ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Μαρ 28, 2016 10:00 am

Μοναχός Βενιαμίν Γιόργκα Μοναστήρι Συχαστρία νομού Νεάμτς (1890-1976). Η ζωή του και οι πνευματικοί λόγοι του.

Εικόνα


Ό αξιοσέβαστος πατήρ Βενιαμίν γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1890 στην κοινότητα Λαλέστι του νομού Φαλτσίου. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την παιδική του ηλικία, διότι, αφ' ότου μπήκε στον μοναχισμό ό νεαρός τότε Βασίλειος, δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για την παιδική του ηλικία και τούς συγγενείς. Δεν επισκέφθηκε τούς συγγενείς του από τότε πού έφυγε για το μοναστήρι ούτε τούς έγραψε ένα γράμμα να τούς ειπεί τουλάχιστον σε ποιά Μονή εγκαταστάθηκε. Δεν ήθελε να τον επισκεφθούν κανείς από τούς συγγενείς του, ούτε να έχει φίλους και γνωστούς. Και αυτή ή περίοδος ήταν για όλη του την μοναχική ζωή, δηλ. για 60 χρόνια!
Κάποιος άλλος μοναχός, πού τον είχε επίμονα ρωτήσει για την ζωή του ως λαϊκού, του διηγήθηκε τα εξής ό π. Βενιαμίν: «Γεννήθηκα στα μέρη του Μπιρλάντι το 1890. Στον στρατό ήμουν επιλοχίας. Κατόπιν για έξι χρόνια υπηρέτησα στην πολιτική αστυνομία της πόλεως Μπιρλάντ. Είχα διαταγή να κάνω κάθε είδους συλλήψεις και έρευνες στην ζωή των ανθρώπων, να ελέγχω τούς δρόμους, να συλλαμβάνω τούς κλέπτες και τούς κακοποιούς. Σαν νέος και άμυαλος πού ήμουν, κτυπούσα και με το ρόπαλο πολλούς και τούς κακομεταχειριζόμουν μέχρι να ομολογήσουν τί έκλεψαν και με ποιους συνεργάτες τους. Τότε δεν σκεπτόμουν τον Θεό. Αργότερα όμως άρχισε να με ελέγχει ό λογισμός μου. Το 1923 παραιτήθηκα απ' αυτή την υπηρεσία και αναχώρησα για την σκήτη Μοσουνάιε, νομού Βράντσα, με σκοπό να γίνω μοναχός. Ήμουν τότε 33 ετών. Μετά ένα χρόνο με έκειραν μοναχό με το όνομα Βενιαμίν.
Ήμουν ευχαριστημένος και ειρηνικός με τον ηγούμενο της σκήτης, αλλά ήλθε ή αλλαγή του ημερολογίου και εγώ δεν ήθελα ν' ακούσω την Εκκλησία και να πάω με το νέο ημερολόγιο. Σκεπτόμουν ότι θα χάσω την ψυχή μου. Έτσι, συμβουλεύθηκα κι άλλους μοναχούς από διάφορα μέρη και, χωρίς την άδεια του ηγουμένου μου, αναχώρησα για ερημίτης στα βουνά και στα δάση της επαρχίας Βράντσεα. Ήσαν και άλλοι ερημίτες κοντά στην δική μου ξυλοκαλύβα, όπως ό π. Ποιμήν, ό π. Ίωαννίκιος, ό π. Σωφρόνιος κ.άλ.
Εκεί όμως έκανε ό καθένας του κεφαλιού του, διότι δεν ήμασταν στην υπακοή. Ζούσαμε χωρίς ευλογία. Διαβάζαμε όλη την ήμερα το Ψαλτήρι, τις επτά καθημερινές ακολουθίες και κάναμε μερικές εκατοντάδες μετάνοιες, όσες βέβαια ημπορούσαμε. Για την τροφή μας φρόντιζε ένας δασικός...
Όμως ευρισκόμουν σ' ένα μεγάλο πειρασμό. Σαν άνθρωπος ήμουν σαν πεθαμένος. Όχι μακριά από μένα ζούσε ένας άλλος μοναχός μεγαλόσχημος, ονόματι Αθανάσιος. Αυτός είχε ζήσει ένα καιρό στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν ήλθε ερημίτης στα βουνά Βράντσεα. Γίναμε φίλοι, και για μερικούς μήνες μέναμε στην καλύβα του μαζί. Κάποτε μού απεκάλυψε ότι συγκέντρωσε 10.000 λέι για να πάει και πάλι στους Αγίους Τόπους. Ήταν επαγγελματίας βαρελοποιός. Κατασκεύαζε κοφίνια, κόφες, πανέρια, μικρά βαρέλια. Τα έδινε σε κάποιον λαϊκό και εκείνος τα πωλούσε και του έφερνε τα κέρδη του. Ήτο αγωνιστής μοναχός και ήθελε να πεθάνει στην Αγία Γη.
Μία ήμερα περπατούσαμε μαζί στο δάσος σε ένα στενό μονοπάτι. Δίπλα κάτω, ήτο μία χαράδρα γεμάτη βράχους. Καθώς πηγαίναμε συζητώντας, μου ψιθύρισε στο αυτί ό σατανάς να σπρώξω τον Αθανάσιο κάτω και να του πάρω τα χρήματα. Αμέσως κατέκρινα αυτόν το σατανικό λογισμό και τον διάβολο της φιλαργυρίας και παρεκάλεσα τον Θεό να φύγει από κοντά μου τέτοια σκέψης. Έπειτα για ν' απαλλαγώ τελείως απ' αυτόν τον λογισμό, έφυγα και έφτιαξα την καλύβα μου πιο μακριά. Ό π. Αθανάσιος, πράγματι, έφυγε και πάλι για τα Ιεροσόλυμα, όπου και απέθανε.
Έμεινα τρία χρόνια στην ερημιά. Δεν έμενα εκεί από αγάπη του Θεού, αλλά από αντίδραση για το νέο ημερολόγιο. Μετά τρία χρόνια μ' ελέησε ό Θεός και έστειλε σε μένα ένα σοφό μοναχό, τον π. Διονύσιο, από την σκήτη Μπράζι Παντσίου. Ό Θεός να τον ανάπαυση, διότι αυτός μ' λύτρωσε από την απώλεια της ψυχής μου.
Πάτερ Βενιαμίν, μου είπε, μη στέκεσαι εδώ να στηρίζεις τάχα τα θεμέλια της Εκκλησίας, εάν δεν υπακούς στην Εκκλησία του Χριστού μας. Ό νοητός εχθρός σε εξαπάτησε. Το ημερολόγιο άλλαξε, αλλά ή Εκκλησία και ή πίστης είναι ή ίδια. Σε συμβουλεύω να εισέλθης στην υπακοή του μοναστηρίου σου. Μη μένεις εδώ σαν ένας επαναστάτης, διότι χάνεις τζάμπα τον καιρό σου. Υπάρχει ιεραρχία, υπάρχει ιερατείο, υπάρχει Θεία Χάρις, υπάρχει σωτηρία...
-Όχι, όχι, δεν υπάρχει ιεραρχία και σωτηρία στην Εκκλησία, του είπα εγώ οργισμένος. Αφού άλλαξε το ημερολόγιο, όλα άλλαξαν και κατεστράφησαν!...
-Εάν πιστεύεις έτσι, τότε ή ασιάτης σου είσαι αιρετικός!
Όταν έφυγε ό π. Διονύσιος, εγώ βυθίστηκα σε λογισμούς: «Μήπως άραγε έχει δίκαιο; Μήπως έχω εξαπατηθεί από τούς δαίμονας; Σηκώθηκα κι πήγα στον π. Ευγένιο Δημητρέσκου από την σκήτη Προδρόμου, δίπλα στην σκήτη Παντσίου. Ήτο άγιος μοναχός. Επήγα να τον ερωτήσω;
-Πάτερ Ευγένιε, τί να κάνω, διότι είμαι πολύ ταραγμένος;
-Πάτερ Βενιαμίν, εάν δεν θέλεις να κατέβης από την καρότσα της ανυπακοής και του θελήματος σου, όπου ευρίσκεσαι, δεν θα επανέλθεις πάλι στην ζωή της υπακοής του κοινοβίου. Να γνωρίζεις ότι έχεις παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου.
-Πάτερ Ευγένιε, με δέχεσθε εδώ στην σκήτη σας; -Ναι, σε δέχομαι με χαρά, εάν έρχεσαι. Μόνο να ξέρης ότι εδώ θα έχεις πιο πολλούς πειρασμούς από ότι είχες στην έρημο, διότι έρχεσαι από το θέλημα σου στο θέλημα του άλλου. Εδώ οι πειρασμοί των δαιμόνων θα σταυρώνονται με την έκκοπή του δικού σου θελήματος. Θα κάνης υπακοή με σιωπή και προσευχή και θα ευρείς την ησυχία στην ψυχή σου.
Πράγματι ό π. Βενιαμίν ακολούθησε τις συμβουλές του π. Ευγενίου και ειρήνευσε. Ό ίδιος έλεγε τα έξης για τον π. Ευγένιο: «Ήτο ένας ενάρετος μοναχός, με δυνατή πίστη και ζωή κατά το Ευαγγέλιο. Είδα σ' αυτόν θαυμαστά πράγματα. Κοιμόταν 3-4 ώρες το 24άωρο. Ήταν ασκητικός στο σώμα και αυστηρός στις νηστείες του. Έτρωγε μόνο τα βράδια, χωρίς να γευτεί ποτέ το κρασί.
Το 1950 ό π. Βενιαμίν ευρέθηκε στην σκήτη Δαρβάρι του Βουκουρεστίου για έργα υπακοής. Όταν επέστρεψε, τον ερώτησαν οι άλλοι πατέρες πώς τα πέρασε. Ιδού τί τούς είπε:
-Πατέρες, μοναχική ζωή στο Βουκουρέστι δεν γίνεται. Πολλοί πειρασμοί και πολλοί κίνδυνοι για την ψυχή. Δεν έβγαινα ποτέ στον δρόμο. Στα επτά χρόνια πού έμεινα εκεί, μόνο τρεις φορές περπάτησα σε δρόμους της πόλεως. Γνώριζα μόνο την πόρτα της εκκλησίας και του κελιού μου. Δεν συνομιλούσα ούτε με λαϊκούς, ούτε προπαντός με γυναίκες, διότι προκαλείται μεγάλος πόλεμος στην ψυχή του μονάχου. Δεν άφησα κανέναν να μπει στο κελί μου. Με την Χάρι του Χριστού μας έκαμα αυτή την προσπάθεια.
-Ημπορούσατε να φυλάξετε τον νου σας από ακάθαρτους λογισμούς;
-Για να λυτρωθεί κανείς τελείως από τούς κακούς λογισμούς, αυτό είναι έργο μόνο των απαθών. Εάν θα μας έκρινε ό Θεός από τούς λογισμούς μας, πιστεύω ότι κανείς δεν θα μπορούσε να σωθεί, διότι ό πόλεμος των λογισμών συνοδεύει τον άνθρωπο και μέχρι τον τάφο του.
Πατέρες μου, μεγάλο έργο είναι ή μοναχική ζωή! Εγώ όμως ό αμαρτωλός δεν έγινα ακόμη μοναχός ούτε για μία ήμερα! Μάχομαι με τούς λογισμούς μου πενήντα χρόνια και δεν τούς νίκησα.
Μας είπατε ότι δεν δεχθήκατε καμία φορά γυναίκα στο κελί σας. Πώς τα καταφέρατε;
-Ναι δεν δέχθηκα ποτέ. Ήμουν κάποτε άρρωστος στο κρεβάτι και ακούω κτυπήματα στην πόρτα, διότι μου έφερε μια γυναίκα φάρμακα για την υγεία μου. Είπα στην γυναίκα: «Αδελφή, εάν μπορείς να με κάνης υγιή, χωρίς να μπεις στο κελί μου, έχει καλώς. Εάν δεν μπορείς, να ξέρης ότι ό Βενιαμίν είτε είναι ασθενής είτε είναι υγιής, δεν θα σου επιτρέψει να μπεις στο κελί του».
Καλά, πάτερ Βενιαμίν. Ήσασταν ασθενής στο κρεβάτι και πώς αρνηθήκατε το φάρμακο από την αδελφή ή όποια ήτο πιστή χριστιανή και ηλικιωμένη;
-Τί λέτε, Πατέρες; Δεν διαβάσατε στο Γεροντικό το παράδειγμα με τον άρρωστο επίσκοπο στο κρεβάτι και με την γερόντισσα αδελφή, ή οποία τον περιποιείτο; Τί εμπιστοσύνη μπορείς να έχεις στον λογισμό σου όταν είναι ταραγμένος; Και ποιος ημπόρεσε να λυτρωθεί από την αμαρτία, εάν δεν μίσησε και δεν έδιωξε μακριά τα αίτια της αμαρτίας; Να τί μας λέγουν οι Πατέρες: «Όποιος ελπίζει στον εαυτό του, θα έχει πτώση φοβερή». Και ακόμη ότι έπεσαν στύλοι αρετής. Άραγε εμείς τα καλάμια, τί θα κάνουμε;
Το 1957 ό π. Βενιαμίν εστάλη από υπακοή στην σκήτη Μπουτσίουμ του Ιασίου. Τότε είχε ηλικία 67 ετών. Έμεινε και εργάσθηκε εκεί δέκα χρόνια. Ή δουλειά του ήτο να καλλιεργεί τα αμπέλια της σκήτης με την βοήθεια εργατών. Και εδώ ό καλός εργάτης της προσευχής, συνέχισε τούς πνευματικούς του αγώνες με την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την μονολόγιστη προσευχή του Ιησού.
Όταν κάποτε τον επισκέφθηκε ό Μητροπολίτης Μολδαβίας και Σουτσεάβας κ. Ιουστίνος, είπε (ό Μητροπολίτης) τα έξης, δείχνοντας του τα κτίρια πού τότε έκτίζοντο:
-Κοίταξε, πάτερ Βενιαμίν, τί παλάτια σου φτιάχνω.
-Είναι πολύ ωραία, Σεβασμιότατε, αλλά για τις μελλοντικές γενεές. Εγώ θα σας παρακαλούσα με μία βαθειά μετάνοια, να μου δώσετε ευλογία να επιστρέψω στην Συχαστρία και εκεί ν' αποθάνω.
Πράγματι ό Μητροπολίτης του έδωσε ευλογία και το 1966 ό π. Βενιαμίν επέστρεψε στην μετάνοια του, στην Συχαστρία, μετά από περιπλάνηση και διακονία σε άλλα μέρη 40 χρόνων.
Ό ηγούμενος της Μονής π. Καλλιόπιος Άπετρέι καλοδέχθηκε τον γέροντα π. Βενιαμίν, ηλικίας τώρα 76 ετών και του έδωσε κελλάκι κοντά στο γηροκομείο, όπου θα εύρίσκη εύκολα την τροφή του και θ' ασχολείται με τα πνευματικά του καθήκοντα.
Την δεύτερη ήμερα επήγε ό Γέροντας στον ηγούμενο και του λέγει:
Πάτερ ηγούμενε, σας παρακαλώ ταπεινώς να μου δώσετε διακόνημα, διότι ό μοναχός, χωρίς διακόνημα, γίνεται παίγνιο των δαιμόνων.
Βλέποντας την απόφαση του με καλό λογισμό ό ηγούμενος, του έδωσε την ευλογία να κόβει ξύλα για το μαγειρείο. Και έκαμε αυτό το διακόνημα ό π. Βενιαμίν με ζήλο και επιμονή προς παραδειγματισμό και των νεωτέρων επί τέσσαρα χρόνια.
Μία άλλη φορά -έλεγε ό ηγούμενος- όταν τελείωσε ή νυκτερινή ακολουθία του Όρθρου (Σύμφωνα με το σλαβικό τυπικό ό Όρθρος αρχίζει στις 11 το βράδυ και τελειώνει στις 2 μετά τα μεσάνυκτα) ό π. Βενιαμίν έπιασε μία γωνία της εκκλησίας και εκεί έκανε μετάνοιες λέγοντας και την ευχή. Στις 4 το πρωί είχε πάει στο μαγειρείο και έκοβε ξύλα με το τσεκούρι. Άκουσα τον θόρυβο από το κόψιμο των ξύλων και κατέβηκα στην αποθήκη του μαγειρείου. Του είπα:
-Πάτερ Βενιαμίν, ή ώρα είναι 4 το πρωί, είσαι 80 ετών, γιατί δεν επήγες λίγο να ξεκουραστείς; Τί ακόμη θέλεις να κάνης;
-Έεε πάτερ ηγούμενε, τί να κάνω; Εργάζομαι γι' αυτόν πού εργάζεται για μένα σ' όλη μου την ζωή.
Με απόφαση του ηγουμένου ό π. Βενιαμίν εστάλη εν συνεχεία για αναγνώστης στην Σκήτη Σύχλα, εξάρτημα της Μονής, πού απέχει από την Συχαστρία τρία χιλιόμετρα και είναι μέσα σε μία πολύ ήσυχη και απρόσιτη στους πολλούς περιοχή.
Ό βοηθός του π. Βενιαμίν έλεγε κάποτε στον ηγούμενο της Συχαστρίας, τον αείμνηστο μεγάλο Γέροντα Κλεόπα Ήλίε, ότι ό γέροντας δεν πίνει στην τράπεζα ούτε μία σταγόνα κρασί. Όποτε ό Ηγούμενος μία ήμερα ερώτησε τον γέροντα:
-Σαν Γέροντας σου πού είμαι, είπε μου στο όνομα του Χριστού, πόσα χρόνια έχεις πού δεν ήπιες κρασί;
-Με λίγη αργοπορία του απήντησε: 34 χρόνια, Γέροντα.
-Τώρα στην τράπεζα του φαγητού, θέλω να πιεις ένα ποτήρι κρασί.
Και ό Γέρο-Βενιαμίν, ό μοναχός της τελείας υπακοής και έκκοπής του θελήματος του, επήρε το ποτήρι από τον Γέροντα του και το ήπιε όλο μπροστά σε όλους τούς μοναχούς.
-Θα ήθελα να ιδώ και το κελί σου, στο όποιο μένεις, πάτερ Βενιαμίν.
Αμέσως ό γέροντας τον οδήγησε στο κελί του. Ό ηγούμενος είδε το πτωχότατο κελί του π. Βενιαμίν. Στο τέλος τον ερώτησε:
-Δεν βλέπω να έχεις ούτε μία χτένα για τα μαλλιά σου, πάτερ Βενιαμίν. Ό γέροντας δεν απαντούσε τίποτε.
-Ίσως να μην είσαι συνηθισμένος να χρησιμοποιείς χτένα. Και πάλι σιωπούσε.
Λέγεται κάπου στο Γεροντικό ότι κάθε τι πού κάνουμε να έχουμε μαρτυρίες από την Άγια Γραφή. Πες μου, σε παρακαλώ, τί μαρτυρίες έχουμε για να μη χτενίζουμε τα μαλλιά μας; Και από πότε έχεις να χτενίσεις τα μαλλιά σου;
Πάτερ ηγούμενε, πριν 30 χρόνια συνάντησα στα κείμενα του αγίου Έφραίμ του Σύρου ένα λόγο πού λέγει: «Στον μοναχό είναι καθυστέρησης να ετοιμάζει φαγητό. Να προτιμά την ξηροφαγία, να ξαπλώνει κάτω και συχνά να μένη αχτένιστος...». Από τότε δεν χρησιμοποιώ πλέον κτένα. Ό Καλός Θεός με οικονόμησε αυτό το δίκρανο (ξύλινη κτένα με πέντε δόντια) την οποία χρησιμοποιώ, όταν υπάρχει ανάγκη.
-Από σήμερα θα έχεις δύο κτένες, π. Βενιαμίν, και θα κτενίζεις τα μαλλιά σου για όσα χρόνια ακόμη σου δώσει ό Θεός.
-Έτσι θα κάνω, πάτερ ηγούμενε, όπως μου είπατε. Και πράγματι χρησιμοποιούσε τις κτένες. Αυτό αποτελεί μία μαρτυρία εκκοπής του θελήματος του, αρετή πού ιδιαίτερα τον στόλιζε.
Σε κάποιον πού μόλις είχε καρεί ρασοφόρος μοναχός και ζήτησε από τον Γέροντα λόγο ψυχωφελή, ό Γέροντας του είπε: «Από σήμερα πού έβαλες τα μαύρα, να φυλάγεσαι από το κρασί, από το πολύ φαγητό, από την φιλία με γυναίκες και να επιμελείσαι πολύ την προσευχή».
Σε κάποιον μοναχό, πού του έδειχνε το καινούργιο ράσο του, ό Γέροντας του είπε: «Πάτερ, δεν θα μας ρωτήσει ό Θεός για τα καλά μας ρούχα, αλλά για τα καλά μας έργα».
Ένας άλλος μοναχός τον ερώτησε: Τί να κάνω πάτερ, διότι δεν ημπορώ να σιωπήσω;
-Να λέγεις μόνο ωφέλιμα λόγια και αυτό δεν είναι φλυαρία.
Ένας άλλος μοναχός του είπε: «Γέροντα, να πάω στο Άγιον Όρος για να βρω την σωτηρία μου;». Και εκείνος του απήντησε: «Εάν έχουμε τον Θεό, και εδώ και οπουδήποτε είναι το Άγιον Όρος».
Την περίοδο πού έμεινε στην σκήτη Σύχλα δύο χρόνια (1970-1972), οι πατέρες εκεί τον ερωτούσαν διάφορα πράγματα. Μία ήμερα είπαν στον Γέροντα:
-Γέροντα, τον βλέπεις αυτόν τον μοναχό; Είναι αγιορείτης.
Και ό Γέροντας για να τον ταπείνωση να μη επαίρεται επειδή έζησε ολίγα χρόνια στο Αγιον Όρος, τούς απήντησε: «Ναι, είναι άγριορείτης και ψευδό-αγιορείτης».
Ένας μοναχός είπε στον Γέροντα σε άλλη ευκαιρία: «Είσαι μακάριος εδώ, πάτερ Βενιαμίν, διότι είσαι ειρηνικός σε απομακρυσμένο ιερό τόπο».
-Πάτερ, τον γάιδαρο, όπου και να τον βάλεις, γάιδαρος θα μείνει. Μακάριος είναι μόνο εκείνος ό όποιος κάνει το θέλημα του Θεού.
Ένας ιερομόναχος σαν λαϊκός παλαιότερα είχε ρωτήσει τον Γέροντα:
-Πάτερ, τί συμβουλή μου δίνετε, να γίνω μοναχός ή όχι;
-Παιδί μου, ό αληθινός μοναχός είναι πλουσιότερος απ' όλους τούς πλουσίους του κόσμου! Μεγάλος πλούτος. Ναι, μεγάλος.
Στην ηλικία τώρα των 82 ετών ό π. Βενιαμίν δεν μπορούσε να διάβαση στην εκκλησία, διότι αδυνάτισε το φώς του. Επανήλθε και πάλι στην Συχαστρία για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Κάποια φορά, επειδή δεν έβλεπε καλά, κάθισε στο στασίδι ενός άλλου γέροντος του π. Νικόδημου. Ήλθε εν τω μεταξύ εκείνος και του εζήτησε να του αδειάσει την θέση του. Ό π. Βενιαμίν εζήτησε συγγνώμη και πήγαινε για το δικό του στασίδι. Κατά λάθος κάθισε στο στασίδι του γέροντος Φιλόθεου. Ήλθε και ό πάππους αυτός. Αρκετά αγριεμένος του ζήτησε να φύγει αμέσως από το στασίδι του. Ό π. Βενιαμίν, χωρίς να ταραχθή, του είπε σιγανά: «Πάτερ, παρακαλώ κάθισε στην θέση σου. Τόπος άξιος για μένα δεν υπάρχει ούτε και στην κόλαση». Μετά βρήκε και κάθισε στην δική του θέση.
Στην ηλικία αυτή υπέφερε από αρκετές αρρώστιες για τις όποιες δεν έλεγε τίποτε. Δεν ήθελε να πάρει ούτε φάρμακα. Ήτο ευχαριστημένος με ότι του είχε χαρίσει ό Θεός. Είχε «προστάτη» και όμως υπέμενε χωρίς γογγυσμούς την δυσκολία της ουρήσεως.
-Πάτερ Βενιαμίν, να σε πάμε στον γιατρό, διότι και αυτούς ό Θεός μας τούς έδωσε.
Ό Γέροντας αντί άλλης απαντήσεως έψαλλε το τροπάριο του Μεγάλου Αποδείπνου: «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ' ημών γενού......
-Αλλά και στην Αγία Γραφή, μας ομιλεί ό Θεός για την χρήσι φαρμάκων, του είπε ό αδελφός.
-Τις Θεός Μέγας, ως ό Θεός ημών. Σύ ει Θεός, ό ποιών θαυμάσια μόνος. Έτσι του απήντησε ό σοφός Γέροντας.
Φθάνοντας ό Γέροντας στην ηλικία των 85 ετών, κατά τον λόγο του Ψαλμωδού, υπέφερε από πόνους, κόπους και αρρώστιες. Μία ήμερα μας είπε:
Αυτή την νύκτα, ενώ στεκόμουν στην προσευχή, ήλθαν πολλοί δαίμονες φανερά τριγύρω μου και άρχισαν να μου σφυρίζουν στα αυτιά ότι δεν υπάρχει Θεός.
-Και τί έκανες εσύ, Γέροντα;
-Εεε, δαίμονες, γιατί δεν αφήνετε τούς μοναχούς στην ειρήνη τους και στην προσευχή τους; Και εγώ, μας είπε, συνέχισα να προσεύχομαι.
Κάποια φορά τον έβγαλε ό βοηθός του στο μπαλκόνι, στον αέρα. Ό Πάππους στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο προς το κάτω. Ένας μοναχός τότε τον ρώτησε:
-Γιατί, πάτερ, έχετε το κεφάλι κάτω σκυμμένο;
-Πάτερ, οποιαδήποτε θέσης είναι καλή. Μόνο να προσεύχεται ό άνθρωπος με την καρδιά του.
Μία άλλη φορά τον βρήκε ό μαθητής του πεσμένο κάτω από το σκαμνί του. Ό παππούς όμως έψαλε το: Μεθ' ημών ό Θεός, γνώτε έθνη και ήττάσθε, ότι μεθ' ημών ό Θεός.
-Πάτερ Βενιαμίν, πέσατε κάτω από το σκαμνί σας;
-Δεν έπεσα εγώ, αλλά το γομάρι μου (σώμα) έπεσε. Αλλά είναι καλό να δοξολογούμε και να ψάλλουμε τον Θεό σε όποια στάσι και να είμεθα.
Μία άλλη φορά καθόταν στο σκαμνί του και προσευχόταν ό Παππούς. Ό μαθητής τον ερώτησε:
-Πάτερ Βενιαμίν, σας πονάει κάτι;
-Έμενα δεν με πονάει τίποτε, του απήντησε γελαστός και χαρούμενος. Το γομάρι μου έχει πόνους κληρονομικούς και αμαρτίες κληρονομικές.
Ένας αδελφός τον επισκέφθηκε στο κελί του και τον ερώτησε:
-Πάτερ Βενιαμίν, υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στο κελί σας;
-Ναι, πάτερ, αλλά στην κόλαση πώς θα ζήσουμε χωρίς ρεύμα;
-Τουλάχιστον μία λάμπα έξω από το κελί σας να σας φωτίζει τον δρόμο.
-Ναι, αλλά στην κόλαση τί φώς θα έχουμε;
-Είναι καθαρό το κελλάκι σας, Γέροντα.
-Ναι, παιδί μου, μόνο ό νους μου είναι ακάθαρτος.
-Δεν μπορείτε να πηγαίνετε τώρα, πάτερ στην εκκλησία;
-Πάτερ, εγώ είμαι πάντοτε στην εκκλησία. -Προσευχήσου για μένα, πάτερ Βενιαμίν.
-Εγώ είμαι αδύνατος στην προσευχή. Μπορείς να βρεις κάποιον πιο δυνατόν; Έτσι του απήντησε ό Γέροντας, παρότι ό ίδιος προσεύχεται αδιάκοπα για την συνοδεία, τούς γονείς και αδελφούς και όλους τούς ορθοδόξους χριστιανούς.
Ένας άλλος αδελφός τον επισκέφθηκε και τον ρώτησε: Πώς πάτε Γέροντα;
-Ψυχή νεκρά σε ζωντανό σώμα. -Ξέρω ότι είσθε άρρωστος, Γέροντα. Πονάτε; -Εγώ όχι, αλλά το γομάρι (σώμα) πονάει. Άφησε το να πονά, διότι λύπησε τον Δημιουργό του. -Τί κανόνα προσευχής κάνετε τώρα, Γέροντα; -Πάτερ, κραυγάζω κι εγώ στον Γλυκύτατο Ιησού μας, διότι άλλο τίποτε δεν μπορώ πλέον να κάνω. Πριν λίγο διάστημα μπορούσα να κάνω και μετάνοιες, αλλά τώρα το «ψοφίμι» μου εξεγέρθηκε και δεν θέλει να κοπιάσει άλλο...
-Έχετε πολλά χρόνια στο μοναστήρι, Γέροντα; -Έχω 60 χρόνια και ούτε μία ώρα στην καλογερική ζωή, διότι την πέρασα μόνο με τούς δαίμονες, οι όποιοι μου είχαν φουσκώσει το κεφάλι ότι ήμουν ησυχαστής και με περιγελούσαν και είχα γίνει θέατρο ανθρώπων και δαιμόνων... Αυτός πού πέρασε τη ζωή του με τούς δαίμονες, ποιου γιός πλέον θα είναι; Κι αυτός που θα πάει μετά τον θάνατο του;
Ό πρώην ηγούμενος Γέρο-Ίωήλ, μας έλεγε: «Όταν τον επισκεπτόμουν στο κελί του, τον εύρισκα να κλαίει ή να προσεύχεται και αισθανόμουν άσχημα να τον διακόπτω με την παρουσία μου. Άκουγα έξω από την πόρτα του την προσευχή με τούς στεναγμούς του, και δεν έμπαινα πλέον μέσα.
Πολλές φορές άκουα τον Γέροντα να λέγει μέσα στο κελί του προς τον εαυτό του: «Αδελφέ, σου ανοίγεται ή θύρα της θείας ευσπλαχνίας; Εάν σου ανοίγεται, δόξαζε τον Θεό. Εάν όχι, συ μόνος σου την κλείνεις για το πλήθος των αμαρτιών και ανομιών σου. Άραγε θα έλθουν άγγελοι να σε βοηθήσουν στην ώρα του θανάτου σου; Άραγε θα λάβεις συγχώρηση από τον αδέκαστο Κριτή, εκείνη την φοβερά μέρα της Κρίσεως, όταν θ' απολογηθείς για όλα τα έργα σου, τούς λογισμούς και τις φλυαρίες σου; Άραγε θα μπεις μέσα στο ανέσπερο φώς; Άραγε θα δεις το πρόσωπο του Χριστού; Εάν ναι, είσαι μακάρια, ψυχή μου- εάν όχι, θα γκρεμιστείς στον πύρινο ποταμό, στον ίδιο τόπο με τούς δαίμονες».
Δεν πρέπει επίσης να παραθεωρήσουμε και την μεγάλη ευλάβεια πού είχε ό π. Βενιαμίν προς την Κυρία Θεοτόκο, της οποίας ανέφερε το όνομα με συγκίνηση, ενίοτε και με δάκρυα. Ιδού πώς συχνά εκφραζόταν στις συζητήσεις με τούς Πατέρες της Μονής του.
-Ευλογείτε, πάτερ Βενιαμίν.
-Ό Βασιλεύς και ή Βασίλισσα να σας ευλογούν!
-Πώς περνάτε τώρα, πάτερ Βενιαμίν;
-Πατέρες, είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, αλλά προχωρώ, διότι ελπίζω στην Βασίλισσα του ουρανού και της γης και στο πλήθος των Αγίων Πάντων.
-Σε ταλαιπωρεί ακόμη ή ασθένεια σου;
-Ευχαριστώ την Μητέρα του Κυρίου για όλα όσα μου έδωσε, διότι αυτή γνωρίζει τί μου είναι απαραίτητο.
-Πάτερ Βενιαμίν, πώς ήτο ή Μητέρα του Κυρίου στον καιρό της επιγείου ζωής της;
-Ή Κυρία Θεοτόκος ήτο άνθος, χωρίς σκιά.
-Πώς αυτό μπορούσε να συμβεί;
-Ναι. Ή Μητέρα του Κυρίου ήτο άνθος, χωρίς την σκιά της αμαρτίας.
-Είπέτε μας, πάτερ Βενιαμίν, ένα ωφέλιμο λόγο.
-Πατέρες, μεγάλο και ανέκφραστο είναι το έλεος του Θεού προς ημάς, διότι μας έφερε από τον κόσμο στο μοναστήρι... Να ευχαριστούμε την Κυρία Θεοτόκο, διότι ευρισκόμεθα στο μοναστήρι.
-Πάτερ Βενιαμίν, πώς θα σωθούμε εμείς, πού έχουμε αμαρτήσει ενώπιον του Σωτήρος μας και της Μητέρας του σε κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο;
-Πατέρες, να μη σταματάμε να κράζουμε προς την Βασίλισσα των Σεραφείμ, διότι Αυτή δεν άφησε στα νύχια των δρακόντων κανέναν απ' αυτούς πού ελπίζουν και καταφεύγουν σ' Αυτήν.
Μετά από δύο ήμερες ό π. Βενιαμίν έπεσε στο κρεβάτι λόγω της βαρείας ασθενείας του. Κάλεσε τον ίερομ. π. Ιωήλ και εξομολογήθηκε για τελευταία φορά. Κατόπιν κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων. Μάθαμε ότι είπε στον π. Ιωήλ ότι δεν κάλεσε σε βοήθεια για τις αρρώστιες του ποτέ γιατρό, ούτε δέχθηκε να πιει χάπια. Για κάθε πρόβλημα της υγείας του εχρίετο με αγιασμένο έλαιο και έπινε αγιασμό. Αυτό το έκανε, όχι από περιφρόνηση προς την ιατρική επιστήμη, αλλά από δυνατή πίστη και ελπίδα στον Θεό, τον όποιον και παρακαλούσε για κάθε ασθένεια του, να τον θεραπεύση ή ας γίνει το θέλημα του.
Το μοναστήρι κάλεσε τον γιατρό, ό όποιος και τον ερώτησε:
-Πάτερ, είμαι ό γιατρός. Σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;
-Σ' ευχαριστώ διότι ήλθες για να με βοηθήσεις, αλλά ό δικός μου ιατρός είναι στους ουρανούς και Αυτός κανονίζει τί πρέπει να γίνει με μένα.
Ό ιατρός βλέποντας τα υπογάστρια φουσκωμένα και μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή, αμέσως αντιλήφθη την σοβαρότητα της καταστάσεως του. Είπε στον μαθητή του με εμφανή την λύπη του:
-Κρίμα, θα ημπορούσε μέσα σε δύο μήνες να γίνει τελείως καλά... Τώρα όμως εξ αιτίας του προστάτου, έχουν εξογκωθεί τα υπογάστρια και έχουν πέντε κιλά υγρό. Απορώ πώς ακόμη ζει, διότι αυτό το υγρό πιέζει δυνατά την καρδιά να εργάζεται υπέρμετρα, πράγμα το όποιον σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα παύση να λειτουργεί... Τί καρδιά είναι αυτή πού μπορεί και αντέχει μέχρι τώρα;
Την επομένη νύκτα βάρυνε περισσότερο. Ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Ενώπιον πολλών μοναχών τούς είπε μία προφητική φράση: «Αύριο, ώρα 10 το πρωί, αναχωρώ για τον ουρανό». Και πράγματι την ώρα εκείνη επήρε μία βαθειά αναπνοή και ή ψυχή του πέταξε στα χέρια του Πλαστού της.
Ένας αδελφός ερώτησε τον άρχιμ. π. Κλεόπα Ήλιε να πει λίγα λόγια για τον μεταστάντα. Τότε ό π. Κλεόπας είπε τα έξης:
«Ήτο ένας γέροντας όμοιος των παλαιών γενναίων ασκητικών πατέρων, γεμάτος από ανδρεία, με μία βαθειά και θεμελιώδη πνευματική κατάσταση. Δεν είναι εύκολο σε ανθρώπους να ομοιάσουν με τέτοιους ηρωικούς μοναχούς».
Πιστεύουμε ότι τα μυστήρια της ζωής ενός πνευματικού άνθρωπου κανείς από τούς ανθρώπους δεν μπορεί να τα γνωρίζει, διότι αυτός ζει κάθε στιγμή σε στενή κοινωνία με τον Θεό και, έχοντας τον φόβο του Θεού και την βαθειά ταπείνωση, αγωνίζεται πάντοτε να κρύπτη παρά να εξωτερικεύει το εσωτερικό του βίωμα, το όποιον μόνον ό Χριστός το γνωρίζει, κατά τον προφητικό λόγο: «Τοις αγίοις τοις εν τη γή αυτού εθαυμάστωσεν ό Κύριος». Και πάλιν: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις αγίοις αυτού».
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Μαρ 29, 2016 9:55 am

