμαι κι εγώ ο αρχάριος τις συζητή­σεις μας και ως λαϊκός και ως μοναχός, στο μπαλκόνι του, στο γραφείο του, στο πλοίο, στο ναό. Έλεγε: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι το μό­νον το οποίον αδυνατεί να πράξει ο Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί με τον ακάθαρτον άνθρωπον. Εις αυτό αδυνατεί».

Εκεί όμως που αναδείχθηκε κι έγινε παντού γνωστός είναι η υμνογραφία του. Να πως περι­γράφει την αρχή του έργου του περί το 1926: «Όταν συνέταξα τον πρώτο κανόνα της Πανα­γίας, τον είδε ο μακαρίτης ο Γέ­ροντας ο δικός μου· ήξερε λίγα γράμματα. Πολύ ωραίος είπε. Τον πήγα στον Καλλίνικο στα Κατουνάκια. Ήταν έγκλειστος σαράντα χρόνια, με νοερά προσευχή, με θείο φωτισμό και τον συμβουλευόμουν. Λίγα γράμματα γνώριζε, αλλά είχε πείρα μεγάλη και χάρη Θεού. Άλλωστε «ερώτησον τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σε». Λέει ο Καλλίνικος, «είναι άριστος ο κανών, αλλά ένα σου λέω: ταπείνωση, τα­πεινοφροσύνη. Πρόσεχε καλά μην σε πολεμήσει ο διάβολος». Υμνογραφεί κατόπιν επισταμένης μελέτης και πολλής προσευχής. Λέγει πάλι ο ίδιος: «Ό,τι κάνω το οφείλω εις την προσευχήν. Προ της εργασίας θα κάνω μίαν προσευχήν ένθερμον, αυτοσχέδιον μεν, αλλά θερμοτάτην, η οποία ενεργεί και επενεργεί και φέρει ό,τι αποτέλεσμα ωραίον φέρνει. Προσευχή, το παν. Μη στηριζόμαστε στην εξωτερικήν σοφίαν· στα μέ­τρα. Είναι ένας ψυχρός λόγος. Ο ψυχρός αυτός λόγος πρέπει να γίνει ζωντανός. Και ζωντανός θα γίνει μόνον διά της προσευχής». Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες. Πολλοί πολλά έγραψαν περί αυτού και του έργου του και πολλοί τον τίμησαν και τον βράβευσαν γι’ αυτό, τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Όπως διηγούνται οι υποτακτικοί του είχε παρακαλέσει την Παναγία
να έχει τα λογικά του έως τέλους για να μην κουράσει κανένα. Πράγ­ματι είχε διαύγεια μέχρι την τελευταία αναπνοή του. Είπε τρεις φορές: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι» και εξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ήταν ζω­γραφισμένη στο πρόσωπό του, νόμιζες πως κοιμόταν γαληνά. Ανεπαύθη στις 7.12.1991. Ο βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης τον χαρακτηρίζει· σεμνό και άριστο υμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα και αληθινό άνθρωπο του Θεού. Ο αρχιμανδρίτης Γεώργιος Χρυσοστό­μου λέει ότι ο Γέροντας ήταν εξέχουσα μορφή τού αγιορειτικού μονα­χισμού, κορυφαία, διάσημη, χαρισματική και μοναδική. Έφυγε με τ’ όνομα του θαυματουργού αγίου Νεκταρίου στα χείλη του, στον οποίο είχε συνθέσει μία από τις ωραιότερες ιερές ακολουθίες του.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Πάσχου Β. Π., «Υμνηπόλος εράσμιος», Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Άγιον Όρος 1992. Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης Υμνογράφος της Με­γάλης του Χριστού Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Υμνήτωρ, Βέροια 2001. Χρυσοστόμου Γεωργίου αρχιμ., Ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε Αγίους της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995. Του αυτού, Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Μία σύγχρονη μορφή του Αγίου Όρους, Βέροια 2002.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1315-1323 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Ιαν 19, 2018 11:25 am

Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος.


Εικόνα


Ο μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα και κατά πολλούς θεωρείτε ο Άγιος Κοσμάς του Μοριά.

Πολέμησε ὁλόψυχα ξένες ἐπιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τόν ἑτερόδοξο μονάρχη, πού ἔκλεισε πολλά μοναστήρια καί γκρέμισε βυζαντινούς ἱ. ναούς.

Γιά τά φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, ἐξορίσθηκε καί φυλακίσθηκε. Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τόν κατηγόρησαν ὡς ἀγύρτη, γιατί τούς ἐνοχλοῦσαν τά λόγια του.

Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τόν ἄδολο μαχητή, τόν ἀκέραιο ἱεροκήρυκα, τόν ἀκτήμονα μοναχό, τόν ὁμολογητή ρασοφόρο. Ἀπό νωρίς ὁ Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ὅτι ἡ δυτική θεολογίαἦταν ἀνορθόδοξη καί ἀντιορθόδοξη.