Εικόνα


Μοναχός Γεννάδιος Γρηγοριάτης (+2012).

Την 4ην του μηνός Νοεμβρίου 2012 εκοιμήθη ό μοναχός Γεννάδιος (κατά κόσμο Γρηγόριος Παπακωνσταντίνου) της Ιεράς Μονής Όσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Με τον μακαριστό Γεννάδιο ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί στην πόλη των Σερρών. Ήμασταν φίλοι-αδελφοί εν Κυρίω- συνάδελφοι, καθηγητής εκείνος, δάσκαλος ό γράφων αυτά. Ό πατήρ Γεννάδιος γεννήθηκε στο Νέο Σούλι Σερρών το 1937. Τον ανέθρεψαν οι ευσεβείς γονείς του (ό πατέρας του ήταν ιερεύς) εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.



Μετά την αποφοίτηση του από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε τη Θεολογική Σχολή, και μετά τη Φιλοσοφική Σχολή. Εργάσθηκε ως Καθηγητής Θεολογίας και φιλόλογος σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια των Σερρών με πολύ ζήλο και ενδιαφέρον για την ελληνοχριστιανική αγωγή της νεότητας. Παράλληλα κήρυττε τον λόγο του Θεού στους ιερούς ναούς και διακονούσε ως ιεροψάλτης με την χαρισματική, μελωδική φωνή, πού του χάρισε ό Θεός. Νυμφεύθηκε τη δασκάλα Αλεξάνδρα Κοκκόση, με την οποίαν απέκτησαν έξι καλά παιδιά, ένα εκ των οποίων έγινε μοναχός, ό π. Ησαΐας στη μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους. Υπήρξε πιστός σύζυγος και στοργικός πατέρας.


 Τα τελευταία χρόνια, μετά τη συνταξιοδότηση του, έζησε ως μοναχός την ησυχαστική ζωή στη μονή Γρηγορίου. Αποτελεί για όλους πού τον γνωρίσαμε άριστο παράδειγμα προς μίμηση. «Αρεστή γάρ ην Κυρίω ή ψυχή αυτού» (Σοφ. Σολ. δ'14). Την ευχή του να έχουμε. Αιωνία ή μνήμη αυτού.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Μαρ 30, 2016 9:45 am

Μοναχός Γεώργιος Αγιοπαυλίτης (1910 – 23 Ιουλίου 1998)

Εικόνα


Ήταν από το χωριό Χαυδάτα της Κεφαλλονιάς ο κατά κόσμον Γεράσιμος Παναγή Μοσχονάς. Το 1926 ήλθε στη μονή του Αγίου Παύλου, όπου υπήρχαν αρκετοί συμπατριώτες του, για να συναντήσει ένα θείο του, που μόναζε εκεί και που είχε σταθεί ευεργέτης του, όταν μικρός ορφάνεψε με τα πέντε αδέλφια του. Επρόκειτο περί του εναρέτου μονάχου Κωνσταντίου (†1973). Η τάξη της μονής και η αρετή των πατέρων τον έκαναν να παραμείνει σε αυτή και να έγγραφε! δόκιμος το 1936. Εκάρη μοναχός το 1937.
Συνεδέθη πνευματικά με τον μακαριστό ηγούμενο της μονής Γρηγορίου Αθανάσιο (†1953), και τις συμβουλές του περί ξενιτείας, ακτημοσύνης και εγκρατείας διατήρησε ισόβια.

Δεν είχε καμία αλληλογραφία και ούτε την παραμικρή περιουσία. ‘Υπήρξε διακονητής, παντού και πάντοτε, φίλεργος και φιλότιμος.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυγάδευσε αρκετούς καταδιωκομένους και τους έσωσε. Για τη δράση του αυτή είχε την ευλογία του ηγουμένου του, συνελήφθη όμως από τις γερμανικές αρχές και οδηγήθηκε για να δικαστεί στο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης. Απολογούμενος κι ερωτώμενος είπε ότι ό,τι έκανε το έκανε κατά τον ευαγγελικό λόγο περί υπερασπίσεως των αδικουμένων και όχι των αδικούντων. Καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αναμένοντας την εκτέλεση στις φυλακές είδε τους προστάτες άγιους της μονής Γεώργιο και Παύλο και συνομίλησε μαζί τους. Μάλιστα τη συνομιλία άκουσαν και οι συγκρατούμενοί του, τη θεώρησαν όμως παραλήρημα του πυρετού του. Οι άγιοι τον καθησύχασαν, τον παρηγόρησαν και του είπαν ότι θα ελευθερωθεί. Πράγματι, μετά τριήμερο πήδηξε μεσημέρι από τον τρίτο όροφο του κτιρίου που φυλαγόταν και με τα πόδια έφθασε στο Άγιον Όρος με τη βοήθεια των αγίων. Επειδή ήταν καταζητούμενος, αναγκάσθηκε να κρυφτεί. Επί δύο σχεδόν έτη παρέμεινε κρυμμένος σ’ ένα άγνωστο σπήλαιο πλησίον της μονής, τρεφόμενος με τα άγια μυστήρια και με υλική τροφή κρυφά μόνο από τον ηγούμενο. Κατόπιν έλεγε πως παρά τον φόβο και τον κόπο πέρασε με μεγάλη χαρά ψυχής όλο αυτό το διάστημα, προφανώς με τη συμπαράσταση των αγίων Γεωργίου και Παύλου του Ξηροποταμηνού.
Όσοι είχαν ευεργετηθεί από αυτόν θέλησαν να τον ανταμείψουν με πλούσια δώρα για τη σωτηρία τους, μα δεν θέλησε να τα παραλάβει ποτέ, λέγοντας πως απλά έκανε το καθήκον του και αυτό που του έλεγε η συνείδησή του. Ήταν ένας τίμιος άνθρωπος. Σεμνός, ήσυχος, φιλακόλουθος, ολιγόλογος, σοβαρός. Τον θυμάμαι με την υπέροχη απλότητά του, την ειλικρίνεια και την καλογερική του στάση. Δεν έλεγε πολλά, αλλά τα λίγα ήταν αρκετά. Τη ζωή του διήλθε στην αφάνεια του ευλογημένου κοινοβίου. Εργαζόταν μυστικά τις ένθεες αρετές και βίαζε τον εαυτό του καθημερινά στα πάντα.
Ο νυν μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος γράφει περί αυτού: «Άσκηση των τελευταίων του ετών αποτελούσε ο ασυμβίβαστος αγώνας του για αδιάλειπτη προσευχή, η επιμονή στην ορθοστασία στις μακροσκελέστατες ακολουθίες, παρά το βάρος της ηλικίας και τους αφόρητους πόνους της μέσης του, και η πλήρης αλουσία και υπομονή της βρομιάς και ατημελησίας. Το κελλί του μύριζε από την εγκατάλειψη όσο περίπου και το σώμα του. Το καταλάβαινες, ακόμη κι αν ήσουν συναχωμένος! Παρέα του οι λιγοστές εικόνες του, το τριμμένο κομποσχοίνι του και φυσικά μια τεράστια ποικιλία ζωυφίων και ζωντανών που εύρισκαν μαζί με φιλόξενο καταφύγιο αρκετή τροφή στο κελλάκι του… Συνέπεια, υπομονή και εγκαρτέρηση αξιοθαύμαστη… Τέτοια μαργαριτάρια έκρυβε το θησαυροφυλάκιο του Αγίου Παύλου. Τέτοιοι θησαυροί αποτελούν την ανεκτίμητη έμψυχη περιουσία της κρύπτης του Αγίου Όρους».
Μετά τον Εσπερινό της 23.7.1998 απεσύρθη στο κελλί του και διάβαζε το Απόδειπνο. Τον επισκέφθηκε ένας μοναχός προσφέροντάς του ένα γλύκισμα. Δεν το δέχθηκε. Μετά το Απόδειπνο δεν έπινε ούτε νερό, τηρώντας πάντα το αυστηρό τυπικό του. Ο μοναχός Νικόδημος Αγιοπαυλίτης γράφει περί αυτού: «Μετά από ολίγην ώραν καθήμενος εις το κάθισμα, όπου ατέλειωτες ώρες προσηύχετο, παρέδωσε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας του Ζωοδότου Σωτήρος Χριστού. Ας είναι η μνήμη αυτού αιωνία».
Πηγές-Βιβλιογραφία:

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Νικοδήμου Αγιοπαυλίτου μοναχού. Γέρων Γεώργιος Αγιοπαυλίτης, Πρωτάτον 72/1998, σσ. 108-110. Νικολάου ιερομ.. Άγιον Όρος, το υψηλότερο σημείο της γης. Αθήνα 2000. σσ. 88-91.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ’ – 1956-1983, σελ. 1453-1455, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Μαρ 31, 2016 1:42 pm

Μοναχός Γεώργιος Βατοπαιδινός (1908- (†)30-12-1998). (Ένας Νικαιώτης Όσιος)


Εικόνα

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κυρίτσης τοϋ Νικολάου καί της Μαρίας γεννήθηκε στό χωριό Άγια Παρασκευή Κόνιτσας τό 1908. Νέος ήλθε σε γάμου κοινωνία καί απέκτησε πέντε τέκνα. Μέ τή σύμφωνη γνώμη της συζύγου του Σταυρούλας αναχώρησε γιά τό 'Άγιον "Ορος, άφού είχαν μεγαλώσει τά παιδιά του.
Μόνασε στην αρχή στή μονή Βατοπαιδίου καί κατόπιν στό Βατοπαιδινό Κελλί τού Αγίου Προκοπίου, όπου τό 1967 έκάρη μεγαλόσχημος μοναχός από τόν Γέροντα Νεόφυτο τόν Πνευματικό (+1967).  Μετά από αποκάλυψη τού ενάρετου Γέροντα του, τού έδωσε ευλογία νά μεταβεί στον κόσμο.

"Αφησε τό αγαπημένο του 'Άγιον "Ορος καί κατοίκησε σέ διάφορα μέρη στή Νίκαια τού Πειραιά, δίχως ποτέ νά πάει στό σπίτι καί τους δικούς του. «Έγώ», έλεγε, «είμαι μοναχός καί τήν οικογένεια μου τήν έχει αναλάβει ό Θεός. Αυτός ξέρει». Κατόπιν τόν φιλοξένησε μία ευσεβής οικογένεια σ' ένα φτωχό σπιτάκι τού κήπου. Συχνά έλεγε: «Ή ταπείνωση γιά τήν ψυχή είναι ή αφάνεια καί γιά τό σώμα είναι ό κόπος». 
Εργαζόταν μέ τά χέρια του γιά τόν επιούσιο άρτο πουλώντας εικόνες καί θυμιάματα. Οι επισκέψεις στά σπίτια ήταν μία ευκαιρία νά μιλά μέ απλότητα καί αγάπη στους ανθρώπους πού ήταν μακριά από τόν Θεό, πού έβριζαν καί δέν πίστευαν, καί να τους οδηγεί σέ μετάνοια καί στην αναζήτηση τού Θεού.
Μέ τά χρήματα πού μάζευε ζούσε λιτά, έδινε κάτι σέ αυτούς πού τόν φιλοξενούσαν καί τά υπόλοιπα τά έκανε φιλανθρωπίες. Μάλιστα έκανε βιβλιάρια τραπέζης μέ μικρά ποσά καί τά έδινε σέ άπορες νέες γιά ένα ξεκίνημα της ζωής.
Βοηθούσε πολλούς μέ τήν προσευχή του καί τό παράδειγμα του. Μέ τίς συμβουλές του έκανε τους ανθρώπους ν' αγαπήσουν πιό πολύ τόν Θεό. Αγαπούσε πολύ νά λέει τό «Πάτερ ημών». Σταματούσε στό «και άφες ημίν ...», λέγοντας πώς πρέπει να συγχωρούμε τίς αμαρτίες των άλλων, γιά νά συγχωρέσει καί τίς δικές μας ό Θεός.
«Οι δοκιμασίες στη ζωή», έ'λεγε, «είναι από τήν αγάπη του Θεού». Αγαπούσε πολύ νά μιλά γιά τήν αγία ταπείνωση, τήν οποία αληθινά πάντοτε ζούσε.
Κάποτε, όταν ήταν στό Κελλί, ό Γέροντας του τόν έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Ξαφνιασμένος ό π. Γεώργιος τόν ρώτησε γιατί τόν έσπρωξε. Εκείνος τόν ρώτησε αν πόνεσε με τήν πτώση του. Ή απάντηση τοϋ π. Γεωργίου ήταν αρνητική.
Ό Γέροντας του τού είπε: «"Ετσι θά είναι καί ή ζωή σου. Όσο πιό χαμηλά ζεις, όταν πέσεις δέν θά κτυπήσεις πολύ. Εάν πέσεις από ψηλά τότε θά κτυπήσεις άσχημα...». Κι ένας άλλος Γέροντας έλεγε: «Ό ταπεινός δέν φοβάται νά πέσει, γιατί είναι χάμω. Καί από τό χάμω πιό χάμω δέν έχει!».
Ό Γέροντας Νεόφυτος ένα βράδυ ξύπνησε τή μικρή αδελφότητα τού Κελλιού λέγοντας πώς πρέπει νά κάνουν προσευχή, γιατί ό αδελφός Γεώργιος θά βγει στον κόσμο. Ό ίδιος ό π. Γεώργιος αργότερα έλεγε: «Όσο κρύβεις ένα καλό έργο, τόσο αυτό διατηρείται περισσότερο».
Τό κύριο έργο ήταν ή αδιάλειπτη προσευχή καί ή έμπρακτη αγάπη προς τόν άναγκεμένο συνάνθρωπο. Κάθε πρωί πήγαινε μέ τά πόδια -σπάνια χρησιμοποιούσε τό λεωφορείο- καί προς διαφορετική κατεύθυνση. Όταν έβλεπε συγκεντρωμένο πλήθος καί διέκρινε κάποια ένταση μεταξύ τους, πήγαινε εκεί καί μέ τόν λόγο του προσπαθούσε νά τους ηρεμήσει καί ενώσει.
Αυτό τό έκανε μέχρι πού αρρώστησε καί δέν μπορούσε νά βγει από τό σπίτι του. Σέ κάθε τι πού ήθελε νά κάνει, πάντοτε έκανε προσευχή καί περίμενε απάντηση από τόν Θεό. "Ενα χειμώνα είχε τρομερές πλημμύρες στή Νίκαια.  Ό π. Γεώργιος έσωσε από σίγουρο πνιγμό τους επιβάτες ενός λεωφορείου. Τό νερό κατέβαινε σάν ποτάμι στους δρόμους.
Ό π. Γεώργιος παρακάλεσε τόν οδηγό του λεωφορείου νά κάνει στάση. Ό οδηγός αρνήθηκε, γιατί δέν υπήρχε κα-θορισμένη στάση εκεί. Ό πατήρ επέμενε καί ό οδηγός αναγκάσθηκε νά σταματήσει. Αυτό ήταν σωτήριο. Άν τό λεωφορείο συνέχιζε τήν πορεία του θά είχε παρασυρθεί άπό τά πολλά νερά.

Τα βράδια κοιμόταν λίγο. Πολλές φορές βάδιζε στο δωμάτιό του προσευχόμενος. Σέ όλη του τή ζωή ταπεινωνόταν συνεχώς. "Οταν τόν ρώτησαν γιατί τόσος πόνος στον κόσμο καί γιατί νά υποφέρουν μητέρες καί παιδιά; Απάντησε: «Νά προσεύχεσθε όσα είναι νά γίνουν, νά γίνουν γρήγορα, γιά νά έλθει ό Χριστός. Μόνο Αυτός μπορεί νά μας σώσει. Νά παρακαλάμε νά έλθει γρήγορα».

Μία σημερινή μοναχή, πού τόν γνώριζε άπό μικρή, λέει περί αυτοί)•. «Ήταν μετρίου αναστήματος, πολύ ισχνός, μέ ισχνή φωνή, μάλλον βραχνή. "Ηταν σύννους, αλλά γεμάτος αγάπη. Οι μοναδικές στιγμές πού γινόταν αυστηρός ήταν όταν τόν επαινούσαν.
Ό π. Γεώργιος ζούσε σάν μοναχός. Σηκωνόταν νύχτα, έκανε τίς ακολουθίες του καί μετά έφευγε γιά νά πουλήσει τό εργόχειρο του. Οι άνθρωποι τόν περίμεναν σάν άγγελο, γιά ν' ακούσουν λόγο Θεού. "Εκανε δηλαδή ιεραποστολή. Γύριζε σχεδόν απόγευμα. "Ετρωγε πολύ λίγο καί μέχρι τό βράδυ άπεσύρετο στό κελλί του. Μία μέρα ή θεία μου, πού είχε τό σπίτι πού έ'μενε ό π. Γεώργιος, μού είπε νά πάω νά τόν φωνάξω.
Πλησιάζοντας είδα άπό τή μισάνοιχτη πόρτα τοϋ κελλιού τόν παππού γονατιστό μέ τά χέρια υψωμένα νά περιβάλλεται άπό ένα σύννεφο φωτεινό. Δέν ξέρω πώς ακριβώς νά τό ονομάσω. Τότε μού φάνηκε ότι μέσα σέ καπνό φωτεινό ό παππούς ήταν βυθισμένος στην προσευχή. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν τό άκτιστο φως. Πολλοί επίσης ομολογούν ότι τά ενδύματα καί τό σώμα του ανέδιδαν εύωδία. Επίσης τά γένεια του καί τό στόμα του όταν μιλούσε».

"Ενας Ιερεύς πού τόν γνώρισε άπό πολύ κοντά καί βοηθήθηκε πολύ άπό αυτόν αναφέρει: «Τό κελλάκι του ήταν μία λυόμενη παράγκα. Χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι καί μία καρέκλα. Τά μόνα περι-ουσιακά στοιχεία πού άφησε ήταν ή ευχή του, τό Ευαγγέλιον πού διάβαζε πάντα, τό Ώρολόγιον καί τό Ψαλτήριον.
Μόνο ένα ράσο είχε. Μέσα σ ένα συρτάρι είχε όλα τ' απαραίτητα πού έπρεπε νά τόν ντύσουμε όταν θά ερχόταν ή ώρα της κοιμήσεως του. "Δέν θέλω κανέναν νά επιβαρύνω", έλεγε. Πιστεύω ότι προσευχόταν καί προσεύχεται για μένα. Και αυτό το νιώθω από τις πολλές ευεργεσίες που είχα κι έχω στη ζωή μου.»
Ανεπαύθη στο Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας από καρδιακή ανακοπή στις 30-12-1998. Οι νοσοκόμοι εντυπωσιάσθηκαν που το νεκρό του σώμα ήταν ευλύγιστο. Ετάφη στο Γ΄ Κοιμητήριο.
ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΕΝΑΡΕΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ
ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ 
ΜΟΝ. ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Εκδ.  ΜΥΓΔΟΝΙΑ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Απρ 02, 2016 9:16 am