Ἡ δυτική θεολογία ἤθελε να κατεβάσει τόν οὐρανό στή γῆ, να διατηρεῖ τούς χριστιανούς στη σκλαβιά, νά καλλιεργεῖ τόν ἀλλαζονικό οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό, πού ἔφερνε τόν ἀθεϊσμό.

Ἀποφάσισε ἔτσι νά διδάξει τόν λαό μεγάλες ἀλήθειες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Βαυαροκρατία ἦταν σκληρή ἀπέναντι στόν ὀρθόδοξο κλῆρο. Ἤθελαν νά φραγκέψουν τά πάντα.

Ἀντιστάθηκαν σθεναρά, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, οἱ Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὁ ἄφοβος Παπουλάκος.

Ὁ Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Χριστοπανάγος ἤ Παπουλάκος ἤ Παπουλάκης γεννήθηκε στο…

μικρό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1780. Ζοῦσε μέτρια καί μετρημένα, μέ τά τρία ἀδέλφια του, ἐμπορευόμενος ζῶα. Νέος ἀγάπησε τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν μοναχισμό.

Ἔτσι ἀναχώρησε γιά τή ἱ. μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό χωριό του και ἔξω αὐτοῦ ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι, πού τό ἀφιέρωσε στήν Παναγία.

Μέ πολλές προσπάθειες κατάφερενά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ἱεροκήρυκα. Μέ κόπους καί θυσίες ἄρχισε περιοδεῖες διδάσκοντας κατά τῶν ἄθεων γραμμάτων, σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο.

Τό 1833 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, με πρωτεργάτη τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη, πού πιεζόταν ἀπό τόν Μάουερ.

Κυνηγήθηκε ὁ μοναχισμός, οἱ μισσιονάριοι ἐργάζονταν ἀνενόχλητοι καί ὁ Παπουλάκος θέλησε ν᾽ ἀντιδράσει δυναμικά.

Συνεχίζει τά κηρύγματά του, παρά τ᾽ ὅτι τοῦ πῆραν τήν ἄδεια, ὡς νέος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τον ἐχθρεύονται καί αὐτόν πολλοί, ὁ Κοραῆς, ὁ Καΐρης, ὁ Φαρμακίδης καί ἄλλοι. Γιά τό ἔργο του συλλαμβάνεται τό…

1851 στήν Ἀχαΐα για πρώτη φορά. Ὁ κόσμος τόν ἄκουγε μέ προσοχή καί τόν ὑπεραγαποῦσε. Τά κηρύγματά του στρέφει μέ θεοσημεῖες καί προφητεῖες.

Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε πιστά και ἀπτόητα. Μέ προδοσία συνελήφθη τό 1852 καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Ρίο.

Στή συνέχεια περιορίσθηκε στή ἱ. μονή Προφήτου Ἠλιοῦ Σαντορίνης καί κατόπιν στη ἱ. μονή Παναχράντου Ἄνδρου. Κι ἐκεῖ δέν ἔπαυσε τίς ψυχωφελεῖς διδαχές καί προτροπές.

Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἕνας ἁπλός, φτωχός, ἀληθινός καί τίμιος μοναχός. Ἀγαποῦσε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα, τόν Χριστό και τήν Ἀλήθεια. Ἀκολούθησε τον δρόμο τῆς ὁμολογίας, τοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν.

Γι᾽ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν τίμησε ὡς ἅγιο.Παρέδωσε το πνεῦμα του στίς 18.1.1861, 151 (154)ἔτη πρίν ἡ μνήμη του παραμένει ζωντανή, γιά τήν καθαρότητα, γνησιότητα, ταπεινότητα καί ἀληθινότητα τῆς ζωῆς του.



Μορφές ἀνιδιοτέλειας, θυσίας καί προσφορᾶς χρειάζονται ἀπαραίτητα καί σήμερα.Ἡμέρες ἄτονες, ἰσχνές, ἄφωτες καί ταραγμένες, σάν τίς δικές μας, θέλουν ἡρωϊσμό, γενναιότητα, θάρρος καί τόλμη…

Στίς μετά τή σπατάλη ἰσχνές και δύσκολες ἡμέρες μας ξαναχρειάζεται ἐγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ἀνόρθωση, ἀνασυγκρότηση καί ὀρθοστασία.

Ἡ ἐκκοσμίκευση κούρασε, ὁ μιμητισμός ταλαιπώρησε, ὁ ἐκδυτικισμός ἀλλοίωσε, ὁ συγκριτισμός ἐξαπάτησε, ὁ οἰκουμενισμός ἀστόχησε.


Χρειάζονται ἀπαραίτητα γενναῖες φωνές, ἡρωϊκό φρόνημα, ὁμολογία πίστεως, πίστη θερμή ὡς τοῦ ὁσίου Παπουλάκου.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 4 και 0 επισκέπτες