Μοναχός Δομέτιος ο κουφός († 1905) – Τό Οσιακό τέλος του

Έτσι ήτο γνωστός στο μοναστήρι του αυτός ο μοναχός. Είναι αλήθεια ότι δεν άκουε, αλλά ζούσε μέσα στην καρδιά του την αγάπη και την χαρά του Χριστού. Είχε έλθει στο μοναστήρι από μικρός, από το 1850. Τότε δεν είχε καταστραφή η ακοή του.
Το μοναδικό του διακόνημα επί 60 περίπου χρόνια ήτο η φροντίδα του για τα ζώα της Μονής. Καθημερινά μετέφερε τα περισσεύματα των τροφών και τα έδινε στα ζώα του, τα οποία υπεραγαπούσε. Έλεγε αδιάκοπα την προσευχή με τελεία σιωπή και πνευματική ευφροσύνη. Στο κελλί του δεν είχε τίποτε άλλο παρά ένα ράσο, ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας, μία εικόνα της Θεοτόκου και το βιβλίο των Ψαλμών. Δεν είχε κρεβάτι, ούτε στρωσίδια, ούτε τραπέζι, ούτε σκαμνί, ούτε παξιμάδι, ούτε λουκέτο για την πόρτα.
Στα γεράματά του έχασε την ακοή του και οι πατέρες τον ωνόμαζαν «Δομέτιος ο κουφός». Είχε θαυμαστό τέλος. Ας ακούσωμε τον αείμνηστο ηγούμενο της Συχαστρίας π. Ιωαννίκιο Μορόι να μας διηγηθή κάτι σχετικά με το τέλος του, εφ’ όσον παλαιά αυτός ήτο αδελφός της μονής Νεάμτς:
- Πατέρες, ενίοτε πηγαίνω με την σκέωι μου στην μονή Νεάμτς, όπου προ ολίγων ετών έζησε εκεί ένας αξιομνημόνευτος μοναχός, ο Δομέτιος ο κουφός. Τον εβλέπαμε συχνά με τα ξυλοπέδιλα κρεμασμένα στην πλάτη του για να μη τα φθείρη γρήγορα. Επήγαινε τροφή στα μοσχαράκια. Ήτο πάντοτε ειρηνικός και χαρούμενος. Αλλά οι Πατέρες της Μονής δεν τον εκτιμούσαν, αφού αυτός ζούσε πάντοτε με τα ζώα του και συχνά εκοιμόταν κοντά τους! Πολλοί από τους μοναχούς δεν τον εγνώριζαν καθόλου, ούτε ήξεραν το όνομά του, αφού τότε αριθμούντο περί τους 400.
Κάποια ημέρα του φθινοπώρου του 1905, όταν επήγαινα στην εκκλησία, διότι ήμουν τυπικάρης, άκουσα τον ιερομ. π. Γεννάδιο, τον εκκλησιαστικό μας, να λέγη:
-Πατέρες, ο Δομέτιος ο κουφός από τον σταύλο απέθανε. Τον ευρήκαν το πρωί κάτω στο δάπεδο του κελλιού του πεθαμένο. Δεν είχε τίποτε κοντά του, παρά μόνο ένα παλαιό Ωρολόγιο, ένα Ψαλτήριο και μία εικόνα της Παναγίας.
Κατόπιν ο εκκλησιαστικός, κατά την μοναχική μας τάξι, εφόρεσε τον μανδύα του, επήγε και ενέδυσε το νεκρό σώμα του και το μετέφερε στον εξωνάρθηκα της κεντρικής εκκλησίας για τρεις ημέρες και μετά να γίνη η ακολουθία της κηδείας του.
Ο π. Γεννάδιος ερώτησε ποιος θ’ αρχίση να διαβάζη το Ψαλτήριο δίπλα στο σκήνωμά του, αλλά κανείς δεν προθυμοποιείτο. Έλεγαν: «Τι ευλογία θα πάρουμε από ένα τέτοιο μοναχό που κάθε ημέρα ήταν παρέα με τα ζώα και τις ακαθαρσίες τους;». Τότε ερώτησε εμένα και δέχθηκα να διαβάσω. Εφόρεσα τον μανδύα μου, το κουκούλι μου, επήρα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω με δυνατή φωνή δίπλα στο φέρετρό του. Ήμουν μόνος μου και παντού υπήρχε πλήρης ησυχία. Όλοι εκοιμούντο. Όταν εδιάβαζα, ώρα 10 την νύκτα, είδα ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ο π. Δομέτιος εσήκωσε ψηλά έξω από το φέρετρο το δεξιό του πόδι. Εγώ εξεπλάγην. Σκέφθηκα. Τι να σημαίνη άραγε αυτό; Είπα μέσα μου ότι ο Δομέτιος απέθανε, αλλά όχι και τα καλά του έργα. Πάλι σκέφθηκα ότι βγήκε το πόδι του έξω, διότι μέσα ήτο πολύ πιεσμένο. Ήμουν κατάπληκτος και από την ακτινοβόλο μορφή του προσώπου του. Ο π. Δομέτιος απέθανε, αλλά εγώ τον έβλεπα να κοιμάται. Έκαμα το σημείο του σταυρού, εσκέπασα το πρόσωπο του νεκρού με το ράσο του και κατέβασα και πάλι το πόδι του μέσα στο φέρετρο. Συνέχισα πάλι να διαβάζω το Ψαλτήρι. Μετά από λίγη ώρα ο Γερο-Δομέτιος, ο «βουρδουνάρης» της μονής Νεάμτς, εσήκωσε και έβγαλε έξω το αριστερό του πόδι. Τότε πραγματικά έφριξα μ’ αυτό το τερατούργημα.
Πράγματι, ο π. Δομέτιος είναι ζωντανός, είπα μέσα μου. Πλησίασα στο στόμα του να διαπιστώσω εάν αναπνέη. Τίποτε. Έπιασα τον σφυγμό του. Ο Γέροντας δεν ανέπνεε και το σώμα του ήτο κρύο!
Καθώς τον εκοίταζα έκπληκτος, αμέσως βλέπω να ανοίγη το στόμα του και μέσα απ’ αυτό να εξέρχεται μία ωραία ευωδία, την οποία ουδέποτε είχα αισθανθή στην ζωή μου. Αμέσως η ευωδία αυτή σκορπίσθηκε μέσα σ’ όλη την εκκλησία. Εγέμισε και η μεγάλη αυλή της Μονής. Τότε είπα με δάκρυα χαράς: «Ο π. Δομέτιος είναι ένας μοναχός άγιος».
Στις 11 το βράδυ, όταν κτύπησε η καμπάνα για τον Όρθρο των Πατέρων στην εκκλησία, όλοι ερωτούσαν: «Από πού έρχεται αυτή η ευωδία;». Όταν τους είπα τι συμβαίνει, τότε μαζεύθηκαν όλοι γύρω από το φέρετρό του. Λογομαχούσαν ποιος θα διαβάση τώρα το Ψαλτήρι για να πάρη ευλογία. Με δάκρυα προσηύχοντο όλοι τώρα μπροστά του και έλεγαν: «Όσιε πάτερ Δομέτιε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών». Περίπου 300 μοναχοί είχαν κατακλύσει τον χώρο και όλη την εκκλησία τριγύρω και με δάκρυα παρακαλούσαν τον Γερο-Δομέτιο τον κουφό να προσεύχεται για την σωτηρία τους. Κανείς τώρα δεν τολμούσε να σκεφθή ότι ο Γερο-Δομέτιος ήταν ελεεινός και ακάθαρτος, διότι περνούσε την ζωή του μαζί με τα βόδια και τα γουρούνια της Μονής τους.
Και παρέμεινε η ευωδία του αγίου λειψάνου του επί τρεις ημέρες και νύκτες, όσες έμεινε το σκήνωμά του εκεί. Μετά την τρίτη ημέρα έδωσε εντολή ο ηγούμενος της Μονής, ο επίσκοπος Νάρκισσος, να ενδυθούν όλοι οι ιερείς και διάκονοι της αδελφότητος, περί τους 80, για την κηδεία του Οσίου. Ανάμεσα τους εστάθη και ο ίδιος. Όταν μεταφέραμε το λείψανο του προς τον τάφο, η ευωδία ξεχύθηκε και στην ατμόσφαιρα παντού. Τότε ο επίσκοπος Γέροντάς μας, συγκινημένος από την μοναδική αυτή μυσταγωγία που όλοι μας εζούσαμε, είπε τα εξής αξέχαστα λόγια για τον ταπεινό αγωνιστή της αρετής, τον όσιο Δομέτιο:
-Βλέπετε, οσιώτατοι Πατέρες, ποιον εδόξασε ο Παντοδύναμος Θεός μας; Όχι τους πλουσίους, όχι τους μορφωμένους. Όχι τους ενδόξους της γης. Εδόξασε αυτόν τον ταπεινό, τον πτωχό, τον υποτακτικό μέχρι θανάτου. Αυτόν που προσευχόταν ακατάπαυστα, που υπέμενε τα πάντα, που δεν ζητούσε μισθό και τιμές από τους ανθρώπους, αλλά μόνο από τον Χριστό. Ιδού το θαύμα το οποίο σήμερα έχουμε όλοι μπροστά στα μάτια μας! Ιδού τι πνευματική ευωδία εξήλθε από το στόμα του πατρός μας οσίου Δομετίου! Βλέπετε τώρα ποιος εισήλθε πρώτος στον παράδεισο. Ο π. Δομέτιος που υπηρέτησε σε όλη του την ζωή τα ζώα της Μονής μας, βλέπετε τώρα ότι είναι με τούς Αγίους στον παράδεισο. Ο πτωχός Δομέτιος τώρα είναι πλούσιος. Αυτοί που μέχρι προ ολίγου τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν, τώρα αυτοί τον τιμούν και του ασπάζονται το χέρι. Ενώ ο Όσιος αυτός προσεύχεται στον Θεό για όλους εμάς. Αυτό το ασκητικό του σώμα ανέπνεε σε όλη την ζωή του την μπόχα από τούς σταύλους των ζώων και τώρα είναι μέσα στα ευώδη περιβόλια του Παραδείσου με τούς Αγγέλους του Θεού. Τα πόδια του, που αγωνίσθηκαν να βαδίσουν την οδό της υπακοής, τώρα παραμένουν, και μετά θάνατο, ζωντανά, διότι δοξάσθηκαν από τον Θεό, ο Οποίος δοξάζει τους υπάκουους μοναχούς…
Μετά από πολλά χρόνια, ο τάφος του οσίου Δομετίου ξεχάσθηκε. Τα λείψανά του ίσως να ευρίσκωνται στο οστεοφυλάκιο της Μονής. Όμως αυτός δεν ξεχνά ποτέ να προσεύχεται αδιακόπως στον Θεόν για την Μονή μας και για όλο τον κόσμο.
Οσιακές Μορφές του Ρουμάνικου Μοναχισμού
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Απρ 04, 2016 8:22 pm

Εικόνα

Μοναχός Ελισσαίος Νδράνκα Μοναστήρι Νεάμτς (1856-1932)

Κυρίως οι γέροντες στην ηλικία ενθυμούνται το όνομα του και την ζωή του.
-Εάν για τον π. Έλισσαίο, θέλης να τούς ερώτησης, είναι καλύτερα να ερώτησης τα πουλιά.
Ήταν ένας απλούς μοναχός, με παιδική ψυχή! Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα πουλιά του μοναστηριού. Ήταν πολύ καλός στην ψυχή. Ποτέ δεν οργίστηκε σ' ολόκληρη την ζωή του. Ίσως γιατί ήταν έτσι από την φύση του...
Ό π. Ελισαίος ήταν από τα μέρη Ντορνέι της Μπουκοβίνας και γεννήθηκε το 1856. Πρώτα διακόνησε σαν δεύτερος εκκλησιαστικός για πολλά χρόνια στην εκκλησία του χωριού του, ενώ το καλοκαίρι του 1912 έγινε δεκτός στην μονή Νεάμτς. Μετά από τρία χρόνια κανονικής δοκιμασίας, έκάρη μοναχός, τον Δεκέμβριο του 1915, και έλαβε το όνομα Ελισαίος, ενώ από το βάπτισμα του ονομαζόταν Ηλίας.
Αυτό το όποιον χαρακτήριζε περισσότερο τον π. Ελισαίο ήταν, χωρίς αμφιβολία, ή τελεία υπακοή του. Χωρίς συμπλοκές, χωρίς αντιρρήσεις, χωρίς μεμψιμοιρίες και εμπαθείς λογισμούς, ό π. Ελισαίος υπάκουε σ' όλη την Αδελφότητα των Πατέρων. Οποιοσδήποτε τον διέταζε κάτι, οπουδήποτε κι αν άπεστέλλετο, ξεπλήρωνε την εντολή με ακρίβεια. Δεν περίμενε να τελείωση ό λόγος αυτού πού τον διέταζε, αλλά ξεκινούσε κι έτρεχε.
-Πηγαίνω, πάτερ, μαζί με την Μητερούλα του Κυρίου μας! Κάνω, οσιότατε, αυτή την υπακοή με την βοήθεια του Θεού!
Έκανε το κάθε τι με μία χαρά και ειλικρίνεια, την οποία δύσκολα την συναντάς σήμερα. Κατόπιν ε¬πέστρεφε γρήγορα και έλεγε χαμογελαστός:
-Έτοιμα τα πάντα, πάτερ Οικονόμε. Το έκανα όπως μου είπατε! Που και τί άλλο με διατάζετε να κάνω;
Μ' αυτό τον τρόπο και ό παλαιός Ελισαίος, λόγω της υπακοής του στον μεγάλο προφήτη Ηλία, έλαβε διπλή την Χάρι. Ό μοναχός Ελισαίος λοιπόν δι' αυτή την τελεία υπακοή του έλαβε από τον Θεό την καθαρότητα της ψυχής του και την αγάπη για όλη την κτίση. Ό π. Ελισαίος ήταν μία ζωντανή εικόνα της αγάπης και της πνευματικής άθωότητος. Πάντοτε ήταν χαμογελαστός, καθαρός και φωτεινός στο πρόσωπο, έτοιμος για την υπακοή στον καθένα να τον εξυπηρέτηση, να τον ειρήνευση με την αγάπη του....
Και τόσο πολύ προώδευσε σ' αυτό το θείο χάρισμα, ώστε δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους, μοναχούς και λαϊκούς, νέους και γέρους, καλούς και κακούς, πλουσίους και πτωχούς. Γι' αυτόν όλοι ήταν παιδιά του Θεού, όλοι ήταν αδελφοί μεταξύ τους κι έτσι έπρεπε όλους να τούς αγαπά και να τούς υπακούει. Γι' αυτό και όλους τούς υποδεχόταν με τον ίδιο τρόπο. Με όλους συνομιλούσε, γελούσε, έτρωγε, προσευχόταν, αγρυπνούσε ή και σιωπούσε. Ό π. Έλισσαίο ήταν αδελφός με όλους τούς ανθρώπους! Τί μεγάλο είναι αυτό το χάρισμα του Θεού! Τί βαθειά ειρήνη είχε ό π. Ελισαίος στην καρδιά του! Δεν έλεγε κακό λόγο για κανένα, δεν ήξερε να μισή κανένα, να κατηγορήση, να όργισθή ή να σκεφθή κακό για κάποιον. Ό π. Ελισαίος με την αγάπη και την υπακοή του, ήταν απ' εδώ στην αιώνια ειρήνη και χαρά του Θεού. Το κελί του, όπως και ή καρδιά του, είχαν γίνει μία γωνίτσα του παραδείσου!
-Ευλόγησαν, πάτερ Ελισσαίε, του έλεγαν οι άλλοι πατέρες.
-Ό Κύριος και ή Μητερούλα του να σε ευλογούν, απαντούσε.
Αυτή ή θεία αγάπη και χαρά του δεν έφθανε μόνον σε όλους τούς ανθρώπους, αλλά και σε όλη την κτίση. Αγαπούσε κάθε κτίσμα και δεν τολμούσε να σκοτώσει ούτε ένα μυρμήγκι, ούτε μία σαύρα ή ένα κουνούπι. Χωρίς να φιλοσοφεί για το μυστήριο της α¬γάπης προς την κτίση, χωρίς να ξέρη να εξηγήσει την σοφία του Δημιουργού, αγαπούσε άνεκφράστως τα λουλούδια, τις μέλισσες, τα πουλιά του κάμπου και κάθε είδος ζώων.
-Τί ωραία πού είναι τα λουλούδια! έλεγε με βαθειά ειρήνη μέσα του ό πατήρ και γελούσε μόνος του σαν το μικρό παιδί.
-Πάτερ Έλισσαίε, τί συνέβη σήμερα στην αυλή των πουλιών;
-Πάτερ, είδα, πώς ήλθαν σήμερα τα πουλάκια του Θεού και άρπαξαν μερικά από τα πουλάκια τα δικά μας.
-Αλλά γιατί τα άφησες να τα πάρουν;
-Αισθάνθηκα καλοσύνη γι' αυτά, διότι ήλθαν να πάρουν την τροφή τους για να ζήσουν.
Στους σταύλους βλέπουμε και εκεί τον π. Ελισαίο. Είναι περιτριγυρισμένος από εκατοντάδες που¬λιά, από μοσχαράκια, από αρνάκια, τα όποια τον ακολουθούν. Αυτός χαρούμενος, όπως είναι πάντοτε, τα δίνει τροφή, τα βάζει νερό, σκουπίζει τούς χώρους τους, τα χαϊδεύει με τα χέρια του, τα αποδιώχνει με το κομποσκοίνι του.
Μπαίνουμε στο κελί του π. Ελισσαίου. Είναι απλό και καθαρό, σαν μία ησυχαστική εκκλησούλα.
Ελάτε στο κελί του αμαρτωλού Έλισσαίου, έλεγε στους επισκέπτας του! Εδώ μένει επί 20 χρόνια ό τεμπέλης Ελισσσαίος. Αλλά δεν έχω λόγια να ευχα¬ριστήσω την Κυρία Θεοτόκο, πού με αξίωσε να συναριθμηθώ κι εγώ στο ποίμνιο τούτο του Χριστού!... Αισθάνομαι ότι είμαι στην αγκαλιά της.
Το καλοκαίρι του 1932 ό π. Ελισαίος ασθένησε και μετά από ολίγες ήμερες μετέβη στα ουράνια με βαθειά ειρήνη, κοντά στους άλλους Πατέρες της Μονής Νεάμτς.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται!».

ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Απρ 05, 2016 7:07 pm

ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΙΑΝΟΣ

Ο μακαριστός γέροντας Ευγένιος, κατά κόσμον Νικόλαος Φραγκάκης, γεννήθηκε στο χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου του Ν. Ρεθύμνης της Κρήτης.
Προ τριάντα (30) περίπου ετών και σε ώριμη ηλικία αναχώρησε για το Άγιον Όρος, όπου εμόνασε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, εξ αρχής μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως του 16/3/-4-2011.

ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ Ω ΑΝΘΡΩΠΕ ΠΛΟΥΤΟΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΓΥΜΝΟΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΕΙΣ Σ΄ ΑΛΛΟΥΣ ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΙΣ

ΟΠΟΙΟΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΨΑΧΝΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ
ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Απρ 06, 2016 8:09 pm

Ηγούμενος Ευθύμιος Ζωγραφίτης (26/10/1926 – 21 Νοεμβρίου 1994)

Εικόνα

Ο Καθηγούμενος του Ζωγράφου Ευθύμιος γεννήθηκε στις 26-10-1926 στο χωριό Έντσεβτσι της επαρχίας Βελίκο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Στην βάπτιση του δόθηκε το όνομα Μπογκομίλ. Από μικρός διεκρίνετο για την εξυπνάδα και την σεμνότητά του. Τελείωσε αριστούχος το Γυμνάσιο.
Ο πατέράς του είχε σκοπό να τον αφήση διάδοχο στις δουλειές του, αλλά όταν ο Μπογκομίλ τελείωσε την στρατιωτική του θητεία ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θέλει να γίνη ιερέας στο χωριό του.
Γράφτηκε στην Ιερατική Σχολή πού τότε βρισκόταν στη Μονή Τσερεπίς. Τελείωσε σε τρία χρόνια με άριστα και επέστρεψε στο χωριό του όπου όλοι τον περίμεναν να χειροτονηθή. Ήταν αγαπητός σε όλους για την πραότητά του, την σεμνότητα, τον ήσυχο και αγαθό χαρακτήρα του. Έπρεπε όμως να βρή πρώτα πρεσβυτέρα. Επειδή ήταν άπειρος από τέτοια, παρεκάλεσε γνωστό του ιερέα να του βρή εκείνος πρεσβυτέρα. Αυτή όμως πού του βρήκε δεν ήταν κατάλληλη. Τότε έφυγε από το χωριό του και για δέκα χρόνια, από το 1951 μέχρι το 1961, εργάσθηκε σε οικοδομικές εργασίες. Τηρούσε όμως τις ευλαβικές αρχές του και παρέμενε πιστό τέκνο της Εκκλησίας.
Αρχές του 1962 πήγε να μονάση στην Μονή της Μεταμορφώσεως Πρεομπραζένσκι κοντά στο Βελίκο Τίρνοβο. Μετά την καθιερωμένη δοκιμασία έγινε μοναχός με το όνομα Ευθύμιος και το έτος 1963 χειροτονήθηκε ιερέας. Όταν άκουγε τον κανόνα του Όρθρου έκανε σταυρό και μετάνοια σε κάθε τροπάριο. Όταν πήγαιναν εκεί μαθητές της Ιερατικής Σχολής και του ζητούσαν ευλογία ήταν πιά ιερομόναχος, τους ευλογούσε, αλλά φιλούσε και αυτός το χέρι τους.

Το 1964 τον έστειλαν για εφημέριο στο κοντινό γυναικείο Μοναστήρι Πέτρου και Παύλου. Το Μοναστήρι είχε καή και ο παπα-Ευθύμιος εργαζόταν με τις αδελφές για την ανοικοδόμηση. Έκαναν βαρείες χειρωνακτικές εργασίες. Μόνοι τους έκαναν πλιθιά από χώμα. Παρά την κούραση όμως ποτέ δεν ξάπλωνε στο κρεββάτι, αλλά κοιμόταν λίγες ώρες σε μία καρέκλα. Από την πολλή ορθοστασία έσπασαν οι φλέβες στα πόδια του και τα τύλιγε με γάζες. Φορούσε κατάσαρκα αλυσίδες πού του δημιούργησαν πληγές στην πλάτη.
Τότε, επειδή η Ιερά Μονή Ζωγράφου στο Αγίου Όρος έπασχε από λειψανδρία, η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Εκκλησίας απεφάσισε να στείλη μερικούς μοναχούς για να την επανδρώσουν. Όταν πρότειναν και στον παπα-Ευθύμιο, το δέχθηκε με μεγάλη χαρά και στις 21-10-1969 ήρθε με τον παπα-Ιωάννη από το ίδιο Μοναστήρι στο Ζωγράφου.
Ηγούμενος τότε ήταν ο Ρουμάνος παπα-Δομέτιος, από το Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Υπατίου. Είχαν συμφωνήσει να αναλάβη αυτός Ηγούμενος προσωρινός, χωρίς να εγκατάλειψη το Κελλί του, και όταν βρεθή κάποιος Βούλγαρος, να παραδώση σ’ αυτόν την ηγουμενία. Μετά την ελευσή του ο παπα-Ευθύμιος κέρδισε την εμπιστοσύνη των πατέρων. Το 1971 τον έκαναν Προϊστάμενο και στις 3-11-1975 τον εξέλεξαν ομόφωνα Ηγούμενο για την αρετή του. Αυτός όμως από ταπείνωση δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αναλάβη. Αρνιόταν σταθερά, αλλά και οι πατέρες επέμεναν. Τότε του εμφανίστηκε η Παναγία και του είπε: «Πρέπει να δεχθής, δεν υπάρχει άλλος». Έτσι έγινε Ηγούμενος με εντολή της Παναγίας. Κράτησε όμως την απλότητα και την ταπείνωση και ως Ηγούμενος για 25 χρόνια.
Ποτέ του δεν προέβαλλε τον εαυτό του και δεν φαινόταν σαν Ηγούμενος, αλλά ήθελε να είναι στην αφάνεια. Ήταν πρώτος στα διακονήματα και θυσιάστηκε για το Μοναστήρι του.
Εκτός από τα καθήκοντα του Ηγουμένου εκτελούσε και καθήκοντα γραμματέα. Διάβαζε τα γράμματα και απαντούσε. Στην Βουλγαρία είχε μάθει λίγα Ελληνικά, αλλά στο Μοναστήρι τα καλλιέργησε περισσότερο, ώστε να μπορή να διαβάζη, να γράφη στην καθαρεύουσα και να συνεννοήται με τους Έλληνες προσκυνητές και τους κρατικούς υπαλλήλους.
Ο ίδιος έκανε και τον Οικονόμο. Μόνος του μετέβαινε στην Θεσσαλονίκη να ψωνίση για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Πηγαίνοντας στην αγορά με μία γαλάζια παλαιά τσάντα ποτέ δεν χρησιμοποίησε ταξί, αλλά κουβαλούσε μόνος του στα χέρια τα ψώνια στο Κονάκι. Όταν τελείωνε, πήγαινε πάλι με το λεωφορείο στο πρακτορείο Χαλκιδικής και από κει στο Μοναστήρι με ολα τα πράγματά του.
Κατά την διαμονή του στην πόλη περνούσε πολύ άπλά και ασκητικά. Ποτέ δεν παρέλειπε τις ακολουθίες. Τις έκανε όλες με το κομποσχοίνι, το Ψαλτήρι και ένα προσευχητάριο, γιατί δεν υπήρχαν τα απαραίτητα βιβλία. Όταν ερχόταν η ώρα της ακολουθίας, κλεινόταν στο δωμάτιό του και προσευχόταν. Έκανε μάλιστα πολλές μετάνοιες και, αν κάποιος χτυπούσε την πόρτα, δεν άνοιγε. Την πόρτα όμως δεν την κλείδωνε και, αν κάποιος έμπαινε μέσα για να τον ρωτήση κάτι, έλεγε τα απαραίτητα και συνέχιζε.
Το πρωΐ έκανε τον Όρθρο και καθυστερούσε. Πολλές φορές ο Επίτροπος πού ήταν μαζί του έχανε την υπομονή του. Χτυπούσε την πόρτα, για να τελείωση ο Γέροντας και να προλάβουν τις δουλειές. Αλλά ο Γέροντας δεν βιαζόταν. Έπρεπε πρώτα να τελείωση όλα τα πνευματικά του καθήκοντα και τότε ξεκινούσαν για τις δουλειές τους, χωρίς να πάρουν πρωϊνό.
Όταν το απόγευμα επέστρεφαν κατάκοποι στο Κονάκι, μέχρι να μαγειρέψουν κανένα λάχανο, ο Επίτροπος πεινούσε και έπαιρνε λίγο ψωμί και κανένα φρούτο. Ο Γέροντας υπομονετικά ετοίμαζε το φαγητό και έτρωγε μόνο στην τράπεζα. Εκτός τραπέζης ποτέ δεν έτρωγε τίποτε, ούτε στο Μοναστήρι ούτε εκτός.
Σε Εστιατόρια ποτέ δεν πήγαινε για φαγητό. Έλεγε ότι αυτό δεν αρμόζει στον μοναχό. Κάποτε ο Επίτροπος επέμενε και κάνοντας υπακοή πήγαν να φάνε σ’ ένα Εστιατόριο. Αλλά, ενώ έτρωγαν, φαινόταν ότι στενοχωριέται πολύ. Όταν δεν είχαν φαγητό στο Κονάκι, έσπαζε μερικά καρύδια και περνούσε το βράδυ.
Κάποτε πήρε από την Τράπεζα για τις ανάγκες της Μονής περίπου ένα εκατομμύριο δραχμές. Για την εποχή εκείνη, το 1986, ήταν αρκετά χρήματα. Φαίνεται ότι κάποιος τον παρακολούθησε και μόλις βγήκε, άρπαξε την παλαιά τσαντούλα του με τα χρήματα και εξαφανίστηκε με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε μηχανή. Ο Γέροντας πρόλαβε μόνο να φωνάξη: «Περίμενε, γιατί τα παίρνεις; Αυτά είναι μοναστηριακά χρήματα».
Το βράδυ ανέφερε το γεγονός στον Επίτροπο, αλλά το έλεγε ήσυχα, χωρίς καθόλου να είναι στενοχωρημένος. Μετά κοιμήθηκε αμέσως σαν να μην είχε συμβή τίποτε. Πιθανώς είχε κάνει πολλή προσευχή για τον κλέφτη.
Όταν ήταν στην πόλη, δεν μετεωριζόταν κοιτάζοντας τι συμβαίνει γύρω του. Ήταν προσεκτικός. Γι; αυτό κατώρθωνε να διαφύλαξη την καλή του πνευματική κατάσταση. Και όταν επέστρεφε στο Μοναστήρι, αμέσως έπαιρνε εφημερία, γιατί ήταν λίγοι οι ιερείς. Από το ταξίδι κουρασμένος όπως ήταν, έβαζε το πετραχήλι και άρχιζε τον Εσπερινό. Την άλλη μέρα στην Θεία Λειτουργία διαβάζοντας το Ευαγγέλιο προς το τέλος η φωνή του άλλαζε από την κατάνυξη και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Η εξοδός του στον κόσμο δεν τον αλλοίωνε, γιατί είχε νήψη και έβγαινε από ανάγκη. «Προερχόμενος ο λόγω, ου προερχόμενος».
Κατάνυξη αισθανόταν και όταν την Κυριακή εσπέρας διάβαζε τους Χαιρετισμούς του αγίου Γεωργίου. Όταν δεν λειτουργούσε, καθόταν στον χορό και του άρεσε πολύ να διαβάζη και να ψέλνη. Διάβαζε Ψαλτήρι, Κανόνες, Ώρες, αργά και καθαρά, χωρίς να βιάζεται. Όταν στον άλλο χορό δεν υπήρχε κανείς, τότε αγόγγυστα έλεγε ο ίδιος και τα του άλλου χορού. Ούτε παρατηρούσε τους μοναχούς για τις ελλείψεις ούτε κατέκρινε κάποιον, αλλά πάντα ήταν ειρηνικός και σιωπηλός.
Επειδή τότε οι πατέρες της Μονής προέρχονταν από διάφορα μοναστήρια της Βουλγαρίας, δεν τηρούσαν αυστηρή κοινοβιακή τάξη. Ο Γέροντας, όταν δεν του το ζητούσαν, δεν επενέβαινε στην προσωπική τους ζωή. Τους φερόταν με αγάπη μητρική, αλλά για δύο πράγματα ήταν ανένδοτος. Δεν επέτρεπε συνομιλίες στην Εκκλησία και, αν δύο πατέρες ήταν μαλωμένοι, επέμενε πριν από τον Όρθρο να έχουν συμφιλιωθή.
Επέμενε οι ακολουθίες να γινωνται με τάξη και ευλάβεια, χωρίς να συντομεύωνται. Κάποτε από λάθος του τυπικάρη δεν διάβασαν έναν κανόνα στην Θεοτόκο. Ο ίδιος ο Γέροντας πήρε κάποιον μοναχό ύστερα και τον διάβασαν μόνοι τους στο παρεκκλήσι της Παναγίας. Αν και νύσταζε, πολεμούσε τον ύπνο και διάβασαν τον κανόνα.
Πώς να μή νυστάζη ο Γέροντας πού συνεχώς έτρεχε στα διακονήματα και κοιμόταν ελάχιστα ή και καθόλου ορισμένες νύχτες; Συχνά συνέβαινε το εξής: Επέστρεφε από την Θεσσαλονίκη, έπαιρνε εφημερία και μετά τον Εσπερινό πήγαινε μέχρι αργά τη νύχτα να ζυμώση και να κάνη τα πρόσφορα. Ύστερα ετοιμαζόταν για να λειτουργήση και πήγαινε αμέσως στην Εκκλησία, χωρίς να κλείση μάτι. Φυσικό ήταν να νυστάζη με τόση κούραση και χωρίς ύπνο. Κάποτε πού μετέφερε χόρτα με το τρακτέρ τον πήρε ο ύπνος πάνω στο τιμόνι και έπεσε με το τρακτέρ στο ποτάμι.
Τότε, του ξαναεμφανίσθηκε η Παναγία. Τον έσωσε, χωρίς να πάθη τίποτε, και του είπε: «Δεν πρέπει να κάνης υπερβολές. Αν δεν είχα έρθει, τι θα πάθαινες!».
Άλλη φορά μετά το Απόδειπνο πήγε στο Κελλί πού ονομάζεται «Πατητήρια», για να βγάλη το ρακί. Ξενύχτησε με τους εργάτες. Είχε ρωτήσει με ταπείνωση ο Ηγούμενος τον Επίτροπο, αν θα ερθη κάποιος μοναχός μαζί τους, αλλά ο Επίτροπος έκρινε καλύτερα να μείνη ο Ηγούμενος με τους εργάτες, για να μην κάνουν κατάχρηση με το ρακί. Το πρωΐ κατά τις 3 έφερε το ρακί και το έβαλε στο υπόγειο. Ύστερα φόρεσε το ράσο και το κουκούλι και πήγε στην Εκκλησία. Ο Εκκλησιαστικός τα είδε αυτά όταν πήγε να χτυπήση το τάλαντο. Και όταν κάποιος από τους πατέρες τον κατέκρινε γιατί νύσταζε στην ακολουθία, ο Ηγούμενος πού άκουσε δεν μίλησε, αλλά μίλησε ο Εκκλησιαστικός και θαύμασαν την ταπείνωση και την αυταπάρνηση του Γέροντα.
Άλλη φορά έψαχνε όλη τη νύχτα να βρη κάποια έγγραφα στο Αρχείο και δεν κοιμήθηκε καθόλου. Την άλλη μέρα πήγε στην Σιμωνόπετρα για να φωτοτυπήση τα έγγραφα. Του πρότειναν να λειτουργήση και προετοιμάστηκε, χωρίς πάλι να κοιμηθή. Λειτουργούσε απλά, ταπεινά και με συναίσθηση. Ήταν άριστος λειτουργός και ήξερε πολλές ευχές από στήθους.
Προς όλους έδειχνε αγάπη, χωρίς να διακρίνη εθνικότητα, θέση κοινωνική και άλλα παρόμοια. Όσοι τον γνώρισαν ομολογούν την ταπείνωση και την αγάπη του, από τους Αστυνομικούς στο φυλάκειο της Μονής μέχρι Αρεοπαγίτες από την Αθήνα.
Ο Κυριάκος Κεσκεσιάδης πού υπηρέτησε ως Αστυνομικός στο Ζωγράφου για πολλά χρόνια, έλεγε: «Ο Γέροντας ποτέ του δεν αρνήθηκε καμμία εξυπηρέτηση στους Αστυνομικούς και στους εργάτες. Είχαμε φιλία και πολλές φορές πήγαινα στο Ηγουμενείο. Συχνά συνέβαινε, όταν μιλούσαμε, να νυστάζη από κούραση. Πήγαινε και έκανε όλες τις δουλειές. Δεν είχε βοηθούς. Πάντα ήταν με το χαμόγελο και ποτέ δεν θύμωνε.
»Μία φορά συνέβη τα εξής: Είχα βγη για κυνήγι και ήμουν μέσα στο ποτάμι σε κάτι βάτα. Όταν νύχτωσε, κάποια στιγμή άκουσα να πλησιάζη κάτι κάνοντας θόρυβο και σπάζοντας τα κλαδιά. Δεν ήταν γουρούνι, γιατί θα με μύριζε. Έφεξα με τον φακό, φώναξα και άκουσα να ανεβαίνη πάνω στον δρόμο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι κάποιος κλέφτης και έτρεξα πίσω του. Τελικά είδα τον Γέροντα πού προσπαθούσε να μπη στο αυτοκίνητο. Τον ρώτησα:
— Γιατί δεν απάντησες;
— Φοβήθηκα, δεν ήξερα ποιος είναι.
— Τί έψαχνες εκεί κάτω; Ρώτησα πάλι.
— Ένα χόρτο για να το βάλω μέσα στα βαρέλια του κρασιού και ήξερα ότι εκεί φυτρώνει.
Ο κ. Γεώργιος Σιδηρόπουλος, τελωνειακός, αναφέρει: «Στο Άγιον Όρος υπηρέτησα το 1977 και από το 1987 εως το 1992 στο Ζωγράφου. Πριν πάω μόνιμα στο Ζωγράφου, πήγαινα για προσκύνημα και έβλεπα τον Γέροντα. Τον γνώρισα σαν έναν αληθινό μοναχό, άνθρωπο της προσευχής. Ήταν Ηγούμενος, αλλά στην όψη ήταν σαν ασκητής, αναχωρητής. Αγαπούσε όλους και τους πατέρες και τους προσκυνητές και τους εργάτες, ενώ πολλές φορές τους εξυπηρετούσε μόνος του στην τράπεζα και στο Αρχονταρίκι, Πάντοτε φαινόταν κουρασμένος, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε να δεχθή κάποιον για εξομολόγηση ή συζήτηση. Είχε πολλή υπομονή και καλωσύνη και ποτέ δεν παραπονιόταν.
»Όταν πήγα να υπηρετήσω στο Ζωγράφου, το κτίριο όπου στεγαζόταν το Τελωνείο ήταν σε άσχημη κατάσταση. Ο Γέροντας ενδιαφέρθηκε και με ενθάρρυνε να κάνω υπομονή, συγχρόνως έστειλε και εργάτες να κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις.
»Τον έβλεπα να δουλεύη παντού· στην Εκκλησία, στο Αρχονταρίκι, στην τράπεζα, στον κήπο.
Όταν ήταν ανάγκη έκανε και τον οδηγό για να μεταφέρη προσκυνητές ή πατέρες.
»Κάποτε πλησίαζε η πανήγυρη της Μονής και συζητούσαμε για το πώς θα οικονομήσουμε τα ψάρια. Του πρότεινα να πάω έξω και να αγοράσω. Ο ίδιος όμως μού πρότεινε να ρίξουμε δίχτυα στην θάλασσα. Πιάσαμε 80 κιλά ψάρια πού έφτασαν για την πανήγυρη.
»Άλλη φορά ήταν χειμώνας και έρριξε πάνω από ένα μέτρο χιόνι. Οι προσκυνητές είχαν αποκλειστή και ανησυχούσαν. Ο Γέροντας είπε “θ’ ανοίξουμε το μονοπάτι”, και ξεκίνησε πρώτος- τον ακολούθησαν και άλλοι και άνοιξαν το μονοπάτι.
»Όταν τον επισκεπτόμουν στο Ηγουμενείο, έβλεπα ότι, όταν ήθελε να ξεκούραστη, δεν ξάπλωνε, αλλά καθόταν σε καρέκλα. Τον ρώτησα: -Γιατί δεν ξαπλώνεις;
— Ο μοναχός πρέπει πάντα να είναι έτοιμος, σε εγρήγορση, γιατί δεν ξέρει πότε θα τον καλέσει ο Κύριος, είτε εδώ να του ανάθεση κάποια διακονία είτε να τον πάρη κοντά Του.
»Ο Γέροντας μού συνέστησε να ξεκουράζωμαι και εγώ σε καρέκλα, και προσπαθούσα να τον μιμούμαι. Επίσης ο Γέροντας δεν αναπαυόταν στην πολλή ζέστη τον χειμώνα. “Έλεγε: Η ζέστη μας κάνει χαλαρούς και η καλοπέραση δεν αρμόζει σε μοναχό”.
»Με βοήθησε να καταλάβω το νόημα της ζωής. Με συμβούλευε: “Να αγαπάς τον πλησίον όπως τον εαυτό σου”. Από τον Γέροντα διδάχθηκα να προσπαθώ να κάνω το καλύτερο δυνατό για τους ανθρώπους. Απ’ αυτόν έμαθα τις βασικές αρετές, αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον.
»Αισθανόμουν χαρά να είμαι μαζί του. Κάπου-κάπου μού έκανε την τιμή να έρχεται στο Τελωνείο και να συνομιλή μαζί μου. Ήταν πολύ ταπεινός.
»Οι προσκυνητές, όταν τον έβλεπαν, μου έλεγαν: “Αυτός ο μοναχός πρέπει να είναι πολύ ευλαβής και εργατικός”. Και όταν τους έλεγα ότι είναι Ηγούμενος, χαίρονταν ακόμη περισσότερο.
»Όταν έπιανα λίγα ψάρια, έδινα και στον Γέροντα, όταν ερχόταν να με δή στο Τελωνείο. Δεν ήθελε να πάρη τίποτε. Έπαιρνε μόνο μισό ψαράκι, για να μην στενοχωρηθώ.
»Όταν έμενα μόνος μου στο Τελωνείο στον Αρσανά, δεν φοβόμουν γιατί έλεγα: “Έχω τον άγιο Γεώργιο πού με φυλάει, και τον Γέροντα πού προσεύχεται για μένα”. Μέχρι σήμερα, όταν τον θυμούμαι, αισθάνομαι μεγάλη χαρά».
Κάποιος ιεροδιάκονος Αγιορείτης εξέφρασε την επιθυμία του να μή βγη ποτέ από το Όρος, και προσευχόταν γι’ αυτό στην Παναγία. Όταν ο Γέροντας το έμαθε, είπε: «Αυτό είναι το πρώτο πράγμα πού πρέπει να ζητήση ο καλός μοναχός από την Παναγία. Όσες φορές ο μοναχός βγαίνει έξω στον κόσμο, χάνει από τον μισθό του».
Ο κατά σάρκα πατέρας του π. Μάρκου από την Κωνσταμονίτου ήταν παρών κάποτε στον Αρσανά πού ενας λαϊκός από την Χαλκιδική για άγνωστο λόγο άρχισε να βρίζη τον Γέροντα με άπρεπα λόγια. Ο ταπεινός Γέροντας κατέβασε το κεφάλι του και δεν είπε τίποτε. Στην θέση πού στεκόταν ο λαϊκός υπήρχε μία παλαιά πέτρινη γέφυρα. Μετά από μία εβδομάδα ο ίδιος λαϊκός βρισκόταν πάλι σε αυτή την θέση κάτω από την γέφυρα. Ξαφνικά χωρίς καμμία ορατή αιτία η γέφυρα σωριάστηκε επάνω του και ο άνθρωπος πέθανε κάτω από τις πέτρες.
Μαρτυρία Άγιορείτου:
«Ο γέροντας Ευθύμιος ήταν σεμνός, σοβαρός, και ταυτόχρονα μειλίχιος, χαρούμενος, εργατικός και φιλακόλουθος. Εμφορείτο από φόβο Θεού και από βαθειά συναίσθηση της μοναχικής του ιδιότητος και της διακονίας του στο Μοναστήρι.
»Παρ΄ όλο πού ήταν προσηνής, εν τούτοις δεν μπορούσες να χάσης τον σεβασμό και το απαρρησίαστο, διότι ήταν πνευματικός μοναχός πού μέλημά του ήταν η αδιάλειπτη προσευχή. Ένιωθες ότι βιώνει καταστάσεις πνευματικές. Ζούσε σαν απλός μοναχός και δεν απολάμβανε τις τιμές του αξιώματός του ως Ηγούμενος.
»Πάντα ζούσε με την αγωνία για το Μοναστήρι του πού έπασχε από λειψανδρία και είχε πολλά κτιριακά προβλήματα. Κατάφερε όμως παρά τις δυσκολίες να κράτηση το Μοναστήρι, διότι είχε πίστη στον Θεό, αγάπη στον άγιο Γεώργιο και φρόντιζε όσο μποροΰσε για τα υλικά και τα πνευματικά».
Όσες φορές κάποιος δύστροπος μοναχός του φερόταν υβριστικά αποκαλώντας τον «ψοφίμι», ο Γέροντας δεν μιλούσε καθόλου. Αργότερα αυτός ο μοναχός είχε πολλούς πειρασμούς και τελικά έφυγε από το Μοναστήρι. Ήταν ταμίας, και όταν παρέδωσε το ταμείο, βρήκαν ελλείψεις. Μερικοί πρότειναν να τον δικάσουν, αλλά ο ανεξίκακος Γέροντας πήρε το μέρος του: «Δεν είναι σωστό, είμαστε μοναχοί», είπε.
Ο Ηγούμενος Ευθύμιος ήταν άνθρωπος ευλαβής, με εσωτερική κρυφή εργασία και αγαπούσε την προσευχή. Έλεγε πάντοτε την ευχή και διάβαζε τα βιβλία των νηπτικών πατέρων, ιδιαιτέρως του αββά Ισαάκ του Σύρου και τον Βίο και τα εργα του Αγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Έλεγε σε υποψήφιο μοναχό ότι το βιβλίο είναι σαν καθρέφτης, γιατί με αυτό βλέπεις τον εαυτό σου, την κατάστασή σου.
Δεν έλειπε από την ακολουθία και παρά τις πολλές του υποχρεώσεις εύρισκε τον χρόνο να κάνη τα πνευματικά του καθήκοντα.
Κάποτε νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο, γιατί έπεσε από μία λωτιά. Εκεί δεν άφηνε τα πνευματικά του και προσπαθούσε να τα τελειώνη, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι ασθενείς του θαλάμου του. Καθήμενος στο κρεββάτι έλεγε κάπως γρήγορα την ευχή. Τότε του εμφανίστηκε για τρίτη φορά η Παναγία. Την είδε καθαρά, ενώ από ευλάβεια και συστολή δεν τόλμησε να σήκωση τα μάτιά του για να την ξανακοιτάξη. Άκουσε να του λέη να μή βιάζεται όταν προσεύχεται.
Αυτό το γεγονός αναγκάστηκε να το διηγηθή σε κάποιον ιερομόναχο πού τώρα είναι Μητροπολίτης στην Βουλγαρία, γιατί κάποτε έκαναν ακολουθία στο Κονάκι στην Θεσσαλονίκη και ο τότε ιερομόναχος διάβαζε γρήγορα για να προλάβουν τις δουλειές.
Ο γέροντας Ευθύμιος αγαπούσε τις ολονύκτιες αγρυπνίες και συμμετείχε με χαρά. Έψελνε πολύ γλυκά και με ευλάβεια, αν και δεν ήξερε πολλά μουσικά. Συχνά, όταν έψελνε κάποιο τροπάριο, τον έπνιγε η κατάνυξη και αδυνατούσε να το τελείωση.
Ήταν πραγματικός ησυχαστής, αν και όλη μέρα δεν σταματούσε να εργάζεται παντού. Κάποιος μοναχός του πρότεινε ν’ αφήσουν το Μοναστήρι και να ησυχάσουν στον Αρσανά. Ο Γέροντας πού ζούσε στην καρδιά του την ησυχαστική ζωή, δεν δέχθηκε, αν και το επιθυμούσε: «Καλή είναι η ησυχία, αλλά δεν μπορώ να αφήσω το Μοναστήρι», είπε.
Ήταν πραγματικός Ηγούμενος και εφάρμοσε πλήρως και κατά γράμμα το ρητό: «Και ο ηγούμενος έστω ως ο διακόνων». Έκανε όλες τις δουλειές, σαν να ήταν ο τελευταίος εργάτης. Μετά την ακολουθία φορούσε ένα παλαιό ζωστικό κοντό, και πήγαινε να καθαρίση τον δρόμο προς τις μάννες του νερού, ή έφτιαχνε τις βλάβες στον αγωγό του νερού. Κάποτε πού είχε μία σοβαρή βλάβη πήγαν πολλοί, και επειδή δεν τελείωνε η δουλειά, οι άλλοι κουράστηκαν και έφυγαν. Τελικά έμενε ο Γέροντας με τον Επίτροπο και έσκαψαν για να βρουν την βλάβη. Και ενώ είχε νυχτώσει, ο Γέροντας συνέδεσε με πολλή τέχνη τους σωλήνες και γύρισε στο Μοναστήρι στη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Ο αγωγός δουλεύει μέχρι σήμερα.
Ο ίδιος έφτιαχνε τις σκεπές, μάζευε τα καρύδια και τα άλλα φρούτα και ανέβαινε στα δένδρα ως την κοίμησή του. Ήταν μάγκιπας και προσφοράρης. Έκανε το κρασί και έβγαζε το ρακί τις νύχτες, μόνος του ή με έναν λαϊκό εργάτη· με τον Μήτσο τον μάγειρα κουβαλούσε ζεστό νερό για να μην ενοχλή άλλους.
Όταν κάποιος μοναχός ήρθε από την Βουλγαρία για να μονάση στο Ζωγράφου, ο Γέροντας κατέβηκε με τα μουλάρια στον Αρσανά, για να τον περιμένη. Τον δέχθηκε με αγάπη και εγκαρδιότητα, του φίλησε το χέρι και τον ασπάστηκε. Μαζί πήγαν στις Καρυές για να τακτοποιήσουν τα χαρτιά, ενώ στο Κονάκι ο Γέροντας μαγείρεψε φασόλια και του παρέθεσε τράπεζα.
Παρ’ όλα αυτά μερικοί τον κατηγορούσαν ότι δεν κάνει έργα στο Μοναστήρι. Αλλά τότε ήταν δύσκολη η κατάσταση. Αν και ήθελε, δεν μπορούσε να κάνη πολλά πράγματα, διότι έλειπαν τα χρήματα και η Μονή έπασχε από λειψανδρία.
Προσπαθούσε να βοηθήση το Μοναστήρι, αλλά η καρδιά του δεν κολλούσε σε τίποτε υλικό. Είπε σε νέο μοναχό πού του πρότεινε κάποια σχέδια για την υλική άνοδο της Μονής: «Καλά είναι αυτά (οι οικοδομές κ.λπ.), αλλά να μην κολλάμε εκεί υπερβολικά».
Ήταν ασκητικός. Ενώ κουραζόταν τόσο πολύ, έτρωγε λίγο. Ήθελε το φαγητό να είναι απλά μαγειρεμένο. Όταν ο Επίτροπος πρότεινε να βάλουν και άλλα πράγματα συμπληρωματικά, ο Γέροντας έλεγε: «Δεν είναι ανάγκη. Έχομε στην τράπεζα αρκετά πράγματα. Είμαστε μοναχοί. Πρέπει να τρώμε πιο άπλά και λίγα πράγματα». Αλλά επέμενε πάντοτε να υπάρχη αρκετό ψωμί.
Όταν ξεχνούσαν να του βάλουν κάποιο φαγητό, δεν έκανε παρατήρηση ούτε το ζητούσε. Έτρωγε μόνο στην τράπεζα. Αν του πρότειναν να φάη κάτι, έστω και ελάχιστο, μετά το Απόδειπνο δεν δεχόταν.
Ποτέ του δεν κατέκρινε κανέναν. Κακός λόγος δεν έβγαινε από το στόμα του. Είχε λεπτότητα, αρχοντιά, και δεν μιλούσε περιφρονητικά για κανέναν.
Όλοι οι πατέρες της Μονής είχαν πάει τουλάχιστον μία φορά στα Ιεροσόλυμα. Ο Γέροντας δεν πήγε ποτέ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του είπε σε κάποιον: «Κάθε Θεία Λειτουργία είναι σαν να πας στα Ιεροσόλυμα».
Αγαπούσε εξ ίσου όλους. Αυτό το ομολογούν Βούλγαροι, Έλληνες, Ρώσσοι και όσοι τον γνώρισαν. Αγαπούσε θερμά την Πατρίδα του, αλλά με πνευματικό τρόπο, χωρίς εθνικισμό.
Τότε πού στην Βουλγαρία επικρατούσε η αθεΐα των κομμουνιστών, ο Γέροντας με πρωτοβουλία δική του εξέδωσε πνευματικά βιβλία και τα έστελνε στην Βουλγαρία για να στηρίξουν τους πιστούς. Αν και το Μοναστήρι δεν είχε πολλά έσοδα, δαπάνησε για αυτό το σκοπό τρισήμισι εκατομμύρια δραχμές.
Ο ίδιος ήταν τελείως ακτήμων. Για ένα διάστημα έστελναν από την Σύνοδο της Εκκλησίας της Βουλγαρίας μία χρηματική βοήθεια στον κάθε μοναχό. Ο Γέροντας ποτέ δεν άγγιξε αυτά τα χρήματα. Τα έβαζε σε μία γωνιά και μετά έλεγε στον Επίτροπο να τα πάρη και να τα βάλη στην Εκκλησία.
Πάντοτε φορούσε παλαιά. Κάποτε αγόρασε ένα κοντό ζεστό για τον χειμώνα. Ένας μοναχός τον ρώτησε γιατί δεν αγόρασε και γι΄ αυτόν. Την άλλη μέρα του το έδωσε και αυτός έβαλε πάλι το παλαιό κοντό του. Έπλενε τα ρούχα μόνος του με τα χέρια με κρύο νερό ακόμη και τον χειμώνα.
Υπεραγαπούσε και ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Έλεγε πολλές φορές με κατάνυξη, πώς αυτή μόνη της ανέβηκε τα σκαλοπάτια του ναού, όταν ήταν τριών χρόνων.
Αν και είχε πολλά τάλαντα και πολλές γνώσεις, ποτέ δεν καυχιόταν, αλλά αντιθέτως, όταν έκανε κάποια εργασία, πάντοτε ρωτούσε κάποιον άλλον πώς να την κάνη για να μην κάνη το θέλημά του. Στην Γεροντική Σύναξη έλεγε την γνώμη του, αλλά δεν προσπαθούσε να την επιβάλλη. Σιωπηλά προσευχόταν και μετά από συζητήσεις γινόταν αυτό πού ήθελε ο Γέροντας.
Για άσκηση σπάνια άναβε σόμπα. Όταν ήθελε καμμία φορά να ζεσταθή και η ώρα ήταν προχωρημένη, πήγαινε στο μαγειρείο και καθόταν δίπλα στην σόμπα. Αλλά επειδή πάντα του έλειπε ύπνος, αμέσως άποκοιμόταν. Ο Μήτσος από σεβασμό στεκόταν δίπλα του, για να φυλάη τον Γέροντα μην πέση από την καρέκλα. Αλλά και αυτός νύσταζε και κοιμόταν όρθιος.
Ποτέ του δεν ξάπλωσε σε κρεββάτι για να αναπαυθή, αλλά καθόταν σε μία καρέκλα η σ’ έναν καναπέ. Ήθελε σαν τον στρατιώτη να είναι πάντα έτοιμος. Έτσι τον βρήκαν οι πατέρες, καθισμένον στον καναπέ μετά από την αγρυπνία των Εισοδίων, στις 21-11-1994, ενώ η καθαρή ψυχή του είχε πετάξει στους ουρανούς κοντά στον Χριστό πού αγάπησε από μικρός και διηκόνησε ποικιλοτρόπως σε όλη του την ζωή.
Οι πατέρες παρατήρησαν πάνω στο κρεββάτι του ένα παχύ στρώμα σκόνης και αράχνες.
Σε αυτή την ζωή ο γέροντας Ευθύμιος δεν χόρτασε τον ύπνο, δεν ξεκουράστηκε σαν άνθρωπος, αλλά τώρα ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, ας τον ανάπαυση εν τη αγήρω μακαριότητι.
Όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται με συγκίνηση ως άγιο άνθρωπο.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Απρ 07, 2016 7:39 pm

(ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ) ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ. « Ακουσα μια φωνή από μέσα μου «μην υπερηφανεύεσαι, να ξέρεις πόσους ασκητές κοσμικούς θα δεις στον Παράδεισο, θα τα χάσεις, όταν θα πας εκεί».

Εικόνα


Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ
Αρχή νέων αγώνων στο Χαλάνδρι
Αφού εκοιμήθη ό Γέροντας, την άλλη ήμερα ό π. Ζωσιμάς έφυγε από τον ανιψιό του και εγκαταστάθηκε σ' ένα σπίτι στο Χαλάνδρι.
Για το νέο ξεκίνημα της ζωής του μας έλεγε:
- Από την στιγμή πού έφυγε ό Γέροντας μου φάνηκε σαν να έχασα το φως μου. Μετά όμως από λίγο ένιωσα μέσα μου ότι ό π. Σίμωνας είναι Άγιος και όταν τον επικαλούμαι με βοηθάει σ' όλα.
Ή δοκιμασία του Γέροντα τελείωσε ωραία. Σήκωσε καλά τον Σταυρό του αγογγύστως μέχρι το τέλος. Ή δικιά μου δοκιμασία άρχιζε από τώρα. Δεν την φοβόμουν όμως. Έμαθα από τον Γέροντα πολλά πράγματα και όχι μόνο αυτό αλλά αισθάνομαι, όπου πηγαίνω, να είναι δίπλα μου. Προσπαθούσα να θυμάμαι κάθε φορά τα λόγια του και αγωνιζόμουν να τα τηρώ και να κάνω υπακοή.
Ό Γέροντας μου είχε πει πριν κοιμηθεί:
- Μην κοιμάσαι ξαπλωτός αλλά καθιστός στην πολυθρόνα και να είσαι έτοιμος ντυμένος και με τα παπούτσια, διότι ό Μοναχός δεν πρέπει να κοιμάται πολύ και να άγαπάει τον ύπνο. Όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτός πού κοιμάται πολύ δεν του δίνει θησαυρό ό Κύριος, διότι του τον κλέβουν οι κλέφτες. Από τις δώδεκα ή ώρα πρέπει να ξυπνάς και να κάνεις τα καθήκοντα σου, γιατί, όταν έλθει ό Νυμφίος, πρέπει να είσαι έτοιμος για να μπεις μαζί του στον Παράδεισο. Θα είναι πολύ δύσκολο, όταν κοιμάσαι πολύ, μπορεί να μην ακούσεις και την φωνή Του.

Ό Γέροντας πάντα μου προέλεγε και μετά από λίγο πραγματοποιείτο αυτό πού μου έλεγε και μου το έλεγε πολλές φορές για να προσέχω.
Ένα βράδυ ήταν δώδεκα ή ώρα, όπως καθόμουν στην πολυθρόνα ντυμένος, έτοιμος με την στολή μου και τα παπούτσια, σκεφτόμουν τα λόγια του Γέροντα και ήμουν σε αγωνία να μην με πιάσει ό ύπνος, να ξυπνήσω στις δώδεκα για να κάνω τον κανόνα μου, τα μοναχικά μου καθήκοντα. Σκεφτόμουν μην και έλθει ό Νυμφίος και δεν ακούσω την Φωνή Του.

Όπως σκεφτόμουν όλα αυτά, με πήρε ό ύπνος και είδα ένα όνειρο, ότι βρέθηκα στην έρημο των ασκητών και ήταν γεμάτη με καλύβες των πατέρων πού ασκήτευαν. Μέσα σε μια καλύβα από αυτές ήμουν και εγώ. Ή καλύβα μου μέσα είχε καναπέ και πολυθρόνες, αυτά πού είχα στο σπίτι πού έμενα.

Ήμουν σε αγωνία να μην κοιμηθώ, διότι περίμενα τον Νυμφίο και από την αγωνία μου την πολύ δεν με έπιανε ύπνος. Άρχισε ό πειρασμός να με πειράζει και να μου λέει: «κοιμήσου λίγο, δεν θα αντέξεις να κάνεις τα καθήκοντα σου.
Ξάπλωσε λίγο, στον καναπέ, να ξεκουραστείς για να έχεις δυνάμεις και κατόπιν να κάνεις με όρεξη τον κανόνα σου». Εγώ κοίταζα τον καναπέ, τον ζήλευα σαν να ήθελα να ξαπλώσω, αλλά είχα φόβο να μην με πιάσει ό ύπνος, γιατί ήξερα, ότι θα έλθει ό Νυμφίος. Δεν αποφάσιζα να κοιμηθώ, για να μην μείνω απ' έξω.

Μετά μου λέει ό λογισμός μου ό πειράζων: «κοιμήσου κάτω χαμαικοιτία, όπως κοιμούνται οι μεγάλοι ασκητές και δεν υπάρχει φόβος να σε πιάσει ό ύπνος». Άρχισα να κοιτάζω μια τον καναπέ μια κάτω για χαμαικοιτία, και μια την πολυθρόνα μου. Εκεί πού κοιτούσα πού ήταν καλύτερα να ξαπλώσω λίγο και σκεφτόμουν τον καναπέ για να τεντώσω τα ποδιά μου να ξεμουδιάσουν, αισθάνθηκα μια δύναμη να μην με άφηνε και είπα όχι δεν θα ξαπλώσω, δεν θα κάνω παρακοή. Ότι μου είχε πει ό Γέροντας μου, θα κάνω. Θα είμαι καθιστός στην πολυθρόνα μου. Την ώρα πού πήρα την απόφαση μου, να μην ξαπλώσω, ακούω μια δυνατή φωνή: «έρχεται ό Νυμφίος!»


Εγώ, μόλις άκουσα την φωνή, από την χαρά μου πετάχτηκα όρθιος και φώναζα με όλη μου την δύναμη. Έδώ είμαι! Είδα έναν Κύριο στην ηλικία του Χριστού να έρχεται από τις καλύβες των ασκητών προς τα εμένα και ξύπνησα. Κοιτάζω την ώρα και ήταν μία παρά τέταρτο την νύχτα. Ήμουν όλος χαρά εκείνο το βράδυ. Έλεγα πόσο πρέπει ό Μοναχός να κάνει υπακοή στον Γέροντα του, Όταν ξύπνησα, σκεφτόμουν όλα αυτά και έβγαλα κ συμπέρασμα ότι το καλύβι μου πού έβλεπα στην έρημο και είχε μέσα καναπέ και πολυθρόνες, συμβόλιζε το σπίτι μου πού μένω και κατάλαβα, όταν κάνω υπακοή στον Γέροντα μου σε όλα αυτά πού μου είχε πει, να μην φοβάμαι πού είμαι στον κόσμο, είναι σαν να βρίσκομαι στην έρημο στο Μοναστήρι.


Τότε άκουσα μια φωνή από μέσα μου «μην υπερηφανεύεσαι, να ξέρεις πόσους άσκητάς κοσμικούς θα δεις στον Παράδεισο, θα τα χάσεις, όταν θα πας εκεί». Θυμήθηκα ένα χαρτουλάρη πού δούλευε σε μια χαρτοαποθήκη και αναφέρεται στο συναξαριστή στις 8 Σεπτεμβρίου ως μια διήγηση ωφέλιμη. Λέει ή διήγηση:


- Ένας ιερεύς και ένας ευλαβής διάκονος έχοντας αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους από δαιμονική συνεργία έπεσαν εις μίσος και έχθρα και έμειναν επί πολύν καιρόν αφίλιωτοι. Επειδή δε απέθανε ό ιερεύς εις το μίσος αυτό, ό διάκονος έλυπειτο απαρηγόρητα ότι δεν πρόφτασε να διαλύσει την έχθρα. Έξομολογήθη το συμβάν εις τινάς πατέρας διακριτικούς. Παρεκινήθη από αυτούς να υπάγει σε έναν ερημίτη μοναχό να φανερώσει την υπόθεση. Ό διάκονος με μεγάλη προθυμία ξεκίνησε να πάει στους ερημικούς τόπους ζητώντας να βρει γιατρό για την πληγή του. Αφού βρήκε τον Γέροντα και του φανέρωσε της μνησικακίας το πάθος, ό άγιος αυτός Μοναχός δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει και τον έστειλε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Πόλης να συναντήσει ένα ευλαβή άνθρωπο πού μόνο αυτός μπορούσε να τον βοηθήσει. Πήγε ό διάκονος και έκανε ότι του είπε ό Γέροντας και εκεί έφάνη και ό δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος άνθρωπος ό όποιος ήταν χαρτουλάριος, ένας απλός άνθρωπος και πολύ ταπεινός, αυτός μόνον τον θεράπευσε και του έλυσε την έχθρα πού είχε με τον ιερέα.




Ο Γέροντας Ζωσιμάς ήταν από τους λίγους Μοναχούς που μπόρεσαν να κάνουν τέλεια υπακοή και μετά την κοίμηση του Γέροντα του, ενώ βρισκόταν μέσα στον κόσμο. Όλος του ο αγώνας θύμιζε τους μεγάλους ασκητές που διαβάζουμε στα πατερικά βιβλία. Με την μεγάλη του υπακοή αξιώθηκε και πολύ μεγάλων χαρισμάτων από τον Κύριo..  Μια μεγάλη άσκηση του π. Ζωσιμά έγινε η αιτία να σπάσει ο όγκος που είχε στους πνεύμονες κάνοντας υπακοή στου γέροντα του Σίμωνα Αρβανίτη O π. Ζωσιμάς πάντα θαύμαζε την μεγάλη αγιότητα του π. Σίμωνα και την μεγάλη διάκριση του. Μάλιστα μας διηγόταν μια μεγάλη άσκηση πού του επέβαλε με διάκριση κόντρα στα ιατρικά δεδομένα και είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει ό όγκος πού είχε στους πνεύμονες του και να ανοίξει συρίγγιο και να φύγει το πύον πού βρισκόταν μέσα του: - Στην αρχή πού βρισκόταν ό Γέροντας στον ανιψιό του στο Παλαιό Ηράκλειο Αθηνών και εγώ ήμουν ακόμα στο Μοναστήρι, σταμάτησα τις εργασίες πού έκανα στην Μονή, γιατί είχαν αναλάβει άλλοι και περίμενα από τον Γέροντα να μου πει τι να κάνω. Μάλιστα εκείνη την εποχή δεν ήτανε και ή υγεία μου καλά και από το άλλο μέρος σκόπευα να πάω κοντά στον Γέροντα για να είμαι μαζί του. Ό Γέροντας, πριν αρρωστήσει, όταν ήταν ακόμη στο Μοναστήρι, μου έλεγε: «παιδί μου δεν θα πάς ποτέ σε γιατρό ούτε θα βγάλεις ή θα βάλεις δόντια. Όταν θα βγάζεις δόντι, θα το κάνεις μπρος, πίσω κάθε μέρα και θα ξεκολλήσει». Μου είχε πει αρκετές φορές ότι το πρώτο σώμα του άνθρωπου, όταν κάνει άσκηση λειώνει σαν κερί. Όταν όμως θα αρχίσει να τρώει, το νέο σώμα πού θα βάλει δεν χάνεται, μόνο στραγγάνε τα υγρά του και μένει το κρέας. Με προετοίμαζε με αυτά τα λόγια, γιατί, όταν θα ερχόταν ή ώρα να περάσω από την άσκηση, να θυμάμαι τα λόγια του και να μην φοβάμαι. Σε μια επίσκεψη μου στον Γέροντα πού ήταν στον ανιψιό του κατά την διάρκεια της εξομολόγησης μου του λέω: - Γέροντα βλέπω την υγεία μου ότι δεν είμαι καθόλου καλά. - Το ξέρω μου είπε γι` αυτό θα κάνεις ότι σου πω. Σε δύο ήμερες θα αρχίσει ή νηστεία των Χριστουγέννων. Θα κάνεις μια αυστηρή νηστεία. Σαράντα μέρες θα τρως μόνο ένα παξιμάδι κρίθινο μετά τις τρεις το απόγευμα, θα κάνεις ένατη. Θα κάνεις τα Μοναχικά σου καθήκοντα, θα μελετάς τα πατερικά βιβλία και θα μένεις συνέχεια στο καλύβι σου. - Ναναι ευλογημένο του είπα. Με την βοήθεια του Θεού και του Γέροντος τις προσευχές έκανα αυτή την άσκηση. Την παραμονή των Χριστουγέννων κατέβηκα στον Γέροντα να μου πει τι θα κάνω στο έξης. Και μου είπε: - Τώρα πού τελειώνει ή νηστεία, πρόσεξε θα κοινωνήσεις τα Χριστούγεννα αλλά δεν θα αρτυθείς καθόλου και θα συνεχίσεις την νηστεία πού κάνεις μέχρι το Σάββατο της Τυροφάγου, με ένα παξιμάδι την ήμερα, όπως έκανες. Μετά θα έλθεις εδώ και θα σου πω τι θα κάνεις. Εγώ, όταν το άκουσα αυτό, πάγωσα από τον φόβο μου, γιατί είχα δέκα μέρες πού σκεφτόμουνα πότε θα έλθουν τα Χριστούγεννα για να φάω κάτι. Ό σατανάς μου θύμιζε όλο το φαγητό. Μου έλεγε ό λογισμός: «πέστο στον Γέροντα να φας μόνο τις πρώτες ήμερες και μετά αρχίζεις νηστεία». Με την βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του Γέροντα δεν έκανα το θέλημα του σατανά. Είπα: «νάναι ευλογημένο Γέροντα μου θα συνεχίσω την νηστεία». Πήρα την ευχή του και έφυγα για το Μοναστήρι. Ό μεγάλος πειρασμός ήταν τις ήμερες των Χριστουγέννων. Ερχόταν κόσμος για να με δει στο καλύβι μου και ορισμένοι έρχονταν γεμάτοι φαγητά, κρέας, γλυκά, διάφορα, κα! τούς έλεγα, πάρτε τα από εδώ να τα πάτε στο Μοναστήρι και ότι φέρνεται για μένα να τα πηγαίνετε εκεί. Έτσι τα έδιωχνα με αυτό τον τρόπο για να γλυτώνω από τις μυρωδιές. Πέρασαν οι γιορτές, οι Απόκριες και ήλθε και ή Τυρινή. Πηγαίνω το Σάββατο της Τυρινής κάτω στον Γέροντα, όπως μου είπε, για να εξομολογηθώ και να μου πει τι να κάνω την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πώς θα νηστέψω. Είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Εκείνη την ώρα, πού πήγα, ό Γέροντας ήταν μόνος του, καθιστός στην πολυθρόνα. Πλησιάζω κοντά, γονατίζω και με χαμηλή την φωνή πού είχα, δεν μπορούσα να μιλήσω δυνατά, ασπάστηκα το χέρι του και είπα: «την ευχή σου Γέροντα, είμαι ό υποτακτικός σου Ζωσιμάς Μοναχός και ήλθα, όπως είχαμε πει, να έλθω αυτή την ήμερα να εξομολογηθώ και να μου πεις τί θα κάνω τώρα πού έρχεται ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Έκανα την νηστεία, όπως μου είπες». Αφού εξομολογήθηκα και μου διάβασε την ευχή μου είπε: - Άκουσε παιδί μου από τώρα τί θα κάνεις. Δεν θα φας τίποτα αρτύσιμο σήμερα και αύριο Κυριακή μόνο το παξιμάδι στην ώρα σου και από την Δευτέρα θα κάνεις το τριήμερο ούτε ψωμί ούτε νερό. Θα πάρεις μέσα στο καλύβι σου ένα μπετόνι νερό από την βρύση, σαράντα επτά παξιμάδια και πολλά χαρτιά χαρτοπετσέτες, γιατί θα σου χρειαστούν. Θα πάρεις όλους τούς τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και θα κλειστείς μέσα σαράντα εννέα ήμερες. Όποιος έρχεται και χτυπάει την πόρτα σου, δεν θα ανοίγεις σε κανένα, θα βάλεις σανίδια κάτω στο τσιμέντο και δύο κουβέρτες επάνω και θα κοιμάσαι κάτω. Του ζήτησα να σκεπάζομαι με μια φλοκάτη βελέτζα χωριάτικη πού είχα. - Μου είπε, με αυτή θα σκεπάζεσαι. Μέσα στο καλύβι, πού θα είσαι, θα κάνεις τα μοναχικά σου καθήκοντα κάθε νύχτα στις 12 ή ώρα. Θα κάνεις εβδομήντα (70) κομποσκοίνια κατοστάρια, εκατόν είκοσι (120) μετάνοιες μεγάλες στρωτές και δώδεκα (12) κομποσκοίνια κατοστάρια μικρές μετάνοιες με τον σταυρό και με το ένα χέρι να το ακουμπάς κάτω και εβδομήντα (70) κομποσκοίνια θα κάνεις όρθιος με τον σταυρό. Θα διαβάζεις κατόπιν Μεσονυκτικό και όλα τα ψαλτήρια, τούς τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Θα τούς έχεις τελειώσει όλους μέχρι την παραμονή του Πάσχα. Θα διαβάζεις επίσης τον βίο του Αγίου της ημέρας, την Καινή Διαθήκη θα την τελειώνεις σε εννέα (9) ήμερες. Θα διαβάζεις μόνο κείμενο. Όταν κάθεσαι κάτω και θα θέλεις να σηκωθείς, δεν θα σηκώνεσαι με δύναμη, θα σηκώνεσαι σιγά-σιγά, όχι απότομα, γιατί είναι αδύνατος ό οργανισμός σου και, εάν δεν το προσέξεις αυτό, με μια απότομη κίνηση θα πάθεις. - Ναναι ευλογημένο είπα. Τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα να τελειώσω καλά το στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ζήτησα την ευχή του. Μου ευχήθηκε και έφυγα για το Μοναστήρι. Έκανα όλα αυτά πού μου είπε να πάρω στο καλύβι μου το νερό, τα παξιμάδια, χαρτοπετσέτες, κλπ. και από την Κυριακή το απόγευμα είχα κλειστεί μέσα. Εκείνη την χρονιά είχε μεγάλη βαρυχειμωνιά. Έπεσαν πολλά χιόνια, είχε πολύ κρύο. Το σώμα μου είχε πολύ αδυνατίσει. Θυμάμαι εκείνες τις ήμερες ήταν ή γιορτή του Αγίου Κυρίλου του Φιλεώτου. Ό βίος του είναι θαυμαστός και μεγάλος. Μέσα αναφέρει: «Αλλοίμονο σε εκείνον τον άνθρωπο ποιεί και τα δύο μαζί, την νηστεία και το κρύο θα υποφέρει πολύ, διότι το σώμα πού δεν τρώει, θα κρυώνει πολύ». Όπως το διάβαζα, συμφωνούσα μαζί του και είπα από μέσα μου έχεις δίκιο Άγιε μου εσύ τα έζησες όλα αυτά και τα ξέρεις. Από την Κυριακή το βράδυ πού άρχισε ό αγώνας, άρχισαν και οι πειρασμοί. Την πρώτη εβδομάδα με τάραξαν οι λογισμοί. Περνούσαν από το κεφάλι μου διάφορα για να με ζαλίσουν να μην κάνω καλά τα καθήκοντα μου και για να βγω έξω. Συναντούσα κάποια δυσκολία. Παρακαλούσα τον Γέροντα μου να με βοηθήσει και, μόλις φώναζα το όνομα του, ελευθερωνόμουν. Όταν ξάπλωνα κάτω λίγο να ξεκουραστώ, με πλάκωνε από πάνω ό σατανάς για να με σκάσει. Με πίεζε με δύναμη στο στήθος και μόλις επικαλούμουν το όνομα της Θεοτόκου και του Γέροντα μου, έφευγε σαν αστραπή από την πόρτα και άκουγα να χτυπάει «ντούκ». Από την Παρασκευή το βράδυ της πρώτης εβδομάδας με είχαν τρελάνει οι λογισμοί. Μου έλεγαν συνεχώς: - Ό Γέροντας σου πέθανε και σύ κάθεσαι ακόμη εδώ μέσα. Μόλις ξημερώσει να βγεις έξω, να κατέβεις κάτω για να προλάβεις την κηδεία του. Ό σατανάς βρήκε αυτό πού ήθελε, γιατί ήξερε, πώς τώρα πού δοκιμάζονταν σκληρά ό Γέροντας, ανησυχούσα πού δεν είμαι κοντά του και θα ήθελα να ήμουν δίπλα του για να τον βοηθάω τώρα πού είχε ανάγκη. Ό λογισμός μου έλεγε: - Ό Γέροντας ήξερε ότι θα φύγει και γι` αυτό σε έβαλε εδώ μέσα στο καλύβι για να μην είσαι την ώρα εκείνη κοντά του και στεναχωρηθείς. Εγώ το πίστευα και ήμουν σε αγώνα πότε θα ξημερώσει να ανοίξω την πόρτα να κατέβω κάτω και να προλάβω την κηδεία του. Πίστεψα τον λογισμό μου και παράκουσα την εντολή του Γέροντα. Από βραδύς, δεν έκανα τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια, όλα τα άλλα τα είχα κάνει. Μόλις ξημέρωσε, ανοίγω την πόρτα και πήγα κάτω στο σπίτι όπου έμενε. Ήταν όλα ήσυχα απέξω, δεν φαινόταν κανένας, με «γάζωνε» ό λογισμός μου ακόμη: - -Βλέπεις δεν σου είπα ψέματα ότι πέθανε. Δεν είναι κανένας εδώ. Έχουν φύγει όλοι, τον πήγαν στο Μοναστήρι επάνω και τον έθαψαν. Πηγαίνω επάνω στο δωμάτιο πού έμενε, ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω να είναι σηκωμένος και να κάθεται στην πολυθρόνα. Μόλις είδα ότι ζει, χάρηκα βέβαια, άλλα πληγώθηκα τόσο, πού βγήκα μέσα από το καλύβι μου και έκανα παρακοή στον Γέροντα πού μου είχε πει, να πάω να τον δώ την παραμονή του Πάσχα και τότε να βγω έξω. Έπεσα στα πόδια του, εξομολογήθηκα όλους τους λογισμούς μου. Του είπα την παγίδα πού μου έκανε ό σατανάς και του ζήτησα συγγνώμη για την παρακοή πού έκανα. Ό Γέροντας, αφού άκουσε όλα αυτά και με είδε στεναχωρημένο, μου είπε: «δεν έπρεπε να ακούσεις τούς λογισμούς σου και να βγεις έξω. Τώρα κάθισε να ξεκουραστείς και στις δύο ή ώρα φεύγεις».
Γύρισα στο Μοναστήρι στις 3, το μεσημέρι. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου. Μόλις μπήκα στο καλύβι μου, είπα αποφασιστικά πώς ότι και να σκαρώσει ό σατανάς, δεν θα ξαναβγώ έξω και κλειδώθηκα μέσα. Μόλις πήρα το κομποσκοίνι στο χέρι μου να κάνω τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια πού είχα αφήσει από τον κανόνα μου, ό σατανάς εκείνη την στιγμή με χτύπησε στα νεύρα μου και παρέλυσα, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος και σωριάστηκα κάτω. Μου ερχόταν ύπνος βαθύς. Μου λέει ό λογισμός: «μην κάνεις τίποτα τώρα, είσαι κουρασμένος και νηστικός και πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, να ξεκουραστείς να αποκτήσεις δυνάμεις και μετά να κάνεις τον κανόνα σου με όρεξη». Τον πίστεψα, γιατί είδα ότι δεν είχα δυνάμεις και ετοιμάστηκα να ξαπλώσω. Ό καλός Θεός όμως και οι προσευχές του Γέροντα μου δεν άφησαν τον σατανά να γίνει το θέλημα του. Ακούω δυνατά μέσα στο καλύβι μου μπροστά μου το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας «Ιδού ό νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ό δούλος όν ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλι ον ευρήσει ραθυμούντα βλέπε ουν ψυχή μου μή τω ύπνω κατενεχθής ίνα μή τω θανάτω παραδοθής και της Βασιλείας έξω κλεισθης αλλά ανάνηψον κράζουσα Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ό Θεός, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς». Πετάχτηκα όρθιος. Εκείνη την στιγμή πέρασε ένα ρεύμα απ' όλο μου το σώμα δροσερό και ίδρωσα λίγο, μετά από αυτό απέκτησα πολύ δύναμη και άρχισα να κάνω τον κανόνα μου με το κομποσκοίνι το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με». Αφού τελείωσα τα κομποσκοίνια, στο τελευταίο κομποσκοίνι πού θα έλεγα το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με» «πιάνει» το μυαλό μου την ευχή μέσα στο κεφάλι μου και την άκουγα δυνατά.
Την δεύτερη εβδομάδα έκανε πολύ κρύο. Έσπασε ό όγκος του καρκίνου πού είχα μέσα μου και άρχισε να τρέχει από το στόμα πολύ πύον βρωμερό, πού μύριζε σαν σκύλο ψόφιο. Στην αρχή έτρεχε πολύ, τόσο πού δεν προλάβαινα να σκουπίζομαι. Όταν έπεφτε στο ράσο επάνω μου, πού φορούσα, το έκαιγε σαν χλωρίνη. Όσα ζωστικά είχα, αχρηστεύτηκαν. Το πύον έτρεχε σαν ποτάμι. Θυμήθηκα τον Γέροντα πού μου είπε: «να πάρεις πολλά χαρτιά, χαρτοπετσέτες στο καλύβι σου, γιατί θα σου χρειαστούν». Ήξερε ό Γέροντας τί θα μου συνέβαινε για να έχω να σκουπίζομαι. Πριν σπάσει ό όγκος και αρχίσει να τρέχει το συρίγγιο είδα κάτι σαν όνειρο, όραμα, ότι κάποιος μου έδωσε και έφαγα ένα κομμάτι άσπρο βαμβάκι. Αργότερα κατάλαβα πώς το βαμβάκι αυτό, πού έφαγα προστάτευσε, όλα τα άλλα ζωτικά μου όργανα και παρότι έβγαζα πάρα πολύ πύον από μέσα μου δεν έπαθα τίποτα. Αύτη την στιγμή πού διηγούμαι αυτά, συγκινούμαι και σκέφτομαι πόσο καλό και Άγιο Γέροντα είχαμε. 'Αν θα πήγαινα στο γιατρό, θα μου έλεγε, να τρώω από όλα τα φαγητά, γιατί είχα σαπίσει όλος από μέσα μου. Ό Γέροντας όμως έκανε το αντίθετο από αυτό πού θα έλεγε ό γιατρός. Μου επέβαλε να κάνω αυστηρή νηστεία και να κάθομαι μέσα σε ένα καλύβι χωρίς θέρμανση. Το έκανε αυτό για να αδυνατίσει πολύ το σώμα μου και με το κρύο να σπάσει ό όγκος του καρκίνου πού είχα μέσα μου, να ανοίξει συρίγγιο και να τρέξει όλο το σάπιο πύον πού υπήρχε μέσα, από το στόμα, να καθαρίσει και να γίνω καλά. Έτσι έγινε γιατρός. Ποιος γιατρός θα το έκανε αυτό; Για να γίνει αυτό το μεγάλο θαύμα πρέπει να ξέρουμε ότι ό Γέροντας το έκανε με την δύναμη του Θεού, γιατί είχε πάντα το Θεό μέσα του και ότι του έλεγε, έκανε. Την πρώτη ήμερα από την βρώμα την πολύ δεν μπορούσα ούτε το παξιμάδι μου να φάω. Το καλύβι μου είχε τρία παράθυρα μικρά και αερίζονταν από παντού. Εάν δεν αεριζόταν, θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Θα πέθαινα από δυσοσμία. Θυμόμουν τα λόγια του Γέροντα πού με προετοίμαζε. Μου έλεγε: - Το πρώτο σώμα του ανθρώπου, πού κάνει άσκηση, λειώνει σαν κερί. Όταν φύγει αυτό το σώμα και καθαρίσει καλά, μετά πού θα φας και βάλεις καινούργιο σώμα, όση νηστεία και να κάνεις, δεν θα αδυνατίζεις τόσο πολύ, θα στραγγάνε μόνο τα υγρά και θα μένει το κρέας. Τα θυμόμουν όλα αυτά τα λόγια του Αγίου Γέροντα μου και δεν φοβόμουν πού αδυνάτισα πάρα πολύ. Ήξερα πώς όλα αυτά, πού μου είπε να κάνω, ήταν για το καλό μου. Από την άλλη ήμερα έτρεχε το πύον ένα φλιτζάνι καφέ. Έγινε συρίγγιο και έτρεχε χρόνια αλλά δε με πείραξε και ούτε με πονούσε. Γι' αυτό μου είχε πει να μην πηγαίνω στον γιατρό ποτέ, γιατί, αν είχα πάει, θα ήμουν πεθαμένος τώρα πού σας μιλώ. Ήθελε να με θεραπεύσει αυτός για να βλέπουν και οι γιατροί και όλος ό κόσμος την πίστη των Αγίων Πατέρων, να πιστέψουν στην θρησκεία μας να κάνουν καθαρή ζωή, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στην εκκλησία και να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και όσες αρρώστιες και αν έχουν, θα γίνονται καλά. Ή εκκλησία μας θαυματουργεί, έλεγε ό Γέροντας μας, όταν κάνουμε καθαρή ζωή και έχουμε αληθινή μετάνοια. Επίσης μου έλεγε: - Παιδί μου, να μην φοβάσαι, όταν είσαι άρρωστος. Εμείς πρέπει να έχουμε δοκιμασία. Όταν θα αρρωστήσεις βαριά για θάνατο, μόλις κάνεις προσευχή στον Θεό, θα σε ακούει αμέσως και θα σε κάνει καλά. Μια ήμερα είχε ρίξει πολύ χιόνι, ένα μέτρο και το σώμα μου είχε αδυνατίσει πιο πολύ, κρύωνα πολύ. Άρχισα να κλείνω τις χαραμάδες από τα παράθυρα και την πόρτα για να μην μπαίνει ό αέρας και κρυώνω. Αφού έκλεισα όλες τις χαραμάδες από παντού και δεν έμπαινε ό αέρας, την άλλη μέρα άρχισαν να με πονούν τα πόδια μου και σιγά-σιγά όλο μου το σώμα και δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Εκεί πού ανησυχούσα και δεν ήξερα τι να κάνω, ακούω την φωνή του Γέροντα μέσα στο καλύβι μου δυνατά να μου λέει: - Βγάλε γρήγορα τα πανιά πού έβαλες στις χαραμάδες στα παράθυρα και στην πόρτα για να αεριστεί το καλύβι σου και να φύγει ή υγρασία. Θα αρρωστήσεις και δεν θα μπορέσεις να σταθείς μέσα Αμέσως εγώ μετά από την φωνή του Γέροντα, σηκώθηκα τα πέταξα όλα και άρχισε το καλύβι μου να αερίζεται και μέχρι το βράδυ μου είχαν φύγει οι πόνοι από το σώμα μου. Πόσες επιθέσεις δεν είχα από τον σατανά; Με πλάκωνε και πολλές φορές ήμουν σχεδόν όλο το 24ωρο άγρυπνος, δεν με έπιανε καθόλου ό ύπνος. Όταν σηκωνόμουν να κάνω τα καθήκοντα μου, αισθανόμουν πολύ κουρασμένος, γιατί είχα αδυνατίσει πολύ. Στηριζόμουν να κάνω την ακολουθία και άκουγα τούς δαίμονες να με κοροϊδεύουν και να γελούν μαζί μου για να έρθω σε απόγνωση. Μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα είχε μείνει μόνο ό σκελετός, όπως βλέπουμε έναν πεθαμένο πούχει λειώσει το σώμα του. Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά, μια εβδομάδα μαρτύρησα. Ξαπλωμένος με πονούσε ή ραχοκοκαλιά μου, ούτε όρθιος δεν μπορούσα να σταθώ. Όλα με πονούσαν. Έτσι πέρασε ή Μεγάλη Εβδομάδα με μεγάλο μαρτύριο. Όταν θυμόμουν τον Κύριο τις ήμερες των Παθών τι πέρασε, ήμουν και εγώ χαρούμενος πού έπασχα μαζί Του και ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με δυνάμωνε να τον ακολουθώ. Δεν κατάλαβα πότε ήλθε το Μέγα Σάββατο. Ήμουν όλος χαρά. Είχα από τα χαράματα τελειώσει τα καθήκοντα μου και ή σκέψη ότι θα πάω στον Γέροντα μου να πάρω την ευχή του και να γιορτάσω μαζί του την Ανάσταση με γέμιζε χαρά. Όπως σηκώθηκα όρθιος, το ράσο, πού φορούσα, ήταν άδειο και το έπαιρνε ό αέρας και αυτό μου έκανε εντύπωση. Έψαχνα να βρω το σώμα μου. Δεν μπορούσα να περπατήσω γρήγορα, πήγαινα πολύ σιγά. Το πρωί πού ήλθε ό κύριος Παντελής με το αυτοκίνητο για να με κατεβάσει στον Γέροντα, υπέφερα πολύ. Είχα βάλει και ένα μαξιλάρι επάνω στο κάθισμα για να είναι μαλακά και πάλι με το κούνημα, πού έκανε το αυτοκίνητο, έτριζαν τα κόκκαλα μου. Θυμάμαι, όταν βγήκα από το καλύβι μου, ήξεραν ό κόσμος ότι θα βγω και είχαν μαζευτεί κάποιες γυναίκες έξω από το κελί του Γέροντα και όταν με είδε ή κυρία Μαρίτσα, ή μαγείρισσα από τα Μελίσσια, φοβήθηκε και έβγαλε μια κραυγή φόβου πολύ δυνατή. Πήγα στον Γέροντα, εξομολογήθηκα και αφού κάθισα λίγο να ξεκουραστώ μου είπε: «Πήγαινε τώρα στο Μοναστήρι να ξεκουραστείς και το βράδυ στην Ανάσταση θα κοινωνήσεις. Θα προσέχεις καλά, να φας λίγο στην αρχή και κατά διαστήματα». Όταν έφυγα από τον Γέροντα μετά την εξομολόγηση, ήμουν πολύ ελαφρύς και χαρούμενος και δεν πονούσα καθόλου. Το βράδυ πήγα στην Ανάσταση, λειτουργήθηκα και κοινώνησα. Μετά την εκκλησία έφεραν στο καλύβι από όλα τα αγαθά για να φάω. Δοκίμασα λίγο αλλά μου φαίνονταν όλα χωρίς γεύση και με το ζόρι έπαιρνα από λίγο για να συνηθίσω το φαγητό. Για να επανέλθει ή γεύση μου πέρασε μια εβδομάδα. Μετά από 3-4 μήνες έφυγα από το Μοναστήρι και πήγα και έμεινα μαζί με τον Γέροντα. Όταν ήλθε ή όρεξη μου και άρχισα να τρώω, δεν σταματούσα καθόμουν και έτρωγα όλη την ήμερα. Φοβήθηκα μήπως μου γίνει πάθος και το είπα στον Γέροντα. - Πρόσεξε τώρα μου είπε, έπρεπε να γίνει αυτό, γιατί ήσουν πολύ αδύνατος και ζεις μέσα στον κόσμο. Τώρα θα αρχίσεις πάλι την νηστεία σου. Θα τρως ένα παξιμάδι την ήμερα στις τρεις ή ώρα το απόγευμα. Το Σάββατο και την Κυριακή θα τρως φαγητό με λάδι δύο φορές την ήμερα καλά. Ενδιάμεσα την εβδομάδα, αν είναι καμιά μεγάλη γιορτή, θα καταλύεις το λάδι δύο φορές την ήμερα. Μετά από ένα μήνα μου άλλαξε το πρόγραμμα και μου είπε: - Τώρα θα τρως φαγητό αλάδωτο μία φορά την ήμερα και το Σαββατοκύριακο θα καταλύεις από όλα και κρέας ακόμη δύο φορές την ήμερα. Όταν ήρθε ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή μου είπε: - Τώρα θα μένεις μέσα στο δωμάτιο σου. Δεν θα βγαίνεις έξω καθόλου και θα τρως ένα παξιμάδι κρίθινο με νερό μετά τις τρεις ή ώρα το απόγευμα κάθε μέρα, αφού κάνεις πρώτα το τριήμερο χωρίς παξιμάδι και νερό. Την πρώτη εβδομάδα έκανα κάτι δικό μου μια μεγάλη παρακοή. Επί δέκα οχτώ ήμερες ούτε έτρωγα ούτε έπινα νερό. Ήθελε ό σατανάς να με ξεκάνει, όπως και έγινε, αρρώστησα βαριά. Ό Γέροντας το κατάλαβε και έβαλε την γυναίκα του ανιψιού του, την κυρία Βέτα, και μαγείρεψε ένα κατσαρολάκι φαγητό αλάδωτο και της είπε: - Θα το πάς αυτό το φαγητό στον πατέρα Ζωσιμά. Να του πεις να σου ανοίξει κατ' εντολή του Γέροντα και αυτό το φαγητό να το φας όλο. Αφού το φας, να έρθεις επάνω. Μόλις το έφαγα, απέκτησα δυνάμεις και έγινα καλά. Πηγαίνω στον Γέροντα, γονατίζω μπροστά του και του είπα: - Συγχώρεσε με Γέροντα μου για την παρακοή πού έκανα. - Πρόσεξε παιδί μου, άλλη φορά να μην κάνεις κάτι δικό σου, γιατί είναι παρακοή. Τώρα κάθισε λίγο κοντά μου και μετά φεύγεις και να προσέχεις μέχρι το Μεγάλο Σάββατο να μην χαλάς την τάξη. Να παίρνεις ένα παξιμάδι την ήμερα, όπως είχαμε πει και νερό. Με την βοήθεια του Γέροντος τελείωσε ή άσκηση, πήγα στον Γέροντα εξομολογήθηκα και μου είπε να κοινωνήσω την Ανάσταση.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Απρ 08, 2016 12:14 pm

Εικόνα




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΟΝΑΚΑ.

Ό μακαριστής μνήμης π. Θωμάς Τσονάκας έγεννήθη εις την κοινότητα «Μηλιά» της ορεινής Ναυπακτίας, την 6ην Οκτωβρίου 1921 ημέρα της μνήμης του Άγ. Αποστόλου Θωμά. Οι γονείς του, Λάμπρος και Παναγιώτα, απέκτησαν 13 τέκνα, εκ των οποίων το έκτον ήτο ό π. Θωμάς.
Τα πρώτα 10 έτη διήλθε μετά της οικογενείας του διδασκόμενος την προς τον Θεό πίστη και τα χρηστά ήθη παρά των ευσεβών γονέων του.


Μνημειώδης υπήρξε ή ελεημοσύνη και ή φιλοξενία των γονέων του και μάλιστα κατά την δύσκολο εκείνην  περίοδο.
Σημαντική διά την καλή ανατροφή του υπήρξε ή παρουσία της έκ πατρός γιαγιάς του Ασημίνας καθώς και ή καθοριστική συμβολή της νονάς του Αθηνάς.

Εις ηλικία 10 ετών μετέβη εις Πάτρας και ανέλαβε εργασία εις κηροποιών όπου ήργάζετο ήδη ό μεγαλύτερος αδελφός του Λεωνίδας.
Εις Πάτρας παρέμεινεν έως της στρατεύσεώς του εργαζόμενος εις διαφόρους εργασίας και κυρίως ως αρτοποιός έως τέλους της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.


Ή σχολική του κατάρτισης έφθασε μέχρι της τετάρτης Δημοτικού την οποίαν τελείωσε εις το Δημοτικό Σχολείο της «Μηλιάς».
Έστρατεύθη εις τα δύσκολα έτη της γερμανικής κατοχής, άλλ' ευρέθη εις το μέτωπο του πολέμου κατά των συμμοριτοπόλεμο. Ύπηρέτησεν ως διαβιβαστής συμμετέχων εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις τού Γράμμου διαφυλαχθείς χάριτι Θεού, άβλαβης και απελύθη έκ τού στρατοπέδου Κονίτσης.


Επέστρεψεν εις Πάτρας και λαβών τας εύχάς των γονέων του και τού πνευματικού του πατρός, Γερβασίου Παρασκευοπούλου ένυμφεύθη την Διονυσία Άγαλιώτου το έτος 1952 μετά της οποίας απέκτησε τρία τέκνα, την Μαρίνα, τον Λάμπρο και τον Ιωάννη.
Έκτος τού πνευματικού του πατρός Γερβασίου αναφερόταν μετά σεβασμού και αγάπης εις την μνήμην δύο ακόμη πνευματικών του διδασκάλων και οδηγών τού Χαραλάμπους Καντρή έκ Πατρών και τού Ιωάννου Σπυροπούλου εξ Αθηνών.

Από της ηλικίας των 17 ετών έπεδόθη μετά ζήλου εις την μελέτη των Ιερών γραφών και την εφαρμογή των θείων εντολών. Σκοπός της ζωής του ήτο ή αγάπη τού Θεού.


Απέφευγε κάθε λόγο και πράξη τα οποία θα έγίνοντο αφορμή να λυπηθεί ό Θεός. Ήτο πολύ φιλακόλουθος. Αρίστευσε εις την κατά Θεόν ανατροφή των τέκνων του. Ή προσφορά προς τον πλησίον με κάθε μέσον, υπήρξε μεγίστη και κυρίως διά τού θείου Λόγου, τον όποιον μετά ζήλου υπηρέτησε καθ' όλη του την ζωή.


Από το έτος 1960 διοργάνωνε κατ' οίκον κατηχήσεις γνωστάς ως πνευματικούς κύκλους, όπου καθημερινώς δίδασκε τον θείο λόγο.
Τα καλοκαίρια διοργάνωνε εκδρομές, τα Σαββατοκύριακα εις πολλά μέρη της Ελλάδος, με επισκέψεις εις Ί. Μονές και ιστορικές περιοχές της χώρας μας. συνδυάζων το τερπνόν μετά τού ωφελίμου.
Το έτος 1975. μετά την συνταξιοδότησή του ίδρυσε τον Σύλλογο «Φίλοι τού Αγίου Όρους» και παρέμεινε πρόεδρος αυτού μέχρι τέλους της ζωής του.


Προσέφερε το μεγαλύτερο πνευματικόν του έργον μέσω τού Συλλόγου αυτού, συνεργαζόμενος με όλους σχεδόν τούς πνευματικούς ανθρώπους της Πατραϊκής κοινωνίας.





Όλίγον πριν της μακαριστής του εκδημίας. διά της συμφώνου γνώμης της συζύγου του Διονυσίας  έκάρη Μοναχός. Εις την πόλιν των Πατρών παραμένει ή μνήμη τού λαϊκού κ. Θωμά Τσονάκα διότι με αυτήν την ιδιότητα προσέφερε το πλούσιον και πολυειδές πνευματικόν του έργο μεταξύ τού όποιου και αρκετό συγγραφικό.


Κυκλοφορούν ήδη οκτώ βιβλία του τα οποία εξέδωσε ό ίδιος, πλέον των δέκα δέ υπάρχουν εισέτι ανέκδοτα, περί των οποίων γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των τέκνων του διά την έκδοση των. Επίσης άφησε περίπου 200 μαγνητοφωνημένες ομιλίας διαφόρων θεμάτων, από τας κατ' οίκον κατηχήσεις και από την αίθουσα τού Συλλόγου «Φίλοι τού Αγίου Όρους».
Ή προς Κύριον πρεσβεία τού μακαριστού π. Θωμά. ως και το πλήθος των ευχών του, ας συνοδεύουν όσους διατηρούν την μνήμην του και είχαν την ευκαιρία της μετ' αυτού φιλίας. Εϊη ή μνήμη του αιωνία. Αμήν.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 8 και 0 επισκέπτες